TGF LOVE TIME
Πρόσφατα Θέματα
Χριστουγεννιάτικα Τερρο-φικ 2015
4 απαντήσεις
Σελίδα 1 από 1
Χριστουγεννιάτικα Τερρο-φικ 2015
Απο αυριο 22/12 ξεκιναμε να ανεβαζουμε τις χριστουγεννιατικες δημιουργιες μας.
Καλη μας διασκεδαση που τοσο την εχουμε αναγκη και καλες γιορτες να εχουμε με υγεια, ευτυχια, χαρα και πολλα γελια και χαμογελα!
Καλη μας διασκεδαση που τοσο την εχουμε αναγκη και καλες γιορτες να εχουμε με υγεια, ευτυχια, χαρα και πολλα γελια και χαμογελα!
Απ: Χριστουγεννιάτικα Τερρο-φικ 2015
Σκάρωσα ενα μικρό τραγουδάκι και δύο φωτογραφίες για τα Χριστουγεννα. Εγιναν στο πόδι και κυρίως για πλάκα.
Καλή αρχή και περιμένουμε τα καλύτερα!!!!!!
Καλή αρχή και περιμένουμε τα καλύτερα!!!!!!
ariel- Terry Total Freak
- Αριθμός μηνυμάτων : 16943
Points : 27383
Ημερομηνία εγγραφής : 06/11/2010
Ηλικία : 51
Τόπος : Gyth Argen
Χιούμορ : think so??
Απ: Χριστουγεννιάτικα Τερρο-φικ 2015
Αν είχα τέτοιες μπάλες, κάθε χρόνο θα στόλιζα!!!!! Μάλλον δεν θα ξεστόλιζα ποτέ!
ariel- Terry Total Freak
- Αριθμός μηνυμάτων : 16943
Points : 27383
Ημερομηνία εγγραφής : 06/11/2010
Ηλικία : 51
Τόπος : Gyth Argen
Χιούμορ : think so??
Απ: Χριστουγεννιάτικα Τερρο-φικ 2015
Τη μουσική την ξέρετε όλες, πάμε για τους νέους στίχους!!!!
Τρίγωνα, τρίγωνα
Τρίγωνα κάλαντα στης Πόνυ το χωριό
όλα γύρω κάτασπρα
το σπίτι γιορτινό, χέι!
τρίγωνα κάλαντα θα θελα κι εγώ
μια ζεστή κούπα καφέ
ας πάρω ένα σκαμπό
μες στη σιγαλιά, κάτω απ' τη μηλιά
αχός βαρύς ακούγεται
και ποδοβολητά
Κάντυ σα χαζή, κοιτάς απ' το κλαρί
τον Τέρρυ σαν τσουβάλι τον Άλμπερτ να βαρεί
Τρίγωνα κάλαντα βρε και τι 'ναι αυτό;
Τέρρυ Κάντυ Άλμπερτ
ένα ρημαδιό, χέι!
τρίγωνα τρίγωνα σκόρπισαν παντού
κάποιες που τον πρίγκηπα
έβλεπαν παντού!
Μπέρτυ πες κι εσύ δίχως πίεσή
πως για τη μικρούλα, δεν έχεις πρόθεσή
παρεξήγησή, παρεξήγησή
κάποιες κολλημένες θέλουν σύνδεση
Τρίγωνα κάλαντα, βάλε μου να πιω
μέχρι να το λύσουμε
δε φεύγω από δω, χέι!
τρίγωνα κάλαντα να κι ένας ασβός
απ' τις φαν του Άλμπερτ
ο πλέον σοβαρός
Η Πουπε λογική, μπαίνει στην σκηνή
μια τους αμολάει και μένουνε ξεροί
Το σοκ τους τρομερό μα ήταν αρκετό
κι οι τρεις τους να αρχίσουνε το χαχανιτό.
Τρίγωνα, κάλαντα να το χαπι εντ
οι φίλοι αγκαλιάζονται, αρχίζουν να τα λεν, χέι
Τρίγωνα κάλαντα βλέπω νυφικό,
και Πρωτοχρονιάτικα τον Τέρρυ μας γαμπρό
...... και του χρόνου.....
Τρίγωνα, τρίγωνα
Τρίγωνα κάλαντα στης Πόνυ το χωριό
όλα γύρω κάτασπρα
το σπίτι γιορτινό, χέι!
τρίγωνα κάλαντα θα θελα κι εγώ
μια ζεστή κούπα καφέ
ας πάρω ένα σκαμπό
μες στη σιγαλιά, κάτω απ' τη μηλιά
αχός βαρύς ακούγεται
και ποδοβολητά
Κάντυ σα χαζή, κοιτάς απ' το κλαρί
τον Τέρρυ σαν τσουβάλι τον Άλμπερτ να βαρεί
Τρίγωνα κάλαντα βρε και τι 'ναι αυτό;
Τέρρυ Κάντυ Άλμπερτ
ένα ρημαδιό, χέι!
τρίγωνα τρίγωνα σκόρπισαν παντού
κάποιες που τον πρίγκηπα
έβλεπαν παντού!
Μπέρτυ πες κι εσύ δίχως πίεσή
πως για τη μικρούλα, δεν έχεις πρόθεσή
παρεξήγησή, παρεξήγησή
κάποιες κολλημένες θέλουν σύνδεση
Τρίγωνα κάλαντα, βάλε μου να πιω
μέχρι να το λύσουμε
δε φεύγω από δω, χέι!
τρίγωνα κάλαντα να κι ένας ασβός
απ' τις φαν του Άλμπερτ
ο πλέον σοβαρός
Η Πουπε λογική, μπαίνει στην σκηνή
μια τους αμολάει και μένουνε ξεροί
Το σοκ τους τρομερό μα ήταν αρκετό
κι οι τρεις τους να αρχίσουνε το χαχανιτό.
Τρίγωνα, κάλαντα να το χαπι εντ
οι φίλοι αγκαλιάζονται, αρχίζουν να τα λεν, χέι
Τρίγωνα κάλαντα βλέπω νυφικό,
και Πρωτοχρονιάτικα τον Τέρρυ μας γαμπρό
...... και του χρόνου.....
ariel- Terry Total Freak
- Αριθμός μηνυμάτων : 16943
Points : 27383
Ημερομηνία εγγραφής : 06/11/2010
Ηλικία : 51
Τόπος : Gyth Argen
Χιούμορ : think so??
ariel- Terry Total Freak
- Αριθμός μηνυμάτων : 16943
Points : 27383
Ημερομηνία εγγραφής : 06/11/2010
Ηλικία : 51
Τόπος : Gyth Argen
Χιούμορ : think so??
Απ: Χριστουγεννιάτικα Τερρο-φικ 2015
το φικακι προειδοποιω οτι ειναι μικρουλι και ειναι απλως "μια ματια" (just a glimpse) σε στιγμες..
και συνοδευεται κι απο ενα τραγουδι που του παει..
και συνοδευεται κι απο ενα τραγουδι που του παει..
Απ: Χριστουγεννιάτικα Τερρο-φικ 2015
'Αγγελοι χιονιού
-Πιάσε με...!
-Θα σε πιάσω και τότε θα δεις!
-Δεν θα με πιάσεις! Δεν μπορείς!
-Δεν μπορώ;; Μπορώ και παραμπορώ!
-Όχι σου λέω δεν μπορείς! (και βγάζει τη γλώσσα στο πλάι κοροϊδευτικά)
Αυτό το κυνηγητό ήταν το νέο τους παιχνίδι. Κυνηγητό στην πίστα πατινάζ.
Φέτος η Έλινορ είχε μάθει για καλά πως να ισορροπεί και να πατινάρει
και ήταν πραγματικά πολύ καλή.
Όχι όμως καλύτερη από τον άνθρωπο που της το έμαθε... τον πατέρα της. Εκείνος ήταν εξαίρετος.
Γλυστρούσε με τόση ευκολία πάνω στον πάγο που θαρρείς πως χόρευε!
Χόρευε σαν άγγελος και το χρώμα των ματιών του θύμιζε αυτό της παγωμένης λίμνης
που ήταν λίγο πιο πέρα από το σπίτι τους. Εκεί της πρωτοέμαθε να πατινάρει.
Πόσες τούμπες έφαγε μέχρι να μαθει να ισορροπεί δεν λέγεται!
Ακόμα θυμάται την μητέρα της να φωνάζει :
“Πρόσεχε!!”
Ποιά; η Κάντυ! Η Κάντυ που όταν ήταν μικρή σκαρφάλωνε σε δέντρα σαν μαϊμού
κι όταν καμμιά φορά έπεφτε δεν πτοούνταν και συνέχιζε να σκαρφαλώνει.
Όχι δεν είχε αλλάξει σαν χαρακτήρας η Κάντυ,
εξακολουθούσε να σκαρφαλώνει που και που σε δέντρα, να είναι πειραχτήρι και σίφουνας.
Απλά στην κόρη της είχε τρελή αδυναμία κι αυτό όσο να 'ναι την έκανε λίγο
ανήσυχη μην χτυπήσει. Όπως όλοι οι γονείς άλλωστε.
Θυμάται κάθε χρόνο τα Χριστούγεννα πέρα από το πατινάζ πάντα έφτιαχναν χιονάνθρωπο
και οι τρεις μαζί και μέχρι να τον τελειώσουν έπαιζαν χιονοπόλεμο
και τα χαχανητά τους αντηλαλούσαν παντού.
Κι όταν η μαμά πήγαινε να ετοιμάσει το φαγητό εκείνη κι ο μπαμπάς έπαιζαν κυνηγητό
και κατέληγαν πάντα να βρίσκονται ξαπλωμένοι, κουρασμένοι και λαχανιασμένοι στο αφράτο χιόνι
και να σχηματίζουν άγγελους χιονιού με χέρια και πόδια, τους οποίους χάζευε
μέχρι να νυχτώσει από το παράθυρο του δωματίου της.
Αυτές τις αναμνήσεις διέκοψε μια αγκαλιά που την έκλεισε μέσα της σφιχτά
και της ζέστανε την πλάτη.
-Σ'έπιασα μικρή φακιδομούρα! Που νόμιζες ότι θα μου γλυτώσεις!
είπε ο Τέρρυ κι άρχισε να γαργαλάει την Έλινορ μέχρι που έπεσαν και οι δύο γελώντας.
Εκείνη τη στιγμή ακούστηκε η φωνή της Κάντυ να τους λέει:
-Τέρρυ, Έλ, είναι ώρα να φύγουμε, μας περιμένουν ο Άρτσι με την Άννυ για φαγητό και δεν θέλω να
αργήσουμε.
-Ναι πάμε γιατί άρχισα να πεινάω, είπε η μικρή Έλινορ.
Και θέλω να ανόιξω και τα δώρα μου μαμά...
Είχαν λίγα χρόνια να βρεθούν η παρέα και φέτος τα Χριστούγεννα
κατάφεραν να το πραγματοποιήσουν στην Νέα Υόρκη
που έμεναν η Άννυ και ο Άρτσυ με την οικογένεια τους.
Ήταν ευκαιρία να δουν και την μητέρα του Τέρρυ αυτές τις μέρες.
Ακόμα και η Πάττυ ήρθε από το Παρίσι γι αυτή τη συνάντηση.
Μαζεύτηκαν όλοι και κάθησαν στο τραπέζι να απολαύσουν το νοστιμότατο γέυμα
και τις υπόλοιπες λιχουδιές που υπήρχαν και έμειναν εκεί το βράδυ.
Την άλλη μέρα επισκέφτηκαν την γιαγιά Έλινορ
και το επόμενο πρωί θα ταξίδευαν για το σπίτι τους
στο Στράτφορντ καθώς ο Τέρρυ ξεκινούσε παραστάσεις τις επόμενες βδομάδες
κι έπρεπε να διαβάσει το ρόλο του.
Η μικρή Έλινορ ήταν πολύ χαρούμενη από τα φετινά χριστούγεννα αλλά κάτι της έλειπε.
Έτσι όταν πλέον επέστρεψαν σπίτι τους, έντυσε τους γονείς της καλά και τους παρέσυρε έξω.
-Τι συμβαίνει Έλ; που μας πηγαίνεις; ρώτησε η Κάντυ.
-Χμ.. κάτι υποψιάζομαι.. είπε ο Τέρρυ δήθεν σκεπτικός.
-Ελάτε, κάτι ξεχάσαμε φέτος τα Χριστούγεννα.. μπαμπά... τι δεν κάναμε;
-Άγγελους χιονιού; ρώτησε ο Τέρρυ.
-Ναι!!! ξεφώνησε η Έλινορ.
-Άγγελους χιονιού!
Κι άρχισαν και οι τρεις να σχηματίζουν άγγελους χιονιού με χέρια και πόδια γελώντας.
Με ζεστή σοκολάτα και σπιτικά μπισκοτάκια κανέλας, καθισμένοι μπροστά στο αναμμένο τζάκι
κοιτώντας το στολισμένο τους δέντρο που λαμποκοπούσε από τα πολλά λαμπιόνια
και μια μεγάλη κουβέρτα να τους τυλίγει και τους τρεις η μικρή αποκοιμήθηκε στην αγκαλιά τους
χαμένη στις όμορφες αναμνήσεις των γιορτινών ημερών
κι ο Τέρρυ με την Κάντυ αντάλλαξαν ένα πολύ ζεστό και τρυφερό φιλί
γεμάτο αγάπη κι ευγνωμοσύνη για όσαν είχαν καταφέρει μαζί.
-Θα σε πιάσω και τότε θα δεις!
-Δεν θα με πιάσεις! Δεν μπορείς!
-Δεν μπορώ;; Μπορώ και παραμπορώ!
-Όχι σου λέω δεν μπορείς! (και βγάζει τη γλώσσα στο πλάι κοροϊδευτικά)
Αυτό το κυνηγητό ήταν το νέο τους παιχνίδι. Κυνηγητό στην πίστα πατινάζ.
Φέτος η Έλινορ είχε μάθει για καλά πως να ισορροπεί και να πατινάρει
και ήταν πραγματικά πολύ καλή.
Όχι όμως καλύτερη από τον άνθρωπο που της το έμαθε... τον πατέρα της. Εκείνος ήταν εξαίρετος.
Γλυστρούσε με τόση ευκολία πάνω στον πάγο που θαρρείς πως χόρευε!
Χόρευε σαν άγγελος και το χρώμα των ματιών του θύμιζε αυτό της παγωμένης λίμνης
που ήταν λίγο πιο πέρα από το σπίτι τους. Εκεί της πρωτοέμαθε να πατινάρει.
Πόσες τούμπες έφαγε μέχρι να μαθει να ισορροπεί δεν λέγεται!
Ακόμα θυμάται την μητέρα της να φωνάζει :
“Πρόσεχε!!”
Ποιά; η Κάντυ! Η Κάντυ που όταν ήταν μικρή σκαρφάλωνε σε δέντρα σαν μαϊμού
κι όταν καμμιά φορά έπεφτε δεν πτοούνταν και συνέχιζε να σκαρφαλώνει.
Όχι δεν είχε αλλάξει σαν χαρακτήρας η Κάντυ,
εξακολουθούσε να σκαρφαλώνει που και που σε δέντρα, να είναι πειραχτήρι και σίφουνας.
Απλά στην κόρη της είχε τρελή αδυναμία κι αυτό όσο να 'ναι την έκανε λίγο
ανήσυχη μην χτυπήσει. Όπως όλοι οι γονείς άλλωστε.
Θυμάται κάθε χρόνο τα Χριστούγεννα πέρα από το πατινάζ πάντα έφτιαχναν χιονάνθρωπο
και οι τρεις μαζί και μέχρι να τον τελειώσουν έπαιζαν χιονοπόλεμο
και τα χαχανητά τους αντηλαλούσαν παντού.
Κι όταν η μαμά πήγαινε να ετοιμάσει το φαγητό εκείνη κι ο μπαμπάς έπαιζαν κυνηγητό
και κατέληγαν πάντα να βρίσκονται ξαπλωμένοι, κουρασμένοι και λαχανιασμένοι στο αφράτο χιόνι
και να σχηματίζουν άγγελους χιονιού με χέρια και πόδια, τους οποίους χάζευε
μέχρι να νυχτώσει από το παράθυρο του δωματίου της.
Αυτές τις αναμνήσεις διέκοψε μια αγκαλιά που την έκλεισε μέσα της σφιχτά
και της ζέστανε την πλάτη.
-Σ'έπιασα μικρή φακιδομούρα! Που νόμιζες ότι θα μου γλυτώσεις!
είπε ο Τέρρυ κι άρχισε να γαργαλάει την Έλινορ μέχρι που έπεσαν και οι δύο γελώντας.
Εκείνη τη στιγμή ακούστηκε η φωνή της Κάντυ να τους λέει:
-Τέρρυ, Έλ, είναι ώρα να φύγουμε, μας περιμένουν ο Άρτσι με την Άννυ για φαγητό και δεν θέλω να
αργήσουμε.
-Ναι πάμε γιατί άρχισα να πεινάω, είπε η μικρή Έλινορ.
Και θέλω να ανόιξω και τα δώρα μου μαμά...
Είχαν λίγα χρόνια να βρεθούν η παρέα και φέτος τα Χριστούγεννα
κατάφεραν να το πραγματοποιήσουν στην Νέα Υόρκη
που έμεναν η Άννυ και ο Άρτσυ με την οικογένεια τους.
Ήταν ευκαιρία να δουν και την μητέρα του Τέρρυ αυτές τις μέρες.
Ακόμα και η Πάττυ ήρθε από το Παρίσι γι αυτή τη συνάντηση.
Μαζεύτηκαν όλοι και κάθησαν στο τραπέζι να απολαύσουν το νοστιμότατο γέυμα
και τις υπόλοιπες λιχουδιές που υπήρχαν και έμειναν εκεί το βράδυ.
Την άλλη μέρα επισκέφτηκαν την γιαγιά Έλινορ
και το επόμενο πρωί θα ταξίδευαν για το σπίτι τους
στο Στράτφορντ καθώς ο Τέρρυ ξεκινούσε παραστάσεις τις επόμενες βδομάδες
κι έπρεπε να διαβάσει το ρόλο του.
Η μικρή Έλινορ ήταν πολύ χαρούμενη από τα φετινά χριστούγεννα αλλά κάτι της έλειπε.
Έτσι όταν πλέον επέστρεψαν σπίτι τους, έντυσε τους γονείς της καλά και τους παρέσυρε έξω.
-Τι συμβαίνει Έλ; που μας πηγαίνεις; ρώτησε η Κάντυ.
-Χμ.. κάτι υποψιάζομαι.. είπε ο Τέρρυ δήθεν σκεπτικός.
-Ελάτε, κάτι ξεχάσαμε φέτος τα Χριστούγεννα.. μπαμπά... τι δεν κάναμε;
-Άγγελους χιονιού; ρώτησε ο Τέρρυ.
-Ναι!!! ξεφώνησε η Έλινορ.
-Άγγελους χιονιού!
Κι άρχισαν και οι τρεις να σχηματίζουν άγγελους χιονιού με χέρια και πόδια γελώντας.
Με ζεστή σοκολάτα και σπιτικά μπισκοτάκια κανέλας, καθισμένοι μπροστά στο αναμμένο τζάκι
κοιτώντας το στολισμένο τους δέντρο που λαμποκοπούσε από τα πολλά λαμπιόνια
και μια μεγάλη κουβέρτα να τους τυλίγει και τους τρεις η μικρή αποκοιμήθηκε στην αγκαλιά τους
χαμένη στις όμορφες αναμνήσεις των γιορτινών ημερών
κι ο Τέρρυ με την Κάντυ αντάλλαξαν ένα πολύ ζεστό και τρυφερό φιλί
γεμάτο αγάπη κι ευγνωμοσύνη για όσαν είχαν καταφέρει μαζί.
Ακολουθει τραγουδι και στιχοι
Lyrics: Angels in the Snow
When the twilight hour is sparkling
And the city’s all aglow
Come with me my darling
To the place we love to go
When the frost’s upon the window
there’s a tingle in your toes
to the fields of virgin white
for angels in the snow
Lying on the frozen ground
Arms go up and legs go down
How it looks so perfect I don’t know
With the snowflakes all around
It feels like heaven’s reaching down
To tell us here on earth we’re not alone
As the rooftops glisten
And your cheeks turn to rose
We will lie in wonder
making angels in the snow
With the snowflakes all around
It feels like heaven’s reaching down
Telling us that we are not alone
The silver moon is shining
On the winter world below
How she’ll smile to see us
Waving our hellos
And as each season passes
I will watch as your wings grow
I’ll always think of you this way
My angel in the snow
Amy Sky/Steven Mackinnon
Απ: Χριστουγεννιάτικα Τερρο-φικ 2015
Να' μαι κι εγώ..!
Λοιπόν, εγώ αποφάσισα να μην γράψω ένα νέο φικάκι αλλά τη συνέχεια ενός παλαιότερου...για την ακρίβεια, του χριστουγεννιάτικου φικ που είχα γράψει πριν από 2 χρόνια, με τίτλο "Κάποιοι...κάπου...κάποτε...". Αν θέλετε να το θυμηθείτε, θα το βρείτε εδώ... https://terry.forumgreek.com/t831-topic
Το κομμάτι που θα ανεβάσω σήμερα προηγείται χρονολογικά του παλιού φικ, συμβαίνει δηλαδή μια εβδομάδα νωρίτερα. Αντίθετα, αυτό που θα ανεβάσω αύριο συμβαίνει μετά...
Ελπίζω να μη σας μπέρδεψα...
Λοιπόν, εγώ αποφάσισα να μην γράψω ένα νέο φικάκι αλλά τη συνέχεια ενός παλαιότερου...για την ακρίβεια, του χριστουγεννιάτικου φικ που είχα γράψει πριν από 2 χρόνια, με τίτλο "Κάποιοι...κάπου...κάποτε...". Αν θέλετε να το θυμηθείτε, θα το βρείτε εδώ... https://terry.forumgreek.com/t831-topic
Το κομμάτι που θα ανεβάσω σήμερα προηγείται χρονολογικά του παλιού φικ, συμβαίνει δηλαδή μια εβδομάδα νωρίτερα. Αντίθετα, αυτό που θα ανεβάσω αύριο συμβαίνει μετά...
Ελπίζω να μη σας μπέρδεψα...
souka- Terry Extreme Guru
- Αριθμός μηνυμάτων : 8402
Points : 13903
Ημερομηνία εγγραφής : 27/04/2011
Ηλικία : 42
Χιούμορ : Όλων των ειδών!!!
Απ: Χριστουγεννιάτικα Τερρο-φικ 2015
24 ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΥ 2012
Η ώρα ήταν περασμένες δέκα και ο Terrence έτρεχε προς το σταθμό του μετρό δίχως να βλέπει μπροστά του ενώ την ίδια στιγμή προσπαθούσε να φορέσει τα γάντια και το κασκόλ του. Το κρύο ήταν τσουχτερό στη Νέα Υόρκη αυτήν την εποχή και το χιόνι δεν είχε σταματήσει να πέφτει εδώ και λίγες μέρες. Άλλοτε περισσότερο έντονη, άλλοτε λιγότερο, η χιονόπτωση πάντως συνέχιζε μερόνυχτα.
Μετά το τέλος της χθεσινοβραδινής παράστασης, ο Terrence, γνωρίζοντας πως το επόμενο πρωί θα είχε κοινωνικές υποχρεώσεις, είχε φροντίσει να επιστρέψει νωρίς στο διαμέρισμά του. Παραδόξως, δεν είχε πάρει ταξί αλλά είχε αποφασίσει να περπατήσει. Απολάμβανε ιδιαιτέρως το περπάτημα την περασμένη εκείνη ώρα. Του έδινε τη δυνατότητα να δει και να γνωρίσει μιαν άλλη όψη της πόλης. Δεν γνώριζε, όμως, ότι σύντομα θα μετάνιωνε γι’ αυτήν του την απόφαση.
Αφού είχε περπατήσει για περίπου 15 λεπτά, βρέθηκε μπροστά από ένα γνωστό εστιατόριο, το οποίο αποτελούσε καλλιτεχνικό στέκι μιας και εκεί συνήθιζαν να πηγαίνουν οι ηθοποιοί και οι υπόλοιποι συντελεστές μετά το τέλος των παραστάσεων. Καθώς γύρισε ασυναίσθητα το κεφάλι του για να ρίξει μια κλεφτή ματιά μέσα, είδε σε ένα από τα τραπέζια την Eleanor Baker να διασκεδάζει με μια μεγάλη παρέα. Φαινόταν πολύ κεφάτη και προφανώς διασκέδαζε με τους συνδαιτημόνες της αφού γελούσε με την καρδιά της. Ο Terrence ταράχτηκε που την είδε και πέρασε γρήγορα στο απέναντι πεζοδρόμιο.
Ύστερα από αυτό, κατευθύνθηκε βιαστικά στο διαμέρισμά του χωρίς να ενδιαφέρεται πλέον να χαζέψει τη νυχτερινή και στολισμένη Νέα Υόρκη. Μπαίνοντας στο διαμέρισμά του, η πρώτη του κίνηση ήταν να γεμίσει ένα ποτήρι με ουίσκι και να ανάψει ένα τσιγάρο. Δε μπορούσε να βγάλει από το μυαλό του την εικόνα της μητέρας του. Παρά το γεγονός ότι βρισκόταν στη Νέα Υόρκη από τις αρχές του περαμένου μήνα, δεν είχε επιχειρήσει ακόμα να έρθει σε επαφή μαζί της. Πολλές φορές είχε πληκτρολογήσει τον αριθμό της στο κινητό του τηλέφωνο αλλά καμία από αυτές δεν την κάλεσε. Έβρισκε συνεχώς μια αφορμή για να το αναβάλλει για κάποια άλλη φορά. Δεν τολμούσε να παραδεχτεί ούτε στον ίδιο του τον εαυτό ότι, στην πραγματικότητα, φοβόταν μήπως εκείνη δεν ήθελε να έχει καμία σχέση μαζί του. Κάπως έτσι έφτασε το ξημέρωμα, με τον Terrence να έχει πιει το μισό μπουκάλι με το ουίσκι και να έχει καπνίσει ένα ολόκληρο πακέτο τσιγάρα. Θα πρέπει να ήταν λίγο πριν από τις 5 όταν τελικά τον πήρε ο ύπνος στον καναπέ.
Λίγες μόλις ώρες αργότερα, γύρω στις 9.30 το πρωί, τον ξύπνησε το τηλέφωνό του που χτυπούσε επίμονα. Ήταν ο Robert, ο σκηνοθέτης της παράστασης, ο οποίος του τηλεφώνησε για να βεβαιωθεί ότι ήταν έτοιμος για το ραντεβού τους στις 11. Ο Terrence, συνειδητοποιώντας ότι ίσα που προλάβαινε να ετοιμαστεί, πετάχτηκε από τον καναπέ.
Η ώρα, πλέον, ήταν περασμένες δέκα και αυτός έτρεχε να πάρει το μετρό, αν και ήταν σίγουρος ότι δεν θα κατάφερνε να φτάσει στην ώρα του. Δεν θα τον ένοιαζαν και τόσο τα 10-15 λεπτά καθυστέρησης, αν δεν θεωρούσε ιδιαίτερης σημασίας την υποχρέωσή του. Πριν από δύο εβδομάδες περίπου, ο υπεύθυνος παραγωγής της παράστασης μαζί με τον διευθυντή του θεάτρου είχαν ζητήσει από όλους τους ηθοποιούς να επισκεφθούν το Δημοτικό Ορφανοτροφείο Νέας Υόρκης την παραμονή των Χριστουγέννων και να περάσουν μερικές ώρες με τα παιδιά που φιλοξενούνταν εκεί. Αν και τις περισσότερες φορές θεωρούσε αγγαρεία τις κοινωνικές υποχρεώσεις, στις οποίες οι παραγωγοί τον πίεζαν να παραβρεθεί, για τη συγκεκριμένη δε γκρίνιαξε καθόλου. Το αντίθετο, μάλιστα, πήγαινε με μεγάλη ευχαρίστηση και γι’ αυτό δεν ήθελε να αργήσει.
Τελικά, έφτασε στον προορισμό του με 10 λεπτά καθυστέρηση. Είχε ήδη ενημερώσει τον Robert ώστε να μην τον περιμένουν, αλλά να μπουν πρώτοι αυτοί. Καθώς έβγαινε από το σταθμό του μετρό, είδε στο τέλος του δρόμου το μεγάλο πετρόκτιστο κτίριο και κατευθύνθηκε προς εκεί.Ανέβαινε δυο-δυο τα σκαλοπάτια της εισόδου και θέλησε να βγάλει το κασκόλ του αφού με τόσο τρέξιμο είχε αρχίσει να ζεσταίνεται κι έτσι δεν είδε την κοπέλα που την ίδια στιγμή έβγαινε από το κτίριο κρατώντας το κινητό της στο χέρι. Ούτε και εκείνη, όμως, τον είχε δει αφού έστελνε ένα γραπτό μήνυμα, με αποτέλεσμα να πέσει ο ένας πάνω στον άλλο. Το κασκόλ του Terrence έπεσε από τα χέρια του και το ίδιο συνέβη με το κινητό της ξανθιάς δεσποινίδος. Η κοπέλα, κάπως ταραγμένη, μάζεψε το κινητό της και αφού βεβαιώθηκε ότι δεν είχε σπάσει, γύρισε στο νεαρό και εκνευρισμένα του είπε: «Καλό θα ήταν να βλέπετε που πηγαίνετε, κύριε! Από καθαρή τύχη την γλίτωσε το κινητό μου και δεν έσπασε. Μάλλον θα έπρεπε να είστε περισσότερο προσεκτικός!» Ο Terrence, που είχε σκύψει να πιάσει το κασκόλ του, μη μπορώντας να πιστέψει την αδικαιολόγητη έκρηξή της, της απάντησε: « Γιατί, μήπως εσύ έβλεπες μπροστά σου; Ρίχνεις το φταίξιμο σε μένα ενώ εσύ ήσουν αυτή που περπατούσε και έγραφε μήνυμα στο κινητό . Ακόμα κι αν είχε σπάσει, εσύ θα έφταιγες.» Τα είπε όλα αυτά χωρίς να την αφήσει να αντιδράσει αλλά και χωρίς να έχει στρέψει το βλέμμα του πάνω της. Και τότε, την είδε… Ήταν μια κοπέλα περίπου στην ηλικία του, με ξανθά σγουρά μαλλιά πιασμένα σε αλογοουρά με δύο μικρές τούφες να πέφτουν στα πλαϊνά του προσώπου της. Το πρόσωπό της ήταν γεμάτο φακίδες και τα μάτια της…τα μάτια της…τι χρώμα είχαν; Πράσινα, αλλά ποια απόχρωση του πράσινου ήταν αυτή; Σα να μην είχε ξαναδεί μάτια που να είχαν αυτό το χρώμα…Τις σκέψεις του διέκοψε η φωνή της... «Είσαι αναιδέστατος! Τι να σου πω..! Εγώ φταίω που κάθομαι και ασχολούμαι μαζί σου!» είπε και άρχισε να κατεβαίνει τα σκαλιά του ορφανοτροφείου.
souka- Terry Extreme Guru
- Αριθμός μηνυμάτων : 8402
Points : 13903
Ημερομηνία εγγραφής : 27/04/2011
Ηλικία : 42
Χιούμορ : Όλων των ειδών!!!
Απ: Χριστουγεννιάτικα Τερρο-φικ 2015
1η ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΥ 2013
Κάθε χρόνο τέτοια μέρα η παρέα συνήθιζε να πηγαίνει για πατινάζ στο παγοδρόμιο του κέντρου Ροκφέλερ. Ήταν η δική τους χριστουγεννιάτικη παράδοση. Έτσι και φέτος… Απόγευμα Πρωτοχρονιάς και η Κάντις, η Άννι, η Πατρίσια, ο Άρτσι και ο Στήαρ ήταν πιστοί στο ραντεβού τους. Αφού ειχαν περάσει το μεσημέρι της Πρωτοχρονιάς με τις οικογένειές τους, συναντήθηκαν αργά το απόγευμα για να καλωσορίσουν και επίσημα το νέο έτος με τον πιο αγαπημένο τους τρόπο. Με γέλια, φωνές και φυσικά τον καθιερωμένο διαγωνισμό για το πιο αστείο πέσιμο στην παγωμένη πίστα. Φαίνονταν όλοι τους τόσο χαρούμενοι και ξέγνοιαστοι, σαν να μην τους απασχολούσε τίποτε άλλο εκείνη τη συγκεκριμένη στιγμή…
Το θέατρο θα έμενε κλειστό την ημέρα της Πρωτοχρονιάς κι έτσι ο Τέρενς θα είχε την ευκαιρία να ξεκουραστεί. Η αλήθεια, όμως, είναι ότι θα προτιμούσε να έχει παράσταση, θα προτιμούσε να είναι μία μέρα όπως όλες οι άλλες. Είχαν περάσει αρκετές μέρες από το βράδυ που είχε δει τυχαία τη μητέρα του σ’ εκείνο το εστιατόριο, όμως δεν είχε βρει ακόμα το κουράγιο να της τηλεφωνήσει. Η μέρα της Πρωτοχρονιάς, λοιπόν, δε σήμαινε και πολλά γι’ αυτόν αφού θα την περνούσε μόνος του. Ο Ρόμπερτ καθώς και κάποιοι άλλοι συνάδελφοι από το θέατρο τον είχαν, βέβαια, καλέσει να περάσει τη μέρα μαζί τους αλλά δεν είχε απολύτως καμία διάθεση για κάτι τέτοιο κι έτσι είχε αρνηθεί ευγενικά τις προσκλήσεις. Τελικά, κατέληξε να περάσει σχεδόν όλη την ημέρα κλεισμένος στο διαμέρισμά του ώσπου, κάποια στιγμή, αργά το απόγευμα, ένιωσε να πνίγεται και αποφάσισε να βγει για περπάτημα. Η πόλη ήταν φωτεινή και στολισμένη, ο κόσμος περπατούσε στους δρόμους αψηφώντας το κρύο και, όπως συνειδητοποίησε ο Τέρενς, οι περισσότεροι ήταν χαμογελαστοί και χαρούμενοι. Περπατούσε για αρκετή ώρα, χαμένος στις σκέψεις του, όταν ξαφνικά αντιλήφθηκε ότι βρισκόταν έξω από το κέντρο Ροκφέλερ και υποκινούμενος από μια διαίσθηση που καλά-καλά ούτε ο ίδιος δεν καταλάβαινε, αποφάσισε να μπει για να δει το χριστουγεννιάτικο δέντρο.
Ο Τέρενς ήταν ένας νεαρός αρκετά ρεαλιστής και δεν πίστευε ιδιαίτερα σε αυτό που πολλοί ονόμαζαν μοίρα ή πεπρωμένο. Όταν, όμως, βρέθηκε δίπλα από το παγοδρόμιο του κέντρου, έμεινε έκπληκτος…εκείνη βρισκόταν εκεί! Πρώτα απ’ όλα, την προσοχή του τράβηξε η χαρακτηριστική φωνή της και το γέλιο της. Ύστερα την αναζήτησε μέσα στο πλήθος που έκανε πατινάζ και την είδε…φορούσε ένα απλό τζιν παντελόνι, ένα γκρι παλτό μέχρι το γόνατο και λευκό κασκόλ, γάντια και σκούφο. Αν και σε σχετικά μακρινή απόσταση, ο Τέρενς μπορούσε να διακρίνει ακόμα και τις φακίδες της. Δε μπορούσε παρά να αναρωτηθεί…πως ήταν δυνατό να συμβαίνει αυτό; Πως γίνεται, μέσα σε μια πόλη εκατομμυρίων κατοίκων, να έχει πέσει πάνω της ήδη τρεις φορές, μέσα σε μια εβδομάδα σχεδόν; Τι ήταν αυτό που, κατά έναν περίεργο και ανεξήγητο τρόπο, τον τραβούσε κοντά της;
souka- Terry Extreme Guru
- Αριθμός μηνυμάτων : 8402
Points : 13903
Ημερομηνία εγγραφής : 27/04/2011
Ηλικία : 42
Χιούμορ : Όλων των ειδών!!!
Απ: Χριστουγεννιάτικα Τερρο-φικ 2015
Antony & Scarlett
Waltz of Roses...
* Παραμονή Χριστουγέννων, Audrey’s Castle, Σικάγο, 1925, 10.45 π.μ.
Waltz of Roses...
* Παραμονή Χριστουγέννων, Audrey’s Castle, Σικάγο, 1925, 10.45 π.μ.
Η Σκάρλετ γύρισε πλευρό ανάμεσα στα σκεπάσματα, ενώ τα σκούρα καστανά μαλλιά της ξεχύνονταν σαν καταρράκτης στα μαξιλάρια. Άπλωσε τα χέρια της , ψηλαφίζοντας κι νιώθοντας ένα μικρό κεφαλάκι με καστανόξανθα μπουκλάκια ανάμεσα στα δάχτυλα της, άνοιξε τα μάτια της χαμογελώντας πλατιά.
«Μα… μαμά? Μαμά…» πρόφερε σιωπηλά η-μόλις τριών χρόνων- Rosemary, τραβώντας κι τυλίγοντας ανάμεσα στα δικά της δάχτυλα τις μπούκλες της μητέρας της.
«Λουλούδι μου όμορφο.» αναστέναξε η Σκάρλετ κι τράβηξε την κόρη της προς το μέρος της, κλείνοντας τη μέσα σε μια μεγάλη αγκαλιά. Έμειναν για λίγη ώρα σφιχταγκαλιασμένες, ενώ η Σκάρλετ βάλθηκε να της χαρίζει συνεχόμενα φιλιά στο λαιμό, στα μάγουλα της κι στην άκρη της μυτούλας της. Έπειτα την έγειρε μπροστά της κι τα μέτωπα μάνας κι κόρης συναντήθηκαν. «Καλημέρα μπουμπούκι μου.» της είπε τρυφερά καθώς χάιδευε τα μπουκλάκια της.
«Καλη… μέρα!» ξεφώνισε με ενθουσιασμό η μικρή τυλίγοντας σφιχτά τα χέρια της περισσότερο γύρω απ’ το λαιμό της.
Η Σκάρλετ κοίταξε για λίγο τριγύρω το δωμάτιο κι περίμενε μήπως εκείνος έβγαινε ξαφνικά απ’ το μπάνιο , μα καθώς περνούσαν τα λεπτά διαπίστωνε πως η απουσία του γινόταν όλο κι πιο αισθητή. ‘Περίεργο…’ μουρμούριζε από μέσα της. ‘Τι ώρα να είναι άραγε?’ έγειρε παραξενεμένη προς τον κομοδίνο της κι τα μάτια της γούρλωσαν μόλις είδε πως η ώρα κόντευε 11.00 το πρωί. ‘Παρακοιμήθηκα. Φυσικό στην κατάσταση μου.’ συλλογίστηκε καθώς τύλιγε με προσοχή το σεντόνι γύρω απ’ το γυμνό κορμί της κι έπαιρνε την μικρή στην αγκαλιά της. Καθώς απομακρυνόταν απ’ την κλίνη, άκουσε τις συνηθισμένες διαμαρτυρίες της κόρης της, που την προέτρεψαν να γείρει προς εκείνο το σημείο, όπου η μικρή Rosemary είχε απλώσει τα χέρια της σαν να ήθελε να πάρει κάτι από εκεί. Η Σκάρλετ πλησίασε την μεριά που κοιμόταν εκείνος κι πάνω στο μαξιλάρι του διέκρινε τώρα κάτι που δεν είχε προσέξει πρωτύτερα, λόγω του ότι της είχε τραβήξει την προσοχή το παιδί. Τρία τριαντάφυλλα, το ένα στο χρώμα του ανοιχτού ροζ , το άλλο στο κόκκινο της φωτιάς κι το τελευταίο κατάλευκο, βρισκόντουσαν απλωμένα, δεμένα σε μια σιέλ κορδέλα κι δίπλα τους ένας μικρός φάκελος. Η Σκάρλετ άφησε την μικρή πάνω στο στρώμα κι πήρε θέση στην άκρη του κρεβατιού ανοίγοντας με αγωνία τον φάκελο.
Αγαπημένη μου…
Κάποια στιγμή την νύχτα με ξύπνησαν τα κλάματα της μικρής. Προφανώς κι θα είχε δει κάποιον εφιάλτη. Δεν ήθελα να την αφήσω να κοιμηθεί μόνη γι αυτό κι την έφερα να μείνει μαζί μας για το υπόλοιπο της βραδιάς, όπως έχουμε κάνει κι άλλες φορές. Εσύ δεν κατάλαβες τίποτα. Κοιμόσουν τόσο βαθιά που δεν επιθυμούσα να σε ξυπνήσω, δεν ήθελα να ανησυχήσω τα όνειρα σου. Πήρα στην αγκαλιά μου την κόρη μας κι μόλις την ακούμπησα μαλακά δίπλα σου , τα χέρια σου μεμιάς απλώθηκαν προστατευτικά γύρω της. Σε μιμήθηκα κι σας έκλεισα μέσα στα δεσμά μου κι τις δυο. Ήταν ο ωραιότερος ύπνος που έχω κάνει ποτέ. Συγχώρεσε με αν δεν με βρεις το πρωί στο πλευρό σου. Έπρεπε να επικοινωνήσω με κάποιον τρόπο με τον Άλμπερτ και τον Στήαρ για δουλειές κι αυτό αναγκαστικά θα μου στερούσε την συντροφιά σας. Το ξέρω πως είμαι ασυγχώρητος μα θα επανορθώνω για το υπόλοιπο της ημέρας, το υπόσχομαι. Φίλησε μου την κόρη μας , όπως έκανα το πρωί. Ελπίζω εσύ κι το λουλούδι που μεγαλώνει μέρα με τη μέρα μέσα σου να είστε καλά. Σύντομα θα είμαι κοντά σας.
Σ’ αγαπώ,
Άντονυ.
Άντονυ.
Υ.Σ: Αυτά τα τριαντάφυλλα συμβολίζουν εμάς. Το λευκό είναι η κόρη μας. Είναι ακόμα πολύ αγνή κι αθώα, Το ροζ είναι αυτό που περιμένουμε με ανυπομονησία να ανθίσει κι το κόκκινο είναι η πραγματική αγάπη που τρέφουμε εμείς ο ένας για τον άλλον.
Η Σκάρλετ έφερε το χαρτί στη μύτη περιμένοντας να εισχωρήσει το άρωμα των ρόδων στα ρουθούνια της. Στη συνέχεια έκλεισε τα βλέφαρα της κι έγειρε με φόρα πίσω στα ανάκατα σεντόνια με ένα χαζοχαρούμενο ύφος να κατακλύζει τα χαρακτηριστικά του προσώπου της, να δαγκώνει τα χείλη της , κι να στριφογυρίζει πέρα-δώθε πάνω στο κρεβάτι, αναστενάζοντας κι προφέροντας ακατάπαυστα το όνομα του.
«Μα…μά?» μουρμούρισε παραπονιάρικα η Rosemary καθώς σερνόταν προς το μέρος της στα τέσσερα.
«Ω Χριστέ μου!» αναφώνησε μες την τρομάρα κι την αφηρημάδα της η Σκάρλετ. Στράφηκε προς την μικρή κι την πήρε κι πάλι στην αγκαλιά της. «Συγγνώμη που σε ξέχασα μωρό μου.» της είπε καθώς την φιλούσε, ενώ κινούνταν προς το μπάνιο κι έπειτα γραμμή για την γκαρνταρόμπα της. «Θα βοηθήσεις τη μαμά να πλυθεί κι να ντυθεί ούτως ώστε να πάμε να βρούμε το μπαμπά, τη γιαγιά κι τον παππού? Για να είμαστε καθαρές κι όμορφες όταν μας δουν?»
«Ναι!» φώναξε με χαρά κι περισσότερο ενθουσιασμό η μικρή, απλώνοντας τα χέρια της στον αέρα. «Δέντρο… Δώρα… Άη Βασίλης.» είπε λίγες στιγμές αργότερα η Rosemary, υπενθυμίζοντας στην μητέρα της τι μέρα ήταν.
«Ναι γλυκιά μου, είναι Παραμονή Χριστουγέννων. Αλλά δεν θα ανοίξουμε ακόμα τα δώρα μας, θα κάνουμε λίγη υπομονή, εντάξει?» την συμβούλεψε η Σκάρλετ που βούλιαξε το πρόσωπο της, μέσα στα μπουκλάκια του παιδιού κι το φίλησε στο μάγουλο. Η μύτη της σύρθηκε πάνω στην απαλή της επιδερμίδα κι τρίφτηκε με εκείνη της μικρής, η Rosemary άρχισε να γελάει κι το γέλιο της αντήχησε σε όλο το δωμάτιο όταν η Σκάρλετ άρχισε να την γαργαλάει στο λαιμό.
«Ε… ντά..ξει.» συμφώνησε η μικρή κουνώντας το κεφάλι της.
Περισσότερα ξεφωνητά κι γέλια ξέφευγαν τώρα κι απ’τις δυο τους που όμως χάνονταν πίσω απ’ τη κλειστή πόρτα του μπάνιου, κι μπερδευόντουσαν με το νερό που έτρεχε κι γέμιζε την μπανιέρα μέσα στην οποία έπαιζαν κι πλατσούριζαν μάνα κι κόρη.
~~~*~~~
Μιάμιση ώρα αργότερα η Σκάρλετ μαζί με την κόρη της κατέβαιναν την κεντρική σκάλα του πατρογονικού κάστρου των Άρντλευ κι όδευαν προς την προσωπική σάλα όπου εκεί μαζευόταν η οικογένεια συχνά-πυκνά. Κρατώντας απ’ το χέρι την μικρή προσεκτικά , έφτασαν στην είσοδο του δωματίου, κι χτυπώντας απαλά στη συνέχεια έσπρωξαν κι πέρασαν μέσα.
Αμέσως η σάλα γέμισε από τις φωνές κι τις τσιρίδες του Αλεξάντερ Κόρνγουέλ-πατέρα του Αλιστήαρ κι του Άρτσιμπαλ-που μόλις αντίκρισε την εγγονή του όρμισε προς το μέρος της βουτώντας την απ’ τη μέση της κι σηκώνοντας την στα χέρια του, στριφογυρίζοντας την στον αέρα. Η Σκάρλετ έμεινε για λίγο να παρατηρεί τον ηλικιωμένο άντρα να παίζει με την Rosemary, Ο Άντονυ είχε χάσει από πολύ μικρός την μητέρα του, κι τον πατέρα του τον έβλεπε σπανίως λόγω της δουλειάς κι των συχνών ταξιδιών του. Ο κ. Μπράουν δεν ήταν πραγματικά ποτέ κοντά στο μοναχογιό του. Κι λίγα χρόνια μετά τον αιφνίδιο χαμό της γυναίκας του , την ακολούθησε , αφήνοντας τον μόλις δέκα χρονών Άντονυ να περάσει το υπόλοιπο της ζωής του μαζί με τα πρώτα του ξαδέλφια, τον Στήαρ κι τον Άρτσυ. Ήταν η μόνη οικογένεια που είχε γνωρίσει ο Άντονυ, κι πάντοτε τις γιορτές προτιμούσε να τις περνάει σε αυτό το μέρος. Ο Αλεξάντερ κι η Τζανίς Κόρνγουελ όπως κι εκείνος είχαν κάτι κοινό, την απώλεια. Γι αυτό μεταξύ τους καταλαβαινόντουσαν απόλυτα. Κι αυτό η Σκάρλετ το γνώριζε γι αυτό κι δεν έφερνε ποτέ αντιρρήσεις για το που θα πήγαιναν ή θα περνούσαν τις γιορτές, δεν την ένοιαζε. Στην πραγματικότητα θα τον ακολουθούσε όπου κι αν πήγαινε.
«Είσαι καλά γλυκιά μου? Πως αισθάνεσαι σήμερα?» την ρώτησε κάποια στιγμή η Τζανίς, ερχόμενη δίπλα της κι πιάνοντας την αγκαζέ, βγάζοντας την απ’ τις σκέψεις της.
«Νιώθω μια χαρά, σας ευχαριστώ πολύ κ. Τζανίς.» της αποκρίθηκε εκείνη χαμογελώντας.
«Τζανίς σκέτο, σε παρακαλώ. Είμαστε σύμφωνοι? Πόσες φορές θα σου το πω?» την μάλωσε γλυκά.
«Είναι λίγο δύσκολο…» της εξήγησε εκείνη καθώς σκεπτόταν. «Μα θα το προσπαθήσω.» την διαβεβαίωσε.
«Έτσι μπράβο.» η Τζανίς της χάρισε ένα πλατύ χαμόγελο, χτυπώντας την απαλά στο μπράτσο. Για λίγο έμειναν να κοιτάζουν τον παππού με την εγγονή στην αγκαλιά του, που της πρόσφερε ένα γλυφιτζούρι που έμοιαζε με έναν κόκκινο κόκορα. Η Τζανίς της απηύθυνε ξανά το λόγο. «Να πω να σου ετοιμάσουν πρωινό?» την ρώτησε καλοπροαίρετα.
«Όχι, όχι, μην μπαίνετε στον κόπο. Εξάλλου κοντεύει μεσημέρι. Θα φάμε σε λίγο.» διαπίστωσε η Σκάρλετ ενώ έφερνε ξαφνικά το χέρι στο στομάχι της που γουργούριζε. Η θεία του Άντονυ την κοίταξε με βλέμμα πονηρό καθώς η νεαρή της το ανταπέδιδε με ένα απολογητικό ύφος. «Θα πω στο προσωπικό να σου ετοιμάσουν κάτι ελαφρύ να τσιμπήσεις.» σχολίασε εκείνη χαμογελώντας κινούμενη προς την είσοδο της σάλας.
«Κι πάλι …ευχαριστώ.» μίλησε η Σκάρλετ ντροπιασμένη , υπενθυμίζοντας στον εαυτό της να χρησιμοποιεί τον ενικό κι όχι τον πληθυντικό. Πλησίασε τον παππού κι την κόρη της. «Κύριε Άλεξ…» ο ηλικιωμένος άντρας την κοίταξε άγρια. «Αλεξάντερ…» πρόφερε η Σκάρλετ ανοιγοκλείνοντας τα βλέφαρα της νευρικά. Ένα πλατύ χαμόγελο χαράχτηκε στα χείλη του γέρου. «Γνωρίζεις πότε θα γυρίσει ο Άντονυ?»
«Μην ανησυχείς παιδί μου, θα είναι πίσω με την Πηνελόπη μέχρι να πεις κύμινο.» της απάντησε εκείνος, συνεχίζοντας να κουνά στα γόνατα του τη μικρή Rosemary κάνοντας την να χορεύει, κι εκείνη να γελάει ασταμάτητα.
«Με… με την Πηνελόπη?» τραύλισε η Σκάρλετ με κόπο μην πιστεύοντας στα αυτιά της κι φέρνοντας αυτόματα τα χέρια στο κεφάλι. Κινήθηκε με μεγάλες δρασκελιές μέχρι το παράθυρο κι κάλυψε με τα χέρια το κορμί της, ενώ βάλθηκε να παρατηρεί απέξω τον κήπο αλλά κι τα όρια, μέχρι εκεί που εκτείνονταν το πατρογονικό των Άρντλευ.
Ο γέρο-Αλεξάντερ έχοντας γνώση για την φοβία της Σκάρλετ όσον αφορά το ατύχημα του Άντονυ πριν από πολλά χρόνια, έπιασε απ’ το χέρι την μικρή κι την παρότρυνε να βγουν απ’ τη σάλα.
«Η μαμά…?» παραπονέθηκε η Rosemary έτοιμη να κλάψει, που δεν ήθελε να αποχωριστεί τη μητέρα της.
Η Σκάρλετ βρέθηκε αμέσως στο πλευρό της κόρης της, πήρε τα χεράκια της μέσα στα δικά της κι άρχισε να τα φιλάει. «Θα μείνω εδώ για λίγο μωρό μου να περιμένω τον μπαμπά σου. Στο μεταξύ εσύ κι ο παππούς θα παίξετε με το καινούργιο τρένο που σου δώρισε τις προάλλες, κι εμείς θα έρθουμε πολύ γρήγορα να σε δούμε. Έτσι?»
«Φιλί!» απαίτησε η μικρή που άπλωσε τα χέρια της γύρω απ’ το λαιμό της κι κόλλησε τα χείλη της στα μάγουλα της. Η Σκάρλετ την κράτησε σφιχτά στην αγκαλιά της κι στη συνέχεια την έδωσε στα στιβαρά χέρια του παππού της. «Να την προσέχετε.» ζήτησε ανάμεσα απ’ τον αναστεναγμό της.
«Να μην φοβάσαι τίποτα, κόρη μου. Προσπάθησε να χαλαρώσεις κι το παλικάρι σου θα γυρίσει πίσω χωρίς να το καταλάβεις.» την ενθάρρυνε ο Αλεξάντερ.
«Σας ευχαριστώ πολύ.» μουρμούρισε εκείνη, ενώ δεν έπαιρνε τα μάτια της απ’ τη μικρή.
«Γεια σου… μαμά.» της έλεγε τώρα η Rosemary κάνοντας την χαρακτηριστική κίνηση με το πεταχτό φιλί που της είχε μάθει η Σκάρλετ.
«Γεια σου λουλούδι μου, να προσέχεις τον παππού σου, μου το υπόσχεσαι. Σ’αγαπώ πολύ.» της είπε εκείνη κι της ανταπέδωσε το φιλί.
«Κι εγώ!» δήλωσε δυνατά η μικρή.
Η πόρτα έκλεισε κι την Σκάρλετ άρχισαν να την ζώνουν τα φίδια. Άρχισε να κάνει ανήσυχους γύρους μέσα στη σάλα. Συνήθως αισθανόταν ιδιαίτερη ανακούφιση όταν εκείνος χρησιμοποιούσε την άμαξα ή το αμάξι, μα όταν καβαλίκευε… Προσπάθησε να πάρει βαθιές ανάσες, να υπενθυμίσει στον εαυτό της πως δεν έκανε να ταράζεται στην κατάσταση της. Η άκρη του ματιού της έπεσε πάνω ρουχαλάκια της μικρής που έπλεκε η Τζανίς όταν έμπαινε μέσα στη σάλα. Δεν θα την ηρεμούσαν, ήταν σίγουρη. Το πλέξιμο δεν θα βοηθούσε. Κι ούτε η σκέψη πως εκείνος… Τα παράτησε. Ύστερα από δέκα λεπτά σχεδόν που είχε κάνει το γύρο ολόκληρου του δωματίου, κατέρρευσε στην πολυθρόνα όπου λίγο πριν καθόταν η γιαγιά της Rosemary, αγκάλιασε τα γόνατα της κι έγειρε στο πλάι το πρόσωπο της, με τα μάτια της να κοιτούν προς τα έξω, αδημονώντας για την επιστροφή του. ‘Άντονυ…’ ψιθύρισε σιγανά το όνομα του, νιώθοντας τα βλέφαρά της να βαραίνουν, σαν έναν πέπλο που απλωνόταν από πάνω της, βυθίστηκε σε έναν ανήσυχο ύπνο.
~~~*~~~
Την ξύπνησε ένα χέρι που το ένιωσε να τυλίγεται γύρω απ’ τη μέση της. Πριν ανοίξει τα μάτια της προσπάθησε να διατηρήσει την ψυχραιμία της. Τώρα αισθανόταν ζεστή καθώς τα χέρια εκείνου την μετέφεραν κι την άφηναν να ξαπλώσει πάνω στο χαλί με τα μαξιλάρια τριγύρω δίπλα στο τζάκι, την σκέπαζαν με μια κουβέρτα. Σε μια προσπάθεια να ελέγξει το ξέσπασμα της, τύλιξε τα χέρια της γύρω απ’ το λαιμό του κι άρχισε να αφήνει σιγανούς λυγμούς κι αναφιλητά μέσα στον ύπνο της. Όταν όμως ένιωσε τα χείλη εκείνου να διανύουν το μάγουλο της κι να φτάνουν στα χείλη της, καθώς την έκλεινε στην αγκαλιά του , το κουράγιο της την εγκατέλειψε τελείως.
«Είσαι καλά?» την ρώτησε χαϊδεύοντας τα μαλλιά της, καθώς εκείνη έκρυβε το κεφάλι της στο στήθος του.
«Όχι δεν είμαι!» έσκουξε εκείνη ανασηκώνοντας το κεφάλι της, αντικρίζοντας τον κι χύνοντας όλο κι περισσότερα δάκρυα. Οι παλάμες της αγκάλιασαν το πρόσωπο του. «Σε παρακαλώ υποσχέσου μου πως δεν θα ξανά ανέβεις στην Πηνελόπη, μέχρι να γεννήσω. Σε παρακαλώ Άντονυ, σε ικετεύω… Σε παρακαλώ.» του έλεγε ξανά κι ξανά, ενώ έκλαιγε γοερά.
«Ησύχασε αγάπη μου.» προσπάθησε να την καθησυχάσει εκείνος, κουνώντας την μέσα στα δεσμά του σα μωρό. Έκανε πέρα μερικές τούφες απ’ το μέτωπο της, κι την φίλησε τρυφερά εκεί. «Στο υπόσχομαι, δεν θα καβαλικεύσω την Πηνελόπη, μέχρι να έρθει το παιδί μας στον κόσμο.» πρόσθεσε ήρεμα. Έφερε το δείκτη του χεριού του στο πηγούνι της , παροτρύνοντας την έτσι να τον κοιτάξει. «Κρυώνεις?»
Εκείνη κούνησε αρνητικά το κεφάλι της. «Συγγνώμη Άντονυ, μα κάθε φορά που συμβαίνει αυτό… Δεν ξέρω. Δεν θέλω να πάθεις κάτι. Αν ξανασυμβεί…» μην μπορώντας να ολοκληρώσει την φράση της κόλλησε ξανά τρομοκρατημένη πάνω του. Ο Άντονυ έμεινε ακίνητος σαν άγαλμα για μια στιγμή κι ύστερα την έπιασε μαλακά κι την ξάπλωσε πίσω στα μαξιλάρια.
«Μην με αφήνεις.» τον ικέτευσε η Σκάρλετ κοιτάζοντας τον απελπισμένη.
«Δεν πρόκειται.» την διαβεβαίωσε χαμογελώντας εκείνος, σέρνοντας τα δάχτυλα του στα μάγουλα κι στο λαιμό της. «Δεν θέλω να φοβάσαι. Τούτο το ατύχημα συνέβη πολλά χρόνια πριν κι κατά την διάρκεια ενός ανόητου παιχνιδιού, ‘Το κυνήγι της Αλεπούς’, όπου από τότε η θεία Ελρόυ, όντας θορυβημένη όπως κι εσύ με το πέσιμο μου, το απαγόρευσε κι δεν διοργανώθηκε ξανά στην οικογένεια.»
«Ελπίζω να εκτιμήσει την αγάπη μου για το άτομο της-γι’ αυτή της την απόφαση-από εκεί ψηλά που βρίσκεται.» μουρμούρισε εκείνη, φέρνοντας τα δάχτυλα της στο γιακά του πουκαμίσου του, τραβώντας τον κοντά της.
«Μεγάλωσα αρκετά από τότε. Απλώς θα ήθελα να με εμπιστεύεσαι περισσότερο όταν σου λέω πως προσέχω , όταν κάνω ιππασία. Κάποια στιγμή πρέπει να τον αποβάλεις αυτόν τον φόβο.» την συμβούλευσε γλυκά.
«Κι αν δεν τον αποβάλω τι θα γίνει?» τον προκάλεσε εκείνη πεισμωμένη.
«Φοβάμαι πως θα ακολουθήσω την τακτική του ‘Εξοχότατου’.» της αποκρίθηκε εκείνος χαμογελώντας πονηρά. Η Σκάρλετ τον κοίταξε μπερδεμένη. «Απλώς θα σε σύρω κι θα σε ανεβάσω πάνω στην Πηνελόπη, κι όλη μέρα εκείνη θα τρέχει κι εμείς θα κάνουμε βόλτες στους λόφους.» της εξήγησε στη συνέχεια με απαλή φωνή.
«Τι όμορφα! Πολύ όμορφα…» ψιθύρισε εκείνη χαμένη στις μυρωδιές κι στο άρωμα που εξέπεμπε εκείνος, με τα χείλη της στο λαιμό του.
Με ένα θριαμβευτικό χαμόγελο εκείνος φίλησε φλογερά τα μισάνοιχτα χείλη της, σφραγίζοντας τα με τα δικά του. Κι εκείνη αφέθηκε απόλυτα σε εκείνον με τέτοια ανυπόκριτη λαχτάρα τραβώντας τον περισσότερο πάνω της.
«Άντονυ… Εγώ κι η Rosemary…» ψιθύρισε εκείνη αλλά εκείνος της έκλεισε το στόμα με το δάχτυλό του.
«Μην ανησυχείς για την κόρη μας, μόλις πήρε το μεσημεριανό της κι τώρα κοιμάται.» της είπε.
Η Σκάρλετ χαμογέλασε κι τον κράτησε σφιχτά πάνω της πιέζοντας αποφασιστικά το κορμί του με το δικό της. «Απλώς εγώ κι η μικρή σου ετοιμάζουμε μια έκπληξη για το απόγευμα.»
«Τι έκπληξη?» την ρώτησε εκείνος γαργαλώντας κι φιλώντας τον λοβό του αυτιού της.
«Δεν… μπορώ να σου πω.» αποκρίθηκε αναστενάζοντας η Σκάρλετ κλείνοντας προς στιγμήν τα βλέφαρα της. «Εγώ κι η μικρή θα ζωγραφίσουμε όμως.»
«Αλήθεια?» μουρμούρισε γελώντας ο Άντονυ τρίβοντας το πρόσωπο του στο δικό της.
Η Σκάρλετ του χάρισε το πιο νωχελικό της χαμόγελο. «Ναι.»
Εκείνος γέλασε σα ξέγνοιαστο παιδί κι παραμέρισε απ’ το πρόσωπο της μερικές μπούκλες. «Ανυπομονώ τότε.» κόλλησε τη μύτη του στα μαλλιά της κι εισέπνευσε άπληστα το άρωμα της. ‘Γιασεμί μου όμορφο.’ Της ψιθύρισε τρυφερά βυθίζοντας τα δάχτυλα του ανάμεσα στις ανακατεμένες τούφες της. Έπειτα έγειρε ανάσκελα πάνω στα μαξιλάρια τραβώντας την πάνω του. Η Σκάρλετ νιώθοντας την ψυχή της ξέχειλη από αγάπη, άφησε ένα τρεμάμενο αναστεναγμό και τον φίλησε.
«Κάλεσα τον Στήαρ και την Νάταλι να γευματίσουν μαζί μας αύριο και να περάσουμε όλοι μαζί την ημέρα των Χριστουγέννων.» της δήλωσε κάποιες στιγμές αργότερα. «Το ξέρω πως αποφασίσαμε όλοι μας να περάσουμε μόνοι μας τα Χριστούγεννα, μα… ο ξάδελφος μου για μένα, είναι…» κόμπιασε για λίγο μα πίεσε τον εαυτό του να συνεχίσει. «Όταν του το πρότεινα δέχτηκε αμέσως. Υποπτεύομαι πως κι εκείνος αισθάνεται το ίδιο.» συμπλήρωσε χαμογελώντας.
«Τα παιδιά θα χαρούν πολύ που θα βρεθούν μαζί, κι ο Αλεξάντερ με τη Τζανίς που θα έχουν κοντά τους το γιο κι τα εγγόνια τους.» πρόσθεσε η Σκάρλετ με ενθουσιασμό.
Ο Άντονυ γύρεψε τα μάτια της. «Σ’ αγαπάω Σκάρλετ, κι σε ευχαριστώ τόσο πολύ… που με καταλαβαίνεις.» κατάφερε να αποσώσει διστακτικά τη φράση του, κοιτώντας την σοβαρά, κλείνοντας την τρυφερά ανάμεσα στα μπράτσα του.
«Κι εγώ σ’αγαπάω ψυχή μου, περισσότερο κι απ’ την ίδια μου τη ζωή.» του ψιθύρισε εκείνη με φωνή παράξενα βραχνή, σφίγγοντας τον περισσότερο στην αγκαλιά της, κι σκύβοντας μαλακά από πάνω του για να γευτεί τα χείλη του.
Ο Άντονυ ανταποκρίθηκε φιλώντας την απαλά, τρίβοντας παθιασμένα το μάγουλο του πάνω στο δικό της. Στη συνέχεια βολεύτηκαν κι οι δυο καλύτερα πάνω στα μαξιλάρια, φροντίζοντας εκείνος να σκεπάσει καλά κι τους δυο τους, κι απόμειναν εκεί σφιχταγκαλιασμένοι να κοιτούν τις φλόγες που τρεμόπαιζαν μέσα στο τζάκι.
~~~***~~~
Dalia- Terry Extreme Guru
- Αριθμός μηνυμάτων : 8488
Points : 14846
Ημερομηνία εγγραφής : 07/11/2010
Ηλικία : 35
Τόπος : In a Galaxy far, far away...
Χιούμορ : Well, be my guest!!
Απ: Χριστουγεννιάτικα Τερρο-φικ 2015
Tom & Anne
* True Love (Scarborough Fair)...
* True Love (Scarborough Fair)...
* Παραμονή Χριστουγέννων, Pony’s Home, Λίμνη Μίσιγκαν, 1925, 14.32 μ.μ.
Η Ανν μάζεψε όλα τα χαρτιά με τα χριστουγεννιάτικα τραγούδια, τα στοίβαξε σε ένα πάκο, κι τα τοποθέτησε με προσοχή σε ένα χίλιο-φαγωμένο λαδί φάκελο. Στη συνέχεια πλησίασε ένα απ’ τα ράφια του ιερού ναού μαζί με τα συρτάρια που βρισκόντουσαν εκεί κοντά, κι φύλαξε προσεκτικά τον φάκελο μαζί με άλλα βιβλία που υπήρχαν εκεί, ούτως ώστε την επομένη που θα ήταν η ημέρα των Χριστουγέννων να τα χρησιμοποιούσαν ξανά τα παιδιά του ορφανοτροφείου για την επίσκεψη τους σε διάφορα σπίτια στην γύρω περιοχή. Ξαναγύρισε στο πιάνο, καθώς γλιστρούσε τα δάχτυλα της πάνω στα πλήκτρα κι έκλεισε το καπάκι, με ένα αχνό αλλά κι συνάμα κουρασμένο χαμόγελο να στολίζει τα χείλη της. Η χορωδία μόλις είχε τελειώσει πριν από μισή ώρα περίπου κι η Αδελφή Μαρία είχε συνοδέψει τα παιδιά πίσω στο ορφανοτροφείο για το μεσημεριανό τους γεύμα.
Αισθανόταν ιδιαίτερη ανακούφιση που είχε αναλάβει η ίδια κατά ένα μέρος την διεύθυνση του ορφανοτροφείου, αμέσως μετά το χαμό της αγαπημένης τους κυρίας Πόνυ, πριν τρεις μήνες περίπου. Γνώριζε πολύ καλά πως η Αδελφή Μαρία δεν θα μπορούσε να τα βγάλει πέρα με τόσα παιδιά γι αυτό κι η Ανν φρόντιζε να αφιερώνει τη μισή της μέρα στο ορφανοτροφείο εκτελώντας χρέη διευθύντριας αλλά κι διδασκάλου, κάτι σαν καθοδηγητή για τα παιδιά. Ήξερε πως ήταν δύσκολο όντας μητέρα, το σπίτι την έβλεπε ελάχιστα αλλά δεν μπορούσε να αφήσει το μέρος, το αγαπημένο της μέρος, τον λόφο της που μεγάλωσε στη μοίρα του. Σε αυτό είχε την πλήρη υποστήριξη κι του Τομ αλλά κι της Κάντυ-που αν κι ζούσε στην άλλη μεριά του Ατλαντικού- ήταν η πρώτη που την ενθάρρυνε μέσα απ’ τα γράμματα της για την απόφαση της. Είχε την κατανόηση όλων, παρόλο που εκείνη κουραζόταν , κι όμως δεν το έβαζε κάτω. Εδώ κι τρεις μήνες ήταν παρούσα απ’ τις πρώτες πρωινές ώρες στο ορφανοτροφείο εκτελώντας τα καθήκοντα της, ερχόμενη απ’ το ράντζο με το κάρο της , όπου η απόσταση ήταν μόνο δυο ώρες περίπου κι γύριζε σπίτι της αργά το απόγευμα, όπου η Ανν για μεγαλύτερη ασφάλεια είχε ζητήσει να την αντικαθιστά ο επιστάτης του ράντζου , ο κύριος Αλβάρες ή η οικονόμος τους , η δεσποινίς Μπέιλι.
Η Ανν είχε εκφράσει την επιθυμία της να επισκέπτεται το ορφανοτροφείο κι τα Σαββατοκύριακα μα μετά απ’ τις συμβουλές , τις πολύωρες συζητήσεις με την Αδελφή Μαρία αλλά κι τα παρακάλια του άντρα της , του Τομ , είχε υποχωρήσει κι σκέφτηκε πως για δύο μέρες θα ήταν καλύτερο να παραμένει στο σπίτι της, στο πλευρό της οικογένειας της. Αν κι δεν μπορούσε να αρνηθεί πως η σκέψη της ήταν πάντα στο ορφανοτροφείο, στην αγαπημένη Αδελφή Μαρία κι φυσικά στα παιδιά που το περιέβαλλαν.
Κυρίως τον τελευταίο μήνα που ο λόφος είχε αποδειχτεί σαν καταφύγιο για εκείνη. Κι αυτό βεβαίως δεν είχε ξεφύγει της προσοχής της Αδελφής αλλά κι του Τομ, αφού η Ανν δεν δίστασε κάποιες νύχτες να τις περάσει εκεί. Η Ανν δεν μπόρεσε να μην συζητήσει το θέμα που την απασχολούσε με την ‘μητέρα’ της, την Αδελφή Μαρία, εξέφρασε λεπτομερώς όλους τους προβληματισμούς κι τον πόνο της σε εκείνη. Σκεφτόταν να γράψει κι στην Κάντυ μα όντας η κατάσταση τόσο δύσκολη κι έχοντας περάσει όλοι τους έναν δύσκολο χρόνο, δεν ήθελε να την ανησυχήσει με περαιτέρω σκοτούρες. Δάκρυα κυλούσαν στα μάγουλα της καθώς η Αδελφή Μαρία την συμβούλευε να μιλήσει το συντομότερο στον Τομ, μα η Ανν έτρεμε κι στη σκέψη για την έκβαση τούτης της συζήτησης , τη στιγμή που θα του μιλούσε για κάτι τέτοιο. Και φοβόταν. Γι αυτό κι το μόνο που έκανε ήταν να παίρνει κάποιες μέρες τις μικρές μαζί της στο ορφανοτροφείο κι να μένουν εκεί, αποφεύγοντας τον να τον συναντήσει στο σπίτι. Το ίδιο συνέβαινε κι όποτε εκείνος ερχόταν στο ίδρυμα κι την αναζητούσε αλλά η Ανν-ευτυχώς για εκείνη- ή θα είχε κάποιο μάθημα, ή θα συζητούσε με κάποιον για πιθανή υιοθεσία. Δεν άντεχε όμως να του φέρεται με τέτοιο τρόπο, δεν το άξιζε. Κι εκείνη το γνώριζε κι γι αυτό το λόγο πονούσε. Μα τι θα γινόταν σαν εκείνος μάθαινε την κατάσταση της κι συνέβαινε αυτό που έτρεμε περισσότερο.
Η Ανν σκούπισε με την αναστροφή του χεριού της τα δάκρυα της, σαν ήρθαν όλες αυτές οι σκέψεις στο μυαλό της , κι άρχισε γρήγορα να διανύει τον διάδρομο του ιερού ναού, όταν διαπίστωσε πως κάποιος έσερνε την πόρτα για να εισέλθει μέσα. Σίγουρα η Αδελφή θα είχε στείλει κάποιο παιδί για να της πει να τους συντροφέψει στο γεύμα. Στη σκέψη αυτή χαμογέλασε ξανά κι καθώς άνοιγε την πόρτα… «Ω Θεέ μου!» μουρμούρισε έντρομη από μέσα της.
Δεν ήταν κάποιο παιδί. Ήταν ο Τομ. Με αργές κινήσεις, στάθηκε στην είσοδο του ναού, με το ένα πόδι να στηρίζεται στον τοίχο κι τα χέρια του σταυρωμένα. Με το χαρακτηριστικό του καφέ δερμάτινο παντελόνι μέσα απ’ τις χιλιοφορεμένες του ψηλές μπότες, ένα μαύρο πουλόβερ , κι την πολύ-φορεμένη του δερμάτινη καπαρντίνα αλλά κι με μία έκφραση που φαινόταν αρκετή επικίνδυνη, ακόμα κι για φόνο.
«Τι συμβαίνει Χιονάτη? Ξαφνιάστηκες που με είδες?»
Η Ανν προσπάθησε να βρει μια απάντηση, μα δεν τα κατάφερε. «Τι… τι γυρεύεις εδώ , Τομ?»
Ο Τομ χαμογέλασε ψυχρά. «Τι σημαίνει αυτό? Πως δεν έχω το δικαίωμα να επισκεφτώ το χώρο που μεγάλωσα Παραμονές Χριστουγέννων , φέρνοντας κι τις δυο κόρες μου μαζί…»
«Η Genevieve και η Edeline είναι μαζί σου?» τον ρώτησε στα γρήγορα διακόπτοντας τον, μα εκείνος δεν φάνηκε να της δίνει σημασία.
«Καθώς επίσης να επισκεφτώ κι την αγαπημένη μου γυναίκα, η οποία τον τελευταίο μήνα, με αποφεύγει, δεν επιθυμεί να βρίσκεται στο ίδιο μέρος μαζί μου κι κάνει ότι μπορεί ούτως ώστε να μου αποκρύπτει την αλήθεια για το τι της συμβαίνει!»
«Μί… μίλησες με την Αδελφή Μαρία?» τον ρώτησε τρέμοντας, κι χαμηλώνοντας το βλέμμα της προς το έδαφος.
Ο Τομ έκλεισε με δύναμη την πόρτα πίσω του, φροντίζοντας να βάλει κι τον σύρτη, ούτως ώστε να μην τους διέκοπτε κανείς. Την προσπέρασε , γυρνώντας της την πλάτη κι φέρνοντας τα χέρια του στη μέση. «Δεν χρειάζεται να μιλήσω με κανέναν για να καταλάβω, Ανν. Η συμπεριφορά σου προς εμένα, η έκφραση σου μου τα μαρτυρά όλα. Το μόνο που αγνοώ είναι ο λόγος. Να σου υπενθυμίσω όμως πως ούτε κι για μένα είναι εύκολο. Δεν βρίσκομαι σε καλύτερη θέση από σένα. Έχασα τον θετό μου πατέρα, το μοναδικό μου στήριγμα όλα αυτά τα χρόνια, και λίγο καιρό αργότερα τη ‘Δεύτερη Μητέρα’ μας. Μην νομίζεις λοιπόν, ούτε για μια στιγμή, πως περνάς μόνο εσύ δύσκολα. Γι αυτό το καλύτερο που έχεις να κάνεις είναι να σταματήσεις αυτά τα καμώματα κι τα πείσματα κι να μου εξηγήσεις τι συμβαίνει!» Πέταξε το καπέλο του σε στυλ καουμπόι σε ένα απ’ τα στασίδια του ναού κι ξεφύσηξε νευρικά , παίρνοντας βαθιές ανάσες και καλμάροντας τα νεύρα του.
«Εγώ…» Η Ανν κοκκίνισε, πως θα του μιλούσε για κάτι τέτοιο. Πλησίασε διστακτικά από πίσω του κι τον αγκάλιασε. «Εγώ… δεν είμαι το στήριγμα σου?» τον ρώτησε απαλά, με το πρόσωπο της κολλημένο πάνω στην καπαρντίνα του.
Ο Τομ τραβήχτηκε απότομα από κοντά της, παρόλο που τα χέρια του τον έτρωγαν να την πάρει στην αγκαλιά του, κάνοντας την να παραλύσει απ’ τα φιλιά του. «Δεν το νομίζω. Μια γυναίκα που ξεγλιστρά τις νύχτες απ’ τη οικογενειακή θαλπωρή της, που παραμερίζει τα ίδια της τα παιδιά για να βρίσκεται με ξένα , που απέχει απ’ τα συζυγικά της καθήκοντα…» έγειρε προς το μέρος της αντικρίζοντας την με ψυχρότητα κι απάθεια. «Που ντρέπεται τον άντρα της, κι τον αποφεύγει όπως ο Διάβολος το λιβάνι…»
«Φτάνει πια! Μην συνεχίζεις!» ξέσπασε εκείνη σε περισσότερα δάκρυα, λυγμούς κι αναφιλητά. Έφερε τα χέρια στους κροτάφους της, κι στη συνέχεια κάλυψε με τις χούφτες της τα μάτια της.
«Δεν αποτελεί το στήριγμα του. Αλλά λόγους για να την χωρίσει, αν εκείνη το επιθυμεί κι να… πάρουν διαζύγιο.» ολοκλήρωσε ο Τομ με κόπο, προφέροντας τα λόγια του με δυσκολία, ενώ δεν τα εννοούσε. Στήριξε το βάρος του στο κοντινότερο στασίδι, ανασηκώνοντας το κεφάλι , καθώς κοιτούσε ενώπιον του τον εσταυρωμένο κι την Παναγία λίγο πιο δίπλα με το θείο βρέφος. «Δεν σκοπεύω να διακόψω όμως την σχέση μας, Ανν, αν δεν μάθω πρώτα την αλήθεια. Κι ίσως το παρεκκλήσι να είναι το καταλληλότερο μέρος για κάτι τέτοιο. Δεν είναι τόπος για περιστροφές κι ψέματα.» πρόσθεσε ήρεμα.
«Δεν σου έχω πει ποτέ ψέματα!!» αναφώνησε η Ανν προσβεβλημένη, σκουπίζοντας για άλλη μια φορά τα μάτια της. Μεσολάβησαν κάποιες βασανιστικές στιγμές-μια παρατεταμένη σιωπή-στην διάρκεια των οποίων η Ανν πήρε την μεγάλη απόφαση να του τα εξομολογηθεί όλα. Δεν άντεχε να του το κρύβει άλλο. Όσα κρατούσε μέσα της όλους αυτούς τους μήνες , έπρεπε να τα βγάλει. Την βασάνιζαν κι της ρουφούσαν την ζωή. Κι το κυριότερο όλων , της στερούσαν την αγκαλιά του. Το αγαπημένο κι το πιο ασφαλές μέρος για την Ανν, δεν άντεχε χωρίς αυτό. Η ζωή της δεν είχε κανένα νόημα χωρίς αυτό. ‘Όχι, όχι. Η αλήθεια πρέπει να ειπωθεί.’ Μονολογούσε από μέσα της κι ας την τρόμαζε για το τι θα επακολουθούσε. «Θέλεις να μάθεις τι μου συνέβη λοιπόν? Πολύ καλά τότε.» Πήρε θέση σε ένα απ’ τα στασίδια , σταύρωσε τα χέρια της κι κάρφωσε το βλέμμα της στην εικόνα της Παναγίας με το θείο βρέφος, αναπολώντας τα γεγονότα των περασμένων μηνών. Πήρε μια βαθιά ανάσα, κι άνοιξε με κόπο το στόμα της. Οι λέξεις ξεχύθηκαν σαν χείμαρρος απ’ τα χείλη της, σημάδι του πόσο πολύ πονούσε κι υπέφερε κι εκείνη. Ένιωθε σαν να εξομολογούνταν πραγματικά κι να μην απολογούνταν αυτή τη στιγμή στον άντρα της, για την άστατη συμπεριφορά της προς αυτόν.
«Λίγες μέρες πριν τον θάνατο της κυρίας Πόνυ, ένιωσα μια ελαφριά αδιαθεσία, μία σκοτοδίνη ακολουθούμενη από έναν φρικτό εμετό. Αναγνώρισα αμέσως τα σημάδια. Δεν χωρούσε αμφιβολία πως βρισκόμουν πάλι σε ενδιαφέρουσα στο τρίτο μας παιδί, κι η προοπτική, η χαρά μου να σου χαρίσω ένα αγόρι, το γιο μας, με γέμιζε με ευτυχία κι χαρά. Τι άλλο θα μπορούσε να είναι?» Η Ανν προσπάθησε να παραβλέψει το γεγονός πως σε κάθε της λέξη, η φωνή της έσπαγε όλο κι περισσότερο. Έβγαλε ένα μαντήλι απ’ την τσέπη του φορέματος της κι σκούπιζε κάθε τόσο τα δάκρυα της. Ο Τομ είχε γείρει ξανά προς το μέρος της κι την παρατηρούσε έκπληκτος με το στόμα ανοιχτό, χωρίς όμως να την διακόπτει. «Δυο βδομάδες όμως αργότερα, μετά την κηδεία κι ενώ είχα ήδη ξεκινήσει τα καθήκοντα μου εδώ…» σταμάτησε απότομα κοιτώντας τον εσταυρωμένο μπροστά της, ζητώντας έτσι κουράγιο. Αναστέναξε νευρικά, χαμήλωσε τα βλέφαρα της κι εισέπνευσε ήρεμα. Δεν κατάλαβε για πότε εκείνος βρέθηκε γονατιστός ενώπιον της, παίρνοντας τα χέρια της μέσα στα δικά του, φιλώντας τα κι εναποθέτοντας το κεφάλι του στα γόνατα της. «Ήταν λίγο μετά το μάθημα κι αφού κατέφυγα στο γραφείο της διεύθυνσης, ένιωσα έναν οξύ στιγμιαίο πόνο σε όλο μου το κορμί κι κατέρρευσα στην πολυθρόνα. Ανασήκωσα την φούστα του φορέματος του, διέκρινα το αίμα μέσα απ’ το καλτσόν που χανόταν μέσα στα μποτάκια μου, έφτανε στις πατούσες μου και…» Ένιωσε τα χέρια του Τομ να τυλίγονται γύρω απ’ τη μέση της, κλείνοντας την σε μια τρυφερή αγκαλιά, κι εκείνη έφερε αμέσως τα δάχτυλα της ανάμεσα στα κοντοκουρεμένα μαλλιά του, χαϊδεύοντας τον , προσπαθώντας να μη λυγίσει κι να συνεχίσει να μιλάει. «Το είχα χάσει. Ήξερα πως έφταιγα εγώ γιατί μέσα στις προετοιμασίες για την κηδεία κι την ανάθεση της θέσης μου εδώ ως διευθύντρια , είχα ξεχάσει να φροντίσω εμένα κι το παιδί κι το κυριότερο… στο είχα κρύψει κι δεν σου είχα πει τίποτα. Περίμενα την έλευση των γιορτών για να σου πω πως θα έμπαινα στον τρίτο μήνα. Ήθελα να σου κάνω ένα δώρο που όμως εκείνο είχε τώρα πια χαθεί. Αισθανόμουν αηδία …για τον εαυτό μου. Με σιχαινόμουν, κι δεν τολμούσα καν να σε αντικρίσω. Πώς να σου έλεγα κάτι τέτοιο? Πώς να σου εξηγούσα? Ότι ‘σκότωσα’ το παιδί μας, με την αφηρημάδα μου κι την απροσεξία μου?! Δεν το τολμούσα γι αυτό… γι αυτό κι σε απέφευγα. Ερχόμουν σπίτι μόνο για να μείνω κι να δω τις μικρές, να ασχοληθώ μαζί τους, χωρίς να μένω μακριά τους. Εσένα σε παρακολουθούσα στα κλεφτά. Δεν άντεχα να μην σε κοιτώ έστω από μακριά. Η μορφή σου κι μόνο , ακόμα κι αν δεν ερχόμασταν πρόσωπο με πρόσωπο, ήταν αρκετή για να μου δίνει δύναμη να συνεχίσω κι να μην μισώ τον εαυτό μου για ότι κακό προκάλεσα.» Σώπασε για λίγο σκεπτόμενη τα όσα είχε πει κι τα όσα θα έλεγε ακόμη. Εν τω μεταξύ ο Τομ είχε ανασηκώσει το κεφάλι του, τώρα βρισκόταν σκυφτό κι ακουμπούσε το στήθος της. Εξακολουθούσε να την κρατά σφιχτά στην αγκαλιά του. «Οι ζαλάδες κι οι πονοκέφαλοι συνεχίστηκαν κι τότε άρχισα να φοβάμαι για την υγεία μου. Αν … μου συνέβαινε κάτι σοβαρό δεν θα το άντεχα. Κι όσο σκεφτόμουν εσένα κι τις μικρές , αν το μάθαινες εσύ τότε…» Αυτή τη φορά ο Τομ πήρε τη μία παλάμη του χεριού της, φιλώντας την παθιασμένα κι το πρόσωπο του ήρθε κι φώλιασε στην λακουβίτσα του λαιμού της, αιχμαλωτίζοντας το άρωμα της κι προφέροντας το όνομα της τρυφερά, παροτρύνοντας έτσι να συνεχίσει. «Ο γιατρός διέγνωσε ‘υπερκόπωση’ κι μου συνέστησε βιταμίνες κι κάποια φάρμακα ούτως ώστε να συνερχόμουν σύντομα κι να μην κουράζω περισσότερο τον εαυτό μου. Με δεδομένη όμως την πρόσφατη αποβολή που είχα, σημείωσε πως οι πιθανότητες να ξανά μείνω έγκυος ήταν μηδαμινές. Κι τότε ένιωσα την μεγαλύτερη θλίψη να ανθίζει μέσα μου. Από ένα ανεπανόρθωτο λάθος είχα στερήσει τη ζωή στο ίδιο μας το παιδί κι τώρα εγώ δεν θα μπορούσα ποτέ πια να σου χαρίσω ένα γιο.» Στράφηκε προς το μέρος του απελπισμένη. «Πως θα μπορούσα να σε αντικρίσω μετά απ’ αυτό Τομ? Με τι θάρρος θα σου έλεγα πως δεν θα μπορούσα να ξανά μείνω ποτέ πια έγκυος, ε? Πες μου! Εσύ τότε μπορεί … να με άφηνες και να μην…» Τα ακροδάχτυλα του Τομ ήρθαν κι άγγιξαν τα χείλη της, εμποδίζοντας την να ολοκληρώσει. Την παρατηρούσε με ένα μπερδεμένο, απροσδιόριστο βλέμμα.
«Πως μπόρεσες να σκεφτείς πως θα σε εγκατέλειπα για κάτι τέτοιο?» ζήτησε εκείνος να μάθει με τέτοιο τρόπο, νιώθοντας προς στιγμήν σαν να μην την γνώριζε καθόλου. «Ανν πως μπόρεσες να… Πως είναι δυνατόν να σκέφτηκες κάτι τέτοιο για μένα?»
Η Ανν χαμήλωσε το κεφάλι στην ποδιά του φορέματος της κι παρέμεινε σιωπηλή. Εκείνος έφερε τα χέρια του στους ώμους της. «Κοίταξε με!» Την ταρακούνησε, όχι άγρια αλλά ούτε κι απαλά, προτρέποντας την να τον κοιτάξει. Εκείνη διστακτικά υπάκουσε κι τον κοίταξε αθώα. «Εσύ, η Genevieve και η Edeline είστε όλη μου η ζωή. Και πάλι χωρίς τις κόρες μας , θα μπορούσα να ζήσω σε μια έρημο μαζί σου, ολομόναχοι κι οι δυο μας κι να μην έχω ανάγκη τίποτα άλλο , παρά μονάχα τα χέρια σου να με κρατούν γερά κοντά σου, στο πλευρό σου.»
«Ω Τομ,» του ψιθύρισε καθώς έχυνε περισσότερα δάκρυα.
«Εσύ κι τα κορίτσια είστε όλα όσα έχω, κι ότι έχω ονειρευτεί. Κι πάλι χωρίς αυτά, θα μπορούσαμε να υιοθετήσουμε όσα αγόρια επιθυμούσες απ’ το ορφανοτροφείο, προσφέροντας τους μία στέγη και την αγάπη που τόσο άδικα στερήθηκαν όπως εμείς κάποτε, μα πολύ γρήγορα την βρήκαμε εκεί που ανήκαμε. Σε μια ζεστή αγκαλιά, σε μια θετή οικογένεια, ακόμα κι αν αυτή δεν ήταν η πραγματική μας. Κι πάνω απ’ όλα αυτά… Ο ένας στον άλλον, Ανν… *Είσαι η αληθινή μου αγάπη.»
Η Ανν ντράπηκε τόσο πολύ στο άκουσμα τούτων των λόγων. Κοκκίνισε. «Δεν ήξερα. Συγχώρεσε με. Δεν μπορούσα να φανταστώ πως…»
Ο Τομ έσκυψε κι την φίλησε. «Μπαίνω στον πειρασμό να σε αρπάξω σα τσουβάλι στον ώμο μου κι σε κουβαλήσω μέχρι τον στάβλο ή να σε σύρω μέχρι τον μύλο για να σου αποδείξω τι σημαίνεις για μένα, Χιονάτη μου.» της εξομολογήθηκε σιγανά πάνω στα χείλη της.
«Στο μύλο…» επανέλαβε ξέπνοα εκείνη , χαμένη στη μυρωδιά κι στα φιλιά που της χάριζε ακατάπαυστα εκείνος. ‘*Η αληθινή μου αγάπη.’ μονολογούσε τα λόγια του από μέσα της.
Ο Τομ έπιασε το πρόσωπο της κι το ανασήκωσε. «Όλο αυτό το διάστημα κόντεψα να τρελαθώ. Σκεφτόμουν τα χειρότερα.» Βάλθηκε να την παρατηρεί με μισόκλειστα μάτια. «Νόμιζα πως με απατούσες, κι ο Θεός να λυπόταν το γουρούνι που μπορεί κι να σε είχε.»
Η Ανν τον κοίταξε με το στόμα ανοιχτό, θορυβημένη. «Είσαι απίστευτος! Πως μπόρεσες να σκεφτείς το χειρότερο για μένα? Ύστερα απ’ όσα περάσαμε μαζί! Σου χάρισα δυο κόρες Τομ, εσύ κι εκείνες σημαίνετε τα πάντα για μένα! Δεν σε αναγνωρίζω. Με έχεις για τόσο… τόσο… φτηνή… Πως πίστεψες πως θα μπορούσα να βρεθώ με κάποιον άλλον… Είσαι, είσαι…»
Εκείνος χαμογέλασε. «Πρόσεχε γλυκιά μου. Δεν θα ήθελες να πεις κάτι που θα το μετανιώσεις.» Έσκυψε ξανά κι της χάρισε ένα ανάλαφρο φιλί στα χείλη. «Μου έλειψε ο έρωτας σου, η αγκαλιά σου, η γεύση σου. Να πάρει Ανν! Όλοι αυτοί οι μήνες ήταν ένα μαρτύριο για μένα.» ξέσπασε εκείνος σιγανά κι πάλι.
«Κι για μένα,» μουρμούρισε εκείνη βραχνά με τα χείλη της κολλημένα στο μάγουλο του, τα δάχτυλα τους μπλεγμένα μεταξύ τους. «Συγχώρεσε με.» τον ικέτευσε.
«Μόνο ένας τρόπος υπάρχει για να σε συγχωρέσω κι τον ξέρεις πολύ καλά. Ένας άντρας κι μια γυναίκα κάνουν έρωτα όταν είναι ερωτευμένοι. Και έτσι ακριβώς είναι η περίπτωση μας. Σ’ αγαπώ κι μ’ αγαπάς κι σίγουρα παραλίγο να τα καταστρέψουμε όλα.»
«Ψυχή μου, συγγνώμη, με συγχωρείς, με συγχωρείς…» του έλεγε ξανά κι ξανά εκείνη, τυλίγοντας τα χέρια της γύρω απ’ το λαιμό του, εναποθέτοντας το κεφάλι της στον ώμο του.
Εκείνος την αγκάλιασε και την φίλησε. Αρκετή ώρα αργότερα , σήκωσε το κεφάλι του κι την κοίταξε κατάματα.
«Εδώ κι λίγο καιρό το στριφογύριζα στο μυαλό μου. Ο Aidan κοντεύει τα οκτώ. Λίγο μικρότερος από μένα όταν είχα απομείνει το μοναδικό μεγαλύτερο παιδί που δεν είχε υιοθετηθεί στο ορφανοτροφείο. Έχω δει πόσο περιποιητικός είναι με τα άλλα παιδιά αλλά κι με τις μικρές, έχω κάνει αμέτρητες φορές παρέα μαζί του. Χαίρομαι τη κάθε μου στιγμή μαζί του, Αυτό το παιδί έχει μπει μέσα στην καρδιά μου Ανν, γι αυτό κι σκέφτηκα αν κι εσύ το ήθελες, μήπως…»
Η Ανν αναστέναξε. «Ναι… Ονειρευόμουν να σου προτείνω το ίδιο κάποτε, αλλά φοβόμουν τόσο πολύ τις αντιδράσεις σου.» Πλησίασε τα χείλη του, σφραγίζοντας τα με τα δικά της. «Με όλη μου την καρδιά, ναι Τομ! Ναι, το θέλω πολύ!!»
«Θέλεις να πεις πως… Δέχεσαι?»
«Φυσικά! Σε λατρεύω πρίγκιπα μου. Σε αγαπώ τόσο πολύ κι χαίρομαι να σε ακούω όταν μιλάς έτσι. Είναι ένα απ’ τα καλύτερα δώρα που θα μπορούσες να μου κάνεις τούτα τα Χριστούγεννα, μετά τα κορίτσια μας.»
«Χιονάτη μου.» πρόφερε εκείνος γλυκά κι τρυφερά, με ένα αχνό χαμόγελο, βυθίζοντας τα δάχτυλα του ανάμεσα στις κατάμαυρες μακριές τούφες των μαλλιών της. «Ευχαριστώ το Θεό που βρέθηκες στη ζωή μου. Θα τον ευγνωμονώ αιώνια γι’ αυτό.»
«Κι εγώ... Σε ευχαριστώ που εκείνη την νύχτα άκουσες το κλάμα το δικό μου κι της Κάντυ κι μπήκες με αυτόν τον όμορφο κι γλυκό τρόπο στην ζωή μου.» αναστέναξε η Ανν, καθώς γλιστρούσε τα χέρια της κι τα χείλη της στο λαιμό του. Μετά όμως κοίταξε με την άκρη του ματιού της προς το ιερό. «Τομ δεν νομίζω πως μπορούμε, σε ένα τέτοιο μέρος… Ξέρεις…»
Ο Τομ σηκώθηκε απ’ το έδαφος όρθιος κι την πήρε στα χέρια του. «Έχεις απόλυτο δίκιο.» της είπε ενώ την έτρωγε με την ματιά του, καθώς όδευε προς την είσοδο του ναού.
«Τα παιδιά? Τα κορίτσια?» θυμήθηκε η Ανν έξαφνα ανήσυχη.
«Δεν υπάρχει λόγος να ανησυχείς.» την καθησύχασε ο Τομ, καθώς άνοιγε την πόρτα χωρίς να την αποχωρίζεται απ’ την αγκαλιά του. «Είναι μαζί με την οικονόμο κι τον επιστάτη μας. Μην ξεχνάς την Αδελφή Μαρία.» της χαμογέλασε, καθώς καβαλίκευε την Άρτεμις-το άλογο τους- κι καθόταν πίσω της.
«Το καπέλο σου? Το ξέχασες στην εκκλησία.» του θύμησε ξανά εκείνη.
«Δεν το θέλω. Εσένα θέλω.» της ψιθύρισε στ’ αυτί της κι την φίλησε ξανά.
~*~
«Άντε Aidan πες μου τι βλέπεις?» γκρίνιαξε η εξάχρονη Genevieve, τραβώντας με μανία το αγόρι που βρισκόταν κρυμμένο μαζί της πίσω απ’ τους θάμνους, κι παρατηρούσαν τον άντρα κι τη γυναίκα που χάνονταν στο βάθος του ορίζοντα πάνω στο λευκό τους άτι. «Πείνασα, καλύτερα να γυρίσουμε στο 'Σπίτι του Μικρού Αλόγου'.»
«Νομίζω πως ο μπαμπάς σου ‘απήγαγε’ τη μαμά σου. Αλλά δεν είμαι και σίγουρος.» το αγόρι έξυσε το κεφάλι του σκεπτόμενο καλύτερα. «Ίσως αν σκαρφάλωνα στο ‘Δέντρο-Πατέρα’ κι έριχνα μια καλύτερη ματιά…»
Η Genevieve του χαμογέλασε πιάνοντας τον απ’ το χέρι κι τον τράβηξε προς το μέρος της. «Όχι, δεν χρειάζεται. Το έχουν ξανακάνει αυτό. Θα γυρίσουν γρήγορα, είμαι σίγουρη. Θα ξανάρθουμε το απόγευμα στο λόφο για να παίξουμε. Πάμε σπίτι τώρα.»
«Έχεις δίκιο.» συμφώνησε ο μικρός. Τα δάχτυλα του Aidan μπλέχτηκαν με τα δικά της, καθώς ανταπέδιδε στο χαμόγελο της. «H Edeline μας χρειάζεται.»
~~~***~~~
*Ο τίτλος του τραγουδιού είναι κι η φράση που αναφέρει ο Τομ κι επαναλαμβάνει στους συλλογισμούς της η Ανν.
Dalia- Terry Extreme Guru
- Αριθμός μηνυμάτων : 8488
Points : 14846
Ημερομηνία εγγραφής : 07/11/2010
Ηλικία : 35
Τόπος : In a Galaxy far, far away...
Χιούμορ : Well, be my guest!!
Απ: Χριστουγεννιάτικα Τερρο-φικ 2015
Daniel & Katherine
*'Until we meet again...'
*'Until we meet again...'
* Παραμονή Χριστουγέννων, Sunshine State, Φλόριντα, 1925, 16.30 μ.μ.
«Stefan μην τρέχεις! Δεν μπορώ να σε φτάσω!!» φώναξε με όλη του τη δύναμη ο εξάχρονος, κατάκοπος κι λαχανιασμένος Elijah στον-κατά ένα χρόνο μικρότερο-αδελφό του, καθώς εκείνος άνοιγε με φόρα την εξώπορτα του σπιτιού κι έτρεχε μπροστά απ’ τον λαβύρινθο του κήπου, στην μεγαλοπρεπή έπαυλη των O’Μπράιαν. «Αν μάθει… η μητέρα πως βγήκαμε έξω… με τέτοιο κρύο, θα… μας τιμωρήσει.» έλεγε αναμασώντας τα λόγια του, σκύβοντας τώρα κι παίρνοντας βαθιές ανάσες, σε μια προσπάθεια να τον προφτάσει.
«Έλα τώρα Elijah μην είσαι χαζός κι φοβιτσιάρης κι πιάσε!» του αντιγύρισε εκείνος κι του πέταξε την μπάλα του ράκμπι τόσο απότομα με αποτέλεσμα ναι μεν ο αδελφός του να την πιάσει, αλλά επειδή τον χτύπησε ελαφρά στο στήθος, να πέσει πίσω, πάνω στο χιόνι μαζί με αυτήν. Ο Stefan τύλιξε τα χέρια γύρω απ’ το κορμί του κι ξεκαρδίστηκε στα γέλια.
«Είσαι ηλίθιος!!» ούρλιαξε ο Elijah καθώς σηκωνόταν όρθιος, πετώντας κάτω την μπάλα, κι σφίγγοντας τα χέρια του σε γροθιές. Κοιτώντας τον με ένα δολοφονικό ύφος, όπως πάντα, δεν πτοήθηκε κι πολύ γρήγορα άρπαξε την μπάλα κι την πέταξε προς το μέρος του, ελπίζοντας πως θα προκαλούσε ένα ανάλογο πόνο στον μικρότερο αδελφό του. Αλλά ο Stefan ήταν πιο γρήγορος κι με ένα γρήγορο πήδημα στον αέρα την έπιασε. Βάλθηκε να χαμογελάει στον μεγαλύτερο αδελφό του καθώς εκείνος οπισθοχωρούσε, προετοιμάζοντας τον εαυτό του για το επόμενο χτύπημα. «Και που το έμαθες αυτό το παιχνίδι είπαμε?» τον ρώτησε κάποια στιγμή, πιάνοντας την μπάλα κι πετώντας την ξανά με δύναμη σε εκείνον.
«Χθες το απόγευμα μου το έδειξε ο μπαμπάς, κι είπε ότι όταν ήταν μικρός συνήθιζε να το παίζει μαζί με τους υπόλοιπους θείους μας.» του αποκρίθηκε ο Stefan παίρνοντας βαθιές ανάσες. Όσο περνούσε η ώρα τα δυο αδέλφια με το παιχνίδι είχαν αρχίσει να κουράζονται. Το χιόνι δεν είχε πάψει να πέφτει ακατάπαυστα, γινόταν όλο κι πιο τσουχτερό όσο πλησίαζε η νύχτα κι τα πρόσωπα των δυο αγοριών είχαν κοκκινίσει.
«Για στάσου! Ποιοι είναι οι κανόνες? Παίζεται με περισσότερους?» ζήτησε να μάθει κι πάλι ο Elijah. «Stefan ποιοι είναι κανόνες?!» αναφώνησε στη συνέχεια αιφνιδιασμένος , καθώς ο μικρότερος αδελφός του έτρεχε καταπάνω του με σκοπό να του κλέψει την μπάλα, αλλά ο Elijah με έναν γρήγορο ελιγμό του ξέφυγε την τελευταία στιγμή.
«Ποιος τους θέλει τους κανόνες?!» βροντοφώναξε μια μορφή από μακριά κι τα δυο αγόρια έγειραν ανήσυχα προς στιγμήν για να δουν ποιος τους είχε απευθύνει τον λόγο. Ο άντρας είχε μόλις βγάλει το καπέλο του , κι όπως ήταν φυσικό τα μακριά ξανθά μαλλιά του έπεσαν στο μέτωπο του. Άρχισε να χτυπάει τα χέρια του μεταξύ τους, παροτρύνοντας τα παιδιά να τρέξουν προς το μέρος του κι να τον αγκαλιάσουν. Ο Stefan που τον αναγνώρισε αμέσως άρχισε να τσιρίζει.
«Νονέ Nicklaus !!!» τον μιμήθηκε ο Elijah κι μέσα σε κλάσματα δευτερολέπτου τα αγόρια βρισκόντουσαν μέσα στην αγκαλιά του **Νick Hawley που είχε γονατίσει , ούτως ώστε να κρατήσει στα χέρια του κι τους δυο.
«Πότε ήρθες? Θα καθίσεις μαζί μας? Που είναι η άμαξα σου?» έπεσαν βροχή οι ερωτήσεις απ’ τα δυο μικρά αγόρια κι ο νονός τους, χάρισε κι στους δυο ένα πονηρό, κατεργάρικο ύφος.
«Νομίζω πως η επόμενη ερώτηση σας θα είναι αν τα δώρα σας είναι μέσα στην άμαξα, σωστά?» αντιγύρισε εκείνος ενώ επεξεργαζόταν τις εκφράσεις κι των δυο. Ο Elijah κι ο Stefan κούνησαν καταφατικά τα κεφάλια τους, κίνηση η οποία προκάλεσε το γέλιο του Νικ που περίμενε αυτή τους την αντίδραση. Όταν ηρέμησε κάπως, τους είπε: «Για να δούμε, έχω την εντύπωση πως κάτι έφερα μαζί μου…» τα πρόσωπα των αγοριών έλαμψαν, καθώς εκείνος καμωνόταν πως σκεφτόταν λίγο περισσότερο. «Αν μου επιτρέψετε να παίξω κι εγώ μαζί σας…»
«Αποκλείεται.» ήρθε η ήρεμη απόκριση της Κάθριν απ’ την είσοδο του σπιτιού, καθώς κατέβαινε τα σκαλοπάτια κι πλησίαζε τους γιους της και τον Νικ. Ο Stefan φοβούμενος το κατσάδιασμα πάσαρε αμέσως την μπάλα στον αδελφό του, για να φανεί εκείνος φταίχτης κι κρύφτηκε πίσω απ’ το νονό του. Ο Elijah πήρε ένα κουρασμένο βλέμμα , ενώ παρατηρούσε με θάρρος την μητέρα του. Ο Νικ σηκώθηκε όρθιος κι πλησίασε την νεαρή γυναίκα που όσο περνούσε ο καιρός γινόταν όλο κι πιο όμορφη. Τα καστανά σπαστά μαλλιά της σαν καταρράκτης είχαν μακρύνει κι άλλο, φτάνοντας μέχρι τη μέση της κι πιασμένα τα μισά πάνω κι τα μισά κάτω , διακοσμημένα με διάφορες κορδέλες κι λουλούδια, προσέδιδαν έναν τόνο αναγεννησιακό. Πήρε το χέρι της μέσα στο δικό κι το φίλησε, ενώ εκείνη το άπλωνε προς το μέρος της. «Καλώς όρισες Νικ. Φοβάμαι πως δεν είναι ώρα να παίξεις με τους γιους μου, ο Ντάνιελ σε περιμένει. Κι να μας συγχωρείς που αναγκάστηκες να αποχωριστείς την οικογένεια σου εξαιτίας μας, τέτοιες μέρες. Προσπαθούσα να πείσω τον άντρα μου πως δεν θα έπρεπε να ασχολείται με θέματα του ιατρείου μέσα στις γιορτές , αλλά απέτυχα παταγωδώς όπως φαίνεται.» ολοκλήρωσε εκείνη χαρίζοντας του ένα πλατύ χαμόγελο.
‘Katerina…’ μουρμούριζε τώρα ο Νικ από μέσα του όντας υπνωτισμένος κι θαμπωμένος απ’ την ομορφιά της γυναίκας που είχε ενώπιον του. Όταν ένιωσε το παλτό του να τραβιέται απ’ τον Elijah ένιωσε να ξαναβρίσκει προς στιγμήν τα λογικά του, κι μην ξέροντας τι ακριβώς να πει, άνοιξε το στόμα του κι άρχισε να αραδιάζει ασυναρτησίες. «Μα τι είναι αυτά που λες? Καμία ενόχληση, έτσι κι αλλιώς θα ερχόμουν. Ήθελα να δώσω στα παιδιά τα δώρα τους. Το συνηθίζω κάθε χρόνο, δεν θα μπορούσα να λείψω φέτος.» Άπλωσε τα χέρια του προς τα δυο αγόρια κι χάιδεψε τα κεφάλια τους. «Τα λατρεύω τα παλιόπαιδα.» Ο Stefan στο άκουσμα τούτων των λόγων έβαλε τα γέλια, μα ο Elijah κατσούφιασε.
«Έι, δεν είμαστε παλιόπαιδα νονέ.» εναντιώθηκε μουγκρίζοντας εκείνος κι σταύρωσε τα χέρια του.
Η Κάθριν έφερε τα ακροδάχτυλα στα χείλη της προσπαθώντας να συγκρατήσει το γέλιο της μα το χαμόγελο της δεν ξέφυγε απ’ την αδιαπέραστη ματιά του Νικ , που την ‘έτρωγε’ απ’ την κορυφή μέχρι τα νύχια. Για καλή του τύχη, εκείνη δεν το πρόσεξε. Το ενδιαφέρον της είχε πλέον στραφεί στους γιους της. «Όσο για σας κύριοι, ήρθε ώρα να λογαριαστούμε εμείς οι τρεις.»
«Ωχ…» μουρμούρισε ο Stefan.
«Μητέρα εγώ δεν φταίω σε τίποτα.» υπερασπίστηκε τον εαυτό του ο Elijah.
Η Κάθριν έπιασε τα δυο αγόρια απ’τα χέρια τους τρυφερά , που την ακολούθησαν πρόθυμα, κι άρχισε να απομακρύνεται σιγά-σιγά απ’ το σημείο που στεκόταν ο Νικ, οδηγώντας εκείνη κι τα παιδιά μέσα στο λαβύρινθο. Έγειρε το κεφάλι της στο πλάι κι του έριξε μια τελευταία ματιά. «Η Abbygail θα σε εξυπηρετήσει, Χαιρόμαστε που σε έχουμε κοντά μας. Αν δε σε δω αργότερα στο δείπνο σου εύχομαι καλά Χριστούγεννα κι καλή χρονιά Nicklaus.» πρόφερε απαλά τις λέξεις, κι γύρισε ξανά προς τα παιδιά καθώς έπαιρνε την μπάλα απ’ τα χέρια τους. «Μπορώ να παίξω κι εγώ μαζί σας?» τους ρώτησε χαμογελώντας αχνά.
«Μα μητέρα, εγώ νόμιζα πως εσύ… πως θα…» ξεκίνησε ο Elijah μα ο μικρότερος αδελφός του τον διέκοψε, μπαίνοντας μπροστά του κι σταυρώνοντας τα χέρια του, παίρνοντας ένα σοβαρό δήθεν υποτιθέμενο ύφος , έτοιμος να βγάλει την ετυμηγορία του.
«Μπορείς να παίξεις αλλά να ξέρεις πως το παιχνίδι είναι πολύ σκληρό μαμά.» της είπε ο Stefan προειδοποιητικά.
«Έχω την εντύπωση πως εσείς δεν έχετε ιδέα πόσο σκληρή μπορώ να γίνω εγώ.» τους υπενθύμισε η Κάθριν χαμογελώντας πονηρά, σφίγγοντας την μπάλα στην αγκαλιά της, κι αρχίζοντας να τρέχει μέσα στον λαβύρινθο, προτρέποντας τους δυο γιους της να την κυνηγήσουν.
«Άντε Elizah?! Τι κάθεσαι εκεί κι περιμένεις?» του φώναξε από μακριά ο αδελφός του που είχε ήδη ξεκινήσει να τρέχει πίσω απ’ τη μητέρα του.
«Σιχαίνομαι αυτό το παιχνίδι, φοράει τα καλά της ρούχα, θα λερωθούν τα μαλλιά της. Δεν θέλω να δω τη μητέρα με λάσπες όπως τις προάλλες. Δεν θέλω να κάνω πάλι μπάνιο! Το πρωί έκανα!!» μουρμούριζε το νεαρό αγόρι εκνευρισμένο, χτυπώντας τα χέρια στα πλευρά του , ακολουθώντας τον αδελφό του με αργά βήματα, καθώς χανόταν κι εκείνο μέσα στο λαβύρινθο.
Εν τω μεταξύ ο Νικ είχε μείνει στο ίδιο σημείο να στέκει, αμέριμνος, δίχως καμία έγνοια να τον παιδεύει προς στιγμήν , θαυμάζοντας την μοναδική αγάπη της ζωής του, να παίζει ξέγνοιαστη με τα παιδιά της. Τη μοναδική γυναίκα για την οποία πριν πέντε χρόνια περίπου είχε δείξει αληθινό ενδιαφέρον κι συνέχιζε να νοιάζεται ακόμα, ξέροντας πολύ καλά πως ανήκε σε κάποιον άλλον, πως δεν θα γινόταν ποτέ δική του. Κι παρόλο που αυτό του προκαλούσε μία κάποια στεναχώρια, απ’ την άλλη δεν τον πείραζε κιόλας. Διότι για εκείνον το μόνο που είχε σημασία ήταν η ευτυχία κι το χαμόγελο της , ακόμα κι αν εκείνη δεν την είχε βρει στο πλευρό του, αλλά σε εκείνο του καλύτερου του φίλου. ‘Κι εγώ σου εύχομαι χρόνια πολλά, κι καλές γιορτές γλυκιά μου. Να είσαι πάντα χαμογελαστή κι χαρούμενη, όπως αυτή τη στιγμή.’ Συλλογιζόταν από μέσα του, καθώς είχε γείρει κι όδευε προς την είσοδο της έπαυλης, υπό τους ήχους του γέλιου της που αναμιγνύονταν με εκείνο των αγοριών. Έκλεισε τα μάτια κι αφέθηκε για λίγο σε αυτόν τον υπέροχο ήχο, που είχε μάθει τόσο καλά.
~~~***~~~
«Φίλε μου, ειλικρινά η ξαφνική πρόσκληση σου να με καλέσεις παραμονές Χριστουγέννων-αν κι δεν την περίμενα-οφείλω να ομολογήσω πως ήταν άκρως ανακουφιστική.» έλεγε τώρα ο Νικ καθώς γέμιζε το δεύτερο ποτήρι κονιάκ , ενώ ο Ντάνιελ σηκωνόταν απ’ το γραφείο του, έφερνε τα χέρια μπροστά στο στόμα του, τα ένωνε μεταξύ τους, ξεφυσούσε κι σκεφτόταν τα επόμενα λόγια του προσεκτικά. «Δεν φαντάζεσαι τι ψυχολογική πίεση μου ασκεί κάθε χρόνο τούτες τις μέρες η αδελφή μου, η Rebecah. Την έχεις μάθει πια! ‘Πότε θα νοικοκυρευτείς? Πότε θα κάνεις οικογένεια? Δεν μπορείς να παραμένεις εργένης αιωνίως..’ κι άλλα τέτοια. Για όνομα του Θεού, έχει καταντήσει κουραστικό κάθε τόσο. Φοβούμαι πως έμοιασε πολύ στην αγαπητή μας μητέρα.» ολοκλήρωσε τώρα καθώς ξεσπούσε σε ένα ελαφρύ γέλιο.
«Νικ!» πρόφερε ο Ντάνιελ απότομα το όνομα του, τραβώντας έτσι την αμέριστη προσοχή του, κάνοντας τον να στραφεί προς το μέρος του, σταματώντας το ανάλαφρο λογύδριο κι σοβαρεύοντας ξαφνικά. «Έχω κάτι να σου πω φίλε μου, κι πίστεψε με, ίσως απ’ το ύφος μου κι όσα ακούσεις να μη σου αρέσουν. Αυτός ήταν κι ο λόγος που σε κάλεσα εδώ σήμερα, κι γι αυτό… Θα ήθελα την πλήρη κατανόηση σου, δεν θέλω να με παρεξηγήσεις.» συνέχισε εκείνος, βηματίζοντας πάνω-κάτω μέσα στο γραφείο , μη βρίσκοντας το κουράγιο να κοιτάξει απευθείας τον κολλητό του φίλο. ‘Κάποια στιγμή πρέπει όμως.’ Υπενθύμιζε από μέσα του, κλείνοντας τα μάτια του σφιχτά, προσπαθώντας να βάλει σε μια σειρά τις λέξεις.
Εν τω μεταξύ ο Νικ είχε αφήσει σε μια μεριά το κονιάκ. Τα φρύδια του είχαν σμίξει μεταξύ τους, παρατηρούσε τον άντρα , λίγα μέτρα απέναντι του με ένα βλέμμα απροσδιόριστο, μπερδεμένο. Ωστόσο παράμενε σιωπηλός , περιμένοντας τι θα επακολουθούσε. Σταύρωσε τα χέρια του, κι στήριξε στο ένα πόδι το βάρος του, δίπλα στην πολυθρόνα.
«Δεν ένιωθα κι πολύ καλά τώρα τελευταία κι ξέρω πως πολλές φορές μου είπες να το κοιτάξω, να φροντίσω τον εαυτό μου, αλλά εγώ σε καθησύχαζα λέγοντας σου πως δεν είναι τίποτα, κι όλο το ανέβαλλα… Και δεν χρειαζόταν να ανησυχείς.»
«Ντάνιελ.» Ο Νικ άρχισε να κινείται με κόπο, ξαφνικά ένιωθε πως δεν μπορούσε να σταθεί όρθιος. Το ένστικτο του, του έλεγε πως μάλλον θα έπρεπε να καθίσει. Έπιασε το μπράτσο της πολυθρόνας δίπλα του, κι βολεύτηκε εκεί προσεκτικά, μην παίρνοντας όμως την ματιά του απ’ τον άντρα ενώπιον του.
«Νομίζω πως ο λόγος που το ανέβαλλα συνεχώς , ήταν επειδή…» τα μάτια του Ντάνιελ συνέχιζαν να είναι καρφωμένα στο πάτωμα, μπλέκοντας κι ξεμπλέκοντας τα δάχτυλα του νευρικά, μα ύστερα από κάποιες στιγμές πήραν την απόφαση να καρφωθούν σε εκείνα του φίλου του κι να τον κοιτάξουν με θάρρος. «Ήξερα πως κάτι σοβαρό έτρεχε με μένα Νικ.» πρόσθεσε γελώντας νευρικά, φέρνοντας την παλάμη στο στόμα του, κι συγκρατώντας τα δάκρυα του, που απειλούσαν να κάνουν την εμφάνιση τους. «Έχω δει αρκετούς συναδέλφους στο νοσοκομείο εδώ κι λίγο καιρό. Έχω συμβουλευτεί γιατρούς κι από άλλες πόλεις, μέχρι κι σε άλλη χώρα τηλεγράφησα να φανταστείς, περιγράφοντας κι αναλύοντας λεπτομερώς τα συμπτώματα. Φυσικά διεξήχθησαν και κάποιες εξετάσεις…» στο άκουσμα αυτών των λόγων ο Νικ ήταν έτοιμος να ορμήσει απ’ την πολυθρόνα προς το μέρος του φίλου του, μα το χέρι του Ντάνιελ τον συγκράτησε. «Κρυφά από σένα, το ξέρω. Θα έπρεπε να ντρέπομαι, μα μη νομίζεις πως δεν νιώθω έτσι αυτή τη στιγμή.» αναστέναξε αμήχανα εκείνος, παίρνοντας βαθιές ανάσες, ψάχνοντας το κουράγιο να συνεχίσει, κι στριφογυρίζοντας τις κόρες των ματιών του για λίγο μέσα στο δωμάτιο. Έγειρε για λίγο προς το παράθυρο, κοιτάζοντας προς τη μεριά του λαβύρινθου όπου έπαιζαν η γυναίκα του κι γιοί του. Στράφηκε ξανά προς τον Νικ, με ένα κουρασμένο βλέμμα. «Είναι οι πνεύμονες μου Νικ,» διέγνωσε πληροφορώντας τον στο τέλος, χτυπώντας τα χέρια στα πλευρά του. «Κι απ’ την έκφραση κι τα λόγια των ειδικών…» χαμογέλασε στη συνέχεια αχνά, βυθίζοντας τις παλάμες του στις τσέπες του παντελονιού του. «Εξέλαβα το πόρισμα πως δεν υπάρχει κάτι που να μπορούν να κάνουν με την περίπτωση μου.» συμπλήρωσε στο τέλος.
«Ντάνιελ…» ο Νικ είχε αρχίσει να σηκώνεται απ’ τον καναπέ αργά-αργά, υψώνοντας το ανάστημα του, σφίγγοντας τις γροθιές του, νιώθοντας την οργή, τον θυμό να κοχλάζουν μέσα του. «Τι προσπαθείς να μου πεις?» τον ρώτησε ευθέως.
Ο Ντάνιελ προς στιγμήν έφερε το ένα χέρι πίσω απ’ τα μαλλιά του, ξύνοντας το κεφάλι του. «Δεν ξέρω πώς να στο πω αυτό, φίλε μου…» Ακολούθησε μια ακατάπαυστη σιωπή , στην διάρκεια της οποίας , είχε γείρε κι θαύμαζε το πορτρέτο της Κάθριν που κοσμούσε το γραφείο του. «Πεθαίνω Νικ.»
Μπορεί η συνειδητοποίηση να είχε τρυπώσει στο μυαλό του Νικ λίγα λεπτά νωρίτερα, καθώς ο φίλος του μιλούσε, κι να μην μπορούσε να πιστέψει όσα του έλεγε. Μα το σοκ να προφέρονται οι λέξεις απ’ το ίδιο του το στόμα δεν μπορούσε να το αντέξει. Το πρόσωπο του μετατράπηκε σε μια μάσκα, τα μάτια του βυθίστηκαν στο απόλυτο κενό. Το στόμα του μισάνοιχτο έχασκε, τα πόδια του να τρέμουν μην μπορώντας να τον συγκρατήσουν. Τα χέρια του να αιωρούνται, να κουνιούνται στον αέρα ψάχνοντας κάτι, από κάπου να πιαστούν. Στο τέλος ένιωσαν το απαλό ύφασμα της πολυθρόνας, ακούμπησαν εκεί μαλακά κι σωριάστηκε εκεί, κλείνοντας τα μάτια του, με την παλάμη στο μέτωπο του, να το τρίβει ανεπαίσθητα, ξεφυσώντας κι ανασαίνοντας κουρασμένα, γέρνοντας το κεφάλι στον αέρα, παίζοντας σα λούπα μέσα στο μυαλό του, ότι είχε ήδη ειπωθεί απ’ τον κολλητό κι αχώριστο φίλο του.
~~~***~~~
Εδώ κι πολύ ώρα η Κάθριν έτρεχε μέσα στο λαβύρινθο, ξεφεύγοντας συνεχώς απ’ τους γιους της, ξεπερνώντας όλες τις τρικλοποδιές κι τα εμπόδια που τις έβαζαν, παραμερίζοντας κλαδιά, φύλλα κι θάμνους , χωρίς να αποχωρίζεται το χαμόγελο της , ενώ το γέλιο της αντηχούσε σε όλον τον κήπο. Έφτασε στο σημείο έναρξης όπου είχαν ορίσει εκείνοι μαζί με τα παιδιά της, άγγιξε το μικρό αγαλματίδιο που ορθωνόταν εκεί , κι έγειρε κεφάτη προς το μέρος των αγοριών.
«Κέρδισα!! Ποιο είναι το βραβείο μου?» ρώτησε σα μικρό παιδί κι εκείνη, ανυπομονώντας.
«Τι θα ήθελες να είναι?» εξέφρασε την απορία του, ο Ντάνιελ λίγο πιο πίσω τους, καθησμένος στο πιο κρυφό σημείο, σε ένα πέτρινο πεζούλι. Σηκώθηκε όρθιος κι πλησίασε την οικογένεια του.
«Μπαμπά…» γκρίνιαξε σιγανά ο Stefan, απλώνοντας τα χέρια του προς το μέρος του πατέρα του. Ο Ντάνιελ που κατάλαβε τον πήρε στην αγκαλιά του, κι έκανε πέρα μερικές τούφες απ’ το κεφαλάκι του γιου του. «Είναι άδικο, η μαμά κερδίζει συνέχεια επειδή είναι μεγαλύτερη κι τρέχει πιο γρήγορα από εμάς τους δυο.» μουρμούρισε κατσουφιάζοντας το παιδί.
«Ναι, αλλά τώρα που είστε κι οι τρεις σας εδώ, μπορεί να μην σταθώ τόσο τυχερή όπως πριν.» υπερασπίστηκε τον εαυτό της η Κάθριν.
«Αλήθεια? Πως αυτό?» συνέχισε ο Ντάνιελ, πλησιάζοντας με τα χείλη του το μάγουλο της κι χαρίζοντας της ένα φιλί κι μια σαγηνευτική ματιά.
«Θα με ξελογιάσετε κι μπορεί να παρασυρθώ, θα με κρατάτε με τέτοιον τρόπο απασχολημένη που δεν θα φτάσω ποτέ το στόχο μου, την νίκη.» του ψιθύρισε εκείνη στ’ αυτί του, τυλίγοντας τα χέρια της γύρω του, φιλώντας τον κι δαγκώνοντας τον λοβό του. Ο Ντάνιελ ανταπέδωσε με έναν αναστεναγμό, τρίβοντας το μάγουλο του στο δικό της, κλείνοντας για λίγο τα βλέφαρα του. Άνοιξαν απότομα, ακούγοντας τον ξαφνικό ήχο που άφησε η γυναίκα του, καθώς ανίχνευε το χώρο. «Που είναι ο Elijah?!» ρώτησε η Κάθριν λίγο μετά, με το χέρι στην καρδιά.
«Δεν παίζω άλλο!!» δήλωσε απότομα ο Elijah σταυρώνοντας τα χέρια του, κάνοντας την εμφάνιση του πίσω από ένα θάμνο. Κάθισε σταυροπόδι πάνω στο χιονισμένο γρασίδι, δείχνοντας έτσι την κακή του διάθεση.
«Προς τι τέτοια μούτρα νεαρέ μου?» ζήτησε να μάθει ο Ντάνιελ, που έτεινε τον μισοκοιμισμένο Stefan στην αγκαλιά της Κάθριν κι κίνησε προς το μέρος του.
«Πατέρα κουράστηκα, έγινα χάλια, θέλω να πάω μέσα κι να παίξω μουσική. Κι η μητέρα συνέχεια κερδίζει εκείνη.» παραπονέθηκε ο μικρός, γυρίζοντας το πρόσωπο του προς το σπίτι , αποφεύγοντας την ματιά του πατέρα του. «Κι έχω ψοφήσει στο κρύο!» πρόσθεσε τουρτουρίζοντας.
«Δεν θες να μάθεις το βραβείο σου γλυκέ μου?» τον ρώτησε η Κάθριν που ήρθε κι γονάτησε στο πλευρό του άντρας της.
«Μα αφού μητέρα δεν νίκησα εγώ, πως κέρδισα?» ζήτησε να μάθει ο μικρός, αντιγυρίζοντας ο μικρός.
Ο Ντάνιελ που όλη αυτήν την ώρα δεν μπορούσε να σταματήσει να χαχανίζει με την συμπεριφορά του γιου του, έπιασε απ’ το χέρι τον Elijah, κι φέρνοντας το χέρι του γύρω απ’ τη μέση της Κάθριν , κίνησαν όλοι μαζί προς την είσοδο του σπιτιού. «Ναι, αλλά ο νονός σας μου είπε πως αν κάνετε ένα ζεστό μπάνιο, θα σας δώσει όχι βραβεία αλλά δωρα.» τους είπε στη συνέχεια.
«Κι όποιος γίνει το πιο καθαρό κι όμορφο αγόρι, εκείνο θα με συνοδέψει στον αυριανό Χριστουγεννιάτικο χορό του δημάρχου!» πρόσθεσε με καμάρι η Κάθριν.
Διασχίζοντας την είσοδο της έπαυλης κι στο άκουσμα τούτων των λόγων, ο Stefan πήδηξε απ’ την αγκαλιά της μητέρας του κι έγειρε προς τον αδελφό του. «Τ’ άκουσες Elijah , τι στέκεσαι εκεί σα χαζός? Βιάσου, αλλιώς θα πάρω όλα τα δώρα εγώ κι θα συνοδέψω κι τη μαμά!» φώναξε ο μικρός που άρχισε να τρέχει στις σκάλες, ενώ ανέβαινε στα επάνω πατώματα.
«Λάθος ανόητε!! Την μητέρα θα τη συνοδέψω εγώ!» του δήλωσε αγριεύοντας ο μεγαλύτερος αδελφός του , ακολουθώντας τον κατά πόδας.
Ο Ντάνιελ με την Κάθριν έμειναν για λίγο σφιχταγκαλιασμένοι εκεί, στη βάση της σκάλας, καθώς γελούσαν κι οι δυο, κι παρατηρούσαν τους γιους τους, να τρέχει ο ένας πίσω απ’ τον άλλον. Στο τέλος εκείνος έγειρε προς το μέρος της, φέρνοντας το ένα του χέρι πίσω απ’ την κάπα της, χαϊδεύοντας την πλάτη της κι σέρνοντας με τα δάχτυλα του άλλου του χεριού του μάγουλο της.
«Τα έξυπνα κι ευγενικά αδέλφια Ράγκαν , αντιμέτωπα κι τα δυο, πρόθυμα να σε βγάλουν απ’ την δύσκολη θέση. Δύσκολη επιλογή. Παρ’ όλα αυτά είμαι περίεργος να δω ποιον θα διαλέξεις.» μίλησε με ένα ελαφρύ μειδίαμα , βυθίζοντας το το γαλάζιο των ματιών του μέσα στο καστανό δικό της. Αλλάζοντας την έκφραση του, συνέχισε. «Όσο για το βραβείο σας, κυρία μου…» Μα η Κάθριν τον διέκοψε , φέρνοντας τα χέρια της γύρω απ’ το λαιμό του, καθώς αποζητούσε την αγκαλιά του, κι εναπέθετε το κεφάλι της στον ώμο του.
«Το βραβείο κι τον συνοδό μου τον κέρδισα πριν από έξι χρόνια περίπου. Κι έχει μόνο εκείνος το δικαίωμα κι το ελεύθερο να με συνοδέψει, μαζί με τους γιους του, όπου εκείνος το επιθυμεί.» του εξέφρασε με πάθος , κι χαρίζοντας συνεχόμενα φιλιά στο μάγουλο του , πλησιάζοντας σιγά-σιγά τα χείλη του. «Σ’ αγαπάω Ντάνιελ!» ψιθύρισε σιγανά εκείνη πάνω στα χείλη του που δεν μπορούσε να χορτάσει, τρίβοντας το μάγουλο της πάνω στα αραιά γένια του.
«Αγάπη μου…» η φωνή του βαθιά κι τρυφερή. «Αν… αν τυχόν τούτο το βραβείο χαθεί…?» εξέφρασε δήθεν τον αθώο του προβληματισμό ο Ντάνιελ, που ήταν κι ο χειρότερος του εφιάλτης αλλά κι φόβος. Έσφιξε τόσο πολύ στην αγκαλιά του την Κάθριν που φοβήθηκε μήπως την συνθλίψει, μα εκείνη δεν του παραπονέθηκε ούτε μία φορά.
«Τότε χάνεται κι η ζωή, γιατί δεν θα έχει ποτέ πια το ίδιο νόημα χωρίς εσένα.» του εξομολογήθηκε εκείνη, έσκυψε το κεφάλι της κι η μύτη της χώθηκε λίγο πιο κάτω στο λαιμό του , χαρίζοντας του κι εκεί τα φιλιά της κι αιχμαλωτίζοντας το άρωμα του.
Ο Ντάνιελ έκλεισε σφιχτά τα μάτια του , σούφρωσε τα χείλη του, κολλώντας την με δύναμη πάνω του. Μα τα δάκρυα τον καταπίεζαν κι μην αντέχοντας άλλο, άφησε ένα κι μοναδικό να κυλήσει στο μάγουλο του. Την έγειρε στο πλάι χωρίς να αποχωρίζει τα δεσμά του γύρω απ’ το κορμί της κι άρχισαν να ανεβαίνουν τα σκαλιά κι οι δυο, σκύβοντας στην κορυφή του κεφαλιού της κι παίρνοντας λίγη απ’ τη εξωτική ευωδία της, αφήνοντας τα χείλη του εκεί. ‘Είμαι ακόμα στο πλευρό σου, κοντά σου. Μα όταν φύγω η καρδιά μου θα μείνει εδώ, μαζί σου. Μέχρις ότου έρθεις στον Παράδεισο να με συναντήσεις κάποια μέρα, μου την επιστρέψεις πίσω κι τότε… *Θα ξανασμίξουμε κι πάλι.’ Συλλογιζόταν εκείνος αφήνοντας ένα αχνό χαμόγελο να στολίσει τα χείλη του. «Σ’ αγαπάω Κάθριν!» της αποκρίθηκε λίγες στιγμές αργότερα , καθώς υπέφερε απ’ τον πόνο που κυρίευε αργά κι βασανιστικά τα σωθηκά του. ‘Θεέ μου, βρες μου την δύναμη να της εκμυστηρευτώ κάποια στιγμή τι μου συμβαίνει, ακόμα κι αν η αλήθεια την σκοτώσει. Κι αυτό με πονά περισσότερο από οποιοδήποτε πόνο που νιώθω στο κορμί μου.’ μουρμούριζε από μέσα του, τσακισμένος.
~~~***~~~
Λίγη ώρα νωρίτερα απ’ τα γεγονότα στον κήπο…
«Θα δούμε κι θα συμβουλευτούμε τους καλύτερους γιατρούς σε όλον τον κόσμο…» έλεγε τώρα ο Νικ , έχοντας πάρει τη θέση του φίλου του τώρα, βηματίζοντας πάνω-κάτω δίπλα στο παράθυρο , κάνοντας διάφορες γκριμάτσες κι αστεία, όπως συνήθιζε , καλμάροντας την ατμόσφαιρα, μιλώντας κι μουρμουρίζοντας αδιάκοπα. «Υπάρχουν πολλά πράγματα που πρέπει να γίνουν, δεν έχουν τελειώσει όλα ακόμα.»
«Νικ…» πρόφερε κουρασμένα ο Ντάνιελ. «Νικ… ΝΙΚ !!» επανέλαβε ξανά , πιο δυνατά αυτή τη φορά. Ο φίλος του έγειρε προς το μέρος του ανήσυχα, ενώ ο Ντάνιελ συνέχισε με το κεφάλι σκυφτό, το βλέμμα χαμηλωμένο στο πάτωμα. «Μερικές φορές υπάρχουν όρια στο τι μπορούμε να κάνουμε φίλε μου, ακόμα κι στον τομέα της ιατρικής. Δεν μπορούμε πάντοτε να κάνουμε θαύματα. Εύχομαι να έρθει κάποτε η εποχή που θα το έχουμε επιτύχει. Πραγματικά το εύχομαι.» Στράφηκε προς το μέρος του, κοιτώντας τον, κι νιώθοντας μια νοσταλγία για τα χρόνια κι τις στιγμές που έζησε κοντά σε αυτόν τον άνθρωπο, που κατά κάποιον τρόπο τον ένιωθε σαν ‘αδελφό’ του. «Ακόμα κι εσύ φίλε μου.» αναστέναξε. «Αλλά ξέρεις τι μπορείς να κάνεις?»
«Τι? Πες το κι θα γίνει Ντάνιελ! Ακόμα κι τώρα αν μου πεις να πακετάρω τα πράγματα μου , φεύγουμε κι ξεκινάμε το ταξίδι για την θεραπεία σου φίλε μου, το ταξίδι σου για τη ζωή!!» του τόνισε εκείνος, σε μια προσπάθεια να τον μεταπείσει κι να τον προτρέψει να παλέψει για την αρρώστια του. Είχε γονατίσει ενώπιον του, παίρνοντας τα χέρια του μέσα στα δικά του.
«Θα παραμείνεις καλεσμένος στο σπίτι μου κι θα απολαύσεις την Παραμονή των Χριστουγέννων εδώ, φίλε μου. Κι λίγο αργότερα θα περιμένεις τα παιδιά μου στο δωμάτιο τους, για να τους δώσεις τα δώρα τους, όπως το είχες σχεδιάσει εξαρχής. Κι όταν… θα έχω αφήσει τα εγκόσμια επιτέλους…» άφησε ένα ανάλαφρο γέλιο προφέροντας τούτα τα λόγια. «Θα μου υποσχεθείς , θα μου δώσεις τον λόγο σου, πως θα σταθείς στα παιδιά κι στην Κάθριν όσο κανένας…»
«Δεν εννοείς ότι…» τραύλισε ο Νικ, που τα είχε χαμένα πλέον.
«Ακόμα κι αν χρειαστεί να αναλάβεις την ηγεσία τούτου του σπιτιού.» ολοκλήρωσε ο Ντάνιελ ενώ το σκεφτόταν καλύτερα.
«Όχι!!» βρυχήθηκε ο Νικ με όλη τη δύναμη της ψυχής του, κι το εννοούσε. Στάθηκε όρθιος στα πόδια του κι οπισθοχώρησε. «Μη μου ζητάς κάτι τέτοιο Ντάνιελ! Θα είμαι πάντα δίπλα στον Elijah & τον Stefan όποτε με χρειαστούν ,όπως φαντάζομαι κι η οικογένεια σου, μα μη μου ζητάς να σε αντικαταστήσω κι να σταθώ στο πλευρό της γυναίκας σου. Αυτό είναι εξωφρενικό! Μα τι λέω, δεν υπάρχει περίπτωση… γιατί ακόμα κι αν εσύ τα παρατήσεις κι αφήσεις την υγεία σου έρμαια στην τύχη της, εγώ θα κάνω ότι περνάει απ’ το χέρι μου για να την σώσω! Κι τότε δεν θα υπάρχει λόγος να ψάχνεις για υποψήφιο αντικαταστάτη, φίλε μου!»
«Νικ…» άρθρωσε κουρασμένα ο Ντάνιελ. «Νόμιζες πως θα μπορούσες να μου κρυφτείς όλα αυτά τα χρόνια? Βλέπω πως την κοιτάζεις κι όμως ενώ θα έπρεπε να σε είχα σκοτώσει ή σπάσει στο ξύλο, πραγματικά ποτέ δεν μου έδωσες αυτό το δικαίωμα, κι σε ευχαριστώ γι αυτό.» του δήλωσε χαμογελώντας.
«Γιατί σέβομαι τη φιλία μας ηλίθιε !! Γιατί πάνω απ’ όλα είναι η οικογένεια μου, κι εσύ! Κι γιατί ποτέ δεν θα διεκδικούσα κάτι που ανήκει νόμιμα σε κάποιον άλλον!!» σύριξε ο Νικ τρελαμένος.
«Ναι, αλλά σε λίγο καιρό φοβάμαι πως δεν θα μου ανήκει, όσο κι αν με θλίβει. Πιστεύω όμως πως επειδή είναι τόσο νέα, κι δεν θα ήθελα ποτέ να μείνει μόνη της… Πως θα μπορούσε να ευτυχήσει κοντά σε σένα.» είπε ο Ντάνιελ.
«Είσαι ένα ξεροκέφαλος μπάσταρδος!» του πέταξε εκτός εαυτού ο Νικ. «Κι εγώ τρελός που κάθομαι κι συνεχίζω αυτήν την συζήτηση μαζί σου.» Με μεγάλες δρασκελιές έφτασε στην είσοδο του δωματίου, απλώνοντας το χέρι του στην πόρτα, μα ο Ντάνιελ τον πρόφτασε, μπαίνοντας μπροστά του κι φέρνοντας τα χέρια στο κεφάλι του, τα μέτωπα τους συναντήθηκαν κι οι δυο φίλοι ήρθαν πρόσωπο με πρόσωπο , αντιμέτωποι μεταξύ τους.
«Τον λόγο σου.» του υπενθύμισε ο ένας. «Τα παιδιά… και την Κάθριν.»
«Όχι!!» επέμεινε ο άλλος με πυγμή. «Θα γίνεις καλά, θα φροντίσω εγώ γι αυτό. Δεν το διαπραγματεύομαι.»
«Δεν καταλαβαίνεις? Είναι μόλις 27 χρονών, Νικ.» ξεφώνισε ο Ντάνιελ απελπισμένος. «Ξόφλησα πια! Δεν υπάρχει καμία ελπίδα για μένα.»
«Αυτό άσε με να το κρίνω εγώ!» γρύλισε ο Nicklaus, φέρνοντας τα χέρια στα μπράτσα του φίλου του, προσπαθώντας να συγκρατήσει τα νεύρα του αλλά κι εκείνου.
«Υποσχέσου πως ακόμα κι αν δεν καταφέρεις κάτι θα είσαι κοντά τους.»
«Σου ορκίζομαι πως θα είμαι κοντά στα παιδιά κι θα μεριμνήσω για την ασφάλεια κι την προστασία τους, αν δεν καταφέρω να σε σώσω.» του έδωσε τον λόγο του ο Νικ, παλεύοντας με τον εαυτό του.
«Εκείνη…» ψέλλισε ο Ντάνιελ.
«Εκείνη θα την εμποδίσω απ’ το να κάνει οποιαδήποτε τρέλα κι να σε ακολουθήσει στο άνθος της νιότης της.» ολοκλήρωσε για εκείνον ο Νικ.
«Σε ευχαριστώ.» απόσωσε τη φράση του ο Ντάνιελ.
«Μα μην περιμένεις ποτέ να διεκδικήσω την αγάπη της, φίλε μου. Αυτή ανήκει αποκλειστικά κι μόνο σε σένα.» του δήλωσε στη συνέχεια.
«Αυτό θα το δούμε.»
«Πήγαινε στη γυναίκα σου κι στα παιδιά σου, απόλαυσε τις γιορτές κι να χαρείς την κάθε σου στιγμή μαζί τους. Άσε όλα τα υπόλοιπα σε μένα.»
«Δεν θα φύγεις απ’ αυτό το σπίτι.» δεν ήταν ερώτηση αλλά κατάφαση. Κι απ’ τον τόνο του φαινόταν πως ο Ντάνιελ δεν σήκωνε αντιρρήσεις.
«Όχι, δεν θα φύγω. Για άλλη μια φορά θα γίνει το δικό σου. Μα έχω ανάγκη να απομονωθώ κι να μείνω για λίγο μόνος να σκεφτώ τι θα κάνω, πριν συναντήσω τα γλυκά σου ζιζάνια, το ξέχασες?» του θύμισε ο άλλος γελώντας.
Ο Ντάνιελ τον έσφιξε με δύναμη μέσα στα δεσμά του, κίνηση την οποία κι του ανταπέδωσε ο Νικ, απλώνοντας τα μπράτσα του γύρω του. Οι δυο φίλοι παρέμειναν για λίγο εκεί να στέκονται στην πόρτα, αγκαλιασμένοι σφιχτά.
«Σε ευχαριστώ φίλε μου.» μουρμούρισε ο Ντάνιελ καθώς τον άφηνε σιγά-σιγά.
«Να με ευχαριστήσεις όταν θα έχω κάνει το ‘μεγάλο θαύμα’.» του χαμογέλασε βεβιασμένα κι με κόπο ο Νικ, κι μην περιμένοντας την απόκριση του φίλου του, θέλοντας όσο τίποτα άλλο, να ξεφύγει απ’ την αποπνικτική ατμόσφαιρα του δωματίου, άνοιξε την πόρτα γρήγορα κι την έκλεισε πίσω του όσο πιο διακριτικά κι σιγανά μπορούσε, αφήνοντας πίσω απ’ αυτή έναν μισό γονατισμένο Ντάνιελ -με χέρια απλωμένα πάνω σε αυτή- που αγκομαχούσε, προσπαθώντας να ανασάνει όσο του το επέτρεπαν τα πνευμόνια του.
Ο Nicklaus χαλάρωσε το φουλάρι που τον έπνιγε, κι σκούπισε με την αναστροφή του χεριού του, τα νωπά μάγουλα κι τα μάτια του απ’ τα δάκρυα. Έπειτα, αφού κατάφερε να ξεκολλήσει απ’ την πόρτα, κινήθηκε προς το παιδικό δωμάτιο , όπου θα περίμενε εκεί τα βαφτιστήρια του κι θα έβαζε σε μια τάξη το μυαλό του.
~~~***~~~
* Ο τίτλος του βαλς μπορεί να είναι άλλος, όσο κι αν προσπάθησα να τον χωρέσω κάπου μέσα στο κείμενο μου, δυστυχώς δεν πήγαινε πουθενά, οπότε κι του έδωσα την έντονη φράση που προφέρει ο Ντάνιελ, κάπου μέσα στους συλλογισμούς του.
** Στο ρόλο του νονού Nicklaus Hawley o Matt Barr κι όχι ο Joseph Morgan , όπως όλες περιμένατε.
Dalia- Terry Extreme Guru
- Αριθμός μηνυμάτων : 8488
Points : 14846
Ημερομηνία εγγραφής : 07/11/2010
Ηλικία : 35
Τόπος : In a Galaxy far, far away...
Χιούμορ : Well, be my guest!!
Απ: Χριστουγεννιάτικα Τερρο-φικ 2015
Edward & Elisabeth
'Charlene...'
'Charlene...'
* Παραμονή Χριστουγέννων, Birmingham, Duke’s Cottage, 1925, 18.15 μ.μ.
Ο Έντουαρντ έσυρε απαλά την πόρτα κι πέρασε μέσα στο μεγάλο υπνοδωμάτιο, ακολουθούμενος απ’ την Ελεονόρ. Έκανε νεύμα στην μητριά του για ησυχία, μα σαν η ματιά του έπεσε πάνω στην γυναίκα του, η οποία είχε βολευτεί στην κουνιστή καρέκλα κοντά στο παράθυρο, κανακεύοντας κι χαϊδεύοντας τα μαλλιά του μοναχογιού τους, ένα πλατύ χαμόγελο απλώθηκε στα χείλη του. Πλησίασε την Ελίζαμπεθ, έσκυψε προς το μέρος της χαρίζοντας της δυο φιλιά στα μαλλιά κι στο μάγουλο της κι πήρε στα χέρια του το μικρό αγόρι. Η Ελεονόρ έκλεισε απαλά την πόρτα πίσω της, κι έκανε λίγα διακριτικά βήματα μέσα στο χώρο. Σταύρωσε τα χέρια της κι περίμενε υπομονετικά. Η Ελίζαμπεθ της χάρισε μια γλυκιά ματιά κι ένα αχνό χαμόγελο, δίνοντας της κουράγιο έτσι, το οποίο η ‘μητέρα’ του Έντουαρντ της το ανταπέδωσε στο έπακρο. Ο μικρός, όντας μισό κοιμισμένος, νιώθοντας τα χέρια του πατέρα του τριγύρω του, να τον απομακρύνουν απ’ την ποδιά της μητέρας του που ήταν γονατιστός, μουρμούρισε παραπονιάρικα.
«Η μαμά?… ποιος θα μείνει με την μαμά?» ρώτησε γρήγορα, ξίνοντας την μύτη του κι στην προσπάθεια του να αντικρίσει τον πατέρα του κατάματα, ενώ ανοιγόκλεινε με κόπο τα βλέφαρα του.
«Εγώ θα μείνω αγόρι μου. Θα την προσέχω σαν τα μάτια μου, μην ανησυχείς.» τον διαβεβαίωσε ο Έντουαρντ, χαϊδεύοντας το πρόσωπο του κι προτρέποντας τον να ακουμπήσει πάνω στον ώμο του για να ξεκουραστεί. Ο μικρός φαινόταν ξεθεωμένος κι είχε ανάγκη από ανάπαυση κι ύπνο. Το σίγουρο ήταν πως αργά τη νύχτα μπορεί κι να ξυπνούσε , αλλά αυτό δεν φαινόταν να ανησυχεί τον Έντουαρντ. Τα επόμενα 24ώρα ήταν κρίσιμα κι ούτως ή άλλως θα ξενυχτούσε. Ήταν καλύτερα να περάσει τη νύχτα με το γιο του λοιπόν, χωρίς να σκέφτεται το αναπόφευκτο.
«Μου δίνεις τον λόγο σου?» μουρμούρισε ξανά ο γιος του, καθώς έστρεφε την ματιά προς την ‘γιαγιά’ του που τον κοιτούσε με λατρεία.
«Σου δίνω το λόγο μου, Sammy.» του ψιθύρισε εκείνος στ’ αυτί του, δίνοντας ένα φιλί στον κρόταφο του. Τον κράτησε στην αγκαλιά του για λίγες μόνο στιγμές πριν τον παραδώσει στην αγκαλιά της Ελεονόρ. «Μείνε μαζί του μέχρι να κοιμηθεί, κι ενημέρωσε με για ότι νεότερο προκύψει, εντάξει?»
«Μείνε ήσυχος, καλέ μου.» τον καθησύχασε εκείνη. Λίγο πριν γείρει για την είσοδο του δωματίου, έστρεψε την ματιά της προς την ‘νύφη’ της. «Γλυκιά μου προσπάθησε να κοιμηθείς, το χρειάζεσαι.»
«Σε ευχαριστώ Ελ, κι πρόσεχε το αγγελούδι μου, σε παρακαλώ.» της αποκρίθηκε η Ελίζαμπεθ, κουνώντας την ίδια ώρα το χέρι στον γιο της.
«Σ’ αγαπάω μητέρα.» της είπε-ο μόλις πέντε χρονών- Sam, λίγο πριν τον καταβάλει η κούραση κι αποκοιμηθεί στην αγκαλιά της ‘γιαγιάς’ του.
«Κι εγώ σ’αγαπάω αγάπη μου, θα σε δω ξανά αργότερα για να τελειώσουμε το παραμύθι μας.»
Η πόρτα έκλεισε πίσω τους, κι ο Έντουαρντ μη χάνοντας καιρό, πλησίασε κι γονάτισε στο πλευρό της αγαπημένης του. Ακούμπησε το κεφάλι του στην φουσκωμένη της κοιλιά, έκλεισε τα μάτια του χαμογελώντας, κι αφουγκράστηκε την νέα ζωή που άνθιζε μέσα της. Η Ελίζαμπεθ ήταν μόλις εφτά μηνών. Έμεινε έτσι για ατελείωτες στιγμές, με εκείνη να έχει απλώσει τα δάχτυλα της , στα καστανά κοντά μαλλιά του, να τα έχει βυθίσει ανάμεσα τους κι να τον χαϊδεύει.
Κάποια στιγμή εκείνος σήκωσε το βλέμμα του προς εκείνη κι χάθηκε μέσα στο κεχριμπαρένιο βλέμμα των ματιών της. Από τότε που την είχε γνωρίσει, πάντοτε θόλωνε σε τούτο το βλέμμα, στο χρώμα που αντανακλούσαν κι ευχόταν με όλη του την ψυχή εκείνα τα μάτια να ξανάβρισκαν κι πάλι την όραση τους. Όπως κι έγινε, ύστερα από δική του προτροπή, με τις ικεσίες κι με τα παρακάλια του, πριν από εφτά χρόνια περίπου, όταν την έπεισε να υποβληθεί σε αυτή τη δύσκολη εγχείρηση υπό την επίβλεψη κι με την βοήθεια φυσικά του αδελφού της, του Ντάνιελ. Ο Έντουαρντ τώρα αναπολούσε κι ξανά έφερνε στην μνήμη του τις μέρες που καταγινόταν με το να προσπαθεί να της δώσει ελπίδα, με το να της υπενθυμίζει πως τίποτα δεν είχε χαθεί. Και με το γεγονός ότι η ζωή ήταν εκεί, μπροστά της. Το μόνο που της έμενε ήταν να την κυνηγήσει, να της δώσει μία ευκαιρία ακόμη, κι να την διεκδικήσει. Κι τον είχε ακούσει. Λίγο καιρό μετά εκείνη του είχε εξομολογηθεί, πως δεν την ένοιαζε για το αν θα έβλεπε ή όχι ξανά, μα ότι ο μόνος λόγος που είχε δεχτεί να το κάνει ήταν το γεγονός πως νοιαζόταν για εκείνη. Κι η αγάπη του. Η Ελίζαμπεθ δεν μπορούσε να φανταστεί τη ζωή της χωρίς εκείνον. Το ότι είχε μείνει κοντά της κι επέμενε να βρίσκεται στο πλευρό της παρά την κατάσταση της, ήταν ένα θεόσταλτο δώρο για εκείνη. Γι αυτό το λόγο κι θα προσπαθούσε κι επειδή δεν ήθελε να τον απογοητεύσει, όπως είχε κάνει με τον θείο Ουίλιαμ, θα έδινε ακόμα κι την ζωή της για εκείνον.
«Γιατί με κοιτάς έτσι? Έχω τίποτα?» τον ρώτησε εκείνη σιωπηλά κι τρυφερά, σέρνοντας την παλάμη της στο μάγουλο του, πάνω στα αραιά του γένια που τόσο αγαπούσε.
«Όχι.» της χαμογέλασε εκείνος αμήχανα, χάνοντας για λίγο τα λόγια του. Η φωνή της είχε ηχήσει σαν βάλσαμο μέσα στην απόλυτη σιωπή του δωματίου, κι ταυτόχρονα τον είχε βγάλει απ’ τις σκέψεις μέσα στις οποίες είχε χαθεί προς στιγμήν. «Απλώς… Πρέπει να ξαπλώσεις.» πρόσθεσε εκείνος , εκστασιασμένος για άλλη μια φορά, θαυμάζοντας το κατακόκκινο χρώμα των μαλλιών της κι τυλίγοντας μία μπούκλα της στα δάχτυλα του, πριν σηκωθεί όρθιος κι την πάρει στα χέρια του.
Την μετέφερε με προσοχή μέχρι την κλίνη, εναποθέτοντας την πάνω στα λευκά παπλώματα κι στα μαξιλάρια, σκέπασε κι τους δυο με μια κουβέρτα κι ξάπλωσε δίπλα της. Βύθισε το πρόσωπο του στα μαλλιά της, παίρνοντας λίγη απ’ την ευωδία που εξέπεμπε το άρωμα της, ακούμπησε τα χείλη του στα πεταχτά πάνω στα δικά της, κι κινήθηκε αμέσως πάνω στο λαιμό της, αφήνοντας κι εκεί αμέτρητα φιλιά. Το χέρι του τυλίχτηκε προστατευτικά γύρω της, ενώ η Ελίζαμπεθ έφερε τα δικά της γύρω απ’ το λαιμό του κι συνέχιζε να παίζει με τα μαλλιά του, καθώς σιγανοί αναστεναγμοί ελευθερώνονταν απ’ τα χείλη της. Στο τέλος εκείνος έγειρε για λίγο στο πλάι, κι απέθεσε ξανά το κεφάλι του στην κοιλιά της κι έμεινε εκεί. Εκείνη βάλθηκε να χαϊδεύει το μέτωπο , τα μάγουλα, όποια γυμνή πτυχή του προσώπου του μπορούσε να φτάσει, κι ξαναγυρνούσε πάλι στα μαλλιά του. Τα επόμενα λόγια του την ξάφνιασαν για μια στιγμή, μα παρέμεινε ήσυχη κι χαμογελαστή στο άκουσμα τους.
«Πες μου πως είναι?» την ρώτησε ξαφνικά. Η Ελίζαμπεθ μην ξέροντας πώς να αποκριθεί περίμενε για μερικές στιγμές, μέχρι να ανασηκώσει εκείνος το κεφάλι του κι να την αντικρίσει. «Εννοώ πως νιώθεις που κυλάει μια νέα ζωή μέσα σου? Πάντα ήμουν περίεργος να μάθω, κι πρέπει να σου κάνει εντύπωση που σε ρωτάω τώρα κι όχι όταν κυοφορούσες τον Sam.»
«Όχι, δεν μου κάνει εντύπωση. Και χαίρομαι πολύ που με ρωτάς, ποτέ δεν είναι αργά για τέτοιες συζητήσεις.» του απάντησε εκείνη, συνεχίζοντας να σέρνει τα δάχτυλα της στα μάγουλα του. Έγειρε το κεφάλι στον αέρα, αφήνοντας ένα σιγανό αναστεναγμό, σκεπτόμενη προσεκτικά τι θα του έλεγε. «Να, τον πρώτο καιρό μοιάζεις σαν να έχεις αέρια.» Εκείνος έμεινε να την παρακολουθεί περίεργα. Η Ελίζα που λάτρευε τόσο πολύ αυτή του την αντίδραση, περιορίστηκε σε ένα ανάλαφρο γέλιο κι συνέχισε. «Αργότερα αρχίζεις να νιώθεις το έμβρυο να κουνιέται. Και μοιάζει λίγο με ψάρι που τραβάει την πετονιά…» κόπιασε για λίγο, προσπαθώντας να βρει τις κατάλληλες λέξεις να το περιγράψει. «… και φεύγει τόσο γοργά, που δεν είσαι σίγουρος για το αν το ένιωσες ή όχι.» Η προσοχή του Έντουαρντ ήταν προσηλωμένη πάνω της. Χαμογέλασε βεβιασμένα παρακολουθώντας την. «Κοιμάται πολλές ώρες. Κάποιες φορές όταν δεν υπάρχει κίνηση, φοβάσαι μήπως πέθανε.» Η έκφραση της τώρα είχε γίνει σοβαρή. «Κι προσπαθείς να το ξυπνήσεις, κι όταν κλωτσήσει ξανά… γονατίζεις κι τάζεις στον Θεό για να το έχει καλά. Και προς το τέλος, όταν εκείνο κινείται πολύ… είναι η αίσθηση όπως όταν εσύ… είσαι μέσα μου.» Η Ελίζα έφερε τις παλάμες της στα μάγουλα του τραβώντας τον κοντά της, τα μέτωπα τους συναντήθηκαν κι άρχισαν κι οι δυο να παίρνουν βαθιές ανάσες. «Όταν τελειώνει βαθιά, και ξεχύνεται μέσα μου… και πάλλεται… Έτσι είναι η αίσθηση, αλλά πολύ περισσότερο, σαν να έχω μέσα μου… εσένα.»
«Λίζα…» της ψιθύρισε εκείνος νιώθοντας την ζεστή της ανάσα να χαϊδεύει το αυτί του, καθώς τα χέρια της τυλίγονταν ξανά γύρω απ’ το λαιμό του. ‘Καρδιά της καρδιάς μου.’ συλλογίστηκε και την φίλησε, νιώθοντας ολοκληρωμένος. «Σ’ αγαπώ, Λίζα.» Την αγκάλιασε τρυφερά κι την φίλησε ώρα πολλή με τρυφερότητα. Στο τέλος αποτράβηξε τα χείλη του με κόπο απ’ τα δικά της.
«Το ξέρω.» του απάντησε εκείνη αναστενάζοντας, χαμογελώντας, γέρνοντας το κεφάλι της πίσω κι δίνοντας του πρόσβαση κι πάλι για να γευτεί τον λαιμό της. Μπορεί να υπήρχε μια δόση αστεϊσμού στη φωνή της, μα τα λόγια της ήχησαν να μουσική στα αυτιά του. Ωστόσο δεν του ήταν αρκετό.
«Θέλω να σε ακούσω να μου το λες.» Η ανάγκη του να ακούσει τα λόγια της ήταν βασανιστική.
Εκείνη ανασήκωσε το βλέμμα της χαρίζοντας του ένα γλυκό, τρυφερό βλέμμα. «Σ’ αγαπώ Έντουαρντ Γκράχαμ Γκράντσεστερ. Κανείς άλλος δεν υπήρξε ποτέ για μένα. Και ούτε θα υπάρξει.» του αποκρίθηκε με φωνή γεμάτη αίσθημα, λέγοντας ολόκληρο το όνομα του σαν να ήταν εκείνος ό,τι πολυτιμότερο είχε στη ζωή της. Κι ήταν.
«Σ’ ευχαριστώ.» της ψιθύρισε εκείνος με φωνή γεμάτη συγκίνηση, κουρνιάζοντας το πρόσωπο του στην λακουβίτσα του λαιμού της, συνεχίζοντας να της χαρίζει πεταχτά φιλιά σε εκείνο το σημείο. «Σ’ ευχαριστώ που είσαι αυτή που είσαι κι που με αγαπάς.»
«Θα ήμουν τρελή αν δεν το έκανα.» του απάντησε, νιώθοντας πως έλεγε την απόλυτη αλήθεια. «Θα ένιωθα νεκρή χωρίς εσένα, Ντιν.»
«Κι εγώ το ίδιο.» Εκείνος χαμογέλασε προς στιγμήν, κάνοντας μια αστεία γκριμάτσα. «Μ’ αρέσει όταν με φωνάζεις έτσι, αν κι ποτέ μου δεν θα το καταλάβω.»
«Δεν είναι φανερό? Είναι το όνομα σου απλώς είναι λιγότερα γράμματα.» του υπενθύμισε τρυφερά παίζοντας με τα μαλλιά του.
Γέλασαν κι οι δυο κάνοντας τούτη τη διαπίστωση κι πέρασε κάμποση ώρα, έχοντας σφιχτά ο ένας μέσα στα δεσμά του τον άλλο, προτού η Ελίζα αλλάξει θέμα, κι σπάσει την απόλυτη σιωπή κι ηρεμία που είχε απλωθεί ανάμεσα τους. «Αγάπη μου… Πως είναι ο πατέρας σου?» τον ρώτησε αυτή τη φορά σοβαρά. Η φωνή της φανέρωνε κάποια ένταση αλλά κι συγκρατημένη ψυχραιμία.
Ο Έντουαρντ δίστασε για μια στιγμή. Ανασήκωσε το κεφάλι του κι η ματιά του βυθίστηκε μέσα στη δική της. «Οι γιατροί τον έχουν κάθε τόσο από κοντά κι τον επιβλέπουν. Μα κατανοώ το γεγονός πως δεν θα υπάρξει πια καμία βελτίωση κι πως απλώς περιμένουμε να συμβεί το μοιραίο. Του έδωσαν κάτι για τον πόνο κι αποκοιμήθηκε, λίγο πριν έρθω να σε βρω. Ο Τέρρενς κι εκείνος αποφάσισε πως δεν χρειαζόταν να μείνει περισσότερο. Θέλει να είναι μαζί με την οικογένεια του πριν την άφιξη των Χριστουγέννων κι για να είμαι ειλικρινής, έχει απόλυτο δίκιο. Δεν τον κατηγορώ. Τον χαιρέτησα κι αναχώρησε πριν μια ώρα περίπου για το Στράτφορντ. Σου στέλνει την αγάπη του κι τα φιλιά του. Η Ελ…» κόπιασε για λίγο, πριν συνεχίζει. Πήρε μια βαθιά ανάσα. Ένιωσε την κρύα παλάμη εκείνης στον αυχένα του, το απαλό της χάδι να τον παροτρύνει. «Επιθυμούσε να καθίσει στο προσκεφάλι του. Είδα κι έπαθα για να την πείσω πως δεν είχε πια κανένα νόημα. Πως ο Samuel πλέον την χρειαζόταν περισσότερο. Εκείνη… εκείνη απλώς κατένευσε, μου χάρισε ένα πληγωμένο ύφος κι ξέρεις τι μου είπε?»
«Τι?» έκανε η Λίζα συνεχίζοντας να τον κανακεύει, μην αποχωρίζοντας τα χέρια της από κοντά του.
«Ότι η ελπίδα για εκείνον έχει πια χαθεί. Ο θάνατος του θα είναι κι η τελευταία πράξη.»
«Ω, αγάπη μου…» αναστέναξε η Ελίζα, τον τράβηξε πάνω της , σφίγγοντας τον στην αγκαλιά της. Εκείνος δεν έκανε τίποτα άλλο απ’ το να τυλίξει τα χέρια του γύρω απ’ το κορμί της, φυλακίζοντας την μέσα στα προστατευτικά δεσμά του, κι θέλοντας όσο τίποτα να αφεθεί στα συναισθήματα που του προκαλούσε εκείνη. Στην αγάπη, την χαρά, την ευτυχία. Ένιωσε τα γαλαζοπράσινα μάτια του να πλημμυρίζουν από ξαφνικά δάκρυα προς στιγμήν, μα οι αντίχειρες της ήταν εκεί κάθε τόσο για να τα απομακρύνουν, προσφέροντας του το χάδι της, το άγγιγμα της που εκείνος είχε τόσο πολύ ανάγκη.
«Νιώθω μια απέραντη ανακούφιση που οι δίδυμοι αδελφοί μου δεν βρίσκονται εδώ, αλλά στο Παρίσι. Πραγματικά δεν θα μπορούσε να σχεδιάσει καλύτερα τις διακοπές τους ο θείος σου. Θα τον ευγνωμονώ αιώνια τον Άλμπερτ για τούτη την πρόσκληση.» της εξομολογήθηκε λίγη ώρα αργότερα ο Έντουαρντ.
«Πραγματικά η χειρονομία του Άλμπερτ ήταν ένα θείο δώρο, ήρθε την πιο κατάλληλη στιγμή.» συμφώνησε μαζί του η Ελίζαμπεθ. «Μα ο Νίκολας & ο Τζορτζ έβλεπαν από καιρό την κατάπτωση του πατέρα τους, την ψυχολογία του. Είναι φυσικό να μην ένιωθαν καλά περνώντας τις γιορτές κοντά του. Ίσως και να μην άντεχαν το βαρύ κλίμα που θα επακολουθούσε.» συμπλήρωσε. Επεξεργαζόμενος τα λόγια της, στο μυαλό του Έντουαρντ ήρθε κι καταστάλαξε η σκέψη της Σκάρλετ. Τι θα σκεφτόταν εκείνη κι πως θα αντιδρούσε στα θλιβερά αυτά νέα; Λάτρευε τον πατέρα της, ό,τι κι να είχε κάνει στο παρελθόν. Ίσως να ήταν κι η μοναδική που του έτρεφε τόσο μεγάλη αδυναμία, κι του συγχωρούσε το κάθε λάθος, το κάθε ατόπημα. Θα απογοητευόταν κι θα πονούσε με την απώλεια του. Το είχε συζητήσει με τον Τέρρυ πρωτύτερα κι είχαν αποφασίσει κι οι δυο να μην της τηλεγραφήσουν προς το παρόν. Όταν θα βρισκόντουσαν από κοντά όλοι την Πρωτοχρονιά θα προσπαθούσαν να της εξηγήσουν. Τούτο το θέμα τον παίδευε τόσο πολύ που δεν άντεχε να το θίξει ενώπιον της γυναίκας του, κι η Ελίζαμπεθ που τον καταλάβαινε περισσότερο απ’ τον καθένα, δεν έκανε καμιά νύξη πάνω σε αυτό με τη σειρά της. Δεν θα μπορούσε όμως να της ξεφύγει κι μια άλλη μικρή λεπτομέρεια. «Ντιν..?» μουρμούρισε ολίγον σκεφτική λίγες στιγμές μετά.
«Ναι?» της αποκρίθηκε εκείνος, ανασηκώνοντας τα φρύδια του. Είχε εναποθέσει το κεφάλι του στο μέρος της καρδιάς της κι αφουγκραζόταν τους ήρεμους χτύπους της.
«Εκείνος ο νεαρός, που έχει πάρει υπό την προστασία της η Ελ..? Τον έχω δει ελάχιστα, αν κι τολμώ πως είναι πολύ, πώς να το πω, ξεχωριστός… έχεις ιδέα…?» προτού αποτελειώσει την φράση της εκείνος την διέκοψε, κλείνοντας τα βλέφαρα του , έχοντας ανάγκη να τον πάρει ο ύπνος για τις επόμενες μέρες, όσο χρειαζόταν.
«Στο Παρίσι, το ξέχασες? Έχει σχεδόν την ίδια ηλικία με τους διδύμους πάνω-κάτω. Έχουν γίνει αχώριστοι κι οι τρεις τους.» αναστέναξε εκείνος τυλίγοντας τα μπράτσα του περισσότερο γύρω απ’ τη μέση της. «Η Ελ προσπάθησε να ‘διώξει’ κι τον Ροντρίγκο απ’ το Μπέρμινχαμ, μα ο Ισπανός γερουσιαστής ήταν κάθετος. Ο νεαρός θα έφευγε απ’ το Παρίσι, εφόσον το ήθελε εκείνη, αλλά εκείνος θα έμενε στο πλευρό της. Δεν τον αδικώ, ακόμα κι στα 55 του ο άνθρωπος δείχνει ξετρελαμένος μαζί της.»
«Και την δέχεται έτσι όπως είναι.» σκέφτηκε η Ελίζα χαμογελώντας, τα μάτια της έλαμπαν. «Γνωρίζει πως δεν μπορεί να κάνει παιδιά, κι όμως την αγαπά, την λατρεύει.» έπλεξε τα δάχτυλα της. «Όμως κι η Ελεονόρ στα 48 της, φαίνεται σαν να μην έχει περάσει ούτε χρόνος από πάνω της. Ακόμα κι τώρα φαίνεται τόσο εκθαμβωτική. Κι η απόφαση τους αυτή, να πάρουν το νεαρό υπό την προστασία τους… Αχ, είναι τόσο καλοί κι οι δυο τους, Ωχ…» οι ονειροπολήσεις της σταμάτησαν απότομα, τα μάτια της γούρλωσαν κι η πλάτη της ξεκόλλησε απ’ τα μαξιλάρια νιώθοντας το σύντομο μικρό τράνταγμα στο κορμί της. Ο Έντουαρντ, που η παλάμη του βρισκόταν πάνω στην κοιλιά της, ανασηκώθηκε ανυπόμονα κοιτώντας την αποχαυνωμένος με το στόμα του ανοιχτό. Τα χείλη του τραβήχτηκαν σε ένα πλατύ χαμόγελο κι το μέτωπο του συνάντησε το δικό της. «Κλωτσάει…» ψέλλισε με κόπο η Ελίζα, έτοιμη να βάλει τα κλάματα απ’ τη συγκίνηση κι την χαρά που ένιωθε να την πλημμυρίζουν. «Ω, Ντιν! Κλωτσάει, το ένιωσες κι εσύ?» τον ρώτησε σα μικρό παιδί.
«Ναι, γλυκιά μου, το ένιωσα. Ναι.» την διαβεβαίωσε κι της χαμογέλασε. Την τράβηξε μαλακά κι προσεκτικά απ’ τη μέση πιο κοντά του, κι βάλθηκε να της χαρίζει ακατάπαυστα μικρά, γλυκά φιλιά στα μάγουλα, στο μέτωπο, στο πιγούνι της, στη μύτη της κι τέλος στα χείλη της. Σε όλο της το πρόσωπο. Χωρίς να παραλείπει ούτε στιγμή να της εξομολογείται την αγάπη του, το πάθος του, τον αιώνιο έρωτα του που αισθανόταν για εκείνη. Αλλά κι το γεγονός πως λόγω της κατάστασης της, όλο αυτό το ατελείωτο διάστημα του έλειπε διαβολεμένα το σμίξιμο τους. Η υπέροχη αίσθηση όταν ήταν μαζί, η ένωση των κορμιών τους, το δόσιμο, η παράδοση τους. Ο έρωτας τους, που τους έκανε να νιώθουν ένα στην καρδιά, στο μυαλό κι στη ψυχή. ‘Είσαι ο ήλιος, τα άστρα και το φεγγάρι.* Ωστόσο αν λίγο λίγο πάψεις πια να με αγαπάς θα πάψω κι εγώ να σ’αγαπώ λίγο λίγο {…} {Μα} Αν κάθε μέρα ανεβαίνει ένα λουλούδι στα χείλη σου για να με βρει, αχ αγάπη μου, αχ δικιά μου, μέσα μου όλη τούτη η φωτιά θα επαναλαμβάνεται, μέσα μου τίποτα δεν θα σβήσει ούτε θα ξεχαστεί, η αγάπη μου τρέφεται απ’ τη δική σου, αγαπημένη, κι όσο θα ζεις θα είναι μέσα στην αγκαλιά σου χωρίς απ’ τη δική μου να φεύγει.’ Της ψιθύρισε λάγνα , καθώς την ξάπλωνε πίσω στα μαξιλάρια.
«Ντιν…» πρόφερε εκείνη με δυσκολία το όνομα του, αναστενάζοντας, καθώς ένιωθε βαριά τα βλέφαρα της, κι τραβούσε σφιχτά τα πετά του πουκαμίσου του, έτοιμη να λύσει το φουλάρι του. Μα με κάποιον ανεξήγητο, μαγευτικό τρόπο ήταν σαν να την κοίμιζε. Το βαθύ γαλαζοπράσινο βλέμμα του την μαγνήτιζε κι ήταν σαν να την προέτρεπε να βυθιστεί σε ένα ονειρεμένο ύπνο. Κι εκείνη πέθαινε για το φιλί του. «Να πάρει!» βλαστήμησε η Ελίζα σιγανά, κολλώντας τα χείλη της στο μάγουλο του κι φτάνοντας στην άκρη των χειλιών του. Ο Έντουαρντ άφησε ένα ανάλαφρο γέλιο. «Γιατί εσείς οι Γκράντσεστερ να είστε τόσο σαγηνευτικοί ?! Λίγους στίχους από κάποιο ποίημα, ή έργο του Σαίξπηρ να απαγγείλετε κι όλες οι θηλυκές υπάρξεις πέφτουν στα πόδια σας. Ντροπή σας!!» τον κατσάδιασε τρυφερά κι σκέπασε τα χείλη του με τα δικά της, χωρίς να του αφήσει χρόνο να αντιδράσει. Εκείνος ανταποκρίθηκε με ένταση. Τα χείλη του ήταν τόσο απαλά κι ηδονικά. Η Ελίζαμπεθ τύλιξε το μπράτσο της γύρω απ’ το λαιμό του κι τότε το φιλί τους έγινε πιο βαθύ κι καυτό. Ήταν τόσο παραδομένη στο πάθος της, που ένιωσε βαθιά απογοητευμένη, όταν εκείνος έδωσε τέλος στο φιλί τους κι αποτραβήχτηκε.
«Πως… πως θα το ονομάσουμε?» ζήτησε να μάθει ο Έντουαρντ, παίρνοντας βαθιές ανάσες, αποσπώντας της την προσοχή, αλλά κι προσπαθώντας την ίδια ώρα να μην υποκύψει σε τούτο το πάθος που τον κυρίευε κι που ήταν σωστό μαρτύριο. Είχε φέρει τα δάχτυλα του στα χείλη της, αγγίζοντας τα ελαφρά, χαϊδεύοντας τα.
«Αν είναι αγόρι… Damon.» του αποκρίθηκε εκείνη όλο νάζι, απλώνοντας τις γροθιές της στον αέρα καθώς τεντωνόταν κι άφηνε ένα χασμουρητό. Ο Έντουαρντ έσκυψε ξανά κι βολεύτηκε πάνω στο κορμί της. Το να παρακολουθεί τα μάγουλα της που είχαν γίνει κατακόκκινα λόγω του έντονου φιλιού που είχαν μοιραστεί, ήταν ένας πειρασμός που δεν μπορούσε να αντέξει με τίποτα.
«Αν είναι αγόρι τότε εγώ θα τον φωνάζω Dean.» δήλωσε εκείνος γελώντας.
«Dean ο 2ος!!» τον κορόιδεψε η Ελίζα μιμούμενη τις αντιδράσεις του. «Αλλά γιατί?»
«Μα δεν είναι φανερό? Το όνομα του είναι, απλώς λίγα γράμματα.» της αποκρίθηκε με απόλυτη φυσικότητα ο Έντουαρντ, μιμούμενος την έκφραση της λίγο πριν.
«Κι αν είναι κορίτσι?» του αντιγύρισε η Ελίζα χαμογελώντας.
Ο Έντουαρντ σφάλισε τα βλέφαρα του. Αυτή τη φορά επιθυμούσε διακαώς να βυθιστεί σε έναν ατελείωτο ύπνο, έχοντας στο πλευρό του μονάχα την Ελίζαμπεθ, κι κανέναν άλλον. Προτού όμως αναπαυόταν έπρεπε να δώσει μια απάντηση κι να αποκαλύψει ένα όνομα στην αγαπημένη του. Το όνομα της πιθανής μελλοντικής τους κόρης. Στο νου του ήρθαν εικόνες απ’ όταν ήταν οκτώ χρονών περίπου. Εκείνος να κάθεται μπροστά στο πιάνο, μαθαίνοντας τις πρώτες νότες, ακουμπώντας τα πλήκτρα κάθε τόσο, προσπαθώντας να παίξει το κομμάτι για να κάνει υπερήφανη την θηλυκή παρουσία που βρισκόταν δίπλα του. Χαμογέλασε πλατιά. «Charlene…» πρόφερε απαλά το όνομα της δεύτερης κατά σειρά γυναίκας στη ζωή του, που ένιωθε ευλογημένος που την είχε γνωρίσει κι που τουλάχιστον για έξι χρόνια που είχε την ευκαιρία εκείνη να του μεταλαμπαδεύσει κι να του μεταφέρει όχι μόνο όσα ήξερε για την μουσική αλλά κι για την ζωή. Η Ελεονόρ μαζί με την Ελίζαμπεθ του είχαν μάθει τον ορισμό της αγάπης, μα η μέντορας του ήταν εκείνη που του είχε δώσει κουράγιο να εκπληρώσει το όνειρο του κι να μην το αφήσει στην τύχη του. Η απώλεια της για εκείνον, όταν ήρθε η ώρα του αποχωρισμού, ήταν αβάσταχτη. Ο Έντουαρντ ένιωσε πως όταν την έχασε, μαζί του χανόταν κι ένα σημαντικό κομμάτι της ζωής του, που θα το κρατούσε μέσα του όμως σα φυλαχτό κι θα ευχαριστούσε το Θεό κάθε μέρα γι αυτό. Η τρίτη γυναίκα του πατέρα του-η Μόλι- ποτέ δεν του συμπαραστάθηκε, δεν τον καθοδήγησε, δεν νοιάστηκε ούτε για εκείνον, μα ούτε κι για τον Τέρρενς. Ήταν επόμενο λοιπόν τα δυο ετεροθαλή αδέλφια να μην την χωνεύουν, κι αισθανόντουσαν ευτυχείς που η Σκάρλετ κι τα δίδυμα αδέλφια τους δεν είχαν πάρει τίποτα απ’ τη μητέρα τους, δεν είχαν κληρονομήσει ούτε ένα χαρακτηριστικό της όπως η σκληρότητα, η ψυχρότητα, η απάθεια κι η πλήρης αδιαφορία που την διακατείχαν συνεχώς, μιας που εκείνη άφησε τα εγκόσμια όταν γέννησε τα δίδυμα, κι ευτυχώς η Σκάρλετ ήταν μόλις τριών κι δεν είχε σχεδόν καμία ανάμνηση από εκείνη.
«Δεν καταλαβαίνω. Νόμιζα πως το όνομα της μητέρας σου…» ο σιγανός ψίθυρος της φωνής της Ελίζα που ήχησε σα χάδι τον έβγαλε για άλλη μια φορά απ’ τις σκέψεις του. Μίσησε τον εαυτό του προς στιγμήν επειδή την διέκοψε άθελα του.
«Την μητέρα μου δεν την γνώρισα ποτέ.» δήλωσε ο Έντουαρντ με μια πικρία στην φωνή του. Όπως ήταν φυσικό η Τζορτζιάννα Φιτζγουίλιαμ Ντάρσυ Γκράντσεστερ είχε φύγει απ’ τη ζωή , όταν εκείνος άνοιξε τα βλέφαρα του για πρώτη φορά. Ο Ρίτσαρντ όσο ζούσε μαζί με την Ελεονόρ , πρόσφερε όλη την αγάπη κι την φροντίδα που άρμοζε στον πρωτότοκο του. Μα πολύ αργότερα , ύστερα απ’ τον χωρισμό του με την διάσημη ηθοποιό, όταν έστειλε τον Τέρρυ στο οικοτροφείο, χωρίζοντας έτσι τα δυο αδέλφια , κι κρατώντας εκείνον στο σπίτι όπου έκανε εκεί τα μαθήματα του ερχόμενος σε επαφή με διάφορους καθηγητές, ο δούκας άρχισε να κατηγορεί το μικρό αγόρι για την απώλεια της πρώτης του γυναίκας κι μητέρας του. Ο Έντουαρντ-κατά τα λεγόμενα του- ήταν υπεύθυνος για τον θάνατο της, κι ίσως αυτό το ψυχικό τραύμα που είχε υποστεί όντας μικρό παιδί, δεν είχε φύγει πλήρως από πάνω του. Γιατί πάντοτε στο βλέμμα του πατέρα του αντιμετώπιζε ένα σκληρό προσωπείο που του υπενθύμιζε κάτι για το οποίο δεν μπορούσε να σκεφτεί διαφορετικά. Η έλευση του στον κόσμο είχε στερήσει στον πατέρα του την συντροφιά εκείνης. Κι αυτό ο Έντουαρντ δεν μπορούσε να το χωνέψει ακόμα, προσπαθούσε όλα αυτά τα χρόνια να το καταπολεμήσει, μα κοιτώντας τα πορτρέτα της που υπήρχαν κρεμασμένα σε κάθε μεριά του σπιτιού, τον στοίχειωναν οι τύψεις κι οι ενοχές. Αισθανόταν ανακούφιση που ο δούκας δεν είχε υποκύψει στις ικεσίες κι στα παρακάλια της Μόλι να απομακρύνουν την ύπαρξη της μητέρας του απ’ το Αρχοντικό. Έτσι του δινόταν η ευκαιρία να την μάθει μέσα απ’ αυτά της, που εμφανιζόταν πάντα με ένα χαμόγελο να στολίζει τα χαρακτηριστικά του προσώπου της. Ίσως γι αυτό ο ένας απ’ τους διδύμους έφερε σχεδόν το όνομα της, μπορεί ο πατέρας του να μην είχε ξεχάσει τόσο εύκολα την πρώτη του αγάπη.
«Charlene λοιπόν.» συμφώνησε η Ελίζαμπεθ μιλώντας χαμηλόφωνα, βυθίζοντας τα δάχτυλα της ανάμεσα στις τούφες των μαλλιών του, έχοντας χαραχτεί ένα αχνό χαμόγελο στα χείλη της. «Θα μου εκμυστηρευτείς την ιστορία του κατόχου αυτού του ονόματος κάποια μέρα.» πρόσθεσε γλυκά στη συνέχεια.
«Ήταν πολύ καλός άνθρωπος.» βιάστηκε να την διαβεβαιώσει ο Έντουαρντ, νιώθοντας ένα κι μοναδικό δάκρυ να κυλάει στο μάγουλο του.
«Το ξέρω αγάπη μου. Το ξέρω..» τον καθησύχασε εκείνη, αναγνωρίζοντας την λύπη του στον τόνο της φωνής του. Χωρίς να σταματά να χαϊδεύει τα μαλλιά, το μέτωπο κι τον σβέρκο του. Έσκυψε προσεκτικά κι χάρισε ένα φιλί στο λοβό του αυτιού του. «Κι τώρα ξεκουράσου.» τον παρακάλεσε. «Σ’ αγαπώ, Ντιν.»
«Το ξέρω.» της αποκρίθηκε με βραχνή, βελούδινη φωνή εκείνος.
«Θέλω επιβεβαίωση.» του ψιθύρισε με πάθος, δαγκώνοντας τρυφερά την άκρη του αυτιού του.
«Σ’ αγαπώ μωρό μου.»
Τα λόγια του στάλαξαν κατευθείαν μέσα στην καρδιά της, κι η φλόγα της αγάπης τους την τύλιξε σε έναν μαγευτικό, ονειρικό κόσμο, καθώς έγερνε πίσω στα σκεπάσματα κι αποκοιμήθηκε εκεί μαζί του, μέσα στην αγκαλιά του.
~~~***~~~
* Οι στοίχοι που απαγγέλλει ο Έντουαρντ είναι απ' το ποίημα του Πάμπλο Νερούντα 'Αν με ξεχάσεις'. Όσο για το όνομα της μικρής στην οποία έχω δώσει κι τη μουσική, τα συμπεράσματα βγάλτε τα μόνες σας.
Dalia- Terry Extreme Guru
- Αριθμός μηνυμάτων : 8488
Points : 14846
Ημερομηνία εγγραφής : 07/11/2010
Ηλικία : 35
Τόπος : In a Galaxy far, far away...
Χιούμορ : Well, be my guest!!
Απ: Χριστουγεννιάτικα Τερρο-φικ 2015
Albert & Soley
Once Upon On December...
* Παραμονή Χριστουγέννων, Paris, Restaurant Laperouse, 1925, 20.30 μ.μ.
Once Upon On December...
* Παραμονή Χριστουγέννων, Paris, Restaurant Laperouse, 1925, 20.30 μ.μ.
Το αυτοκίνητο σταμάτησε μπροστά απ’το δημοφιλές εστιατόριο. Είχαν φτάσει στον προορισμό τους. Το Laperouse ήταν κατάφωτο κι τα παρτέρια γύρω απ’ την εντυπωσιακή είσοδο επίσης φωτισμένα. Η μουσική ερχόταν απ’ τις ανοιχτές πόρτες του πρώτου ορόφου, όπου βρισκόταν η κεντρική αίθουσα χορού, αλλά κι απ’ τα ιδιωτικά δωμάτια. Ο μεγάλος χορός ήταν στο φόρτε του.
Η Rolls Royce σταμάτησε μπροστά στην είσοδο του εστιατορίου. Ο Άλμπερτ κατέβηκε από το αυτοκίνητο και έσπευσε αμέσως στην άλλη πλευρά για να βοηθήσει την Σολέι. Ο σοφέρ της κράτησε ανοιχτή την πόρτα κι εκείνη μάζεψε προσεκτικά το φόρεμα της και κατέβηκε. ‘Κόκκινο… το χρώμα του Πάθους.’ Σκέφτηκε εκείνη από μέσα της, με ένα πονηρό χαμόγελο χαραγμένο στα χείλη της. Ο Άλμπερτ πήρε το χέρι της και το πέρασε στο μπράτσο του.
«Έτοιμη?» την ρώτησε κι στα μάτια του η Σολέι διέκρινε μια απέραντη ικανοποίηση, ηρεμία κι ανακούφιση. Ότι όλα έβαιναν καλώς, κι πως δεν υπήρχε λόγος να ανησυχεί.
«Έτσι νομίζω.» απάντησε εκείνη με το μυαλό της να μην αποχωρίζεται ούτε στιγμή την ατμόσφαιρα που επικρατούσε στην έπαυλη τους. Κάθε φορά που το γυρόφερνε στο νου της, συνεχώς έβγαζε το συμπέρασμα πως τούτο το εγχείρημα-το οποίο είχε σχεδιάσει τόσο καλά ο άντρας της-τους συνέφερε. Έτσι ο Άλμπερτ κι εκείνη είχαν περισσότερο χρόνο να περάσουν οι δυο τους τούτες τις γιορτές. Μα δεν μπορούσε να μην σκέφτεται τα κορίτσια της.
Ανέβηκαν τα σκαλιά της εισόδου του εστιατορίου πιασμένοι αγκαζέ. Ο πορτιέρης τους καλοσώρισε και τους ενημέρωσε για την κράτηση τους σε ένα απ’ τα ιδιωτικά δωμάτια. Ο Άλμπερτ οδήγησε την Σολέι στη μεγάλη σκάλα που οδηγούσε στον επάνω όροφο, στην αίθουσα χορού. Εκεί όπου τα κομψά, πανέμορφα έργα τέχνης αλλά κι τα χρυσοποίκιλτα σπάνιας αξίας αντικείμενα εντυπωσίαζαν τόσο πολύ τους θαμώνες αυτού του χώρου. Καθώς διέσχιζαν τη μεγάλη σκάλα η μουσική ακουγόταν πιο δυνατά, η ορχήστρα έπαιζε παραδοσιακό Βιεννέζικο βαλς.
«Θυμάσαι κάποτε μια νύχτα του Δεκέμβρη, εκείνο το πρώτο βαλς που χορέψαμε μαζί?» την ρώτησε ο Άλμπερτ.
Η Σολέι τον κοίταξε και παλιές αναμνήσεις ξεπήδησαν στο μυαλό της απ’ τη βραδιά της γνωριμίας τους πριν από εφτά χρόνια περίπου. Λίγο καιρό μετά οι μεγάλες ρομαντικές κινήσεις πάνω στις οποίες είχαν εξασκηθεί ιδιαιτέρως, ενώ αστειεύονταν μεταξύ τους, η ισορροπία, οι δύσκολοι συνδυασμοί και οι στροφές κάτω απ’ τον ήχο αυτής της αρμονίας, της απαλής μουσικής… και τελικά το ερωτικό τους σμίξιμο, που ακολουθούσε πάντα… Η ματιά του ενώθηκε με τη δική της και η Σολέι κατάλαβε πως κι εκείνος είχε στο μυαλό του τις ίδιες στιγμές. «Ευελπιστώ να χορέψω το ίδιο εκείνο βαλς μαζί σου, απόψε.» του απάντησε βραχνά κι η καρδιά της φτερούγισε στο στήθος της.
«Ρομαντισμός και αρμονία… Πρόκειται για χορό που παραμένει σύμβολο υψηλών ιδεών κι συναισθημάτων, έτσι δεν είναι?» Εκείνη κατένευσε, περιμένοντας τον να συνεχίσει. «Θεωρώ πως ο ρομαντισμός κι η αρμονία πρέπει να κυριαρχήσουν απόψε.» συμπλήρωσε ο Άλμπερτ ενώ προσπερνούσαν την μεγάλη αίθουσα που έσφυζε από ζωή.
Πολύς κόσμος είχε συγκεντρωθεί ήδη εκεί και θαύμαζε με ενδιαφέρον το χώρο. Άλλοι συζητούσαν ζωηρά μεταξύ τους, σταματώντας για λίγο το χορό.
«Μα που πηγαίνουμε?» τον ρώτησε η Σολέι λίγες στιγμές αργότερα. «Νόμιζα πως θα χορεύαμε.» διαμαρτυρήθηκε γλυκά εκείνη, πιέζοντας ελαφρά το μπράτσο του.
«Θα έχουμε το χρόνο να χορεύουμε όλη τη νύχτα. Η μουσική δεν πρόκειται να σταματήσει. Προς το παρόν…»Έγειρε προς το μέρος της γυναίκας του, αντικρίζοντας την με ένα λαμπερό κι συνάμα σαρδόνιο χαμόγελο να έχει στολίσει τα χαρακτηριστικά του προσώπου του. «Θα ήθελα να χαρώ τη θέα του ποταμού Σηκουάνα, θα φαίνεται μαγευτική απόψε, δεν νομίζεις?» το γαλάζιο βλέμμα του βυθίστηκε στο δικό της, παίρνοντας τον καρπό του χεριού της απαλά κι φέρνοντας τον στα χείλη του και οδηγώντας την σιγά-σιγά στα ιδιαίτερα δωμάτια.
Η Σολέι ανταπέδωσε στο χαμόγελο του, αφήνοντας το μπράτσο του και πήρε μέσα στην παλάμη της το χέρι του. Ο Άλμπερτ της έσφιξε το χέρι, μεταδίδοντας της ένα κύμα ζέστης , καθώς την αποτραβούσε απ’τις ανήσυχες σκέψεις της. Τον κοίταξε στα μάτια και θυμήθηκε την πρώτη φορά που γνωρίστηκαν εδώ, την πρόταση γάμου σε τούτο εδώ το εστιατόριο, τον μήνα του μέλιτος, όλα όσα είχαν ζήσει μαζί. Εκείνος της χαμογέλασε ολόψυχα και ζεστά, ενώ εκείνη τον παρατηρούσε μαγεμένη. Ήταν σαν να ζούσε κάποιο όνειρο όπως κι άλλες φορές στο παρελθόν μαζί του.
~*~
Όταν πλέον είχαν απολαύσει το γεύμα τους, κι είχαν χορτάσει την θέα του ποταμού Σηκουάνα σε ένα απ’ τα πολυτελή δωμάτια του εστιατορίου, όδευσαν προς την αίθουσα χορού όπου η ορχήστρα είχε επιλέξει ένα απ’ τα σπουδαιότερα βαλς του Tchaikovsky, την Λίμνη των Κύκνων. Ταίριαζε απόλυτα με την ατμόσφαιρα που απέπνεε ο χώρος. Ο Άλμπερτ τώρα της χαμογελούσε πλατιά καθώς την καθοδηγούσε στο κέντρο της αίθουσας, ενώ έπαιρναν κι οι δυο την κατάλληλη στάση για να ξεκινήσουν τον χορό τους.
«Απλώς να θυμάσαι πως η τουαλέτα μου δεν έχει την άνεση που απαιτεί το βαλς.» τον προειδοποίησε εκείνη.
Εκείνος γέλασε με μάτια που άστραφταν από μια παράξενη λάμψη. «Έχεις μπροστά σου τον μέντορα που σε έμαθε να χορεύεις.» Η Σολέι ένιωσε μια παράξενη θέρμη να την κατακλύζει στο άκουσμα των λόγων του. Θα του αποδείκνυε λοιπόν πως ήταν ικανή να τα καταφέρει κι χωρίς την καθοδήγηση του. «Λοιπόν, έτοιμη?» τη ρώτησε, ανασηκώνοντας προκλητικά το φρύδι του.
«Καλά θα κάνεις να είσαι εσύ έτοιμος αυτή τη φορά.» τον διόρθωσε, χαρίζοντας του ένα κοροϊδευτικό χαμόγελο.
Εκείνος γέλασε ξανά κι ξεκίνησε τα βασικά βήματα. Η Σολέι τον ακολούθησε για λίγο, αλλά, όταν άρχισαν οι αλλαγές κατεύθυνσης κι τα σταματήματα, τον παράσερνε με την σειρά της, επιδεικνύοντας ένα θαυμαστό ταλέντο στις συχνές στροφές, τα σφιχταγκαλιάσματα και τα μικρά τινάγματα του ποδιού. Ο Άλμπερτ υποχρεώθηκε να ακολουθήσει το ρυθμό της. Αναστέναξε και τα μάτια του άστραψαν με τρόπο που φανέρωνε μεγάλη αποφασιστικότητα και δύναμη. Πίεσε το χέρι του ακόμη περισσότερο γύρω απ’ τη μέση της, καθώς εκείνη έγερνε την πλάτη κι το βλέμμα της ελαφρώς στο πλάι, κι εκείνος την έτρωγε με την ματιά του. Η Σολέι ήταν σίγουρη πως έτσι όπως την κοιτούσε , την ‘έγδυνε’ με το βλέμμα του κι μόνο.
«Αν με κοιτάς έτσι θα ζαλιστώ κι θα λιποθυμήσω.» του ψιθύρισε γελώντας, ελαφρώς αναστατωμένη, προσπαθώντας να συγκρατήσει τον έλεγχο της και να μη χάσει τα βήματα.
«Δεν φταίω εγώ που η ντάμα μου διακρίνεται από ομορφιά κι γοητεία, 24ώρες το 24ωρο. Τέτοια χαρίσματα θα έπρεπε να θεωρούνται παράνομα.» της αποκρίθηκε στον ίδιο τόνο εκείνος, καθώς ο πόθος στα μάτια του γινόταν όλο κι πιο έντονος.
Την κατέκλυσε μια δυνατή έξαψη. Η ελεγχόμενη επιτήδευση του χορού τους απέκτησε μια έντονη σεξουαλική χροιά κι η Σολέι εσκεμμένα εξακολουθούσε να τον προκαλεί με χαριτωμένες κινήσεις. Ο Άλμπερτ εξακολουθούσε να έχει κι πάλι τον έλεγχο του χορού τους με τις συχνές στροφές κι τις μεγάλες κινήσεις στο χώρο. Η Σολέι αυτή τη φορά δεν είχε αντίρρηση, καθώς πρόσεχε πόσο αναστάτωση του προκαλούσε. Αφέθηκαν να τους παρασύρει ο ρομαντικός ρυθμός του βαλς και μοιράστηκαν την αρμονία κι την απαλότητα του. Η Σολέι είχε την αίσθηση ότι έλιωνε αργά μέσα σε μια φλόγα που την πλημμύριζε. Ωστόσο εξακολουθούσε να κρατά σε μια ισορροπία το κεφάλι της, γέρνοντας πλευρό όπως πάντα, ‘αποφεύγοντας’ την ματιά του, όπως άρμοζε σε τούτο το χορό. Με υπερηφάνεια πάντα και να αφήνει το κορμί της να ακολουθεί με χάρη το δικό του.
Ανάσαιναν λαχανιασμένοι, όταν η μουσική σταμάτησε. Ο Άλμπερτ την τράβηξε τρυφερά κοντά του έτσι ώστε το στήθος της να ακουμπά το στέρνο του, με τα σώματα τους ενωμένα. Τα κατάξανθα μαλλιά της απλώνονταν πάνω στην πλάτη της, χτενισμένα κι διακοσμημένα με κόκκινα άνθη, ενώ ο Άλμπερτ τώρα είχε σκύψει στ’ αυτί της και κοντανάσαινε, προσπαθώντας την ίδια ώρα να αιχμαλωτίσει το άρωμα που εξέπεμπε εκείνη. Το τέλος όμως τούτης της βραδιάς δεν είχε έρθει ακόμα, σκέφτηκε η Σολέι μεθυσμένη από πόθο.
«Ξέρεις πολύ καλά τι θα επακολουθήσει μετά απ’ αυτό, αγάπη μου. Με προκάλεσες, γι αυτό κι θα τιμωρηθείς.» της ψιθύρισε γελώντας περιπαιχτικά ο Άλμπερτ, φιλώντας τον λοβό του αυτιού της.
«Τα παιδιά… τα κορίτσια…?» αναστέναξε η Σολέι, καθώς έγερνε πάνω στον ώμο του, κλείνοντας τα μάτια της κι αφηνόταν στην αγκαλιά του.
«Δεν θέλω να ανησυχείς γι αυτό. Σου εγγυώμαι πως λόγω αυτής της ‘εκλεκτής’ παρουσίας στην έπαυλη μας φέτος, τα κορίτσια μας είναι απολύτως ασφαλή.» την καθησύχασε εκείνος, σέρνοντας την παλάμη του στην αρχή στην γυμνή της πλάτη, στον αυχένα της κι τέλος στην κορυφή του κεφαλιού της, όπου είχε αρχίσει να την χαϊδεύει.
«Ναι, έχεις δίκιο.» συμφώνησε εκείνη μαζί του, σχηματίζοντας μια πιθανή εικόνα που να επικρατούσε αυτή τη στιγμή στο σπίτι τους. Χαμογέλασε. Μέσα της, είχε αρχίσει να νιώθει πως η καρδιά της είχε αρχίσει να χορεύει το δικό της πληθωρικό βαλς.
~~**~~
Η Άγκνες Λόξλει, η οικονόμος της έπαυλης, μόλις αντιλήφθηκε την άφιξη των νεαρών και του Μάξγουελ απ’ τα παράθυρα της οικίας, άφησε προς στιγμήν τα κορίτσια στο χολ κι κινήθηκε με γρήγορους ρυθμούς προς την είσοδο. Η εξώπορτα της έπαυλης των Άρντλευ-που βρισκόταν στην Λυόν της Γαλλίας-άνοιξε για να εισέλθουν μέσα σε αυτήν οι τρεις νεαροί, ακολουθούμενοι απ’ τον Μαξ Χάουαρντ, τον υπηρέτη αλλά κι σοφέρ, που βρισκόταν-μαζί με την Άγκνες- στην υπηρεσία των Άρντλευ.
Οι 17χρονοι δίδυμοι Nickolas & George είχαν πλησιάσει ήδη τον καλόγερο όπου άφηναν εκεί τα παλτά, τα κασκόλ κι τα καπέλα τους, συζητώντας ανέμελοι αλλά κι με μεγάλο ενθουσιασμό για την ξενάγηση τους στο κέντρο του Παρισιού. Είχαν φτάσει μόλις πριν δυο βδομάδες κι ο Άλμπερτ είχε κανονίσει τα παιδιά να γυρίσουν σχεδόν ολόκληρη τη χώρα κι ακόμα δεν είχαν ολοκληρώσει την περιήγηση τους. Με την άφιξη τους το σπίτι είχε γίνει περισσότερο ζωντανό. Κι αυτό χαροποιούσε όχι μόνο την οικογένεια αλλά κι το προσωπικό. Οι νεαροί ήταν ένα δώρο τούτα τα Χριστούγεννα γι’ αυτό το σπίτι. Η Άγκνες χαμογέλασε αχνά, χαρίζοντας ταυτόχρονα μια κλεφτή ματιά προς τον Μαξ που της έκλεισε το μάτι, ενώ την ίδια στιγμή παρατηρούσε ανήσυχα τον νεαρό που είχε απομείνει στο κατώφλι της εισόδου κι έκλεινε διακριτικά την πόρτα, χωρίς να έχει βγάλει ακόμα από πάνω του τα ζεστά του ρούχα. Αμέσως ο Μαξ κατάλαβε, κι τον πλησίασε καλοπροαίρετα, απλώνοντας το χέρι πάνω στον ώμο του.
«Ο κύριος γιατί μελαγχόλησε, εάν επιτρέπεται?» τον ρώτησε με ενδιαφέρον. Ο νεαρός δεν πρόλαβε να του αποκριθεί κι αμέσως ο George μπήκε μπροστά του, κάνοντας διάφορες γκριμάτσες κι κινήσεις με τα χέρια του για να φαίνεται αστείος.
«Γιατί του λείπει το Λα’Ροσέλ! Έτσι δεν είναι Killian ?» τον σκούντηξε ο φίλος του, με ένα ύφος πονηρό.
Ο 16χρονος Killian έστρεψε το κεφάλι προς το ταβάνι, ξεφυσώντας κουρασμένα κι κινήθηκε προς τον καλόγερο. Μόλις απαλλάχτηκε απ’ τη ζεστή του κάλυψη έγειρε προς το μέρος του Μαξ, με τα χέρια του στις τσέπες θέλοντας να απαντήσει για λογαριασμό του.
«Μου λείπει η θάλασσα Μαξ, κι όπως βλέπεις αυτό γίνεται έντονα αντιληπτό. Κι οι φίλοι μου, από εδώ…» πλησίασε τον George κι άπλωσε το χέρι του στο κεφάλι του, παίζοντας με τα ήδη ατίθασα καστανόξανθα μαλλιά του. «…δεν χάνουν καιρό να με πειράζουν μονίμως γι αυτό.»
«Αγαπάς πολύ την θάλασσα παιδί μου, έτσι?» παρατήρησε με στοργή η Άγκνες.
Ο Killian πήγε να ανοίξει το στόμα του, αλλά αυτή τη φορά τον πρόλαβε ο Nickolas. «Δεν μπορείς να φανταστείς Άγκνες.» σχολίασε εκείνος με έμφαση, καθώς αιωρούσε τα χέρια του στον αέρα κι μιμούνταν προς στιγμήν τις εκφράσεις του φίλου του καθ’όλη τη διάρκεια της ξενάγησης. «Έπρεπε να τον δεις πως ήταν, ενώ είχε σταθεί εκεί στον Σηκουάνα κι θαύμαζε τα νερά του ποταμού καθώς έρεαν.»
«Σαν αποχαυνωμένο.» συμπλήρωσε ο George που σταύρωσε τα χέρια του, με το βλέμμα στραμμένο στο έδαφος παριστάνοντας τον σκεπτικό, κι χαϊδεύοντας ταυτόχρονα τα αραιά του γένια. «Εγώ πάντως προτιμώ το βουνό κι τα δάση, είμαι άνθρωπος της φύσης.» πρόσθεσε ανάλαφρα.
«Ε, δεν τρώγεστε με τίποτα.» γρύλισε ο Killian μέσα απ’ τα δόντια του, γελώντας την ίδια ώρα, ενώ πείραζε ξανά το κεφάλι του, καθώς εκείνος κι ο δίδυμος του είχαν ξεκαρδιστεί στα γέλια.
Λίγες στιγμές αργότερα ο Nickolas πήρε την Άγκνες αγκαλιά κι την παρέσυρε σε ένα σύντομο χορό. «Αχ, Άγκνες δεν φαντάζεσαι τι όμορφος που είναι ο κήπος στις Βερσαλίες, τόσο πράσινο δεν έχω ξαναδεί ποτέ μου. Αυτή η ατμόσφαιρα που αποπνέει… Μια απ’ αυτές τις μέρες θα σε πάρω βόλτα μαζί μου, κι ύστερα θα πάμε να πιούμε τσάι.» της δήλωσε ο νεαρός χωρίς να σηκώνει αντιρρήσεις.
Η μεσήλικη γυναίκα συγκρατήθηκε να μην ξεσπάσει σε τρανταχτά γέλια , ενώ ταυτόχρονα αναγνώριζε από την άλλη μεριά τον ξερόβηχα του Μαξ αλλά κι τις σπίθες των ματιών του που πετούσαν στον μικρό. Αμέσως ο Nickolas έσπευσε να το σώσει, γέρνοντας προς το μέρος του υπηρέτη κι σοφέρ των Άρντλευ. «Με συγχωρείς Μαξ, το λησμόνησα προς στιγμήν πως είναι η αρραβωνιαστικά σου. Λογοδοσμένα παιδιά είστε, δεν θα ήθελα να μπω ανάμεσα σας. Σε παρακαλώ δέξου τη συγγνώμη μου.» έλεγε τώρα, φτιάχνοντας κι στρώνοντας τα ρούχα του, περνώντας το χέρι του ανάμεσα απ’ τα καλοχτενισμένα μαλλιά του που φαινόντουσαν πιο ήρεμα απ’ το ατημέλητο λουκ του αδελφού του, George.
Παρ’ όλο που τα δυο αδέλφια έμοιαζαν μεταξύ τους σαν δυο σταγόνες νερό, ωστόσο υπήρχαν κάποιες μικρό διαφορές μεταξύ τους. Ο George είχε αφήσει γένια στο πρόσωπο του, αν κι αραιά, ενώ το πρόσωπο κι το πιγούνι του Nickolas ήταν καθαρό. Στο σακάκι του George δεν υπήρχε κάποια γραβάτα ή φουλάρι που να κοσμεί τον γιακά του, τα δυο κουμπιά ήταν μισάνοιχτα πάνω-πάνω στο λαιμό του, ενώ ο Nickolas κι ο Killian φορούσαν από μια γραβάτα κι ένα φουλάρι αντίστοιχα. Αν κι ο δεύτερος τώρα ένιωθε να τον πνίγει κι το αφαιρούσε όσο πιο διακριτικά μπορούσε.
Ο Μαξ τώρα είχε φέρει τα χέρια πίσω απ’ τη μέση του κι είχε πάρει ένα δήθεν αυστηρό ύφος, πλησίαζε τον νεαρό Nickolas κι τον κοιτούσε απ’ τη κορυφή ως τα νύχια. «Καλά ας είναι, μπορείς να την βγάλεις για ένα τσάι, αλλά υπό ένα όρο.» τον προειδοποίησε.
«Θα τον τηρήσω.» απάντησε αμέσως ο Nickolas σοβαρός.
«Θα έχεις κι μάρτυρα μαζί σου.» του είπε σοβαρά ο σχεδόν-ηλικιωμένος άντρας.
«Πάρε την Erica, ξέρεις πόσο τρελή αδυναμία σου έχει.» σχολίασε κοροϊδεύοντας τον ο George που προσπαθούσε να συγκρατηθεί απ’ τον Killian.
Ο Nickolas περιορίστηκε σε μια κουρασμένη γκριμάτσα κι στράφηκε προς την Άγκνες αμέσως, ξεχνώντας το προηγούμενο θέμα. «Αλήθεια που είναι τα ‘κορίτσια’ μας?» θέλησε να μάθει.
«Οι μικρές παίζουν στο σαλόνι.» τους υπέδειξε η οικονόμος απλώνοντας το χέρι της προς τα μέσα δωμάτια.
«Υπέροχα.» μουρμούρησε ο Nickolas τρίβοντας τα χέρια του. «Τι λες αδελφέ μου? Τους κάνουμε μια έκπληξη? Δεν γνωρίζουν πως βρισκόμαστε σπίτι, σωστά?» έγειρε ξανά προς την Άγκνες.
«Όχι, για την ακρίβεια είναι απασχολημένες με τα παιχνίδια τους κι δεν έδωσαν σημασία στην απουσία σας. Είναι πολύ… ανέμελες.» τους πληροφόρησε εκείνη.
«Γυναίκες.» ψιθύρισε ο George σταυρώνοντας τα χέρια του ξανά, «Τόση σημασία μας δίνουν.» Ο Killian δίπλα του έφερε την παλάμη στο στόμα του, συγκρατώντας το γέλιο του.
«Τώρα θα δεις.» είπε ο Nickolas φέρνοντας το χέρι προς το μέρος του, λέγοντας του να μην ανησυχεί και κάνοντας του νόημα ταυτόχρονα να τον ακολουθήσει διακριτικά μέχρι το σαλόνι.
Ο Killian ήταν έτοιμος να τους ακολουθήσει, ενώ ο Μάξγουελ τώρα αποχωρούσε στο εσωτερικό του σπιτιού, πιθανόν για να ασχοληθεί με διάφορες δουλειές. Ο νεαρός όμως ένιωσε το προειδοποιητικό κράτημα της Άγκνες που του ένευσε να την ακολουθήσει, κι εκείνος μπερδεμένος υπάκουσε και κατευθύνθηκε μαζί της προς την μεγάλη σκάλα.
Εν τω μεταξύ οι νεαροί Γκράντσεστερ είχαν φτάσει σχεδόν το μεγάλο λευκό πιάνο, χωρίς να τους πάρουν είδηση οι δυο μικρές που ήταν αφοσιωμένες στα δώρα τους. Ο Nickolas πήρε τη θέση του μπροστά στο πιάνο, ενώ ο George στηριζόταν πάνω σε αυτό κι έσκυβε προς το μέρος του.
«Τι θα παίξεις?» τον ρώτησε ψιθυριστά για να μην τον ακούσουν τα κορίτσια.
Ο αδελφός του, του χάρισε ένα καθησυχαστικό κι συνάμα πονηρό χαμόγελο κι άπλωσε τα δάχτυλα του πάνω στα πλήκτρα. Οι πρώτες βαριές κι σοβαρές νότες της 5ης συμφωνίας του Μπετόβεν ήταν αρκετές για να κάνουν τις μικρές Elsa & Erica να αναπηδήσουν απ’ την τρομάρα τους κι να αφήσουν κι οι δυο μια πνιχτή κραυγή ταυτόχρονα. Μέσα σε κλάσματα δευτερολέπτου, η εξάχρονη Elsa άφηνε στη μέση το σετ ζωγραφικής κι το μπλοκ της κι έτρεχε στην αγκαλιά του George που έσπευδε προς το μέρος της με τα χέρια διάπλατα ανοιχτά. Η Erica διστακτικά, χωρίς να αποχωρίζεται την κούκλα της, έπαιρνε θέση δίπλα στον Nickolas μπροστά στο πιάνο. Εκείνος άπλωσε το χέρι του κι η μικρή τον αγκάλιασε απ’ την μέση, ενώ κούρνιαζε το κεφάλι της πάνω του.
«Τι θα ήθελες να ακούσεις σήμερα αγαπητή μου?» την ρώτησε στη συνέχεια γλυκά.
Η Erica διακρίνοντας το χαμόγελο του, παίρνοντας θάρρος απ’ αυτό, χαμογέλασε κι του είπε: «Η μητέρα σε ένα απ’ τα παραμύθια της, σήμερα το πρωί ανέφερε μια Νεράιδα των Ζαχαρωτών, κι μου είπε πως εσύ μπορείς να παίξεις το κομμάτι που χόρευε μέσα στο παραμύθι.»
«Φυσικά κι μπορώ!» της αποκρίθηκε ο Nickolas κι έσπευσε αμέσως να ικανοποιήσει το αίτημα της, μα η διαμαρτυρία κι το παράπονο της Elsa εκείνη την στιγμή τον καθυστέρησε κι μαζί με την αδελφή της, έγειραν προς το μέρος της μικρής που βρισκόταν στην αγκαλιά του George.
«Μα γιατί να μην πάμε έξω στον κήπο να παίξουμε?» ρώταγε τώρα κατσουφιασμένη εκείνη.
«Πρώτον αρχίζει και σκοτεινιάζει.» της απάντησε ο George με ύφος, θέλοντας έτσι να την τρομάξει λίγο. «Δεύτερον κάνει ψόφο.» συμπλήρωσε με τρεμάμενα δόντια.
«Εμένα το κρύο δεν με ενόχλησε ποτέ!» δήλωσε με σθένος η μικρή.
Ο George τότε την προέτρεψε να καθίσουν στον καναπέ κι την έσφιξε στην αγκαλιά του. «Το ξέρεις όμως γλυκιά μου, πως εγώ είμαι ευαίσθητος στο κρύο. Κι πως αν παγώσει η καρδιά μου κι σπάσει σε χιλιάδες μικροσκοπικά κομματάκια, τότε χάθηκα! Πως θα παίζω μετά μαζί σου?»
«Για όνομα George, μην γίνεσαι τόσο μελοδραματικός.» τον επέπληξε ο δίδυμος του. «Κι κυρίως μην τρομάζεις την μικρή με τις βλακείες σου.»
«Όχι, όχι, όχι! Δεν βγαίνουμε έξω, δεν θέλω να βγούμε έξω!» αναφώνησε η Elsa όντας θορυβημένη τώρα κι τυλίγοντας τα χέρια της γύρω απ’ το λαιμό του George. «Θα μείνω μέσα όσο θέλετε, … Το υπόσχομαι!»
Εκείνος αναλύθηκε σε τρανταχτά γέλια, έγειρε την Elsa μπροστά του, παίρνοντας μερικές ξανθιές τούφες κι φέρνοντας τις πίσω απ’τ’ αυτί της, κι χάιδεψε το μάγουλο της. «Μην φοβάσαι μικρή, είμαι γερό σκαρί, δεν παθαίνω τίποτα. Αύριο που είναι Χριστούγεννα θα βγούμε έξω κι θα παίξουμε όσο θέλεις.» προσπάθησε να την καθησυχάσει μα η Elsa τώρα κουνούσε αρνητικά το κεφάλι της πέρα δώθε.
«Ναι, δεν παθαίνεις τίποτα εσύ. Μόνο με ένα γερό τηγάνι στο κεφάλι ίσως ταρακουνηθεί ο εγκέφαλος κι το στόμα σου αρχίσει να μιλάει σωστά.» τον μάλωσε για άλλη μια φορά ο Nickolas κι η Erica δίπλα του, στο άκουσμα αυτών των λόγων, άρχισε να γελάει φέρνοντας τα χέρια στην κοιλιά της.
«Αλήθεια που είναι η τρίτη της παρέας?» αναρωτήθηκε τώρα ο George κοιτώντας τριγύρω.
«Η Emma είναι άρρωστη κι έχει κλειδωθεί στο δωμάτιο.» απάντησε ευθύς αμέσως λυπημένη η Elsa, καταλαβαίνοντας στην στιγμή τι εννοούσε ο νεαρός.
Ταυτόχρονα οι δυο δίδυμοι αντάλλαξαν ένα ανήσυχο βλέμμα μεταξύ τους. Την προσοχή τους τράβηξε ευτυχώς η οικονόμος, που είχε εμφανιστεί στην είσοδο του σαλονιού.
«Μην ανησυχείτε, είναι μαζί της ο Killian. Αυτό το παιδί είναι θησαυρός, με βοήθησε με έναν πανεύκολο τρόπο να ανοίξουμε την πόρτα του δωματίου της. Πως κι δεν το είχα σκεφτεί νωρίτερα?» αναρωτιόταν τώρα η Άγκνες.
«Όλο εκπλήξεις ο φίλος μας.» σχολίασε με την καλή έννοια ο George που πλησίαζε με την Elsa το πιάνο για να ακούσουν το κομμάτι που θα έπαιζε ο αδελφός του.
«Αλλά κι το παρελθόν που τον περιτριγυρίζει, θαρρώ.» συμπλήρωσε ο Nickolas, κι μη χάνοντας καιρό άρχισε να παίζει την γνωστή μελωδία απ’ το έργο του Tchaikofsky, Ο Καρυοθραύστης.
Η Άγκνες Λόξλευ έμεινε εκεί στην άκρη της πόρτας, να παρακολουθεί αυτά τα τέσσερα αγγελούδια που ταίριαζαν τόσο πολύ μεταξύ τους παρά την διαφορά ηλικίας τους, κι στη συνέχεια έσπευσε στα καθήκοντα της.
~*~
«Emma?» Ο Killian μπήκε αθόρυβα μέσα στο παιδικό δωμάτιο, γέρνοντας το κεφάλι του στην πόρτα κι εξετάζοντας τον χώρο. Είδε ένα μικρό ξανθό χείμαρρο μαλλιών να έχει απλωθεί πάνω στα μαξιλάρια κι να έχει ξαπλώσει μπρούμυτα. Η κοτόσουπα που είχε αφήσει, πριν λίγη ώρα στον κομοδίνο της μικρής, η Άγκνες ήταν άθικτη. Ο νεαρός έκλεισε πίσω του την πόρτα κι πλησίασε την άκρη του κρεβατιού. Παραμέρισε τις κουρτίνες κι άπλωσε το χέρι του. Χάιδεψε την κορυφή του κεφαλιού της μικρής κι πρόφερε τρυφερά κι πάλι το όνομα της.
Η Emma δεν τρόμαξε. Απλώς ανασηκώθηκε αργά, έγειρε προς το μέρος κι κάθισε σταυροπόδι, παίρνοντας έναν τόμο στα χέρια της κι αρχίζοντας να κουνιέται πέρα δώθε πάνω στα σκεπάσματα σα μωρό. Δάκρυα κυλούσαν ακόμα στα μάγουλα της, έσκυψε το κεφάλι της αποφεύγοντας την ματιά του νεαρού αγοριού, κι στράφηκε προς το παράθυρο της κι στο χιόνι που είχε αρχίσει σιγά-σιγά να πέφτει έξω.
«Τι συμβαίνει?» έκανε άλλη μια προσπάθεια ο Killian, πλησιάζοντας την περισσότερο κι φέρνοντας το χέρι του γύρω απ’ τη πλάτη της. Το κορμί της μικρής έτρεμε, κι εκείνος φοβήθηκε μήπως είχε πυρετό ή ήταν τίποτα χειρότερο. Τρομαγμένος έφερε την παλάμη του στο μέτωπο της μικρής, ελέγχοντας έτσι την θερμοκρασία της. Εκείνη δέχτηκε το άγγιγμα του, δεν έκανε τίποτα για να τον αποθήσει. Συνέχισε να κρατάει σφιχτά τον τόμο και να παλεύει με τους λυγμούς κι τα αναφιλητά της. Ο νεαρός ανακουφίστηκε και απομάκρυνε το χέρι του. Άλλος ήταν ο λόγος του ξεσπάσματος, κι δεν θα έφευγε από τούτο το δωμάτιο αν δεν της τον αποσπούσε. «Η Άγκνες μου είπε, πως παραπονέθηκες για έναν πόνο στην κοιλιά σου, είναι αλήθεια?» την ρώτησε λίγες στιγμές αργότερα.
«Δεν πονάει πολύ τώρα,… πέρασε.» έσκουξε η Emma σκουπίζοντας τα μάτια της με την αναστροφή του χεριού της.
«Και τότε γιατί δεν τρως την σούπα σου? Γιατί δεν ντύνεσαι να κατέβεις κάτω, ούτως ώστε να είσαι μαζί με τις αδελφές σου? Το ξέρεις πως εκείνες ανησυχούν που είσαι εδώ πάνω μόνη σου.»
«Το ξέρω, αλλά…» η μικρή κόπιασε μη ξέροντας πώς να συνεχίσει, αντί αυτού έτεινε τον τόμο στον Killian, προσπαθώντας να του εξηγήσει. «Η μαμά μου έκανε δώρο αυτόν τον τόμο παραμυθιών φέτος. Η Άγκνες μου διάβασε κάποιες, αλλά δεν είχαν καλό τέλος. Εγώ στεναχωρέθηκα κι μετά… άρχισα να κλαίω.» ολοκλήρωσε εκείνη φυσώντας την μύτη της.
«Ποιες ιστορίες ήταν αυτές?» ρώτησε χαμογελώντας ο Killian που τώρα άνοιγε τον τόμο κι τον ξεφύλλιζε.
«’Η μικρή γοργόνα’ & ‘Το ταξίδι στη χώρα του Ποτέ.’» του αποκρίθηκε η Emma.
«Και τι σε στεναχώρησε?» Ο Killian είχε φτάσει στη σελίδα όπου βρισκόταν το παραμύθι της γοργόνας. Δεν άργησε να καταλάβει. Η αλήθεια ήταν πως η πραγματική εκδοχή του Χανς Κρίστιαν Άντερσεν δεν ήταν ούτε κι εκείνου η αγαπημένη του. Ήλπιζε στο μέλλον να γινόντουσαν κάποιες παραλλαγές.
«Η μικρή γοργόνα πέφτει στη θάλασσα απ’ τη λύπη της, παίρνει κάποιο δηλητήριο κι γίνεται αφρός.» του εξήγησε η μικρή, αυτή τη φορά παίρνοντας αγκαλιά έναν απ’ τους χνουδωτούς της αρκούδους που κοσμούσαν την κορυφή του κρεβατιού της.
«Κι στο άλλο παραμύθι? Δεν καταλαβαίνω, αφού εδώ λέει πως ο Πήτερ γύρισε την Γουέντι κι τους αδελφούς της με ασφάλεια πίσω στο σπίτι τους.» Ο Killian έγειρε κι την κοίταξε χαρίζοντας της ένα πλατύ χαμόγελο.
«Δεν κλαίω γι’ αυτό.»
«Αλλά?»
Η Emma πήρε τον τόμο απ’ τα χέρια του κι γύρισε πίσω, στην εικόνα όπου ένας απ’ τους χαρακτήρες του παραμυθιού διένυε την σανίδα πάνω σε ένα καράβι, δεμένος χειροπόδαρα, έτοιμος να πέσει μέσα στα σαγόνια του κροκόδειλου που τον περίμενε με προσμονή. Ο Killian που άρχισε να βγάζει μια άκρη, συγκρατήθηκε ξανά για να μην ξεσπάσει σε γέλια.
«Δεν σου άρεσε το τέλος του Κάπτεν Χουκ?» συμπέρανε εκείνος προσπαθώντας να παραμείνει ψύχραιμος και να μην γελάσει. Η Emma περιορίστηκε στο καταφατικό κούνημα του κεφαλιού της. «Γιατί?» θέλησε να μάθει ο νεαρός στη συνέχεια.
«Είναι άδικο!» ξέσπασε πεισμωμένη η μικρή χτυπώντας τις γροθιές της πάνω στο κρεβάτι. «Είχε χάσει το χέρι του, επειδή τον είχε ήδη δαγκώσει κι το είχε φάει ο κροκόδειλος στην αρχή του παραμυθιού, κι επειδή…»
«Επειδή?» Ο Killian είχε τώρα όλη την υπομονή του κόσμου, καθώς περίμενε το επιχείρημα της.
Η Emma έγειρε ξανά το βλέμμα προς το μαξιλάρι κι άρχισε να σχηματίζει πάνω σε αυτό σχέδια με το δάχτυλο της. «Απλώς … μου άρεσε που ήταν πειρατής, όπως κι ο Σμι. Γι’ αυτό. Κι δεν ήθελα να πεθάνει.» δικαιολογήθηκε μουρμουρίζοντας εκείνη.
«Και ποιος σου είπε εσένα ότι πέθανε?» της ψιθύρισε ο Killian σκύβοντας προς το μέρος της. Διέκρινε πως τα μάγουλα του κοριτσιού είχαν γίνει κατακόκκινα.
Η Emma στράφηκε απότομα προς εκείνον με μάτια γουρλωμένα. «Δεν… δεν πέθανε?» ρώτησε με μια λάμψη ελπίδας στο πρόσωπο της.
«Όχι βέβαια.» την διαβεβαίωσε εκείνος κάνοντας πέρα τον τόμο. ‘Ποιος χρειαζόταν ένα χοντρό βιβλίο όταν εμείς οι ίδιοι μπορούμε να φτιάξουμε ιστορίες κι παραμύθια όπως θέλουμε μέσα στο μυαλό μας.’ Σκέφτηκε χαμογελώντας αχνά. «Καταρχήν ο κροκόδειλος δεν ήταν πραγματικός κροκόδειλος, μεταμορφωνόταν σε ένα πανούργο, σκοτεινό, παντοδύναμο μάγο. Κανείς δεν μπορούσε να τα βάλει μαζί του. Και ξέρεις τι χρώμα δέρματος είχε αυτός ο μάγος?» Η Emma του έγνεψε αρνητικά. «Φαντάσου την μάγισσα στη χώρα του Οζ, ‘Την Αδύναμη Μάγισσα.’»
«Πράσινος?» αναφώνησε έκπληκτη η Emma.
«Με λίγη δόση χρυσού, σαν χαρτί περιτυλίγματος για δώρα ένα πράγμα, Κακάσχημος!» έκανε ο Killian με το χέρι του να κουνιέται αδιάφορα στον αέρα, κίνηση η οποία κι προκάλεσε το γέλιο της μικρής.
«Και πως τον έλεγαν? Ο Χουκ τι απέγινε?» ρώτησε γρήγορα το κορίτσι με ενθουσιασμό, όταν κόπασε το γέλιο του.
«Μπορώ να σου πω το παραμύθι καθώς επίσης κι πως ο Χουκ συνάντησε εκείνη την γοργόνα που αναγεννήθηκε μέσα στην κοιλιά μιας βασίλισσας…» της εξήγησε εκείνος ενώ η Emma τον κοιτούσε μπερδεμένη. «Αλλά… πρώτα πρέπει να φας την σούπα σου. Επίσης να γνωρίζεις πως επειδή η ιστορία είναι πολύ μεγάλη θα χρειαστώ να την συνδυάσω κι με άλλα γνωστά παραμύθια, οπότε δεν θα έχουμε όλη την νύχτα. Θα συνεχίσουμε αύριο, θα σου άρεσε αυτό?» την ρώτησε καθώς έφερνε τον δίσκο προς το μέρος της.
«Και βέβαια!» του αποκρίθηκε εκείνη χαμογελώντας, παίρνοντας το κουτάλι κι αρχίζοντας να ρουφάει την σούπα της. «Αλλά σε παρακαλώ πες μου για τον Χουκ, πως σώθηκε?» του ζήτησε η Emma.
«Ο Χουκ δεν ήξερε να κάνει μπάνιο, σωστά? Δεν είχε έρθει ποτέ σε επαφή με τα νερά της ‘Χώρας του Ποτέ’.» άρχισε να της εξιστορεί ο Killian.
«Σωστά, έτσι λέει μέσα το παραμύθι.» συμφώνησε η Emma.
«Όταν έπεσε μέσα στα σαγόνια του κροκόδειλου, εκείνος ύστερα από κάποια λεπτά τον έφτυσε!» η Emma έφερε τα χέρια στο στόμα της με τρόμο. Δεν αηδίασε, αντί αυτού συνέχισε να τρώει αργά, γιατί η προσοχή της ήταν προσηλωμένη στον νεαρό φίλο της. «Ο κροκόδειλος μεταμορφώθηκε αμέσως στον μάγο που σου έλεγα πριν, αιωρήθηκε με τις μαγικές του δυνάμεις πάνω απ’ την θάλασσα ρίχνοντας μια περιφρονητική ματιά στον πειρατή, κι ελπίζοντας πως εκείνος θα πνιγόταν, εξαϋλώθηκε.»
«Εξα…?» άρχισε να προφέρει με δυσκολία η μικρή αλλά ο Killian βιάστηκε να το διορθώσει.
«Εξαφανίστηκε ήθελα να πω.» με ένα κρυφό γελάκι. Έπειτα συνέχισε. «Ο μάγος είχε αρνηθεί να τον φάει γιατί αισθάνθηκε αμέσως την περίεργη αλλαγή.»
«Ποια αλλαγή?»
«Μέσα στο πελώριο στόμα του εκτός των άλλων υπήρχε κι νερό απ’ τη θάλασσα της ‘Χώρας του Ποτέ’. Όποιος πέφτει μέσα σε αυτό γίνεται ξανά νέος.» της εξήγησε ο Killian.
«Ωωωω!» αναφώνησε η Emma. «Δηλαδή οι ασπρόμαυρες μακριές μπούκλες του…?»
«Ακριβώς! Έγιναν καπνός!» την διέκοψε ξανά εκείνος κάνοντας μια γκριμάτσα στο άκουσμα της λέξης ‘μπούκλες’. ‘Ποιος άχρηστος έγραψε αυτό το παραμύθι?’ αναρωτήθηκε από μέσα του.
«Κι τα κόκκινα ρούχα του, η στολή του? Τι απέγιναν? Χάθηκαν κι αυτά? Κολύμπησε? Βγήκε στη στεριά?» τον κατακεραύνωσε με περισσότερες ερωτήσεις στη συνέχεια η Emma. «Την γοργόνα πως την συνάντησε?»
«Τρώγε μικρή…» της υπέδειξε εκείνος το πιάτο της δήθεν αυστηρά, χαμογελώντας την ίδια ώρα. «Και θα σου τα πω όλα.»
~*~
Πολλές ώρες αργότερα…
«Killian… πως μπήκες μέσα στο δωμάτιο?» ρώτησε η Emma. Τώρα βρισκόταν ξαπλωμένη στην αγκαλιά του νεαρού, ενώ το μικρό, λεπτό χέρι της ήταν τυλιγμένο γύρω του. Το κεφάλι της ήταν ακουμπισμένο στον ώμο του, κι τα βλέφαρα της τα ένιωθε βαριά, ήταν έτοιμη να κοιμηθεί.
Εκείνος χαμογέλασε αχνά, πριν της απαντήσει. «Είναι ένα κόλπο που έμαθα όταν ήμουν μικρός. Θα σου το μάθω αύριο αν θες να ανοίγεις κλειδωμένες πόρτες.» πρόσθεσε κι στο άκουσμα του γέλιου του κοριτσιού έκλεισε κι εκείνος τα μάτια του, για λίγο. Αισθανόταν εξουθενωμένος, διαπίστωσε πως άρχισε να του βγαίνει όλη η κούραση της ημέρας.
«Killian..?»
«Χμ..?» έκανε εκείνος ανασηκώνοντας το ένα του φρύδι.
«Άκουσα τον Nickolas & τον George να λένε μια μέρα, πως αγαπάς πολύ την θάλασσα. Είναι αλήθεια?» έγειρε για λίγο το κεφάλι της, θέλοντας να τον αντικρίσει μα αμέσως το μετάνιωσε κι παρέμεινε στη θέση της.
«Αλήθεια είναι.» της αποκρίθηκε εκείνος. Η βραχνή φωνή του ένας απαλός ψίθυρος.
«Αγαπάς περισσότερο εμένα ή τη θάλασσα?» ρώτησε ξανά η μικρή. Ο τόνος της φωνής της φάνηκε στα αυτά του αγωνιώδης κι ανήσυχος, κι ο Killian δεν μπορούσε παρά να χαμογελάσει.
«Η αγάπη μου για σένα είναι απέραντη, όπως κι η θάλασσα, μέχρι εκεί που φτάνει.»
Τα μάγουλα της Emma έγιναν κατακόκκινα, τα μάτια της γούρλωσαν με αυτή τη δήλωση. Μα επειδή δεν καταλάβαινε πολλά, δεν επέμεινε περισσότερο. Άνοιξε όμως το στόμα της κι πρόφερε προσεκτικά: «Όταν μεγαλώσω θα σε παντρευτώ, απλώς… νομίζω πρέπει να περιμένεις λίγο ακόμα μέχρι να μεγαλώσω. Θα με περιμένεις?»
Ο Killian την έγειρε πιο κοντά του, φέρνοντας την παλάμη του στο κεφάλι της, κι βυθίζοντας τα δάχτυλα του ανάμεσα στα κατάξανθα μαλλιά της. Απέθεσε εκεί ένα φιλί άφησε έναν απαλό αναστεναγμό. «Έχω όλη την υπομονή του κόσμου κι μπορώ να περιμένω, Emma. Μέχρι τη στιγμή που θα εμφανιστεί ένα γιγάντιο καλαμάρι κι θα με καταβροχθίσει.»
«Killian ?!» έσκουξε με τρόμο η μικρή, τινάχτηκε απ’ το κρεβάτι κι έφερε ξανά το χέρια στο στόμα της, παρατηρώντας τον ενώ εκείνος γελούσε.
«Σςς… Ησύχασε μικρή, όλα θα πάνε καλά. Τίποτα δεν θα συμβεί. Έλα… Είναι αργά, πρέπει να κοιμηθείς.» την προέτρεψε να ξαπλώσει ξανά κοντά του κι η Emma ακούμπησε διστακτικά πάνω στο μέρος της καρδιάς του. Πήρε μια βαθιά ανάσα κι έκλεισε τα μάτια της. Ο ύπνος δεν την είχε αφήσει ούτε στιγμή κι βυθίστηκε αμέσως στον κόσμο των ονείρων… κι των παραμυθιών.
«Καληνύχτα, Killian.» μουρμούρισε γλυκά εκείνη.
«Καληνύχτα, Πριγκίπισσα.» ψιθύρισε πάλι εκείνος, κλείνοντας την προστατευτικά μέσα στην αγκαλιά μου.
Ο Άλμπερτ έκλεισε απαλά την πόρτα, κι μαζί με την Σολέι , πιασμένοι χέρι-χέρι κατευθύνθηκαν προς τα ιδιαίτερα τους.
«Πίστεψε με, δεν ανησυχώ.» της έγνεψε εκείνος κλείνοντας της το μάτι πονηρά. «Τουλάχιστον ξέρω ποιος θα έρθει να μου την ζητήσει ύστερα από 13 χρόνια. Εγκρίνω από τώρα. Μάλιστα πάω κι στοίχημα.»
«Όχι άλλα στοιχήματα.» γκρίνιαξε η Σολέι. «Τα έχω χάσει όλα. Αλλά εφόσον είσαι τόσο σίγουρος, δίνω κι εγώ την ευχή μου από τώρα. Ο νεαρός είναι παίδαρος!» σχολίασε εκείνη προκαλώντας τον, μιας που τον ήξερε τόσο καλά.
«Χέι !!» αναφώνησε εκείνος, πέφτοντας κατευθείαν στην παγίδα της.
«Ζηλιάρη.» τον πείραξε η Σολέι, κι έσκυψε προς το μέρος του συζύγου της, σφραγίζοντας τα χείλη του με τα δικά της, με ένα τρυφερό φιλί.
~~~***~~~
* Η Έμμα, η Έλσα κι η Έρικα είναι τρίδυμες, είναι έξι χρονών.
* Στο ρόλο των διδύμων (guest star) o Jamie Dornan , υπό μορφή Κρίστιαν κι κυνηγού.
* Στο ρόλο του Killian Jones Baker ε, ας μην γίνομαι κουραστική, ανατρέξτε στο σχετικό τόπικ που θα βρείτε ανάλογο όνομα εκεί.
Έχει επεξεργασθεί από τον/την Dalia στις Παρ Ιαν 29, 2016 2:44 pm, 2 φορές συνολικά
Dalia- Terry Extreme Guru
- Αριθμός μηνυμάτων : 8488
Points : 14846
Ημερομηνία εγγραφής : 07/11/2010
Ηλικία : 35
Τόπος : In a Galaxy far, far away...
Χιούμορ : Well, be my guest!!
Απ: Χριστουγεννιάτικα Τερρο-φικ 2015
Terry & Candy
'Solo Tu...'
* Παραμονή Χριστουγέννων, London, Στράτφορντ-απόν-Έιβον 1925, 21:05 μ.μ.
'Solo Tu...'
* Παραμονή Χριστουγέννων, London, Στράτφορντ-απόν-Έιβον 1925, 21:05 μ.μ.
Η μεγάλη πόρτα του Αρχοντικού των Γκράντσεστερ έκλεισε με δύναμη πίσω απ’ την πλάτη του άντρα που είχε εισέλθει στο χώρο. Η Κάντυ στάθηκε στο μέσο της κεντρικής σκάλας που βρισκόταν στο χολ, κρατώντας με προσοχή την βαθύ μοβ ρόμπα της που σερνόταν πίσω της. Δεν είχε προλάβει να τη δέσει απ’ την βιασύνη της καθώς έτρεχε λαχανιασμένη στους διαδρόμους του σπιτιού, όταν είχε αναγγελθεί το όνομα του απ’ τον μπάτλερ κι τώρα στεκόταν εκεί , με τα κατάξανθα σγουρά μαλλιά της λυτά πάνω στους ώμους της, παίρνοντας βαθιές ανάσες, με το λευκό διάφανο νυχτικό της να γίνεται αντιληπτό από εκείνον, τη στιγμή που άπλωνε το βλέμμα του πάνω της. Αμέσως ένιωσε γυμνή μα δεν την ένοιαζε. Τίποτα δεν την ένοιαζε εκείνη τη στιγμή παρά μονάχα η έκφραση εκείνου. Ο νεαρός άντρας αποχωρίστηκε την ματιά της, κι πλησίασε το κοντινότερο έπιπλο , κάνοντας την ίδια ώρα πίσω τα καστανά βρεγμένα του μαλλιά που εμπόδιζαν το οπτικό του πεδίο. Έπαιρνε κι εκείνος βαθιές κι ήρεμες ανάσες, θέλοντας κάποτε να συνέλθει μα πολύ γρήγορα διαπίστωσε πως κάτι τέτοιο ήταν αδύνατον. Άπλωσε τα χέρια του πάνω στον μεγάλο καναπέ του σαλονιού κι στάθηκε εκεί. Έκλεισε για λίγο τα μάτια του κι ένιωσε την κούραση να τον καταβάλλει, το χώρο γύρω του, τα πάντα να γυρίζουν. Τον κόσμο του να καταρρέει.
«Τέρρυ;;!! » ούρλιαξε με τρόμο η Κάντυ που μέσα σε δευτερόλεπτα είχε διανύσει τα σκαλιά βάζοντας φτερά στα πόδια της, κι πέφτοντας στην αγκαλιά του. Τον υποβάσταξε με προσοχή κι τον προέτρεψε να ξαπλώσουν μαζί στον καναπέ. Έφερε κοντά της μια μάλλινη πικέ κουβέρτα που βρισκόταν εκεί κουλουριασμένη μαζί με κάτι παιχνίδια των παιδιών που την είχαν αφήσει εκεί, κι σκέπασε με αυτή και τους δυο τους.
Μόλις ο Τέρρυ αισθάνθηκε τα δεσμά της να τον παγιδεύουν χαλάρωσε. Τύλιξε τα χέρια του γύρω απ’ το κορμί της, κούρνιασε το κεφάλι του ανάμεσα στο λαιμό κι στο στήθος της , εισπνέοντας λίγη απ’ την ευωδία της, μισάνοιξε για λίγο τα μάτια του κι ανάσαινε ήρεμα. Αφέθηκε. Εκείνη ήθελε τόσο πολύ να της μιλήσει, να ακούσει την φωνή του. Μα καταλάβαινε πως για εκείνον δεν ήταν εύκολο τούτη τη στιγμή. Ήταν αρκετό κι ανακουφιστικό για εκείνη που ένιωθε την ήρεμη ανάσα του στο κορμί της, την γαλήνη του. Είχε επιστρέψει επιτέλους σπίτι τους, ήταν μαζί της. Κι μόνο αυτό για την Κάντυ ήταν υπέρ αρκετό. Μα όλη αυτή η σιωπή την σκότωνε. Εξάλλου δεν ήταν άνθρωπος της υπομονής, γι αυτό κι είχε ταιριάξει τόσο τέλεια κι απόλυτα με τον άντρα που βρισκόταν στην αγκαλιά της. Έκλεισε για λίγο τα μάτια κι ψιθύρισε από μέσα της το Πάτερ ημών. ‘Μακάρι να το πω τέλεια κι να μην κάνω κανένα λάθος.’ Ευχήθηκε. Φίλησε τα μαλλιά του, τα χάιδεψε κι πήρε μια βαθιά ανάσα πριν ανοίξει τα μάτια της ξανά κι προφέρει τούτες τις λέξεις.
«**Όταν χαμογελάς, όταν κλαις. Όταν είσαι τόσο σιωπηλός κι στεναχωρημένος τόσο πολύ ούτως ώστε να μιλήσεις, κάθε χαρακτηριστικό, κάθε σημάδι, κάθε χαμόγελο, κάθε δάκρυ, κάθε μορφασμός με κάνει να σ’αγαπώ περισσότερο. Είσαι η αρχή κι το τέλος μου. Ο προορισμός μου, η νομοτέλεια μου. Είσαι το νόημα της ζωής μου, ο πόλεμος κι η ειρήνη μου. Επειδή … Μόνο εσύ γνωρίζεις τα πραγματικά μου αισθήματα.» Η Κάντυ έκλεισε σφιχτά τα μάτια της κι άρχισε να παίρνει γρήγορες ανάσες, μην γνωρίζοντας την αντίδραση εκείνου. Ο Τέρρυ που ένιωσε προς στιγμήν να τον παίρνει ο ύπνος, στο άκουσμα τούτων των λόγων τα μάτια του γούρλωσαν καθώς άνοιγαν διάπλατα, μα προτίμησε να παραμείνει ακίνητος στην αγκαλιά της περιμένοντας εκείνη να συνεχίσει, κι να μην γείρει να την κοιτάξει ακόμα. «Αν μπορούσα να πετάξω μέχρι τον ουρανό, στην αγκαλιά μου, θα σε έπαιρνα μαζί μου. Γιατί γεμίζεις κάθε μέρα της ζωής μου με απογοητεύσεις, λύπες αλλά κι χαρές. Γιατί μόνο εσύ με καταλαβαίνεις. Γιατί μόνο η δική σου αγάπη με αλλάζει, με κάνει να νιώθω πως γεννιέμαι ξανά. Αν με ρωτούσες , ολόκληρο τον κόσμο μου θα σου τον έδινα. Σε σένα. Μόνο σε σένα… Μόνο σε σένα.» Η φωνή της Κάντυ έσπασε καθώς ολοκλήρωνε κι τότε ο Τέρρυ δεν άντεξε. {... to be continued}
Ήξερε τι ακριβώς θα επακολουθούσε ανάμεσα τους. Διαπιστώνοντας την θέση κι τη στάση τους αυτή τη στιγμή, πετάχτηκε θορυβημένη απ’ τον καναπέ κι απομακρύνθηκε με γρήγορες κινήσεις από κοντά του, φροντίζοντας να δέσει γερά τη ρόμπα της και τραβώντας με δύναμη την κουβέρτα πάνω της , καλύπτοντας οποιοδήποτε γυμνό, επίμαχο σημείο , προκαλούσε τη ματιά εκείνου κι έκανε πως τουρτουρίζει. Ο Τέρρυ δεν κρατήθηκε. Έβαλε τα γέλια και για ένα δευτερόλεπτο αργότερα η Κάντυ φάνηκε να τον ακολουθεί. Όμως έπειτα, η έκφραση του έγινε ξανά σοβαρή κι απροσδιόριστη και εκείνη τον μιμήθηκε. Άπλωσε το χέρι προς το μέρος της.
«Έλα εδώ.» την παρακάλεσε καλώντας την στο πλευρό του.
«Όοοχι, Θα έλεγα πως το καλύτερο θα ήταν να μείνω εδώ για την ώρα.» Η Κάντυ πήρε θέση στην πολυθρόνα απέναντι του κι σταύρωσε τα πόδια της. «Κι οι δυο μας ξέρουμε πολύ καλά τι θα γίνει αν σε πλησιάσω κι πίστεψε με, η ώρα δεν είναι κατάλληλη λόγω των γεγονότων. Εσύ είσαι καταβεβλημένος , κι εγώ θυμωμένη και…» σταμάτησε απότομα μην γνωρίζοντας τι άλλο να προσθέσει. Ή μάλλον ήξερε. Η έκφραση του Τέρρυ τα μαρτυρούσε όλα, απλώς δεν ήξερε πώς να τα εκφράσει. Απέστρεψε το βλέμμα της από εκείνον κι στράφηκε προς το τζάκι.
Ο Τέρρυ χτύπησε με δύναμη το μέτωπο με την παλάμη του γελώντας αιμοβόρικα. «Ή θα έρθεις εσύ εδώ ή θα έρθω εγώ εκεί. Διάλεξε κι πάρε.» την προειδοποίησε σοβαρά κι ταυτόχρονα κουρασμένα.
«Αχόρταγε.» μουρμούρισε εκείνη. Ξεφύσηξε εκνευρισμένη κι σκεπτόμενη πως εκείνος εννοούσε την κάθε λέξη, σηκώθηκε κι έσυρε τα πόδια της βαριεστημένα προς το μέρος του. Ο Τέρρυ έδειξε τα γόνατα του κι η Κάντυ έκατσε στην αγκαλιά του.
«Βγάλε την κουβέρτα, θα ζεσταθείς.» της είπε κι το χέρι του απλώθηκε πάνω της, τραβώντας την ελαφρά , θέλοντας να την απομακρύνει από πάνω της, μα εκείνη του την άρπαξε απ’ τα χέρια.
«Να λείπει!» γρύλισε εκείνη. «Κι τώρα στο θέμα μας…» πήρε μια ανάσα πριν ξεφουρνίσει με κόπο τις επόμενες λέξεις. «Τι είπαν οι γιατροί?» Καταλάβαινε πως ο Τέρρυ δεν ήθελε να μιλά γι’ αυτό, μα ήταν ο μόνος τρόπος για να ξεφύγει απ’ τη άλλη… γνωστή διαδικασία.
«Καρδιακή προσβολή.» πρόφερε ανέκφραστα ο Τέρρυ.
«Πόσο… πόσο θα είναι έτσι?» τραύλισε η Κάντυ, νιώθοντας τα χέρια εκείνου να σφίγγουν γύρω της ασυναίσθητα.
«Δεν ξέρουν. Μπορεί να φύγει απόψε, μπορεί αύριο, μεθαύριο. Περιμένουν το… αναπόφευκτο.»
Η Κάντυ έγειρε προς το μέρος του. Του χάρισε μια τρυφερή ματιά συγκρατώντας τα δάκρυα της.
«Λυπάμαι.» του ψιθύρισε με πόνο.
Ο Τέρρυ τράβηξε την κουβέρτα απ’ τα μαλλιά της για να μπλέξει μέσα τους ξανά τα δάχτυλα του. Την χάιδεψε τρυφερά κι της χαμογέλασε. «Μην στεναχωριέσαι φακιδομουτράκι μου. Δεν είχαμε κι τις καλύτερες σχέσεις, ακόμα κι αν έχει αρχίσει να μετανοεί τώρα που τα βρήκε σκούρα.»
«Τι… εννοείς?»
«Ζήτησε συγγνώμη για τότε που μας εγκατέλειψε και χώρισε εμένα κι τον Έντουαρντ, για το γεγονός πως δεν είχε ιδέα για την ύπαρξη της Ανν, κι είπε επίσης πως αν του δινόταν μια ευκαιρία κι γύριζε το χρόνο πίσω δεν θα έκανε τα ίδια. Θα φερόταν διαφορετικά.» Ο Τέρρυ έγειρε πάνω στον ώμο της κι έκλεισε τα μάτια του, αναστέναξε κουρασμένα.
«Μεταμέλεια.» διαπίστωσε η Κάντυ. «Εσύ κι ο Έντουαρντ…» τον επεξεργάστηκε προσεκτικά. «Πες μου ότι τον συγχώρεσες.»
«Τον συγχώρεσα. Αλλά τι σημασία έχει τώρα πια. Είναι αργά. Δεν ήταν κοντά μας όταν έπρεπε. Πλήγωσε τη μητέρα τη δική μου κι της Ανν, κι ζήτησε τη συγχώρεση κι των δυο τους. Βίωσα το μίσος μου για εκείνον κι την απουσία για την οικογένεια του όλα αυτά τα χρόνια… Τώρα η απώλεια του , για μένα, δεν διαφέρει. Είναι το ίδιο.» της εξομολογήθηκε εκείνος.
«Μην το λες αυτό Τέρρυ, είναι άδικο… κι πολύ λυπηρό.» κλαψούρισε η Κάντυ.
«Είναι η αλήθεια φακιδομουτράκι. Ακόμα κι αν πονάει, αυτή είναι η αλήθεια.» Έσυρε την παλάμη του στο μάγουλο της, έσκυψε κι ακούμπησε εκεί τα χείλη του απαλά. Η Κάντυ αποτραβήχτηκε άθελα της, πριν προλάβει εκείνος κι την φιλούσε κάπου που δεν έπρεπε.
«Η Ελεονόρ? Ο Έντουαρντ? Η Λίζυ?» συνέχισε γρήγορα τις ερωτήσεις της.
«Η μητέρα μου ήταν εκεί στο πλευρό του. Απ’ τα χαρακτηριστικά του προσώπου της, όση ώρα ήταν εκεί κι την κοιτούσα, το βλέμμα της πάνω του, καθώς κρατούσε το χέρι του, κατάλαβα πως ποτέ δεν έπαψε να νοιάζεται γι αυτόν κι τον αγαπά. Με τον τρόπο της, έστω κι με την σκέψη της κι ας συνέχισε τη ζωή της.» Σταμάτησε για λίγο, φιλώντας αυτή τη φορά τον κρόταφο της. «Ο Έντουαρντ θα μείνει εκεί τη νύχτα, μαζί με τη Λίζυ κι τα παιδιά.» πρόσθεσε.
«Τα δίδυμα?» ρώτησε ανήσυχη η Κάντυ.
«Η κηδεμονία των διδύμων-δεν θα το πιστέψεις-πέρασε στη μητέρα μου. Περίεργο ομολογώ, αλλά αναγκαίο. Δεν έχουν ενηλικιωθεί ακόμα. Εννοείται πως εγώ κι ο αδελφός μου θα τους παρέχουμε κάθε οικονομική βοήθεια όσον αφορά τις σπουδές τους, αλλά κι ο πατέρας μου δεν αφήνει και καμιά ‘άσχημη’ διαθήκη. Είναι κι οι δυο τους όμως τόσο έξυπνοι…» ακολούθησε μια σύντομη παύση, πριν ολοκληρώσει τον συλλογισμό του. «Όπως κι να’χει έχω εμπιστοσύνη στον Νίκολας κι τον Τζορτζ, δεν χάνονται, κόβει κι των δυο το μυαλό. Περισσότερο από μας έχω την εντύπωση.» Άφησε ένα κρυφό γελάκι.
Στον γλυκό ήχο του γέλιου του , η Κάντυ ένιωσε τις άμυνες της να πέφτουν κι να χαλαρώνει όλο κι περισσότερο στην αγκαλιά του. Μα σαν αισθάνθηκε τα χείλη του στ’ αυτί της να της ψιθυρίζει ακατάπαυστα λόγια του πάθους, μην μπορώντας να την χορτάσει, τραβήχτηκε ξανά. Μα αυτή τη φορά ο Τέρρυ δεν την άφησε να του ξεφύγει. Η Κάντυ κατσούφιασε αμέσως κι άνοιξε το στόμα της,, χύνοντας το φαρμάκι της. Ίσως να ήταν κι το μοναδικό που θα τον απωθούσε. Μάταια όμως. «Φυσικό. Αφού η Μόλι τον έχει αφήσει εδώ κι μια δεκαετία. Κι εκείνος δεν ξανά παντρεύτηκε, αφοσιώθηκε στη δουλειά του.»
«Το θέμα είναι πως δεν αντέχω άλλη κηδεία τούτο το έτος. Ο πιο αισχρός χρόνος Θεέ μου. Να φύγει και να μην ξαναγυρίσει!!» γρύλισε ο Τέρρυ συνεχίζοντας το πονεμένο θέμα που του είχε υπενθυμίσει η αγαπημένη του. «Το βλέπω πως κατά εκεί οδεύουμε πάλι, κι δεν επιθυμώ να ταλαιπωρήσω τις αδελφές μου, ταξιδεύοντας απ’ την άλλη μεριά του Ατλαντικού γι αυτό.»
«Τέρρυ δεν μπορείς να αφήσεις την Ανν κι την Σκάρλετ στην άγνοια. Είναι ο πατέρας τους κι είναι αδελφές σου.» τον επέπληξε η Κάντυ.
«Αν περνούσε απ’ το χέρι μου…» ξεφύσηξε κουρασμένα μην μπορώντας να ολοκληρώσει την φράση του. «Ας είναι , δεν μπορώ να σκεφτώ καθαρά αυτή τη στιγμή. Θα τηλεγραφήσω στην Ανν κι θα είναι δική της επιλογή για ότι συμβεί. Εξάλλου δεν ξέρουμε ακόμα πως θα πάει η κατάσταση του. Αλλά δεν θέλω να ανακατέψω την Σκάρλετ!!» δήλωσε κι ο τόνος της φωνής του ήταν κατηγορηματικός. «Είναι μικρή, εύθραυστη, ευαίσθητη, τον λάτρευε κι επιπλέον…» Ο Τέρρυ την κοίταξε προς στιγμήν περιμένοντας την υποστήριξη της. «Είναι έγκυος, Κάντυ. Μπορεί όλο αυτό να έχει σοβαρές συνέπειες για το παιδί της κι δεν θα ήθελα να της το κάνω αυτό.»
Η Κάντυ έφερε τα χέρια της στο πρόσωπο του, οι χούφτες της αγκάλιασαν τα μάγουλά του. Του χαμογέλασε. «Μπορεί, αλλά δεν γίνεται να περιμένεις μέχρι την άνοιξη για τον ερχομό του παιδιού της για να της το πεις. Θα σου κρατήσει κακία.»
«Προτιμώ να μου κρατήσει κακία παρά να διαταράξω την υγεία της.» μουρμούρισε ο Τέρρυ με ύφος παιδιού , ακουμπώντας το κεφάλι του στο λαιμό της κι πάλι. Λίγο μετά ανασήκωσε το βλέμμα του κι την κοίταξε ξανά. «Τουλάχιστον μέχρι την Πρωτοχρονιά, θα της μιλήσω τότε.» είπε, κάνοντας μια υποχώρηση.
«Κι αν μέχρι τότε έχει συμβεί το μοιραίο?» τον ρώτησε η Κάντυ, κοιτάζοντας ευθεία μέσα στα γαλαζοπράσινα μάτια του, τόσο έντονα που ήταν έτοιμη να βουλιάξει μέσα σε αυτά.
Ο Τέρρυ χαμήλωσε ξανά το βλέμμα του, αποφεύγοντας να απαντήσει, αναζητώντας καταφύγιο στην ζεστή κι σφιχτή αγκαλιά της. Πέρασαν λίγες στιγμές πριν της απευθύνει το λόγο κι πάλι. «Αυτό που μου απήγγειλες στην αρχή…» ξεκίνησε, αλλάζοντας θέμα για άλλη μια φορά.
«Δεν είναι Σαίξπηρ.» τον διαβεβαίωσε εκείνη ειρωνικά.
«Το γνωρίζω αυτό.» της ρουθούνισε εκείνος.
«Είναι κάτι δικό μου.» του εξομολογήθηκε κι τότε εκείνος την κοίταξε έκπληκτος, πήγε να ανοίξει το στόμα του, μα εκείνη δεν τον άφησε. «Το ξέρω δεν είμαι καλή στην συγγραφή, πόσο μάλλον στην ποίηση. Αλλά ήθελα να γράψω κάτι δικό μου κι να σου το απαγγείλω την ημέρα των γενεθλίων σου. Βλέποντας σε όμως σε αυτή την κατάσταση, κι ενώ κανονικά θα έπρεπε να σου κρατάω μούτρα, η καρδιά μου έσπασε για άλλη μια φορά… διακρίνοντας σε, σε αυτό το χάλι και … σου το ξεφούρνισα. Απόψε.» ολοκλήρωσε με δυσκολία η Κάντυ.
«Για μισό λεπτό, γιατί μου κρατάς μούτρα? Επειδή έφυγα αιφνιδίως για να παρευρεθώ στις τελευταίες στιγμές του πατέρα μου? Μα αφού αποχαιρετιστήκαμε… κι εσύ έδειχνες να με κατανοείς και…»
«Δεν είναι γι αυτό!» του πέταξε εκείνη απότομα, χτυπώντας τον με τις γροθιές της στους ώμους του. Ο Τέρρυ διέκρινε κι πάλι δάκρυα στις άκρες των ματιών της. ‘Σαν πολύ δεν κλαίει απόψε. Δεν το συνηθίζει.’ Συλλογιζόταν εκείνος. Όταν άρχισε να βάζει τις σκέψεις του σε μια σειρά, άνοιξε διάπλατα το στόμα του κι έμεινε να την κοιτά αποσβολωμένος.
«Κάντυ..?» προσπάθησε να αρθρώσει.
«Ναι ηλίθιε! Θα περάσω το μαρτύριο της λεχώνας για τρίτη φορά εξαιτίας σου!» έσκουξε η Κάντυ μιξοκλαίγοντας κι σκουπίζοντας τα μάτια της με την κουβέρτα.{... to be continued}
«Μπαμπά?» ήρθε άξαφνα από μακριά μια παιδική κοριτσίστικη φωνή.
«Παναγιά μου!! Το παιδί!» ξεφώνισε η Κάντυ έντρομη καθώς ανασήκωνε αμέσως το κεφάλι της μαζί με τον Τέρρυ απ’ την άκρη του επίπλου κι στρεφόντουσαν προς την είσοδο του σπιτιού, δίπλα στη βάση της σκάλας.
Εκεί στεκόταν μια μικρή φιγούρα, γύρω στα πέντε-απομίμηση της Κάντυ- με ξανθά μπουκλάκια μέχρι τους ώμους, κρατώντας μια κούκλα στην αγκαλιά της, κι ξύνοντας την μύτη , θεωρώντας πως με αυτό τον τρόπο θα έδιωχνε μακριά τις μικροσκοπικές φακίδες της. Η Catrina ήταν ολόιδια με τη μητέρα της. Η μόνη διαφορά ίσως ήταν πως είχε κληρονομήσει τα μάτια του πατέρα της αντί το σμαραγδένιο χρώμα της Κάντυ.
«Γύρισες!» κραύγασε η μικρή μες στην καλή χαρά κι έτρεξε προς το σαλόνι.
Ο Τέρρυ που σηκώθηκε αμέσως, την πρόλαβε , την πήρε στην αγκαλιά του και την στριφογύρισε στον αέρα για αρκετή ώρα. Έπειτα την κόλλησε πάνω του κι άρχισε να χαϊδεύει την πλάτη της. Η Κάντυ που είχε γίνει μάρτυρας τούτης της σκηνής αρκετές φορές, δεν άντεξε, κι όπως ήταν φυσικό στην κατάσταση της βούρκωσε.
«Τι έκανε η νεράιδα μου όσο ήμουν μακρυά της?» την ρώτησε ο Τέρρυ φιλώντας τρυφερά το μέτωπο της.
«Καλά, μπαμπά…» αποκρίθηκε η μικρή Catrina ξύνοντας συνέχεια την μύτη της. «Έλειψες σε μένα κι στην Πατατίνα.» του είπε στη συνέχεια αθώα δείχνοντας του την κούκλα της.
«Αλήθεια?» Μόλις είδε το χέρι της κόρης του να πηγαίνει στο γνωστό σημείο , το απομάκρυνε μαλακά. «Catrina … τι έχουμε πει για τις φακίδες σου, γλυκιά μου.»
«Ότι είναι ξεχωριστές σαν της μαμάς, κι ότι πρέπει να τις αγαπάω όπως εσύ.» του είπε με καμάρι η μικρή.
«Μπράβο το κορίτσι μου!» Ο Τέρρυ της χάρισε ένα φιλί στο μάγουλο κι χάιδεψε τα μαλλιά της.
«Εμένα με ενοχλούν όμως μπαμπά… δεν… δεν τις θέλω.» είπε κατσουφιασμένο το παιδί.
«Το ξέρεις όμως μωρό μου πως κάποια μέρα ίσως συναντήσεις κάποιον που θα σ’ αγαπήσει πραγματικά για αυτές τις φακίδες.» της είπε η Κάντυ ερχόμενη από πίσω της, παίρνοντας το χέρι της κι φιλώντας το.
«Ας τολμήσει ο αλήτης, θα του σπάσω τα μούτρα.» μουρμούρισε ο Τέρρυ μέσα απ’ τα δόντια του.
«Ώχου, αρχίσαμε πάλι.» Η Κάντυ έσκυψε προς το μέτωπο της κόρης της , φιλώντας την. «Καληνύχτα αγάπη μου, θα σε ξυπνήσω νωρίς για να ανοίξουμε τα δώρα μας , εντάξει?»
«Εντάξει μαμά.» της αποκρίθηκε η Catrina απλώνοντας τα χέρια στο λαιμό της κι χαρίζοντας της μια μεγάλη αγκαλιά κι ένα φιλί στα μαλλιά της. Η Κάντυ απομακρύνθηκε χαμογελώντας κι ανέβηκε τις σκάλες.
«Έι? Που πας? Για μένα δεν έχει φιλί?» έσκουξε ο Τέρρυ δήθεν πληγωμένος.
«Μεγάλωσες εσύ Γκράντσεστερ , δεν είσαι πλέον μικρούλης. Εξάλλου κάποιος πρέπει να πάει να ελέγξει κι τα δίδυμα.» του υπενθύμισε η Κάντυ, καθώς τον ειρωνευόταν σταυρώνοντας τα χέρια της.
«Μαμά?» έκανε η μικρή σφίγγοντας στην αγκαλιά της την κούκλα της. «Είναι αλήθεια πως ο μπαμπάς σ’αγάπησε για τις φακίδες σου?»
«Ασφαλώς!» απάντησε αμέσως ο Τέρρυ.
Η Κάντυ κούνησε αποδοκιμαστικά το κεφάλι της. «Κακούργε, κοίτα μην φλομώνεις το παιδί συνέχεια με ψέματα. Αποχωρώ, καληνύχτα σας κι Καλά μας Χριστούγεννα. Τι καλά δηλαδή…» συνέχισε να ανεβαίνει τις σκάλες μουρμουρίζοντας σιωπηλά ούτως ώστε να μην ακούγεται. «Όλη την ώρα στα νεκροταφεία…»
«Όταν τελειώσεις με την Annelyse και τον Julian να ξέρεις πως θα έρθω σε σένα για να πνιγώ ξανά στα βάθη αυτού το κατάξανθου μοσχομυριστού θάμνου.» αναφώνησε ο Τέρρυ μεταξύ σοβαρού κι αστείου, κι απ’ τον τρόπο που ξεστόμιζε τούτα τα λόγια , φαινόταν να μην σηκώνει αντιρρήσεις.
«Κάνε όρεξη , θα σε κλειδώσω απέξω.» μούγκρισε η Κάντυ γελώντας, διανύοντας τον διάδρομο τώρα κι ενώ εκείνος την έχανε απ’ το οπτικό του πεδίο. «Μείνε με την κόρη σου απόψε, κι αυτή θα είναι η τιμωρία σου.»
«Δεν το νομίζω, θα αναπαραστήσω τον Ρωμαίο κι να είσαι σίγουρη πως ούτε η μπαλκονόπορτα θα με εμποδίσει.» συνέχισε εκείνος πιο δυνατά τώρα περιμένοντας για μία απόκριση που όμως δεν ήρθε ποτέ. «Αν δε με αφήσεις να περάσω δεν θα μάθεις ποτέ τι σου ψιθύρισα στο αυτάκι λίγο πριν.» την χτύπησε εκείνος στο πιο αδύνατο σημείο της. Περίμενε λίγο ακόμα κι άρχισε να χαχανίζει όταν την άκουσε να χτυπάει πεισματάρικα το πόδι της στο πάτωμα, σημάδι ότι την είχε καταφέρει.
«Μπαμπά τι εννοούσε η μαμά όταν έλεγε για ψέματα?» ρώτησε η μικρή.
«Ανοησίες της μαμάς , μην την ακούς.» την συμβούλευσε ο πατέρας της, χαμογελώντας. «Προς το παρόν εμείς θα συνεχίσουμε το παραμύθι μας. Θυμάσαι που είχαμε μείνει?» ζήτησε εκείνος να μάθει γαργαλώντας την.
«Εκεί… που το κορίτσι φόρεσε αντρικά … ρούχα…» απάντησε η μικρή Catrina καθώς γελούσε κι τραβιόταν όσο μπορούσε μακριά απ’ τα δάχτυλα του μπαμπά της.
«Σωστά, η Viola που μεταμορφώθηκε σε Sebastian, λοιπόν…» ξεκίνησε ο Τέρρυ να αφηγείται κι άρχισε να ανεβαίνει τις σκάλες , κρατώντας στην αγκαλιά του την κόρη του, οδεύοντας κι οι δυο προς την κάμαρη της.
~~~***~~~
** Η αφιέρωση της Κάντυ προς τον Τέρρυ (τα λόγια που του απαγγέλλει) είναι κι η μετάφραση του τραγουδιού στην αρχή.
Dalia- Terry Extreme Guru
- Αριθμός μηνυμάτων : 8488
Points : 14846
Ημερομηνία εγγραφής : 07/11/2010
Ηλικία : 35
Τόπος : In a Galaxy far, far away...
Χιούμορ : Well, be my guest!!
Απ: Χριστουγεννιάτικα Τερρο-φικ 2015
Stear & Natalie
**'Greensleeves...'
* Παραμονή Χριστουγέννων, Lakewood, Οχάιο 1925, 23:20 μ.μ.
**'Greensleeves...'
* Παραμονή Χριστουγέννων, Lakewood, Οχάιο 1925, 23:20 μ.μ.
«Η Μαίρη χάρηκε πολύ όταν της είπε πως εκείνος ήταν ο Καρυοθραύστης κι ότι όλα όσα πέρασε δεν ήταν όνειρο. Αλλά παρά μονάχα η αλήθεια. Της ζήτησε να παντρευτούν κι να κυβερνήσουν μαζί στη Χώρα των Παιχνιδιών!»
Η Νάταλι έκλεισε το δερματόδετο βιβλίο με τα χριστουγεννιάτικα παραμύθια στο βαθύ χρώμα του κόκκινου που εικόνιζε τον Άγιο Βασίλη με ένα πλήθος παιδιών γονατισμένα τριγύρω του, κι έστρεψε το βλέμμα της στο προσωπάκι της τρίχρονης κόρης της, Arianna. Η έκφραση της γαλήνεψε, τα χαρακτηριστικά της μαλάκωσαν περισσότερο κι ένα πλατύ χαμόγελο στόλισε τα χείλη της. Χάιδεψε για λίγο τις κατάμαυρες μπούκλες της που έφταναν μέχρι τους ώμους-κι της θύμιζαν τόσο πολύ τον πατέρα της- κι πήρε την μικρή στην αγκαλιά της. Η Arianna όμως δεν είχε κοιμηθεί ακόμα, ανοιγόκλεισε για λίγο τα μάτια της νυσταγμένα, έγειρε στο πλάι κι έδωσε ένα μεγάλο φιλί στη μητέρα της.
«Μαμά…?» μουρμούρισε το μικρό κορίτσι ψιθυριστά.
«Τι είναι αγάπη μου?» της αποκρίθηκε η Νάταλι, καθώς την απέθεσε απαλά μέσα στην κούνια της, την οποία είχε φτιάξει ο ίδιος ο πατέρας της πριν από έξι χρόνια περίπου, κι την χωρούσε ακόμα.
«Ο μπαμπάς?... Που είναι?» ρώτησε η Arianna τρίβοντας τα μάτια της κι στη συνέχεια παίρνοντας αγκαλιά τον λευκό αρκούδο της.
«Σύντομα θα είναι εδώ. Δεν θα έχανε την Καληνύχτα της Πριγκίπισσας του για τίποτα στον κόσμο.» της είπε κάνοντας πέρα μερικές μπούκλες απ’ το μέτωπο της.
«Τα δώρα…?» συνέχισε η μικρή καθώς την έπαιρνε σιγά-σιγά ο ύπνος, γέρνοντας στο πλάι.
«Το πρωί. Θα καθίσουμε όλοι μας κάτω απ’ το δέντρο κι θα τα ανοίξουμε το πρωί. Στο υπόσχομαι.»
Στο άκουσμα τούτων των λόγων ο ήχος του γέλιου της Arianna έσπασε προς στιγμήν τη σιγαλιά του δωματίου. Η Νάταλι έμεινε για λίγο εκεί, σκυφτή πάνω απ’ τη κούνια της μικρής, να παρατηρεί την κόρη της, καθώς βυθιζόταν στον κόσμο των ονείρων. Ακούμπησε το χέρι της στο μάγουλο της, αφού πρώτα πάτησε το μυστικό κουμπί ανάμεσα στα αστεράκια κι τις πεταλουδίτσες κι άρχισε να παίζει το χαρακτηριστικό γλυκό νανούρισμα που τόσο λάτρευε. Δεν κατάλαβε για πότε η πόρτα του δωματίου άνοιξε, μπαίνοντας μέσα ο Στήαρ όσο πιο διακριτικά μπορούσε, κρατώντας στα χέρια του τον πεντάχρονο κοιμισμένο Archie, και βαδίζοντας προσεχτικά προς το κρεβάτι δίπλα στη κούνια. Η Νάταλι έγειρε προς το μέρος τους χαμογελώντας. Η ματιά της εστίασε στο ξύλινο αντικείμενο που κρατούσε τόσο σφιχτά στα χέρια του ο γιος της.
«Τι είναι αυτό?» ρώτησε σιγανά χωρίς να αποχωρίζεται το εύθυμο ύφος της, αλλά σταυρώνοντας τα χέρια της δήθεν αυστηρά.
«Α! Αυτό?» έκανε ο Στήαρ προσποιούμενος τον αθώο, απομακρύνοντας ταυτόχρονα το μικρό ξύλινο ξίφος απ’ τα χέρια του γιου του, καθώς τον σκέπαζε. Το έβαλε μέσα σε ένα ορθογώνιο πράσινο κουτί, τοποθετώντας το μέσα σε ένα απ’ τα συρτάρια του μικρού, δίπλα στο κομοδίνο. «Είναι κάτι συμβολικό που του το έφτιαξα σήμερα το πρωί. Μου φαίνεται πως μου ξέφυγε πάνω εκεί στη βόλτα μας κι αναγκάστηκα να του το δώσω νωρίτερα. Ξέρεις πόσο ανυπόμονος κι πειστικός μπορεί να γίνει.» Της χαμογέλασε καθώς πλησίαζαν ο ένας τον άλλον στη μέση του δωματίου, αγκαλιάστηκαν κι αντάλλαξαν ένα σύντομο φιλί μεταξύ τους.
«Ξέρω.» του αποκρίθηκε εκείνη, χαϊδεύοντας τα χείλη του κι κοιτώντας τον τρυφερά. «Τα επιχειρήματα του επίσης είναι πολύ ορθά κι σωστά. Φαίνεται πως από κάποιον πήρε.» του υπενθύμισε τυλίγοντας τα χέρια της γύρω απ’ το κορμί του κι παίρνοντας τον στην αγκαλιά της.
«Απ’ τη μητέρα του, χωρίς αμφιβολία.» σχολίασε εκείνος σέρνοντας την παλάμη του στο λαιμό της.
«Ή απ’ τον θείο του.» πρόσθεσε η Νάταλι, χαρίζοντας του άλλη μια γλυκιά ματιά κι ακουμπώντας το πρόσωπο της στην καρδιά του.
Ο Στήαρ δεν είπε τίποτα. Έμεινε εκεί σιωπηλός μονάχα να την παρατηρεί. Λίγα λεπτά αργότερα την έσφιξε περισσότερο μέσα στα δεσμά του κι απέθεσε ένα φιλί στην κορυφή του κεφαλιού της. Έπειτα απομακρύνθηκε ο ένας απ’ τον άλλο, πλησιάζοντας εκείνος την κούνια κι η Νάταλι παίρνοντας θέση στην άκρη του κρεβατιού. Ο Archie γύρισε πλευρό κι μισάνοιξε τα μάτια του. Κι τότε εκείνη για άλλη μια φορά έμεινε έκθαμβη απ’ τις γαλάζιες κόγχες των ματιών του. Η Arianna είχε πάρει το καστανό χρώμα απ’ τον πατέρα της κι από εκείνη, μα ο μικρός Archie μπορεί να είχε κληρονομήσει το ίδιο χρώμα μαλλιών όπως ο Στήαρ, αλλά τα μάτια του όπως έλεγε εκείνος, ήταν όμοια με εκείνα του αδελφού του, του Archie. Η έκπληξη κι η χαρά των δυο γονιών όταν ήρθε στον κόσμο ο μικρός ήταν απερίγραπτη κι μεγάλη. Μα περισσότερο απ’ όλους χάρηκε ο Στήαρ κι η Νάταλι το ήξερε. Το έβλεπε στην έκφραση του, στο ύφος του, στα μάτια του. Ήξερε πως κατά κάποιο τρόπο, ο αδελφός του είχε γυρίσει κοντά τους.
«Μαμά? Είδες τι μου έδωσε ο μπαμπάς?» γουργούρισε το παιδί καθώς χασμουρήθηκε.
«Ναι γλυκέ μου, το είδα. Πως σου φάνηκε?» τον ρώτησε εκείνη καθώς έσκυβε από πάνω του κι τον φιλούσε το μέτωπο.
«Υπέροχο! Έπρεπε να ήσουν εκεί να δεις πως στροβιλίστηκε στον αέρα το σπαθί, μαμά! Τη μια στιγμή ήταν στο χέρι μου κι την άλλη ο πατέρας το κρατούσε στο δικό του. Ήταν εκπληκτικό!» της εξηγούσε τώρα εκστασιασμένος ο μικρός σιωπηλά, απόλυτα συνεπαρμένος απ’ τη στιγμή.
«Αλήθεια?» έκανε η Νάταλι ρίχνοντας μια πονηρή ματιά στον άντρα της, την οποία κι εκείνος της την ανταπέδωσε με το κλείσιμο του ματιού του χαμογελώντας. Ακόμα κι μέσα στο σκοτάδι εκείνη μπορούσε να διακρίνει την έκφραση του. «Που μάθατε να ξιφομαχείτε τόσο καλά κ.Κόρνγουέλ?» τον ρώτησε με ύφος δήθεν, σταυρώνοντας τα χέρια της κι περιμένοντας. «Απ’ ότι θυμάμαι από ιστορίες κι αφηγήσεις τον συμμαθητών σας στο κολέγιο δεν ήσασταν κι τόσο καλός.» τον τσίγκλησε περισσότερο η Νάταλι.
«Ίσως να θέλησα να κάνω κάποια μαθήματα κι απ’ την πολύ εξάσκηση να έγινα ξεφτέρι.» της απάντησε απλά εκείνος.
«Μάλιστα.» μουρμούρισε η Νάταλι που οι υποψίες της την οδηγούσαν κάπου αλλά η περιέργεια δεν την άφηνε σε ησυχία. «Ο λόγος?» συνέχισε.
«Προσωπικός.» αποκρίθηκε ο Στήαρ μισό γελώντας.
«Απόδοση δικαιοσύνης?» ζήτησε να μάθει εκείνη.
«Μπορείς να το πεις κι έτσι.» συμφώνησε εκείνος.
«Όταν θα έρθει ο θείος Τέρρυ την Πρωτοχρονιά θα τον καλέσω σε μονομαχία!» συνέχισε ο Archie γουρλώνοντας τα μάτια του.
Η Νάταλι πήγε να ανοίξει το στόμα της μα ευτυχώς την πρόλαβε ο άντρας της. Ο Στήαρ που τώρα ζύγωνε προς τη μεριά του παραθύρου, θαυμάζοντας απέξω το χιόνι που έπεφτε ακατάπαυστα και κάλυπτε τα πάντα, ενώ την ίδια ώρα νανούριζε την μικρή Arianna παρόλο που εκείνη είχε κοιμηθεί εδώ κι ώρα.
«Αποκλείεται.» δήλωσε ήρεμα. «Σε μονομαχίες θα καλείς μόνο εμένα μικρέ.» συμπλήρωσε με ύφος που δεν σήκωνε αντιρρήσεις.
«Μα γιατί? Είναι άδικο! Θα αρχίσει να με κοροϊδεύει πάλι. Δεν θέλω να με περάσει για κάνα δειλό.» έσκουξε ο νεαρός όσο πιο σιγανά μπορούσε, μη θέλοντας να ξυπνήσει την αδελφή του.
Η Νάταλι τον πήρε στην αγκαλιά της κι τον χάιδεψε. «Archie είμαι σίγουρη πως ένας νεαρός όπως εσύ, μπορεί να προστατέψει την τιμή του κι να δείξει την γενναιότητα του κι με άλλους τρόπους πέρα απ’ τη ξιφομαχία.» του είπε.
«Αλήθεια μαμά?» πρόφερε το παιδί ανυπομονώντας να ακούσει τη συνέχεια.
«Αλήθεια. Θα σου εξηγήσω όμως αύριο. Τώρα είναι ώρα για ύπνο.» τόνισε εκείνη προτρέποντας τον να μπει κάτω απ’ τα σκεπάσματα πάλι. Τον φίλησε ξανά, χαϊδεύοντας τα μαλλιά του κι σηκώθηκε απ’ το κρεβάτι.
«Καληνύχτα μαμά.» μουρμούρισε ο μικρός.
«Καληνύχτα μωρό μου.» του αποκρίθηκε εκείνη. Κινήθηκε προς την κούνια, όπου ο Στήαρ άφηνε την Arianna καληνυχτώντας την με ένα φιλί στο μέτωπο. Στη συνέχεια εκείνος έγειρε προς το μέρος της , τα χέρια τους τυλίχτηκαν, τα δάχτυλα τους μπερδεύτηκαν κι πλησίασαν κι οι δυο την πόρτα του δωματίου.
«Μπαμπά σε ευχαριστώ πολύ για το δώρο.» ψιθύρισε ο Archie λίγο πριν κλείσει τα μάτια του.
«Παρακαλώ αγόρι μου.» του αποκρίθηκε εκείνος, ψηλαφίζοντας λίγο τα μαλλιά του κι φιλώντας την κορυφή του κεφαλιού του. «Καληνύχτα.» ψιθύρισε με τη σειρά του κι μαζί με την Νάταλι πέρασαν απ’ το παιδικό δωμάτιο στην κάμαρη τους όπου κι οδηγούσε η πόρτα , την οποία κι έκλεισαν πίσω τους.
Το ζευγάρι αφού άλλαξε για το βράδυ, έμεινε για λίγο σφιχταγκαλιασμένο μπροστά στο μεγάλο παραθύρι στο μέσο του δωματίου κι έπειτα βολεύτηκαν πάνω στην μοκέτα δίπλα στο τζάκι , όπου οι φλόγες του ζέσταναν αρμονικά το χώρο κι το φως των κεριών κι το άρωμα των ρόδων δημιουργούσε μια ρομαντική ατμόσφαιρα. Ο Στήαρ είχε πάρει στην αγκαλιά του την Νάταλι κι είχε φέρει το πρόσωπο του στο λαιμό της , μυρίζοντας άπληστα το άρωμα της. Ενώ εκείνη είχε φέρει το ένα της χέρι στα μαλλιά του, τα χάιδευε καθώς την ίδια ώρα φιλούσε το μέτωπο του. Κι οι δυο τους παρέμεναν βουβοί εκεί με κλειστά τα μάτια, απολαμβάνοντας την στιγμή. Ακολούθησε μια παρατεταμένη σιωπή ανάμεσα τους, που σύντομα όμως δεν κράτησε για πολύ.
«Νομίζω πως… η ομόφωνη απόφαση μας, να περάσει η κάθε οικογένεια μόνη της , τις διακοπές των Χριστουγέννων , είναι η πιο σωστή που έχουμε πάρει ποτέ.» εξέφρασε την άποψη της διστακτικά η Νάταλι, σέρνοντας τα δάχτυλα της πάνω στα γένια του άντρα της.
«Το ίδιο πιστεύω κι εγώ.» συμφώνησε ο Στήαρ αφήνοντας ένα βαθύ αναστεναγμό. «Χωρίς εμάς κι το προσωπικό αυτό το σπίτι θα ήταν τελείως άδειο. Δεν ανησυχώ όμως, θα βρεθούμε όλοι μαζί την Πρωτοχρονιά.» Σώπασε για λίγο, σκεπτόμενος τα λόγια του προσεκτικά. «Απλώς…»
«Ναι..?» τον παρότρυνε εκείνη γλυκά.
«Αυτός ο χρόνος ήταν ο χειρότερος που έχω περάσει ποτέ. Να φύγει κι να μην ξανάρθει. Τόσο θανατικό… δεν έχω ζήσει ούτε στο μέτωπο!» έσκουξε εκείνος μεταξύ σοβαρού κι αστείου.
Τη στιγμή εκείνη το μυαλό της Νάταλι πέταξε στην περασμένη άνοιξη όπου τους είχε αφήσει η μεγάλη θεία Ελρόυ. Η γριά γυναίκα αντιμετώπιζε χρόνια προβλήματα με την καρδιά της, κάτι που είχε κληρονομήσει κι ο εγγονός της, ο Άντονυ. Ωστόσο για την ίδια λόγω προχωρημένης ηλικίας-αν κι αντιμετώπιζε την ασθένεια της σθεναρά-δεν υπήρχε θεραπεία όπως κι για τον νεαρό Μπράουν. Όπως ήταν αναμενόμενο αρχές του Απρίλη η μεγάλη θεία τους αποχαιρέτησε αφήνοντας μια ενδιαφέρουσα διαθήκη, μα ολόκληρη την οικογένεια Άρντλευ-που δεν την ένοιαζε η περιουσία-απαρηγόρητη. Στα μέσα του καλοκαιριού η Νάταλι είχε λάβει ένα γράμμα απ’ το Αρχοντικό των Τζόνσον που τους ενημέρωνε για την απώλεια του πατέρα του Τομ. Ο Στήαρ κι εκείνη παρευρέθηκαν στην κηδεία του πατέρα του καλύτερου τους φίλου, περιμένοντας πρώτα να καταφτάσει απ’ την άλλη μεριά του ωκεανού κι η Κάντυ με τον Τέρρυ, το γένος Γκράντσεστερ. Ενώ δεν είχε μπει για τα καλά ο Οκτώβρης η γλυκιά σε όλους φακιδομούρα μαζί με τον αγαπημένο της ‘Εξοχότατο’, αναγκάστηκαν για άλλη μια φορά να ταξιδέψουν –αυτή τη φορά χωρίς τον Έντουαρντ κι την Ελίζαμπεθ λόγω της εγκυμοσύνης της – για να είναι στο πλευρό της αδικοχαμένης κυρίας Πόνυ, που πάλευε με την νόσο του καρκίνου εδώ κι πολλά χρόνια κι είχε χάσει τη μάχη με το θάνατο. Η Κάντυ με την Ανν ήταν συντετριμμένες. Κι πώς να μην είναι άλλωστε γνωρίζοντας την συγκεκριμένη γυναίκα απ’ τα παιδικά τους χρόνια, κι έχοντας την σαν μάνα τους. Η Νάταλι κι η Κάθριν- καθώς επίσης κι οι σύζυγοι τους- στάθηκαν στο πλευρό τους, έχοντας κι εκείνες συναντήσει από κοντά αμέτρητες φορές, εκείνη τη γυναίκα κι θαυμάζοντας το κουράγιο, το θάρρος κι το μεγαλείο που εξέπεμπε. Όλες αυτές οι θλιβερές εικόνες κι αναμνήσεις του χρόνου που πέρασε στριφογυρνούσαν στις σκέψεις της Νάταλι, μαζί με την λέξη όπου είχε προφέρει ο Στήαρ λίγο πριν. Τον κοίταξε τρομαγμένη, φέρνοντας τις παλάμες της στο πρόσωπο του.
«Μην… μην την ξαναπείς αυτή τη λέξη.» τραύλισε με κόπο εκείνη.
«Σε τρόμαξα?» Ο Στήαρ βύθισε τα δάχτυλα του ανάμεσα στις κατάμαυρες μακριές μπούκλες της. Έμεινε να την κοιτά για αρκετή ώρα, αιχμαλωτίζοντας κάθε σπιθαμή κι πόντο του προσώπου της, των χαρακτηριστικών της. Ήξερε εδώ κι καιρό για τους εφιάλτες που μάστιζαν τα όνειρα εκείνης αλλά κι τα δικά του. Όνειρα δίχως ζωή, εφιαλτικές εικόνες απ’ το μέτωπο που είχαν βιώσει από κοντά. Ξυπνούσαν μέσα στη νύχτα καμιά φορά κι οι δυο τους, ή ο ένας απ’ τους δυο, αγκαλιαζόντουσαν σφιχτά μέσα στο σκοτάδι κι πίεζαν τον εαυτό τους πως όλο αυτό που είχαν ζήσει δεν αποτελούσε μέρος της ζωής τους, ούτε της πραγματικότητας στην οποία ζούσαν. Την άλλη μέρα, όταν εκείνος ερχόταν αντιμέτωπος με τους μαύρους κύκλους κάτω απ’ τα μάτια της , ένιωθε λες κι έπεφτε ξανά στη θάλασσα όντας μέσα σε εκείνο το αεροσκάφος. Έχανε τον έλεγχο του εαυτού του, όπως κι του πιλοτηρίου καθώς το αεροπλάνο έχανε έδαφος κι έπεφτε, αισθανόταν χαμένος. «Αγαπημένη μου…» έσκυψε προς τον κρόταφο της , αφήνοντας εκεί τα χείλη του. «Με συγχωρείς.» προσπάθησε να απολογηθεί.
Η Νάταλι ξέσπασε σε λυγμούς κι αναφιλητά, φέρνοντας τα χέρια της γύρω απ’ το λαιμό του, κουρνιάζοντας το κεφάλι της στον ώμο του.
«Όταν σκέφτομαι την νάρκη…» φύσηξε την μύτη της, νιώθοντας την ίδια ώρα τα χέρια εκείνου να χαϊδεύουν την πλάτη της. «Ήταν μικρότερη από μένα. Αν ήμουν εγώ στη θέση της… τώρα εκείνη θα ζούσε. Η φωνή της μητέρας μου, ο πατέρας μου άφαντος μέσα στο πλήθος. Το σώμα του Pietro να κείτεται νεκρό μπροστά στα μάτια μου, εγώ…»
«Σςς… Κοίταξε με.» Ο Στήαρ έφερε το πρόσωπο της ενώπιον του, αναγκάζοντας την να τον αντικρίσει. Τα μέτωπα τους συναντήθηκαν. Οι ανάσες που έπαιρνε τώρα εκείνη ήταν κοφτές. «Ποτέ ξανά να μην προφέρεις ή να ευχηθείς το αντίθετο. Εσύ εκτός απ’ τη ζωή μου, είσαι η ανάσα κι ο αέρας που αναπνέω. Δεν υπάρχω χωρίς εσένα. Κι νιώθω ιδιαίτερα ευτυχής που σε έχω στο πλευρό μου. Αποτελείς το πιο όμορφο, γλυκό κι αγαπημένο κομμάτι του κόσμου μου. Αν χαθεί αυτό το κομμάτι…» κόμπιασε για λίγο, ενώ το βλέμμα του καθώς την κοιτούσε, έμοιαζε με εκείνο πληγωμένου κουταβιού. «Τότε καταστράφηκα. Είμαι ολότελα κι κυριολεκτικά χαμένος.» ολοκλήρωσε εκείνος , περιμένοντας καρτερικά την απόκριση της.
Η Νάταλι του χάρισε ένα βεβιασμένο χαμόγελο. Έπειτα ανασήκωσε το κεφάλι της, οι ματιές τους κλείδωσαν η μία την άλλη, κι χάθηκε ο ένας στο βλέμμα του άλλου. «Οι καιροί που θα ακολουθήσουν ίσως να είναι δύσκολοι.» ξεκίνησε εκείνη άθελα της να του λέει. «Σε κάθε περίπτωση θέλω να μου δώσεις τον λόγο σου, πως αν ποτέ ξανά συμβούν τα ίδια γεγονότα με τότε… στην Ευρώπη, θέλω να μην δώσεις καμία σημασία. Δεν θέλω να ασχοληθείς , να παραμείνεις αμέτοχος στα γεγονότα. Τώρα που το σκέφτομαι το καλύτερο θα ήταν να μην εκφέρεις ούτε καν την άποψη σου.»
«Γιατί? Φοβάσαι μην καταταγώ εθελοντικά πάλι κι γνωρίσω καμιά άλλη να με ξελογιάσει όπως εσύ?» την πείραξε εκείνος γελώντας.
Η Νάταλι τον χτύπησε ελαφρά στο μπράτσο του. «Αλιστήαρ Κόρνγουελ!!» σύριξε εκείνη δήθεν εκνευρισμένη. «Εγώ σου μιλάω σοβαρά κι εσύ αστειεύεσαι μαζί μου?! Ντροπή σου!» συνέχισε εκείνη περισσότερο φουρκισμένη θυμώνοντας μαζί του, σταυρώνοντας τα χέρια της και γερνώντας του την πλάτη. Δεν πρόλαβε να αρθρώσει οτιδήποτε άλλο. Την επόμενη στιγμή βρισκόταν ξαπλωμένη πάνω στη μοκέτα με εκείνον από πάνω της , καθώς της έφερνε τα χέρια πάνω απ’ το κεφάλι της και την ακινητοποιούσε.
«**Αλίμονο αγάπη μου, πόσο με έχεις παρεξηγήσει. Να με κρίνεις τόσο σκληρά {απ΄τη στιγμή που ξέρεις} πόσο σε έχω αγαπήσει. Και πόσο η παρέα σου με γεμίζει με χαρά.» Η Νάταλι γούρλωσε τα μάτια απ’ την έκπληξη κι έμεινε εκεί να παρατηρεί αποχαυνωμένη τον άντρα της, υπενθυμίζοντας για άλλη μια φορά τον εαυτό της πόσο όμορφος ήταν χωρίς τα γυαλιά του. «Όπως σου έλεγα πριν η ζωή μου, ότι έφτιαξα κι δημιούργησα με τόσο μόχθο, είναι εδώ. Θα ήμουν ανόητος ή καλύτερα, στην γλώσσα της αγαπητής μου θείας, ένας ξιπασμένος βλάκας, αν επαναλάμβανα τα λάθη της εφηβείας μου και παρατούσα εσένα, τον Archie και την Arianna , φεύγοντας για άλλη μια φορά για να πάω να πολεμήσω. Δεν είμαι τόσο ηλίθιος… όσο υπήρξα κάποτε… Αγάπη μου!» τόνισε τα τελευταία λόγια του με φωνή βραχνή από πόθο. Εκείνη τον κοιτούσε με πάθος. «Δεν προτίθεμαι ούτε τώρα αλλά ούτε κι μελλοντικά να γκρεμίσω την ευτυχία μου σε τραπουλόχαρτα, απλά κι μόνο για το καπρίτσιο μερικών-μερικών που τους αρέσει να σφάζονται αναμεταξύ τους. Δεν με νοιάζει ακόμα κι αν γίνει η συντέλεια του κόσμου αύριο. Το μόνο που με νοιάζει είναι το εδώ, το αύριο, το μέλλον, η κάθε μου στιγμή μαζί σου, μαζί με τον γιο και την κόρη μας , και…» Τα χείλη του συνάντησαν τα δικά της, ενώ εκείνη πρόφερε αναστενάζοντας το όνομα του ανάμεσα στα φιλιά τους. Ύστερα έγειρε το κεφάλι του και χάιδεψε απαλά με το στόμα του την ευαίσθητη κολόνα του λαιμού της. Το ένα του χέρι σύρθηκε προσεχτικά κι η παλάμη του απλώθηκε απαλά πάνω στην κοιλιά της. Την μάλαξε για λίγο κι στη συνέχεια της χάρισε ένα εκτυφλωτικό χαμόγελο. «Και… μια που το’φερε η κουβέντα κι για να αλλάξουμε θέμα, πως ήσουν σήμερα ενώ έλειπα?» την ρώτησε καχύποπτα, χωρίς να αποχωρίζεται το πονηρό ύφος του.
«Μια… μια χαρά.» του απάντησε εκείνη ξέπνοα κι με κόπο, διαβεβαιώνοντας τον για την καλή πορεία της κατάστασης της.
«Αλήθεια? Ούτε μια ζαλάδα?» την τσίγκλησε εκείνος περισσότερο. Έσκυψε κι πάλι προς το μέρος της φιλώντας την ξανά κι ξανά, κάνοντας την να τρελαθεί. «Καταλαβαίνω πότε μου λες ψέματα.» την προειδοποίησε γλυκά καθώς αποτραβιόταν.
«Σου ορκίζομαι, δεν έκανα… ούτε μία φορά εμετό.» τον καθησύχασε ψάχνοντας απελπισμένα τα χείλη του. Αντί αυτού η μύτη της βρήκε κι γαργάλισε την δική του. Χαμογέλασαν κι οι δυο σιγανά.
«Χαίρομαι.» ψιθύρισε εκείνος. Μέσα σε κλάσματα δευτερολέπτου, την τράβηξε στην αγκαλιά του, προτρέποντας κι τους δυο να καθίσουν ξανά κανονικά πάνω στην μοκέτα.
«Αν συνεχίσεις τις απότομες κινήσεις σίγουρα δεν τον γλιτώνω τον εμετό.» σχολίασε η Νάταλι , ελαφρώς ζαλισμένη, φέρνοντας τα χέρια της πάνω στο στήθος του, γλιστρώντας τα δάχτυλα του μέσα απ’ τη ρόμπα του, χαϊδεύοντας απαλά το στέρνο του.
Ο Στήαρ της χαμογέλασε αθώα κι ύστερα ξερόβηξε, αφού πήρε ύφος πολιτικού έτοιμος να βγάλει λόγο, κι είπε: «Σκεφτόμουν κάποια ονόματα…» ξεκίνησε εκείνος.
«Από τώρα?» τον διέκοψε θορυβημένη εκείνη. «Μα δεν έχω μπει καν στον δεύτερο μήνα ακόμα!» πρόσθεσε.
«Αν είναι αγόρι να το πούμε Dominic.» συνέχισε ο Στήαρ , σαν μην είχε ακούσει τα λόγια της.
«Μ’ αρέσει.» συμφώνησε εκείνη μιμούμενη τον ενθουσιασμό του.
«Κι αν είναι κορίτσι να του δώσουμε το όνομα της θείας του.» ολοκλήρωσε εκείνος , καρφώνοντας την ματιά του πάνω της, περιμένοντας ανυπόμονα για τις αντιδράσεις της. Την είδε να μένει σαν στήλη άλατος, στην αναφορά της μικρής της αδελφής, τα δάκρυα της να κάνουν εμφανή την παρουσία τους στις άκρες των ματιών της. «Μμμ Brietta… Ομολογώ πως το λατρεύω. Σκεφτόμουν να το δώσουμε στην πρώτη μας κόρη αλλά βλέπεις έκλεψε τα πρωτεία η μητέρα σου και…»
Δεν πρόλαβε ποτέ να ολοκληρώσει. Επειδή η Νάταλι έπεσε πάνω του κι άρχισαν να κυλιούνται πάνω στην μοκέτα. Τα χείλη της κάλυψαν τα δικά του. Η επιθυμία και των δυο λαμπερή και φλογερή, ολοφάνερη.
- διαβαζετε με δικη σας ευθυνη:
Οι αναστεναγμοί απόλαυσης μετατράπηκαν σε βογκητά πάθους και πολύ γρήγορα η μοκέτα γέμισε από σκόρπια ρούχα πεταμένα εδώ κι εκεί.
«Σκάσε κι φίλα με Κόρνγουελ!» μούγκρισε εκείνη νιώθοντας επιτέλους ολοκληρωμένη στην αγκαλιά του. Εκείνος υπάκουσε. Ήταν η στιγμή που έπαυαν να σκέφτονται. Μουρμούρισαν μεταξύ τους τα ονόματά τους με τρυφερότητα, πίστη κι αφοσίωση και βούλιαξαν ο ένας μέσα στα δεσμά του άλλου.
«Σ’ αγαπάω.» ήταν η τελευταία λέξη που ξεχύθηκε απ’ τα χείλη τους λίγο πριν παραδοθούν στον έρωτα κι την αγάπη τους.
~~~***~~~
** Τα λόγια που προφέρει ο Στήαρ κι είναι σε αστερίσκο είναι οι πρώτοι στίχοι μεταφρασμένοι απ' το άσμα στην αρχή.
Dalia- Terry Extreme Guru
- Αριθμός μηνυμάτων : 8488
Points : 14846
Ημερομηνία εγγραφής : 07/11/2010
Ηλικία : 35
Τόπος : In a Galaxy far, far away...
Χιούμορ : Well, be my guest!!
Σελίδα 1 από 1
Δικαιώματα σας στην κατηγορία αυτή
Δεν μπορείτε να απαντήσετε στα Θέματα αυτής της Δ.Συζήτησης
Τετ Νοε 13, 2024 6:10 pm από ariel
» Ειναι αγχολυτικη η μικρη ξανθια;
Δευ Νοε 11, 2024 7:38 pm από ariel
» Με ποιον πιστεύετε οτι καταλήγει η Κάντυ στο τέλος;
Τρι Νοε 05, 2024 5:09 pm από ariel
» Τα ομορφότερα Fan Arts
Κυρ Οκτ 27, 2024 10:12 am από Marianna Blue Lagoon
» Γιορτινό Theme
Κυρ Οκτ 06, 2024 8:28 am από Marianna Blue Lagoon
» Κουίζ καντυ
Κυρ Σεπ 15, 2024 12:38 pm από Marianna Blue Lagoon
» Casting...
Δευ Απρ 15, 2024 10:52 pm από ariel
» Τερρο-Δωράκια
Πεμ Μαρ 21, 2024 4:46 pm από Marianna Blue Lagoon
» Ο ΑΝΤΟΝΙ ΓΝΩΡΙΖΕ ΟΤΙ Ο ΑΛΜΠΕΡΤ ΕΙΝΑΙ ΤΗΣ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΣ.ΑΡΑΓΕ ΗΞΕΡΕ ΚΑΙ ΠΩΣ ΕΙΝΑΙ Ο ΘΕΙΟΣ ΟΥΙΛΛΙΑΜ?
Τετ Μαρ 13, 2024 4:06 am από Marianna Blue Lagoon
» Οι ήρωες της Κάντυ και οι άλλοι.
Δευ Μαρ 11, 2024 10:17 pm από ariel
» ποιο πιστευετε οτι είναι το αγαπημενο ποτο του τερρυ;
Σαβ Μαρ 09, 2024 7:05 am από Marianna Blue Lagoon
» Εξώφυλλά του περιοδικού από διάφορες χώρες
Δευ Δεκ 04, 2023 5:12 pm από Marianna Blue Lagoon
» Ο χωρισμός. Επιλογή ή πεπρωμένο;
Παρ Μάης 26, 2023 4:34 pm από Marianna Blue Lagoon
» Ελληνική Έκδοση του περιοδικού
Τετ Φεβ 15, 2023 1:49 pm από Marianna Blue Lagoon
» Σχολια για τις Τερρο-δημιουργιες!
Τρι Ιαν 31, 2023 2:01 pm από Marianna Blue Lagoon
» Χριστουγεννιάτικα αβαταρ
Σαβ Δεκ 10, 2022 2:55 pm από Marianna Blue Lagoon
» Σχόλια για "Μετά από εκείνη τη νύχτα"
Τετ Ιουν 29, 2022 9:12 am από ΜΙΜΙ
» Σε ποιο επεισόδιο βρίσκετε πιο όμορφο τον Τέρρυ ?
Τετ Μάης 25, 2022 12:22 pm από Marianna Blue Lagoon
» Μετά από εκείνη τη νύχτα.
Παρ Μάης 06, 2022 12:00 pm από bettina
» Σχολια για ''η εποχη των ασφοδελων - the season of daffodils (by josephine hymes)
Τετ Σεπ 15, 2021 12:21 pm από stardustia