TGF LOVE TIME
Πρόσφατα Θέματα
Χριστουγεννιάτικα Τερρο-φικ 2012
+6
Masta87
ΜΙΜΙ
nansecrets
ariel
papirous
libra
10 απαντήσεις
Σελίδα 1 από 1
Χριστουγεννιάτικα Τερρο-φικ 2012
Από αύριο 20/12 ξεκινάμε να σηκώνουμε σε αυτό το τόπικ, όλα τα μέλη με τη σειρά τα Χριστουγεννιάτικα φικ μας.
Καλή διασκέδαση και καλές γιορτές
Απ: Χριστουγεννιάτικα Τερρο-φικ 2012
Μια ελπίδα για τα Χριστούγεννα
Με μια αργή, σχεδόν νωχελική κίνηση, κάθισε στον μικρό πράσινο βελούδινο καναπέ και άφησε το κεφάλι του να γείρει στην πλάτη του μαλακού καθήσματος.Πέρασε το χέρι του ανάμεσα από τα καστανά μαλλιά του, ανακατεύοντας τα λίγο και το άφησε να ξεκουραστεί επάνω στο μέτωπο του. Έκλεισε τα μάτια του για μια στιγμή αναπνέοντας βαθιά.
Του άρεσαν αυτές οι μικρές στιγμές.Στιγμές ησυχίας.Μόνος του. Πάντα έτσι ήταν από μικρό παιδί ακόμη, ποτέ ιδιαίτερα κοινωνικός και με μια μοναχικότητα που τον χαρακτήριζε γενικότερα.
Άνοιξε τα μάτια του και έφερε ένα γύρω το βλέμμα στον μικρό χώρο. Το καμαρίνι του. Αυτό ήταν το ησυχαστήριο του. Ένα μικρό ζεστό καμαρίνι θεάτρου, που με τα χρόνια είχε γίνει ένα με τον ιδιοκτήτη του.
Αφίσες από τα έργα που είχε πρωταγωνιστήσει στόλιζαν τους τοίχους γύρω...ένας μεγάλος καθρέφτης, το παραβάν που άλλαζε τα κουστούμια του, και σε ένα μικρό γραφειάκι τα σημερινά λουλούδια των θαυμαστών ήταν τοποθετημένα κάπως πρόχειρα. Δεν είχε σκοπό να τα κρατήσει, ποτέ δεν τα κρατούσε άλλωστε. Είχε φροντίσει ο επιστάτης του θεάτρου να τα μαζεύει μετά από κάθε παράσταση και να τα χαρίζει στις ταξιθέτριες.
Το γεγονός ότι ήταν παραμονή Χριστουγέννων δεν θα το άλλαζε αυτό. Όπως δεν θα άλλαζε και τίποτε άλλο. Κάθε Χριστούγεννα ήταν το ίδιο, ακριβώς το ίδιο...
Θα γυρνούσε αργά στο σπίτι μετά την τελευταία παράσταση, έχοντας αρνηθεί ακόμη μια χρονιά, την πρόσκληση για κάποιο χριστουγεννιάτικο πάρτυ.Θα περνούσε την πόρτα του διαμερίσματος του, οπού θα έβρισκε την Σουζανά να τον περιμένει. Θα της έλεγε ένα τυπικό καλά Χριστούγεννα και θα κλεινόταν στο δωμάτιο του μέχρι την επόμενη μέρα, όπου και θα έπαιρνε το χριστουγεννιάτικο γεύμα του παρέα με την Σουζάνα και την μητέρα της.
Σε μια από τις σπάνιες χρόνιές, ίσως να δεχόταν και την επίσκεψη της μητέρας του. Γνωρίζοντας όμως, ότι η συμπάθεια της για την Σουζανα και ειδικά για την κυρία Μάρλοου, ήταν πολύ κάτω του μετρίου, δεν ήθελε να την πιέζει με γεύματα και δείπνα, αν και επιθυμούσε όσο τίποτε άλλο, να περνάει τα Χριστούγεννα μαζί της.
Μετά το γεύμα ακολουθούσε μια μικρή ανταλλαγή δώρων. Στην πραγματικότητα δεν είχε ποτέ διάθεση να αγοράζει κάτι για την Σουζάνα.Γι'αυτό και πάντα κατέληγε σε μια εύκολη λύση, που τον έβγαζε από την άβολη θέση να φανεί αγενής. Της αγόραζε πάντα κάποιο βιβλίο.Τίποτε παραπάνω, τίποτε λιγότερο.
Σε αντίθεση με την Σουζάνα που πάντα άστραφτε όταν του έδινε το δώρο του, κάθε χρονιά κάτι νέο και αρκετά ακριβό. Μια μεταξωτή γραβάτα, μια ολοκαίνουργια πένα, ακόμη και χρυσά μανικετόκουμπα κάποια χρονιά.
Τίποτε από όλα αυτά όμως δεν τα χρησιμοποίησε, ούτε μία φορά.Απλώς τα δεχόταν με ένα τυπικό ευχαριστώ και τα έβαζε βαθιά μέσα σ' ένα κουτί στην ντουλάπα του.
Την στιγμή που σηκώθηκε από τον καναπέ έτοιμος να φορέσει το παλτό του και να φύγει, ακούστηκε ένα χτύπημα στην πόρτα του καμαρινιού.
-Τέρενς?!
-Έλα μέσα Ρόμπερτ.
Η καφέ μικρή πόρτα άνοιξε και η επιβλητική παρουσία του Ρόμπερτ Χάθαγουέη γέμισε το στενό χώρο.
- Α, βλέπω είσαι έτοιμος να φύγεις...
Ο Τέρρυ απλώς ένευσε καταφατικά και ο σκηνοθέτης και παραγωγός του Μπρόντγουει συνέχισε.
- Εξαιρετική εορταστική παράσταση Τέρενς! Για ακόμη μια χρονιά η Νέα Υόρκη, επέλεξε το θέατρο μας! Ήσουν υπέροχος όπως πάντα!
- Σ' ευχαριστώ Ρόμπερτ,χαίρομαι που οι κόποι σου ανταμείφθηκαν.
- Οι κόποι όλων μας...
Ο Τέρρυ συμφώνησε με το βλέμμα του.
- Λοιπόν, θα πας να πάρεις την Σουζάνα ή θα μας βρει στο πάρτι του δημάρχου?
- Όχι Ρόμπερτ δεν νομίζω...
- Τέρενς μη μου πεις ότι θα αρνηθείς την πρόσκληση του δημάρχου, όλος ο θίασος θα είναι εκεί απόψε.
- Λυπάμαι, αλλά θα αρνηθώ, είπε ο Τέρρυ κάνοντας μια μικρή παύση και συνέχισε, άλλωστε...η Σουζάνα δεν αισθάνεται πολύ κάλα...
- Κάτι ανησυχητικό ? ρώτησε ο Ρόμπερτ θορυβημένος.
Ο Τέρρυ έφερε το χέρι του και έτριψε για μια στιγμή κουρασμένος το μέτωπο του.
- Για να σου πω την αλήθεια δεν ξέρω...έχει εδώ και λίγο καιρό που δεν νιώθει καλά, είναι μόνιμα εξαντλημένη και αδιάθετη...
- Δεν την είδε ο γιατρός της.?
- Όχι... όχι ακόμη.
- Τέρενς θα σε συμβούλευα να την επισκεφθεί κάποιος γιατρός το συντομότερο δυνατόν, αλλά είμαι σίγουρος ότι θα το φροντίσεις.
- ...η ίδια το ανέβαλε εξαιτίας των γιορτών, απάντησε ο νεαρός ηθοποιός με τυπικότητα, χωρίς ίχνος απολογίας.
Ο Ρόμπερτ έμεινε για λίγο σκεφτικός.Άνοιξε την πόρτα και γυρνώντας στον πρωταγωνιστή του είπε,
-..τότε λοιπόν σε χαιρετάω...καλή ξεκούραση και περαστικά στην Σουζάνα.Καλά Χριστούγεννα Τέρενς!
- Ευχαριστώ Ρόμπερτ, επίσης.
Η πόρτα έκλεισε και ο Τέρρυ έμεινε μόνος, πάλι.
Φόρεσε το σκούρο γκρι παλτό του.Πήρε στα χέρια του το καπέλο και τα γάντια του και κλείνοντας το φώς στο καμαρίνι του, άνοιξε την πόρτα και βγήκε με αργά σταθερά βήματα.
Πέρασε από την πίσω έξοδο του θεάτρου, όπως έκανε πάντα κάθε μέρα όλα αυτά τα χρόνια. Το βραδινό κρύο της χιονισμένης Νέας Υόρκης, τον χτύπησε στο πρόσωπο. Το δέχτηκε με ευχαρίστηση. Στην γωνία του μικρού στενού πίσω από το θέατρο, το αυτοκίνητο και ο οδηγός του, τον περίμεναν στωικά.
Σήμερα όμως δεν είχε όρεξη να επιστρέψει στο διαμέρισμα με το αμάξι, ήθελε να περπατήσει. Δεν ήταν μόνο για να κερδίσει χρόνο από τα "καλά χριστούγεννα" με την Σουζάνα.Ήθελε επίσης να καθαρίσει και το μυαλό του, από μια ακατανίκητη επιθυμία πού του έτρωγε τα σωθικά...για αλκοόλ.
Έτσι καληνύχτισε τον οδηγό του, ευχόμενος καλά χριστούγεννα και δίνοντας του άδεια δύο ημερών, την οποία ο σοφέρ δέχτηκε με χαρά.
Είδε το Ford coupe του,μοντελο του '25,να απομακρύνεται και ανασηκώνοντας τον γιακά από το παλτό του, άρχισε να βαδίζει αργά στους παγωμένους δρόμους της πλανεύτρας πόλης, που ζούσε τα τελευταία χρόνια.
Σχεδόν μια δεκαετία κόντευε. Μια δεκαετία που αν τον ρωτούσε κάποιος γιατί πέρασε τόσο γρήγορα, απλώς θα απαντούσε ότι ήταν...κενή. Δέκα κενά χρόνια της ζωής του. Δέκα χρόνια ζωής που γέμιζαν μόνο με ρόλους και παραστάσεις.
Δέκα χρόνια χριστούγεννα που δεν γιόρταζε...δέκα χρόνια που αυτή είχε φύγει από την ζωή του.
Στα εικοσιεφτά του, ο Τέρενς Γκράχαμ Γκράντζεστερ, ένιωθε ότι είχε ζήσει τα τριπλά χρόνια, από όσα πραγματικά κουβαλούσε πάνω του. Το σώμα του σε αυτά τα δέκα χρόνια είχε αποκτήσει μια ολοκληρωμένη αρρενωπή μορφή.
Ψηλός με δυνατούς μυς και γεμάτος ενέργεια για να αντεπεξέλθει στις απαιτήσεις κάθε ρόλου. Είχε από καιρό κόψει τα μαλλιά του, αφήνοντας πίσω και το τελευταίο ίχνος εφηβείας εκείνη την ημέρα, αλλά από καιρό σε καιρό τα άφηνε να μεγαλώσουν λίγο παραπάνω από όσο το επέτρεπαν οι τάσεις της μόδας...σε θύμηση μιας άλλης εποχής. Μιας εποχής που ονειρευόταν δυο μικρά λευκά χεράκια να περνάν ανάμεσα από τις καστανές του αφέλειες...
Ναι, ο Τέρενς Γκράχαμ Γκράντζεστερ, είχε γίνει ένας πραγματικά πολύ όμορφος άντρας, που και χωρίς την διασημότητα του, σίγουρα δεν θα περνούσε απαρατήρητος από το αντίθετο φύλο.
Ναι,βέβαια εξωτερικά έδειχνε ένας αστραφτερός εικοσιεφτάχρονος άνδρας, εσωτερικά όμως...
Ο ίδιος μόνο γνώριζε ότι η ψυχή του...η ψυχή του ήταν τόσο κουρασμένη, που ειρωνικά μέσα στο μυαλό του, πολλές φορές παρομοίαζε τον εαυτό του με τον Ντόριαν Γκρέη...
Αφήνοντας πίσω του το στολισμένο Μπρόντγουει και τα θέατρά του, και σκεπτόμενος όλα αυτά, δεν μπορούσε να μην παρατηρήσει τα γιορτινά φωταγωγημένα παράθυρα των σπιτιών. Τις οικογένειες που ήταν μέσα στα ζεστά τους σπιτικά, γιορτάζοντας με χαρά το αποψινό βράδυ.
Από παιδί ακόμη δεν πολυσυμπαθούσε τα χριστούγεννα.
Πότε δεν θυμόταν τον εαυτό του, να χάρηκε αληθινά για κάποια χριστούγεννα. Όλες του οι μνήμες γι'αυτά ήταν η γκρίνια της δούκισας του Γκράντζεστερ, ότι πήγαινε στο κρεβάτι του νωρίς για ύπνο, αν και γιορτινή μέρα, και ότι την επόμενη απλώς έβρισκε κάποιο δώρο από τον πατέρα του κάτω από το δέντρο. Πότε όμως κάτι που είχε ζητήσει ο ίδιος ή επιθυμούσε.
Αργότερα τα χρόνια που άρχισε να φοιτεί στο κολέγιο του Αγίου Παύλου, προτιμούσε να περνάει τα γιορτινές μέρες εκεί, μόνος του στο δωμάτιο του. Ακόμη και η παρουσία των μοναχών, ήταν λιγότερο ενοχλητική από την μητριά και τα θετά αδέρφια του. Δεν επέστρεφε στο σπίτι για τα χριστούγεννα, είχε καταλήξει πλέον στο συμπέρασμα ότι τίποτε δεν θα άλλαζε, και το σπουδαιότερο, ποτέ δεν θα ένιωθε την οικογενειακή χριστουγεννιάτικη θαλπωρή που τόσα άλλα παιδιά είχαν.
Την πρώτη φορά στην ζωή του, που πραγματικά σκέφτηκε ότι θα περνούσε όμορφα χριστούγεννα, ήταν μετά από εκείνο το καλοκαίρι στην Σκωτία.Με την έναρξη του νέου σχολικού έτους και έχοντας περάσει το ωραιότερο καλοκαίρι της ζωής του με την Κάντυ, η μόνη σκέψη του ήταν τα επόμενα χριστούγεννα, που θα τα γιόρταζαν για πρώτη φορά παρέα.
Πόσες ώρες είχε περάσει κάνοντας όνειρα για εκείνα τα χριστούγεννα,στο νεανικό ερωτευμένο του μυαλό δεν είχε καν σκεφτεί ότι η Κάντυ μπορεί να επέστρεφε στην Αμερική για τις γιορτές. Μέσα στα όνειρα και τις σκέψεις του είχε βρει μέχρι και τι δώρο θα της αγόραζε και φανταζόταν το λαμπερό της χαμόγελο την στιγμή του θα της το έδινε.
Τίποτε απ' όλα αυτά όμως δεν είχε συμβεί, γιατί παραπλανήθηκαν και πέσανε θύματα της σκευωρίας ενός άθλιου πλουσιοκόριτσου.
Και τότε ήταν η πρώτη φορά που την έχασε.
Όταν την ξαναβρήκε βέβαια και η ελπίδα ξαναγεννήθηκε μέσα του, έτσι και η ψυχή του έλαμψε για τον ερχομό των επόμενων χριστουγέννων.
Τα είχε σκεφτεί όλα.Μέχρι την τελευταία λεπτομέρεια. Ο ρόλος του Ρωμαίου, του είχε εξασφαλίσει την οικονομική άνεση, όχι μόνο να της στείλει το εισιτήριο χωρίς επιστροφή, αλλά και την αγορά του χριστουγεννιάτικου δώρου της.
Γιατί μπορεί να ήταν τον Νοέμβριο η πρεμιέρα του έργου, αλλά ο Τέρρυ δεν είχε κανένα σκοπό να αφήσει την Κάντυ να φύγει ξανά.Εκείνα τα χριστούγεννα που θα ερχόταν, ήταν δικά τους.
Εκείνα τα χριστούγεννα θα της έδινε το μικρό δαχτυλίδι, που θα την έκανε για πάντα δική του.' Ενα μικρό δαχτυλίδι, που το στόλιζε ένας μικρός χρυσός ασφόδελος και στο κέντρο του είχε ένα μικρό σμαράγδι. Τόσο πράσινο και φωτεινό σαν τα δυο σμαραγδιά λαμπερά της μάτια.
Αλλά ούτε εκείνα τα χριστούγεννα δεν ήρθαν ποτέ...τίποτε απ' όσα είχε σχεδιάσει και ονειρευτεί δεν έγιναν, εξαιτίας του ατυχήματος...και εκείνη την φορά την έχασε για πάντα. Τα χριστούγεννα χαθήκαν μαζί της και χρόνο με τον χρόνο ο Τέρρυ ένιωθε να ασφυκτιεί στην ιδέα των χριστουγέννων.
Απόψε όμως καθώς περπατούσε και σκεφτόταν όλα εκείνα τα χριστούγεννα που είχε χάσει μαζί της και όλα αυτά που θα μπορούσε να είχε μοιραστεί, τον έκαναν να βυθίζεται όλο και πιο κάτω στο κενό της ψυχής του.
Με μια βαθιά ανάσα, σταμάτησε και έβγαλε ένα τσιγάρο από την ασημένια ταμπακέρα του. Το άναψε και χαμογέλασε αμυδρά... πόσο επιθυμούσε εκείνη την στιγμή να την δει να τον μαλώνει.... μικρές συνήθειες που είχε αφήσει το στίγμα της.
Άρχισε να περπατάει ξανά, όταν ένιωσε μια σκιά να περνάει δίπλα του και τον έκανε να γυρίσει προς τα πίσω.Τίποτε, δεν είδε τίποτε. Πήγε να στρίψει το κεφάλι του και να συνεχίσει τον δρόμο του όταν...
Μια μικρή πράσινη λάμψη του τράβηξε την προσοχή.
Ο δρόμος ήταν σκοτεινός και είχε τυλιχτεί από την βραδινή ομίχλη, εμποδίζοντας τον να διακρίνει κάτι συγκεκριμένο.
Πλησίασε λίγο στο σημείο που εμφανίστηκε η λάμψη και τότε είδε με έκπληξη να τον διαπερνούν δυο πράσινα λαμπερά μάτια.!
Έμεινε ασάλευτος...κοιτώντας αυτά τα δυο φωτεινά σμαράγδια, και τότε πετώντας το τσιγάρο του κάτω, έκανε ένα βήμα μπροστά σαν μαγεμένος.
Η πράσινη ματιά έδειξε δισταχτική και φάνηκε να κάνει ένα βήμα πίσω.Προσπαθώντας να μην την τρομάξει, κρατώντας την ανάσα του έμεινε πάλι ακίνητος, περιμένοντας.
Η μικρή φιγούρα βλέποντας τον Τέρρυ να στέκεται υπομονετικά ασάλευτος, έκανε δυο -τρία βήματα προς το μέρος του. Με λαχτάρα την είδε να τον πλησιάζει, και καρδιοχτυπώντας, της έδωσε τον χώρο, να τον φτάσει αυτή.
Όταν ήταν αρκετά κοντά, έσκυψε προσεχτικά προς το μέρος της και άπλωσε το χέρι του τρυφερά.Εκείνη έγειρε το κεφάλι της αργά και τον άφησε να την αγγίξει με τα μακριά ζεστά του δάχτυλα.Έμειναν έτσι, για λίγο, απολαμβάνοντας την στιγμή, όταν ο Τέρρυ αποφάσισε να γίνει πιο τολμηρός και ανοίγοντας τα χέρια του, της έδειξε ότι την ήθελε στην αγκαλιά του.
Με μια γρήγορη κίνηση που τον ξάφνιασε ευχάριστα, πήδηξε στην αγκαλιά του και χώθηκε εκεί, κουρνιάζοντας.
Έκπληκτος και χαρούμενος, την σήκωσε ψηλά και κοίταξε τα όμορφα καταπράσινα μάτια της.
- ...μικρέ...μικρέ μου ταρζάν, μουρμούρισε και έφερε απαλά την μύτη του, κοντά στην δική της.
Καθώς την απομάκρυνε αργά από το πρόσωπο του, δεν μπόρεσε να μην προσέξει τις μικρές διάσπαρτες πιτσιλιές κοντά στην μυτούλα της και την ξανθιά απαλή της κόμη
-.....Κάντυ, ψιθύρισε σιγά και τότε παρατήρησε ότι έτρεμε. - ...έχεις ξεπαγιάσει το ξέρεις..., της είπε τρυφερά καθώς την τύλιγε μέσα στην αγκαλιά και την ζέστη του παλτού του.
-..πάμε σπίτι, είπε αργά και άρχισαν να βαδίζουν αγκαλιά.
" Θα βρω μεγάλο μπελά..." σκέφτηκε ο Τέρρυ διασκεδάζοντας με την ίδια του την σκέψη και χαμογέλασε, όπως δεν είχε χαμογελάσει εδώ και πολύ καιρό.
Την στιγμή που άνοιξε την πόρτα του διαμερίσματος του, έσκυψε σιγά και της ψιθύρισε στο αυτί....
- ...τώρα κάνουμε ησυχία...
Τον κοίταξε με τα πελώρια πράσινα μάτια της, δείχνοντας τρομοκρατημένη, και προσπάθησε να φύγει από την αγκαλιά του.
Την κράτησε πιο σφιχτά....
- ....σςςς όλα θα πάνε καλά...
Την χάιδεψε απαλά στο κεφάλι και της χαμογέλασε όταν άκουσε την φωνή της Σουζάνας από μέσα.
- Τέρρυ??!!!! Τέρρυ γύρισες??!!!
Πήγαν σιγά στο σαλόνι, όπου βρήκαν την Σουζάνα να κάθεται δίπλα στο παράθυρο.
- Καλησπέρα Σουζάνα.
- Καλησπ.....Τέρρυ???!!!! φώναξε όλο έκπληξη και απορία η Σουζάνα βάζοντας το χέρι στο στόμα προσπαθώντας να κρύψει την κραυγή της, αλλά ήταν ήδη πολύ αργά. Ο Τέρρυ την κοίταζε ατάραχος.
-...Τερ....Τέρρυ...τι κάνει αυτή εδώ...?!!, είπε ταραγμένη η Σουζάνα κοιτώντας τους έτσι όπως ήταν αγκαλιά.
- Ήρθε να μείνει μαζί μου...της απάντησε άχρωμα.
- Τι θα πει ήρθε να μείνει μαζί σου...?
- Αυτό που άκουσες Σουζάνα.
- ...πως... πότε..., σχεδόν τραύλισε
- Τώρα που γυρνούσα από το θέατρο, την βρήκα να με περιμένει...είχε ξεπαγιάσει όπως βλέπεις.
-..μάλιστα...είπε η Σουζάνα γεμάτη νεύρα, δεν φαντάζομαι να μείνει καιρό... συμπλήρωσε νιώθοντας να χάνει εντελώς τον έλεγχο του εαυτού της.
Ο Τέρρυ μειδίασε κάπως....αχ! πόσο το διασκέδαζε τελικά όλο αυτό! Τελικά αυτά τα χριστούγεννα, έπαιρναν μια τροπή που ποτέ δεν θα το φανταζόταν!
- Τέρρυ! ξαναφώναξε η Σουζάνα, νομίζεις ότι είναι δυνατόν να μείνει εδώ?!!
Την κάρφωσε με το βλέμμα του ψυχρά.
- Η Κάντυ θα μείνει εδώ. Εδώ είναι το σπίτι της.... τώρα, της απάντησε τελικά πολύ ήρεμα.
- Η Κάντυ???!!! Η Κάντυ???!!!!, σχεδόν ούρλιαξε η Σουζάνα.....Η Κάντυ???!!! Ονόμασες την αδέσποτη γάτα που βρήκες, Κάντυ???!!!!
" Γιατί θα μπορούσα να την ονομάσω αλλίως..?!....από την πρώτη στιγμή που αντίκρισα αυτά τα δύο πράσινα ματάκια, ήξερα το όνομα της...", σκέφτηκε ο Τέρρυ ευτυχισμένος,αλλά τίποτε απ΄ όλα αυτά δεν τα είπε στην Σουζάνα.Απλώς της έριξε ένα ειρωνικό χαμόγελο και ξεκίνησε για το δωμάτιο του.
- Τέρρυ!!!! Τέρρυ που πάς?!!! ρώτησε ακόμη αφηνιασμένη η Σουζάνα.
- Η Κάντυ και γώ είμαστε πολύ κουρασμένοι, πάμε να κοιμηθούμε...,της απάντησε χωρίς κάν να γυρίσει να την κοιτάξει.
- Τέρρυ!!!! Ξέρεις ότι δεν θέλω ζώα μέσα στο σπίτι και ειδικά....γάτες!!!
- Καληνύχτα Σουζάνα.
- Τέρρυ!!! Δεν θέλω αυτή την γάτα μέσα στο σπίτι!!!
- Καλά Χριστούγεννα Σουζάνα.
- Τέρρυ.....!!!! Δεν τελείωσε εδώ αυτό το θέμα!! Τέρρυ ακούς?!!!....
Ο Τέρρυ όμως ήταν σα να είχε βάλει κερί στα αυτιά του. προχώρησε προς το δωμάτιο του αγκαλιά με την μικρή γάτα και πραγματικά διασκέδασε με την ψυχή του, καθώς έκλεινε την πόρτα πίσω του.
Την στιγμή που μπήκε στην κρεβατοκάμαρα του, η γάτα πήδηξε από την αγκαλία του, στο κρεβάτι του και από 'κει στο γραφείο του.
- Άρχισες κιόλας τις ταρζανιές?! την ρώτησε χαρούμενος, καθώς καθόταν στην καρέκλα του γραφείου του για να την παρατηρήσει πιο καλά.
Ήταν μικροκαμωμένη και τα όμορφα σμαραγδιά της μάτια, έβγαζαν σπίθες, όλο ζωντάνια.Σαν να μην έφτανε αυτό, η γούνα της ήταν κατάξανθη και μικρές διάσπαρτες καφέ πιτσιλιές ήταν απλωμένες ένα γύρω από την ροζ μικρούλα μύτη της. Ακριβώς σαν φακίδες....
Με ένα μικρό νιαούρισμα, μετά που περιεργάστηκε όλα τα αντικείμενα επάνω στο γραφείο του, κάθησε επάνω στο δερμάτινο σεκρετέρ του και άρχισε να τον κοιτάει το ίδιο διαπεραστικά, όπως τότε στο στενάκι που την βρήκε.
-.... θα κατάλαβες μάλλον ότι η άλλη θηλυκιά του σπιτιού δεν σε θέλει....της είπε σχεδόν απολογιτικά ο Τέρρυ και για απάντηση πήρε ένα θυμωμένο γρύλισμα από την γάτα, δείχνοντας ότι είχε αντιπαθήσει το ίδιο και αυτή, την Σουζάνα.
Ο Τέρρυ γέλασε με την καρδιά του, με την αντίδραση της γάτας και τότε μια ιδέα του πέρασε από το μυαλό...
-.... ωχ!... εσύ θα πρέπει να πεινάς!.... αν μοιάζεις και με την προκάτοχο του ονόματος σου....είπε λίγο τρυφερά, θα πρέπει να πεινάς πάρα πολύ!! συμπλήρωσε πειραχτικά.
Την είδε να ξεφυσάει και τότε σηκώθηκε από την καρέκλα του.
- ...να είσαι φρόνιμο κορίτσι...Κάντυ! Πάω να ετοιμάσω το χριστουγεννιάτικο μας δείπνο!
Επέστρεψε στο δωμάτιο του πέντε λεπτά αργότερα, με ένα ζεστό φλυτζάνι τσάι γι'αυτόν και ένα πιατάκι γάλα γι' αυτήν.Προς έκπληξη του όμως την είδε να κοιμάται του καλού καιρού επάνω στο μαξιλάρι του κρεβατιού του.
Ακούμπησε το χριστουγεννιάτικο δείπνο τους επάνω στο γραφείο του και με αθόρυβα βήματα πήγε και ξάπλωσε στο κρεβάτι δίπλα της.
Νιώθωντας την παρουσία του στο λεπτό,ενστικτωδώς ξύπνησε.Αφού τεντώθηκε καλά, με ελαφρά βήματα σκαρφάλωσε στο φαρδύ στέρνο του και του έριξε μια γλειψιά στην μύτη, γαργαλώντας τον.Έπειτα πήγε και κουλουριάστηκε επάνω στο επίπεδο στομάχι του, γουργουρίζοντας.
Ο Τέρρυ ένιωσε την ζέστη της μικρής γάτας να απλώνεται σε όλο του το σώμα και να φτάνει βαθιά μέσα στην ψυχή του.Έκλεισε τα ζαφειρένια μάτια του και το ηλιόλουστο όμορφο πρόσωπο ενός ξανθού κοριτσιού, ήρθε σαν οπτασία στο νού του.
Την ώρα που άφηνε τον εαυτό του στην αγκαλιά του Μορφέα, ένα όνειρο σχηματίστηκε.... και η Κάντυ χαμογελαστή κάτω από ένα φωτεινά στολίσμενο χριστουγεννιάτικο δέντρο...του άπλωνε το χέρι της...
"....Τέρενς Γκράχαμ Γκράντζεστερ!.... έδωσες το όνομα μου σε μια γάτα..?!"
".....θα μπορούσα να το δώσω και σε μάιμού ξέρεις..."
" ...Τέρρυ!!!..." διαμαρτυρήθηκε με τον χαρακτηριστικό της τόνο.
".... μα σου μοιάζει τόσο πολύ....είναι και αυτή φακιδομούρα!..."
"....Τέρρυυυ!!! Δεν θα αλλάξεις ποτέ?!..." τον μάλωσε δήθεν πειραγμένη, χαμογελώντας και ο Τέρρυ γέλασε με την ψυχή του...γέλασαν και οι δύο, όταν ξαφνικά είδε τον εαυτό του να σοβαρεύει....
"....Κάντυ....Κάντυ μου λείπεις..." της είπε σιγά και δάκρυα είδε να βγαίνουν από τα αγαπημένα πράσινα μάτια της....
"....μη...μην κλαις σε παρακαλώ...μην κλαις...."
" ....δεν κλαίω από λύπη Τέρρυ.... χαίρομαι.... χαίρομαι που το δωρό μου σου άρεσε....", το πρόσωπο της έλαμπε σαν ήλιος....
" ...το δώρο σου...?!..."
Την είδε ξαφνικά να χάνεται από μπροστά του.Όχι στα όνειρα του ήταν δική του, δεν θα την άφηνε να φύγει έτσι απλά!
"...μη....φεύγεις...Κάντυ...", τέντωσε το χέρι του να την πιάσει αλλά τον σταμάτησε...
"....να έχεις ελπίδα Τέρρυ...κάποια χριστούγεννα θα είναι δικά μας...."
" ...Κάντυ..."
" Καλά Χρίστουγεννα Τέρρυ μου!"....και την είδε να χάνεται μέσα σε μια θάλασσα από αστέρια....
" ...Καλά Χριστούγεννα Κάντυ..."
- Σ' ευχαριστώ... μουρμούρισε μέσα στον ύπνο του, νιώθωντας την ελπίδα να γεννιέται στην καρδιά του, και για πρώτη φορά μετά από πολλά χρόνια κοιμήθηκε ευτυχισμένος που η επόμενη μέρα ήταν Χριστούγεννα.
Άνοιξε τα μάτια του μια σταλιά και ένα μικρό νιαούρισμα ακούστηκε, κάπου χαμηλά στα γόνατά του.Ζαλισμένος ακόμη από τον ύπνο,προσπαθώντας να εστιάσει το βλέμμα του, είδε δύο μικρά άσπρα χεράκια να σηκώνουν τον καφετί chesire γατό από την αγκαλία του και μια μικρή φωνούλα να χασκογελάει...
- σςςς... σιγά....
- ....σιγά κάνω....
-....πρόσεχε....θα ξυπνήσεις τον παππού σου....
-....προσέχω καλέ γιαγιά....
-....άντε πάρε τον Τίγρη μέσα...θα έρθω και γώ σε λίγο....
Ο εξάχρονος καστανός μικρούλης, κοίταξε την γιαγιά του με τα πελώρια πράσινα μάτια του και πατώντας στις μύτες των ποδιών του, βγήκε από το δωμάτιο αγκαλία με τον γάτο.
Η ξανθιά λεπτοκαμωμένη κυριά, πήρε προσεχτικά το ανοιχτό βιβλίο από το χέρι του συζύγου της, προσπαθώντας να μην τον ξυπνήσει.Με αργές τρυφερές κινήσεις, τον σκέπασε με μια μάλλινη ζεστή κουβερτούλα και πλησίασε το πρόσωπο του για να αφαιρέσει τα γυαλιά του, όταν.... ένιωσε να χάνει την ισορροπία της και να πέφτει επάνω του χωρίς την θέληση της!
Έβγαλε μια κραυγή που όμως πνίγηκε από το στόμα του άντρα της και το φιλί του!Γούρλωσε τα μάτια της μη πιστεύοντας αυτό που γινόταν και σπρώχνοντας τον πίσω, πήρε μια βαθιά ανάσα!
- Τέρρυ!!!!!
Ο Τέρρυ είχε ξεκαρδιστεί στα γέλια, αλλά συνέχιζε να κρατάει σφιχτά στην αγκαλιά του την γυναίκα του.
- ...είσαι...είσαι.... , άρχισε να του λέει εκνευρισμενη....τόση ώρα είσαι ξύπνιος και κάνεις τον ψώφιο κοριό?!
-.... γιατί όχι.... να έχανα την ευκαιρία να με περιποιήθει η γυναίκα μου?! χαζός είμαι?! της απάντησε κλείνοντας πονηρά το μάτι του αλλά συνέχισε....- άσε ότι έτσι κατάφερα να μείνω μόνος μαζί σου επιτέλους!
- Καλά δεν ντρέπεσαι Τέρρυ?!...!!
-...ουφ....έχει πολύκοσμία αυτές τις μέρες το σπίτι...εγώ φταίω?!
- Τέρενς Γκράχαμ Γκράντζεστερ!!! Οτι ήρθαν τα παιδιά και τα εγγόνια σου για τα χριστούγεννα το λες πολυκοσμία?!
Πλησίασε τα χειλή του στο πρόσωπο της και φίλησε απαλά την άκρη της μύτης της.
-....με συγχωρείς...?
Τον κοίταξε γλυκά μέσα στα δυό όμορφα γαλαζοπράσινα μάτια του....πότε δεν μπορούσε στα αλήθεια να του θυμώσει.Χάιδεψε με τα ακροδάχτυλα της τον γκρίζο κρόταφο του...
-....λες και δεν ξέρεις....
-... ναι, ξέρω, της απάντησε τρυφερά....με την ευκαιρία, είπε και έβαλε το χέρι του στην δεξιά τσέπη της ρομπ ντε σαρπ του...
Τον κοίταξε παραξενεμένη....
-...πειράζει να σου δώσω το δώρο σου λίγο πιο νωρίς...?, συμπλήρωσε βγάζοντας από την τσέπη του ένα μικρό κόκκινο κουτάκι.
- ω! Τέρρυ....
Η Κάντυ πήρε στα χέρια της το μικρό βελούδινο κουτί, και ανοίγοντας το αντίκρισε μαγεμένη, ένα πανέμορφο δαχτυλίδι αντίκα, το οποίο στόλιζε ένας χρυσός σμαραγδένιος ασφόδελος...
-.... κάποτε ...σαν σε όνειρο,ίσως και να ήταν όνειρο.... ένα ξανθό....φακιδομούρικο....γελαστό κορίτσι.....μου έκανε ένα ξεχωριστό δώρο... μου είπε να μην χάνω ποτέ την ελπίδα μου για τα χριστούγεννα....
Αυτό...., είπε ο Τέρρυ περνώντας το δαχτυλίδι στο χέρι της γυναίκας του,....είναι για τα τριάντα υπέροχα χρόνια χριστούγεννα και την ελπίδα...που μου χάρισες Κάντις Γουάιτ Γκράντζεστερ....
-...... αχ Τέρρυ....ψιθύρισε η Κάντυ συγκινημένη και ένα δάκρυ ευτυχίας κύλησε στο μάγουλο της...
- Καλά Χριστούγεννα αγάπη μου! της είπε σκουπίζοντας απαλά με τον δείκτη του, το δάκρυ της...
- Καλά Χριστούγεννα Τέρρυ μου!, ευχήθηκε χαμογελαστή η Κάντυ αστράφτοντας από χαρά,και αφαίθηκε στο ζεστό φιλί του άντρα της.
ΚΑΛΑ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ!!!!!!!
Απ: Χριστουγεννιάτικα Τερρο-φικ 2012
23:59
Παραμονή πρωτοχρονιάς.... ακόμα κι εδώ ακούγεται ο απόηχος της σάλας. Δεν θέλει και πολύ προσπάθεια για να φανταστώ την πρωτοχρονιάτικη γιορτή. Όλα θα είναι φανταχτερά και ξιπασμένα, οι άντρες-πιγκουίνοι στα σμόκιν τους, οι κυρίες ασφυχτικά κλεισμένες στον κορσέ τους. Τα στολίδια θα φωτίζουν τη σάλα και τα πρόσωπα, η σαμπάνια θα ρέει άφθονη σε κρυστάλλινα ποτήρια. Οι περισσότεροι θα έχουν ήδη ζαλιστεί και θα φλερτάρουν χορεύοντας. Οι νότες του τάνγκο φτάνουν μέχρι το κατάστρωμα. Τρυπώνουν στην ομίχλη σε μια προσπάθεια να σπάσουν με το πάθος τους το σκοτάδι και το ψύχος του ωκεανού. Μάταια.... Η ομίχλη και η σκοτεινιά είναι η πραγματικότητα, η ευθυμία και τα γλέντια τους το ψέμα.
Αλήθεια ποιος μπορεί να πιστέψει ότι όλοι παραληρούν από χαρά γιατί μεγαλώνουν έναν χρόνο; Ανεγκέφαλοι πίθηκοι, που τραγουδάνε κάλαντα σε κάθε γειτονιά, μεγάλα οικογενειακά δείπνα, ζεστές αγκαλιές και πειράγματα μπροστά από τις κάλτσες του Αγιο Βασίλη, ανάμεσα σε κορδέλες και σκισμένα χαρτιά περιτυλίγματος....
Ψεύτη! Ψεύτη! Ποιόν προσπαθείς να κοροϊδέψεις Γκράντσεστερ;;;; Ποιος είναι ο ανόητος εδώ; Ποιος γέμισε τις βαλίτσες του ελπίδες και όνειρα για να διασχίσει τον ωκεανό; Πες το! Ήθελες ΑΥΤΑ τα Χριστούγεννα! Εσύ.. Ο αγενής, ο κακότροπος, το μίασμα της ιερής οικογένειας Ο μπάσταρδος διάδοχος των Γκράνστεστερ.. Πες το! Υγρά σύννεφα σε κυκλώνουν και σε σκεπάζουν ολόκληρο, η αγκαλιά τους θα σε κρύψει, κανείς δε θα το μάθει...
Ήθελα να νιώσω τα Χριστούγεννα φέτος, για μία και μοναδική φορά ίσως. Ζεστή σοκολάτα μπροστά από το τζάκι, δώρα κάτω από το δέντρο και ΑΥΤΗ! Η ζεστή αγκαλιά της μάνας, το χαμόγελό της, η αίσθηση ότι κάπου ανήκω, ότι υπάρχει μια οικογένεια και για μένα. Ναι, διέσχισα τον ωκεανό για χάρη τους, για χάρη της. Θα άνοιγε την πόρτα της και την καρδιά της. Θα σβήναμε το χρόνο, μαζί θα ξεκινούσαμε μια νέα χρονιά, μια νέα ζωή, το δικό μας θαύμα των Χριστουγέννων
« Τέρρυ παιδί μου, πολυαγαπημένο μου παιδί. Αν ήξερες πόσο μου έλειψες! Πόσο λαχταρούσα τη μέρα που θα γύριζες σπίτι μας, για να είμαστε πάλι μαζί».
Ανόητε, ανόητε Τέρενς. Ποιος τελικά νομίζεις ότι είσαι; Μια μουτζούρα στην άψογη ζωή της, ένα λάθος που δε θέλει να θυμάται.
"Τέρρυ πρέπει να φύγεις. Υποσχέσου ότι δεν θα πεις σε κανέναν πως είσαι γιος μου. Κανένας, ποτέ δεν πρέπει να μάθει ότι είσαι δικό μου παιδί! Τέρρυ, σκέψου την θέση σου, σκέψου την καριέρα μου!!!!"
Το χριστουγεννιάτικο δώρο του μπάσταρδου.... Αυτό μόνο μου άξιζε, δεν έπρεπε να περιμένω τίποτα περισσότερο
Ο χρόνος γύρισε, η ομίχλη πύκνωσε.... μόνος πάντα μόνος, σε μια ζωή γκρίζα και ανούσια. Ας μπορούσα να διαλυθώ μες στην ομίχλη, ας μπορούσα να χαθώ μέσα στην αρμύρα και στην μυρωδιά...... του τριαντάφυλλου!!!!;;;;;;
- Ποιος είναι εκεί;;;;
- Συγγνώμη, αλλά μου φάνηκες τόσο λυπημένος..... Θέλησα να σου μιλήσω.....
ariel- Terry Total Freak
- Αριθμός μηνυμάτων : 16943
Points : 27383
Ημερομηνία εγγραφής : 06/11/2010
Ηλικία : 51
Τόπος : Gyth Argen
Χιούμορ : think so??
Απ: Χριστουγεννιάτικα Τερρο-φικ 2012
ΚΑΘΕ ΜΕΡΑ ΕΙΝΑΙ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ
Εκείνο το απόγευμα ήταν το τελευταίο των παραστάσεων. Την επομένη ήταν παραμονή Χριστουγέννων και είχαν κανονίσει με την Άννι και τον Άρτσι να πάνε για Χριστούγεννα σε ένα πανέμορφο τουριστικό θέρετρο σε βουνό, με σπίτια φτιαγμένα από ξύλο και ιδανικά για ήσυχες διακοπές, ώστε να χαρούν το χιόνι και για να φύγουν λίγο από την πόλη και τους ρυθμούς της.
Είχε δυο χρόνια να χιονίσει στην Ν. Υόρκη και να το στρώσει.
Η Κάντυ είχε κάνει ένα σωρό σχέδια για το πώς θα περάσουν τις γιορτινές μέρες. Μόλις χθες είχαν στολίσει και το χριστουγεννιάτικο δέντρο τους. Παρόλο που θα έλειπαν στις γιορτές, είχε φροντίσει να υπάρχει εορταστική ατμόσφαιρα στο σπίτι τους.
Ο Τέρρυ έπινε το τσάι του στο μικρό καθιστικό με το πολυγωνικό παράθυρο, προβάροντας το ρόλο του και ρεμβάζοντας τη θέα της πόλης από ψηλά.
Κοίταξε το ρολόι στον τοίχο. Είχε πάει πέντε και είκοσι και ως τις εφτά έπρεπε να ετοιμαστεί για το θέατρο.
Η Κάντυ δεν είχε επιστρέψει από τα τελευταία ψώνια. Οι ώρες που δούλευε στο νοσοκομείο ήταν αρκετές. Εκείνος είχε τις παραστάσεις καθημερινά και συναντιόντουσαν τα βράδια που επέστρεφε. Δεν του έφτανε. Ήθελε να είναι πιο πολύ μαζί της.
Ξαφνικά ένιωσε την επιθυμία να βγει να την ψάξει. Δεν ήξερε γιατί ένιωσε αυτή την παρόρμηση. . Περίπου δύο χρόνια είχαν περάσει από τη μέρα του γάμου τους. Δεν είχε λόγους πλέον να ανησυχεί. Τον αγαπούσε! Ποτέ δεν έπαψε να τον αγαπάει. Το ήξερε κι εκείνος. Μα ήταν κάτι τέτοιες στιγμές που έμενε αρκετές ώρες μόνος του κι ένιωθε να τον κυριεύει ο φόβος. Ο φόβος πως κάτι θα γίνει και θα την ξανά χάσει!
-Μα τι με πιάνει ώρες ώρες δεν καταλαβαίνω..; η φακιδομούρα μου δεν θα με ξανά άφηνε ποτέ.
Όχι μετά από όσα μας χώρισαν εκείνη τη φορά.. συλλογίστηκε ο Τέρρυ.
Την ίδια στιγμή άνοιξε η πόρτα του διαμερίσματος.
-Τέερρυυ.. Τέρρυ που είσαι; Ελπίζω να μην κοιμάσαι ακόμα υπναρά!
-Εδώ στο καθιστικό.. είπε ο Τέρρυ κι η καρδιά του αναθάρρησε με το άκουσμα της φωνής της.
-Κοίτα τι ψωνίσαμε με την Άννι! Σου πήρα ένα υπέροχο πουλόβερ. Που το έχω; Αα! Να το! Δεν είναι πολύ όμορφο; Τονίζει τόσο τα μάτια σου..
Αυτά τα μάτια που όταν με αντικρίζουν νομίζω πως ταξιδεύω..
-Χμμ.. μη μου πεις ότι σκέφτεσαι να μην έρθεις απόψε στο θέατρο; ε.. ταρζάν; Γι αυτό με καλοπιάνεις;
-εε.. όχι Τέρρυ.. δηλαδή.. εε.. να…
-Δεν υπάρχει περίπτωση! Θέλω να έρθεις μαζί μου απόψε. Μου το υποσχέθηκες!
-Ξέρεις.. σκέφτηκα να μείνω στο σπίτι, να ετοιμάσω τις βαλίτσες και μετά να έφτιαχνα κάτι ωραίο να φάμε και να σε περιμένω να γυρίσεις.
-Ναι και να σε βρω να κοιμάσαι στον καναπέ πάλι; Πάμε να ετοιμάσουμε μαζί τις βαλίτσες τώρα. Μετά θα έρθεις μαζί μου. Είπε ο Τέρρυ σχεδόν σοβαρός.
-Τι έχεις Τέρρυ; Δείχνεις κάτι να σε απασχολεί. Πες μου εμένα.. και τον κοιτάζει με τα σμαραγδένια μάτια της ανυπόμονα.
-Τίποτα. Δεν έχω τίποτα, αλήθεια.
-Τότε γιατί επιμένεις τόσο πολύ για απόψε;
-Πειράζει που θέλω να σε έχω συνέχεια δίπλα μου; Κάθε ώρα, κάθε στιγμή όπου κι αν βρίσκομαι σε θέλω δίπλα μου. Κάτι που μας το στερούν οι δουλειές μας. Και τώρα που έχεις άδεια από το νοσοκομείο δεν σκοπεύω να χάσω ούτε λεπτό.
-Τέρρυ.. κάνεις σαν παιδί ώρες ώρες.. εδώ είμαι.. κοίτα με.. ΔΙΠΛΑ ΣΟΥ! Τώρα και για πάντα!
Ο Τέρρυ ένιωσε να ηρεμεί και την έκλεισε στην αγκαλιά του δίνοντας της ένα δυνατό φιλί.
- Πάμε να ετοιμάσουμε τις βαλίτσες; Δεν θέλω να τα κάνεις μόνη σου. Μπορώ να σε βοηθήσω κι εγώ. Έχω ακόμα χρόνο και με τον ρόλο μου τελείωσα.
-Πάμε.
Ετοίμασαν τις βαλίτσες με την Κάντυ να του δείχνει και τα ψώνια που είχε κάνει.
Θα έλειπαν μέχρι τις 2 Ιανουαρίου. Τα εισιτήρια είχαν κλειστεί ήδη από τον Άρτσι.
Το επόμενο πρωί ξεκινούσαν τις χριστουγεννιάτικες διακοπές τους.
Όταν τελείωσε η παράσταση επέστρεψαν στο σπίτι και άναψαν το τζάκι. Ο Τέρρυ έβαλε λίγη μουσική να τον χαλαρώσει κι άνοιξε ένα μπουκάλι κόκκινο κρασί. Σέρβιρε σε δυο κρυστάλλινα κολονάτα ποτήρια. Τα πήρε και πήγε και κάθισε στο πάτωμα μπροστά από τη φωτιά .
Η Κάντυ πήγε να αλλάξει την τουαλέτα της. Σε λίγο επέστρεψε και κάθισε δίπλα του. Τσούγκρισαν τα ποτήρια τους και γεύτηκαν την υπέροχη γεύση του κρασιού.
Κάθισαν εκεί μέχρι τις πρώτες πρωινές ώρες συζητώντας τις διακοπές τους, που θα άρχιζαν σε λίγες ώρες. Τις είχαν κι δυο τόσο ανάγκη.
Το πρώτο μπουκάλι κρασί άδειασε γρήγορα και το ακολούθησε κι ένα δεύτερο. Έκανε πολύ κρύο εκείνο το βράδυ. Αλλά το αλκοόλ βοηθούσε αρκετά. Η Κάντυ ενώ δεν συνήθιζε να πίνει πολύ, εκείνο το βράδυ ήπιε αρκετά ποτήρια.
Όταν άνοιξε τα μάτια της η Κάντυ ήταν πια μεσημέρι.
Μεσημέρι!!;;;
Το πρωί έπρεπε να ταξιδεύουν!
-Τέρρρυ!!!!!!!! Ξύπνα!! Ξύπνα!!!
-εε.. τ.. τι συμβαίνει ταρζάν και φωνάζεις έτσι;
-Οι διακοπές! Τις χάσαμε.. κοίτα τι ώρα είναι! Μα γιατί δεν ξύπνησα εγώ;
-Σε ξύπνησα νωρίτερα αλλά δεν σηκωνόσουν με τίποτα. Κι έτσι έπεσα πάλι για ύπνο. Μάλλον θα φταίει το πέμπτο ποτήρι κρασί που ήπιες χθες βράδυ.. της είπε κοροϊδευτικά και μέσα από χασμουρητό ο Τέρρυ τεντώνοντας τα χέρια του νυσταγμένος..
-Τι;;; Και με άφησες να κοιμάμαι; Τέλος πάντων. Τι θα κάνουμε τώρα μου λες; Είναι παραμονή Χριστουγέννων και αποκλείεται να βρούμε άλλα εισιτήρια για να ταξιδέψουμε. Και η Άννι με τον Άρτσι θα μας περιμένουν. Πρέπει να τους ειδοποιήσουμε. Ωραία τα καταφέραμε.. τώρα θα μείνουμε μόνοι μας Χριστουγεννιάτικα στην πόλη και οι φίλοι μας θα είναι μακριά μας. Είπε κατσουφιασμένα η Κάντυ.
-Έλα εδώ γκρινιάρα μου.. (την αγκαλιάζει τρυφερά) μη μου στεναχωριέσαι. Απόψε θα σε πάω κάπου έξω να διασκεδάσουμε. Αύριο και μεθαύριο θα μείνουμε εδώ και μετά θα κοιτάξω να βρω εισιτήρια να πάμε να βρούμε τα παιδιά και θα περάσουμε μαζί τους τις υπόλοιπες μέρες μέχρι την Πρωτοχρονιά. Είσαι ευχαριστημένη;
-Ναι.. είμαι.. αλλά.. θα χάσουμε τα χιόνια..
Το βράδυ πήγαν σε ένα ακριβό ρεστοράν και δείπνησαν σε μια απόλυτα γιορτινή ατμόσφαιρα. Λαμπιόνια και διάφορα χριστουγεννιάτικα στολίδια έδιναν στην αίθουσα το κλίμα των ημερών.
Το κρύο είχε δυναμώσει. Λες και ετοιμαζόταν να…
- Χιονίζει!! Είπε η Κάντυ κοιτώντας έξω από το τζάμι του ρεστοράν.
-Να και τα χιόνια που ήθελες, είπε ο Τέρρυ χαμογελώντας της πειραχτικά.
-Είναι πολύ όμορφα απόψε Τέρρυ. Εδώ.. μαζί σου.. οι δυο μας..
-αα.. σου πέρασε λίγο η γκρίνια.. πάλι καλά..
-Έλα Τέρρυ, ήξερες πόσο πολύ περίμενα τις διακοπές..
-Σε σένα! Της πρότεινε με τρυφερή φωνή ο Τέρρυ το ποτήρι του με τη σαμπάνια..
-Στη αγάπη μας! Τσούγκρισε η Κάντυ με το δικό της.
Τα μάτια του Τέρρυ άστραψαν από αγάπη.
Στο μυαλό του γύρισαν οι σκέψεις που έκανε το προηγούμενο απόγευμα.. πως δεν αντέχει μακριά της λεπτό..
- Μα τι με πιάνει κάθε τόσο..; συλλογίστηκε ξανά.
Κατά βάθος ήθελα να μην πάμε διακοπές με τα παιδιά και να μείνουμε οι δυο μας.
Κι εκείνη ξέρει πάντα να πει αυτό που χρειάζομαι να ακούσω για να διώξει κάθε φόβο μου..
τι κουτός που είμαι.. είναι ΔΙΚΙΑ ΜΟΥ!!!
Όλο το βράδυ χιόνισε τόσο πολύ που το πρωί το είχε στρώσει για καλά. Ο Τέρρυ ξύπνησε πρώτος. Όταν αντίκρισε έξω από το παράθυρο το λευκό σκηνικό του ήρθε μια ιδέα!
Όταν άνοιξε τα μάτια της η Κάντυ ήταν γιατί την ξύπνησε η μυρωδιά του φρέσκου ζεστού καφέ..
-Ξύπνησες πάλι νωρίτερα από μένα..
-Κι έφτιαξα καφέ και πρωινό.. έλα.. και της έδωσε ένα φλυτζάνι.
Μόλις τελειώσεις με το πρωινό σου να ντυθείς καλά.
-Γιατί;
-Σου έχω μια έκπληξη..
-Τι έκπληξη;;;
-Μην είσαι ανυπόμονη φακιδομούρα .. σε λίγο.. θα δεις! της είπε χαϊδεύοντας απαλά τη μύτη της και της έδωσε ένα πεταχτό φιλί στα χείλη.
Η Κάντυ έφαγε γρήγορα γρήγορα και μετά από ένα τέταρτο είχε κιόλας ετοιμαστεί.
-Είμαι έτοιμη!
-Ακολούθησε με λοιπόν.. κλείσε τα μάτια σου.. μην κρυφοκοιτάζεις.. θα τα ανοίξεις μόλις σου πω..
-Εντάξει. Είπε η Κάντυ βγάζοντας του τη γλώσσα στο πλάι.
-Δώσε μου το χέρι σου..
Την οδήγησε κάτω στο δρόμο. Περπάτησαν λίγο παρακάτω, μέχρι την κεντρική πλατεία και η Κάντυ παραπατούσε..
-Μα.. τι συμβαίνει;
-Λίγη υπομονή ακόμα σε παρακαλώ..
Μόλις έφτασαν στην πλατεία ο Τέρρυ είπε στη Κάντυ να ανοίξει τα μάτια της.
Έμεινε έκπληκτη όταν αντίκρισε το κατάλευκο τοπίο που ξεδιπλωνόταν ολόγυρα τους αλλά πιο πολύ για αυτό που έβλεπε μπροστά της.
-Που το βρήκες;;; ξεφώνησε όλο χαρά η Κάντυ.
-Το αγόρασα. Είχα σκοπό να το πάρω μαζί μας στις διακοπές των Χριστουγέννων..
Και να που τελικά θα το χρησιμοποιήσουμε τα Χριστούγεννα!
-Τι εννοείς Τέρρυ;
-Πάμε μια βόλτα;
-Εδώ;
-Ναι! Κοίτα πόσο χιόνι! Μας περιμένει! Έλα Κάντυ!!!
Ο Τέρρυ έκατσε μπροστά στο έλκηθρο και η Κάντυ πίσω.
- Κρατήσου καλά Κάντυ! Και.. φύγαμεεεε… είπε ο Τέρρυ και έδωσε ώθηση στο έλκηθρο.
Ο κόσμος με τόσο χιόνι δεν κυκλοφορούσε και έτσι η πλατεία ήταν όλη δική τους.
Γλιστρούσαν με το έλκηθρο πάνω στο χιόνι και τα γέλια τους αντηχούσαν! Κι όταν έπεσαν από το έλκηθρο;
Άρχισε ο χιονοπόλεμος! Κυνηγούσε και πετούσε ο ένας στον άλλον μικρές μπάλες από χιόνι.
Όταν κατάφερε ο Τέρρυ να την πιάσει και να την ρίξει στο έδαφος, η Κάντυ δεν μπορούσε να σταματήσει να γελάει!
Ήταν τόσο χαρούμενη και τόσο ευτυχισμένη!
Ήταν τα πιο όμορφα Χριστούγεννα της ζωή τους.
Της κοινής τους ζωής!
Πιάνει το πρόσωπο του απαλά στα χέρια της και κοιτώντας τον στα μάτια του είπε:
-Συγγνώμη που γκρίνιαζα.. Δεν με πειράζει καθόλου που χάσαμε το ταξίδι..
Μαζί σου πέρασα πολύ καλύτερα από ότι είχα σχεδιάσει.. Είναι τα πιο όμορφα Χριστούγεννα που έχω περάσει ποτέ!
-Κάντυ, για μένα, ΚΑΘΕ μέρα μαζί σου είναι Χριστούγεννα!
-Και για μένα Τέρρυ!
Οι ματιές τους διασταυρώθηκαν με ένα ίδιας έντασης βλέμμα που έλεγε:
"σ’ αγαπώ".
Το φιλί ήταν απλά η επισφράγιση του.. για ακόμη μια φορά..
Δύο μέρες μετά βρήκαν εισιτήρια και πήγαν στον προορισμό τους όπου συνάντησαν την Άννι με τον Άρτσι και συνέχισαν τις διακοπές τους μέχρι την Πρωτοχρονιά, χαλαρώνοντας και διασκεδάζοντας όλοι μαζί.
Ασφαλώς δεν έλειψαν κι εκεί οι βόλτες με το έλκηθρο που τους θύμιζε.. τα δικά τους Χριστούγεννα!
(Πατήστε το play παρακαλω...)
αφιερωμενο σε ολες σας!
ΤΕΛΟΣ
αφιερωμενο σε ολες σας!
ΤΕΛΟΣ
Απ: Χριστουγεννιάτικα Τερρο-φικ 2012
- Σπόιλερ:
- απλά να σας προειδοποιήσω οτι είναι ένα καθαρά Αντονυκό φικάκι και μην ψάχνετε για τέρρυ γιατί δεν υπάρχει
ΤΑ ΩΡΑΙΟΤΕΡΑ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ
Ήταν παραμονή Χριστουγέννων, η Κάντυ ήταν ξαπλωμένη στο κρεβάτι της και χουζούρευε. Δεν ήθελε με τίποτα να σηκωθεί, έξω χιόνιζε και χάζευε τις νιφάδες του χιονιού που χτύπαγαν το τζάμι. Ήταν τόσο όμορφα και ήταν τόσο ευτυχισμένη!
Ξαφνικά ακούει έναν θόρυβο, ανοίγει η πόρτα και ορμούν τα παιδιά ουρλιάζοντας.
‘Μα καλά ακόμα κοιμάσαι Κάντυ? Πότε θα βγούμε έξω να παίξουμε με το χιόνι? Δεν θα προλάβουμε’
‘ Έρχομαι, έρχομαι’ είπε η Κάντυ, αν και ήθελε να συνεχίσει να βρίσκεται στο κρεβάτι της δεν μπορούσε να χαλάσει το χατίρι
των παιδιών. Βγαίνοντας κοντοστάθηκε λίγο και θαύμασε το Χριστουγεννιάτικο δέντρο που ήταν γεμάτο παιχνίδια που είχαν φτιάξει τα παιδιά με την κυρία Πόνυ και την αδερφή Μαρία.
΄Τι όμορφο δέντρο’ σκέφτηκε και βγήκε έξω για να παίξει με τα παιδιά.
Όση ώρα έπαιζαν τα παιδιά με την Κάντυ η κυρία Πόνυ και η αδερφή Μαρία τους κοίταζαν πίνοντας ζεστή σοκολάτα και συζήταγαν για την Κάντυ.
‘Η Κάντυ κυρία Πόνυ δεν θα μεγαλώσει ποτέ, πάντα θα είναι η μικρούλα μας Κάντυ’ είπε η αδερφή Μαρία.
΄Το ξέρω αδερφή Μαρία κι εγώ το ίδιο νιώθω αλλά η Κάντυ μας μεγάλωσε, σήμερα αρραβωνιάζεται’ είπε γελώντας η κυρία Πόνυ, η αδερφή Μαρία έγνεψε καταφατικά και χαμογέλασε.
Εκείνη τη στιγμή εμφανίστηκε ο Στήαρ με το αυτοκίνητο του. Η Κάντυ μόλις τον είδε σταμάτησε τον χιονοπόλεμο και χαρούμενη φώναξε ‘ Στήαρ, Στήαρ’ και έτρεξε προς το μέρος του. Είχε έρθει να την πάρει κι αυτή ακόμα δεν είχε ετοιμαστεί, σκέφτηκε και χαμογέλασε.
Μόλις ο Στήαρ κατέβηκε απ’ το αυτοκίνητο η Κάντυ του πέταξε μια χιονόμπαλα στο πρόσωπο και έφυγε γελώντας, είχε να τον δει μια εβδομάδα και τον είχε επιθυμήσει. Ο Στήαρ ξαφνιάστηκε από το χιόνι που του ήρθε στο πρόσωπο και φώναξε ‘ Κάντυ μ’ έκανες μούσκεμα’. Τα παιδιά γελώντας φώναζαν στην Κάντυ να τρέξει γρήγορα, ο Στήαρ άρχισε να την κυνηγάει με τα χέρια του γεμάτα χιόνι, αλλά ήταν πολύ δύσκολο να την πιάσει. Η αδερφή Μαρία βγήκε έξω και φώναξε στην Κάντυ να ετοιμαστεί γιατί έπρεπε να φύγει. Μετά από μία ώρα περίπου επιτέλους η Κάντυ ετοιμάστηκε , χαιρέτησε τα παιδιά και την κυρία Πόνυ με την αδερφή Μαρία ‘θα τα πούμε το βράδυ, έχει φροντίσει ο Άλμπερτ να στείλει αυτοκίνητα να σας πάρουν όλους πιο μετά’ είπε στα παιδιά, ‘γιούπι’ φώναξαν και χοροπήδαγαν που θα έμπαιναν σε αυτοκίνητο.
Με τα χίλια ζόρια έφτασαν στη βίλα στο Λείκγουντ γιατί το αυτοκίνητο του Στήαρ κάποια στιγμή σταμάτησε και αναγκάστηκαν να το σπρώξουν μέχρι να ξεκινήσει πάλι. Στο σπίτι την περίμεναν ο Άλμπερτ με τον Άρτσι ‘ που είστε?’ φώναξε ο Άρτσι στον αδερφό του. ‘Ε
είχαμε ένα μικρό απρόοπτο με το αυτοκίνητο αλλά τελικά όλα καλά’ είπε αμήχανα ο Στήαρ. Ο Άλμπερτ είχε πάρει αγκαλιά την μικρούλα του Κάντυ! Πόσο χαρούμενος ήταν που επιτέλους θα την έβλεπε ευτυχισμένη.
‘Άντε Κάντυ πήγαινε μέσα να ετοιμαστείς η ώρα πέρασε ‘ της είπε.
‘ Ναι ναι πάω ‘ είπε η Κάντυ και έφυγε τρέχοντας.
Μέσα όμως καθώς ανέβαινε τις σκάλες γρήγορα έπεσε πάνω στη θεία Ελρόυ.
‘Κάντυ! Που πας έτσι γρήγορα?’ φώναξε η μεγάλη θεία ‘ έκατσες μια εβδομάδα στο ορφανοτροφείο και ξέχασες τους καλούς
σου τρόπους?’ συνέχισε να λέει.
‘Ε συγνώμη μεγάλη θεία, έχετε δίκιο, ήμουν πολύ απρόσεκτη , δεν θα ξαναγίνει’ είπε η Κάντυ και κατευθύνθηκε προς το δωμάτιο της.
Η θεία όμως συνέχισε ‘ Κάντυ άκου να δεις, το ότι συμφώνησα σ’ αυτόν τον αρραβώνα δεν πάει να πει ότι ξέχασα όλα τα παλιά, δυστυχώς όμως αρχηγός της οικογένειας είναι αυτός ο άμυαλος ο Γουίλιαμ και δεν μπορώ να φέρω αντίρρηση’
‘Μάλιστα μεγάλη θεία’ είπε βαριεστημένα η Κάντυ και έφυγε.
Μπαίνοντας στο δωμάτιο της σκεφτόταν ότι η θεία Ελρόυ δεν θα αλλάξει ποτέ αλλά πλέον δε την ένοιαζε τίποτα γιατί δεν θα άφηνε κανέναν και τίποτα να χαλάσει την ευτυχία της. Επάνω στο κρεβάτι βρήκε ένα πανέμορφο γαλαζοπράσινο φόρεμα ‘ σίγουρα είναι γούστο του Άρτσι’ σκέφτηκε κα χαμογέλασε, δίπλα ήταν ένα υπέροχο διαμαντένιο κολιέ, το χε ξαναδεί ήταν της μητέρας του
Άντονυ, το έπιασε συγκινημένη ‘ τι όμορφο που είναι ‘ σκέφτηκε. Τις σκέψεις τις διέκοψε ένας χτύπος στην πόρτα ‘ περάστε’ είπε η Κάντυ. Μόλις άνοιξε μπήκε η Άννυ. ‘ Άννυ’ φώναξε η Κάντυ και όρμηξε στην φίλη της. ‘ Κάντυ, ακόμα έτσι είσαι? Κάτσε να σε βοηθήσω εγώ γιατί εσύ όπως πας
δεν θα ετοιμαστείς ποτέ’ είπε η Άννυ. Η Κάντυ έκανε μια γκριμάτσα και έκατσε υπομονετικά να την περιποιηθεί η φίλη της.
Κάτω είχε μαζευτεί αρκετός κόσμος, είχαν έρθει κι από το ορφανοτροφείο, τα παιδιά δεν πίστευαν στα μάτια τους με όλα αυτά που έβλεπαν,ήταν πολύ χαρούμενα. Βέβαια σε μια γωνιά ήταν και μια παρέα που δεν ήταν καθόλου χαρούμενη με όλο αυτό που γινόταν. Η θεία Ελρόυ μαζί με την κυρία Ράγκαν,τον Νηλ και την Ελίζα προσπαθούσαν να
καταλάβουν πως τα κατάφερε η Κάντυ και μπήκε στην οικογένεια τους και μάλιστα να αρραβωνιαστεί και ένα μέλος της. Ο Στήαρ κρατούσε ένα μεγάλο κουτί με πολύ προσοχή.
‘ μα τι είναι αυτό τέλος πάντων?’ ρώτησε ο Άρτσι.
‘θα δεις’ του λέει ο Στήαρ και πάει να ανοίξει το κουτί για να δείξει στον αδερφό του την έκπληξη που ετοίμασε για την Κάντυ.
Μόλις όμως το άνοιξε έγινε κάτι που δεν το χε προβλέψει, πετάχτηκε ένα μικρό αεροπλανάκι που είχε δύο καλαθάκια στα φτερά του γεμάτα ροδοπέταλα. ‘ ω όχι ‘λέει ο Στήαρ ‘αυτό δεν έπρεπε να συμβεί τώρα’ και άρχισε να κυνηγάει το αεροπλανάκι που πέταγε πάνω από τα κεφάλια των καλεσμένων για να καταλήξει στο κεφάλι της θείας Ελρόυ. Η θεία στην αρχή πανικοβλήθηκε αλλά μόλις γέμισε ροδοπέταλα από πάνω μέχρι κάτω εκνευρίστηκε πάρα πολύ
‘ Στήαρ’ ούρλιαξε ‘εμείς θα τα πούμε μετά’ του είπε. Οι καλεσμένοι κρυφογελούσαν και ο Στήαρ απογοητευμένος πήγε και έκατσε μόνος του. Πήγε ο Άρτσι να τον παρηγορήσει αλλά ήταν πολύ στεναχωρημένος
‘καθόμουν και μάζευα τα ροδοπέταλα που είχαν πέσει από τα τριαντάφυλλα του Άντονυ για να τα ρίξει το αεροπλανάκι εκεί που θα
χόρευε η Κάντυ και τελικά κατέληξαν στο κεφάλι της θείας’ είπε. Ο Άρτσι δεν μπορούσε να κρύψει το γέλιο του.
Η ώρα είχε φτάσει, η Κάντυ έπρεπε να κατέβει στη μεγάλη σάλα. Η Άννυ είχε κατέβει νωρίτερα. Είχε πολύ άγχος γιατί δεν ήθελε να κάνει καμιά γκάφα. Καθώς κατέβαινε τη μεγάλη σκάλα είδε όλο τον κόσμο που είχε μαζευτεί και αγχώθηκε ακόμα πιο πολύ, όλοι
στράφηκαν προς το μέρος της. Είδε τους φίλους της, τα παιδιά με τις κυρίες από το ορφανοτροφείο αλλά και τον Νηλ με την Ελίζα ‘μουτρωμένοι όσο ποτέ’ σκέφτηκε η Κάντυ ικανοποιημένη.
Οι σκέψεις της όμως χάθηκαν όταν αντίκρισε τον πολυαγαπημένο της Άντονυ! Έλαμψε μόλις την είδε με μιας την πιάνει και άρχισαν να χορεύουν τον αγαπημένο τους χορό. Τον είχαν χορέψει όταν είχαν πρωτογνωριστεί κι αυτή ήταν ακόμα υπηρέτρια των Ράγκαν. Πέρασαν πολλά ειδικά μετά το ατύχημα που είχε ο Άντονυ. Είχε κάτσει πολλούς μήνες στο νοσοκομείο κι άλλους τόσους μέχρι να
αναρρώσει. Η Κάντυ όμως ήταν πάντα δίπλα του και με την πολύτιμη βοήθεια του καλού της Άλμπερτ όλα πήγαν καλά γι΄αυτόν.
Τώρα χόρευαν αγκαλιά, δεν μπορούσε να πιστέψει ότι ήταν με τον μοναδικό άντρα που αγάπησε ποτέ, τον Άντονυ. Τίποτα δεν θα τους χώριζε πια.
Ήταν τα καλύτερα Χριστούγεννα σκέφτηκε η Κάντυ και αφέθηκε στην αγκαλιά του αγαπημένου της.
ΤΕΛΟΣ
ΜΙΜΙ- Terry Total Freak
- Αριθμός μηνυμάτων : 13836
Points : 21109
Ημερομηνία εγγραφής : 06/11/2010
Ηλικία : 46
Τόπος : Λέικγουντ
Χιούμορ : Έχω λίγο κι απ' αυτό!!
Απ: Χριστουγεννιάτικα Τερρο-φικ 2012
Το καλύτερο χριστουγεννιάτικο δώρο
Παραμονή Χριστουγέννων
24/12/1928
Αγγλία Stratford-upon-Avon
Ήταν μια πολύ κρύα νύχτα! Το χιόνι έπεφτε συνεχώς. Δε σταμάτησε να χιονίζει από το πρωί. Η Κάντυ καθόταν σε μια αναπαυτική πολυθρόνα και έβλεπε χαμογελαστή το χιόνι που έπεφτε συνεχώς από το παράθυρο του σαλονιού της.
Μέσα στο σπίτι ήταν πολύ ζεστά και η ατμόσφαιρα ήταν εορταστική. Είχε αναμμένο το μεγάλο τζάκι στο σαλόνι όπου καθόταν και τον περίμενε. Τα πάντα ήταν στολισμένα γιορτινά σε όλο το σπίτι αλλά κυρίως στο σαλόνι. Όλα ήταν τόσο όμορφα! Ένιωθε πως τα πάντα της χαμογελούσαν και χαίρονταν με την ευτυχία της.
Αυτό που ξεχώριζε όμως από όλα ήταν το μεγάλο στολισμένο έλατο στο κέντρο του σαλονιού. Το είχε στολίσει η Κάντυ μαζί του με πολύ χαρά και γέλιο και από τους δύο τους σαν μικρά παιδιά που πρώτη φορά στόλιζαν χριστουγεννιάτικο δέντρο.
Την αγαπούσε και την λάτρευε όπως και εκείνη εκείνον το ίδιο ίσως και περισσότερο. Η Κάντυ σκεφτόταν όλα αυτά χαμογελώντας. Επίσης σκεφτόταν όλα όσα έζησε αυτά τα χρόνια της περιπετειώδους γνωριμίας τους. Θεέ μου πόσα πέρασαν και έζησαν μαζί αλλά και πόσα χρόνια έζησαν και πέρασαν χωριστά! Σκέφτηκε αυτή τη φορά με μια μικρή θλίψη που έφυγε αμέσως από το πρόσωπο της μόλις συνειδητοποίησε ότι ευτυχώς τώρα πια ήταν μαζί και κανείς και τίποτα δε θα τους ξαναχωρίσει!
Είχαν σχεδόν δύο χρόνια παντρεμένοι και εξακολουθούσαν να ήταν πολύ ευτυχισμένοι. Σήμερα μάλιστα μόλις θα ερχόταν θα του έλεγε ένα πολύ ευχάριστο νέο που θα επισφράγισε την ευτυχία τους. Ανυπομονούσε να ανοίξει η πόρτα, να τον αγκαλιάσει και να του το πει με δάκρυα χαράς στα τόσο γλυκά της μάτια. Θα ήταν το πιο ευχάριστο νέο της ζωής του μέχρι σήμερα! Είχε και αυτός περάσει πολλά άσχημα γεγονότα και καταστάσεις στη ζωή του και γι’αυτό του άξιζαν από εδώ και πιο πέρα στη ζωή του τα πιο καλά πράγματα μόνο.
Ξαφνικά ακούστηκαν έξω από την πόρτα βήματα. Η Κάντυ κατάλαβε. Ήταν τα δικά του πολυαγαπημένα βήματα. Είχε έρθει επιτέλους! Σηκώθηκε πάνω, ίσιωσε το κομψό σμαραγδί φόρεμα της που ταίριαζε και έδενε απόλυτα με τα μάτια της. Έπειτα τακτοποίησε τα μαλλιά της και σχημάτισε στο πρόσωπο της το πιο όμορφο, ειλικρινές χαμόγελο στη μέχρι τώρα ζωή της. Ήταν πανέμορφη και έλαμπε από ευτυχία!
Αυτός άνοιξε την πόρτα με τα κλειδιά του και μπήκε βιαστικά μέσα ρίχνοντας από πάνω του το χιόνι. Η Κάντυ έτρεξε αμέσως και τον αγκάλιασε και εκείνος της είπε γλυκά μισογελώντας!
- Φακιδομούρα μου τόσο πολύ με πεθύμησες?
- Ναι ΤΕΡΡΥ σε πεθύμησα πολύ και έχω να σου πω ένα πολύ ευχάριστο νέο!
- Αλήθεια! Τι νέο θέλεις να μου πεις και βιάζεσαι τόσο πολύ που δεν μ’αφήνεις να καθίσω. Της είπε πάλι μισογελώντας.
- Αχ Τέρρυ είναι βλέπεις που είμαι τόσο ανυπόμονη και χαρούμενη που ξέχασα ότι μόλις ήρθες από την περιοδεία της παράστασης σου αλλά δεν αντέχω θα στο πω τώρα. Αχ Τέρρυ σε λίγους μήνες θα είμαστε περισσότεροι σ’αυτό το σπίτι.
- Γιατί? Θα έρθει η φίλη σου η Άννυ με τον άντρα της τον Άρτσυ?
- Όχι Τέρρυ αλλά κάτι άλλο θα γίνει σε λίγους μήνες πολύ ευχάριστο και για τους δύο μας σίγουρα. Τέρρυ μου δεν καταλαβαίνεις? Είμαι έγκυος! Περιμένω το πρώτο μας παιδί!
- Κάντυ λες αλήθεια? Είσαι απόλυτα σίγουρη? Δεν αστιεύεσαι?
- Μα και βέβαια λέω αλήθεια και είμαι απόλυτα σίγουρη.
Μετά από αυτά τα λόγια έμεινα και οι δύο σιωπηλοί και αγκαλιασμένοι χαμένοι μες την ευτυχία τους. Τη σιωπή έσπασε πρώτος ο Τέρρυ που έσφιξε ακόμα πιο πολύ στην αγκαλιά του την Κάντυ και της έδωσε ένα παθιασμένο φιλί στα χείλη. Στη συνέχεια της είπε γλυκά:
- Ευχαριστώ φακιδομούρα μου! Είναι το καλύτερο χριστουγεννιάτικο δώρο που θα μπορούσα να ευχηθώ για αυτά τα χριστούγεννα!
- Εγώ ευχαριστώ Τέρρυ! Απάντησε η Κάντυ. Ευχαριστώ που υπάρχεις στη ζωή μου!
Ο Τέρρυ χαμογέλασε και την αγκάλιασε πιο χαλαρά και έμειναν αγκαλιασμένοι για αρκετή ώρα. Ένιωθαν ότι ήταν το πιο ευτυχισμένο ζευγάρι στον κόσμο και περίμεναν με ανυπομονησία τη γέννηση του πρώτου τους παιδιού. Όσα δυσάρεστα είχαν περάσει ανήκαν πια σε ένα πολύ μακρινό γι’αυτους παρελθόν. Απο εδώ και πέρα μόνο χαρές και ευτυχισμένες στιγμές θα ζούσαν μαζί με το παιδί τους.
Ήταν από τις πιο ωραίες παραμονές χριστουγέννων που είχαν περάσει στη μέχρι τώρα ζωή τους!
ΤΕΛΟΣ
Masta87- Antony
- Αριθμός μηνυμάτων : 159
Points : 5149
Ημερομηνία εγγραφής : 04/09/2011
Ηλικία : 37
Απ: Χριστουγεννιάτικα Τερρο-φικ 2012
Παρασκευή 1, Δεκεμβρίου 1916, 19:00
Θέατρο Στάτφορντ
Η Κάρεν στραβομουτσούνιασε βλέποντας τη Σουζάνα να μπαίνει στα καμαρίνια συνοδευόμενη από την μητέρα της. Όσος καιρός κι αν είχε περάσει, πάντα μέσα της ένιωθε αντικαταστάτρια της άτυχης Σουζάνα και πάντα η παρουσία της τής το θύμιζε ακόμα πιο έντονα. Με προσποιητό χαμόγελο και θεατρινίστικο ενδιαφέρον πλησίασε τις δύο γυναίκες
Καρεν: "Σουζάνα, πόσο χαίρομαι που σε βλέπω. Πως είσαι;"
Σουζάνα: "Εξαιρετικά Κάρεν. Ποτέ δεν ήμουν καλύτερα"
Κα: "Μοιάζεις λίγο κουρασμένη ή ιδέα μου είναι; Μήπως σε κουράζει ο καλός μου Τέρρυ να τον μαλώσω;"
Σου: "Κάθε άλλο, ίσως να με κούρασαν όμως οι ετοιμασίες για το ταξίδι μας"
Κα: "Ποιο ταξίδι;"
Σου: "Ετοιμαζόμαστε να πάμε Σκωτία τα Χριστούγεννα. Είμαι σίγουρη ότι ο Τέρρυ δεν θα χάσει την ευκαιρία να μου ζητήσει να παντρευτούμε"
Κα: "Το ελπίζω χρυσή μου. Γιατί και πέρσι δεν ήσουν σίγουρη ότι θα σου το ζήταγε;"
Σου: "Φαίνεται δεν ήμουν και τόσο τυχερή, αλλά για πες μου. Πως τα πας εσύ με την ανύπαρκτη σχέση σου στην τόσο μοναχική ζωή σου;"
Κα: "Στο δι@ολο σκρόφα" απάντησε οργισμένη η Κάρεν κάνοντας αναστροφή και πηγαίνοντας προς το καμαρίνι της.
Τετάρτη 6 Δεκεμβρίου 1916, 20:30
Γραφείο Διευθυντή θεάτρου Στράτφορντ
Ρομπερτ: "Πέρνα μέσα Τέρρυ"
Τέρρυ: "Με φώναξες Ρόμπ;"
Ρο: "Ναι. Ήθελα να μιλήσουμε σχετικά με το ταξίδι σου στη Σκωτία"
Τέρ: "Το ποιο;"
Ρο: "Η Κάρεν ζήτησε άδεια για τα Χριστούγεννα με δικαιολογία ότι θα ακυρωθούν οι παραστάσεις λόγω του ταξιδιού σου και ομολογώ ότι ξαφνιάστηκα γιατί απ'όσο ξέρω οι παραστάσεις μέχρι και την παραμονή των Χριστουγέννων δεν έχουν ακυρωθεί"
Τέρ: "Μα δεν έχω σκοπό να λείψω Ρόμπερτ. Θα ήσουν ο πρώτος που θα το μάθαινες άλλωστε"
Ρο: "Μα γι'αυτό και ξαφνιάστηκα Τέρρυ, αλλά η Κάρεν επέμενε γιατί της είπε η Σουζάνα ότι φεύγετε"
Τέρ: "Ούτε στη σφαίρα της φαντασίας της Ρόμπερτ. Οι παραστάσεις θα γίνουν κανονικά. Αν ποτέ αποφασίσω να βάλω την Σουζάνα πάνω από το θέατρο θα είσαι ο πρώτος που θα το μάθεις."
Ρο: "Χαίρομαι που ήταν παρεξήγηση Τέρρυ. Δεν μου αρέσει να με πιάνουν εξ απροόπτου μέσα στο ίδιο μου το θέατρο"
Τέρ: "Το φαντάζομαι" απάντησε ο Τέρρυ καθώς από το μυαλό του περνούσαν ένα εκατομμύριο σκέψεις.
Πέμπτη 7 Δεκεμβρίου 1916 10:00
Τραπεζαρία οικίας Μάρλοου
κα Μάρλοου: "Τέρρυ δεν θα κάτσεις να πάρεις πρωινό;"
Τέρρυ: "Όχι. Δεν πεινάω. Σουζάνα πρέπει να μιλήσουμε"
Σουζάνα: "Ναι Τέρρυ, Πες μου"
Τέρ: "Μόνοι μας.
Σου: "Η μαμά δεν είναι ξένη"
Τέρ: "Ποια από τις δύο λέξεις που σου είπα δεν κατάλαβες Σουζάνα;"
κα Μαρ: "Θα είμαι στο καθιστικό"
Τέρ: "Φαίνεται πως η μητέρα σου τις κατάλαβε"
Σου: "Τέρρυ τι συμβαίνει;"
Τέρ: "Εσύ θα μου πεις. Έπρεπε να ετοιμάσω βαλίτσες και δεν το ξέρω;"
Σου: "Τέρρυ θα φύγεις ξανά;"
Τέρ: "Είναι μια καλή ιδέα, αλλά δεν φεύγω Σουζάνα. Ωστόσο μπορείς να μου πεις ποιος πάει στη Σκωτία;"
Σου: "Α, εμείς Τέρρυ. Δεν είναι καταπληκτική ιδέα; Η μαμά έδωσε μια προκαταβολή για τα εισιτήρια. Θα περάσουμε τόσο όμορφα και η μαμά πάντα ήθελε να επισκεφτεί την Αγγλία"
Τέρ: "Εύχομαι να μπορεί να την πάρει πίσω την προκαταβολή της γιατί δεν πρόκειται να πάμε πουθενά"
Σου: "Μα έλα τώρα Τέρρυ. Τι θα πει και η μαμά;"
Τέρ: "Με άκουσες Σουζάνα; Δεν έχω σκοπό να πάω σε καμία Σκωτία ή σε κανένα άλλο απίθανο μέρος του πλανήτη με σένα και τη μάνα σου γι'αυτό να μην σου μπαίνουν ιδέες άλλη φορά"
Η πόρτα που έκλεισε δυνατά πίσω του φεύγοντας εκνευρισμένος έκανε τα μάτια της Σουζάνα να πεταρίσουν.
Δευτέρα 11 Δεκεμβρίου 1916, 12:15
Central park Νέα Υόρκη
Τέρ: "Κάνει κρύο πια. Μήπως δεν θα έπρεπε να ερχόμαστε όταν είναι συννεφιασμένα; Ανησυχώ μην κρυώσεις"
Σου: "Μη φοβάσαι Τέρρυ! Είμαι πολύ καλά ντυμένη. Την απολαμβάνω τόσο πολύ αυτή τη βόλτα που δεν με ενοχλεί καθόλου ο καιρός"
Τέρ: "ΟΚ"
Σου: "Ξέχασα να σου πω και για το Χριστουγεννιάτικο ταξίδι μας"
Τέρ: "Το ποιο;"
Σου: "Για την προκαταβολή που είχε δώσει η μαμά"
Τέρ: "Α! Αυτό!"
Σου: "Ναι... Στεναχωρηθήκαμε πολύ που δεν σου αρέσει η Σκωτία,αλλά η μαμά δεν το βάζει εύκολα κάτω..."
Τέρ: "Αλίμονο!"
Σου: "Άλλαξε τα εισιτήρια για Φλόριντα. Θα πάμε μόνο 8 μέρες. Ούτε που θα το καταλάβουν από το θέατρο"
Τέρ: "Τι;"
Σου: "Ναι. Φεύγουμε στις 22 και επιστρέφουμε στις 30 για να κάνουμε Πρωτοχρονιά εδώ"
Τέρ: "Σουζάνα. Νομίζω ότι ξεκαθάρισα ότι δεν θα πάμε πουθενά στις γιορτές"
Σου: "Όχι! Είπες δεν θα πας σε κανένα απίθανο σημείο του πλανήτη Τέρρυ. Η Φλόριντα είναι στην Αμερική"
Τέρ: "Αυτό που εννοούσα ήταν ότι δεν θα αφήσω τη δουλειά μου για να πάω Χριστουγεννιάτικα ταξίδια Σουζάνα. Το κατάλαβες;"
Σου: "Είσαι σίγουρος Τέρρυ; Θα αλλάξεις γνώμη και θα είναι αργά για να βρούμε εισιτήρια. Βασικά δωμάτιο στο ξενοδοχείο, γιατί εισιτήρια θα βρούμε πιο εύκολο. Δεν έχει ποια και τόση ζήτηση...."
Τέρ: "Είμαι απολύτως σίγουρος ότι δεν θέλω να πάω στη Φλόριντα ή να λείψω από τη δουλειά μου Σούζυ. Τώρα το κατάλαβες ή όχι ακόμα;"
Σου: "Νομίζω πως ναι. Χάνουμε τόσες ευκαιρίες.."
Τέρ: "Και δεν φαντάζεσαι πόσο λυπάμαι!!!"
Σου: "Άλλαξες κιόλας γνώμη; Πόσο χαίρομαι;"
Τέρ: "Όχι Σουζάνα. Είπα όχι!"
Σου: "Καλά!!!" απάντησε δειλά η Σουζάνα και κατσούφιασε στην καρέκλα της.
Πέμπτη 14 Δεκεμβρίου 1916, 17:00
Υπνοδωμάτιο Τέρρυ
Σου: "Τέρρυ, μπορώ να περάσω;"
Τέρ: "Πέρνα Σουζάνα. Ετοιμάζομαι να πάω στο Θέατρο σε λίγο"
Σου: "Ναι. Ήθελα να σε προλάβω για να σου πω τα νέα να χαρείς"
Τέρ: "Ευχάριστα νέα; Αυτό θα ήθελα να το ακούσω"
Σου: "Κανόνισα τελικά τα Χριστούγεννα να πάμε με τη μαμά στους Καταρράκτες. Δεν είναι μακριά και…"
Τέρ: "Μπράβο Σουζάνα. Πολύ θα χαρώ να πας με την μάνα σου όπου θέλεις"
Σου: "Μα τι λες τώρα Τέρρυ. Εννοώ θα έρθει μαζί μας και η μαμά…"
Τέρ: "Μας;"
Σου: "Ναι, μαζί με μένα και σένα"
Τέρ: "Μα εγώ δεν θα πάω στους καταρράκτες τα Χριστούγεννα Σουζάνα"
Σου: "Μα δεν θα χρειαστεί να ταξιδέψουμε πολύ και δεν θα χάσεις και τη δουλεία σου"
Τέρ: "Σουζάνα, κατάλαβέ το. Δεν θέλω να πάω πουθενά τα Χριστούγεννα. Θέλω να μείνω ήσυχος και αν θες, ακόμα ιδανικότερα, μόνος μου. Το κατάλαβες;"
Σου: "Μα έλα τώρα Τέρρυ, δεν μπορείς να μείνεις μόνος. Δεν θα σε αφήναμε ποτέ μόνο σου"
Τέρ: "Ναι… Κάτι έχω ψιλιαστεί"
Σου: "Εντάξει. Δεν θα ταξιδέψουμε αν δεν το θες, αλλά…"
Τέρ: "Αλλά θα μείνουμε να ησυχάσουμε. Εντάξει Σουζάνα;"
Ο Τέρρυ έφυγε βιαστικός για το θέατρο αφήνοντας τη Σουζάνα να κοιτάζει απορημένη την πόρτα που έκλεινε πίσω του.
Σου: "Μα τι του είπα πάλι;"
Δευτέρα 18 Δεκεμβρίου 1916, 13:00
Καθιστικό
Σου: "Τέρρυ, πότε θα μπορούσες να βγούμε να πάμε για ψώνια;"
Τέρ: "Ψώνια; Αύριο το πρωί είναι καλά;"
Σου: "Ναι. Τέλεια! Καταπληκτικά"
Τέρ: "Τι θα ψωνίσεις Σουζάνα;"
Σου: "Λέω να πάρω ένα φόρεμα για το πάρτυ του Ρόμπερτ, τα Χριστούγεννα"
Τέρ: "Μα είπα του Ρόμπερτ ότι δεν θα πάμε"
Σου: "Τι;;;; Μα είναι δυνατόν να χάσουμε αυτό το πάρτυ Τέρρυ; Μέχρι και αυτή η αχώνευτη η Κάρεν θα είναι εκεί"
Τέρ: "Η 'αχώνευτη' θα είναι. Εμείς δεν θα είμαστε"
Σου: "Μα τι είναι αυτά που λες Τέρρυ; Όλος ο θεατρόκοσμος θα είναι"
Τέρ: "Δεν έχω όρεξη να πάω Σουζάνα. Θέλω την ησυχία μου αυτά τα Χριστούγεννα. Πότε θα το καταλάβεις;"
Σου: "Αν δεν θες κόσμο να φύγουμε να πάμε ένα ταξιδάκι μαζί με την μαμά"
Τέρ: "Ήμαρτον Σού. Τι άλλο θες να σου πω για να το καταλάβεις; Φέτος δεν έχω όρεξη για τίποτα"
Σου: "Για τίποτα;"
Τέρ: "Για τίποτα"
Σου: "Τελευταία σου λέξη;"
Τέρ: "Ναι"
Σου: "Αυτό θα το δούμε..."
Τρίτη 19 Δεκεμβρίου 1916, 13:00
Σου: "Τέρρυ μας έστειλε πρόσκληση για τα Χριστούγεννα ο Δήμαρχος του Σικάγο. Να απαντήσω θετικά;"
Τέρ: "Όχι"
Σου: "Μα γιατί;"
Τέρ: "Πάλι τα ίδια Σου;"
Τετάρτη 20 Δεκεμβρίου 1916, 13:00
Σου: "Τέρρυ ο Σύλλογος των Ηθοποιών μας προσκαλεί στον χορό των Χριστουγέννων. Θα πάμε;"
Τέρ: "Όχι"
Σου: "Στον χορό των Γκραντς;"
Τέρ: "Όχι"
Σου: "Στο πάρτυ Χριστουγέννων και επετείου των Σμιθ;"
Τέρ: "Όχι"
Σου: "Στους Σίμσονς;"
Τέρ: "Όχι"
Σου: "Στους Τζόνσονς;"
Τέρ: "Όχι"
Σου: "Στους Κάλαχανς;"
Τέρ: "Όχι"
Παρασκευή 22 Δεκεμβρίου 1916, 13:00
Σου: "Τέρρυ"
Τέρ: "Οχι"
Σου: "Τι όχι;"
Τέρ: "Όχι σε ό,τι έχεις να μου πεις"
Σου: "Μα δεν ξέρεις τι έχω να σου πω"
Τέρ: "Ό,τι και να'ναι, η απάντηση είναι όχι"
Σου: "Έλα τώρα Τέρρυ. Εδώ μιλάμε για τους Πάτισονς"
Τέρ: "Είδες που ήξερα;"
Σου: "Μα Τέρρυ, όλη η Νέα Υόρκη θα γιορτάζει"
Τέρ: "Όχι όλη"
Σου: "Όλη εκτός από μας"
Τέρ: "Πρόσεξε Σουζάνα γιατί θα αρχίσω να ελπίζω ότι ίσως συνεννοηθήκαμε εμείς οι δυο"
Σου: "Μα Τέρρυ..."
Τέρ: "Βιάστηκα να μιλήσω, ε"
Δευτέρα 25 Δεκεμβρίου 1916, 05:30
Σου: "Τέρρυ τι ώρα είναι αυτή που γυρνάς σπίτι;"
Τέρ: "Είχα βγει για ένα ποτάκι Σουζάνα"
Σου: "Μα εσύ μυρίζεις σαν να έπεσες ολόκληρος μέσα στο βαρέλι"
Τέρ: "Υπερβολές"
Σου: "Τέρρυ, αν πέσεις τώρα για ύπνο θα χάσουμε τη Χριστουγεννιάτικη λειτουργία"
Τέρ: "Τι λες;"
Σου: "Τέρρυ πήγαινε να ρίξεις λίγο νερό στο πρόσωπό σου μήπως και συνέλθεις;"
Τέρ: "Σου, αυτό που κρέμεται στην κρεβατοκάμαρά μου, τι είναι;"
Σου: "Το καλό σου το κουστούμι"
Τέρ: "Πήρε τη θέση μου αυτό; Αν είναι να φύγω"
Σου: "Όχι Τέρρυ, Το σιδερώσαμε χτες για να το βάλεις σήμερα στο πάρτυ του Ρόμπερτ"
Τέρ: "Μα δεν θα πάω σε κανένα πάρτυ Σου"
Σου: "Γιατί; Για να μπεκρουλιάζεις μόνος σου και εγώ να είμαι σπίτι; Θα πάμε Τέρρυ. Θα με πας. Δεν θα είναι εκεί αυτή η καρακάξα η Κάρεν κι εγώ θα είμαι σπίτι"
Τέρ: "Ε, όχι"
Σου: "Όχι όχι... Θα πάμε"
Τέρ: "Δεν σε αντέχω άλλο Σου. Βαρέθηκα να μιλάμε όλο το μήνα για το ίδιο θέμα"
Σου: "Τέρρυ είσαι μεθυσμένος. Όταν συνέλθεις θα δεις ότι έχω δίκιο"
Τέρ: "Ξέρεις κάτι; Δεν θα κάτσω να ξεμεθύσω. Δεν θα είμαι εδώ όταν ξεμεθύσω"
Σου: "Φεύγεις;"
Τέρ: "Ναι"
Σου: "Που πας;"
Τέρ: "Εκεί που θα έπρεπε να είμαι"
Σου: "Τέρρυ δεν είσαι με τα καλά σου. Δεν μπορείς να με παρατήσεις Τέρρυ"
Τέρ: "Για παρακολούθησέ με..."
Σου: "Τέρρυ... Τέρρυ... Μην φεύγεις Τέρρυ. Έραψα καινούργιο φόρεμα Τέρρυ... Τέρρυυυυυυυυυυυυυ"
Δευτέρα 25 Δεκεμβρίου 1916, 20:30
Λόφος της Πόνυ
Το χιονισμένο μονοπάτι, μια ανάμνηση παλιά, αλλά και τόσο γνώριμη που χωρίς να το καταλάβει είχε φτάσει κιόλας στην κορυφή του. Το φως ξεχυνόταν από τα στολισμένα παράθυρα του ορφανοτροφείου. Παιδικές φωνές ακούγονταν μακρινές μέχρι τα αυτιά του. Η μυρωδιά από τη φωτιά που έκαιγε μέσα ήταν το μόνο που τον έκανε να νιώθει τόσο κοντά. Πως βρέθηκε εκεί; Μια παρόρμηση. Μια μεθυσμένη παρόρμηση και να τον εκεί. Να κοιτάζει τη φιγούρα της από μακρυά. Μα ναι! Αυτές οι ξανθιές, παιχνιδιάρικες μπούκλες δεν θα μπορούσαν να ανήκουν κάπου αλλού. Μόνο στην Κάντυ. Άραγε οι φακίδες της να είχαν σβήσει; Θα είχε χάσει λίγη από τη γοητεία της, αλλά και τι; Λες και ήταν ικανές να αλλάξουν κάτι; Δίπλα στάθηκε άλλη μια γνώριμη φιγούρα. Ήταν η γηραιότερη από τις κυρίες που διεύθυναν τον χώρο; Αλλά και πάλι δεν μπορούσε να πει με σιγουριά... Οι στιγμές έμοιαζαν με ώρες μέσα στο κρύο. Κι όταν σε λίγο η πιο γνώριμη φιγούρα άνοιξε την πόρτα και στάθηκε για λίγο στο πλατύσκαλο, τυλιγμένη σφιχτά με το παλτό της και κοιτώντας ψιλά προς τον λόφο, οι σκέψεις ξεχύθηκαν σε κάθε γωνιά του μυαλού του. "Που πάει; Κρυώνει; Είναι ίδια. 'Όλα έχουν αλλάξει όμως; Ανέβα εδώ! Στέκεται ακίνητη. Τι σκέφτεται; Ποιον σκέφτεται; Με θυμάται; Με θυμάται; Με θυμάται;"
Δευτέρα 25 Δεκεμβρίου 1916, 20:30
Λόφος της Πόνυ
Ο παγωμένος αέρας χτύπησε δυνατά το πρόσωπό της καθώς άνοιξε την πόρτα για να βγει για λίγο έξω. Τύλιξε δυνατά το παλτό γύρω της και έμεινε για λίγο να κοιτάζει το σκοτάδι. Οι έντονες φωνές είχαν μείνει να ακούγονται πιο θολές τώρα αλλά και πάλι άκουγε τα δίδυμα να τσακώνονται για το ίδιο δώρο κάτω από το δέντρο. Πέντε λεπτάκια ησυχίας τα δικαιούταν μετά από μια τόσο γεμάτη και απολαυστική μέρα. Πέντε λεπτάκια να μείνει μόνη με τον εαυτό της. Πέντε λεπτάκια να αφήσει τον παγωμένο αέρα να καθαρίσει όλες της τις σκέψεις και να μείνει άδειο από κάθε τι γιορτινό. Πέντε λεπτάκια να αφήσει τα μάτια της να χαθούν στον νυχτερινό ουρανό και το μυαλό της να της κάνει μία μόνο ερώτηση; "Που να είναι και απόψε;"
Τρίτη 26 Δεκεμβρίου 1916, 14:30
New York's Restaurant
Σουζάνα: "Καλησπέρα σας.
Υπάλληλος: "Καλησπέρα σας Κυρία. Πως μπορώ να σας φανώ χρήσιμος;"
Σου: "Θα ήθελα να κάνω μια κράτηση για την βραδιά της Πρωτοχρονιάς στο όνομα Γκράχαμ"
Υπ: "Γκράχαμ είπατε;"
Σου: "Ναι. Τέρρυ Γκράχαμ. Για τρεις παρακαλώ!"
Απ: Χριστουγεννιάτικα Τερρο-φικ 2012
30 Δεκεμβρίου 1928
Τα παιδικά γέλια και οι φωνές είχαν κοπάσει εδώ και αρκετή ώρα στο σπίτι της Πόνυ. Ήταν πλέον περασμένα μεσάνυχτα και τα μικρά είχαν πέσει για ύπνο εξαντλημένα έπειτα από πολλές ώρες παιχνιδιού στο χιόνι. Χιόνιζε με έντονο ρυθμό για δυο συνεχόμενες μέρες και το είχε στρώσει για τα καλά! Το τοπίο γύρω από το ορφανοτροφείο ήταν πανέμορφο! Η Κάντυ καθόταν σε μια άνετη πολυθρόνα δίπλα στο τζάκι και χάζευε έξω από το παράθυρο τον κατάλευκο λόφο απολαμβάνοντας ένα φλιτζάνι ζεστό τσάι. Με την πολύτιμη βοήθεια της Άννυ και της Πάττυ είχε φροντίσει για τον χριστουγεννιάτικο στολισμό των εσωτερικών χώρων του ορφανοτροφείου αφήνοντας τον Άρτσι και τον Τομ υπεύθυνους για τον εξωτερικό χώρο. Βλέποντας τώρα τα δεκάδες φωτάκια που είχαν περάσει ακόμα και στον φράχτη οι δυο καλοί της φίλοι αλλά και τον τεράστιο χιονάνθρωπο που ενθουσιασμένα είχαν φτιάξει τα παιδιά νωρίς το απόγευμα, ένα μεγάλο χαμόγελο ευτυχίας αποτυπώθηκε στο πρόσωπό της. Αμέσως, όμως, το χαμόγελο επισκιάστηκε από ένα ανήσυχο και κάπως θλιμμένο βλέμμα...Παραμονη Πρωτοχρονιάς αύριο...
30 Δεκεμβρίου 1928
Ήταν ήδη περασμένα μεσάνυχτα. Το αμάξι σταμάτησε μπροστά από μια πανέμορφη, στολισμένη με πλούσιο χριστουγεννιάτικο διάκοσμο μονοκατοικία στα προάστια της Νέας Υόρκης. Ο Τέρρυ εμφανώς κουρασμένος αλλά και προβληματισμένος άνοιξε με δύναμη την πόρτα και κατέβηκε. Αφού ζήτησε από τον Άρθουρ, τον οδηγό του, να βρίσκεται το επόμενο πρωί, στις 7 ακριβώς μπροστά στην εξώπορτά του περιμένοντάς τον, κατευθύνθηκε προς το σπίτι. Μπαίνοντας στο σαλόνι, πέταξε βιαστικά το παλτό, τα γάντια και το κασκόλ του πάνω στον καναπέ και έβαλε στον εαυτό του ένα ποτήρι καναδέζικο ουίσκι. Ακριβώς δίπλα από την πόρτα που οδηγούσε στη μεγάλη βεράντα του σαλονιού βρισκόταν το φωταγωγημένο χριστουγεννιάτικο δέντρο ενώ λίγα μέτρα παραπέρα φαινόταν η κεντρική τραπεζαρία, την οποία στόλιζαν ένα βάζο με λουλούδια, κεριά και μια κορνιζαρισμένη φωτογραφία του ίδιου και της συζύγου του την ημέρα του γάμου τους. Ο Τέρρυ, αφού τελείωσε το ποτό του, ανέβηκε με γρήγορες κινήσεις στην κρεβατοκάμαρά του σκεπτόμενος ότι έπρεπε να ετοιμάσει τις αποσκεύες του για το αυριανό του ταξίδι. Ήταν βέβαιος ότι δεν θα κατάφερνε να κοιμηθεί πολλές ώρες εκείνο το βράδυ, χρειαζόταν όμως ξεκούραση καθώς είχε στρεσαριστεί ιδιαίτερα με τον ρόλο του εκείνες τις ημέρες. Ευτυχώς, τα πράγματα στην καριέρα του πήγαιναν πολύ καλά γι' αυτόν αλλά κάθε καινούργιος ρόλος του δημιουργούσε άγχος μέχρι να αισθανθεί σίγουρος για τον εαυτό του. Τελικά, αποκοιμήθηκε αρκετώ ώρα αργότερα έχοντας στο μυαλό του το ταξίδι της επόμενης μέρας. Παραμονή Πρωτοχρονιάς αύριο...
31 Δεκεμβρίου 1928
Στο σπίτι της Πόνυ επικρατούσε ένας πανικός. Η Πάττυ ήταν στην κουζίνα μαζί με την αδερφή Μαρία και ετοίμαζαν το εορταστικό δείπνο. ΄Ετρεχαν και οι δύο πανικόβλητες πάνω-κάτω προσπαθώντας να τα προλάβουν όλα. Η Άννυ, από την άλλη, ετοίμαζε την τραπεζαρία ενώ μετρούσε και ξαναμετρούσε τα σερβίτσια και τις καρέκλες φοβούμενη πως στο τέλος κάποιος θα μείνει όρθιος. Ο Άρτσι και ο Τομ κάθονταν δίπλα στο τζάκι και απολάμβαναν από ένα ποτήρι κονιάκ ενώ χασκογελούσαν κοροϊδεύοντας τις γυναίκες τους για το αδικαιολόγητο άγχος που είχαν. Μαζί τους ήταν και ο μεγάλος γιος του Άρτσι και της Άννυ, ο Στήαρ, ο οποίος ήταν πλέον 8 χρονών και είχε βάλει σκοπό να πείσει τον πατέρα του να βγουν έξω για χιονοπόλεμο ακριβώς πριν το πρωτοχρονιάτικο δείπνο. Η μικρή αδερφή του, η Τζάνις, έπαιζε δίπλα από το χριστουγεννιάτικο δέντρο με τους υπόλοιπους φίλους της, ανάμεσα στους οποίους ήταν και οι δύο γιοι της Πάττυ και του Τομ. Εκεί, μαζί με τα παιδιά βρισκόταν φυσικά και η Κάντυ...είχε αφήσει τις πυρετώδεις προετοιμασίες στις φίλες της και αυτή έπαιζε με τα μικρά σαν να ήταν ακόμη 10 χρονών...Η κυρία Πόνυ που παρακολουθούσε τη σκηνή από μακριά σκέφτηκε : “Αυτό το κορίτσι δεν θα μεγαλώσει ποτέ...θα μείνει για πάντα η μικρούλα σκανδαλιάρα Κάντυ.”
31 Δεκεμβρίου 1928
Το ρολόι του παλιού σταθμού έδειχνε περασμένες τέσσερις. Ο Τέρρυ κατέβηκε με βιαστικές κινήσεις από το βαγόνι και κατευθύνθηκε προς την κεντρική λεωφόρο ψάχνοντας παράλληλα να βρει το αμάξι που θα τον περίμενε. Μόλις είδε τον οδηγό που κρατούσε στο χέρι του μια καρτέλα στην οποία αναγραφόταν το όνομά του, έτρεξε μεμιάς κοντά του και αφού έγιναν οι απαραίτητες συστάσεις επιβιβάστηκε στο αυτοκίνητο. Έβγαλε από την τσέπη του σακακιού του το ρολόι του και κοίταξε νευρικός την ώρα. Υπολόγιζε ότι θα είχε φτάσει νωρίτερα αλλά το τρένο είχε μια μικρή καθυστέρηση και έτσι βγήκε εκτός προγράμματος. Η έντονη χιονόπτωση συνεχιζόταν με αμείωτο ρυθμό και το κρύο ήταν τσουχτερό. Ο Τέρρυ προσπάθησε να χαλαρώσει κάπως χαζεύοντας από το παράθυρο το χιονισμένο τοπίο. Οι σκέψεις του έτρεξαν χρόνια πίσω...σ' εκείνο το βράδυ της Πρωτοχρονιάς που την είχε δει για πρώτη φορά. Έτσι και τότε...ήταν βυθισμένος στις σκέψεις του, απογοητευμένος από το ταξίδι του στην Αμερική όταν άκουσε πίσω του τη φωνή της. Είχε δει έναν άγνωστο να κλαίει και, όπως ήταν φυσικό για εκείνην, θέλησε να τον παρηγορήσει. Όταν γύρισε και είδε τα όμορφα σμαραγδένια μάτια της νόμισε ότι είχε αντικρίσει έναν άγγελο. Δεν ήταν, όμως, συνηθισμένος να ρίχνει τόσο εύκολα τις άμυνές του και από το να της φερθεί ευγενικά προτίμησε να την πειράξει για τις αστείες φακίδες της. Χαμογέλασε όταν θυμήθηκε την αντίδραση της στο πείραγμα του, την ίδια αντίδραση που είχε κάθε φορά που την αποκαλούσε φακιδομούρα Ταρζάν στο κολέγιο του Αγίου Παύλου. Η φωνή του οδηγού που τον ενημέρωνε ότι σε περίπου 10 λεπτά θα έφταναν στον προορισμό τους τον επανέφερε στην πραγματικότητα. Κοίταξε έξω από το παράθυρο και μια νοσταλγία τον κυρίευσε στην θέα αυτού του τόσο αγαπημένου μέρους. Επιτέλους έφτασε στο σπίτι...
31 Δεκεμβρίου 1928
Τα πάντα ήταν σχεδόν έτοιμα για το δείπνο της παραμονής της Πρωτοχρονιάς στο σπίτι της Πόνυ. Την Κάντυ, όμως, βασάνιζε μία και μόνο σκέψη...κοιτούσε συνεχώς το παλιό ρολόι δίπλα στο τζάκι και καθώς η ώρα περνούσε η θλίψη στα μάτια της γινόταν όλο και πιο φανερή στους φίλους της. Η Άννυ που κατάλαβε πρώτη την αλλαγή της διάθεσής της την πλησίασε και χαμογελώντας της είπε: “Μην ανησυχείς καλή μου Κάντυ! Όλα θα πάνε μια χαρά και θα περάσουμε ένα αξέχαστο βράδυ!” Ακριβώς την στιγμή που ο Τομ ετοιμαζόταν να ρίξει ένα μεγάλο κούτσουρο στο τζάκι, ο θόρυβος της μηχανής ενός αμαξιού ακούστηκε απ' έξω. Μέσα σε λίγα μόλις δευτερόλεπτα ο μικρός Στήαρ είχε βρεθεί στην πόρτα της εισόδου, γεμάτος περιέργεια για το ποιος μπορεί να ήρθε τέτοια ώρα. Ανοίγοντας την εξώπορτα, έβγαλε μια δυνατή φωνή: “Θείε Τέρρυ! Επιτέλους!” και έτρεξε στην αγκαλιά του Τέρρυ, ο οποίος καλά – καλά δεν είχε προλάβει να βγει από το αυτοκίνητο. Στο άκουσμα του ονόματος του Τέρρυ, ένα μικρό κοριτσάκι περίπου 3 ετών με καστανά σγουρά μαλλιά και σμαραγδένια μάτια , άρχισε να τρέχει προς την εξώπορτα. Πριν προλάβει όμως να φτάσει, ο Τέρρυ και ο Στήαρ μπήκαν στο σπίτι. Ο Τέρρυ με το που είδε τη μικρούλα την άρπαξε στην αγκαλιά του και τη γέμισε φιλιά ενώ αυτή γελούσε ενθουσιασμένη και φώναζε: “Μπαμπά τι καλά που ήρθες!” Όλοι έσπευσαν να τον καλωσορίσουν αλλά αυτός προσπάθησε να τους προσπεράσει όσο πιο ευγενικά μπορούσε και κατευθύνθηκε προς την γυναίκα του. Η Κάντυ ανακουφισμένη πλέον έπεσε στην αγκαλιά του και του ψιθύρισε: “Γιατί άργησες τόσο; Είχα αρχίσει να πιστεύω ότι δεν θα τα κατάφερνες και θα κάναμε Πρωτοχρονιά χωρίς εσένα.” Ο Τέρρυ χαϊδεύοντας τη φουσκωμένη της κοιλιά, της απάντησε: “Φυσικά και θα τα κατάφερνα μικρή μου φακιδομούρα! Παραμονή Πρωτοχρονιάς απόψε...Αυτή είναι η δική μας νύχτα!”
souka- Terry Extreme Guru
- Αριθμός μηνυμάτων : 8402
Points : 13903
Ημερομηνία εγγραφής : 27/04/2011
Ηλικία : 42
Χιούμορ : Όλων των ειδών!!!
Απ: Χριστουγεννιάτικα Τερρο-φικ 2012
ΜΙΑ ΤΕΡΡΟΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΙΑΤΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ
Άλλη μια φορά βρήκε τον εαυτό του να στέκεται μπροστά σε εκείνο το παράθυρο... Ήταν κάτι σαν συνήθεια για εκείνον... Μια συνήθεια που δεν είχε να του προσφέρει κάτι. Μπορούσε να κάθεται με τις ώρες να παρατηρεί το χιόνι να χορεύει με τον άνεμο, ενώ το τελευταίο που τον ενδιέφερε ήταν η γιορταστική ατμόσφαιρα στους δρόμους... Οι σκέψεις του γύριζαν πάντα γύρω από την δουλειά του και αδιαφορούσε παγερά για οτιδήποτε άλλο- ειδικά για τα Χριστούγεννα...
Μετά από τόσα χρόνια είχε πλέον καταλήξει στο συμπέρασμα ότι τα Χριστούγεννα δεν ήταν τίποτα παραπάνω από μια αργία... Πολύ κακό για το τίποτα...
Η γιορτή της ελπίδας και της αγάπης! Όσο το σκεφτόταν τόσο περισσότερο πίστευε ότι δεν τον αφορούσε καθόλου το όλο θέμα! Τέτοιες γιορτές ήταν για τους πολλούς και εκείνος από καιρό είχε επιλέξει την μοναξιά...
"Τέρρυ? Που ταξιδεύεις?" η φωνή του Ρόμπερτ Χάθαγουεη διέκοψε για μια στιγμή τις σκέψεις του.
"Σε κάποιο τροπικό νησί" απάντησε ψυχρά ο Τέρρυ γυρνώντας το βλέμμα του στον συνέταιρο του.
"Εδώ θα το ξενυχτίσεις?" συνέχισε ο Ρόμπερτ προσπερνώντας το σαρκαστικό του χιούμορ.
Τα μάτια του Τέρρυ στράφηκαν αδιάφορα στο ρολόι... Η ώρα είχε πάει κιόλας 9...
"Έχουμε πολλές εκκρεμότητες ακόμα για την παράσταση Ρόμπερτ."
"Τέρρυ είναι παραμονή Χριστουγέννων! "
"Βασικά είναι δευτέρα- παραμονή τρίτης και σε μια βδομάδα έχουμε πρεμιέρα", απάντησε αδιάφορα ο Τέρρυ. Δεν ήθελε να ανοίξει αυτή την κουβέντα γιατί κινδύνευε να εκραγεί από θυμό. Πως είναι δυνατόν να είναι ο μόνος που νοιάζεται για την παράσταση!
"Τέρρυ μην αγχώνεσαι τόσο. Κοίτα μέρα που είναι να περάσεις όμορφα... Γιατί δεν έρχεσαι από εμάς? Έχουμε αρκετό φαγητό για πολύ κόσμο!"
"Σ' ευχαριστώ Ρόμπερτ αλλά προτιμώ να πάω σπίτι."
Με την απάντηση του ο Τέρρυ δεν άφησε και πολλά περιθώρια κουβέντας. Έβαλε βιαστικά το παλτό του και πριν προλάβει καν να του ευχηθεί ο Ρόμπερτ είχε βγει από το γραφείο...
Οι χιονισμένοι δρόμοι της Νέας Υόρκης έσφυζαν από ζωή, καθώς ο κόσμος ετοιμαζόταν για το εορταστικό τραπέζι... Όλοι έμοιαζαν χαρούμενοι πέρα από εκείνον...
Είχε ήδη μετανιώσει για την συμπεριφορά του απέναντι στο Ρόμπερτ... Όλο αυτό το εορταστικό κλίμα όμως παρά ήταν οδυνηρό για εκείνον... απλά δεν μπορούσε να το παραδεχτεί...
Για εκείνον το θέμα των Χριστουγέννων είχε κλείσει εδώ και 7 χρόνια... Εκείνη την ημέρα που για πρώτη φορά στάθηκε μπροστά από το παράθυρο παρακολουθώντας την ελπίδα του να χάνεται μαζί με τα τελευταία εκείνα Χριστούγεννα που ποτέ δε πρόλαβε να γιορτάσει...
Ακόμα και με την μητέρα του δεν άντεχε να βρίσκεται γιατί του θύμιζε εκείνη... Είχε αποκλειστεί τελείως από όλους και μοναδικό του καταφύγιο από την πραγματικότητα ήταν το θέατρο...
Ευτυχώς, ο δρόμος για το σπίτι του δεν ήταν μεγάλος. Μόλις έφτασε ανέβηκε γρήγορα στο μικρό σαλονάκι...
Μετά τον θάνατο της Σουζάνα το σπίτι ήταν τελείως άδειο...
Ακολούθησε για άλλη μια φορά την καθιερωμένη του ρουτίνα. Άναψε το τζάκι και κάθισε στον καναπέ αγκαλιά με ένα μπουκάλι κρασί...
Οι φλόγες της φωτιάς χόρευαν στο τζάκι μαζί με αναμνήσεις που προσπαθούσε να πνίξει στο ποτό...
Άθελα του για άλλη μια φορά είδε στις φλόγες το πρόσωπο της... Πόσα χρόνια είχαν περάσει και η ανάμνηση της δεν είχε αλλοιωθεί ούτε λίγο στο μυαλό του. Συνήθως υπέφερε κάθε φορά που την σκεφτόταν αλλά πλέον είχε μάθει να ζει με αυτόν τον πόνο...
Τα βλέφαρα του βάρυναν όταν ξαφνικά η μορφή στις φλόγες άρχισε να αλλάζει, να μεταμορφώνεται και να γίνεται πιο έντονη, παίρνοντας μια άλλη γνώριμη για εκείνον μορφή...
"Σουζάνα?!" Ο Τέρρυ δεν μπορούσε να πιστέψει στα μάτια του. Η μορφή της Σουζάνα ήταν στις φλόγες και τον κοιτούσε!
"Γεια σου Τέρρυ..." Η μορφή αποκρίθηκε χαμογελαστά...
"Ονειρεύομαι..." ψέλλισε τρομαγμένος. Μα με τις λέξεις αυτές η φιγούρα άρχισε να χαμογελάει σαρκαστικά και να γίνεται ακόμα πιο έντονη...
Με μια γρήγορη κίνηση ο Τέρρυ σηκώθηκε από τον καναπέ. Σκέφτηκε πως είχε αρχίσει να τρελαίνεται... Έπρεπε να σβήσει το τζάκι. Προχώρησε ζαλισμένος προς την τραπεζαρία μην μπορώντας να πάρει τα μάτια του από τις φλόγες... Η μορφή είχε πια χαθεί.
Πήρε μια βαθιά ανάσα και έγειρε προς την τραπεζαρία... Όταν ξαφνικά την βρήκε εκεί να στέκεται πίσω του! Το αίμα του πάγωσε...
"Σουζάνα..."
"Δεν ήθελα να σε τρομάξω... " Η Σουζάνα άρχισε να μιλάει και να περπατάει στον χώρο.
"Περπατάς?...Δεν μπορεί..."
"Βλέπω ούτε φέτος στόλισες..." συνέχισε η Σουζάνα να παρατηρεί τον χώρο γύρω της. "Αλήθεια πόσο καιρό έχεις να καθαρίσεις?..."
"Είναι όνειρο... Σίγουρα ονειρεύομαι..."
"Όνειρο? Πάλι πας να ξεφύγεις από την πραγματικότητα Τέρρυ... Δεν άλλαξες καθόλου!" αποκρίθηκε χαμογελώντας η Σουζάνα.
"Κι εσύ δεν άλλαξες καθόλου αφού συνεχίζεις να με κυνηγάς!!!" Φώναξε εκνευρισμένα ο Τέρρυ ο οποίος είχε χάσει την αίσθηση του τι είναι πραγματικό και τι όχι.
"Στο θέμα μας..." είπε με σοβαρότητα η Σουζάνα "Ήρθα εδώ γιατί με χρειάζεσαι..."
"Εεεμ ναι... Κοίτα... Χωρίς να θέλω να παρεξηγηθείς, αλλά μάλλον κάποιος σε παραπληροφόρησε, γιατί εγώ δεν..."
"Κοίτα σε παρακαλώ. Μην μιλάς με εκνευρίζεις! Λοιπόν! Απόψε στις 12 η ώρα θα σε επισκεφτεί ένα πνεύμα... Το πνεύμα των προηγούμενων Χριστουγέννων..."
"Πλάκα μου κάνεις τώρα!"
"Σιωπή! Θα σε επισκεφτούν συνολικά τρία πνεύματα... Ένα κάθε μέρα την ίδια πάντα ώρα... Έχεις μια ευκαιρία Τέρρυ... Δες εμένα... Χαράμισα όλη την ζωή μου προσπαθώντας να σε κάνω να με αγαπήσεις... Και τι κατάλαβα! Κι εσύ που έχεις κάποιον να σ' αγαπάει..."
"Είχα θες να πεις! Όταν με ανάγκασες να σε παντρευτώ!"
"Ξεφεύγεις πάλι... Τρία χρόνια έχει που πέθανα Τέρρυ και τι έχεις κάνει? Κάθεσαι κάθε μέρα στον ίδιο καναπέ και αφήνεις την ζωή να σε προσπερνά! Σου δίνω λοιπόν αυτό που σου στέρησα... μια ακόμα ευκαιρία... μην την αφήσεις να πάει χαμένη!"
Τα λόγια της Σουζάνα επισφράγισε ο δυνατός χτύπος του ρολογιού...
Ο Τέρρυ τινάχτηκε μέσα στον ύπνο του από τους χτύπους του ρολογιού. Ήταν πλέον μεσάνυχτα... Η φωτιά στο τζάκι είχε σβήσει...
"Έχω αρχίσει να τρελαίνομαι..." ψιθύρισε κοιτώντας γύρω του τον χώρο. Ευτυχώς, ήταν μόνος του...
"Έτσι λες?" μια γνωστή φωνή τον έκανε να αναπηδήσει στον καναπέ του.
"Σ...στήαρ?" Η καρδιά του πάγωσε για άλλη μια φορά όταν αντίκρισε πλάι του τον παλιό του φίλο. "Μα τι στο..."
"Επ! Θα σου βάλω πιπέρι...Και δεν με λένε Στήαρ..." αποκρίθηκε χαμογελαστά ο νεαρός.
"Μα μοιάζεις..."
"Είμαι το Χριστουγεννιάτικο Πνεύμα του Παρελθόντος κι ήρθα να σε βοηθήσω..."
"Νομίζω πως παρατράβηξε το αστείο..." ξερόβηξε θυμωμένα ο Τέρρυ.
"Μόλις ξεκίνησε σε πληροφορώ..." αποκρίθηκε το πνεύμα πλησιάζοντας το παράθυρο. "Απόψε θα ταξιδέψουμε μαζί σε κάποια προηγούμενα Χριστούγεννα..." συνέχισε, άνοιξε το παράθυρο και αιωρήθηκε έξω από αυτό.
"Μα πως το κάνεις αυτό?!" Ο Τέρρυ πλησίασε το ανοιχτό παράθυρο μην μπορώντας να πιστέψει στα μάτια του.
"Βασικά είναι μια δική μου εφεύρεση... Η πρώτη που πέτυχε 100%" Καυχήθηκε το πνεύμα και τον έπιασε γρήγορα από το χέρι παρασέρνοντας τον έξω από το σπίτι!
Έμοιαζε σαν ψέμα... Σαν όνειρο! Αλλά πετούσαν και οι δύο πάνω από την πόλη της Νέας Υόρκης! Ο Τέρρυ ήταν φοβισμένος στην αρχή αλλά σύντομα βρήκε τον εαυτό του να το διασκεδάζει! Για πρώτη φορά μετά από καιρό η καρδιά του ήταν ελαφριά, ξέγνοιαστη...
Κάποια στιγμή βρήκε τον εαυτό του να θαυμάζει τον στολισμό της πόλης... Πέταξε δίπλα από τα παράθυρα των σπιτιών... Παρατηρούσε ευτυχισμένες οικογένειες, πλούσιες και φτωχές να γιορτάζουν... Γιατί να μην μπορούσε να κάνει και αυτός το ίδιο?
Ξαφνικά το πνεύμα σταμάτησε μπροστά σε ένα σπίτι. Ο Τέρρυ ένιωσε ένα ρίγος... Αυτό το σπίτι ξυπνούσε κάτι μέσα του... σαν μια χαμένη ανάμνηση. Πλησίασε διστακτικά το παράθυρο προσπαθώντας να δει μέσα από το τζάμι... Όταν ξαφνικά, χωρίς να το καταλάβει, βρέθηκε μέσα στην σάλα του σπιτιού!
Ένα στολισμένο δέντρο κοσμούσε το καθιστικό ενώ στην πολυθρόνα καθόταν μια γυναίκα που διάβαζε παραμύθια στο μικρό γιό της...
"Αυτή είναι η... μητέρα μου!" Ο Τέρρυ έμεινε άφωνος μπροστά στην εικόνα. Βρισκόταν πια στο παρελθόν και μπορούσε να δει την μητέρα του να τον κρατάει αγκαλιά! Έμοιαζε τόσο χαρούμενη!
Ξαφνικά η πόρτα άνοιξε και μια γνωστή φυσιογνωμία μπήκε στον χώρο...
"Αγάπη μου!" Ο πατέρας του έτρεξε γρήγορα να τους αγκαλιάσει. "Δεν ξέρεις πόσο μου λείψατε!"
Ο Τέρρυ ένιωσε την σκηνή να ζωντανεύει στο μυαλό του σαν όνειρο. Πόσο ευτυχισμένοι υπήρξαν κάποτε!
"Ήμασταν οικογένεια..." ψέλλισε συγκινημένος... "Γιατί να τα χαλάσει όλα?"
"Χμ... Ο Δούκας Γκράντσεστερ είναι στο πρόγραμμα μας για τα επόμενα Χριστούγεννα..." μια γυναικεία φωνή αποκρίθηκε.
Ο Τέρρυ γύρισε ξαφνιασμένος και βρήκε μια οπτασία με φτερά δίπλα του να σημειώνει κάτι σε μια ατζέντα.
"Ποια είσαι εσύ? Ο Στήαρ που πήγε?" ρώτησε σαστισμένος.
Η κοπέλα με μια κίνηση εξαφάνισε την ατζέντα και τον πλησίασε.
"Είμαι μια από τις βοηθούς του πνεύματος του παρελθόντος, με λένε Άριελ" είπε ευγενικά η οπτασία.
"Άριελ? Καμία συγγένεια με την γοργόνα?"
Με την ερώτηση του Τέρρυ τα φτερά της Άριελ ζάρωσαν από την απογοήτευση της!
"Όχι κι εσύ!..." είπε στενοχωρημένα "Μα τι στο καλό λάτρης του θεάτρου είσαι!!! Είμαι η Άριελ το ξωτικό!!!" είπε φωναχτά.
"Καλά έστω! Άριελ θέλω να τους μιλήσω... Μπορώ? "
"Είναι μόνο σκιές... Δεν μας βλέπουν" απάντησε η Άριελ και τον έπιασε από το χέρι παρασέρνοντας τον γρήγορα έξω από το σπίτι!
"Μα που με πας?"
"Είναι έκπληξη!" αποκρίθηκε το ξωτικό και άρχισαν να πετάν μαζί!
Γρήγορα βρέθηκαν ψηλά στον ουρανό. Πετούσαν πάνω από τα σύννεφα! Μια χαρά πλημμύρισε την καρδιά του Τέρρυ... Χάρηκε τόσο που βρέθηκε έστω για λίγο δίπλα στους γονείς του, έτσι όπως ήταν παλιά... Ένιωθε ελαφρύς σαν πούπουλο!
Ξαφνικά συνειδητοποίησε πως κάτω από τα πόδια του είχαν χαθεί τα φώτα της πόλης... Υπήρχε μόνο πυκνό σκοτάδι... Μα όχι ένα αστέρι έλαμπε μέσα σε εκείνο το σκοτάδι... Τι να ήταν?
Το ξωτικό τον έπιασε πάλι από το χέρι και άρχισαν γρήγορα να κατευθύνονται προς το φως. Κατέβαιναν με τόσο γρήγορη ταχύτητα! Ξαφνικά ο Τέρρυ συνειδητοποίησε ότι το σκοτάδι δεν ήταν τίποτα παραπάνω από τον σκοτεινό τεράστιο ωκεανό! Και το φως... το φως ήταν ένα πλοίο!
"Αδύνατον..." ο Τέρρυ δεν μπορούσε να πιστέψει στα μάτια του.
"Και όμως!" αποκρίθηκε η Άριελ της οποίας η καρδιά χτυπούσε το ίδιο δυνατά με την δική του!
Δύο φιγούρες έστεκαν επάνω στο πλοίο... Η μια παρατηρούσε την άλλη από μακριά...
"Κάντυ... εδώ σε γνώρισα..." η φωνή του Τέρρυ έβγαινε με δυσκολία. Προσγειώθηκε γρήγορα επάνω στο πλοίο και την πλησίασε. Ήταν στ' αλήθεια κοντά της... Εκείνη την ώρα ξεκινούσε η ιστορία τους!
"Είναι κανείς εκεί?" άκουσε τον εαυτό του να λέει.
"Προσπάθησα να σου μιλήσω αλλά φαίνεσαι πολύ λυπημένος..." η Κάντυ αποκρίθηκε.
"Φαινόμουν λυπημένος? Μα τι είδους παρατήρηση είναι αυτή! Άκου φαίνομαι λυπημένος! Χαχαχα!"
"Τι αγενής που ήμουν..." χαμογέλασε ο Τέρρυ παρατηρώντας τον εαυτό του.
"Μα τι είναι αυτά που λες δεσποινίς με τις φακίδες μπορείς να μου πεις?"
"Δεσποινίς με τις φακίδες?!?!"
Ο Τέρρυ δεν χόρταινε να παρακολουθεί την σκηνή! Πόσο πολύ ήθελε να την ξαναζήσει και να! Ήταν εκεί μπροστά του! Δεν χόρταινε να κοιτάει τις γκριμάτσες στο πρόσωπο της! Πόσο το αγαπούσε αυτό το προσωπάκι με όλες εκείνες τις φακίδες!
"Την ερωτεύτηκα από την πρώτη στιγμή..." ψιθύρισε χαμογελαστά.
"Η αλήθεια είναι ότι έχεις λίγο θέμα με το φλερτ..." μια νεαρή φωνή του απέσπασε την προσοχή.
"Τι πράγμα?" Ο Τέρρυ ρώτησε έκπληκτος την νεαρή κοπέλα.
"Δίκιο έχει το Λιζάκι! Έχεις πολύ θέμα! Μα είναι δυνατόν να της λες για τις φακίδες της?! Ο Άντονυ δεν θα έκανε ποτέ κάτι τέτοιο! Απορώ που την βρήκε η Κάντυ την ομοιότητα ανάμεσα σας!"
"Ποιες είστε εσείς? Που πήγε η Άριελ?"
"Η Άριελ είχε δουλειά στο φόρ..."
"Φορτηγό!" Πετάχτηκε η Σταυρούλα.
"Από το στόμα μου το πήρες... Είμαστε κι εμείς βοηθοί του πνεύματος, όπως η Άριελ!" συνέχισε η Λίζυ.
"Σαν να τα λέτε λίγο περίεργα..." ο Τέρρυ κοίταξε καχύποπτα τα δύο κορίτσια. Μα γρήγορα εκείνα τον πήραν μαζί τους και άρχισαν και οι τρείς να πετάν!
Είχε ξημερώσει όταν έφτασαν στον προορισμό τους. Εκείνο το μέρος! Εκεί έζησε τις πιο χαρούμενες στιγμές της ζωής του! Η Σκωτία!
"Μα εδώ είναι καλοκαίρι...." Παρατήρησε παραξενεμένος ο Τέρρυ.
Και με τις λέξεις του αυτές ένα γκρι σύννεφο εμφανίστηκε στον καθαρό ουρανό και άρχισε να βρέχει.
"Πες του σε παρακαλώ να μην μιλάει!" είπε η Σταυρούλα εκνευρισμένα στην Λίζυ.
"Είναι καλοκαίρι Τέρρυ... Σε όλη την Σκωτία... Πέρα από αυτόν τον πύργο!" του απάντησε η Λίζυ δείχνοντας του τον πύργο του πατέρα του.
Μέσα σε μια στιγμή, δεν κατάλαβε πως αλλά βρέθηκε μέσα στον πύργο... Οι δύο νεαρές κοπέλες είχαν εξαφανιστεί...
Το τζάκι έκαιγε και ακριβώς μπροστά καθόντουσαν δύο φιγούρες. Ήταν αυτός μαζί με την Κάντυ! Τα μάτια του Τέρρυ έλαμψαν! Φορούσε την ρόμπα της μητέρας του... την θυμόταν πολύ καλά εκείνη τη μέρα!
"Έτσι όπως καίει το τζάκι έχω την εντύπωση πως είναι παραμονή Χριστουγέννων Τέρρυ!"
Η φωνή της Κάντυ έκανε την καρδιά του να φτερουγίσει.
"Πόσο μου έχει λείψει να ήξερε..." είπε συγκινημένος παρακολουθώντας την σκηνή.
Εκεί που καθόταν όμως ξαφνικά κάτι φωνούλες απέσπασαν την προσοχή του.
"Αφήστε με να μαντέψω! Βοηθοί του Στήαρ!" είπε εκνευρισμένος ο Τέρρυ κοιτώντας τις δύο κοπέλες. "Μα καλά δεν μπορώ ούτε για λίγο να κάτσω μόνος μου να απολαύσω μια τέτοια ανεκτίμητη στιγμή?!"
"Μην ενοχλείσαι..." του απάντησε η Σούκα "μια δουλίτσα κάνουμε και φεύγουμε"
"Έτοιμη?" ρώτησε η Λίνα και με μιας οι δύο κοπέλες με σφυριά και τρυπάνια άρχισαν να σφραγίζουν την πόρτα του σαλονιού!
Ο Τέρρυ είχε μείνει άφωνος βλέποντας τες!
"Μα τι κάνετε?!"
"Μην ανησυχείς... Όλες εδώ για εσένα δουλεύουμε!" απάντησε η Λίνα χαρούμενη.
"Το Λιζάκι και το Σταυρουλάκι ανέλαβαν την είσοδο του σπιτιού για να είμαστε πλήρως καλυμμένες!" συνέχισε με καμάρι η Σούκα.
"Και γιατί το κάνετε αυτό?!"
"Γιατί θέλουμε επιτέλους αυτή η σκηνή να έχει μια καλύτερη κατάληξη χωρίς παράσιτα!!!" μια τρίτη φωνή ακούστηκε στο βάθος του δωματίου.
"Κι εσύ είσαι η...?"
"Ντάλια!" απάντησε κοφτά και χαμογελαστά η τρίτη κοπέλα.
"Ντάλια να σε ρωτήσω... χωρίς παρεξήγηση... Ο Στήαρ τι σόι πνεύμα είναι αν χρειάζεται τόσες βοηθούς?!" η ερώτηση του Τέρρυ έκανε την Ντάλια να σοβαρέψει μέσα σε μια στιγμή.
"Πρώτον! Πρόσεχε πως μιλάς για το μωρό μου!!!" Φώναξε εκνευρισμένα "Και Δεύτερον! Έφερα κρασί γιατί προβλέπεται μεγάλη η νύχτα, θες λίγο?"
Ο Τέρρυ είχε σαστίσει με όλα αυτά που συνέβαιναν! Όταν ξαφνικά άκουσε τον εαυτό του να μιλάει...
"Κάντυ θέλεις να μείνουμε μόνοι μας εδώ μέχρι να ξημερώσει?"
"Ώρα να πηγαίνουμε" είπαν η Σούκα και η Λίνα με μια φωνή.
"Εγώ λέω να μείνω" ξερόβηξε η Ντάλια.
"Ντάλια!!!!" Οι άλλες δύο φώναξαν εκνευρισμένα.
"Ώχου... έχω μπλέξει..." αποκρίθηκε αυτή και σε μια στιγμή πήραν μαζί τους τον Τέρρυ και εξαφανίστηκαν!
Ξαφνικά όλα σκοτείνιασαν μπροστά του... Δεν ήξερε που βρίσκεται αλλά αισθανόταν ότι η χριστουγεννιάτικη ατμόσφαιρα είχε αλλάξει πολύ απότομα.
"Λίνα? Σούκα? Ντάλια? Που είστε?" Φώναζε μες το σκοτάδι αλλά κανείς δεν του απαντούσε. Δεν μπορούσε να εξηγήσει πως αλλά κάτι σε εκείνο το μέρος τον φόβιζε... Είχε τόση ησυχία... Όταν ξαφνικά ένα φως σαν προβολέας φώτισε μια σκάλα...
"Όχι" Ο Τέρρυ δεν ήθελε να πιστέψει αυτό που ζούσε. Έκανε αμέσως να φύγει. Έτρεξε γρήγορα προς την πόρτα αλλά όσο και να έτρεχε δεν μπορούσε να την πλησιάσει. Ο χώρος έμοιαζε σαν μια παγίδα που δεν θα τον άφηνε να ξεφύγει έτσι απλά...
"Γιατί θες να το σκάσεις Τέρρυ?"
"Ποια είσαι εσύ? Άσε με να φύγω!" Ο Τέρρυ απαίτησε φωνάζοντας στην γυναικεία μορφή που στεκόταν μπροστά του.
"Εγώ είμαι η Ναν... Κι εσύ δεν μπορείς να φύγεις... όχι ακόμα"
"Γιατί είμαι εδώ?"
"Δεν γίνεται να γυρίζεις πίσω μόνο στις καλές στιγμές Τέρρυ... Αυτά είναι τα Χριστούγεννα που δεν πρόλαβες να ζήσεις..." αποκρίθηκε η Ναν και με τα λόγια αυτά ακούστηκε το άνοιγμα μιας πόρτας.
Ο Τέρρυ γύρισε το βλέμμα του σε εκείνη την σκάλα. Είδε την Κάντυ να βγαίνει από το δωμάτιο της Σουζάνα και τον εαυτό του να την περιμένει στο κεφαλόσκαλο. Ήταν καταδικασμένος να ξαναζήσει το χειρότερο εφιάλτη του. Πόσο προσπάθησε να διαγράψει αυτήν την ανάμνηση... Και τώρα ήταν πάλι εκεί μπροστά του. Γελούσε μαζί του.
Η Κάντυ ξεκίνησε να κατεβαίνει γρήγορα τα σκαλιά. Τα μάτια της ήταν γεμάτα δάκρυα. Αυτός έφταιγε για όλα! Αυτός προκάλεσε αυτά τα δάκρυα!
Είδε το είδωλο του να τρέχει πίσω της και να την αγκαλιάζει... Έσφιξε τα δόντια του με όση δύναμη είχε.
"Μην την αφήσεις... μην την αφήσεις!" έλεγε και ξανάλεγε από μέσα του ελπίζοντας ότι κάποιο θαύμα θα γινόταν...
"Τέρρυ ελπίζεις στ' αλήθεια στα θαύματα?" ακούστηκε η φωνή της Ναν να γελάει μαζί του. Και τότε...
"Να είσαι ευτυχισμένη Κάντυ..."
"Κι εσύ το ίδιο..."
"Όχι!!!Όχι!!!" φώναξε με όλη του την δύναμη. "Περίμενε! Πρέπει να σου μιλήσω!" Προσπάθησε να την πιάσει αλλά μάταια! Ήταν μόνο η σκιά της...
"Κάντυ! Σε παρακαλώ! Περίμενε!" Έτρεξε πίσω της, βγήκε από το νοσοκομείο, έπρεπε να την σταματήσει! Η μορφή της όμως δεν σταματούσε...
Απομακρυνόταν. Όχι έπρεπε να την φτάσει, να την κρατήσει κοντά του! Έτρεξε όσο πιο γρήγορα μπορούσε!
Για μια στιγμή η Κάντυ κοντοστάθηκε κι εκείνος βρήκε την ευκαιρία να σταθεί μπροστά της. Την κράτησε από τους ώμους.
"Κάντυ ήταν λάθος! Μην με αφήνεις σε παρακαλώ! Σ' αγαπάω!" Ο Τέρρυ έκλεγε με λυγμούς κοιτώντας την στα μάτια ελπίζοντας πως τον ακούει. Την αγκάλιασε με όλη του τη δύναμη... Η μορφή της όμως τον διαπέρασε σαν αέρας και χάθηκε...
Έμεινε μόνος του να κλαίει μες το χιόνι. Πόσο του είχε στοιχίσει αυτός ο χωρισμός.... Γιατί? Γιατί?
"Τέρρυ..." μια γνώριμη φωνή ακούστηκε δίπλα του. Ήταν στενοχωρημένη σαν κι εκείνον... Και μια μελωδία... Μια μελωδία σαν από μουσικό κουτί σερνόταν έτοιμη να σβήσει...
"Στήαρ... Στήαρ!" Ο Τέρρυ φώναξε με απελπισία τον φίλο του που εμφανίστηκε ξανά μπροστά του "Σε παρακαλώ γύρισε με πίσω!"
"Σε λίγο Τέρρυ... Κοίτα πρώτα επάνω..."
Τα λόγια του πνεύματος τον έκαναν να σηκώσει το κεφάλι του και να δει τον εαυτό του στο παράθυρο του νοσοκομείου...
"Την κοίταζα να φεύγει..." συνειδητοποίησε ο Τέρρυ. "Δεν έκανα τίποτα! Την κοίταζα απλώς να φεύγει! Ο δειλός!" έλεγε και ξανάλεγε θυμωμένα.
"Τέρρυ... Κοίτα καλύτερα στο παράθυρο... Δεν είμαστε πια στην Νέα Υόρκη" επέμεινε ο Στήαρ.
Τα βουρκωμένα μάτια του διέκριναν ξαφνικά δύο φιγούρες στο παράθυρο... Ήταν η Κάντυ και... ο Άλμπερτ.
Η καρδιά του έγινε κόμπος. Οι δύο φιγούρες κοιτούσαν η μια την άλλη αφοσιωμένα... Και τότε έγινε το μοιραίο... Με αργές κινήσεις ο ξανθός άνδρας έβγαλε ένα δαχτυλίδι από την τσέπη του και το πέρασε στο δάχτυλο της Κάντυ...
Η καρδιά του Τέρρυ έγινε χίλια κομμάτια.
"Όχι!" η σπαραχτική κραυγή του πνίγηκε στον μανιασμένο αέρα. Η μελωδία του μουσικού κουτιού είχε πια σταματήσει και το παράθυρο που στεκόταν το νεαρό ζευγάρι σκοτείνιασε. Ήταν πλέον το παράθυρο του δωματίου του...
"Όχιιιι!" οι φωνές του πλέον αντηχούσαν στους τέσσερις τοίχους. Είχε καλύψει το πρόσωπο με τα χέρια του γιατί δεν άντεχε πια να βλέπει...
Ο χτύπος του ρολογιού κάλυψε τους λυγμούς του... Ξαφνικά το δωμάτιο πλημμύρισε μια πολύ ευχάριστη μυρωδιά... μια μυρωδιά που παρέσυρε τις κακές σκέψεις από το μυαλό του...
Σκούπισε τα δάκρυα του και κοίταξε γύρω του... Ο χώρος ήταν στολισμένος γιορτινά... Τα όμορφα χρώματα και η ζεστασιά του δωματίου σχεδόν τον έκαναν να βρει την χαμένη του ελπίδα...
"Μα τι μυρίζει τόσο ωραία..." αναρωτήθηκε καθώς βημάτιζε προς το σαλόνι. Σύντομα όμως η απορία του λύθηκε...
Το σαλόνι του σπιτιού στόλιζαν εκατοντάδες τριαντάφυλλα!
Ο Τέρρυ είχε μείνει άναυδος μπροστά στο θέαμα, όταν ξαφνικά...
"Τέρρυ είσαι πιο όμορφος όταν γελάς παρά όταν κλαις..."
"Συγνώμη?!" Ο Τέρρυ κοίταξε απορημένος τον ξανθό νεαρό που του μιλούσε. "Γνωριζόμαστε από κάπου...?"
"Δεν είχαμε την χαρά... Εγώ είμαι το Χριστουγεννιάτικο..."
"πνεύμα του παρόντος..." τον διέκοψε ο Τέρρυ. "Το φαντάστηκα". Δεν ήξερε γιατί αλλά αυτό το πνεύμα του έβγαζε μια ανταγωνιστικότητα!
"Μπορείς να με λες και Άντονυ..." πρόσθεσε χαμογελαστά το πνεύμα.
"Εσύ μου έλειπες τώρα..." μουρμούρισε ο Τέρρυ μέσα από τα δόντια του. "Πάντως είναι πολύ όμορφα τα τριαντάφυλλα σου... Είχε δίκιο η Κάντυ..." σχολίασε παρατηρώντας τα άνθη γύρω του.
"Κι εσύ είσαι καλός ηθοποιός... Παρακολουθώ ξέρεις συχνά τις παραστάσεις σου..."
"Αλήθεια?" ρώτησε έκπληκτος ο Τέρρυ.
"Αλήθεια... Μου πήρε βέβαια καιρό να καταλάβω τι σου βρήκε..."
"Τι πράγμα?"
"Τελικά κατάλαβα..." Του χαμογέλασε ο Άντονυ "Στο θέμα μας όμως. Μαζί θα επισκεφτούμε τα φετινά Χριστούγεννα... πρέπει να βιαστούμε!"
Και με αυτά τα λόγια ο Άντονυ εξαφανίστηκε και το σαλόνι του Τέρρυ άλλαξε μορφή και γέμισε με παιδικές φωνές και γέλια...
Τον ήξερε αυτόν τον χώρο... Ήταν το ορφανοτροφείο που μεγάλωσε η Κάντυ!
Όλοι ήταν τόσο χαρούμενοι! Τα παιδιά έτρεχαν πάνω κάτω...
"Δεν μπορείς να πεις... τα ορφανά ξέρουν να περνάν καλύτερα από εσένα..." μια γυναικεία φωνή διέκοψε τις σκέψεις του.
"Ήμουν σίγουρος πως και ο Άντονυ θα είχε βοηθούς..." σχολίασε χαμογελαστά ο Τέρρυ.
"Με λένε Μιμή και σε ενημερώνω ότι είμαι 100% αντονικιά οπότε πρόσεχε τα λόγια σου!" η κοπέλα απάντησε κοφτά.
"Τι είσαι?!"
"Και αν θες να ξέρεις στο δικό μου φικάκι δεν υπάρχεις καν!"
"???"
Ο Τέρρυ δεν κατάλαβε και πολλά από αυτά που του έλεγε η κοπέλα αλλά δεν πρόλαβε και να ρωτήσει...
"Αδερφή Μαρία ποιος θα το έλεγε ότι θα ερχόταν η μέρα που το κοριτσάκι μας θα παντρευόταν!"
"Ναι κυρία Πόνυ! Δείτε τα παιδιά πως κάνουν! Ελπίζω αύριο στον γάμο να είναι πιο φρόνιμα"
"Αύριο παντρεύονται..." συνειδητοποίησε ο Τέρρυ. Ένιωσε για άλλη μια φορά τον κόσμο να χάνεται κάτω από τα πόδια του... "Δεν έχω δικαίωμα να ανακατευτώ στην ζωή της πλέον..."
"Και πολύ το καθυστέρησαν αν θες την γνώμη μου..." πρόσθεσε η Μιμή.
"Μιμή γιατί με έφερες εδώ?"
"Γιατί μου το ζήτησε ο Θεός... εεε... το πνεύμα εννοώ... Εντάξει σε συμπαθώ κιόλας!" χαμογέλασε η Μιμή.
"Και τότε γιατί με τυραννάς?! Δεν έχω δουλειά πλέον στην ζωή της!"
"Αν ήταν έτσι τότε όλες εμείς τι κάνουμε εδώ?! Σπίτια δεν έχουμε να κάνουμε Χριστούγεννα?!"
Η Μιμή έμοιαζε θυμωμένη από την ηττοπάθεια του.
"Πες μου τι πρέπει να κάνω και θα το κάνω!" φώναξε απελπισμένα ο Τέρρυ μα η Μιμή είχε εξαφανιστεί...
"Εγώ θα σου πω" μια άλλη φωνούλα ήρθε για να δώσει την λύση. "Είμαι η Μάστα"
Μόλις του συστήθηκε η κοπέλα ο Τέρρυ δεν άντεξε ήταν έτοιμος να βάλει τα κλάματα... Τελικά άρχισε να κλαίει και να γελάει μαζί...
"Που το βρίσκεις το αστείο?!"
"Μα πόσες είστε?!?!" Ο Τέρρυ ρώτησε απελπισμένα.
"Να σου πω είμαστε αμέτρητες!" Η Μάστα του απάντησε όλο χαρά.
"Δεν αντέχω άλλο!!!"
"Καλά έχεις κι εσύ τα δίκια σου αλλά..."
"Δεν υπάρχει αλλά! Την αγαπάω Μάστα! Καταλαβαίνεις? Την αγαπάω και αυτή... αυτή..." η φωνή του με το ζόρι έβγαινε.
"Και αυτή!" πρόσθεσε χαμογελαστά η Μάστα και με μιας ο Τέρρυ βρέθηκε στο ίδιο δωμάτιο με την αγαπημένη του...
Ήταν εκεί... καθόταν στο κρεβάτι της κι έκλαιγε... Πόσες φορές δεν αναρωτήθηκε τι να κάνει και τώρα πραγματικά την έβλεπε!
"Κάντυ μου..." ψιθύρισε συγκινημένος ο Τέρρυ... "Γιατί κλαις?"
"Δεν μπορεί να σε ακούσει..." αποκρίθηκε η Μάστα.
"Γιατί δεν είναι χαρούμενη?"
"Πρέπει να είσαι χαρούμενη Κάντυ... Αύριο είναι ο γάμος!" η Κάντυ άρχισε να μονολογεί αλλά μάταια... Δεν μπορούσε να προσποιηθεί κάτι που δεν αισθανόταν... "Πρέπει να αφήσεις το παρελθόν Κάντυ!" έλεγε και ξανάλεγε.
Ο Τέρρυ ένιωσε ξαφνικά μια χαρά μέσα του... Ίσως υπήρχε ακόμα ελπίδα! Αλλά οχι, δεν έπρεπε να είναι εγωιστής... Και μόνο στην ιδέα ότι η αγαπημένη του υπέφερε εξαιτίας του για άλλη μια φορά τρελαινόταν...
"Δεν έπρεπε να αφήσω όλα αυτά τα χρόνια να περάσουν... φοβήθηκα... φοβήθηκα πως δεν είχα πια θέση στην καρδιά της... Πίστευα πως άξιζε κάτι καλύτερο... Και τι κατάφερα... Έκανα και τους δυο μας να υποφέρουμε!" το πρόσωπο του Τέρρυ ήταν σκυθρωπό... Αυτός έφταιγε για όλα...
Για άλλη μια φορά ο χώρος γύρω του σκοτείνιασε... Βρισκόταν και πάλι στο δωμάτιο του... Τα τριαντάφυλλα είχαν εξαφανιστεί.
Από στιγμή σε στιγμή θα έφτανε το τρίτο πνεύμα... Θα ήταν το πνεύμα του μέλλοντος... Ίσως αυτό έδινε την λύση...
Οι σκέψεις του Τέρρυ σταμάτησαν για άλλη μια φορά με τον χτύπο του ρολογιού... Μέσα σε μια στιγμή το παράθυρο άνοιξε διάπλατα από τον δυνατό αέρα και πυκνή ομίχλη εισχώρησε στο δωμάτιο.
Ένιωσε για άλλη μια φορά το αίμα του να παγώνει... Πλησίασε διστακτικά το παράθυρο... Αλλά αυτό που είδε μπροστά του δεν το περίμενε με τίποτα...
Μια μαύρη κάπα αιωρούταν στον αέρα σαν να την φοράει κάποιος... μόνο που δεν φαινόταν ποιος...
"Εσύ είσαι το πνεύμα του μέλλοντος?" ρώτησε τραυλίζοντας ο Τέρρυ.
Δύο πύρινες φλόγες έλαμψαν στο ύψος των ματιών του πνεύματος.
"Θα το πάρω σαν θετική απάντηση..." μουρμούρισε φοβισμένος και τότε με μιας απλώθηκε μπροστά του ένα σκοτεινό μονοπάτι!
Ο Τέρρυ έμεινε άφωνος μπροστά στο θέαμα. Ότι και να είχε δει εκείνη την βραδιά έμοιαζε ξαφνικά αστείο... Το μονοπάτι αυτό αιωρούταν σαν μαύρο σύννεφο πάνω από την Νέα Υόρκη και ένωνε το παράθυρο του με το πνεύμα!
Κατάλαβε ότι έπρεπε να το διασχίσει... Βγήκε διστακτικά από το παράθυρο του και άρχισε να περπατάει...
Όχι δεν ήταν ένα απλό μονοπάτι... Ήταν ένας τεράστιος διάδρομος!
Αριστερά και δεξιά εμφανίστηκαν ψηλές επιβλητικές πύλες...
"Οι πύλες αυτές αφορούν στο Μέλλον σου Τέρρυ..." μια φωνή ακούστηκε από το βάθος του διαδρόμου.
Ήταν μια γυναίκα... Στεκόταν μπροστά του ντυμένη με ένα μαύρο πέπλο... Ο Τέρρυ την κοίταξε μπερδεμένος...
"Αααδερφή Γκρέυ?" ρώτησε χωρίς να είναι σίγουρος.
"Λίμπρα!!! Με λένε Λίμπρα!!!" απάντησε εκνευρισμένα η κοπέλα.
"Με συγχωρείς... Σε πέρασα για..."
"Ξέρω για ποια με πέρασες! Φτού σου! Μόνο αυτό έχω να πω!"
"Μα γιατί είσαι ντυμένη στα μαύρα?"
"Πρώτον γιατί το μαύρο πάει με όλα και δεύτερον γιατί αντιπροσωπεύω το πνεύμα του μέλλοντος!!!"
"Ναι σωστά... Για πες μου λίγο για αυτές τις πύλες... Γιατί είναι τόσο μεγάλες?"
"Γιατί τις έκανε η Μαριλού πριν πάρει το πτυχίο της! Τι θα πει γιατί είναι τόσο μεγάλες?! Γιατί αφορούν σε διαφορετικές σημαντικές επιλογές της ζωής σου που είναι ικανές να επηρεάσουν ολόκληρο το μέλλον σου!" είπε η Λίμπρα προσπαθώντας να κρατήσει την ψυχραιμία της...
"Δηλαδή το μέλλον μου δεν είναι προκαθορισμένο?" ρώτησε με ελπίδα ο Τέρρυ.
"Όχι... αν και σε μεγάλο βαθμό έχει πάρει μια συγκεκριμένη τροπή..." αποκρίθηκε σοβαρά η Λίμπρα "Το μέλλον σου όλα δείχνουν ότι θα είναι αυτό..." Και με τα λόγια αυτά του έδειξε με το χέρι της το τέλος του διαδρόμου όπου στεκόταν το πνεύμα.
Ο Τέρρυ σιγά σιγά διέσχισε τον διάδρομο... Όσο όμως πλησίαζε το πνεύμα του μέλλοντος τόσο πιο πολύ φοβόταν... Τελικά σε μια στιγμή η κάπα του πνεύματος άνοιξε και τυλίχτηκε γύρω του, παρασέρνοντας τον σε κάποια μελλοντικά Χριστούγεννα...
Στον τζάκι έκαιγε η φωτιά... Βρισκόταν πάλι σε κάποιο γιορτινά στολισμένο σαλόνι... Ξαφνικά μια μελωδία απέσπασε την προσοχή του...
Μια κοπέλα καθόταν στο πιάνο κι έπαιζε...
"Κάντυ?" Ο Τέρρυ σιγοψιθύρισε το όνομα της...
"Ρόζυ! Πρέπει να ετοιμαστούμε! Μας περιμένουν..."
"Μητέρα... σε παρακαλώ να μείνω σπίτι?"
"Ρόζυ μου κι εγώ θα προτιμούσα να μείνουμε σπίτι αλλά το υποσχεθήκαμε στον πατέρα σου! Την πρωτοχρονιά όμως θα την περάσουμε εδώ με τα ξαδέρφια σου!"
"Θα έρθει η θεία Άννυ και ο θείος Άρτσυ?!" ρώτησε η νεαρή κοπέλα όλο ενθουσιασμό.
"Ναι γλυκιά μου! Σήμερα πήραν τηλέφωνο... Τρέξε να το πεις στα αδέρφια σου να χαρούν!" και με την παρότρυνση της μητέρας της η μικρή σηκώθηκε ενθουσιασμένη από το πιάνο.
Ο Τέρρυ δεν μπορούσε να πάρει τα μάτια του από την ξανθιά γυναίκα που μόλις είχε μπει στο σαλόνι. Ήταν εκείνη! Πόσο χρονών να ήταν? 40? Και ακόμα ήταν τόσο γοητευτική... Το πρόσωπό της παρέμενε γεμάτο με φακίδες! Τις ίδιες φακιδούλες είχε και η Ρόζυ...
"Σαν μάνα και κόρη..." ψιθύρισε ο Τέρρυ μην μπορώντας να κρύψει την σκιά που είχε καλύψει το πρόσωπο του.
"Όχι σαν..." μια φωνούλα διέκοψε τις σκέψεις του. "ΕΙΝΑΙ μάνα και κόρη"
"Κι εσύ είσαι η ...?"
"Πάπιρους Λαρους Μπριτάνικα... εσύ όμως μπορείς να με λες Πάπι!"
"Πάλι καλά... Να υποθέσω ότι..."
"Τα ξέρω όλα? Ναι να το υποθέσεις... Γι 'αυτό και βοηθάω το πνεύμα του μέλλοντος!" αποκρίθηκε με χαρά η Πάπι.
"Μάλιστα... Πάπι, να σε ρωτήσω, μήπως ξέρεις..."
"Ναι ξέρω, ρώτα"
"... αν υπάρχω στην ζωή της?" ρώτησε διστακτικά ο Τέρρυ.
"Αγάπη μου! Είσαι έτοιμη?" Η φωνή του Άλμπερτ έσκισε σαν μαχαίρι στην καρδιά του.
"Αυτός μας έλειπε..." μουρμούρισε η Πάπι.
Ο Άλμπερτ μπήκε βιαστικά στο δωμάτιο και φίλησε απαλά στα χείλη την γυναίκα του, μπροστά στα έκπληκτα μάτια του Τέρρυ.
"Γιατί να βάλουν εμένα σε αυτά τα Χριστούγεννα?!" ρώτησε θυμωμένα η Πάπι... "Εντάξει νομίζω πήρες την απάντηση σου... Θες να με ρωτήσεις κάτι άλλο?"
"Μόνο..." η φωνή του Τέρρυ έτρεμε ενώ δάκρυα είχαν αρχίσει και πάλι να εμφανίζονται στα μάτια του "... θέλω μόνο να ξέρω αν είναι εκείνη ευτυχισμένη..."
Με το που έκανε την ερώτηση το τζάκι έσβησε και αέρας δυνατός άρχισε να ανοίγει με δύναμη ένα ένα τα παράθυρα του σαλονιού. Όλες οι μορφές είχαν εξαφανιστεί.
Όμως δεν ήταν μόνος... Μπροστά του στεκόταν το πνεύμα του μέλλοντος και τον κοιτούσε με εκείνα τα φοβερά πύρινα μάτια.
Ο Τέρρυ προσπάθησε να τρέξει αλλά δεν πρόλαβε να πάει μακριά, αφού σκόνταψε σε μια πέτρα κι έπεσε. Σήκωσε το κεφάλι του και κοίταξε τριγύρω...
Όχι δεν ήταν πια σε σπίτι...
Βρισκόταν σε ένα τεράστιο νεκροταφείο...
Οι χτύποι της καρδιάς του ήταν πολύ γρήγοροι... Δεν μπορούσε να καταλάβει γιατί βρισκόταν εκεί...
"Ο καημένος ο θεατρίνος..." άκουσε έναν άντρα να λέει. "...πέθανε ολομόναχος!"
"Μα καλά δεν είχε οικογένεια?"
"Που να κάνει οικογένεια! Η μόνη του αγάπη ήταν το ποτό! Γι' αυτό κι έφυγε νέος..."
Η συζήτηση ανάμεσα στους δύο άντρες του έκοψε τα πόδια... Γύρισε γρήγορα το κεφάλι του προς το μέρος τους. Πίσω τους ακριβώς υπήρχε μια ταφόπλακα...
"Τέρενς Γκραχαμ Γκραντσεστερ 1897-1944"
"Δεν είναι δυνατόν..." Τα πόδια του με δυσκολία τον κρατούσαν. Αυτή ήταν λοιπόν η ζωή του! Χωρίς χαρές χωρίς τίποτα... Ακόμα και στον θάνατο ήταν μόνος... ΜΟΝΟΣ!
Το κεφάλι του βούιζε από τις κραυγές των ενοχών του. Μόνος και δειλός! Αυτό ήταν!
Είχε πέσει δίπλα στον τάφο του να θρηνήσει την χαμένη του ζωή... Δεν του είχε μείνει τίποτα άλλο να κάνει. Τίποτα.
"Τέρρυ μου..."μια βουρκωμένη φωνή ακούστηκε ακριβώς δίπλα του. Έκλεγε μαζί του χωρίς όμως να τον βλέπει...
"Κάντυ!"
Δεν μπορούσε να το πιστέψει αλλά ήταν εκείνη! Ήταν η ίδια μορφή που είχε δει πριν λίγο... Μόνο που έμοιαζε πιο γερασμένη... Τα μάτια της ήταν θολά από τα δάκρυα... Πρώτη φορά έβλεπε τόσο χλωμό και εξαντλημένο το πρόσωπο της...
Είχε έρθει για εκείνον...
"Τέρρυ μου... Δεν είσαι μόνος... Πάντα σε είχα μαζί μου... Όλα αυτά τα χρόνια... Με συγχωρείς για όλα..." Η Κάντυ έκλεγε δίπλα του με λυγμούς.
Πάντα τον αγαπούσε... Ποτέ δεν ήταν απόλυτα ευτυχισμένη μακριά του. Πως θα μπορούσε!
Τα λόγια της αντί να τον κάνουν να νιώσει καλύτερα τον πλήγωσαν ακόμα περισσότερο.
Όλα αυτά τα χρόνια κουβαλούσε τις ίδιες ενοχές με εκείνον. Την βάραινε το λάθος που έκαναν όταν παραιτήθηκαν ο ένας από τον άλλον.
Δεν άντεχε άλλο αυτή την τρέλα...
"Δεν θέλω να πεθάνω!" φώναξε με όλη του την δύναμη "Δεν θέλω να παραιτηθώ από την ζωή μου! Δεν θέλω να καταλήξουμε έτσι!"
Η δυνατή του κραυγή αντήχησε στο μεγάλο κοιμητήριο. Η γη άρχισε να τρέμει κάτω από τα πόδια του. Το έδαφος ξαφνικά υποχώρησε. Προσπάθησε με όσες δυνάμεις είχε να κρατηθεί από όπου μπορούσε αλλά ένιωθε ότι η γη τον τραβούσε, σαν να θέλει να τον καταπιεί.
"Οχι!" φώναζε με όση δύναμη του είχε απομείνει.
Δεν άντεξε. Τα χέρια του γλίστρησαν κι έπεσε.
"Άουτσ" έπεσε με όλο του το βάρος από το κρεβάτι του. Είχε κάνει πραγματικά πολύ ανήσυχο ύπνο. Το φως της ημέρας είχε πάρει μαζί του όλες τις σκοτεινές σκιές.
"Είμαι ζωντανός?!" ένα χαμόγελο ελπίδας άνθησε στο πρόσωπο του. Βρισκόταν σπίτι του!
Τι μέρα όμως ήταν? Έπρεπε να προλάβει! Ξαφνικά θυμήθηκε τα λόγια της Σουζάνα...
<<Θα σε επισκεφτούν συνολικά τρία πνεύματα... Ένα κάθε μέρα την ίδια πάντα ώρα... >>
Ο Γάμος... θα γινόταν την επόμενη των Χριστουγέννων... Όχι... Δεν είναι δυνατόν...
Σηκώθηκε γρήγορα και έτρεξε στο παράθυρο. Για μια στιγμή κοντοστάθηκε. Το παράθυρο ήταν κλειστό και όλα έξω κυλούσαν φυσιολογικά...
Με μια κίνηση το άνοιξε. Ένιωσε το δροσερό αεράκι στο πρόσωπο του...
Κάτω από το σπίτι του είδε ένα παιδί να τρέχει χαρούμενο και να τραγουδάει...
"Μικρέ!" η φωνή του έκανε το παιδί να στρέψει το βλέμμα του προς τα πάνω. "Τι μέρα είναι?"
"Είναι Χριστούγεννα!" είπε όλο χαρά το αγοράκι.
Χριστούγεννα! Χριστούγεννα! Τα πνεύματα του έδωσαν άλλη μια ευκαιρία!
Δεν είχε σκοπό να την αφήσει να πάει χαμένη... έπρεπε να βιαστεί!
Την επόμενη μέρα σε μια εκκλησία κοντά στο Λέικγουντ.....
ΠΡΑΞΗ ΠΡΩΤΗ:
ΛΙΜΠ: Είναι όλα έτοιμα?
ΑΡΙΕΛ: Ναι Λίμπρα μου! Από στιγμή σε στιγμή θα φτάσει!
ΤΖΕΝΗ: Ναν έφερες την κάμερα?
ΝΑΝ: Ναι! Όπου να' ναι θα έρθουν και οι υπόλοιπες με τα αναψυκτικά και τα ποπ κορν!
ΕΤ: Να' τες!
ΣΟΥΚΑ: Κορίτσια δεν χάσαμε τίποτα έτσι?
ΣΤΑΥΡΟΥΛΑΚΙ: Ελπίζω να φτάσει πριν το γάμο.
ΛΙΝΑ: Αλλιώς θα βρίσκεται αύριο πρώτο θέμα σε όλες τις εφημερίδες!
ΛΙΖΑΚΙ: Ρεζίλι θα γίνουμε!
ΝΤΑΛΙΑ: Εγώ ψηφίζω να έρθει την ώρα της τελετής!
ΠΑΠΙ: Δεν μπορώ να κρατηθώ!!! Τόσα χρόνια περιμέναμε αυτή τη στιγμή!
ΜΑΣΤΑ: Η Μαριλού που είναι?
ΜΙΜΗ: Τακτοποιεί τις τελευταίες εκκρεμότητες ορθογραφικά, εκφραστικά λάθη...
ΝΙΝΑ: Ώχου αυτό το κορίτσι!
ΤΖΟΥΛΙΕΤ: Καθόλου σεβασμός στην αγωνία μας!!!
ΜΑΡΙΛΟΥ: Να 'μαι κι εγώ!!!
ΟΛΕΣ ΟΙ ΥΠΟΛΟΙΠΕΣ: Καιρός ήταν!!!
ΠΡΑΞΗ ΔΕΥΤΕΡΗ:
"Έχει κάποιος αντίρρηση γι' αυτόν τον γάμο; Αν ναι, ας μιλήσει τώρα, αλλιώς ας σωπάσει για πάντα!"
Η πόρτα της εκκλησίας άνοιξε διάπλατα.
"Έχω εγώ..."
'Όλα τα βλέμματα γύρισαν προς το μέρος του καστανού νεαρού που στεκόταν στην πόρτα...
Την ίδια ώρα σε μια γωνίτσα μέσα στην εκκλησία δεκαέξι φατσούλες παρακολουθούσαν με αμείωτο ενδιαφέρον.
ΝΤΑΛΙΑ:
ΠΡΑΞΗ ΤΡΙΤΗ:
Ο νεαρός απομακρύνεται από την εκκλησία έχοντας στον ώμο του σαν σακί την ξανθιά αναμαλλιασμένη αγαπημένη του.
"Πως μπόρεσες Τέρρυ!!! Πως μπόρεσες!!!" Η Κάντυ ήταν έξω φρενών μαζί του! "Άσε με κάτω!!!"
"Ξέρω ήταν λάθος ο τρόπος! Απλά δεν μπορούσα να σε ξαναχάσω!" αποκρίθηκε ο νεαρός χωρίς φυσικά να αφήνει την Κάντυ κάτω.
"Κι έπρεπε να χαλάσεις τον γάμο της Άννυ και του Άρτσυ?!?!"
"Αυτό ήταν μια παρεξήγηση..." ξερόβηξε ο Τέρρυ κοιτώντας τις δεκαέξι φατσούλες που τους παρακολουθούσαν από μακριά. "Ελπίζω να μην πειράχτηκε πολύ ο αρραβωνιαστικός σου..."
"Ο ποιος?!"
"Ο Άλμπερτ..."
"Τέρρυ ο Άλμπερτ είναι σαν αδελφός μου!!!"
"Τι πράγμα?!" Ο Τέρρυ γύρισε να κοιτάξει προς το μέρος των κοριτσιών που μάταια προσπαθούσαν να κρυφτούν όλες πίσω από το ίδιο δέντρο. "Μου την έφεραν!"
"Τέρρυ δεν ξέρω τι λες αλλά αύριο ο γάμος των παιδιών θα είναι πρώτο θέμα σε όλες τις εφημερίδες!!!"
Με τα λόγια αυτά ο Τέρρυ την κατέβασε από τον ώμο του και την κοίταξε βαθιά στα μάτια.
"Μ' αγαπάς?"
"Τέρρυ εγώ..."
"Απλώς απάντησε μου! Μ 'αγαπάς?"
"Φυσικά και σ' αγαπώ!!!"
"Τότε δεν θα είναι για πολύ καιρό ο γάμος των παιδιών το πρώτο θέμα στις εφημερίδες!"
Και με τα λόγια αυτά σφράγισε τα χείλη της με ένα γλυκό χριστουγεννιάτικο παθιασμένο φιλί!
ΝΤΑΛΙΑ:
ΚΑΛΑ ΤΕΡΡΟΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ ΣΕ ΟΛΕΣ!!!!!!!
Άλλη μια φορά βρήκε τον εαυτό του να στέκεται μπροστά σε εκείνο το παράθυρο... Ήταν κάτι σαν συνήθεια για εκείνον... Μια συνήθεια που δεν είχε να του προσφέρει κάτι. Μπορούσε να κάθεται με τις ώρες να παρατηρεί το χιόνι να χορεύει με τον άνεμο, ενώ το τελευταίο που τον ενδιέφερε ήταν η γιορταστική ατμόσφαιρα στους δρόμους... Οι σκέψεις του γύριζαν πάντα γύρω από την δουλειά του και αδιαφορούσε παγερά για οτιδήποτε άλλο- ειδικά για τα Χριστούγεννα...
Μετά από τόσα χρόνια είχε πλέον καταλήξει στο συμπέρασμα ότι τα Χριστούγεννα δεν ήταν τίποτα παραπάνω από μια αργία... Πολύ κακό για το τίποτα...
Η γιορτή της ελπίδας και της αγάπης! Όσο το σκεφτόταν τόσο περισσότερο πίστευε ότι δεν τον αφορούσε καθόλου το όλο θέμα! Τέτοιες γιορτές ήταν για τους πολλούς και εκείνος από καιρό είχε επιλέξει την μοναξιά...
"Τέρρυ? Που ταξιδεύεις?" η φωνή του Ρόμπερτ Χάθαγουεη διέκοψε για μια στιγμή τις σκέψεις του.
"Σε κάποιο τροπικό νησί" απάντησε ψυχρά ο Τέρρυ γυρνώντας το βλέμμα του στον συνέταιρο του.
"Εδώ θα το ξενυχτίσεις?" συνέχισε ο Ρόμπερτ προσπερνώντας το σαρκαστικό του χιούμορ.
Τα μάτια του Τέρρυ στράφηκαν αδιάφορα στο ρολόι... Η ώρα είχε πάει κιόλας 9...
"Έχουμε πολλές εκκρεμότητες ακόμα για την παράσταση Ρόμπερτ."
"Τέρρυ είναι παραμονή Χριστουγέννων! "
"Βασικά είναι δευτέρα- παραμονή τρίτης και σε μια βδομάδα έχουμε πρεμιέρα", απάντησε αδιάφορα ο Τέρρυ. Δεν ήθελε να ανοίξει αυτή την κουβέντα γιατί κινδύνευε να εκραγεί από θυμό. Πως είναι δυνατόν να είναι ο μόνος που νοιάζεται για την παράσταση!
"Τέρρυ μην αγχώνεσαι τόσο. Κοίτα μέρα που είναι να περάσεις όμορφα... Γιατί δεν έρχεσαι από εμάς? Έχουμε αρκετό φαγητό για πολύ κόσμο!"
"Σ' ευχαριστώ Ρόμπερτ αλλά προτιμώ να πάω σπίτι."
Με την απάντηση του ο Τέρρυ δεν άφησε και πολλά περιθώρια κουβέντας. Έβαλε βιαστικά το παλτό του και πριν προλάβει καν να του ευχηθεί ο Ρόμπερτ είχε βγει από το γραφείο...
Οι χιονισμένοι δρόμοι της Νέας Υόρκης έσφυζαν από ζωή, καθώς ο κόσμος ετοιμαζόταν για το εορταστικό τραπέζι... Όλοι έμοιαζαν χαρούμενοι πέρα από εκείνον...
Είχε ήδη μετανιώσει για την συμπεριφορά του απέναντι στο Ρόμπερτ... Όλο αυτό το εορταστικό κλίμα όμως παρά ήταν οδυνηρό για εκείνον... απλά δεν μπορούσε να το παραδεχτεί...
Για εκείνον το θέμα των Χριστουγέννων είχε κλείσει εδώ και 7 χρόνια... Εκείνη την ημέρα που για πρώτη φορά στάθηκε μπροστά από το παράθυρο παρακολουθώντας την ελπίδα του να χάνεται μαζί με τα τελευταία εκείνα Χριστούγεννα που ποτέ δε πρόλαβε να γιορτάσει...
Ακόμα και με την μητέρα του δεν άντεχε να βρίσκεται γιατί του θύμιζε εκείνη... Είχε αποκλειστεί τελείως από όλους και μοναδικό του καταφύγιο από την πραγματικότητα ήταν το θέατρο...
Ευτυχώς, ο δρόμος για το σπίτι του δεν ήταν μεγάλος. Μόλις έφτασε ανέβηκε γρήγορα στο μικρό σαλονάκι...
Μετά τον θάνατο της Σουζάνα το σπίτι ήταν τελείως άδειο...
Ακολούθησε για άλλη μια φορά την καθιερωμένη του ρουτίνα. Άναψε το τζάκι και κάθισε στον καναπέ αγκαλιά με ένα μπουκάλι κρασί...
Οι φλόγες της φωτιάς χόρευαν στο τζάκι μαζί με αναμνήσεις που προσπαθούσε να πνίξει στο ποτό...
Άθελα του για άλλη μια φορά είδε στις φλόγες το πρόσωπο της... Πόσα χρόνια είχαν περάσει και η ανάμνηση της δεν είχε αλλοιωθεί ούτε λίγο στο μυαλό του. Συνήθως υπέφερε κάθε φορά που την σκεφτόταν αλλά πλέον είχε μάθει να ζει με αυτόν τον πόνο...
Τα βλέφαρα του βάρυναν όταν ξαφνικά η μορφή στις φλόγες άρχισε να αλλάζει, να μεταμορφώνεται και να γίνεται πιο έντονη, παίρνοντας μια άλλη γνώριμη για εκείνον μορφή...
"Σουζάνα?!" Ο Τέρρυ δεν μπορούσε να πιστέψει στα μάτια του. Η μορφή της Σουζάνα ήταν στις φλόγες και τον κοιτούσε!
"Γεια σου Τέρρυ..." Η μορφή αποκρίθηκε χαμογελαστά...
"Ονειρεύομαι..." ψέλλισε τρομαγμένος. Μα με τις λέξεις αυτές η φιγούρα άρχισε να χαμογελάει σαρκαστικά και να γίνεται ακόμα πιο έντονη...
Με μια γρήγορη κίνηση ο Τέρρυ σηκώθηκε από τον καναπέ. Σκέφτηκε πως είχε αρχίσει να τρελαίνεται... Έπρεπε να σβήσει το τζάκι. Προχώρησε ζαλισμένος προς την τραπεζαρία μην μπορώντας να πάρει τα μάτια του από τις φλόγες... Η μορφή είχε πια χαθεί.
Πήρε μια βαθιά ανάσα και έγειρε προς την τραπεζαρία... Όταν ξαφνικά την βρήκε εκεί να στέκεται πίσω του! Το αίμα του πάγωσε...
"Σουζάνα..."
"Δεν ήθελα να σε τρομάξω... " Η Σουζάνα άρχισε να μιλάει και να περπατάει στον χώρο.
"Περπατάς?...Δεν μπορεί..."
"Βλέπω ούτε φέτος στόλισες..." συνέχισε η Σουζάνα να παρατηρεί τον χώρο γύρω της. "Αλήθεια πόσο καιρό έχεις να καθαρίσεις?..."
"Είναι όνειρο... Σίγουρα ονειρεύομαι..."
"Όνειρο? Πάλι πας να ξεφύγεις από την πραγματικότητα Τέρρυ... Δεν άλλαξες καθόλου!" αποκρίθηκε χαμογελώντας η Σουζάνα.
"Κι εσύ δεν άλλαξες καθόλου αφού συνεχίζεις να με κυνηγάς!!!" Φώναξε εκνευρισμένα ο Τέρρυ ο οποίος είχε χάσει την αίσθηση του τι είναι πραγματικό και τι όχι.
"Στο θέμα μας..." είπε με σοβαρότητα η Σουζάνα "Ήρθα εδώ γιατί με χρειάζεσαι..."
"Εεεμ ναι... Κοίτα... Χωρίς να θέλω να παρεξηγηθείς, αλλά μάλλον κάποιος σε παραπληροφόρησε, γιατί εγώ δεν..."
"Κοίτα σε παρακαλώ. Μην μιλάς με εκνευρίζεις! Λοιπόν! Απόψε στις 12 η ώρα θα σε επισκεφτεί ένα πνεύμα... Το πνεύμα των προηγούμενων Χριστουγέννων..."
"Πλάκα μου κάνεις τώρα!"
"Σιωπή! Θα σε επισκεφτούν συνολικά τρία πνεύματα... Ένα κάθε μέρα την ίδια πάντα ώρα... Έχεις μια ευκαιρία Τέρρυ... Δες εμένα... Χαράμισα όλη την ζωή μου προσπαθώντας να σε κάνω να με αγαπήσεις... Και τι κατάλαβα! Κι εσύ που έχεις κάποιον να σ' αγαπάει..."
"Είχα θες να πεις! Όταν με ανάγκασες να σε παντρευτώ!"
"Ξεφεύγεις πάλι... Τρία χρόνια έχει που πέθανα Τέρρυ και τι έχεις κάνει? Κάθεσαι κάθε μέρα στον ίδιο καναπέ και αφήνεις την ζωή να σε προσπερνά! Σου δίνω λοιπόν αυτό που σου στέρησα... μια ακόμα ευκαιρία... μην την αφήσεις να πάει χαμένη!"
Τα λόγια της Σουζάνα επισφράγισε ο δυνατός χτύπος του ρολογιού...
Ο Τέρρυ τινάχτηκε μέσα στον ύπνο του από τους χτύπους του ρολογιού. Ήταν πλέον μεσάνυχτα... Η φωτιά στο τζάκι είχε σβήσει...
"Έχω αρχίσει να τρελαίνομαι..." ψιθύρισε κοιτώντας γύρω του τον χώρο. Ευτυχώς, ήταν μόνος του...
"Έτσι λες?" μια γνωστή φωνή τον έκανε να αναπηδήσει στον καναπέ του.
"Σ...στήαρ?" Η καρδιά του πάγωσε για άλλη μια φορά όταν αντίκρισε πλάι του τον παλιό του φίλο. "Μα τι στο..."
"Επ! Θα σου βάλω πιπέρι...Και δεν με λένε Στήαρ..." αποκρίθηκε χαμογελαστά ο νεαρός.
"Μα μοιάζεις..."
"Είμαι το Χριστουγεννιάτικο Πνεύμα του Παρελθόντος κι ήρθα να σε βοηθήσω..."
"Νομίζω πως παρατράβηξε το αστείο..." ξερόβηξε θυμωμένα ο Τέρρυ.
"Μόλις ξεκίνησε σε πληροφορώ..." αποκρίθηκε το πνεύμα πλησιάζοντας το παράθυρο. "Απόψε θα ταξιδέψουμε μαζί σε κάποια προηγούμενα Χριστούγεννα..." συνέχισε, άνοιξε το παράθυρο και αιωρήθηκε έξω από αυτό.
"Μα πως το κάνεις αυτό?!" Ο Τέρρυ πλησίασε το ανοιχτό παράθυρο μην μπορώντας να πιστέψει στα μάτια του.
"Βασικά είναι μια δική μου εφεύρεση... Η πρώτη που πέτυχε 100%" Καυχήθηκε το πνεύμα και τον έπιασε γρήγορα από το χέρι παρασέρνοντας τον έξω από το σπίτι!
Έμοιαζε σαν ψέμα... Σαν όνειρο! Αλλά πετούσαν και οι δύο πάνω από την πόλη της Νέας Υόρκης! Ο Τέρρυ ήταν φοβισμένος στην αρχή αλλά σύντομα βρήκε τον εαυτό του να το διασκεδάζει! Για πρώτη φορά μετά από καιρό η καρδιά του ήταν ελαφριά, ξέγνοιαστη...
Κάποια στιγμή βρήκε τον εαυτό του να θαυμάζει τον στολισμό της πόλης... Πέταξε δίπλα από τα παράθυρα των σπιτιών... Παρατηρούσε ευτυχισμένες οικογένειες, πλούσιες και φτωχές να γιορτάζουν... Γιατί να μην μπορούσε να κάνει και αυτός το ίδιο?
Ξαφνικά το πνεύμα σταμάτησε μπροστά σε ένα σπίτι. Ο Τέρρυ ένιωσε ένα ρίγος... Αυτό το σπίτι ξυπνούσε κάτι μέσα του... σαν μια χαμένη ανάμνηση. Πλησίασε διστακτικά το παράθυρο προσπαθώντας να δει μέσα από το τζάμι... Όταν ξαφνικά, χωρίς να το καταλάβει, βρέθηκε μέσα στην σάλα του σπιτιού!
Ένα στολισμένο δέντρο κοσμούσε το καθιστικό ενώ στην πολυθρόνα καθόταν μια γυναίκα που διάβαζε παραμύθια στο μικρό γιό της...
"Αυτή είναι η... μητέρα μου!" Ο Τέρρυ έμεινε άφωνος μπροστά στην εικόνα. Βρισκόταν πια στο παρελθόν και μπορούσε να δει την μητέρα του να τον κρατάει αγκαλιά! Έμοιαζε τόσο χαρούμενη!
Ξαφνικά η πόρτα άνοιξε και μια γνωστή φυσιογνωμία μπήκε στον χώρο...
"Αγάπη μου!" Ο πατέρας του έτρεξε γρήγορα να τους αγκαλιάσει. "Δεν ξέρεις πόσο μου λείψατε!"
Ο Τέρρυ ένιωσε την σκηνή να ζωντανεύει στο μυαλό του σαν όνειρο. Πόσο ευτυχισμένοι υπήρξαν κάποτε!
"Ήμασταν οικογένεια..." ψέλλισε συγκινημένος... "Γιατί να τα χαλάσει όλα?"
"Χμ... Ο Δούκας Γκράντσεστερ είναι στο πρόγραμμα μας για τα επόμενα Χριστούγεννα..." μια γυναικεία φωνή αποκρίθηκε.
Ο Τέρρυ γύρισε ξαφνιασμένος και βρήκε μια οπτασία με φτερά δίπλα του να σημειώνει κάτι σε μια ατζέντα.
"Ποια είσαι εσύ? Ο Στήαρ που πήγε?" ρώτησε σαστισμένος.
Η κοπέλα με μια κίνηση εξαφάνισε την ατζέντα και τον πλησίασε.
"Είμαι μια από τις βοηθούς του πνεύματος του παρελθόντος, με λένε Άριελ" είπε ευγενικά η οπτασία.
"Άριελ? Καμία συγγένεια με την γοργόνα?"
Με την ερώτηση του Τέρρυ τα φτερά της Άριελ ζάρωσαν από την απογοήτευση της!
"Όχι κι εσύ!..." είπε στενοχωρημένα "Μα τι στο καλό λάτρης του θεάτρου είσαι!!! Είμαι η Άριελ το ξωτικό!!!" είπε φωναχτά.
"Καλά έστω! Άριελ θέλω να τους μιλήσω... Μπορώ? "
"Είναι μόνο σκιές... Δεν μας βλέπουν" απάντησε η Άριελ και τον έπιασε από το χέρι παρασέρνοντας τον γρήγορα έξω από το σπίτι!
"Μα που με πας?"
"Είναι έκπληξη!" αποκρίθηκε το ξωτικό και άρχισαν να πετάν μαζί!
Γρήγορα βρέθηκαν ψηλά στον ουρανό. Πετούσαν πάνω από τα σύννεφα! Μια χαρά πλημμύρισε την καρδιά του Τέρρυ... Χάρηκε τόσο που βρέθηκε έστω για λίγο δίπλα στους γονείς του, έτσι όπως ήταν παλιά... Ένιωθε ελαφρύς σαν πούπουλο!
Ξαφνικά συνειδητοποίησε πως κάτω από τα πόδια του είχαν χαθεί τα φώτα της πόλης... Υπήρχε μόνο πυκνό σκοτάδι... Μα όχι ένα αστέρι έλαμπε μέσα σε εκείνο το σκοτάδι... Τι να ήταν?
Το ξωτικό τον έπιασε πάλι από το χέρι και άρχισαν γρήγορα να κατευθύνονται προς το φως. Κατέβαιναν με τόσο γρήγορη ταχύτητα! Ξαφνικά ο Τέρρυ συνειδητοποίησε ότι το σκοτάδι δεν ήταν τίποτα παραπάνω από τον σκοτεινό τεράστιο ωκεανό! Και το φως... το φως ήταν ένα πλοίο!
"Αδύνατον..." ο Τέρρυ δεν μπορούσε να πιστέψει στα μάτια του.
"Και όμως!" αποκρίθηκε η Άριελ της οποίας η καρδιά χτυπούσε το ίδιο δυνατά με την δική του!
Δύο φιγούρες έστεκαν επάνω στο πλοίο... Η μια παρατηρούσε την άλλη από μακριά...
"Κάντυ... εδώ σε γνώρισα..." η φωνή του Τέρρυ έβγαινε με δυσκολία. Προσγειώθηκε γρήγορα επάνω στο πλοίο και την πλησίασε. Ήταν στ' αλήθεια κοντά της... Εκείνη την ώρα ξεκινούσε η ιστορία τους!
"Είναι κανείς εκεί?" άκουσε τον εαυτό του να λέει.
"Προσπάθησα να σου μιλήσω αλλά φαίνεσαι πολύ λυπημένος..." η Κάντυ αποκρίθηκε.
"Φαινόμουν λυπημένος? Μα τι είδους παρατήρηση είναι αυτή! Άκου φαίνομαι λυπημένος! Χαχαχα!"
"Τι αγενής που ήμουν..." χαμογέλασε ο Τέρρυ παρατηρώντας τον εαυτό του.
"Μα τι είναι αυτά που λες δεσποινίς με τις φακίδες μπορείς να μου πεις?"
"Δεσποινίς με τις φακίδες?!?!"
Ο Τέρρυ δεν χόρταινε να παρακολουθεί την σκηνή! Πόσο πολύ ήθελε να την ξαναζήσει και να! Ήταν εκεί μπροστά του! Δεν χόρταινε να κοιτάει τις γκριμάτσες στο πρόσωπο της! Πόσο το αγαπούσε αυτό το προσωπάκι με όλες εκείνες τις φακίδες!
"Την ερωτεύτηκα από την πρώτη στιγμή..." ψιθύρισε χαμογελαστά.
"Η αλήθεια είναι ότι έχεις λίγο θέμα με το φλερτ..." μια νεαρή φωνή του απέσπασε την προσοχή.
"Τι πράγμα?" Ο Τέρρυ ρώτησε έκπληκτος την νεαρή κοπέλα.
"Δίκιο έχει το Λιζάκι! Έχεις πολύ θέμα! Μα είναι δυνατόν να της λες για τις φακίδες της?! Ο Άντονυ δεν θα έκανε ποτέ κάτι τέτοιο! Απορώ που την βρήκε η Κάντυ την ομοιότητα ανάμεσα σας!"
"Ποιες είστε εσείς? Που πήγε η Άριελ?"
"Η Άριελ είχε δουλειά στο φόρ..."
"Φορτηγό!" Πετάχτηκε η Σταυρούλα.
"Από το στόμα μου το πήρες... Είμαστε κι εμείς βοηθοί του πνεύματος, όπως η Άριελ!" συνέχισε η Λίζυ.
"Σαν να τα λέτε λίγο περίεργα..." ο Τέρρυ κοίταξε καχύποπτα τα δύο κορίτσια. Μα γρήγορα εκείνα τον πήραν μαζί τους και άρχισαν και οι τρείς να πετάν!
Είχε ξημερώσει όταν έφτασαν στον προορισμό τους. Εκείνο το μέρος! Εκεί έζησε τις πιο χαρούμενες στιγμές της ζωής του! Η Σκωτία!
"Μα εδώ είναι καλοκαίρι...." Παρατήρησε παραξενεμένος ο Τέρρυ.
Και με τις λέξεις του αυτές ένα γκρι σύννεφο εμφανίστηκε στον καθαρό ουρανό και άρχισε να βρέχει.
"Πες του σε παρακαλώ να μην μιλάει!" είπε η Σταυρούλα εκνευρισμένα στην Λίζυ.
"Είναι καλοκαίρι Τέρρυ... Σε όλη την Σκωτία... Πέρα από αυτόν τον πύργο!" του απάντησε η Λίζυ δείχνοντας του τον πύργο του πατέρα του.
Μέσα σε μια στιγμή, δεν κατάλαβε πως αλλά βρέθηκε μέσα στον πύργο... Οι δύο νεαρές κοπέλες είχαν εξαφανιστεί...
Το τζάκι έκαιγε και ακριβώς μπροστά καθόντουσαν δύο φιγούρες. Ήταν αυτός μαζί με την Κάντυ! Τα μάτια του Τέρρυ έλαμψαν! Φορούσε την ρόμπα της μητέρας του... την θυμόταν πολύ καλά εκείνη τη μέρα!
"Έτσι όπως καίει το τζάκι έχω την εντύπωση πως είναι παραμονή Χριστουγέννων Τέρρυ!"
Η φωνή της Κάντυ έκανε την καρδιά του να φτερουγίσει.
"Πόσο μου έχει λείψει να ήξερε..." είπε συγκινημένος παρακολουθώντας την σκηνή.
Εκεί που καθόταν όμως ξαφνικά κάτι φωνούλες απέσπασαν την προσοχή του.
"Αφήστε με να μαντέψω! Βοηθοί του Στήαρ!" είπε εκνευρισμένος ο Τέρρυ κοιτώντας τις δύο κοπέλες. "Μα καλά δεν μπορώ ούτε για λίγο να κάτσω μόνος μου να απολαύσω μια τέτοια ανεκτίμητη στιγμή?!"
"Μην ενοχλείσαι..." του απάντησε η Σούκα "μια δουλίτσα κάνουμε και φεύγουμε"
"Έτοιμη?" ρώτησε η Λίνα και με μιας οι δύο κοπέλες με σφυριά και τρυπάνια άρχισαν να σφραγίζουν την πόρτα του σαλονιού!
Ο Τέρρυ είχε μείνει άφωνος βλέποντας τες!
"Μα τι κάνετε?!"
"Μην ανησυχείς... Όλες εδώ για εσένα δουλεύουμε!" απάντησε η Λίνα χαρούμενη.
"Το Λιζάκι και το Σταυρουλάκι ανέλαβαν την είσοδο του σπιτιού για να είμαστε πλήρως καλυμμένες!" συνέχισε με καμάρι η Σούκα.
"Και γιατί το κάνετε αυτό?!"
"Γιατί θέλουμε επιτέλους αυτή η σκηνή να έχει μια καλύτερη κατάληξη χωρίς παράσιτα!!!" μια τρίτη φωνή ακούστηκε στο βάθος του δωματίου.
"Κι εσύ είσαι η...?"
"Ντάλια!" απάντησε κοφτά και χαμογελαστά η τρίτη κοπέλα.
"Ντάλια να σε ρωτήσω... χωρίς παρεξήγηση... Ο Στήαρ τι σόι πνεύμα είναι αν χρειάζεται τόσες βοηθούς?!" η ερώτηση του Τέρρυ έκανε την Ντάλια να σοβαρέψει μέσα σε μια στιγμή.
"Πρώτον! Πρόσεχε πως μιλάς για το μωρό μου!!!" Φώναξε εκνευρισμένα "Και Δεύτερον! Έφερα κρασί γιατί προβλέπεται μεγάλη η νύχτα, θες λίγο?"
Ο Τέρρυ είχε σαστίσει με όλα αυτά που συνέβαιναν! Όταν ξαφνικά άκουσε τον εαυτό του να μιλάει...
"Κάντυ θέλεις να μείνουμε μόνοι μας εδώ μέχρι να ξημερώσει?"
"Ώρα να πηγαίνουμε" είπαν η Σούκα και η Λίνα με μια φωνή.
"Εγώ λέω να μείνω" ξερόβηξε η Ντάλια.
"Ντάλια!!!!" Οι άλλες δύο φώναξαν εκνευρισμένα.
"Ώχου... έχω μπλέξει..." αποκρίθηκε αυτή και σε μια στιγμή πήραν μαζί τους τον Τέρρυ και εξαφανίστηκαν!
Ξαφνικά όλα σκοτείνιασαν μπροστά του... Δεν ήξερε που βρίσκεται αλλά αισθανόταν ότι η χριστουγεννιάτικη ατμόσφαιρα είχε αλλάξει πολύ απότομα.
"Λίνα? Σούκα? Ντάλια? Που είστε?" Φώναζε μες το σκοτάδι αλλά κανείς δεν του απαντούσε. Δεν μπορούσε να εξηγήσει πως αλλά κάτι σε εκείνο το μέρος τον φόβιζε... Είχε τόση ησυχία... Όταν ξαφνικά ένα φως σαν προβολέας φώτισε μια σκάλα...
"Όχι" Ο Τέρρυ δεν ήθελε να πιστέψει αυτό που ζούσε. Έκανε αμέσως να φύγει. Έτρεξε γρήγορα προς την πόρτα αλλά όσο και να έτρεχε δεν μπορούσε να την πλησιάσει. Ο χώρος έμοιαζε σαν μια παγίδα που δεν θα τον άφηνε να ξεφύγει έτσι απλά...
"Γιατί θες να το σκάσεις Τέρρυ?"
"Ποια είσαι εσύ? Άσε με να φύγω!" Ο Τέρρυ απαίτησε φωνάζοντας στην γυναικεία μορφή που στεκόταν μπροστά του.
"Εγώ είμαι η Ναν... Κι εσύ δεν μπορείς να φύγεις... όχι ακόμα"
"Γιατί είμαι εδώ?"
"Δεν γίνεται να γυρίζεις πίσω μόνο στις καλές στιγμές Τέρρυ... Αυτά είναι τα Χριστούγεννα που δεν πρόλαβες να ζήσεις..." αποκρίθηκε η Ναν και με τα λόγια αυτά ακούστηκε το άνοιγμα μιας πόρτας.
Ο Τέρρυ γύρισε το βλέμμα του σε εκείνη την σκάλα. Είδε την Κάντυ να βγαίνει από το δωμάτιο της Σουζάνα και τον εαυτό του να την περιμένει στο κεφαλόσκαλο. Ήταν καταδικασμένος να ξαναζήσει το χειρότερο εφιάλτη του. Πόσο προσπάθησε να διαγράψει αυτήν την ανάμνηση... Και τώρα ήταν πάλι εκεί μπροστά του. Γελούσε μαζί του.
Η Κάντυ ξεκίνησε να κατεβαίνει γρήγορα τα σκαλιά. Τα μάτια της ήταν γεμάτα δάκρυα. Αυτός έφταιγε για όλα! Αυτός προκάλεσε αυτά τα δάκρυα!
Είδε το είδωλο του να τρέχει πίσω της και να την αγκαλιάζει... Έσφιξε τα δόντια του με όση δύναμη είχε.
"Μην την αφήσεις... μην την αφήσεις!" έλεγε και ξανάλεγε από μέσα του ελπίζοντας ότι κάποιο θαύμα θα γινόταν...
"Τέρρυ ελπίζεις στ' αλήθεια στα θαύματα?" ακούστηκε η φωνή της Ναν να γελάει μαζί του. Και τότε...
"Να είσαι ευτυχισμένη Κάντυ..."
"Κι εσύ το ίδιο..."
"Όχι!!!Όχι!!!" φώναξε με όλη του την δύναμη. "Περίμενε! Πρέπει να σου μιλήσω!" Προσπάθησε να την πιάσει αλλά μάταια! Ήταν μόνο η σκιά της...
"Κάντυ! Σε παρακαλώ! Περίμενε!" Έτρεξε πίσω της, βγήκε από το νοσοκομείο, έπρεπε να την σταματήσει! Η μορφή της όμως δεν σταματούσε...
Απομακρυνόταν. Όχι έπρεπε να την φτάσει, να την κρατήσει κοντά του! Έτρεξε όσο πιο γρήγορα μπορούσε!
Για μια στιγμή η Κάντυ κοντοστάθηκε κι εκείνος βρήκε την ευκαιρία να σταθεί μπροστά της. Την κράτησε από τους ώμους.
"Κάντυ ήταν λάθος! Μην με αφήνεις σε παρακαλώ! Σ' αγαπάω!" Ο Τέρρυ έκλεγε με λυγμούς κοιτώντας την στα μάτια ελπίζοντας πως τον ακούει. Την αγκάλιασε με όλη του τη δύναμη... Η μορφή της όμως τον διαπέρασε σαν αέρας και χάθηκε...
Έμεινε μόνος του να κλαίει μες το χιόνι. Πόσο του είχε στοιχίσει αυτός ο χωρισμός.... Γιατί? Γιατί?
"Τέρρυ..." μια γνώριμη φωνή ακούστηκε δίπλα του. Ήταν στενοχωρημένη σαν κι εκείνον... Και μια μελωδία... Μια μελωδία σαν από μουσικό κουτί σερνόταν έτοιμη να σβήσει...
"Στήαρ... Στήαρ!" Ο Τέρρυ φώναξε με απελπισία τον φίλο του που εμφανίστηκε ξανά μπροστά του "Σε παρακαλώ γύρισε με πίσω!"
"Σε λίγο Τέρρυ... Κοίτα πρώτα επάνω..."
Τα λόγια του πνεύματος τον έκαναν να σηκώσει το κεφάλι του και να δει τον εαυτό του στο παράθυρο του νοσοκομείου...
"Την κοίταζα να φεύγει..." συνειδητοποίησε ο Τέρρυ. "Δεν έκανα τίποτα! Την κοίταζα απλώς να φεύγει! Ο δειλός!" έλεγε και ξανάλεγε θυμωμένα.
"Τέρρυ... Κοίτα καλύτερα στο παράθυρο... Δεν είμαστε πια στην Νέα Υόρκη" επέμεινε ο Στήαρ.
Τα βουρκωμένα μάτια του διέκριναν ξαφνικά δύο φιγούρες στο παράθυρο... Ήταν η Κάντυ και... ο Άλμπερτ.
Η καρδιά του έγινε κόμπος. Οι δύο φιγούρες κοιτούσαν η μια την άλλη αφοσιωμένα... Και τότε έγινε το μοιραίο... Με αργές κινήσεις ο ξανθός άνδρας έβγαλε ένα δαχτυλίδι από την τσέπη του και το πέρασε στο δάχτυλο της Κάντυ...
Η καρδιά του Τέρρυ έγινε χίλια κομμάτια.
"Όχι!" η σπαραχτική κραυγή του πνίγηκε στον μανιασμένο αέρα. Η μελωδία του μουσικού κουτιού είχε πια σταματήσει και το παράθυρο που στεκόταν το νεαρό ζευγάρι σκοτείνιασε. Ήταν πλέον το παράθυρο του δωματίου του...
"Όχιιιι!" οι φωνές του πλέον αντηχούσαν στους τέσσερις τοίχους. Είχε καλύψει το πρόσωπο με τα χέρια του γιατί δεν άντεχε πια να βλέπει...
Ο χτύπος του ρολογιού κάλυψε τους λυγμούς του... Ξαφνικά το δωμάτιο πλημμύρισε μια πολύ ευχάριστη μυρωδιά... μια μυρωδιά που παρέσυρε τις κακές σκέψεις από το μυαλό του...
Σκούπισε τα δάκρυα του και κοίταξε γύρω του... Ο χώρος ήταν στολισμένος γιορτινά... Τα όμορφα χρώματα και η ζεστασιά του δωματίου σχεδόν τον έκαναν να βρει την χαμένη του ελπίδα...
"Μα τι μυρίζει τόσο ωραία..." αναρωτήθηκε καθώς βημάτιζε προς το σαλόνι. Σύντομα όμως η απορία του λύθηκε...
Το σαλόνι του σπιτιού στόλιζαν εκατοντάδες τριαντάφυλλα!
Ο Τέρρυ είχε μείνει άναυδος μπροστά στο θέαμα, όταν ξαφνικά...
"Τέρρυ είσαι πιο όμορφος όταν γελάς παρά όταν κλαις..."
"Συγνώμη?!" Ο Τέρρυ κοίταξε απορημένος τον ξανθό νεαρό που του μιλούσε. "Γνωριζόμαστε από κάπου...?"
"Δεν είχαμε την χαρά... Εγώ είμαι το Χριστουγεννιάτικο..."
"πνεύμα του παρόντος..." τον διέκοψε ο Τέρρυ. "Το φαντάστηκα". Δεν ήξερε γιατί αλλά αυτό το πνεύμα του έβγαζε μια ανταγωνιστικότητα!
"Μπορείς να με λες και Άντονυ..." πρόσθεσε χαμογελαστά το πνεύμα.
"Εσύ μου έλειπες τώρα..." μουρμούρισε ο Τέρρυ μέσα από τα δόντια του. "Πάντως είναι πολύ όμορφα τα τριαντάφυλλα σου... Είχε δίκιο η Κάντυ..." σχολίασε παρατηρώντας τα άνθη γύρω του.
"Κι εσύ είσαι καλός ηθοποιός... Παρακολουθώ ξέρεις συχνά τις παραστάσεις σου..."
"Αλήθεια?" ρώτησε έκπληκτος ο Τέρρυ.
"Αλήθεια... Μου πήρε βέβαια καιρό να καταλάβω τι σου βρήκε..."
"Τι πράγμα?"
"Τελικά κατάλαβα..." Του χαμογέλασε ο Άντονυ "Στο θέμα μας όμως. Μαζί θα επισκεφτούμε τα φετινά Χριστούγεννα... πρέπει να βιαστούμε!"
Και με αυτά τα λόγια ο Άντονυ εξαφανίστηκε και το σαλόνι του Τέρρυ άλλαξε μορφή και γέμισε με παιδικές φωνές και γέλια...
Τον ήξερε αυτόν τον χώρο... Ήταν το ορφανοτροφείο που μεγάλωσε η Κάντυ!
Όλοι ήταν τόσο χαρούμενοι! Τα παιδιά έτρεχαν πάνω κάτω...
"Δεν μπορείς να πεις... τα ορφανά ξέρουν να περνάν καλύτερα από εσένα..." μια γυναικεία φωνή διέκοψε τις σκέψεις του.
"Ήμουν σίγουρος πως και ο Άντονυ θα είχε βοηθούς..." σχολίασε χαμογελαστά ο Τέρρυ.
"Με λένε Μιμή και σε ενημερώνω ότι είμαι 100% αντονικιά οπότε πρόσεχε τα λόγια σου!" η κοπέλα απάντησε κοφτά.
"Τι είσαι?!"
"Και αν θες να ξέρεις στο δικό μου φικάκι δεν υπάρχεις καν!"
"???"
Ο Τέρρυ δεν κατάλαβε και πολλά από αυτά που του έλεγε η κοπέλα αλλά δεν πρόλαβε και να ρωτήσει...
"Αδερφή Μαρία ποιος θα το έλεγε ότι θα ερχόταν η μέρα που το κοριτσάκι μας θα παντρευόταν!"
"Ναι κυρία Πόνυ! Δείτε τα παιδιά πως κάνουν! Ελπίζω αύριο στον γάμο να είναι πιο φρόνιμα"
"Αύριο παντρεύονται..." συνειδητοποίησε ο Τέρρυ. Ένιωσε για άλλη μια φορά τον κόσμο να χάνεται κάτω από τα πόδια του... "Δεν έχω δικαίωμα να ανακατευτώ στην ζωή της πλέον..."
"Και πολύ το καθυστέρησαν αν θες την γνώμη μου..." πρόσθεσε η Μιμή.
"Μιμή γιατί με έφερες εδώ?"
"Γιατί μου το ζήτησε ο Θεός... εεε... το πνεύμα εννοώ... Εντάξει σε συμπαθώ κιόλας!" χαμογέλασε η Μιμή.
"Και τότε γιατί με τυραννάς?! Δεν έχω δουλειά πλέον στην ζωή της!"
"Αν ήταν έτσι τότε όλες εμείς τι κάνουμε εδώ?! Σπίτια δεν έχουμε να κάνουμε Χριστούγεννα?!"
Η Μιμή έμοιαζε θυμωμένη από την ηττοπάθεια του.
"Πες μου τι πρέπει να κάνω και θα το κάνω!" φώναξε απελπισμένα ο Τέρρυ μα η Μιμή είχε εξαφανιστεί...
"Εγώ θα σου πω" μια άλλη φωνούλα ήρθε για να δώσει την λύση. "Είμαι η Μάστα"
Μόλις του συστήθηκε η κοπέλα ο Τέρρυ δεν άντεξε ήταν έτοιμος να βάλει τα κλάματα... Τελικά άρχισε να κλαίει και να γελάει μαζί...
"Που το βρίσκεις το αστείο?!"
"Μα πόσες είστε?!?!" Ο Τέρρυ ρώτησε απελπισμένα.
"Να σου πω είμαστε αμέτρητες!" Η Μάστα του απάντησε όλο χαρά.
"Δεν αντέχω άλλο!!!"
"Καλά έχεις κι εσύ τα δίκια σου αλλά..."
"Δεν υπάρχει αλλά! Την αγαπάω Μάστα! Καταλαβαίνεις? Την αγαπάω και αυτή... αυτή..." η φωνή του με το ζόρι έβγαινε.
"Και αυτή!" πρόσθεσε χαμογελαστά η Μάστα και με μιας ο Τέρρυ βρέθηκε στο ίδιο δωμάτιο με την αγαπημένη του...
Ήταν εκεί... καθόταν στο κρεβάτι της κι έκλαιγε... Πόσες φορές δεν αναρωτήθηκε τι να κάνει και τώρα πραγματικά την έβλεπε!
"Κάντυ μου..." ψιθύρισε συγκινημένος ο Τέρρυ... "Γιατί κλαις?"
"Δεν μπορεί να σε ακούσει..." αποκρίθηκε η Μάστα.
"Γιατί δεν είναι χαρούμενη?"
"Πρέπει να είσαι χαρούμενη Κάντυ... Αύριο είναι ο γάμος!" η Κάντυ άρχισε να μονολογεί αλλά μάταια... Δεν μπορούσε να προσποιηθεί κάτι που δεν αισθανόταν... "Πρέπει να αφήσεις το παρελθόν Κάντυ!" έλεγε και ξανάλεγε.
Ο Τέρρυ ένιωσε ξαφνικά μια χαρά μέσα του... Ίσως υπήρχε ακόμα ελπίδα! Αλλά οχι, δεν έπρεπε να είναι εγωιστής... Και μόνο στην ιδέα ότι η αγαπημένη του υπέφερε εξαιτίας του για άλλη μια φορά τρελαινόταν...
"Δεν έπρεπε να αφήσω όλα αυτά τα χρόνια να περάσουν... φοβήθηκα... φοβήθηκα πως δεν είχα πια θέση στην καρδιά της... Πίστευα πως άξιζε κάτι καλύτερο... Και τι κατάφερα... Έκανα και τους δυο μας να υποφέρουμε!" το πρόσωπο του Τέρρυ ήταν σκυθρωπό... Αυτός έφταιγε για όλα...
Για άλλη μια φορά ο χώρος γύρω του σκοτείνιασε... Βρισκόταν και πάλι στο δωμάτιο του... Τα τριαντάφυλλα είχαν εξαφανιστεί.
Από στιγμή σε στιγμή θα έφτανε το τρίτο πνεύμα... Θα ήταν το πνεύμα του μέλλοντος... Ίσως αυτό έδινε την λύση...
Οι σκέψεις του Τέρρυ σταμάτησαν για άλλη μια φορά με τον χτύπο του ρολογιού... Μέσα σε μια στιγμή το παράθυρο άνοιξε διάπλατα από τον δυνατό αέρα και πυκνή ομίχλη εισχώρησε στο δωμάτιο.
Ένιωσε για άλλη μια φορά το αίμα του να παγώνει... Πλησίασε διστακτικά το παράθυρο... Αλλά αυτό που είδε μπροστά του δεν το περίμενε με τίποτα...
Μια μαύρη κάπα αιωρούταν στον αέρα σαν να την φοράει κάποιος... μόνο που δεν φαινόταν ποιος...
"Εσύ είσαι το πνεύμα του μέλλοντος?" ρώτησε τραυλίζοντας ο Τέρρυ.
Δύο πύρινες φλόγες έλαμψαν στο ύψος των ματιών του πνεύματος.
"Θα το πάρω σαν θετική απάντηση..." μουρμούρισε φοβισμένος και τότε με μιας απλώθηκε μπροστά του ένα σκοτεινό μονοπάτι!
Ο Τέρρυ έμεινε άφωνος μπροστά στο θέαμα. Ότι και να είχε δει εκείνη την βραδιά έμοιαζε ξαφνικά αστείο... Το μονοπάτι αυτό αιωρούταν σαν μαύρο σύννεφο πάνω από την Νέα Υόρκη και ένωνε το παράθυρο του με το πνεύμα!
Κατάλαβε ότι έπρεπε να το διασχίσει... Βγήκε διστακτικά από το παράθυρο του και άρχισε να περπατάει...
Όχι δεν ήταν ένα απλό μονοπάτι... Ήταν ένας τεράστιος διάδρομος!
Αριστερά και δεξιά εμφανίστηκαν ψηλές επιβλητικές πύλες...
"Οι πύλες αυτές αφορούν στο Μέλλον σου Τέρρυ..." μια φωνή ακούστηκε από το βάθος του διαδρόμου.
Ήταν μια γυναίκα... Στεκόταν μπροστά του ντυμένη με ένα μαύρο πέπλο... Ο Τέρρυ την κοίταξε μπερδεμένος...
"Αααδερφή Γκρέυ?" ρώτησε χωρίς να είναι σίγουρος.
"Λίμπρα!!! Με λένε Λίμπρα!!!" απάντησε εκνευρισμένα η κοπέλα.
"Με συγχωρείς... Σε πέρασα για..."
"Ξέρω για ποια με πέρασες! Φτού σου! Μόνο αυτό έχω να πω!"
"Μα γιατί είσαι ντυμένη στα μαύρα?"
"Πρώτον γιατί το μαύρο πάει με όλα και δεύτερον γιατί αντιπροσωπεύω το πνεύμα του μέλλοντος!!!"
"Ναι σωστά... Για πες μου λίγο για αυτές τις πύλες... Γιατί είναι τόσο μεγάλες?"
"Γιατί τις έκανε η Μαριλού πριν πάρει το πτυχίο της! Τι θα πει γιατί είναι τόσο μεγάλες?! Γιατί αφορούν σε διαφορετικές σημαντικές επιλογές της ζωής σου που είναι ικανές να επηρεάσουν ολόκληρο το μέλλον σου!" είπε η Λίμπρα προσπαθώντας να κρατήσει την ψυχραιμία της...
"Δηλαδή το μέλλον μου δεν είναι προκαθορισμένο?" ρώτησε με ελπίδα ο Τέρρυ.
"Όχι... αν και σε μεγάλο βαθμό έχει πάρει μια συγκεκριμένη τροπή..." αποκρίθηκε σοβαρά η Λίμπρα "Το μέλλον σου όλα δείχνουν ότι θα είναι αυτό..." Και με τα λόγια αυτά του έδειξε με το χέρι της το τέλος του διαδρόμου όπου στεκόταν το πνεύμα.
Ο Τέρρυ σιγά σιγά διέσχισε τον διάδρομο... Όσο όμως πλησίαζε το πνεύμα του μέλλοντος τόσο πιο πολύ φοβόταν... Τελικά σε μια στιγμή η κάπα του πνεύματος άνοιξε και τυλίχτηκε γύρω του, παρασέρνοντας τον σε κάποια μελλοντικά Χριστούγεννα...
Στον τζάκι έκαιγε η φωτιά... Βρισκόταν πάλι σε κάποιο γιορτινά στολισμένο σαλόνι... Ξαφνικά μια μελωδία απέσπασε την προσοχή του...
Μια κοπέλα καθόταν στο πιάνο κι έπαιζε...
"Κάντυ?" Ο Τέρρυ σιγοψιθύρισε το όνομα της...
"Ρόζυ! Πρέπει να ετοιμαστούμε! Μας περιμένουν..."
"Μητέρα... σε παρακαλώ να μείνω σπίτι?"
"Ρόζυ μου κι εγώ θα προτιμούσα να μείνουμε σπίτι αλλά το υποσχεθήκαμε στον πατέρα σου! Την πρωτοχρονιά όμως θα την περάσουμε εδώ με τα ξαδέρφια σου!"
"Θα έρθει η θεία Άννυ και ο θείος Άρτσυ?!" ρώτησε η νεαρή κοπέλα όλο ενθουσιασμό.
"Ναι γλυκιά μου! Σήμερα πήραν τηλέφωνο... Τρέξε να το πεις στα αδέρφια σου να χαρούν!" και με την παρότρυνση της μητέρας της η μικρή σηκώθηκε ενθουσιασμένη από το πιάνο.
Ο Τέρρυ δεν μπορούσε να πάρει τα μάτια του από την ξανθιά γυναίκα που μόλις είχε μπει στο σαλόνι. Ήταν εκείνη! Πόσο χρονών να ήταν? 40? Και ακόμα ήταν τόσο γοητευτική... Το πρόσωπό της παρέμενε γεμάτο με φακίδες! Τις ίδιες φακιδούλες είχε και η Ρόζυ...
"Σαν μάνα και κόρη..." ψιθύρισε ο Τέρρυ μην μπορώντας να κρύψει την σκιά που είχε καλύψει το πρόσωπο του.
"Όχι σαν..." μια φωνούλα διέκοψε τις σκέψεις του. "ΕΙΝΑΙ μάνα και κόρη"
"Κι εσύ είσαι η ...?"
"Πάπιρους Λαρους Μπριτάνικα... εσύ όμως μπορείς να με λες Πάπι!"
"Πάλι καλά... Να υποθέσω ότι..."
"Τα ξέρω όλα? Ναι να το υποθέσεις... Γι 'αυτό και βοηθάω το πνεύμα του μέλλοντος!" αποκρίθηκε με χαρά η Πάπι.
"Μάλιστα... Πάπι, να σε ρωτήσω, μήπως ξέρεις..."
"Ναι ξέρω, ρώτα"
"... αν υπάρχω στην ζωή της?" ρώτησε διστακτικά ο Τέρρυ.
"Αγάπη μου! Είσαι έτοιμη?" Η φωνή του Άλμπερτ έσκισε σαν μαχαίρι στην καρδιά του.
"Αυτός μας έλειπε..." μουρμούρισε η Πάπι.
Ο Άλμπερτ μπήκε βιαστικά στο δωμάτιο και φίλησε απαλά στα χείλη την γυναίκα του, μπροστά στα έκπληκτα μάτια του Τέρρυ.
"Γιατί να βάλουν εμένα σε αυτά τα Χριστούγεννα?!" ρώτησε θυμωμένα η Πάπι... "Εντάξει νομίζω πήρες την απάντηση σου... Θες να με ρωτήσεις κάτι άλλο?"
"Μόνο..." η φωνή του Τέρρυ έτρεμε ενώ δάκρυα είχαν αρχίσει και πάλι να εμφανίζονται στα μάτια του "... θέλω μόνο να ξέρω αν είναι εκείνη ευτυχισμένη..."
Με το που έκανε την ερώτηση το τζάκι έσβησε και αέρας δυνατός άρχισε να ανοίγει με δύναμη ένα ένα τα παράθυρα του σαλονιού. Όλες οι μορφές είχαν εξαφανιστεί.
Όμως δεν ήταν μόνος... Μπροστά του στεκόταν το πνεύμα του μέλλοντος και τον κοιτούσε με εκείνα τα φοβερά πύρινα μάτια.
Ο Τέρρυ προσπάθησε να τρέξει αλλά δεν πρόλαβε να πάει μακριά, αφού σκόνταψε σε μια πέτρα κι έπεσε. Σήκωσε το κεφάλι του και κοίταξε τριγύρω...
Όχι δεν ήταν πια σε σπίτι...
Βρισκόταν σε ένα τεράστιο νεκροταφείο...
Οι χτύποι της καρδιάς του ήταν πολύ γρήγοροι... Δεν μπορούσε να καταλάβει γιατί βρισκόταν εκεί...
"Ο καημένος ο θεατρίνος..." άκουσε έναν άντρα να λέει. "...πέθανε ολομόναχος!"
"Μα καλά δεν είχε οικογένεια?"
"Που να κάνει οικογένεια! Η μόνη του αγάπη ήταν το ποτό! Γι' αυτό κι έφυγε νέος..."
Η συζήτηση ανάμεσα στους δύο άντρες του έκοψε τα πόδια... Γύρισε γρήγορα το κεφάλι του προς το μέρος τους. Πίσω τους ακριβώς υπήρχε μια ταφόπλακα...
"Τέρενς Γκραχαμ Γκραντσεστερ 1897-1944"
"Δεν είναι δυνατόν..." Τα πόδια του με δυσκολία τον κρατούσαν. Αυτή ήταν λοιπόν η ζωή του! Χωρίς χαρές χωρίς τίποτα... Ακόμα και στον θάνατο ήταν μόνος... ΜΟΝΟΣ!
Το κεφάλι του βούιζε από τις κραυγές των ενοχών του. Μόνος και δειλός! Αυτό ήταν!
Είχε πέσει δίπλα στον τάφο του να θρηνήσει την χαμένη του ζωή... Δεν του είχε μείνει τίποτα άλλο να κάνει. Τίποτα.
"Τέρρυ μου..."μια βουρκωμένη φωνή ακούστηκε ακριβώς δίπλα του. Έκλεγε μαζί του χωρίς όμως να τον βλέπει...
"Κάντυ!"
Δεν μπορούσε να το πιστέψει αλλά ήταν εκείνη! Ήταν η ίδια μορφή που είχε δει πριν λίγο... Μόνο που έμοιαζε πιο γερασμένη... Τα μάτια της ήταν θολά από τα δάκρυα... Πρώτη φορά έβλεπε τόσο χλωμό και εξαντλημένο το πρόσωπο της...
Είχε έρθει για εκείνον...
"Τέρρυ μου... Δεν είσαι μόνος... Πάντα σε είχα μαζί μου... Όλα αυτά τα χρόνια... Με συγχωρείς για όλα..." Η Κάντυ έκλεγε δίπλα του με λυγμούς.
Πάντα τον αγαπούσε... Ποτέ δεν ήταν απόλυτα ευτυχισμένη μακριά του. Πως θα μπορούσε!
Τα λόγια της αντί να τον κάνουν να νιώσει καλύτερα τον πλήγωσαν ακόμα περισσότερο.
Όλα αυτά τα χρόνια κουβαλούσε τις ίδιες ενοχές με εκείνον. Την βάραινε το λάθος που έκαναν όταν παραιτήθηκαν ο ένας από τον άλλον.
Δεν άντεχε άλλο αυτή την τρέλα...
"Δεν θέλω να πεθάνω!" φώναξε με όλη του την δύναμη "Δεν θέλω να παραιτηθώ από την ζωή μου! Δεν θέλω να καταλήξουμε έτσι!"
Η δυνατή του κραυγή αντήχησε στο μεγάλο κοιμητήριο. Η γη άρχισε να τρέμει κάτω από τα πόδια του. Το έδαφος ξαφνικά υποχώρησε. Προσπάθησε με όσες δυνάμεις είχε να κρατηθεί από όπου μπορούσε αλλά ένιωθε ότι η γη τον τραβούσε, σαν να θέλει να τον καταπιεί.
"Οχι!" φώναζε με όση δύναμη του είχε απομείνει.
Δεν άντεξε. Τα χέρια του γλίστρησαν κι έπεσε.
"Άουτσ" έπεσε με όλο του το βάρος από το κρεβάτι του. Είχε κάνει πραγματικά πολύ ανήσυχο ύπνο. Το φως της ημέρας είχε πάρει μαζί του όλες τις σκοτεινές σκιές.
"Είμαι ζωντανός?!" ένα χαμόγελο ελπίδας άνθησε στο πρόσωπο του. Βρισκόταν σπίτι του!
Τι μέρα όμως ήταν? Έπρεπε να προλάβει! Ξαφνικά θυμήθηκε τα λόγια της Σουζάνα...
<<Θα σε επισκεφτούν συνολικά τρία πνεύματα... Ένα κάθε μέρα την ίδια πάντα ώρα... >>
Ο Γάμος... θα γινόταν την επόμενη των Χριστουγέννων... Όχι... Δεν είναι δυνατόν...
Σηκώθηκε γρήγορα και έτρεξε στο παράθυρο. Για μια στιγμή κοντοστάθηκε. Το παράθυρο ήταν κλειστό και όλα έξω κυλούσαν φυσιολογικά...
Με μια κίνηση το άνοιξε. Ένιωσε το δροσερό αεράκι στο πρόσωπο του...
Κάτω από το σπίτι του είδε ένα παιδί να τρέχει χαρούμενο και να τραγουδάει...
"Μικρέ!" η φωνή του έκανε το παιδί να στρέψει το βλέμμα του προς τα πάνω. "Τι μέρα είναι?"
"Είναι Χριστούγεννα!" είπε όλο χαρά το αγοράκι.
Χριστούγεννα! Χριστούγεννα! Τα πνεύματα του έδωσαν άλλη μια ευκαιρία!
Δεν είχε σκοπό να την αφήσει να πάει χαμένη... έπρεπε να βιαστεί!
Την επόμενη μέρα σε μια εκκλησία κοντά στο Λέικγουντ.....
ΠΡΑΞΗ ΠΡΩΤΗ:
ΛΙΜΠ: Είναι όλα έτοιμα?
ΑΡΙΕΛ: Ναι Λίμπρα μου! Από στιγμή σε στιγμή θα φτάσει!
ΤΖΕΝΗ: Ναν έφερες την κάμερα?
ΝΑΝ: Ναι! Όπου να' ναι θα έρθουν και οι υπόλοιπες με τα αναψυκτικά και τα ποπ κορν!
ΕΤ: Να' τες!
ΣΟΥΚΑ: Κορίτσια δεν χάσαμε τίποτα έτσι?
ΣΤΑΥΡΟΥΛΑΚΙ: Ελπίζω να φτάσει πριν το γάμο.
ΛΙΝΑ: Αλλιώς θα βρίσκεται αύριο πρώτο θέμα σε όλες τις εφημερίδες!
ΛΙΖΑΚΙ: Ρεζίλι θα γίνουμε!
ΝΤΑΛΙΑ: Εγώ ψηφίζω να έρθει την ώρα της τελετής!
ΠΑΠΙ: Δεν μπορώ να κρατηθώ!!! Τόσα χρόνια περιμέναμε αυτή τη στιγμή!
ΜΑΣΤΑ: Η Μαριλού που είναι?
ΜΙΜΗ: Τακτοποιεί τις τελευταίες εκκρεμότητες ορθογραφικά, εκφραστικά λάθη...
ΝΙΝΑ: Ώχου αυτό το κορίτσι!
ΤΖΟΥΛΙΕΤ: Καθόλου σεβασμός στην αγωνία μας!!!
ΜΑΡΙΛΟΥ: Να 'μαι κι εγώ!!!
ΟΛΕΣ ΟΙ ΥΠΟΛΟΙΠΕΣ: Καιρός ήταν!!!
ΠΡΑΞΗ ΔΕΥΤΕΡΗ:
"Έχει κάποιος αντίρρηση γι' αυτόν τον γάμο; Αν ναι, ας μιλήσει τώρα, αλλιώς ας σωπάσει για πάντα!"
Η πόρτα της εκκλησίας άνοιξε διάπλατα.
"Έχω εγώ..."
'Όλα τα βλέμματα γύρισαν προς το μέρος του καστανού νεαρού που στεκόταν στην πόρτα...
Την ίδια ώρα σε μια γωνίτσα μέσα στην εκκλησία δεκαέξι φατσούλες παρακολουθούσαν με αμείωτο ενδιαφέρον.
ΝΤΑΛΙΑ:
ΠΡΑΞΗ ΤΡΙΤΗ:
Ο νεαρός απομακρύνεται από την εκκλησία έχοντας στον ώμο του σαν σακί την ξανθιά αναμαλλιασμένη αγαπημένη του.
"Πως μπόρεσες Τέρρυ!!! Πως μπόρεσες!!!" Η Κάντυ ήταν έξω φρενών μαζί του! "Άσε με κάτω!!!"
"Ξέρω ήταν λάθος ο τρόπος! Απλά δεν μπορούσα να σε ξαναχάσω!" αποκρίθηκε ο νεαρός χωρίς φυσικά να αφήνει την Κάντυ κάτω.
"Κι έπρεπε να χαλάσεις τον γάμο της Άννυ και του Άρτσυ?!?!"
"Αυτό ήταν μια παρεξήγηση..." ξερόβηξε ο Τέρρυ κοιτώντας τις δεκαέξι φατσούλες που τους παρακολουθούσαν από μακριά. "Ελπίζω να μην πειράχτηκε πολύ ο αρραβωνιαστικός σου..."
"Ο ποιος?!"
"Ο Άλμπερτ..."
"Τέρρυ ο Άλμπερτ είναι σαν αδελφός μου!!!"
"Τι πράγμα?!" Ο Τέρρυ γύρισε να κοιτάξει προς το μέρος των κοριτσιών που μάταια προσπαθούσαν να κρυφτούν όλες πίσω από το ίδιο δέντρο. "Μου την έφεραν!"
"Τέρρυ δεν ξέρω τι λες αλλά αύριο ο γάμος των παιδιών θα είναι πρώτο θέμα σε όλες τις εφημερίδες!!!"
Με τα λόγια αυτά ο Τέρρυ την κατέβασε από τον ώμο του και την κοίταξε βαθιά στα μάτια.
"Μ' αγαπάς?"
"Τέρρυ εγώ..."
"Απλώς απάντησε μου! Μ 'αγαπάς?"
"Φυσικά και σ' αγαπώ!!!"
"Τότε δεν θα είναι για πολύ καιρό ο γάμος των παιδιών το πρώτο θέμα στις εφημερίδες!"
Και με τα λόγια αυτά σφράγισε τα χείλη της με ένα γλυκό χριστουγεννιάτικο παθιασμένο φιλί!
ΝΤΑΛΙΑ:
ΚΑΛΑ ΤΕΡΡΟΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ ΣΕ ΟΛΕΣ!!!!!!!
marilou- Terry
- Αριθμός μηνυμάτων : 1781
Points : 7358
Ημερομηνία εγγραφής : 23/06/2011
Ηλικία : 35
Τόπος : Κάπου μακριά, τερρικά κι ονειρεμένα!
Χιούμορ : Καυστικό τζιιιιζζζζ!!!
Απ: Χριστουγεννιάτικα Τερρο-φικ 2012
Μια αλλη πλευρα των πραγματων!!!!! ^_^
[Η Ιστορια ειναι βασισμενη σε ενα ακομα anime με τιτλο ToraDora για το οποιο ειχα κανει και ενα αλλο φαν φικ χριστουγενιατικο και λογω χρονου απλα αλλαξα τα ονοματα με τους ηρωες της Καντυ καντυ .... Οι αλλαγες ειναι τεραστιες οποτε οι περισοτερρες η θα θυμωσετε η θα ξεραθειτε στα γελια!!! xD
Χιλια συγνωμη για αυτο xD ]
το σποιλερ που ακολουθει παρουσιαζει τους χαρακτηρες μας
[υπαρχουν αρκετες διαφορες xD ]:
Επιτελους θα συναντηθουμε ξανα.... Καιρος ηταν.... "
Ο Τερυ ανυπομονουσε να ξαναδει την γλυκια του καντυ μετα απο πολυ καιρο.... Εχωντας τελειωσει τις σπουδες τους ο καθενας ζουσαν σε διαφορετικα μερη της Ιαπωνιας.... Ετσι η συναντησεις τους ηταν στις καλοκαιρινες και χριστουγενιατικες διακοπες..... Αλλά αυτο δεν θα κρατουσε για πολυ... Ο Ryuuji ειχε ηδη κανονισει καποια πραγματα με την βοηθεια της Αννυ της πατυ Και φυσικα του Αρτσι ....
"Ολα θα αλλαξουν πλεον.... Ποσο θα χαρει με αυτα που τις ετοιμαζω"
Ο Τερυ περιμενε ανυπομονα στο σταθμο των τρενων για την Καντυ ....
Η Καντυ εχωντας τελειωσει τις σπουδες της σαν γυμναστρια... δουλευει σε ενα γυμνασιο σε μια κωμοπολη της βορειας Ιαπωνιας.... Παρα το υψος της.... Το οποιο ειχε αλλαξει με τον καιρο... Καταφερε να τελειωσει την Σχολη της με επαινους και βραβεια.... Αφου ο δυναμικος της χαρακτηρας και η δυναμη που ειχε παρα το υψος της... Ηταν αξιοθαυμαστη....
Τωρα ακολουθει μεταπτυχιακα και συμμετεχει ενεργα στον αθλητισμο της Ιαπωνιας.... Χαρη στην μητερα της με την οποια τελικα ξαναβρηκε τις καταλληλες σχεσεις.... Ειχε την καθε οικονομικη δυνατοτητα για να κανει διαφορα πραγματα ....
Απο την αλλη ο Τερυ ειχε τελειωσει τις σπουδες του σαν κοινωνικος λειτουργος..... Αλλα ο ιδιος αυτη τη στιγμη σπουδαζει σε σχολη μαγειρικης χαρη στην υποτροφια που του δοθηκε να σπουδασει σε οποια σχολη ηθελε.... Ο ιδιος ειναι καπως πιο μαζεμενος και δεν εχει τοσες δυνατοτητες οσες η Καντυ ... Αλλα αυτο δεν τον πειραζε... Το μονο που τον πειραζε ειναι το ποσο μακρια ειναι απο την Καντυ... Σχεδον 300 χιλιομετρα μακρια απο το μερος που βρισκοταν η πολη στην οποια δουλευε η Καντυ... Και το χειροτερο ηταν πως δεν ειχε την οικονομικη δυνατοτητα να πηγαινει κοντα της.... Και η καντυ ηταν τοσο αποσχολημενη με την δουλεια της και παροτι ειχε την οικονομικη δυνατοτητα να πηγαινοερχεται... Μπορουσε μονο στις διακοπες....
υπηρχαν στιγμες που ο Τερρυ αναστεναζε θλιμενος με την σκεψη οτι η μικρη του καντυ θα μπορουσε να παθει κατι.....
Αλλα αυτη την στιγμη ηταν απλα ανυπομονος.... ειχαν ερθει τα χριστουγεννα και αυτο σημαινε πως η γλυκια του καντυ θα ερχοταν να μεινει για ολες τις διακοπες μαζι του.... .....
Το τρενο εφτασε... Επιτελους.....
Ξαφνικα ξεπροβαλλει απο το τρενο αυτο η καντυ .... Λιγο πιο ψηλη.... Με τα ιδια μακρυα μαλλακια....
οπως και με το ιδιο διαβολικο υφος....
Δινει μια κλοτσια στον Τερρυ και γελαει σαρκαστικα.....
"Ηρθα παλιοσκυλοοοοο!!! Muahahahahahahaha"
Ο Τερρυ εχωντας συνηθισει τα ομορφα καλωσορισματα της σηκωνεται και την χαιδευει πιεστικα στο κεφαλι.....
"καλως ηρθες μικρουλα..... Ακομα αναρωτιεμαι ποτε θα αλλαξεις..."
Η καντυ δηθεν νευριασμενη του φωναζει και ξαφνικα ξεκιναει ενας ομορφος υποτιθεται καυγας! ....
Με τα πολλα πολλα, φτανουν στο σπιτι του Τερυ και η καντυ πηγαινει να ετοιμασει τα πραγματα της στο δωματιο του Τερυ .... Τοτε την σταματα....
"Αφησε τα πραγματα σου οπως ειναι"
"γιατι? ... Εδω θα κοιμαμαι?" ....
"Οχι απλα δεν θα ειμαστε εδω..... Κατσε να σου εξηγησω.... "
Μετα την εξηγηση ενα νευριασμενο προσωπο και ενα τρομοκρατημενο εμφανιζοται να κοιτιουνται....
"ΠΛΑΚΑ ΚΑΝΕΙΣ? ΕΓΩ ΣΤΟ ΕΞΟΧΙΚΟ ΤΟΥ ΗΛΙΘΙΟΥ ΤΣΙΟΥΑΟΥΑ [της αννυ xD ] ΔΕΝ ΠΑΩ!!!
Ο Τερυ την κοιτα απορημενος….
«Ελα Καντυ …. Είναι τοσο δυσκολο κατι τετοιο?»
«ΝΑΙ ΕΙΝΑΙ!» ειπε νευριασμενη η καντυ …
«Σε παρακαλώ, θα είναι και η πατυ εκει που σε περιμενει ανυπομονα! Ελααα… Θα είναι τελεια!!»
Με τα πολλα πολλα, Η καντυ δεχτηκε για χαρη του τερρυ και θα εφευγαν με το βραδυνο τρενο ….
Τις στιγμες εκεινες τις περασαν με γελια και αναμνησεις…Παντα το εκαναν…. Μιλουσαν για το ιδιο πραγμα κάθε χρονο…. Για πραγματα που ειχαν συμβει καποια χριστουγεννα… Η Καντυ διηγουταν παντα τον πονο και την οδυνη που ειχε νιωσει όταν τον αφησε να φυγει…. Ο Τερρυ κάθε χρονο ακουγε αυτό το «παραμυθι» με ενιδαφερον και στεναχωρημενος ελεγε στο τελος μια συγνωμη…. Η οποια η καντυ με ένα χτυπημα στην κοιλια αρνιοταν την συγνωμη και τον μαλωνε γλυκα…. Το ζεστο τσαι μπροστα στην σομπα εβραζε και η καντυ μην εχωντας χασει την ορεξη της για το φαγητο ετρωγε λαιμαργα το φαγητο του Τερρυ το οποιο λατρευει…..
Ο Τερρυ παλι σερβιρε το τσαι και πηγε να ετοιμασει τις βαλιτσες και των δυο τους….
Η καντυ χαμογελα…..
«Καλα που εχω και αυτόν τον αγγελο….»
Ο Τερρυ ετρεξε σαν χαζος προς το παραθυρο του δωματιου του και εκει ειδε κατω τον Αρτσι….
«Όλα ετοιμα?» Ειπε ανυπομονος ο Τερυ
«Σας περιμενουμε!!!» ειπε ο Αρτσι και εφυγε…..
Η καντυ πηγε στο δωματιο αφου ειχε τελειωσει το φαγητο της και ειδε τον τερρυ να εχει ετοιμασει τις βαλιτσες και να κρατα ένα κουτακι…. Μολις ο τερρυ όταν συνηδειτοποιησε πως η καντυ τον κοιτουσε εκρυψε γρηρορα το κουτι και εκλεισε τις βαλιτσες….
«Εισαι ετοιμη?» Ειπε ο Τερρυ
«Εεεε… Ναι να ντυθω μονο» Ειπε η καντυ και εφυγε βιαστικα….
Ο Τερρυ χαμογελα…..
«Αυτή η μικρη θα ξετρελαθει με ότι την περιμενει» …..
Περνωντας το τρενο ξεκινησαν ένα βραδυνο ταξιδι για ένα ορεινο χωριο της Νοτιας ιαπωνιας οπου βρισκοταν το εξοχικο της Αννυ…..
Ηταν βραδυ…. Μεσα στο σιωπηλο τρενο… Η Καντυ Και ο Τερρυ καθοταν μαζι και κοιτουσαν το χιονισμενο τοπιο που περνουσαν γρηγορα…. Ειχε ξαστερια και πανσεληνο…. Εξω η χιονοθυελλα εμοιαζε τοσο κρυα και θορηβωθης σε αντιθεση με το ζεστο και σιωπηλο τρενο….
«Είναι ωραια εκει εξω…» Ειπε σκεπτικη η Καντυ
«Ναι αλλα θα παγωνες αν εισουν εκει εξω..» Ειπε ο Τερρυ γελωντας…
Η Καντυ χαμογελασε…
«Με εσενα αγκαλια δεν θα κρυωσω ποτε στη ζωη μου» …
Ειπε η καντυ Και τον φιλησε γλυκα στο μαγουλο… Ο Τερρυ ξανφιαστηκε… H καντυ δυσκολα λεει τετοια ρομαντικα λογια….
Χαρουμενος όμως αφησε την νυχτα να περασει…….
Το επομενο πρωι εχωντας κοιμηθει λιγο…. Ξυπνησαν αγουροξυπνημενοι και μαζεψαν τις βαλιτσες τους για το εξοχικο…. Η Καντυ φαινοταν ακεφη…. Ηταν τοσο νωρις και ο ηλιος δεν ειχε βγει καν…. Εμοιαζε βραδυ….
Η καντυ πεινουσε και ετσι ο Τερρυ της πηρε κατι να φαει….
Αρχισε να φαινεται πως σε λιγο θα ξημερωσει…. Ο Τερρυ περπατουσε σκεπτικος και η Καντυ πολλα μετρα μπροστα του με το φαγητο στο χερι ειχε βρει το κεφι της…
Από την άλλη ο Τερρυ σκεπτικος ειχε κατεβασμενο το κεφαλι ….. Η Καντυ με το που τον ειδε ετσι τρεχει πισω του και τον γνεφει να φαει λιγο από το φαγητο της….
«Ελα ελα παραπονιαρη… Είναι και νοστιμοοοο!!» Ειπε γελωντας η Καντυ….
Ο Τερρυ γελασε και εφαγε λιγο…. Ετσι συνεχισαν το δρομο τους…..
Ξαφνικα μετα από αρκετη ωρα ο Τερρυ δενει τα ματια της καντυ και την γνεφει να του κρατα το χερι και να τον ακολουθησει…. Η καντυ γελωντας τον ακολουθουσε για αρκετη ωρα….
Ξαφνικα ανοιγει τα ματια της ….. γουρλωμένα από το θέαμα που είχαν μπροστά τους…
Ολη η παρεα μποστα από ένα μεγαλο καταρακτη και πανω από εκεινον ένα μεγαλο σπιτι…. Ειχαν στρωσει πρωινο για να κανουν πικνικ….. Η καντυ συγκινηθηκε….. Aλλα ας ηταν μονο αυτό….
Ο Τερρυ εμφανιζεται μπροστα της με στολη και με γλυκο χαμογελο…. Βγαζει ένα κουτακι….. Το ανοιγει…
Το περιεχομενο ξεπερνουσε κάθε φαντασια της καντυ που συγκινημενη ηταν με ανοιχτο το στομα….
Αρχισε να χιονιζει …. Ο τερρυ την ρωταει γλυκα «Δεχεσαι να παντρευτουμε?» …
Η Καντυ τον κοιταει για μια στιγμη με θυμωμενο υφος…. Ο Τερρυ τρομοκρατηθηκε και από την μια στιγμη στην άλλη βρεθηκε στο εδαφος από κλωτσια της …. Η καντυ γέλασε και επεσε πανω του φωναζοντας χαρουμενη ΝΑΙ ….
Ξαφνικα το μεγαλο ελατο από πισω τους φωτισε με φωτακια και ένα μεγαλο αστερι στην κορυφη ….
Και παροτι την ωρα…. Ο ηλιος δεν ειχε βγει ακομα…. Σαν να τους εδινε το ελευθεριο να περασουν ολοι μαζι να υπεροχο βραδυ ….. Καθησμενοι ολοι μαζι και χαρουμενοι …. Εφαγαν το πρωινο τους ….
Ο Τερρυ μεσα στο χιονι κρατωντας την Καντυ γλυκα της γνεφει ένα γλυκο Σαγαπω στο αυτι……
Από την άλλη η καντυ τον σπρωχνει μια και τον ριχνει στον καταρακτη….Μετα βουταει και εκεινη και κρατωντας τον γλυκα του γνεφει …..
«Και εγω Σαγαπω Τερρυ μου»
TEΛΟΟΟΟΟΣ!!!!
[Η Ιστορια ειναι βασισμενη σε ενα ακομα anime με τιτλο ToraDora για το οποιο ειχα κανει και ενα αλλο φαν φικ χριστουγενιατικο και λογω χρονου απλα αλλαξα τα ονοματα με τους ηρωες της Καντυ καντυ .... Οι αλλαγες ειναι τεραστιες οποτε οι περισοτερρες η θα θυμωσετε η θα ξεραθειτε στα γελια!!! xD
Χιλια συγνωμη για αυτο xD ]
το σποιλερ που ακολουθει παρουσιαζει τους χαρακτηρες μας
[υπαρχουν αρκετες διαφορες xD ]:
- Σπόιλερ:
- Taiga Aisaka ως Candy white Ardley
Ryuuji Takasu ως Terrence Grandchester
Ami Kawashima ως Annie Brighton
Minori Kushieda ως Patty Brainan
Yuusaku Kitamura ως Archie Crowell
Επιτελους θα συναντηθουμε ξανα.... Καιρος ηταν.... "
Ο Τερυ ανυπομονουσε να ξαναδει την γλυκια του καντυ μετα απο πολυ καιρο.... Εχωντας τελειωσει τις σπουδες τους ο καθενας ζουσαν σε διαφορετικα μερη της Ιαπωνιας.... Ετσι η συναντησεις τους ηταν στις καλοκαιρινες και χριστουγενιατικες διακοπες..... Αλλά αυτο δεν θα κρατουσε για πολυ... Ο Ryuuji ειχε ηδη κανονισει καποια πραγματα με την βοηθεια της Αννυ της πατυ Και φυσικα του Αρτσι ....
"Ολα θα αλλαξουν πλεον.... Ποσο θα χαρει με αυτα που τις ετοιμαζω"
Ο Τερυ περιμενε ανυπομονα στο σταθμο των τρενων για την Καντυ ....
Η Καντυ εχωντας τελειωσει τις σπουδες της σαν γυμναστρια... δουλευει σε ενα γυμνασιο σε μια κωμοπολη της βορειας Ιαπωνιας.... Παρα το υψος της.... Το οποιο ειχε αλλαξει με τον καιρο... Καταφερε να τελειωσει την Σχολη της με επαινους και βραβεια.... Αφου ο δυναμικος της χαρακτηρας και η δυναμη που ειχε παρα το υψος της... Ηταν αξιοθαυμαστη....
Τωρα ακολουθει μεταπτυχιακα και συμμετεχει ενεργα στον αθλητισμο της Ιαπωνιας.... Χαρη στην μητερα της με την οποια τελικα ξαναβρηκε τις καταλληλες σχεσεις.... Ειχε την καθε οικονομικη δυνατοτητα για να κανει διαφορα πραγματα ....
Απο την αλλη ο Τερυ ειχε τελειωσει τις σπουδες του σαν κοινωνικος λειτουργος..... Αλλα ο ιδιος αυτη τη στιγμη σπουδαζει σε σχολη μαγειρικης χαρη στην υποτροφια που του δοθηκε να σπουδασει σε οποια σχολη ηθελε.... Ο ιδιος ειναι καπως πιο μαζεμενος και δεν εχει τοσες δυνατοτητες οσες η Καντυ ... Αλλα αυτο δεν τον πειραζε... Το μονο που τον πειραζε ειναι το ποσο μακρια ειναι απο την Καντυ... Σχεδον 300 χιλιομετρα μακρια απο το μερος που βρισκοταν η πολη στην οποια δουλευε η Καντυ... Και το χειροτερο ηταν πως δεν ειχε την οικονομικη δυνατοτητα να πηγαινει κοντα της.... Και η καντυ ηταν τοσο αποσχολημενη με την δουλεια της και παροτι ειχε την οικονομικη δυνατοτητα να πηγαινοερχεται... Μπορουσε μονο στις διακοπες....
υπηρχαν στιγμες που ο Τερρυ αναστεναζε θλιμενος με την σκεψη οτι η μικρη του καντυ θα μπορουσε να παθει κατι.....
Αλλα αυτη την στιγμη ηταν απλα ανυπομονος.... ειχαν ερθει τα χριστουγεννα και αυτο σημαινε πως η γλυκια του καντυ θα ερχοταν να μεινει για ολες τις διακοπες μαζι του.... .....
Το τρενο εφτασε... Επιτελους.....
Ξαφνικα ξεπροβαλλει απο το τρενο αυτο η καντυ .... Λιγο πιο ψηλη.... Με τα ιδια μακρυα μαλλακια....
οπως και με το ιδιο διαβολικο υφος....
Δινει μια κλοτσια στον Τερρυ και γελαει σαρκαστικα.....
"Ηρθα παλιοσκυλοοοοο!!! Muahahahahahahaha"
Ο Τερρυ εχωντας συνηθισει τα ομορφα καλωσορισματα της σηκωνεται και την χαιδευει πιεστικα στο κεφαλι.....
"καλως ηρθες μικρουλα..... Ακομα αναρωτιεμαι ποτε θα αλλαξεις..."
Η καντυ δηθεν νευριασμενη του φωναζει και ξαφνικα ξεκιναει ενας ομορφος υποτιθεται καυγας! ....
Με τα πολλα πολλα, φτανουν στο σπιτι του Τερυ και η καντυ πηγαινει να ετοιμασει τα πραγματα της στο δωματιο του Τερυ .... Τοτε την σταματα....
"Αφησε τα πραγματα σου οπως ειναι"
"γιατι? ... Εδω θα κοιμαμαι?" ....
"Οχι απλα δεν θα ειμαστε εδω..... Κατσε να σου εξηγησω.... "
Μετα την εξηγηση ενα νευριασμενο προσωπο και ενα τρομοκρατημενο εμφανιζοται να κοιτιουνται....
"ΠΛΑΚΑ ΚΑΝΕΙΣ? ΕΓΩ ΣΤΟ ΕΞΟΧΙΚΟ ΤΟΥ ΗΛΙΘΙΟΥ ΤΣΙΟΥΑΟΥΑ [της αννυ xD ] ΔΕΝ ΠΑΩ!!!
Ο Τερυ την κοιτα απορημενος….
«Ελα Καντυ …. Είναι τοσο δυσκολο κατι τετοιο?»
«ΝΑΙ ΕΙΝΑΙ!» ειπε νευριασμενη η καντυ …
«Σε παρακαλώ, θα είναι και η πατυ εκει που σε περιμενει ανυπομονα! Ελααα… Θα είναι τελεια!!»
Με τα πολλα πολλα, Η καντυ δεχτηκε για χαρη του τερρυ και θα εφευγαν με το βραδυνο τρενο ….
Τις στιγμες εκεινες τις περασαν με γελια και αναμνησεις…Παντα το εκαναν…. Μιλουσαν για το ιδιο πραγμα κάθε χρονο…. Για πραγματα που ειχαν συμβει καποια χριστουγεννα… Η Καντυ διηγουταν παντα τον πονο και την οδυνη που ειχε νιωσει όταν τον αφησε να φυγει…. Ο Τερρυ κάθε χρονο ακουγε αυτό το «παραμυθι» με ενιδαφερον και στεναχωρημενος ελεγε στο τελος μια συγνωμη…. Η οποια η καντυ με ένα χτυπημα στην κοιλια αρνιοταν την συγνωμη και τον μαλωνε γλυκα…. Το ζεστο τσαι μπροστα στην σομπα εβραζε και η καντυ μην εχωντας χασει την ορεξη της για το φαγητο ετρωγε λαιμαργα το φαγητο του Τερρυ το οποιο λατρευει…..
Ο Τερρυ παλι σερβιρε το τσαι και πηγε να ετοιμασει τις βαλιτσες και των δυο τους….
Η καντυ χαμογελα…..
«Καλα που εχω και αυτόν τον αγγελο….»
Ο Τερρυ ετρεξε σαν χαζος προς το παραθυρο του δωματιου του και εκει ειδε κατω τον Αρτσι….
«Όλα ετοιμα?» Ειπε ανυπομονος ο Τερυ
«Σας περιμενουμε!!!» ειπε ο Αρτσι και εφυγε…..
Η καντυ πηγε στο δωματιο αφου ειχε τελειωσει το φαγητο της και ειδε τον τερρυ να εχει ετοιμασει τις βαλιτσες και να κρατα ένα κουτακι…. Μολις ο τερρυ όταν συνηδειτοποιησε πως η καντυ τον κοιτουσε εκρυψε γρηρορα το κουτι και εκλεισε τις βαλιτσες….
«Εισαι ετοιμη?» Ειπε ο Τερρυ
«Εεεε… Ναι να ντυθω μονο» Ειπε η καντυ και εφυγε βιαστικα….
Ο Τερρυ χαμογελα…..
«Αυτή η μικρη θα ξετρελαθει με ότι την περιμενει» …..
Περνωντας το τρενο ξεκινησαν ένα βραδυνο ταξιδι για ένα ορεινο χωριο της Νοτιας ιαπωνιας οπου βρισκοταν το εξοχικο της Αννυ…..
Ηταν βραδυ…. Μεσα στο σιωπηλο τρενο… Η Καντυ Και ο Τερρυ καθοταν μαζι και κοιτουσαν το χιονισμενο τοπιο που περνουσαν γρηγορα…. Ειχε ξαστερια και πανσεληνο…. Εξω η χιονοθυελλα εμοιαζε τοσο κρυα και θορηβωθης σε αντιθεση με το ζεστο και σιωπηλο τρενο….
«Είναι ωραια εκει εξω…» Ειπε σκεπτικη η Καντυ
«Ναι αλλα θα παγωνες αν εισουν εκει εξω..» Ειπε ο Τερρυ γελωντας…
Η Καντυ χαμογελασε…
«Με εσενα αγκαλια δεν θα κρυωσω ποτε στη ζωη μου» …
Ειπε η καντυ Και τον φιλησε γλυκα στο μαγουλο… Ο Τερρυ ξανφιαστηκε… H καντυ δυσκολα λεει τετοια ρομαντικα λογια….
Χαρουμενος όμως αφησε την νυχτα να περασει…….
Το επομενο πρωι εχωντας κοιμηθει λιγο…. Ξυπνησαν αγουροξυπνημενοι και μαζεψαν τις βαλιτσες τους για το εξοχικο…. Η Καντυ φαινοταν ακεφη…. Ηταν τοσο νωρις και ο ηλιος δεν ειχε βγει καν…. Εμοιαζε βραδυ….
Η καντυ πεινουσε και ετσι ο Τερρυ της πηρε κατι να φαει….
Αρχισε να φαινεται πως σε λιγο θα ξημερωσει…. Ο Τερρυ περπατουσε σκεπτικος και η Καντυ πολλα μετρα μπροστα του με το φαγητο στο χερι ειχε βρει το κεφι της…
Από την άλλη ο Τερρυ σκεπτικος ειχε κατεβασμενο το κεφαλι ….. Η Καντυ με το που τον ειδε ετσι τρεχει πισω του και τον γνεφει να φαει λιγο από το φαγητο της….
«Ελα ελα παραπονιαρη… Είναι και νοστιμοοοο!!» Ειπε γελωντας η Καντυ….
Ο Τερρυ γελασε και εφαγε λιγο…. Ετσι συνεχισαν το δρομο τους…..
Ξαφνικα μετα από αρκετη ωρα ο Τερρυ δενει τα ματια της καντυ και την γνεφει να του κρατα το χερι και να τον ακολουθησει…. Η καντυ γελωντας τον ακολουθουσε για αρκετη ωρα….
Ξαφνικα ανοιγει τα ματια της ….. γουρλωμένα από το θέαμα που είχαν μπροστά τους…
Ολη η παρεα μποστα από ένα μεγαλο καταρακτη και πανω από εκεινον ένα μεγαλο σπιτι…. Ειχαν στρωσει πρωινο για να κανουν πικνικ….. Η καντυ συγκινηθηκε….. Aλλα ας ηταν μονο αυτό….
Ο Τερρυ εμφανιζεται μπροστα της με στολη και με γλυκο χαμογελο…. Βγαζει ένα κουτακι….. Το ανοιγει…
Το περιεχομενο ξεπερνουσε κάθε φαντασια της καντυ που συγκινημενη ηταν με ανοιχτο το στομα….
Αρχισε να χιονιζει …. Ο τερρυ την ρωταει γλυκα «Δεχεσαι να παντρευτουμε?» …
Η Καντυ τον κοιταει για μια στιγμη με θυμωμενο υφος…. Ο Τερρυ τρομοκρατηθηκε και από την μια στιγμη στην άλλη βρεθηκε στο εδαφος από κλωτσια της …. Η καντυ γέλασε και επεσε πανω του φωναζοντας χαρουμενη ΝΑΙ ….
Ξαφνικα το μεγαλο ελατο από πισω τους φωτισε με φωτακια και ένα μεγαλο αστερι στην κορυφη ….
Και παροτι την ωρα…. Ο ηλιος δεν ειχε βγει ακομα…. Σαν να τους εδινε το ελευθεριο να περασουν ολοι μαζι να υπεροχο βραδυ ….. Καθησμενοι ολοι μαζι και χαρουμενοι …. Εφαγαν το πρωινο τους ….
Ο Τερρυ μεσα στο χιονι κρατωντας την Καντυ γλυκα της γνεφει ένα γλυκο Σαγαπω στο αυτι……
Από την άλλη η καντυ τον σπρωχνει μια και τον ριχνει στον καταρακτη….Μετα βουταει και εκεινη και κρατωντας τον γλυκα του γνεφει …..
«Και εγω Σαγαπω Τερρυ μου»
TEΛΟΟΟΟΟΣ!!!!
Απ: Χριστουγεννιάτικα Τερρο-φικ 2012
There You'll Be For Me At Christmas Time
Αφού ντύθηκα βάζοντας το αγαπημένο μου φόρεμα με το χαρακτηριστικό μπορντοροδο-κόκκινο χρώμα, φόρεσα από πάνω το λευκό παλτό μου, έβαλα τις μαύρες μπότες μου, πήρα στο χέρι τα γάντια μου κι πλησίασα την πόρτα του δωματίου μου. Την άνοιξα και κλείνοντας την πίσω μου έγειρα προς το μέρος της Ντόροθυ η οποία με χαιρέτησε με ένα ζεστό χαμόγελο. Την καλημέρισα με την σειρά μου και χωρίς να χάνω καιρό την ρώτησα αμέσως εάν εκείνος είχε κατέβει στην τραπεζαρία για πρόγευμα. Με καθησύχασε λέγοντάς μου πως είχε φύγει νωρίς απ'το σπίτι θέλοντας να επισκεφθεί τον αδελφό του. Το χαμόγελό μου χάθηκε μονομιάς απ'το πρόσωπό μου, αφήνοντας ένα δάκρυ να μου ξεφύγει και να κυλήσει στο μάγουλό μου, το οποίο όμως το σκούπισα κατευθείαν πριν προλάβει η Ντόροθυ να το διακρίνει. Την ευχαρίστησα κι αφού την διαβεβαίωσα πως δεν θα έπαιρνα το πρωινό μου και ότι θα έκανα έναν περίπατο στον κήπο του σπιτιού την είδα να αποχωρεί. Κατεβαίνοντας τα σκαλιά για να φτάσω στην είσοδο προσπάθησα να μην δώσω σημασία στην μυρωδιά του ζεστού ψωμιού που προερχόταν απ'την κουζίνα καθώς επίσης και πολλών άλλων λιχουδιών που θα σερβιρίζονταν απόψε.
Σήμερα ήταν Παραμονή Χριστουγέννων κι όπως κάθε χρόνο, εδώ και τέσσερα χρόνια, από τότε που με είχε φέρει εκείνος να μείνω σε αυτό το σπίτι, στην οικεία Άρντλευ, το Lakewood όπως το ονόμαζαν όλοι τους, θα γινόταν ένα μεγάλο φαγοπότι. Θα μαζεύονταν ως συνήθως αγαπημένα μέλη και φίλοι αυτής της οικογένειας. Μερικοί ίσως και να είχαν φτάσει ήδη μιας και που έρχονταν από τόσο μακριά. Άλλοι από πιο κοντά. Έφερα στο μυαλό μου χαρούμενες εικόνες με τα άτομα που είχα γνωρίσει αυτά τα χρόνια ερχόμενη εδώ, εικόνες όπως οι αποψινές. Για το τι θα κάναμε, τι θα λέγαμε, πως θα περνούσαμε το χρόνο μας και πως θα μας έβρισκε η μέρα των Χριστουγέννων.
Έκανα ότι μπορούσα για να μην σκέφτομαι εκείνον... Εκείνον που πήγε μόνος του μια τέτοια μέρα σε εκείνο το μέρος... 'Μα γιατί δεν με πήρε μαζί του;' αναρωτιόμουν κατσουφιάζοντας και ζαρώνοντας τα φρύδια μου στην σκέψη ότι δεν με ξύπνησε κι ούτε καν μου άφησε κάποιο σημείωμα. Ήμουν τόσο θυμωμένη με εκείνον αλλά και με τον εαυτό μου που δεν ξύπνησα νωρίτερα για να τον αποτρέψω απ'το να κάνει αυτή τη βόλτα μόνος, μια μέρα σαν κι αυτή. Φτάνοντας στο χολ μια γλυκιά χριστουγεννιάτικη μελωδία με απέσπασε απ'τους συλλογισμούς μου και κάθε μου θέληση να βγω έξω στο χιονισμένο τοπίο εξανεμίστηκε τελείως.
Κινήθηκα με αργά και σταθερά βήματα προς το δωμάτιο απ'το οποίο ερχόταν ο ήχος του πιάνου. Αμέσως αναγνώρισα την προσωπική σάλα της οικογένειας Άρντλευ. 'Περίεργο...' μουρμούρισα από μέσα μου. Μόνο ο Άλμπερτ, η Σολέι, κι ο Άντονυ χρησιμοποιούν αυτόν τον χώρο. Φυσικά κι η θεία Ελρόυ όταν ζούσε της άρεσε να περνάει το χρόνο της παίζοντας διάφορα κομμάτια και διαβάζοντας ένα απ'τα βιβλία που βρίσκονταν στην βιβλιοθήκη. Ήξερα όμως πως οι δυο απ'τους τρεις κατόχους αυτού του χώρου δεν βρίσκονταν εδώ αλλά στο Παρίσι περνώντας το μήνα του μέλιτος. Δεν θα έφταναν παρά αργά αργά το βράδυ, πριν τα Χριστούγεννα. Αυτή τη στιγμή ίσως και να ταξίδευαν. 'Μάλλον ο Άντονυ θα είναι...'επιβεβαίωσα από μέσα μου και θέλοντας να μην ενοχλήσω έκανα δυο-τρία βήματα πίσω. Τη στιγμή όμως που γύρισα την πλάτη μου άκουσα την πόρτα του δωματίου να ανοίγει διάπλατα και ταυτόχρονα μια γνωστή χαρούμενη τσιρίδα να φωνάζει το όνομά μου. Το κομμάτι στο πιάνο είχε σταματήσει απότομα να παίζει.
"Λία;;!!"
"Κάντυ;;!!" φώναξα έκπληκτη καθώς εκείνη όρμαγε καταπάνω μου και με έσφιγγε μέσα στην αγκαλιά της. Ανταπέδωσα απλώνοντας κι εγώ τα χέρια μου και χαϊδεύοντας τις κατάξανθες μπούκλες και την πλάτη της. Την ίδια ώρα αναρωτιόμουν πότε επιτέλους θα μάθαινε αυτό το κορίτσι να λέει ολόκληρο το όνομά μου. Άφησα ένα αχνό χαμόγελο κι έγειρα προς το μέρος της. "Πότε ήρθες;" την ρώτησα γρήγορα.
"Χθες βράδυ, την ώρα που κοιμόσασταν προφανώς. Ήμασταν πτώματα και πέσαμε για ύπνο αμέσως χωρίς να δούμε κανέναν. Σκεφτήκαμε πως θα σας βλέπαμε το πρωί. Αλλά η Ντόροθυ μας είπε πως οι νιόπαντροι έλειπαν ακόμα και πως θα γύριζαν απόψε. "μου εξήγησε εκείνη.
"Ο Άντονυ;" συνέχισα μπερδεμένη. 'Μα που βρίσκονταν όλοι τους πια; Κανένας δεν υπήρχε σε αυτό το σπίτι;'
"Είναι έξω στον κήπο μαζί με την Σκάρλετ. Φαντάζομαι πως θα τις δείχνει τα τριαντάφυλλα του, την 'γλυκιά Κάντυ' και θα παίζουν χιονοπόλεμο." μου είπε εκείνη γελώντας πονηρά. Γούρλωσα τα μάτια μου.
"Η Σκάρλετ;! Είναι εδώ η Σκάρλετ; Μα τότε θα ήρθες μαζί..."δεν πρόλαβα να ολοκληρώσω την φράση μου. Την επόμενη στιγμή η Κάντυ με τραβούσε απ'το χέρι παρασέρνοντας με στη σάλα.
Μπαίνοντας μέσα ένιωσα τα μάτια μου να βουρκώνουν από χαρά και συγκίνηση συνάμα. "Κοιτάξτε ποια σας έφερα!" αναφώνησε η Κάντυ χαμογελώντας κι εγώ έτρεξα προς το πιάνο.
"Ελίζαμπεθ;;!!" πρόφερα το όνομα της φίλης μου με κόπο βυθίζοντας το πρόσωπό μου μέσα στις κατακόκκινες μπούκλες των μαλλιών της. Ταυτόχρονα η ματιά μου συναντούσε εκείνη του Έντουαρντ που βρισκόταν ακριβώς από πίσω της κλείνοντας μου το ένα μάτι σε ένδειξη χαιρετισμού. Αναζήτησα το βλέμμα της. "Βλέπεις! Στ'αλήθεια βλέπεις;!" είχα φέρει τις παλάμες μου στο πρόσωπό της ενώ κλαίγαμε και γελούσαμε μαζί κι οι δυο.
"Ναι γλυκιά μου, βλέπω. Επιτέλους βλέπω... "μου έλεγε εκείνη χωρίς ούτε η ίδια να το πιστεύει.
Ένα μήνα νωρίτερα όταν είχα λάβει ένα απ'τα γράμματα της Κάντυ που μου έγραφε απ'το Stratford του Λονδίνου, ότι είχε πετύχει επιτέλους μια απ'τις πολλές και επανειλημμένες εγχειρήσεις της Λίζι, δεν μπορούσα ούτε καν να φανταστώ το γεγονός. Η Λίζι είχε πλέον την όρασή της. Αυτό και μόνο με παρότρυνε να μάθω περισσότερα.
"Έχεις μάθει να διαβάζεις, να γράφεις...; Την αλφαβήτα;" πήγε να ανοίξει το στόμα της αλλά την πρόλαβε ο Έντουαρντ πιάνοντάς την τρυφερά απ'τους ώμους.
"Είμαστε ακόμα σε αρχικό στάδιο. Εδώ καλά καλά δεν έχει μάθει τα χρώματα ακόμα." η Λίζι έγειρε το βλέμμα της προς τον αγαπημένο της ρίχνoντας του μια δήθεν περιφρονητική ματιά. Στη συνέχεια του έδωσε ένα φιλί στο μάγουλο και με κοίταξε ξανά πιάνοντάς με απ'τα χέρια.
"Έχει δίκιο. Είναι όλα τόσο παράξενα, τόσο περίεργα για μένα..."στριφογύρισε για λίγο τις κόγχες των ματιών της πέρα δώθε επεξεργαζόμενη το χώρο και εστίασε ξανά σε μένα. "Καθετί που βλέπω καινούργιο μου φαίνεται όλο και πιο αξιοπερίεργο!" συμπλήρωσε με δέος.
Γελάσαμε ξανά κι οι δυο μας, η Κάντυ ήρθε κι αυτή από πίσω μας και αγκαλιαστήκαμε κι οι τρεις. Ένας γνωστός ήχος όμως που προήλθε απ'την μεριά της βιβλιοθήκης μας τράβηξε την προσοχή κι γύρισα να δω ποιος στεκόταν εκεί.
"Εμένα δεν θα με χαιρετήσετε δεσποινίς Cenciarelli;" μου απηύθυνε γλυκά και πονηρά το λόγο ο Τέρρυ καθαρίζοντας την ίδια ώρα το λαιμό του, αφήνοντας ένα χειρόγραφο που κρατούσε πάνω στο ράφι με τα βιβλία και πλησιάζοντας προς το μέρος μου.
"Τι κάνετε κ. Γκράντσεστερ; Πως πάνε οι παραστάσεις σας; Φήμες λένε πως μεγαλουργείτε στο θέατρο. Είναι αλήθεια;" ρωτάω με νόημα προσπαθώντας να συγκρατήσω το γέλιο μου και να μην ξεκαρδιστώ, ενώ η Κάντυ κι η Λίζι δεν κρατιούνται. Ο Έντουαρντ απ'την άλλη δείχνει να βαριέται κοιτώντας με απάθεια τον μικρότερο αδελφό του, έχοντας τα χέρια στις τσέπες του παντελονιού του. Λίγο αργότερα παίρνει ξανά θέση μπροστά στο πιάνο παίζοντας με τα πλήκτρα.
"Ε... αφού το λένε οι φήμες δεν μπορώ να πάω κόντρα σε αυτές, σωστά;" μου αποκρίνεται εκείνος αναλόγως καθώς παίρνει τον καρπό μου και του προσφέρει ένα χειροφίλημα. "Ευτυχής που σας ξαναβλέπω δεσποινίς μου..."προσθέτει ενώ αφήνει το χέρι μου μαλακά.
"Κι εγώ Τέρρυ." λέω και γυρίζω προς την Κάντυ που σφυρίζει ανέμελα σαν να μην συμβαίνει τίποτα υψώνοντας το βλέμμα της προς τον ουρανό.
"Αγάπη μου, σου'χω πει τόσες φορές μην το κάνεις αυτό." ξεκινάει να της λέει ο Τέρρυ περνώντας το χέρι του στην μέση της και σφίγγοντας την πάνω του.
"Με συγχωρείτε κ.Γκράντσεστερ αλλά μου συμβαίνει όταν θέλετε να το παίξετε τζέντλεμαν." λέει εκείνη χαχανίζοντας και δεν μπορώ να μην γελάσω αλλά και να μην τους θαυμάσω. Από τότε που τους γνώρισα και τους δυο φαίνονται τόσο αγαπημένοι μεταξύ τους.
"Ωχ... Άντε πάλι ξεκίνησαν τα γνωστά." μουρμούρισε ο Έντουαρντ. "Παιδιά δεν πηγαίνετε πουθενά αλλού μήπως καταφέρουμε να παίξουμε και τίποτα;" μόλις συνειδητοποιώ ότι βρισκόμαστε σε 'απαγορευμένο' έδαφος.
"Αλήθεια πως σας άφησαν να μπείτε εδώ; Είναι η σάλα των Άρντλευ." τους υπενθυμίζω.
Την επόμενη στιγμή όμως μετανιώνω για τα λόγια που ξεστόμισα. Φέρνω τα δάχτυλά στα μαλλιά μου ξύνοντας το κεφάλι μου και κοιτώντας ταυτόχρονα απολογητικά κι αθώα την Κάντυ. 'Ανόητη! Ακόμα να συνηθίσεις το γεγονός ότι είναι αδελφή του Άλμπερτ και θεία του Άντονυ. Θεία του Άντονυ, ποιος να το'λεγε;! Και μάλιστα σε τόσο νεαρή ηλικία.' σκέφτομαι. Εκείνη που καταλαβαίνει την αμηχανία μου παίρνει το λόγο αποδεσμεύοντας με.
"Θεωρώ πως ο Άλμπερτ δεν θα είχε πρόβλημα αν έμπαινα εδώ. Εξάλλου φέρω και εγώ το όνομα του ως μικρότερη αδελφή του, σωστά;" λέει χαρίζοντας μου ένα αχνό χαμόγελο και συνεχίζει. "Και μιας που υπάρχει πιάνο εδώ σκέφτηκα πως θα ήταν μια καλή ευκαιρία για τον Έντουαρντ να εξασκηθεί για το κονσέρτο που θα δώσει μετά τις γιορτές." καθώς η φίλη μου, μου εξηγούσε τον λόγο της 'εφόδου' τους στη σάλα το μυαλό μου στάθηκε για λίγο στα μέλη της οικογένειας Γκράντσεστερ.
Τι είχε περάσει κι αυτή η οικογένεια; Τι είχε υποστεί; Κι όμως μέσα απ'αυτήν τα αδέλφια είχαν καταφέρει να ξαναφτιάξουν την ζωή τους με τον καλύτερο τρόπο, κυρίως δίπλα σε αυτούς που αγαπούσαν. Ο Έντουαρντ είχε γίνει ένας απ'τους καλύτερους πιανίστες κι ο Τέρρυ απ'τους πιο φημισμένους ηθοποιούς του Μπρόντγουέι. Απ'την άλλη η Σκάρλετ είχε καταπλήξει τους πάντες με τις εκθέσεις ζωγραφικής και τους πίνακές της. Και βέβαια δεν θα μπορούσα να ξεχάσω την Άνν...
"Άνν..."ψιθύρισα σιγανά αφήνοντας ένα γλυκό χαμόγελο να εμφανιστεί στα χείλη μου. Η Κάντυ μου έπιασε τρυφερά τα χέρια και με χάιδεψε.
"Την έχεις δει;" με ρωτάει με λαχτάρα και προσμονή. Της γνέφω καταφατικά.
"Είναι καλά;" ρωτάνε ταυτόχρονα τα δυο αδέλφια επιφυλακτικά και τα μάτια του Τέρρυ και του Έντουαρντ με κοιτούν με αγωνία.
"Είναι καλύτερα από ποτέ και μάλιστα σε λίγο καιρό..."σταματάω την φράση μου απότομα. 'Ουπς! Τι χαζή που είμαι! Δεν έπρεπε να το πω αυτό.' μαλώνω τον εαυτό μου.
"Σε λίγο καιρό τι;;" ρωτάει επίμονα ο Τέρρυ 'σαρώνοντας' με με ένα βλέμμα δολοφονικό. 'Δεν βαριέσαι, εδώ που φτάσαμε. Μια ψυχή που είναι να βγει ας βγει...'σκέφτομαι από μέσα μου και εμφανίζω ένα χαμόγελο που φτάνει μέχρι τα αυτιά μου.
"Εμ... θα γίνετε θείοι." τους ενημερώνω με ένα ίχνος ενοχής που τους αποκάλυψα αυτό το μυστικό, ενώ κανονικά θα έπρεπε να τους το πει η ίδια τους η αδελφή απόψε.
"Θείος;;!!! Θείος και πατέρας το προσεχές έτος θα γίνω;;!! Ωωω Θεέ μου!" τσιρίζει και ουρλιάζει ο Τέρρυ απ'την χαρά του παίρνοντας την Κάντυ στα χέρια του και στριφογυρίζοντας την γύρω-γύρω. Ρίχνω μια ματιά στον Έντουαρντ και την Λίζι που αγκαλιάζονται κι εκείνοι σφιχτά.
Γιατί ξαφνικά νιώθω παρείσακτη. Νιώθω πως παραβιάζω μια προσωπική στιγμή, ένα ευχάριστο γεγονός. Κανονικά δεν θα'πρεπε να αισθάνομαι έτσι. Θα πρεπε ή δεν θα'πρεπε; 'Πρέπει να φύγω αμέσως από δω. Να βρεθώ μόνη μου, να σκεφτώ.' συλλογίζομαι.
"Αχ Χριστούλη μου τι ευτυχία! Σε ποιον μήνα είναι; Πες μου ότι είναι στην αρχή και πως θα γεννήσουμε μαζί."μου έλεγε συνεχώς η Κάντυ καθώς χοροπηδούσε μπροστά μου.
"Δεν λέω τίποτα άλλο. Ήδη σας έχω πει περισσότερα απ'όσα θα πρέπει να γνωρίζετε. Και στεναχωριέμαι που το μάθετε από μένα κι όχι από εκείνη. Αν έχετε υπομονή περιμένετε μέχρι το βράδυ όπου θα βρίσκεται εδώ και θα σας τα πει η ίδια." τους επισημαίνω με σοβαρό ύφος.
"Έλα τώρα Λία... Πες μας! Αφού με ξέρεις δεν μπορώ να περιμένω μέχρι το βράδυ. Ανυπομονώ!" γκρινιάζει η Κάντυ πιέζοντας με περισσότερο και ζουλώντας τις αρθρώσεις των καρπών μου.
"Φρόνιμα Ταρζάν. "την προειδοποιεί τρυφερά ο Τέρρυ ψιθυρίζοντας στο αυτί της και χαρίζοντας της ένα φιλί στα μαλλιά. "Καλύτερα να αφήσουμε την ίδια να μας τα πει το βράδυ. Θέλω να δω κι από κοντά τον Τομ, έχουμε πολλά να πούμε. Δεν συμφωνείς Έντουαρντ;" στρέφει το βλέμμα του εκείνος με ένα πονηρό ύφος στον αδελφό του.
"Μα φυσικά, δεν το συζητώ. Πρέπει να λογοδοτήσει στους Γκράντσεστερ." λέει με ένα ύφος ειρωνικό ο Έντουαρντ κι αμέσως όλοι σκάμε στα γέλια. Όταν κοπάζει για λίγο ο ενθουσιασμός μας εκείνος συνεχίζει. Εύχομαι να μην το έκανε. "Ο Στήαρ που είναι αλήθεια; Δεν τον είδαμε καθόλου." στο άκουσμα του ονόματός του τα χαρακτηριστικά του προσώπου μου παραμορφώνονται κι είμαι ξανά έτοιμη να μπήξω τα κλάματα. Σκύβω το κεφάλι εμποδίζοντας τα δάκρυά μου να ελευθερωθούν.
"Με... με συγχωρείτε." τραυλίζω μέσα απ'τα δόντια μου και κάνω να βγω απ'το δωμάτιο αλλά το χέρι της Κάντυ με συγκρατεί.
"Καλή μου... Δεν χρειάζεται να ανησυχείς γι'αυτόν." απλώνει το χέρι της στο πηγούνι μου σηκώνοντας το για να επεξεργαστεί το πρόσωπό μου. Δεν μπορώ να κρύψω την θλίψη μου κι αφήνω τα δάκρυά μου να πέσουν. "Έχει πάει να δει τον Άρτσυ έτσι;" συνεχίζει εκείνη χαϊδεύοντας με απαλά στο μάγουλο.
Νιώθω να έχουν συσσωρευτεί τόσα πολλά μέσα μου. Σαν ένα βάρος που κουβαλάω εδώ και τόσον καιρό και θέλω να το βγάλω. Νιώθω να εκρήγνυμαι, δεν αντέχω άλλο.
"Πονάει Κάντυ! Πονάει!" της πετάω απότομα τραβώντας το χέρι μου απ'την λαβή της. Μουρμουρίζω ένα 'Συγγνώμη' γυρνώντας της την πλάτη μου. Μέσα σε δευτερόλεπτα στρέφομαι ξανά προς το μέρος της, αντιμετωπίζοντας την. "Κι όταν πονάει... πονάω κι εγώ..."ψελλίζω και με γρήγορες κινήσεις βγαίνω απ'την σάλα τρέχοντας, κατευθυνόμενη προς την είσοδο του σπιτιού.
Ανοίγοντας την πόρτα και βγαίνοντας έξω στον παγερό αέρα και στο χιόνι. Βλέπω τις νιφάδες να πέφτουν πάνω στις παλάμες μου και τις τρίβω με τα δάχτυλά μου καθώς φέρνω το γνωστό αγαπημένο μου πρόσωπο στο νου μου και συνειδητοποιώντας το αίσθημα ζωντάνιας που ένιωσα απ'την πρώτη στιγμή που τον αντίκρισα εκείνο το φθινοπωρινό απόγευμα του Οκτώβρη στο νοσοκομείο της Νάπολης , στην Ιταλία. Απ'την πρώτη στιγμή που τον έσωσα και τον γνώρισα... 'Θεέ μου πόσο πολύ τον αγαπάω... Κάντον να γυρίσει γρήγορα κοντά μου.' προσεύχομαι από μέσα μου.
~~~***~~~***~~~
Τα μάτια μου είναι καρφωμένα προς μια συγκεκριμένη κατεύθυνση. Κοιτάζουν πέρα ευθεία τη λιμνούλα, η οποία βρίσκεται κοντά στο αρχοντικό των Άρντλευ. Κάθομαι στο παγκάκι κι ατενίζω την ανθοστόλιστη, περιβόητη βάρκα-κύκνος που πλέει μέσα σε αυτήν. Στην θύμηση της πρώτης μου βόλτας μαζί με εκείνον όταν πρωτοήρθα εδώ αφήνω ένα κρυφό γελάκι και συνάμα σκουπίζω με το μανίκι του παλτού μου τα δάκρυά μου που τρέχουν ασταμάτητα. Ένας αναστεναγμός ξεφεύγει απ'τα χείλη μου. Σηκώνομαι αποφασιστικά κι κάνω τον γύρο της λίμνης. Η ματιά μου πέφτει ξανά πάνω σε μια απ'τις αμέτρητες εφευρέσεις του και δεν μπορώ να συγκρατηθώ, ξεσπάω σε τρανταχτά γέλια. Αισθάνομαι τόσο ευγνώμων που δεν υπάρχει κανείς άλλος εκεί γύρω να με ακούσει, γι'αυτό και εκδηλώνομαι περισσότερο. Κι αυτό αυτομάτως με βοηθάει, είναι ο μόνος τρόπος για να ξεχάσω την στεναχώρια μου, την ίδια στεναχώρια που βασανίζει κι εκείνον και του προκαλεί απέραντο πόνο.
Πλησιάζω και παρατηρώ εξονυχιστικά το γυάλινο βαθυσκάφος φέρνοντας ξανά στο νου τη χρήση του καθώς επίσης και το άδοξο τέλος που είχε. 'Πόσο θα'θελα να ήμουν από μια μεριά.' μουρμουρίζω από μέσα μου έχοντας την εικόνα μπροστά μου. Την θεία Ελρόυ να κάθεται πάνω του και να αφήνει τα σημάδια της. Αγγίζω το γυαλί πάνω στο σημείο όπου βρίσκεται η ρωγμή. Φαντάζομαι εκείνον να γίνεται έξαλλος για μια ακόμη φορά βλέποντας μια απ'τις εφευρέσεις του να καταστρέφεται ενώ ο Άρτσυ βρίσκει ξανά την ευκαιρία να τον δουλέψει κάνοντάς του πλάκα. Γονατίζω μπροστά το βαθυσκάφος φέρνοντας τα χέρια μου πάνω σε αυτό και στηρίζοντας το κεφάλι στα μπράτσα μου. Κλείνω τα μάτια μου χαμογελώντας, τα δάκρυά μου έχουν πια στερέψει.
"Μπορώ να κάθομαι και να σε κοιτώ για όλη την υπόλοιπη ζωή μου έτσι." σηκώνω αστραπιαία το βλέμμα μου αναζητώντας την μεριά απ'όπου προήλθε ο ήχος της αγαπημένης μου φωνής.
Στέκομαι και πάλι όρθια στα πόδια μου κοιτάζοντας τριγύρω, ψάχνοντας ανήσυχη. Και να'τος! Μου αποκαλύπτεται, καθώς γέρνει το σώμα του πίσω απ'τον κορμό ενός δέντρου, έχοντας σταυρωμένα τα χέρια του, με ένα κατεργάρικο χαμόγελο να κοσμεί τα χαρακτηριστικά του προσώπου του. Τον βλέπω να κινείται προς το μέρος μου κρατώντας την ίδια ώρα απ'τα λουριά τον Χανς, το άλογό μας.
"Αλιστήαρ..."ψελλίζω με δυσκολία κι αμέσως βρίσκω καταφύγιο στην αγκαλιά του, νιώθοντας σαν ένα κυνηγημένο ζώο που το καταδιώκουν. Κουλουριάζομαι πάνω του, φέρνοντας τα χέρια μου γύρω απ'το λαιμό του, αφήνοντας το κεφάλι μου πάνω στο στέρνο του.
"Σςς... Αγάπη μου τι συμβαίνει;" με ρωτάει χαμηλόφωνα καθώς αισθάνομαι τα χέρια του απλωμένα γύρω μου, τα δάχτυλά του που βυθίζονται μέσα στα μαλλιά μου χαϊδεύοντας με απαλά, τα χείλη του που χαρίζουν τρυφερά φιλιά στο μέτωπό μου.
"Μη με ξαναφήσεις μόνη. Σε παρακαλώ Στήαρ μη με ξαναφήσεις μόνη..."τον ικετεύω σηκώνοντας το βλέμμα μου επιθυμώντας να συναντήσω το δικό του. Τον βλέπω να αφήνει έναν αναστεναγμό κι οι αντίχειρες του κινούνται στα μάτια μου παίρνοντας τα δάκρυά μου από εκεί. "Πού ήσουν; Γιατί... γιατί δεν με ξύπνησες;" άρχισα να τον κατακλύζω με ερωτήσεις. "Ανησύχησα τόσο πολύ για σένα."
"Κοιμόσουν βαθιά. Ήσουν τόσο ήρεμη και γαλήνια. Απλώς δεν θεώρησα σωστό να ταράξω τα όνειρά σου, δεν μπορούσα και δεν ήθελα να σε ξυπνήσω." η παλάμη του σέρνεται αργά πάνω στην επιδερμίδα μου προκαλώντας ρίγη σε όλο μου το κορμί. Φέρνω τον καρπό του μέσα στο χέρι μου φιλώντας τον. Τα χείλη του ακουμπούν ξανά το μέτωπό μου. "Ήθελα να μείνω για λίγο μόνος..."ψιθυρίζει στη συνέχεια.
"Υποσχέσου μου πως δεν θα το ξανακάνεις αυτό. Ακόμα κι αν αισθανθείς την ανάγκη να μείνεις μόνος θέλω να μου το πεις." τον κοιτάζω ανυπόμονα. "Θέλω να ξυπνάμε μαζί."
Σκύβει το πρόσωπό του πιο κοντά στο δικό μου. Στέκομαι στις μύτες των ποδιών μου θέλοντας να τον πλησιάσω κι εγώ και τα χείλη μας συναντιούνται. Χάνομαι στο φιλί του, το οποίο λίγο μετά βαθαίνει κι από τρυφερό γίνεται τολμηρό. Τα δάχτυλά μου ανηφορίζουν απ'τα μάγουλα στα μαλλιά του κι αρχίζουν να παίζουν με αυτά. Τραβιέται ο ένας απ'τον άλλον για να πάρουμε ανάσα.
"Σ'αγαπάω..."τον ακούω να ψιθυρίζει απαλά κι αμέσως η καρδιά μου γεμίζει με αγαλλίαση. "Στο υπόσχομαι φύλακα άγγελε μου."
"Τα γένια σου..."μουρμουρίζω καθώς περνώ τα δάχτυλά μου απ'το πιγούνι του. "...τα άφησες να μακρύνουν." σχολιάζω με έντονη την θλίψη αποτυπωμένη στο πρόσωπό μου. Ξέρω γιατί το έχει κάνει, σε ένδειξη πένθους. Τα χέρια μου με δική τους πρωτοβουλία βγάζουν τα γυαλιά του και θαυμάζουν τις καστανές κόγχες των ματιών του. Με κοιτάζει επιφυλακτικά σουφρώνοντας τα χείλη του.
"Πάντα το κάνεις αυτό όταν είμαστε οι δυο μας." λέει χαμογελώντας. "Γιατί;" ρωτάει ύστερα από λίγο.
"Τα μάτια είναι ο καθρέφτης της ψυχής μας. Μέσα απ'αυτά προσπαθώ να δω και να καταλάβω τι κρύβεις, τι σε κυριεύει, τι σε πονάει... Προσπαθώ να απαλύνω τον πόνο." του εξηγώ καθώς η παλάμη μου σταματάει πάνω στο στήθος του, στο σημείο της καρδιάς του. Την παίρνει μέσα στη δική του και την σφίγγει με όλη του την δύναμη. Τα μέτωπα μας συναντιούνται ξανά, έχουμε κι οι δυο κλειστά τα μάτια.
"Ήμουν στο νεκροταφείο..."αφήνει μετέωρη την φράση του.
"Το ξέρω." αποκρίνομαι σιωπηλά.
"Απλώς..."παίρνει βαθιές ανάσες συνεχίζοντας με κόπο. "Που να πάρει! Η απουσία του είναι τόσο έντονη τα Χριστούγεννα!" ξεσπάει κρατώντας με πιο σφιχτά στην αγκαλιά του. 'Θεέ μου, με χρειάζεται!' τα χέρια μου τυλίγονται το ίδιο γερά γύρω μου νιώθοντας την ανάγκη του. Τι θα μπορούσα να του πω; Τι θα τον ανακούφιζε αυτή τη στιγμή; Δεν ήξερα, το μόνο που έκανα ήταν να τον κοιτώ με συμπόνια κι αγάπη. Αθεράπευτη αγάπη... "Κάποιες φορές πιάνω τον εαυτό μου να τον μισεί." μου εξομολογείται.
"Μην τον κατηγορείς."
"Δεν μπορώ..."αναστενάζει. "Όλοι κάναμε λάθη, όλοι κάποια στιγμή στη ζωή μας νοιαστήκαμε, μπορεί να αγαπήσαμε τον λάθος άνθρωπο. Όπως συνέβη και σε εκείνον. Γρήγορα όμως καταλάβαμε πως δεν υπήρχε λόγος να συνεχίσουμε να ζούμε με αυτό τον πόνο και πως έπρεπε να προχωρήσουμε μπροστά χωρίς να κοιτάμε πίσω." τον βλέπω να σκύβει το κεφάλι ξανά, πιέζεται. Οι παλάμες μου ακουμπούν το πρόσωπό του σηκώνοντας το στο ίδιο ύψος με το δικό μου, παροτρύνοντας τον με αυτόν τον τρόπο να συνεχίσει. "Αντί αυτού εκείνος αρρώστησε κι άφησε τον εαυτό του στη μοίρα του. Δεν έκανε τίποτα για να βοηθηθεί ο ίδιος. Γιατί;; ΓΙΑΤΙ;; Για μια γυναίκα που ήξερε εξαρχής πως δεν υπήρχε περίπτωση να έχει;! Όχι μόνο 'έφυγε' απ'την ζωή, αλλά ποτέ δεν μπορούσε να φανταστεί το κενό που θα άφηνε πίσω του και τι εντύπωση θα προκαλούσε η πράξη του αυτή;!" προσθέτει εκφράζοντας μου έτσι το παράπονό του, κοιτώντας με με τέτοιον τρόπο σαν να περιμένει κάτι από μένα. "Άνθρωποι τσακισμένοι, πληγωμένοι..."
"Σώπα, ψυχή μου σώπα." τον διακόπτω ήρεμα φέρνοντας τα δάχτυλά μου στα χείλη του παρακαλώντας τον έτσι να μην συνεχίσει. Να σταματήσει να υποφέρει γιατί την ίδια ώρα υπέφερα κι εγώ μαζί με εκείνον και δεν το άντεχα. Όταν 'έσπαγε' μέσα του, 'έσπαγα' κι εγώ. Τον κοιτάζω χαρίζοντας του ένα γλυκό χαμόγελο φιλώντας τον ταυτόχρονα. "Οι φίλοι μας είναι εδώ." ψιθυρίζω πάνω στα χείλη του αλλάζοντας θέμα κι αποσπώντας τον απ'τους εφιάλτες του.
"Αλήθεια;" με ρωτάει με έναν εύθυμο τόνο. Η διάθεσή του έχει αλλάξει ξαφνικά. Γνέφω καταφατικά. "Λοιπόν θα σου φανεί παράξενο αλλά δεν έχω όρεξη να δω κανέναν αυτή τη στιγμή." κατσουφιάζω μαλώνοντας τον με αυτόν τον τρόπο. "Τι; Είναι κακό που θέλω να μείνω μόνος με την μέλλουσα μνηστή μου;" με πειράζει γελώντας συνεσταλμένα.
"Αλιστήαρ... δεν είναι σωστό. Διέσχισαν έναν ολόκληρο ωκεανό." με κοιτάζει με ένα μουτρωμένο ύφος σαν ένα παιδί που μόλις έκανε μια αταξία και περιμένει την τιμωρία του. "Σκέψου τι εντύπωση θα σχηματίσουν για σένα η θεία σου και η ξαδέλφη σου." είναι η δική μου σειρά να αρχίσω να γελάω. Τον τραβάω απ'τα χέρια οδηγώντας τον προς το αρχοντικό.
"Αν είναι να γλιτώσω τον εξάψαλμο της Κάντυ τότε πρέπει να βιαστούμε." απλώνει το ένα του χέρι κρατώντας με σφιχτά ενώ με το άλλο κρατάει τα λουριά του Χανς. Ρίχνω μια τελευταία ματιά στο βαθυσκάφος πίσω μου και σταματάω απότομα. Αναρωτιέμαι αν πρέπει να κάνω αυτήν την ερώτηση ή όχι. "Τι συμβαίνει;" με ρωτάει κοιτώντας με παραξενεμένος.
"Οι εφευρέσεις σου ήταν πάντα η μεγάλη σου αγάπη..."με τραβάει απότομα απ'την μέση κολλώντας με πάνω του, κάνοντάς με να χάσω τα λόγια μου. 'Που να πάρει! Είναι ανάγκη να το κάνει αυτό; Δεν μ'αφήνει να αρθρώσω λέξη.'
"Εσύ είσαι η μεγάλη μου αγάπη!" μου εξομολογείται με πάθος κι επιστρατεύω όση ψυχραιμία και λογική μου έχει απομείνει για να διατυπώσω το ερώτημά μου.
"Εφόσον ήταν ένα απ'τα αγαπημένα σου χόμπι, ένιωθες ζωντανός και γεμάτος ενεργητικότητα κάθε φορά που καταπιανόσουν με κάτι καινούργιο γιατί... γιατί το σταμάτησες;" ορίστε το είπα επιτέλους. Φέρνει το ένα του χέρι στο μάγουλό μου χαϊδεύοντας με τρυφερά ενώ ένα αχνό χαμόγελο εμφανίζεται στα χείλη του.
"Γιατί εκτός απ'το γεγονός ότι η μία εφεύρεση μετά την άλλη κατέληγε πάντα σε μια απόλυτη καταστροφή..."αφήνει έναν βαθύ αναστεναγμό και συνεχίζει. "Νιώθω ότι δεν θα'χει κανένα νόημα εφόσον εκείνος δεν είναι πλέον εδώ για να με κατσαδιάσει που πάλι τα θαλάσσωσα, να με πειράξει, να γελάσει μαζί μου." ένα δάκρυ κυλάει στο μάγουλό μου χωρίς να το πάρω είδηση, ο Στήαρ σκύβει και το φιλάει παίρνοντας το από εκεί. "Κι αυτή η κατσάδα αγάπη μου μου λείπει... πολύ." συμπληρώνει. Τον κρατάω γερά απ'τα μπράτσα του.
"Αυτή τη στιγμή δεν έχεις ιδέα τι υπεράνθρωπες προσπάθειες καταβάλλω για να μην σου δώσω το δώρο μου για τα Χριστούγεννα." τραυλίζω με βραχνή φωνή. Η μύτη μου ακουμπά τη δική του ενώ ταυτόχρονα παίζει με αυτή.
"Και γιατί δεν μου το δίνεις;"
"Κάνω υπομονή μέχρι το βράδυ. Δεν ξέρω πως θα το πάρεις... Αν θα σ'αρέσει εννοώ." του εξηγώ.
Ειλικρινά μακάρι να ήξερα τις αντιδράσεις του, θα ήταν πιο εύκολο για μένα. Είμαι τόσο νευρική κι αυτό δυστυχώς γίνεται αντιληπτό.
"Εσύ τρέμεις ολόκληρη." φέρνει τις παλάμες του στο πρόσωπό μου. 'Να πάρει! Γίνεται ποτέ να μην αποκαλυφθώ;! Μάλλον όχι. Είναι πανέξυπνος και πάντα με καταλαβαίνει.' "Να είσαι σίγουρη πως μου έχεις εξάψει την περιέργεια." μου λέει στη συνέχεια με ύφος πονηρό.
"Εσύ;" ρωτάω γρήγορα θέλοντας να αλλάξω θέμα. Με κοιτάζει ερωτηματικά. "Τι δώρο μου έχεις πάρει;"
"Είναι έκπληξη." μου λέει χαϊδεύοντας την μύτη μου με τον δείκτη του χεριού του. "Θα το μάθεις απόψε, απλώς πρέπει να είσαι υπομονετική." με συμβουλεύει. 'Τώρα μάλιστα' μουρμουρίζω από μέσα μου. 'Μέχρι το βράδυ δεν ξέρω κι εγώ πόσες φορές θα έχω 'πεθάνει'. Και τώρα με το άγχος και του δικού του δώρου δεν πρόκειται να βρω ησυχία.' συλλογίζομαι ενώ είμαι έτοιμη να εκραγώ.
"Θα προσπαθήσω." ψελλίζω καθώς αισθάνομαι το κοκκίνισμα στα μάγουλά μου.
Σε λίγο συνεχίζουμε το περπάτημα με κατεύθυνση προς το σπίτι όταν ξαφνικά νιώθω τον Στήαρ να με τραβάει απότομα πίσω απ'το κορμό ενός δέντρου. 'Μα τι στο...;'δεν προλαβαίνω να ολοκληρώσω τον συλλογισμό μου και το βλέμμα μου καρφώνεται προς την είσοδο του σπιτιού όπου βγαίνει ένας άντρας. Διακρίνω ότι η Ντόροθυ μαζί με το υπόλοιπο προσωπικό βρίσκονται ήδη εκεί. Μπροστά τους σταματάει μια άμαξα. Προφανώς στέκονται εκεί για να υποδεχτούν αυτόν που έχει φτάσει. Ο Στήαρ κι εγώ πλησιάζουμε περισσότερο χωρίς να κάνουμε αντιληπτή την παρουσία μας. Αναγνωρίζω αμέσως τον άντρα που περιμένει καρτερικά κι ανυπόμονα να ανοίξει η άμαξα.
"Επιτέλους, μετά από τόσο καιρό δέχτηκε την πρόσκλησή του." σχολιάζει μουρμουριστά κρατώντας με σφιχτά γύρω απ'τη μέση. Δεν καταλαβαίνω για ποιον λόγο δεν μπορούμε να πλησιάσουμε την είσοδο.
"Ο Ντάνιελ;! Ο Ντάνιελ είναι κιόλας εδώ; Μα καλά πότε έφτασε;" ψιθυρίζω σιγανά κι νιώθω αμέσως την παλάμη του Στήαρ να καλύπτει το στόμα μου. 'Πείσμα εσύ, πείσμα κι εγώ!' φωνάζω από μέσα μου και τον δαγκώνω.
"Άουτς!"
"Λέγε τώρα γιατί κρυβόμαστε απ'τον ξάδελφό σου;" γρυλίζω ενώ νιώθω να μου ανεβαίνει το αίμα στο κεφάλι.
"Πρόσεξε ποια θα βγει απ΄'την άμαξα." μου υποδεικνύει ο Στήαρ κι η ματιά μου εστιάζει στο άνοιγμα της άμαξας περιμένοντας κι εγώ με αγωνία ποιος θα βγει τέλος πάντων από εκεί μέσα.
Γουρλώνω τα μάτια μου απ'την έκπληξη καθώς αντικρίζω την Κάθριν να κατεβαίνει απ'την άμαξα με αργές, προσεκτικές και κινήσεις όλο ευγένεια. Είναι ντυμένη με ένα βαθύ μοβ φουστάνι κι οι ώμοι της είναι καλυμμένοι με μια κάπα στο χρώμα του λιλά ενώ τα μακριά, σπαστά, καστανά μαλλιά της πέφτουν λιτά φτάνοντας μέχρι τη μέση της σχεδόν. Εκείνη κι ο Ντάνιελ κοιτάζονται για λίγο μεταξύ τους. Φαίνεται σαν να υπάρχει κάποιο είδος αμηχανίας ανάμεσά τους. Λίγο αργότερα εκείνη απλώνει δισταχτικά το χέρι της προς το μέρος του κι εκείνος το φιλάει.
"Κάθριν..."μουρμουρίζω σιγανά αφήνοντας έναν λυγμό. Γνωρίζω πολύ καλά αυτήν την ιστορία, μου την είχε εξιστορήσει ένα απόγευμα ο Στήαρ ενώ καθόμασταν μπροστά στο τζάκι του δωματίου του σφιχταγκαλιασμένοι.
"Ας προχωρήσουμε λίγο ακόμα. Θέλω να ακούσω τι θα πουν." λέει ο Στήαρ ύστερα από λίγο ενώ με τραβάει όλο και πιο κοντά στην είσοδο του σπιτιού.
"Να κρυφακούσουμε θες να πεις." τον διορθώνω καλύτερα. Αλλά δεν μπορώ να κάνω και τίποτα. Είμαι κι εγώ περίεργη να ακούσω τι πρόκειται να ειπωθεί και δεν θα ικανοποιηθώ αν δεν μάθω.
~~~***~~~***~~~
Έχει επεξεργασθεί από τον/την Dalia στις Σαβ Σεπ 27, 2014 9:10 pm, 4 φορές συνολικά
Dalia- Terry Extreme Guru
- Αριθμός μηνυμάτων : 8488
Points : 14846
Ημερομηνία εγγραφής : 07/11/2010
Ηλικία : 35
Τόπος : In a Galaxy far, far away...
Χιούμορ : Well, be my guest!!
Απ: Χριστουγεννιάτικα Τερρο-φικ 2012
"Ο'Μπράιαν!..."αναφωνεί μέσα στη 'τρελή' χαρά ο Ντάνιελ καθώς τρέχει να την προϋπαντήσει.
Δεν μου κάνει διόλου εντύπωση. Ο Στήαρ σκύβει με τρόπο στο αυτί μου και μου λέει πως ο ξάδελφος του είχε εγκατασταθεί από χθες το βράδυ ήδη στο Lakewood για να την καλωσορίσει ο ίδιος αυτοπροσώπως. Συγκρατώ όσο μπορώ το γέλιο μου και παρακολουθώ τη σκηνή που εξελίσσεται μπροστά μου με ενδιαφέρον.
"Ράγκαν;..."φαίνεται απ'το ύφος της ότι τα έχει χαμένα. Τώρα είναι ακριβώς μπροστά της. "Εεε... Ντάνιελ ήθελα να πω, τι... τι γυρεύεις εδώ;" ρωτάει εκείνη με την ταραχή έκδηλη στο πρόσωπό της.
"Χαίρομαι κι εγώ που σε βλέπω Κάθριν." της αποκρίνεται εκείνος χαρίζοντας της ένα στραβό χαμόγελο. "Επίσης χαίρομαι που επιτέλους, μετά από τόσα Χριστούγεννα δέχτηκες την πρόσκλησή μου... Κι ήρθες να με δεις."
"Αν..."ξεκινάει εκείνη να μιλήσει αλλά αμέσως μετά σκύβει το κεφάλι ρίχνοντας μια λοξή ματιά στους υπηρέτες που τους παρακολουθούν. 'Δεν είναι καλό αυτό...'σκέφτομαι. Ο Ντάνιελ με ένα νεύμα τους λέει να περάσουν μέσα ώστε να μείνουν μόνοι τους.
"Λοιπόν Κάθριν σε ακούω. Θα αρνηθείς το γεγονός ότι δέχτηκες την πρόσκλησή μου;" συνεχίζει παροτρύνοντας την εκείνος σταυρώνοντας τα χέρια του.
Περνούν μερικά λεπτά ατελείωτης σιωπής ώσπου εκείνη σηκώνει το βλέμμα της προς το δικό του αντιμετωπίζοντας τον. Φαίνεται σαν να τρέμει, όπως κι εγώ πριν. 'Ω... η γνωστή, ντροπαλή, συνεσταλμένη Κάθριν Ο'Μπράιαν.' σκέφτομαι από μέσα μου.
"Αν... αν δέχτηκα να έρθω εδώ φέτος είναι επειδή δεν μπορούσα να κάνω αλλιώς. Επίσης οι συνεχείς πιέσεις, τα γράμματα της Κάντυ και της Ανν δεν με βοηθούσαν να πράξω διαφορετικά." σφίγγει τα χέρια της σε γροθιές μην παίρνοντας τα μάτια της απ'τα δικά του. "Μπορεί... μπορεί να μην είμαι αρκετά δυνατή αλλά... αλλά για ένα πράγμα να είσαι σίγουρος Ντάνιελ. Γνωρίζοντας ότι με καλείς εσύ δεν θα ερχόμουν. Ξέρεις πόσο με πονάει που βρίσκομαι εδώ, δεν... δεν... Είναι πάνω απ'τις δυνάμεις μου. Γι αυτό το λόγο δεν ήθελα να έρθω, γι αυτό το λόγο έφυγα... Επειδή, επειδή ήθελα... είχα ανάγκη να ξεχάσω." η Κάθριν ξεσπάει σε λυγμούς και κλάματα κι ο Ντάνιελ αμέσως την 'φυλακίζει' στην αγκαλιά του.
"Το ξέρω γλυκιά μου αλλά ήθελα τόσο πολύ να σε δω. Όλα αυτά τα χρόνια δεν σταμάτησα στιγμή να σε σκέφτομαι, ανησυχούσα, φοβόμουν για σένα. Μου έλειψες τόσο πολύ." πιάνει με τις παλάμες του το πρόσωπό της. Εκείνη προσπαθεί να τον αποφύγει αλλά ο Ντάνιελ δεν την αφήνει. "Κοίταξέ με Κάθριν..."υπακούει και χάνονται για ακόμη μια φορά ο ένας στο βλέμμα του άλλου. "Επομένως πρέπει να ευχαριστήσω την Κάντυ και την Ανν που βρίσκεσαι εδώ σωστά; Για την αμέριστη υπομονή τους να σε πείσουν να έρθεις;" εκείνη του γνέφει καταφατικά. Ο Ντάνιελ την σφίγγει περισσότερο στην αγκαλιά του πριν συνεχίσει. "Και δεν φαντάστηκες ποτέ πως τους ζήτησα εγώ να το κάνουν επίτηδες;"
"Πώς;;!!" τραυλίζει η Κάθριν κατάπληκτη ενώ χάσκει με μισάνοιχτα τα χείλη της.
"Ήμουν σίγουρος πως δεν θα λάβαινα καμιάν απάντηση στα γράμματα που σου έστελνα επανειλημμένα. Γι αυτό το λόγο και ζήτησα βοήθεια." αφήνει έναν αναστεναγμό παίρνοντας μια τούφα απ'τα μαλλιά της και τοποθετώντας την πίσω απ'τ'αυτί της. "Όταν έφυγες από εδώ πριν από πέντε χρόνια, πληγωμένη, κυνηγημένη, λυπημένη... Πίστεψα πως δεν θα σε ξανάβλεπα ποτέ!"
"Με έδιωξαν..."τον διακόπτει εκείνη σκουπίζοντας τα δάκρυά της με την αναστροφή του χεριού της.
"Εκείνος όχι εγώ. Εκείνος Κάθριν όχι εμείς... Ξέρεις πόσο πολύ νοιαζόμασταν όλοι μας και σε αγαπούσαμε. Ξέρεις τι αισθανόμουν εγώ όλα αυτά τα χρόνια. Απ'την πρώτη στιγμή που σε συνάντησα εκείνη την ημέρα στο κολέγιο του Αγ. Παύλου. Ακόμα ευχαριστώ το Θεό που τα ξαδέλφια μου με κάλεσαν στο Φεστιβάλ του Μάη... Αλλιώς μπορεί να μην σε γνώριζα ποτέ μου."
"Σε παρακαλώ Ντάνιελ μην συνεχίζεις..."τον ικετεύει εκείνη αδυνατώντας να τον κοιτάξει κατάματα.
"Δεν έχω του κουράγιο κι ούτε θέλω να σταματήσω τώρα πια. Απ'την πρώτη στιγμή που σε είδα σε ερωτεύτηκα αμέσως κι ας ήξερα ότι υπάρχει μια διαφορά ηλικίας μεταξύ μας, κι ας ήξερα πώς είχες μάτια μόνο για εκείνον, πόσο πολύ τον αγαπούσες... Δεν έκανα καμιά κίνηση γιατί έβλεπα πόσο έλαμπες όταν βρισκόσουν κοντά του κι ας γνώριζα ότι το ενδιαφέρον του δεν ήταν πραγματικό. Κι όμως σου άξιζε κάτι καλύτερο αλλά δεν ήθελα να χαλάσω την ευτυχία σου Κάθριν." έκανε μια παύση παίρνοντας μια βαθιά ανάσα και συνέχισε με περισσότερο ζήλο. "Όταν πέθανε ο Άρτσυ ξέρεις πόσο πολύ πανικοβλήθηκα;! Έχεις ιδέα πόσο βασανιζόμουν τα βράδια στη σκέψη και μόνο πως ήσουν μακριά μου και πως μπορεί να έκανες καμιά τρέλα;! Δεν ήρθες ποτέ στην κηδεία του και γνωρίζω πολύ καλά τον λόγο. Νοσηλευόσουν στην κλινική των γονιών σου σε άθλια κατάσταση. Ήθελα να είμαι κοντά σου, να σε παρηγορήσω, να σε κρατήσω στα χέρια μου όπως κάνω αυτή τη στιγμή..."
"Δεν αντέχω να συνεχίσουμε αυτή τη συζήτηση." αναστέναξε η Κάθριν κουρασμένα με ραγισμένη φωνή.
"Ούτε κι εγώ..."της αποκρίθηκε ο Ντάνιελ ήρεμα. "Ένα πράγμα όμως θέλω να ξέρεις. Τώρα είσαι και πάλι εδώ. Μπορεί τότε να σε άφησα να μου ξεφύγεις μέσα απ'τα χέρια μου, είχα την ευκαιρία να σε κρατήσω κοντά μου αλλά δεν το έκανα. Δείλιασα κι σε άφησα να φύγεις. Τώρα όμως δεν είμαι διατεθειμένος να σε ξανά χάσω. Θα κάνω ότι περνάει απ'το χέρι μου για να σε πείσω να μείνεις, αν είναι να σε έχω για πάντα δική μου τότε θα προσπαθήσω να σε έχω με όποιον τρόπο μπορώ. Θα κάνω υποχωρήσεις, δεν θέλω ποτέ να σε αφήσω να φύγεις ξανά."
"Δεν θέλω να φύγω... Και μένα μου έλειψες." μουρμουρίζει εκείνη με κόπο. Γέρνει να την κοιτάξει με ένα αχνό χαμόγελο. Ανοίγει το στόμα του να της μιλήσει αλλά η Κάθριν τον προλαβαίνει. "Προς το παρόν χαίρομαι που βρίσκομαι εδώ. Θέλω όμως να μου δώσεις λίγο χρόνο, μπορώ να τον έχω;" τον ρωτάει με τρόπο κι είναι σαν να του ζητάει την άδειά του.
"Μπορείς να έχεις όσο χρόνο θέλεις. Φτάνει..."την δείχνει σοβαρά με το δάχτυλο του χεριού του. "Να μην απομακρυνθείτε απ'την περιοχή του Lakewood. Αυτό είναι αυστηρό όριο δεσποινίς Ο'Μπράιαν." στα χείλη του εμφανίζεται ένα τρυφερό χαμόγελο.
"Υπόσχομαι να μην το βάλω στα πόδια." του λέει εκείνη ανταποδίδοντας στο χαμόγελό του. "Είμαι κουρασμένη." προσθέτει.
Βλέπω τον Ντάνιελ να την πιάνει απ'το μπράτσο αγκαζέ και να την οδηγεί προς τα μέσα καθώς συνεχίζουν να συζητούν για διάφορα άλλα θέματα.
"Πώς είναι οι δικοί σου στην Φλόριντα;" την ρωτάει με ενδιαφέρον ύστερα από λίγο.
"Είναι πολύ καλά στην υγεία τους." του απαντάει η Κάθριν.
"Τελικά ακολούθησες τα χνάρια της γιαγιά σου της Μάρθα;"
"Ναι." η φωνή της τώρα έχει γίνει πιο χαλαρή. "Πάντα ζήλευα τη γιαγιά μου, είχε διαφορετικό χαρακτήρα από μένα. Ήταν θαρραλέα και ριψοκίνδυνη ενώ προσπαθούσε να με κάνει πιο γενναία και ζωηρή. Ποτέ όμως δεν το κατάφερε. Γι αυτό όμως που χαίρομαι είναι πως κι οι δυο είχαμε το ίδιο πάθος: τη μουσική!"
"Φαντάζομαι θα κάνεις συνέχεια εξάσκηση." συνεχίζει ο Ντάνιελ δεν έχω όμως ιδέα για ποιο πράγμα μιλάνε.
"Έχω βελτιωθεί αρκετά. Μ'αρέσει να παίζω κάθε μέρα."
"Ω... είμαι σίγουρος γι αυτό."
"Το έχω φέρει μαζί μου." την ακούω να του λέει με νόημα κι ο τόνος της είναι εύθυμος και ζωντανός.
"Θα με ευχαριστούσε να σας δω και να σας ακούσω να παίζετε δεσποινίς Ο'Μπράιαν." της αποκρίνεται ο Ντάνιελ κλείνοντας της το μάτι πονηρά.
"Η ευχαρίστηση είναι όλη δική μου κύριε Ράγκαν." λέει εκείνη σκύβοντας ξανά το βλέμμα της κι είμαι σίγουρη πως έχει κοκκινίσει.
~~~***~~~***~~~
Κι αυτό ήταν. Δεν είμαι σε θέση να ακούσω τίποτα άλλο εφόσον έχουν χαθεί από μπροστά μας καθώς εκείνοι βαδίζουν με αργά βήματα προς το εσωτερικό του σπιτιού. Ξεφεύγω απ'τα χέρια του Στήαρ αφού πλέον δεν υπάρχει ο φόβος να αποκαλυφθούμε και γέρνω και τον κοιτώ με ύφος σκεφτικό. Ζυγίζοντας τον τρόπο με τον οποίο με παρατηρεί είναι φανερό πως συλλογιζόμαστε κι οι δυο το ίδιο ακριβώς πράγμα. Καμιά φορά είναι τόσο εύκολο και για τους δυο να διαβάζει ο ένας τις σκέψεις του άλλου. Δεν είναι κι αρκετά δύσκολο κρυφακούγοντας ότι έχει ειπωθεί πριν από λίγο και φέρνοντας ξανά στο μυαλό μου την ιστορία που μου είχε διηγηθεί πριν από λίγο καιρό.
Ο Ντάνιελ εδώ και τόσα χρόνια συνέχιζε να είναι ερωτευμένος με την Κάθριν, εκείνη όμως αγαπούσε παράφορα τον Άρτσιμπαλντ, τον μικρότερο αδελφό του Στήαρ. Ο Άρτσυ όμως με την σειρά του είχε μάτια μόνο για την Ανν η οποία όμως ποτέ δεν μπόρεσε να ξεχάσει τον Τομ. Και βλέποντας πως δεν υπήρχε ποτέ περίπτωση να την προσεγγίσει, στράφηκε στην Κάθριν για να παρηγορηθεί, ανοίγοντας της έτσι την καρδιά του και ταυτόχρονα την αγκαλιά του. Χρησιμοποιώντας την κατά κάποιον τρόπο χωρίς όμως ποτέ να της κάνει κακό ή να την βλάψει όσο ήταν μαζί ζευγάρι αλλά και ποτέ νιώθοντας κάτι αληθινό για εκείνη. Κι εκείνη ενώ ήξερε, εκμεταλλευόμενη την κατάσταση, ήθελε να είναι κοντά του από αγάπη και μόνο. Αυτό ο Άρτσυ το ήξερε πολύ καλά, δεν το άντεχε, γι'αυτό κι όταν αρρώστησε την αποδέσμευσε με τον χειρότερο τρόπο, λέγοντας της πως ποτέ δεν την αγάπησε και δεν νοιάστηκε πραγματικά για εκείνη. Διώχνοντας την έτσι απ'το Lakewood.
Πλησιάζω ξανά τον Στήαρ απλώνοντας τα χέρια μου προς το μέρος του, αγγίζοντας το στήθος του. Εκείνος ακουμπά την πλάτη του πάνω στον κορμό του δέντρου φέρνοντας τα χέρια του γύρω απ'την μέση μου, κοιτώντας με εξεταστικά μέσα απ'τους φακούς των γυαλιών του. Παίρνω μια βαθιά ανάσα πριν του απευθύνω ξανά το λόγο.
"Μου έχεις πει τα πάντα για την εποχή που φοιτούσες στο κολέγιο του Αγ. Παύλου." μουρμουρίζω σιγανά παίζοντας με το γούνινο γιακά του παλτού του κι εστιάζοντας την ματιά μου εκεί. Είναι κάπως δύσκολο να μιλώ γι αυτό. Τον νιώθω που γνέφει καταφατικά. "Ξέρω πως ποτέ δεν θα μου έλεγες ψέματα κι σε εμπιστεύομαι επειδή σε αγαπάω τόσο πολύ." και τότε αισθάνομαι τον δείκτη του χεριού του να σηκώνει το πηγούνι μου κάνοντάς με έτσι να τον κοιτάξω.
"Τι θέλεις να με ρωτήσεις;" μου αποκρίνεται ήρεμα. 'Αμάν πια! Πως γίνεται αυτός ο άνθρωπος να με διαβάζει λες και είμαι κάνα βιβλίο ανοιχτό;!' ουρλιάζω από μέσα μου. Μαζεύω όλο μου το κουράγιο πριν προχωρήσω στην διατύπωση της ερώτησης μου.
"Ένιωσες ποτέ να ερωτεύεσαι... να αγαπήσεις τον λάθος άνθρωπο; Θέλω να πω ότι εκείνη την περίοδο η Ανν είχε απώλεια της μνήμης της... Κι όμως εσύ όπως μου είχες πει ήσουν ο μόνος με τον οποίο δέθηκε φιλικά στην προσπάθειά της να θυμηθεί την Κάντυ. Σε εμπιστευόταν περισσότερο απ'ότι τον Άρτσυ. Εκείνος το έβλεπε γι'αυτό κι υπήρχαν μεγάλα διαστήματα που δεν σου μιλούσε." σταματώ για λίγο αλλά δεν έχω τελειώσει. Κι ο Στήαρ το καταλαβαίνει, μου δίνει όλο το χρόνο που χρειάζομαι για να ολοκληρώσω. "Είσαι σίγουρος πως αυτός ο δεσμός ήταν μόνο φιλικός κι όχι... όχι συναισθηματικός, ερωτικός; Δεν υπήρξε κάτι διαφορετικό απ΄την πλευρά σου πέρα... πέρα απ'την φιλία;" σκύβω αμέσως το κεφάλι. Ντρέπομαι που τον ρωτάω κάτι τέτοιο αλλά κατά βάθος έχω ανάγκη να μάθω. Σηκώνει ξανά το βλέμμα μου στο ίδιο ύψος με το δικό του, χαϊδεύοντας απαλά τα μάγουλά μου που τα νιώθω υγρά. 'Να πάρει! Πάλι κλαίω! Πως γίνεται κάθε φορά και τα καταφέρνω να με παίρνουν τα ζουμιά;!'
"Σου έχω μιλήσει ξανά για το τι ακριβώς ένιωθα για την κολλητή κι αχώριστη φίλη της θείας μου." με πειράζει εκείνος σκύβοντας στο αυτί μου και μιλώντας μου ψιθυριστά.
"Απλώς... απλώς ήθελα κάποιου είδους επιβεβαίωση. Δεν... δεν είναι ότι σε αμφισβητώ ή κάτι τέτοιο." παίζω με τα δάχτυλά μου και μπορώ να πω με απόλυτη σιγουριά ότι έχω κοκκινίσει απ'την κορφή ως τα νύχια. Σηκώνω απότομα όμως τη ματιά μου ακούγοντας τον να χαχανίζει. Κατσουφιάζω.
"Ειλικρινά η έκφρασή σου αυτή τη στιγμή είναι όλα τα λεφτά." σχολιάζει εκείνος ενώ το χαχανητό του μετατρέπεται σε γέλιο. Ξεφεύγω και πάλι απότομα απ'την αγκαλιά του. Σκύβω και μαζεύω κάμποσο χιόνι στην χούφτα μου, είμαι έτοιμη να του το πετάξω στη μούρη.
"Σταματήστε να με πειράζετε κ.Κόρνγουελ αλλιώς θα υποστείτε τις συνέπειες!" μουγκρίζω έξαλλη με την συμπεριφορά του. Δεν σταματάει και του πετάω την πρώτη μπάλα από χιόνι η οποία πέφτει θριαμβευτικά πάνω του, δεν κάνει τίποτα για να την αποφύγει.
Είμαι έτοιμη να του ρίξω άλλη μία. Δεν προλαβαίνω όμως καθώς εκείνος κινείται προς το μέρος μου με υπερβολικά γρήγορο ρυθμό. Με αρπάζει στην αγκαλιά του κι η μία του παλάμη ακουμπά το μάγουλό μου καθώς τα χείλη του βρίσκουν τα δικά μου. Όταν με κρατάει με αυτόν τον τρόπο νιώθω ευάλωτη αλλά και ταυτόχρονα τόσο προστατευμένη. Το άγγιγμα των χειλιών του τόσο δυνατό και απαιτητικό αλλά και συνάμα τόσο γλυκό, τρυφερό... Τυλίγω τα χέρια μου γύρω απ'το λαιμό μου ανυπομονώντας να κλέψω λίγη απ'την ζεστασιά του. Γρήγορα όμως μετακινούνται στο πρόσωπό του όπου νιώθω τη θέρμη του. Ανταποκρίνομαι λαχταρώντας την γεύση του... Τα χείλη μου προσπαθούν να κρατήσουν τα δικά του, αφήνοντας έναν λυγμό καθώς εκείνος τραβιέται σιγά σιγά λαχανιάζοντας.
"Είναι τόσο διασκεδαστικό να σε βλέπω να ζηλεύεις." μουρμουρίζει κοιτώντας με χαμογελώντας, παίζοντας ξανά, ακουμπώντας την μύτη του πάνω στη δική μου.
"Απάντησε στην ερώτησή μου." του αποκρίνομαι με βραχνή, λάγνα φωνή εστιάζοντας τα μάτια μου στα χείλη του, συγκρατώντας τις ορμές μου.
"Συμπαθούσα και σεβόμουν την Ανν. Ένιωθα θαυμασμό και μόνο αυτό για εκείνην όπως ακριβώς και για την Κάντυ. Όπως με εμπιστευόταν εκείνη έτσι την εμπιστευόμουν κι εγώ. Εκείνη την περίοδο κι εγώ είχα... αντιμετώπιζα κάποια προβλήματα με τον εαυτό μου. Η έλλειψη αυτοπεποίθησης και το γεγονός ότι δεν πίστευα στις δυνατότητες μου, κυρίως κάθε φορά που καταστρεφόταν μια απ'τις εφευρέσεις μου, με έκαναν να χάνω τον εαυτό μου. Επίσης θεωρούσα πως λόγω της μειονεκτικής θέσης στην οποία βρισκόμουν, ίσως ποτέ να μην έβρισκα το κορίτσι των ονείρων μου." είχα μείνει αποσβολωμένη να τον κοιτώ, ποτέ δεν μου είχε μιλήσει γι'αυτό. Πως ήταν δυνατόν να είχε αισθανθεί έτσι για τον εαυτό του;! "Η Ανν όμως ήταν εκείνη που μου έδωσε ελπίδα. Με έκανε να πιστέψω στον εαυτό μου, σε μένα και με διαβεβαίωσε πως δεν θα αργούσε η μέρα που θα έβρισκα κι εγώ την αγάπη. Δεν συνέβη ποτέ τίποτα ανάμεσά μας... Εκτός απ'το γεγονός ότι ήμουν ο συνοδός της στο Φεστιβάλ του Μάη, κίνηση η οποία εξόργισε τον Άρτσυ κι έκανε ένα μήνα να μου μιλήσει σχεδόν."
Έχω μείνει ακίνητη σαν στήλη άλατος στην αγκαλιά του να τον παρατηρώ με ύφος μπερδεμένο, αδυνατώντας να πιστέψω όσα ακούνε τα αυτιά μου. Θέλω να μιλήσω αλλά δεν μπορώ. Καταλαβαίνω πως θέλει να συνεχίσει γι'αυτό και δεν τον διακόπτω.
"Αυτό όμως δεν ήταν αρκετό. Φεύγοντας απ'το κολέγιο και μετά την αρρώστια του Άρτσυ οι ίδιοι εφιάλτες τρυπώνουν ξανά μέσα στο κεφάλι μου και με βασανίζουν. Δεν έχω την Ανν αλλά ούτε και την Κάντυ κοντά μου για να μου δώσουν κουράγιο. Ο Άντονυ λείπει στην Ευρώπη δίνοντας την δική του μάχη για την ζωή. Εκείνη την εποχή δεν γνώριζα την πραγματική ταυτότητα του θείου Γουίλιαμ, είμαι σίγουρος πως εκείνος θα με απέτρεπε με καλύτερες μεθόδους και τρόπους απ'την απόφασή μου να καταταγώ εθελοντικά για να πάρω μέρος στον πόλεμο. Η θεία Ελρόυ δυσκολεύει τα πράγματα με την στάση της απέναντί μου, ο αδελφός μου με χρειάζεται παρ'όλα αυτά δεν με θέλει στο πλευρό του. Διώχνοντας την Κάθριν την ίδια ώρα αποστρέφεται κι εμένα. Ο Ντάνιελ δεν μπορεί να κάνει πολλά πράγματα απ'το νοσοκομείο στο οποίο και εργάζεται ως γιατρός, ερχόμενος αντιμέτωπος με διάφορα περιστατικά καθημερινά, σκεφτόμενος την Ελίζαμπεθ που βρίσκεται μίλια μακριά του, την κατάστασή της, και νιώθοντας και την απουσία της Κάθριν αισθάνεται ερείπιο. Φεύγω για το μέτωπο αφήνοντας ένα σημείωμα, ευχόμενος να μην καταλάβει κανείς την απουσία μου..."
Τα χείλη μου είναι μισάνοιχτα νιώθοντας τον αέρα να εισχωρεί μέσα στα πνευμόνια μου. Μια σκοτοδίνη με περιτριγυρίζει και δεν ξέρω αν είναι απ'το γεγονός ότι δεν έφαγα το πρωί ή απ'αυτά που ακούω πρώτη φορά απ'το στόμα του. Δεν είχα ιδέα. Ζαλίζομαι, τα βλέφαρά μου κλείνουν αργά αργά. Είμαι έτοιμη να χάσω τις αισθήσεις μου όμως δεν το βάζω κάτω. Πασχίζω να κρατηθώ από εκείνον ενώ τα μπράτσα του σφίγγονται ακόμα περισσότερο γύρω μου για να μην με αφήσουν να πέσω. Τα μάτια μου ανοίγουν σιγά σιγά και τον κοιτούν με φόβο, τρόμο, ανησυχία, λύπη;! Ούτε κι εγώ δεν ξέρω τι αισθάνομαι αυτή τη στιγμή. Μου χαρίζει ένα πεταχτό φιλί στα χείλη και μου χαϊδεύει τα μαλλιά. Τον αγαπάω!
"Καλύτερα να πάμε μέσα, θα κρυώσεις και βλέπω πως δεν αισθάνεσαι πολύ καλά." χαμογελάει και διακρίνω πως το ύφος του είναι μελαγχολικό.
"Όχι." ψελλίζω. "Σε παρακαλώ συνέχισε." με κοιτάζει με την αβεβαιότητα χαραγμένη στα χαρακτηριστικά του. "Σε παρακαλώ." τον πιέζω γλυκά.
"Οι μέρες μου στο μέτωπο είναι εφιαλτικές, τις νιώθω μέχρι το μεδούλι. Αντλώ δύναμη όμως απ'το γεγονός ότι προσφέρω, συνεισφέρω με κάποιον τρόπο... έστω εθελοντικά. Προσπαθώ να μείνω ακριβώς ο ίδιος, να ασχολούμαι με τις εφευρέσεις μου και να υπηρετώ ταυτόχρονα. Αποκτώ κι ένα νέο φίλο που γνώρισα στο στρατό, τον Ντομινίκ. Αυτή η φιλία όμως δεν θα κρατήσει για πολύ. Ο Ντομινίκ θα βρει τραγικό θάνατο όταν το αεροπλάνο του θα πέσει. Λίγο πριν ξεψυχήσει μου ζητά να στείλω ένα γράμμα που έχει γράψει, απευθύνεται στην κοπέλα του. Είναι το μόνο που μπορώ να κάνω για τον φίλο μου. Τα πράγματα όμως δείχνουν να χειροτερεύουν κι ο πόλεμος φαίνεται πως θα συνεχιστεί για πολύ ακόμα, ότι θα αργήσει να τελειώσει. Η θητεία μου όμως δεν θα κρατήσει για πολύ ύστερα απ'το ατύχημά μου, στην προσπάθειά μου να κατατροπώσω τον εχθρό θα πληγωθώ σοβαρά. Νόμιζα πως είχα σκοτωθεί, ότι είχα καταρριφθεί την στιγμή που το αεροπλάνο μου έπεσε στην θάλασσα. Κι όμως δεν ξέρω πως αλλά βρήκα την δύναμη να βγω απ'το αεροσκάφος, να κολυμπήσω και να βγω στην επιφάνεια. Βρισκόμουν στον Ωκεανό, κρύωνα πολύ. Με περιμάζεψε ένα Ιταλικό ψαράδικο. Ήμουν στην κατεχόμενη Ιταλία και δεν μπορούσα να ειδοποιήσω τους δικούς μου ότι ήμουν ζωντανός λόγω της κρίσιμης κατάστασής μου. "
"Ήταν σαν... σαν να πέθανες..."ψιθυρίζω με σπασμένη φωνή προσπαθώντας να συγκρατήσω τους λυγμούς και τα αναφιλητά μου. Μάταια όμως. Με σφίγγει περισσότερο πάνω του και μου δίνει ένα φιλί στο μέτωπο.
"Ναι αλλά τώρα είμαι σώος κι αβλαβής, ζωντανός και πίσω στην οικογένειά μου. Μπορώ να συνεχίσω τώρα; Παρακάτω έχει περισσότερο ενδιαφέρον." με πειράζει και δεν μπορώ να κρύψω ένα αχνό χαμόγελο αναμειγμένο με δάκρυα. Γνέφω καταφατικά. "Δεν μπορείς να φανταστείς την έκπληξη που ένιωσα όταν άνοιξα τα μάτια μου και συνειδητοποίησα πως ζούσα. Ήταν σαν ο Θεός να μου έδινε μια δεύτερη ευκαιρία στη ζωή. Σαν να είχε γίνει κάποιο θαύμα, κι ήταν Χριστούγεννα όπως και τώρα. Περισσότερο όμως παραξενεύτηκα όταν με ενημέρωσαν ότι μια όμορφη δεσποινίς μου είχε δώσει το ένα της νεφρό για να με φέρει πάλι πίσω στη ζωή, να με σώσει απ'το θάνατο." τα δάχτυλά του είχαν βυθιστεί στις κατάμαυρες μακριές μπούκλες των μαλλιών μου και με χάιδευαν. Είχα κλείσει τα μάτια μου κι είχα αφεθεί στο άγγιγμα του. Τα χείλη του μου χάριζαν διάσπαρτα φιλιά στο μέτωπο, στα μάγουλα, στο πηγούνι, στα χείλη, ακόμα και στη μύτη μου. "Δεν έχασα καιρό. Έπρεπε να συναντήσω οπωσδήποτε εκείνη την κοπέλα και να την ευχαριστήσω για το καλό που μου έκανε. Για την ζωή που μου είχε χαρίσει. Την στιγμή που την είδα μέσα απ'την τζαμαρία του δωματίου της με αιχμαλώτισε αμέσως με την ομορφιά της. Κι όταν έμαθα απ'τις νοσοκόμες ότι ο πόλεμος της είχε στερήσει την οικογένειά της, τον άντρα της... Ότι λίγες μέρες πριν είχε εισαχθεί στην κλινική χάνοντας το παιδί της ενώ βρισκόταν στον έκτο μήνα..."έχω πέσει στα γόνατα πάνω στο χιόνι μαζί του, με τραβάει περισσότερο και βρίσκομαι μέσα στην αγκαλιά του. Γατζώνομαι από εκείνον, καθώς τα δάκρυά ρέουν απ'τα μάτια μου σαν ποτάμι. Είναι το καταφύγιο μου κι εγώ είμαι το δικό του. "Ο πόθος μου, η επιθυμία μου να βρεθώ στο πλευρό αυτής της γυναίκας, να της προσφέρω όλη την αγάπη που δεν έδωσα ποτέ σε κανέναν και που τόσο άδικα εκείνη στερήθηκε, είναι τέτοια που ξεπερνάει ακόμα και μένα. Τη στιγμή που βρίσκομαι ξαπλωμένος δίπλα σου, στο δωμάτιο της κλινικής... Εκείνη τη στιγμή ξέρω, είμαι σίγουρος πως έχω βρει το κορίτσι των ονείρων μου, είμαι ερωτευμένος κεραυνοβόλα! Σ'αγαπάω κι όλα μέσα μου πονούν απ'την δύναμη αυτής της αγάπης. Και μόνο στην σκέψη ότι μπορεί να χανόσουν στην προσπάθειά σου να με σώσεις δεν θα το άντεχα. Συνειδητοποιώ ότι για δεύτερη φορά ξαναγεννιέμαι, το αίσθημα της ζωντάνιας έχει κάνει κατάληψη μέσα μου και δεν νιώθω διατεθειμένος να το αφήσω να με εγκαταλείψει ποτέ ξανά. Δίνω μια υπόσχεση στον εαυτό μου ότι όποια και να είναι αυτή η γυναίκα, όποια κι αν είναι η καταγωγή της... Ορκίζομαι πως θα την αγαπώ, θα την φροντίζω και θα την προστατεύω με την ζωή μου. Θα την πάρω από εκεί μέσα, θα την απομακρύνω από εκείνο το πεδίο μάχης όπου έχασε τα πάντα και θα την οδηγήσω σε ένα καλύτερο μέρος, στο μέρος όπου μεγάλωσα, πέρασα τα παιδικά μου χρόνια. Βοηθώντας την έτσι με αυτόν τον τρόπο να ξεχάσει, βοηθώντας τον εαυτό μου να ξεχάσει, βοηθώντας την ίδια ώρα και τους δυο μας. Ακόμα εύχομαι να αισθανθεί κι εκείνη όπως κι εγώ, να ανταποκριθεί κι εκείνη στην αγάπη μου όπως και γίνεται... Δεν μπορώ αλλιώς να εξηγήσω το γεγονός ότι αυτή τη στιγμή στέκομαι υγιής στα πόδια μου. Η αγάπη σου με κράτησε ζωντανό!"
"Όλο εκείνο το διάστημα, λίγο μετά την αποβολή μου σε έβλεπα διασωληνωμένο στην εντατική καθώς περιφερόμουν στους διαδρόμους του νοσοκομείου με το καροτσάκι. Δεν ήμουν σε θέση να περπατήσω... Ήσουν μόνος, ο μοναδικός που βρισκόταν σε εκείνη την πτέρυγα. Δεν ξέρεις πόσες νύχτες πέρασα ξενυχτώντας στο προσκεφάλι σου, βλέποντας πως κανένας δεν σε επισκεπτόταν. Προσπαθώντας να χαλιναγωγήσω τον εαυτό μου απ'το να απλώσει το χέρι του και να σε αγγίξει, να σε χαϊδέψει... Το μόνο που έκανα ήταν να σε κοιτώ και να μουρμουρίζω ακατάπαυστα διάφορες ιστορίες, παραμύθια που μου έλεγαν όταν ήμουν μικρή για να κοιμηθώ. Να ξεφύγω απ'τους εφιάλτες μου, πίστεψα πως αυτός ήταν ο μόνος τρόπος για να διώξεις κι εσύ τους δικούς σου. Έστω κι αν δεν είχες τις αισθήσεις σου. Ταυτόχρονα πάλευα με εμένα, με το γεγονός ότι έπρεπε αργά ή γρήγορα να πάρω μια απόφαση. Είχα χάσει τα πάντα, τι άλλο μου έμενε απ'το να χαρίσω το ένα μου νεφρό σε κάποιον που φαινόταν να το έχει περισσότερο ανάγκη από μένα που είχα και τα δύο. Ήθελα να βοηθήσω με όποιον τρόπο μπορούσα. Μπορεί να μην σε ήξερα κι όμως μπορούσα να φανταστώ ότι κάποιοι λόγοι σε είχαν οδηγήσει εκεί."συνεχίζω με περισσότερο θάρρος παρ'όλο που έχω στερέψει από δάκρυα. Το κεφάλι μου ακουμπά πάνω στο στήθος του. Τα χείλη του τα νιώθω ζεστά να φιλούν αδιάκοπα τα μαλλιά μου. "Όταν άνοιξα τα μάτια μου κι σε είδα ξαπλωμένο δίπλα μου νόμιζα πως έβλεπα κάποιο όνειρο, φοβόμουν να σε αγγίξω... Πίστευα πως δεν ήσουν αληθινός. Ήσουν τόσο όμορφος κι όταν μου χαμογέλασες για πρώτη φορά καθησυχάζοντας με, διώχνοντας μακριά τους φόβους και τους χειρότερους εφιάλτες μου... Νόμιζα πως είχα ξαναβρεί τον ήλιο μου, ο οποίος με είχε τραβήξει απ'το βαθύ σκοτάδι στο οποίο ζούσα εκείνες τις μέρες, ύστερα απ'την απώλεια τόσων αγαπημένων προσώπων. Όταν άπλωσες το χέρι σου για να με αγγίξεις, να με χαϊδέψεις ένιωσα τόσο ασφαλής. Δεν ήθελα ποτέ να αφήσω εκείνα τα δεσμά, εκείνη την αγκαλιά που με κρατούσε τόσο ζεστή και ζωντανή μέσα της." ανασηκώνω το κεφάλι και πλησιάζω τα χείλη του, χρειάζομαι απεγνωσμένα το φιλί του.
"Βλέπεις λοιπόν πόσο ίδιοι είμαστε εμείς οι δυο;! Η απόφασή μου να καταταγώ ήταν ότι καλύτερο μου είχε συμβεί σε όλη μου τη ζωή. Διαφορετικά ίσως να μην είχα ποτέ την ευκαιρία να σε συναντήσω και να αγαπήσω τόσο βαθιά." με φιλάει ενώ μου ψιθυρίζει ανάμεσα στο φιλί μας. "Εσύ με κράτησες στη ζωή, εσύ με έφερες πίσω στην οικογένειά μου και δεν ξέρεις πόσο ευγνώμων είμαι γι αυτό. Θα σ'αγαπάω για όλη μου την ζωή." η χαρά μου καθώς προφέρει αυτά τα λόγια είναι απερίγραπτη. Κρατιέμαι γερά από εκείνον καθώς σηκωνόμαστε κι οι δυο απ'το χιόνι και με προτρέπει να μπούμε στο σπίτι αλλά τον σταματώ.
"Κι εγώ σ'αγαπάω Αλιστήαρ... κι εγώ! Και μακάρι να μπορούσα να σου δώσω το δώρο μου τούτη τη στιγμή αλλά... αλλά προτιμώ να βραδιάσει πρώτα." τραυλίζω προσπαθώντας να βρω τις κατάλληλες λέξεις.
"Τι σε εμποδίζει απ'το να μου το δώσεις τώρα;" με ρωτάει και τα μάτια του είναι γεμάτα περιέργεια.
"Απλώς θέλω να παρατείνω την στιγμή για λίγο ακόμα... αυτό είναι όλο." αισθάνομαι την τραχιά ανάσα του να με χαϊδεύει καθώς τα χείλη του κολλούν πάνω στα δικά μου.
Λίγο μετά στρέφουμε τα βλέμματα μας προς το σημείο όπου στεκόντουσαν πριν από λίγο η Κάθριν μαζί με τον Ντάνιελ. Είμαστε σφιχταγκαλιασμένοι ενώ οι λογισμοί μας τρέχουν.
"Πιστεύεις πως ίσως απόψε της κάνει πρόταση γάμου;" εκφράζω την απορία μου κι αυτό που πραγματικά με καίει εκείνη την στιγμή.
"Αν συμβεί αυτό δεν θα ναι ο μόνος..."μου απαντάει εκείνος και αυτόματα τον καθηλώνω με την ματιά μου. Είμαι έτοιμη να ουρλιάξω, να τσιρίξω από χαρά κι ευτυχία αλλά το απρόσμενο φιλί του δεν με αφήνει. Ένα φιλί παθιασμένο γεμάτο υποσχέσεις.
"Σ'αγαπάω..."ψιθυρίζω διακόπτοντας λίγο λίγο την επαφή μας.
"Κι εγώ σ'αγαπάω άγγελε μου." μου ψιθυρίζει κι εκείνος.
Είμαστε κι οι δυο τόσο αφηρημένοι, απορροφημένοι απ'την αγάπη μας που δεν παίρνουμε είδηση τρία ζευγάρια μάτια που μας κοιτούν όλη αυτήν την ώρα. Παρά μόνο την στιγμή που ακούμε ένα περίεργο σφύριγμα ακριβώς από πίσω μας κι ένα χλιμίντρισμα αλόγου. Τραβιέμαι απ'τα χείλη του Στήαρ απότομα χωρίς όμως να απομακρυνθώ απ'τα δεσμά του και καθώς γυρίζουμε τα κορμιά μας κοιτώ ντροπιασμένη το κοινό μπροστά μας.
~~~***~~~***~~~
Έχει επεξεργασθεί από τον/την Dalia στις Σαβ Σεπ 27, 2014 11:08 pm, 5 φορές συνολικά
Dalia- Terry Extreme Guru
- Αριθμός μηνυμάτων : 8488
Points : 14846
Ημερομηνία εγγραφής : 07/11/2010
Ηλικία : 35
Τόπος : In a Galaxy far, far away...
Χιούμορ : Well, be my guest!!
Απ: Χριστουγεννιάτικα Τερρο-φικ 2012
"Άντονυ!!" σφυρίζει νευριασμένος ο Στήαρ.
"Σκάρλετ..."τραυλίζω με δυσκολία έχοντας χάσει την μιλιά μου στην κυριολεξία. Ρίχνω μια κλεφτή ματιά προς το μέρος της διαπιστώνοντας ανακουφισμένη πως προσπαθεί με πολύ κόπο να συγκρατήσει το γέλιο της. Ταυτόχρονα όμως αισθάνομαι τέτοια ντροπή που γέρνω κατευθείαν το βλέμμα μου στο χιόνι.
"Ω... Καλημέρα σας κύριε & κυρία Κόρνγουελ!" μας αποκρίνεται με εύθυμο τόνο ο Άντονυ ενώ εκείνος κι η Σκάρλετ χαχανίζουν σιγανά.
Έχουν ήδη βολευτεί κι οι δυο τους πάνω στη σέλα του αλόγου, του Χανς. Ο ξάδελφος του Στήαρ έχει περάσει τα χέρια του μπροστά κρατώντας τα λουριά και προσέχοντας την ίδια ώρα την μικρότερη αδελφή του Τέρρυ και του Έντουαρντ. Την προσοχή μου τραβάει η μικρή γλάστρα που κρατάει η Σκάρλετ, μέσα στην οποία είναι καλλιεργημένα μερικά απ'τα λευκά τριαντάφυλλα του Άντονυ. 'Τι να τα θέλουν άραγε και τα έβαλαν εκεί; Απ'όσο ξέρω του Άντονυ δεν του αρέσουν να κόβουν τα λουλούδια της μητέρας του.' η αυστηρή φωνή του Στήαρ όμως με βγάζει απότομα απ΄τις σκέψεις μου.
"Δεν ξέρω αν σου διαφεύγει το γεγονός ξάδελφε... αλλά ενοχλείς!" του πετάει δήθεν εκνευρισμένος. Χαμογελάω, μ'αρέσει καμιά φορά να τους βλέπω να πειράζουν ο ένας τον άλλον.
Η Σκάρλετ μου απευθύνει το λόγο.
"Χαίρομαι που σε ξαναβλέπω." λέει ενώ στα χείλη της έχει εμφανιστεί ένα ευγενικό χαμόγελο.
"Κι εγώ χαίρομαι Σκάρλετ. Είχες καλό ταξίδι;" την ρωτάω.
"Ναι." απαντάει εκείνη ενώ γέρνει στο πλάι αναζητώντας τον Άντονυ. Πράσινα μάτια χάνονται μέσα στα γαλάζια. Κοιτάζονται για λίγο καθώς εκείνη κλείνει τα μάτια της και βολεύεται καλύτερα πάνω στο στήθος του ακουμπώντας το κεφάλι της στο λαιμό του και κρατώντας με προσοχή την γλάστρα με τα άνθη του. Στρέφει τη ματιά της προς το μέρος μας. "Είμαι πολύ ευτυχισμένη που βρίσκομαι επιτέλους εδώ."
"Κι εμείς χαιρόμαστε που σε έχουμε και πάλι κοντά μας Σκάρλετ." ο Στήαρ έχει περάσει το χέρι του στη μέση μου τραβώντας με με τρόπο στην αγκαλιά του. Προσπαθώ να κρατηθώ από εκείνον. 'Έλεος! Γιατί ζαλίζομαι ακόμα;!' γκρινιάζω από μέσα μου.
"Εμ... συγγνώμη ξάδελφε που χαλάω την ατμόσφαιρα και διακόπτω αυτήν την υπέροχη ρομαντική στιγμή με την μέλλουσα σύζυγο αλλά θα ήθελα να σου ζητήσω την άδεια και να δανειστώ τον Χανς για λίγες ώρες." συνεχίζει ο Άντονυ έχοντας στραμμένη τη ματιά του στον Στήαρ αυτή τη φορά.
"Γιατί;! Η Πηνελόπη στο στάβλο δεν σου κάνει;" τον ειρωνεύεται εκείνος. Εγώ κι η Σκάρλετ σκάμε αυτόματα στα γέλια. Ο Άντονυ γέρνει το κεφάλι του προς τα δέντρα για μια στιγμή χωρίς να χάνει το χαμόγελό του.
"Βρήκα εύκαιρο τον Χανς κι είπα να μην ταλαιπωρήσω την Πηνελόπη. Κάνει πολύ κρύο σήμερα." του εξηγεί ενώ ο εύθυμος τόνος χάνεται σιγά-σιγά. 'Τι συμβαίνει;' αναρωτιέμαι.
"Ο λόγος;" ρωτάει ο Στήαρ σοβαρά και νιώθω πως η συζήτηση έχει πάρει άλλη τροπή. Τα χείλη του Άντονυ γίνονται μια ευθεία γραμμή, σκέφτεται πολύ πριν απαντήσει.
"Θέλω να επισκεφθώ τον Άρτσυ." μας λέει στο τέλος ξεφυσώντας ενώ είναι σαν να έχει φύγει ένα βάρος από πάνω του.
"Σκάρλετ...;"είμαι έτοιμη να της μιλήσω αλλά εκείνη με προλαβαίνει απαντώντας στην ερώτηση που δεν έκανα.
"Θέλω να είμαι μαζί του." μου εκφράζει την επιθυμία της μαλακά. Την ίδια ώρα ο Άντονυ της χαρίζει ένα φιλί στα μαλλιά καθώς της ψιθυρίζει άηχα στο αυτί της 'Ευχαριστώ'.
Κοιτάζω τον Στήαρ που παίρνει ένα βαθύ αναστεναγμό υψώνοντας το βλέμμα του προς τον ουρανό και εξετάζοντας τον καιρό πριν κοιτάξει ξανά τον Άντονυ.
"Πιστεύεις πως θα είσαι γρήγορα πίσω πριν φτάσουν ο Τομ κι η Ανν στο αρχοντικό; Έχεις να δεις πολύ καιρό τον αγαπημένο σου φίλο." του υπενθυμίζει.
"Θα κάνω όσο πιο σύντομα μπορώ."
"Πολύ καλά λοιπόν." βλέπω τον Στήαρ να κουνά το κεφάλι και το χέρι του δίνοντας του έτσι την άδεια. Αλλά δεν μπορεί να με ξεγελάσει, προσπαθεί με αυτόν τον τρόπο να κρύψει την λύπη του, το δάκρυ του. "Πήγαινε και να προσέχεις..."
"Μην ανησυχείς ξάδελφε." μουρμουρίζει σιγανά ο Άντονυ χαρίζοντας του ένα αχνό χαμόγελο καθώς τραβάει τα λουριά του Χανς, το άλογο γυρίζει και τους βλέπω σιγά σιγά να αποχωρούν.
"Να προσέχεις τον εαυτό σου Σκάρλετ!" της φωνάζω ενώ απομακρύνονται.
"Κι εσύ το ίδιο!" μου γυρίζει πίσω χαμογελώντας μου στον ίδιο τόνο κουνώντας το χέρι της και χαιρετώντας με από μακριά.
Όταν πια έχουν χαθεί απ'τα μάτια μας γέρνω ξανά προς το μέρος του, απλώνοντας τα χέρια μου γύρω απ'το λαιμό του, κοιτάζοντας τον βαθιά στα μάτια, παίρνοντας μακριά το μοναδικό δάκρυ που έχει χύσει εκείνη τη στιγμή και δίνοντας του ένα τρυφερό φιλί. Λίγο μετά ακουμπώ το μέτωπό μου πάνω στο δικό του. Θέλω να του εκφράσω την αγάπη μου με τον δικό μου τρόπο.
"Capisco il tuo dolore ... Ma io ti amo, io sono qui per te qualsiasi cosa accada. Volevo che lo sapessi."<Κατανοώ τη λύπη σου... Αλλά σ'αγαπώ, είμαι εδώ για σένα ότι κι αν συμβεί. Ήθελα να το ξέρεις.> του ψιθυρίζω σιγανά ενώ χαϊδεύω τα χείλη του με τα δικά μου.
"Lo so. Grazie mio piccolo angelo. Mi fai cosi felice." <Το ξέρω. Σε ευχαριστώ αγγελούδι μου. Με κάνεις τόσο ευτυχισμένο.> αναστενάζει καθώς ανταποκρίνεται στο φιλί μου με πάθος.
"Anche a me ..."<Κι εμένα πολύ...>πώς θα μπορούσε να μη με κάνει ευτυχισμένη; Αφού την στιγμή που τον έσωσα, έσωσε κι εμένα. Είμαστε κι οι δυο ξανά χαμένοι στον δικό μας κόσμο. Έχουμε αφεθεί στην αγάπη μας και δεν υπάρχει κανένας άλλος γύρω μας... Μόνο εκείνος κι εγώ.
"Στήαρ;;;!!! Λία;;;!!!" καταβάλλω υπεράνθρωπες προσπάθειες για να τραβηχτώ μακριά απ'τα χείλη του, το ίδιο κι εκείνος.
"Ωχ..."μουρμουρίζουμε κι οι δυο ταυτόχρονα καθώς αναγνωρίζουμε την γνωστή τσιρίδα που μας φωνάζει απ'την είσοδο του σπιτιού. Τα μέτωπα μας συναντιούνται ξανά κι ανταλλάζουμε ένα πονηρό χαμόγελο ενώ πλησιάζουμε την Κάντυ η οποία κάνει σαν αφηνιασμένη. Έχει φέρει τα χέρια στη μέση της κι είναι έτοιμη για το κήρυγμά της.
"Δεν θα μας αφήσουν στην ησυχία μας ποτέ..."μου λέει σιωπηλά ο Στήαρ γέρνοντας στο αυτί μου και σφίγγοντας μου το χέρι. Πνίγω ένα γέλιο αλλά δεν τα πολύ καταφέρνω.
"Δεν ντρέπεστε λίγο;;!! Έγκυο γυναίκα με βάζετε και σας ψάχνω σε όλο το σπίτι;;" μας κατσαδιάζει δείχνοντας μας με το χέρι ενώ εμείς μπαίνουμε κατευθείαν στο κόλπο και σκύβουμε το βλέμμα μας, δήθεν ότι είμαστε τιμωρημένοι.
"Είσαι έγκυος;;!!" την ρωτάει ο Στήαρ σηκώνοντας απότομα το κεφάλι του, κοιτώντας την με ύφος αποσβολωμένο και ταυτόχρονα θορυβημένο.
"Μη με διακόπτεις Στήαρ! Τώρα μιλάμε για σένα." τον επιπλήττει εκείνη.
"Μάλιστα. Με συγχωρείς..."καταθέτει τα όπλα εκείνος σωπαίνοντας, δεν μπορεί όμως να κρύψει την χαρά του ενώ χαρίζουμε κλεφτές ματιές ο ένας στον άλλον.
"Εσύ!!"η Κάντυ στρέφεται στην αρχή σε εκείνον. "Πού ήσουν όλο το πρωί κι ανησύχησες το καημένο το κορίτσι εδώ; Ειδοποιούμε και κανέναν όταν φεύγουμε απ'το σπίτι. Προς στιγμήν είχα την εντύπωση πως ξανάφυγες για το μέτωπο." δυσκολεύομαι να μην ξεκαρδιστώ έτσι όπως εκείνη του τα ψέλνει ενώ εκείνος σφυρίζει ανέμελα μια μελωδία έχοντας την δήθεν γραμμένη στα παλαιότερα των υποδημάτων του. "Κι εσύ!!" δείχνει εμένα στη συνέχεια. 'Ωχ... τι έκανα πάλι;!' γέρνω τάχα μου σοβαρή προς το μέρος της. "Γιατί γλυκιά μου στα καλά καθούμενα έβαλες τα κλάματα κι έφυγες απ'την σάλα σαν κυνηγημένη;" με ρωτάει και το ύφος της δεν φανερώνει καθόλου θυμό, αντίθετα έχει μαλακώσει κι δείχνει ανήσυχη. Είμαι έτοιμη να πω μια δικαιολογία για να απολογηθώ όταν νιώθω ξαφνικά τις παλάμες του Στήαρ να με τραβάνε κοντά στο πρόσωπό του επεξεργάζοντας με. Φέρνω τα χέρια μου στους καρπούς του καθησυχάζοντας τον.
"Έκλαιγες;" ρωτάει, φαίνεται κι εκείνος ταραγμένος.
"Όχι." τραυλίζω με δυσκολία. 'Μα γιατί λέω ψέματα;!' Ίσως γιατί δεν θέλεις να του πεις ακόμα την αλήθεια. Κι επειδή δεν θέλεις να τον ανησυχήσεις. Μου απαντά η φωνή της λογικής.
"Δεν θα μπορούσες ποτέ να μου πεις ψέματα, ακόμα κι αν το προσπαθούσες για να προστατέψεις εμένα ή τον εαυτό σου. Και τώρα πες μου τι έχεις;" με παρακαλεί. Τα δάχτυλά του κρατούν το πιγούνι μου σε περίπτωση που κάνω να αποφύγω το επίμονο βλέμμα του.
"Τίποτα δεν έχω. Είμαι μια χαρά." στρέφομαι και κοιτώ την Κάντυ ταυτόχρονα. "Αλήθεια σας λέω." εμμένω εγώ στο ίδιο τροπάρι. Ποιον κοροϊδεύεις; Για πόσο ακόμα θα του το κρατάς μυστικό; Το υποσυνείδητό μου με κοιτάζει με ύφος επικριτικό και μου κουνάει το κεφάλι απηυδισμένο. ''Ωχου δικό μου μυστικό είναι, όσο θέλω το κρατάω!' του βγάζω την γλώσσα μου κι εγώ.
"Κάντυ;!" ο Τέρρυ φτάνει κι αυτός στην είσοδο γυρεύοντας φυσικά τη γυναίκα του που με την άφιξή της στο Lakewood μας έχει πάρει κυριολεκτικά τον αέρα. 'Δόξα το Θεό Γκράντσεστερ!' μουρμουρίζω από μέσα μου μόλις ακούω τη γνωστή χαρακτηριστική φωνή του Milord ο οποίος αποσπά την προσοχή και των τριών μας.
"Πάνω στην ώρα Τέρρυ." ξεφυσάει ανακουφισμένος ο Στήαρ περνώντας τα χέρια του γύρω απ'τη μέση μου τραβώντας με στην αγκαλιά του. Με αυτόν τον τρόπο μου δείχνει πως δεν έχει ξεχάσει την προηγούμενη συζήτηση. 'Να πάρει! Πώς θα καταφέρω να του ξεφύγω μέχρι το βράδυ;' "Κάνε κάτι γιατί η θεία μου μας έχει πιάσει απ'τα μούτρα." συνεχίζει εκείνος πειράζοντας την Κάντυ.
"Λυπάμαι Στήαρ. Δυστυχώς μόνο στο Λονδίνο έχω το πάνω χέρι. Εδώ βρισκόμαστε στο δικό της έδαφος." αποκρίνεται ο Τέρρυ με ένα θλιμμένο χαμόγελο κάνοντας τον Στήαρ και την Κάντυ να γελάσουν.
Αν και το θέλω πολύ δεν είμαι σε θέση να ανταποκριθώ κι εγώ στο αστείο. Η ξαφνική θολούρα νιώθω να με κατακλύζει και πάλι κι όλα γυρίζουν γύρω μου. Σφίγγω ασυναίσθητα τον Στήαρ. Εκείνος το αντιλαμβάνεται και γέρνει τρομαγμένος προς εμένα.
"Λία;" η ήρεμη, σιγανή φωνή της Κάντυ, μην μπορώντας να προφέρει για άλλη μια φορά ολόκληρο το όνομά μου, είναι η μόνη που ακούω λίγο πριν τα βλέφαρά μου κλείσουν και αφεθώ στην αγκαλιά του Στήαρ, ο οποίος με παίρνει στα χέρια του και με οδηγεί μέσα στο σπίτι.
~~~***~~~***~~~
Η γλυκιά μουσική εισβάλλει ξαφνικά στον κόσμο των ονείρων μου και με κάνει άθελά μου σιγά σιγά να ανοίξω τα μάτια μου. Ζεστά χέρια νιώθω να με κρατούν και απ'τις δυο μεριές. Αναγνωρίζω αμέσως το γνωστό αγαπημένο μου νανούρισμα, προέρχεται απ'το κουτί μου, το αγαπημένο μου μουσικό κουτί που μου έχει κάνει δώρο εκείνος όταν πέρασα σε αυτό το σπίτι τα πρώτα μου Χριστούγεννα. Τινάζομαι απότομα απ'το κρεβάτι αναζητώντας το 'κόσμημα' μου, το πολύτιμο αντικείμενό μου απ'το οποίο βγαίνει αυτό το αγγελικό άσμα - που κάθε φορά, ακούγοντάς το - με ταξιδεύει σε κόσμους ονειρικά πλασμένους, εκεί όπου τα όνειρα γίνονται αληθινά.
Νιώθω ένα απαλό, οικείο άγγιγμα στο μάγουλό μου και γυρίζω το βλέμμα μου κατατρομαγμένη. "Ανν..."τραυλίζω σιγανά προφέροντας το όνομα της αγαπημένης μου φίλης ενώ ένας κόμπος έχει σταθεί στο λαιμό μου εμποδίζοντας με να αρθρώσω και την παραμικρή λέξη. Εκείνη διαβάζοντας τις σκέψεις μου, καταλαβαίνοντας την ανησυχία μου απλώνει το χέρι της προς το μέρος μου και μου προσφέρει το μικρό καφετί κουτάκι που γυρεύω. Της το παίρνω με τρεμάμενα χέρια μουρμουρίζοντας με δυσκολία ένα 'Ευχαριστώ', το ανοίγω και μένω για άλλη μια φορά εκστατική από την ομορφιά και την μαγεία που κρύβει. Ακούγεται μια υπέροχη μελωδία αγγελική... Βγαλμένη ίσως από κάποιο παραμύθι. Μια όμορφη λεπτή μπαλαρίνα λικνίζεται ρυθμικά, φορώντας ένα κουκλίστικο κάτασπρο φουστάνι κι ασημί γοβάκια. Είναι δημιούργημα δικό του, το μόνο που δεν έχει καταστραφεί. Ίσως επειδή όταν το έφτιαχνα προοριζόταν για σένα. Φέρνω ξανά και ξανά τα λόγια του στο νου μου καθώς τα μάτια μου εδώ και λίγα λεπτά παραμένουν κλειστά, παραδομένη απ'τον γλυκό αυτόν ήχο, φέρνοντας το κουτί στην καρδιά μου και κάνοντας μια κρυφή ευχή. 'Εύχομαι αυτό το μουσικό κουτί να μην καταστραφεί ποτέ, εύχομαι για όσα χρόνια κι αν περάσουν αυτή η πριγκίπισσα να συνεχίσει να είναι όρθια, νέα, και δυνατή. Να συνεχίσει να χορεύει με τα όνειρα και τις προσδοκίες της και οι νότες αυτού το άσματος να με συντροφεύουν για όλη την υπόλοιπη ζωή μου.' συλλογίζομαι από μέσα μου καθώς αφήνω ένα βαθύ αναστεναγμό.
Ανοίγω τα μάτια μου αιφνίδια και στρέφομαι ξανά προς την Ανν. "Που είναι;!" την ρωτάω κατευθείαν χωρίς να κρύβεται η αγωνία απ'την χροιά της φωνής μου. Η Ανν ανοίγει το στόμα της αλλά δεν προλαβαίνει να μου μιλήσει.
"Έξω όπου και θα παραμείνει αν δεν μας εξηγήσεις τι συμβαίνει." παίρνει το λόγο η Κάντυ αποφασιστικά. Την βλέπω που στέκεται όρθια στην άλλη γωνιά του δωματίου, μπροστά απ'τον καθρέφτη, στερεώνοντας το κορμί της πάνω στη σιφονιέρα. Τα χέρια της είναι σταυρωμένα και με παρατηρεί με βλέμμα μπερδεμένο αλλά και αγριεμένο συνάμα.
Λίγο πιο πέρα στο παράθυρο βρίσκεται η Ελίζαμπεθ η οποία πιθανόν έχει θαμπωθεί απ'τον τρόπο με τον οποίο πέφτουν οι νιφάδες του χιονιού. Μόνο έτσι μπορεί να εξηγηθεί η έκφραση που έχει πάρει αυτή τη στιγμή. Έχει μείνει με το στόμα ανοιχτό και με γουρλωμένα μάτια. Τα χέρια της είναι κολλημένα πάνω στο τζάμι δημιουργώντας έτσι δαχτυλιές. Ένας ξαφνικός χτύπος στη σιφονιέρα αναγκάζει την Λίζι να γείρει το κορμί της προς εμένα κοιτώντας με κοκκινίζοντας λες κι έχει διαπράξει κάποιο έγκλημα και χαρίζοντας μου ένα αθώο χαμόγελο.
Στα αριστερά και στα δεξιά του κρεβατιού κάθονται η Κάθριν κι η Ανν αντίστοιχα. 'Τι στο καλό;! Μόνο η Σκάρλετ κι η Σολέι λείπουν απ'αυτήν την γυναικεία συνάθροιση.' σκέφτομαι και την ίδια ώρα συνειδητοποιώ πως όλες οι φίλες μου έχουν κάνει κατάληψη στο υπνοδωμάτιο του Στήαρ. 'Αμάν! Την έβαψα!' μουρμουρίζω από μέσα μου.
"Λοιπόν;!" συνεχίζει η Κάντυ και κάτι στο ύφος της δεν μου αρέσει καθόλου. Με την στάση που έχει πάρει δεν με διευκολύνει. 'Μήπως φταίει η εγκυμοσύνη; Τα ορμονικά;' αναρωτιέμαι.
"Κάντυ... Δως της λίγο χρόνο. Με τον δικό σου τρόπο δεν θα καταφέρουμε τίποτα. Ίσως να μην είναι ακόμα έτοιμη να μιλήσει γι αυτό." την συμβουλεύει η Ανν. Πίσω της η αδελφική της φίλη καταθέτει τα όπλα ξεφυσώντας, σφυρίζοντας μια μελωδία ανέμελα και υψώνοντας για ακόμα μια φορά το βλέμμα της στον ουρανό. 'Αν ήταν εδώ ο Τέρρυ δεν θα του άρεσε αυτό.' συλλογίζομαι κι ταυτόχρονα ευχαριστώ την καλή μου τύχη που η Ανν βρίσκεται κοντά μου. Παίρνει και τα δυο μου χέρια μέσα στα δικά της χαϊδεύοντας τις αρθρώσεις μου τρυφερά. "Γλυκιά μου αισθάνεσαι καλύτερα τώρα;" με ρωτάει ύστερα από λίγο περιμένοντας υπομονετικά από μένα να της αποκριθώ.
Σκύβω το κεφάλι, έχω βαλθεί να κοιτάζω την άσπρη νυχτικιά μου. Η Ανν έχει δίκιο, δεν είμαι έτοιμη να μιλήσω γι αυτό παρά μόνο σε εκείνον. Και πάλι όμως δεν ξέρω τι επίδραση θα έχει πάνω του.
"Είναι κάτι σοβαρό;" ρωτάει με τη σειρά της η Κάθριν αποσπώντας με απ'τις σκέψεις μου. Δεν ξέρω τι να απαντήσω σε αυτό. Ανασηκώνω το βλέμμα μου κοιτώντας την. Ακριβώς από πίσω της έχει βολευτεί στο κρεβάτι κι η Λίζι, με εξετάζει εξονυχιστικά όπως κι όταν βρισκόμασταν νωρίτερα το πρωί στη σάλα.
Άλλος ένας ξαφνικός χτύπος απ'την απέναντι μεριά μας κάνει να τρομάξουμε και να γείρουμε τα κεφάλια μας προς την Κάντυ αυτή τη φορά. Έχει ξεκινήσει και κάνει ανήσυχους κύκλους μέσα στο δωμάτιο βυθίζοντας τα δάχτυλά της μέσα στις κατάξανθες μπούκλες των μαλλιών της. Στη συνέχεια σταυρώνει και πάλι τα χέρια της ανασαίνοντας βαθιά, μένοντας ακίνητη μπροστά απ'το παράθυρο και κοιτώντας έξω. Είναι αποφασισμένη να μην μιλήσει. 'Μάλλον θα φταίει η εγκυμοσύνη τελικά.' και κάνοντας αυτή τη διαπίστωση είμαι έτοιμη να τα παίξω όλα για όλα.
Παίρνω το ένα χέρι μου απ'το χέρι της Ανν και το ακουμπώ πάνω στην ελάχιστα φουσκωμένη της κοιλιά. Ταυτόχρονα φέρνω το άλλο στην δική μου προσπαθώντας να της περάσω το μήνυμα ότι βρίσκομαι στην ίδια κατάσταση με εκείνη. Έχω το βλέμμα γερμένο στο πάπλωμα, δεν διαθέτω το κουράγιο να την αντικρίσω.
"Είσαι έγκυος;!" αναφωνεί κι απ'τον τόνο της φωνής της αναγνωρίζω το πόσο συγκλονισμένη και κατενθουσιασμένη είναι. Γνέφω καταφατικά. 'Ο Θεός να βάλει το χέρι Του.' εύχομαι από μέσα μου.
Μέσα σε κλάσματα δευτερολέπτου νιώθω τα χέρια της Ανν να τυλίγονται γύρω μου και να με φυλακίζουν μέσα στη ζεστή της αγκαλιά. Η Κάντυ ορμάει κι εκείνη στο κρεβάτι, πέφτοντας πάνω μας μπρούμυτα και αγκαλιάζοντας μας κι εκείνη.
"Δόξα το Θεό!" κραυγάζει και λίγο μετά με κοπανάει ελαφρά στο μπράτσο μου. "Ανόητη! Ξέρεις πόσο με ανησύχησες;! Ντροπή σου! Πήγε ο νους μου στο κακό εξαιτίας σου. Να μην το ξανακάνεις αυτό!" με μαλώνει με τον γνωστό, χαρακτηριστικό και γλυκύτατο τρόπο που μόνο η ίδια ξέρει.
"Συγγνώμη που σας ανησύχησα..."μουρμουρίζω καθώς η φωνή μου παλεύει να ακουστεί καθαρά.
Δεν μπορώ να συνεχίσω καθότι η προσοχή μου είναι στραμμένη στην Κάθριν και την Λίζι. Έχουν πιαστεί κι οι δυο απ'τα χέρια και στριφογυρίζουν μέσα στο δωμάτιο στριγγλίζοντας από χαρά λες κι είναι τίποτα πεντάχρονα. Προσπαθώ να συγκρατήσω τα γέλια μου και να μην ξεκαρδιστώ. Εκείνες σταματούν τον τρελό χορό τους απότομα κοιτάζοντας μας σα χαμένες και πέφτουν κι εκείνες πάνω στο κρεβάτι για να αγκαλιαστούμε όλες.
Η πόρτα χτυπάει και μην περιμένοντας απάντηση ανοίγει διάπλατα ενώ η καρδιά μου έχει αρχίζει να καλπάζει. Ο Στήαρ πλησιάζει με γρήγορα βήματα το κρεβάτι με ουρανό, απλώνοντας το χέρι του πάνω στην ξύλινη κολόνα κοιτάζοντας για λίγο τις κουρτίνες και στρέφοντας στη συνέχεια τη ματιά του στα κορίτσια με το ύφος-βγείτε-όλες-έξω-τώρα-αν-δεν-θέλετε-να-νιώσετε-την-οργή-μου ή τουλάχιστον κάτι τέτοιο.
"Σας ζητώ να με συγχωρέσετε αλλά δεν αντέχω να μείνω για πολύ ακόμα έξω απ'το δωμάτιο μου και κυρίως μακριά απ'την γυναίκα που αγαπώ γνωρίζοντας σε τι κατάσταση βρίσκεται!" μουγκρίζει με τρόπο εκείνος. 'Γνωρίζοντας;! Από που κι ως που γνωρίζοντας;! Αυτό ήταν! Πάει, κάηκα!' φωνάζω από μέσα μου. "Γι'αυτό και θα παρακαλούσα τις κυρίες σιγά-σιγά να αποχωρούν." προσθέτει με ένα βλέμμα δολοφονικό καρφωμένο πάνω μας.
"Μπορώ να βγω κι εγώ έξω παρακαλώ;!" ρωτάω με μια λάμψη ελπίδας να δεσπόζει στα χαρακτηριστικά του προσώπου μου αλλά ξέρω πως το αίτημα μου θα απορριφθεί.
"Πολύ φοβάμαι πως εσείς δεσποινίς Cenciarelli θα παραμείνετε εντός του δωματίου." μου αποκρίνεται εκείνος μαλακά κοιτώντας με τρυφερά. 'Αυτό ήταν! Δεύτε τελευταίον ασπασμόν!' μουρμουρίζω από μέσα μου. 'Δεν πρόκειται να του ξεφύγω πριν να σημάνουν Χριστούγεννα.'
"Καλή τύχη!" μου ψιθυρίζουν τα κορίτσια σιγανά μέσα στα αυτιά μου και σηκώνονται με τρόπο απ'το κρεβάτι πλησιάζοντας την πόρτα. Λίγο πριν την κλείσει η Κάντυ πίσω της γρυλίζει ένα 'Φρόνιμα!' και την κλείνει -ευτυχώς- με απαλές κινήσεις.
Βλέπω τον Στήαρ να γέρνει ξανά προς το μέρος μου και να ξαπλώνει δίπλα μου στο κρεβάτι. Δεν κάνει κάποια κίνηση να απλώσει τα χέρια του πάνω μου και τον ευχαριστώ προς στιγμήν γι αυτό αλλά δεν ξέρω για πόση ώρα θα αντέξω χωρίς να με αγγίζει.
"Γεια..."ξεκινάει εκείνος ακουμπώντας με στιγμιαία με τον δείκτη του χεριού του στη μύτη μου. Έπειτα παίρνει ένα γαρύφαλλο - το αγαπημένο του λουλούδι - απ'το βάζο δίπλα στο κομοδίνο κι αρχίζει να το σέρνει πάνω στο χέρι μου, απ'το μπράτσο μέχρι τον καρπό μου. 'Αν το'χει βάλει σκοπό να με τρελάνει με αυτά που κάνει το'χει καταφέρει σε μεγάλο βαθμό!' γρυλίζω από μέσα μου.
"Γεια..."του ψιθυρίζω κι εγώ παίζοντας με τα δάχτυλά μου, τραβώντας ταυτόχρονα σεντόνια.
"Λοιπόν..."ξαπλώνει ανάσκελα φέρνοντας τα χέρια του πίσω στο κεφάλι παρατηρώντας τον ουρανό από κουρτίνες. "Είμαι όλος αυτιά." έχω σοκαριστεί. 'Τι υποτίθεται πως πρέπει να πω τώρα;!' αναρωτιέμαι. Την αλήθεια μήπως; μου πετάει ρωτώντας με το υποσυνείδητό μου.
"Από που πρέπει να ξεκινήσω;" ρωτάω νιώθοντας την ίδια ώρα γελοία. 'Η βοήθεια του κοινού θα ήταν προτιμότερη. 'σκέφτομαι.
"Μάλλον απ'την αρχή θα ήταν το καλύτερο." μου αποκρίνεται εκείνος χαμογελώντας. 'Ωραία, διαφωτιστηκότατος θα έλεγα. Με ρωτάς αν είναι εύκολο;!' μουγκρίζω από μέσα μου. Παίρνω μια βαθιά ανάσα και ξεκινώ.
"Εμ... στα γενέθλια του Άντονυ, το βράδυ του αρραβώνα μας δηλαδή..."
"Πριν από τρεισήμισι μήνες;!" διαπιστώνει γέρνοντας ξανά στο πλάι, αυτή τη φορά κοιτώντας με θορυβημένος. 'Πάει ο χαλαρός κ.Κόρνγουελ.' σκέφτομαι.
"Ε... ναι πάνω-κάτω..."απαντάω μουρμουριστά.
"Πριν από τρεισήμισι μήνες!" επαναλαμβάνει εκείνος. Το αίμα ανεβαίνει στο κεφάλι μου. Το βλέπω, θα εκραγώ σε λίγο.
"Το είπαμε αυτό. Μην επαναλαμβανόμαστε. Κοίτα δεν μου είναι καθόλου εύκολο γι αυτό σταμάτα να με διακόπτεις κι άσε με να συνεχίσω..."ο τόνος μου είναι κάπως νευρικός αλλά πως αλλιώς θα τον κάνω να με ακούσει;
"Έχεις δίκιο. Με συγχωρείς." απλώνει το ένα του χέρι πάνω στο δικό μου. Το κορμί μου αντιδρά αυτόματα στο χαλαρό άγγιγμα του. 'Στήαρ! Που να πάρει! Δεν με βοηθάς καθόλου!' γρυλίζω από μέσα μου. "Δεν πρόκειται να σε ξανά διακόψω, συνέχισε." με προτρέπει.
"Το βράδυ εκείνο λοιπόν... εκείνη τη νύχτα τέλος πάντων..."μου είναι εξαιρετικά δύσκολο. Του ρίχνω μια ματιά, κρέμεται κυριολεκτικά απ'τα χείλη μου. "Ήταν εκείνη τη νύχτα που... ήταν η τρίτη φορά που εμείς οι δυο ξέρεις..."ορίστε το ξεφούρνισα. Ωραία, πάει τελείωσε. Πάω στην κουζίνα τώρα να τσιμπήσω και κάτι. Θέλω να σηκωθώ απ'το κρεβάτι αλλά τα μέλη μου δεν ανταποκρίνονται με τίποτα. Έχουν παραμείνει ακινητοποιημένα εκεί πάνω στο στρώμα. 'Γιατί δεν μπορώ να κουνηθώ;;!!' ουρλιάζω από μέσα μου πανικόβλητη.
"Εννοείς την νύχτα που σε κράτησα στην αγκαλιά μου, σε έκανα δική μου και σου ψιθύρισα αμέτρητες φορές πόσο πολύ σε αγαπούσα κι ότι ανήκες αποκλειστικά και μόνο σε μένα;" όλη αυτή την ώρα που μιλάει έχει απλώσει τα χέρια του γύρω απ'την μέση μου σφίγγοντας με γερά στην αγκαλιά του. Κάνω ότι μπορώ για να τον αποφύγω, αισθάνομαι αμήχανα αλλά που να πάρει εκείνος δεν με αφήνει. Φέρνω το χέρι μου στα μαλλιά του χαϊδεύοντας τον άτσαλα ενώ εκείνος ακουμπά το κεφάλι του πάνω στην κοιλιά μου. Είναι σαν να γνωρίζει...
"Ναι." ψιθυρίζω. Ανασηκώνει το βλέμμα του αναζητώντας το δικό μου.
"Μμμ... Δεν πρόκειται να την ξεχάσω ποτέ εκείνη τη νύχτα. Ήταν η ωραιότερη στιγμή της ζωής μου." μου εξομολογείται καθώς το χαμόγελό του απλώνεται σε όλο του το πρόσωπο. "Μετά από εκείνη την νύχτα αισθανόμουν τόσο ζωντανός, πλήρης... ολοκληρωμένος και καρτερούσα την επόμενη φορά που θα ένιωθα το ίδιο. Αλλά ζητώντας μου εσύ να μείνω για λίγο καιρό μακριά σου και γνωρίζοντας την παράκληση της θείας Ελρόυ να μην σε πλησιάσω πριν γίνεις γυναίκα μου νόμιμα αποφάσισα να σεβαστώ την επιθυμία της. Δεν θα σε άγγιζα ξανά... εκτός κι αν μου το ζητούσες εσύ η ίδια. Πρέπει να γνωρίζεις κι εσύ πως δεν αντέχω χωρίς το άγγιγμα σου καθώς επίσης και το γεγονός ότι δεν μπορώ να μείνω μακριά σου."έχω μαρμαρώσει ακόμα περισσότερο ακούγοντάς τον να προφέρει τούτα τα λόγια. Πιέζω το ένα μου χέρι να αγγίξει το μάγουλό του και να το χαϊδέψει τρυφερά. "Γιατί βλέποντας πόσο με θέλεις κι εσύ μου είναι αδύνατον να σου αντισταθώ!" προσθέτει με πυγμή και θέλω τόσο πολύ να τον φιλήσω αυτή τη στιγμή αλλά δεν το επιχειρώ. Αντίθετα ανοιγοκλείνω το στόμα μου ώσπου καταφέρνω να μιλήσω.
"Δεν το έκανα επίτηδες... Σε απομάκρυνα γιατί... Το έκανα επειδή..."είμαι έτοιμη να του αποκαλύψω τον λόγο για τον οποίο τον κράταγα μακριά μου όλον αυτόν τον καιρό αλλά τα δάκρυα κι οι λυγμοί είναι πιο ισχυρά από μένα και σύντομα αντιλαμβάνομαι πως με έχουν καταβάλλει ξανά και δεν με αφήνουν να εκφραστώ ελεύθερα. Εκείνος γονατίζει πάνω στο κρεβάτι αρπάζοντας με, τραβώντας με στην αγκαλιά του. Φέρνει τη μία του παλάμη στο πρόσωπό μου κάνοντάς με έτσι να τον κοιτάξω. "Δεν μπορώ Στήαρ... Μου είναι τόσο δύσκολο να σου το πω..."αναστενάζω παλεύοντας με τα αναφιλητά μου.
"Μην ανησυχείς αγάπη μου, θα το κάνω και για τους δυο μας πιο εύκολο." μου ψιθυρίζει απαλά ενώ τα δάχτυλά του ανηφορίζουν στα μαλλιά μου, βυθίζονται ανάμεσα στις τούφες των μαλλιών μου και παίζουν με αυτές καθώς τις χαϊδεύουν τρυφερά. Τα χείλη του κολλούν στο μέτωπό μου. "Sono pronto ad accettare il mio dono."<Είμαι έτοιμος να δεχτώ το δώρο μου.> αποκρίνεται εκείνος στη συνέχεια ήρεμα. Τα δάχτυλά μου πιέζουν στιγμιαία το γιλέκο και το πουκάμισό του ταυτόχρονα κοιτώντας τον πανικόβλητη. Η λαβή μου όμως χαλαρώνει σιγά-σιγά καταλαβαίνοντας ότι μου απευθύνει το λόγο στη δική μου γλώσσα. 'Σε ευχαριστώ αγάπη μου!' ακουμπώ το μέτωπό μου πάνω στο δικό του ενώ του φανερώνω το μυστικό μου.
"Sono incinta."<Είμαι έγκυος. >τραυλίζω με κόπο ενώ νιώθω και την δική του καρδιά να χτυπά άρρυθμα. Πασχίζει να βρει την ισορροπία του, παίρνοντας βαθιές ανάσες έχοντας ακόμα τα χείλη του στο μέτωπό μου.
"Lo so, ma sento qualcosa di lavoro che impieghino. Voglio dire a me."<Το ξέρω αλλά νιώθω πως κάτι σε απασχολεί. Θέλω να μου το πεις.> το περίμενα πως αργά ή γρήγορα θα ερχόταν αυτή η στιγμή. Είμαι έτοιμη να του αποκαλύψω τους χειρότερους φόβους και εφιάλτες μου; Πρέπει όμως. Ή τώρα ή ποτέ!
"Ho paura ... Ho paura di nuovo, ho paura di perderlo, ho paura di perderti, ho paura che mi hai perso ... Ho paura di stare da solo e io non sono un bambino vicino a te e mi creda Stiar ... La mia anima non resiste a questa ..."<Φοβάμαι... Φοβάμαι μήπως επαναληφθεί, φοβάμαι μήπως το χάσουμε, φοβάμαι μήπως σε χάσω, φοβάμαι μήπως εσύ με χάσεις... Φοβάμαι μη μείνεις μόνος με το παιδί και δεν είμαι κοντά σας και πίστεψέ με Στήαρ... η ψυχή μου δεν θα το αντέξει αυτό...>η φωνή μου ραγίζει πιο πολύ από πριν και αναλύομαι σε περισσότερα δάκρυα. Σκύβω το κεφάλι, δεν είμαι σε θέση να μιλήσω άλλο.
Φυλακίζει το πρόσωπό μου στις παλάμες του και με παρασέρνει σε ένα αργό, βασανιστικό, τρυφερό φιλί αρκετό για να μου μεταδώσει με αυτό τον τρόπο όλη την χαρά και την ευτυχία που νιώθει ξέροντας πως θα γίνει πατέρας, ξέροντας πόσο τον αγαπώ, ξέροντας πως αυτός είναι ο μοναδικός τρόπος με το να με έχει αυτή τη στιγμή δική του. Με ξαπλώνει πίσω στα μαξιλάρια χωρίς να σταματάει να με φιλάει, παίρνοντας την λύπη μου μακριά, καθησυχάζοντας με, απαλύνοντας τον πόνο μου. Λίγο μετά σκύβει προς το μέρος της κοιλιάς μου, αφήνει ένα φιλί και μένει εκεί τυλίγοντας τα χέρια του γύρω απ'τη μέση μου, κρατώντας με σφιχτά στην αγκαλιά του.
"Sono sicuro che Dio mi ha salvato ma nessuno dei due e nessuno dei due mi ha aiutato in modo facile trovare l'amore di perderti così presto."<Είμαι σίγουρος πως ο Θεός ούτε με έσωσε αλλά κι ούτε με βοήθησε τόσο εύκολα να βρω την αγάπη για να την χάσω τόσο σύντομα.> μουρμουρίζει σιωπηλά.
"E ho perso tutto una volta. Non credo che il mio destino tiene più la stessa. Ho sempre pensato che il mio incontro con voi è stato un caso. Costituisce l'inizio della mia nuova vita." <Κι εγώ έχασα τα πάντα μία φορά. Δεν νομίζω πως η μοίρα μου επιφυλάσσει ξανά τα ίδια. Πάντα πίστευα πως η συνάντησή μου μαζί σου δεν ήταν τυχαία. Αποτελείς το ξεκίνημα της νέας μου ζωής. >του εξομολογούμαι χωρίς φόβο και πάθος αυτή τη φορά ενώ την ίδια ώρα του εκφράζω πως αισθάνθηκα τη στιγμή που γνωριστήκαμε.
"Anche tu."<Κι εσύ το ίδιο.> χαμογελάω αχνά στο άκουσμα αυτών των λόγων. Τα χέρια μου κινούνται παιχνιδιάρικα ανάμεσα στις τούφες των μαλλιών του. Δεν ξέρω πόση ώρα παραμένουμε σιωπηλοί έτσι. Σηκώνεται κάποια στιγμή στο ίδιο ύψος με εμένα φιλώντας με στο μέτωπο. "Πίστεψε σε μας τότε και στην αγάπη μας. Δεν θέλω να φοβάσαι κι ούτε να ανησυχείς. Θέλω να είσαι υγιής για να κρατήσεις ασφαλή και ζωντανό το αγγελούδι μας. Δεν ξέρω τι μπορεί να μας επιφυλάσσει το μέλλον, σου υπόσχομαι όμως πως πάντα θα είμαι στο πλευρό σου και πως ότι κι αν συμβεί θα το αντιμετωπίσουμε με ψυχραιμία. Εντάξει;" μου 'σκάει' ένα χαμόγελο που ποτέ πριν στο παρελθόν δεν μου'χει χαρίσει. Δεν μπορώ να συγκρατηθώ. Τον τραβάω απ'το φουλάρι του και τον φιλάω.
"Σας το υπόσχομαι... κ.Κόρνγουελ..."ψιθυρίζω ανάμεσα στο φιλί μας ενώ νιώθω ότι κι οι δυο μας δεν μπορούμε να συγκρατήσουμε το γέλιο μας.
"Τi amo..." <Σ'αγαπάω...>αναστενάζει.
"Ma io ti amo di più ..."<Εγώ όμως σε αγαπάω περισσότερο...>του αντιγυρίζω.
"Θέλετε να κάνουμε διαγωνισμό αγάπης δεσποινίς Cenciarelli; Γιατί να είστε σίγουρη πως θα σας νικήσω. Πάω και στοίχημα."
"Θα το χάσετε. Είμαι άξια και πολύ δυνατή αντίπαλος κ.Κόρνγουελ."
"Αυτό θα το δούμε..."μου αποκρίνεται με ένα σαρδόνιο, πονηρό χαμόγελο καθώς σκύβει και με φιλάει ξανά.
Οι πόρτες του δωματίου αυτή τη φορά ανοίγουν με περισσότερη δύναμη απ'ότι πριν. Ο Στήαρ κι εγώ μένουμε σφιχταγκαλιασμένοι και ακίνητοι σαν στήλη άλατος πάνω στο κρεβάτι ενώ την ίδια ώρα γέρνουμε τα κεφάλια μας προς την είσοδο κατατρομαγμένοι. Εκεί αντικρίζουμε μια Κάντυ λαχανιασμένη και αναμαλλιασμένη, να έχει πέσει στα γόνατα και να μας παρακαλά. Έχει πλέξει επίσης τα δάχτυλά της και προσεύχεται.
"Κάντυ... Για το Θεό!..."γρυλίζει ο Στήαρ. "Και λίγη ιδιωτική ζωή δεν θα ήτο κακή."
"Σας παρακαλώ παιδιά βοηθήστε με. Παίζουμε ένα παιχνίδι με τον Τέρρυ, με κυνηγάει και δεν πρέπει να με βρει αλλιώς θα μου τις βρέξει. Βέβαια έχει περισσότερο ενδιαφέρον όταν τον κυνηγάω εγώ... αλλά το πράγμα χειροτερεύει όταν έρχεται η δική του σειρά." μας εξηγεί εκείνη ενώ έχει γίνει κόκκινη σαν παντζάρι. Φαίνεται σαν να απολογείται για κάτι. "Γι αυτό σας παρακαλώ αφήστε με να κρυφτώ εδώ, δεν πρόκειται να ψάξει σκεφτόμενος πως είστε εδώ μέσα. Δεν θα σας ενοχλήσω καθόλου... Να... να... εδώ πίσω στο παραβάν θα είμαι..."χωρίς να πάρει την άδειά μας τρέχει πίσω απ'το παραβάν και μένει εκεί.
Με διακριτικές κινήσεις εμείς σηκωνόμαστε και κινούμαστε προς την είσοδο με σκοπό να παραχωρήσουμε σε κάποιους άλλους αυτό το δωμάτιο για την ώρα. Ενώ πιεζόμαστε να μην ξεσπάσουμε ταυτόχρονα σε τρανταχτά γέλια.
"Κάντυ;;!! Αγάπη μου;;!! Που είσαι φακιδομουτράκι μου;;!!" η γνώριμη, φαινομενικά απειλητική φωνή του Milord Γκράντσεστερ με κάνει να θέλω να πιάσω την κοιλιά μου και να σωριαστώ στο πάτωμα, να σέρνομαι απ'τα γέλια αλλά ευτυχώς έχω και μια αυτοσυγκράτηση. "Γλυκιέ μου Ταρζάν;;!! Που είσαι περιστεράκι μου;;" με την άκρη του ματιού μου βλέπω την Κάντυ να μετακινείται δήθεν πανικόβλητη με τα χέρια στον αέρα απ'το παραβάν στην ντουλάπα ενώ εγώ κι ο Στήαρ βγαίνουμε στο διάδρομο κλείνοντας την πόρτα του δωματίου πίσω μας. Σε κλάσματα δευτερολέπτου προβάλλει μπροστά μας ο Τέρρυ ψάχνοντας το έτερον του ήμισυ και διερωτώμενη όλα αυτά τα χρόνια γιατί αποκαλεί την Κάντυ 'Ταρζάν'. Να θυμηθώ να ρωτήσω τον Στήαρ. "Μήπως είδατε καμιά γλυκιά ξανθιά φακιδομούρα να περιφέρεται εδώ γύρω;" μας ρωτάει μαλακά.
Ο Στήαρ του κάνει νόημα δείχνοντας του το δωμάτιο από πίσω του. "Δως της να καταλάβει αλλά σεμνά. Το χρειάζεται." συμπληρώνει πριν ξεραθεί στο γέλιο.
"Εμ... αυτό το παίζετε και στο Λονδίνο;" ρωτάω από απλή περιέργεια και μόνο πριν ο Τέρρυ ανοίξει την πόρτα πίσω μας.
"Οποιαδήποτε ώρα σε καθημερινή βάση σίγουρα!" μου απαντά όλο ζωντάνια ο Milord χαρίζοντας μου ένα από εκείνα τα χαρακτηριστικά και προκλητικά του χαμόγελα. Λίγο μετά μπαίνει μέσα στο δωμάτιο κλείνοντας ήσυχα την πόρτα πίσω μας ενώ αφήνει και τους δυο μας στο διάδρομο να αναρωτιόμαστε.
Δεν προφταίνουμε να απομακρυνθούμε απ'το δωμάτιο και πολύ γρήγορα αρχίζουν να έρχονται απ'αυτό δυνατά ουρλιαχτά, ξεφωνητά, γέλια, γρυλίσματα και για όνομα του Θεού γαβγίσματα;!
"Τώρα καταλαβαίνω τον Έντουαρντ και τι περνάει ο κακομοίρης." σχολιάζει ο Στήαρ κουρασμένα κοπανώντας με τη παλάμη του το πρόσωπό του καθώς με κρατά σφιχτά απ'το χέρι. "Είμαι σίγουρος πως αν ζούσε ο Άρτσυ τα ίδια ακριβώς παιχνίδια θα έπαιζαν με το κορίτσι του. Εκείνος κι ο Τέρρυ ήταν τόσο ίδιοι στο κολέγιο γι'αυτό και μάλωναν όλη την ώρα μεταξύ τους." είχε δίκιο πάνω σε αυτό, συμφωνούσα μαζί του απόλυτα. Ο Τέρρυ κι ο Άρτσυ αντιπροσώπευαν τα πιο ατίθασα αδέλφια ενώ ο Στήαρ κι ο Έντουαρντ ήταν πιο συγκρατημένοι. Γι αυτό και προσπαθούσαν να κρατάνε σε μια ισορροπία τις διαθέσεις των αδελφών τους. Δυστυχώς όμως ο ένας απ'τους δυο δεν τα κατάφερε.
"Τι σόι παιχνίδι είναι αυτό;" αναρωτιέμαι θέλοντας να ξεφύγω απ'αυτές τις σκέψεις και να μην αφήσω να ανοίξει ξανά αυτή η κουβέντα.
"Δεν ξέρω. Πάντως ότι και να είναι δεν συγκαταλέγεται στις πρόβες-παραστάσεις του Τέρρυ κι ούτε στα έργα του Σαίξπηρ... οπότε υποθέτω πως θα είναι κάτι δικό τους." καθώς μου εξηγεί ανταλλάζουμε κι οι δυο πονηρές ματιές γεμάτες νόημα. Είναι η στιγμή που ο ένας διαβάζει τον άλλον. "Λοιπόν... πάμε στο δωμάτιό σου;" μου προτείνει με τρόπο ερεθιστικό ο μέλλων σύζυγός μου.
"Μετά. Τώρα λιμοκτονώ. Πεθαίνω της πείνας Στήαρ..."το παίζω δήθεν γκρινιάρα. "Μου μύρισαν μελομακάρονα και κουραμπιέδες." προσθέτω ενώ περνάω τη γλώσσα μου απ'τα χείλη μου με σκοπό να τον τσιγκλίσω.
"Ξέρεις τι γίνεται όταν το κάνεις αυτό!" με παίρνει απροειδοποίητα στα χέρια του έτσι που να περάσω εγώ τα δικά μου γύρω απ'το λαιμό του για να κρατηθώ και για να μην πέσω. Με αυτόν τον τρόπο με μεταφέρει μέχρι την τραπεζαρία ενώ δεν μπορώ να ξεχωρίσω ποιανών τα ξεφωνητά και τα γέλια είναι πιο δυνατά και κάνουν περισσότερη φασαρία, των δικών μας ή του Τέρρυ και της Κάντυ;!
~~~***~~~***~~~
Έχει επεξεργασθεί από τον/την Dalia στις Σαβ Σεπ 27, 2014 11:55 pm, 4 φορές συνολικά
Dalia- Terry Extreme Guru
- Αριθμός μηνυμάτων : 8488
Points : 14846
Ημερομηνία εγγραφής : 07/11/2010
Ηλικία : 35
Τόπος : In a Galaxy far, far away...
Χιούμορ : Well, be my guest!!
Απ: Χριστουγεννιάτικα Τερρο-φικ 2012
"Και τότε δεν μπορούσα να αναγνωρίσω τις φωνές τις δικές μας απ'τις δικές σας. Αρχίσατε κι εσείς τα παιχνίδια να φανταστώ;" με ρωτούσε η Κάντυ τώρα ενώ με κοιτούσε με ένα αστραφτερό χαμόγελο.
Κόντευε να νυχτώσει για τα καλά κι είχαν αρχίσει ήδη να μαζεύονται διάφοροι καλεσμένοι στο αρχοντικό των Άρντλευ. Η αλήθεια όμως ήταν πως δεν ήθελα να αναμειχθώ μαζί τους αλλά να απομονωθώ σε ένα χώρο με τους δικούς μου ανθρώπους και κάτι στην έκφραση της Κάντυ, καθώς βαδίζαμε σε έναν απ'τους διαδρόμους του σπιτιού για να κατέβουμε τη μεγάλη σκάλα με σκοπό να καλωσορίσουμε τον κόσμο που έφτανε από μακριά, με έκανε να σκεφτώ πως αποζητούσε κι εκείνη το ίδιο.
"Περίπου." της απαντώ ελαφρώς κοκκινίζοντας ενώ προσπαθώ να καλύψω το αίσθημα ντροπής που με κατακλύζει και πάλι. Αλλάζω θέμα. "Εσείς; Μη μου πεις ότι μετατρέψατε την κρεβατοκάμαρα του Στήαρ σε πεδίο πολέμου;" χαχανίζω ενώ φέρνω το χέρι μου στο στόμα μου ευγενικά.
"Κοίταξε..."η Κάντυ με κοιτάζει αμήχανη στην αρχή, φέρνοντας το ένα χέρι της πίσω απ'το κεφάλι της και κάνοντας την χαρακτηριστική της γκριμάτσα, βγάζοντας την γλώσσα της. "Σημασία έχει ότι τα βάλαμε στη θέση τους μετά χιχιχι..."μου δικαιολογείται εκείνη. 'Κατάλαβα. Ο Στήαρ ίσως να υπέστη κάποιο σοκ γυρίζοντας στο δωμάτιό του αργότερα το απόγευμα όταν εγώ είχα αποκοιμηθεί στη δική μου κάμαρη.' σκέφτομαι.
Εγώ κι η Κάντυ συνεχίζουμε να ψιθυρίζουμε σιγανά αποκαλύπτοντας η μία στην άλλη τα αμαρτωλά μας παραπτώματα. Το ενδιαφέρον μας όμως κι η προσοχή μας προσελκύεται απ'την φωνή της Σκάρλετ ενώ περνάμε απέξω απ'τους ξενώνες του σπιτιού. Πλησιάζουμε διακριτικά την πόρτα του δωματίου της που είναι μισάνοιχτη και την σέρνουμε απαλά χωρίς να κάνουμε αισθητή την παρουσία μας. Τα κεφάλια μας προβάλλουν απ'το άνοιγμα της πόρτας, βλέπουμε μια ανήσυχη και κατατρομαγμένη Σκάρλετ να βρίσκεται μπροστά στον καθρέφτη της. Προφανώς δεν την νοιάζει για το αν είναι όμορφή ή όχι γεγονός που δεν θα έπρεπε να την απασχολεί και πολύ μιας που το φόρεμα σε απαλό ροζ που έχει επιλέξει για απόψε αναδεικνύει σε μεγάλο βαθμό την θηλυκότητα της ενώ τα κατάμαυρα μαλλιά της που είναι πλεγμένα και στολισμένα με διάφορα άνθη την κάνουν να δείχνει εκθαμβωτική. Σίγουρα δεν είναι η εμφάνιση το πρόβλημα, κάτι άλλο την παιδεύει καθώς την βλέπουμε να χτυπάει συνεχώς το μέτωπο με τα χέρια της και να τριγυρίζει πέρα δώθε μέσα στο δωμάτιο. Μουρμουρίζει ασταμάτητα αλλά λόγω του χαμηλού τόνου της φωνής της δεν μπορούμε να καταλάβουμε τι λέει.
"Μα τι προσπαθεί να κάνει τέλος πάντων;" με ρωτάει ανυπόμονα η Κάντυ ψιθυρίζοντας όσο πιο σιγανά μπορεί.
"Ξέρω κι εγώ..."της απαντώ προβληματισμένη. Βλέποντας την ξανά να στέκεται μπροστά απ'το καθρέφτη μου περνάει απ'το μυαλό η πιθανότητα ότι ίσως και να κάνει πρόβα σε κάποια λόγια. Ίσως να χρειάζεται να βγάλει λόγο σε κάποια απ'τις εκθέσεις ζωγραφικής της. 'Είναι όμως λόγος αυτός να είναι τόσο αγχωμένος κανείς;' αναρωτιέμαι κοιτάζοντας και πάλι την έκφραση της Σκάρλετ.
"Αυτή τη φορά θα το πω σωστά!" φωνάζει δυνατά κάποια στιγμή εκείνη ενώ κοπανάει τα χέρια της πάνω στο έπιπλο τρομάζοντας μας και τις δυο πραγματικά. Ανασηκώνει το κεφάλι της κουρασμένα στον καθρέφτη κοιτάζοντας το είδωλό της μέσα απ'αυτόν. "Άντονυ εγώ... εγώ... εγώ για σένα... Θεέ μου τι θα κάνω;! Δεν μου'χει ξανατύχει αυτό. Δεν έχω ξανακάνει ποτέ ερωτική εξομολόγηση." κοπανιέται ξανά και τότε είναι που εγώ κι η Κάντυ κοιτάζουμε η μία την άλλη με γουρλωμένα μάτια λες κι έχουμε πάθει σοκ.
"Ερωτική εξομολόγηση;!" μουρμουρίζουμε κι οι δυο χαμηλόφωνα ούτως ώστε να μην μας πάρει είδηση η Σκάρλετ. Κλείνουμε την πόρτα διακριτικά και μένουμε στο διάδρομο κι οι δυο ανταλλάζοντας γρήγορες ματιές γεμάτες νόημα. Είμαι έτοιμη να μιλήσω αλλά η Κάντυ με καταλαβαίνει αμέσως κι παίρνει εκείνη πρώτη το λόγο.
"Ξέρω τι θέλεις να πεις και συμφωνώ. Πρέπει να δράσουμε αμέσως." γυρίζει για μια στιγμή προς τα πίσω ρίχνοντας μια ματιά στη πόρτα και στρέφεται πάλι σε μένα. "Ειδοποίησε τον Άντονυ! Τώρα, πριν προλάβει και τα εξομολογηθεί όλα στον καθρέφτη και ξεχάσει τα πάντα. Κι όχι μόνο αυτό αλλά δεν θα μπορεί να του το πει ούτε πριν σημάνουν Χριστούγεννα. Πρέπει να την ακούσει τώρα ο ίδιος! Γρήγορα πήγαινε... Εγώ θα μείνω εδώ." έχει βάλει τα χέρια της στους ώμους μου και με σπρώχνει μαλακά προς το βάθος του διαδρόμου.
"Καλά, καλά πηγαίνω." μουρμουρίζω κι αρχίζω να τρέχω με προορισμό το υπνοδωμάτιο του Άντονυ.
Η μακριά τουαλέτα μου στο χρώμα του καφέ δεν με διευκολύνει και την σηκώνω στα χέρια μου για να κάνω πιο ταχύ το βήμα μου. Φτάνω απέξω απ'την πόρτα του Άντονυ και την κοπανάω δυνατά, δεν παίρνω απάντηση κι αυτό με ανησυχεί. Ορμάω μέσα και μένω με το στόμα ανοιχτό. Έχω σαστίσει με την σκηνή που εξελίσσεται μπροστά μου. Ειλικρινά κάτι τέτοιο δεν το περίμενα ποτέ. Ο Άντονυ Μπράουν και ο Τέρρενς Γκράντσεστερ παίζουν σκάκι;! Δεν χρειάζεται βέβαια να πω ότι δεν με έχουν προσέξει καν, συμπεριφέρονται λες και δεν υπάρχω. Σταυρώνω τα χέρια μου παίρνοντας ένα ύφος πονηρό, το θέαμα είναι απολαυστικό.
"'Εξοχότατε' λυπάμαι πολύ αλλά πάλι χάσατε." σχολιάζει ο Άντονυ με ένα αχνό χαμόγελο κάνοντας ματ στον βασιλιά του Τέρρυ.
"Έχετε δίκιο. Πρέπει όμως να γνωρίζετε κ.Μπράουν πως είναι ένα παιχνίδι που βασίζεται αποκλειστικά στην τακτική και στην στρατηγική. Αρετές τις οποίες εγώ δυστυχώς δεν κατέχω." τον πληροφορεί με ανάλογο ύφος ο Τέρρυ.
"Σαφώς, δεν θα το χαρακτήριζες τυχερό παιχνίδι. Αλλά θα μπορούσε να περιγραφεί κι ως επιστήμη, άθλημα ακόμα και τέχνη. Συχνά το αποκαλούν 'αφηρημένο πολεμικό παιχνίδι' ή 'πολεμική τέχνη', κυρίως επειδή η διδασκαλία του θεωρήθηκε ως τρόπος αύξησης της πνευματικής ισχύος." συνεχίζει ο 'Αντονυ αδιάφορα. Το σαγόνι μου έχει φτάσει μέχρι το πάτωμα. 'Κοίτα τι μαθαίνει κανείς;' συλλογίζομαι.
"Τολμώ να ομολογήσω πως το πνεύμα μου λειτουργεί καλύτερα όσο βρίσκομαι πάνω στη σκηνή κι όχι όταν παίζω επιτραπέζια παιχνίδια. Αυτά χρειάζονται υπομονή κι αυτή η λέξη για μένα είναι άγνωστη." εξηγεί ο Τέρρυ καθώς βάζει ξανά στη θέση τους σε σωστή σειρά τους πεσσούς. "Δεν θα με χάλαγε όμως αν το χαρακτηρίζαμε κι ως ανταγωνιστικό παιχνίδι. Τουλάχιστον εγώ έτσι το βλέπω." συμπληρώνει.
"Μα το σκάκι κ.Γκράντσεστερ δεν παίζεται τόσο για διασκέδαση όσο και ανταγωνιστικά σε λέσχες, ακόμα και σε πρωταθλήματα." καθώς μιλάει το βλέμμα του Άντονυ συναντάει εκείνο του Τέρρυ, στο πρόσωπο και των δυο θα έλεγε κανείς πως υποβόσκει ένα εχθρικό ύφος του τύπου στην-επόμενη-παρτίδα-θα-σε-κάνω-να-το-μετανιώσεις-πικρά. Δεν είμαι και σίγουρη, δεν είμαι και μέσα στο μυαλό τους. Οι υποψίες μου όμως επιβεβαιώνονται.
"Είσαι για άλλη μια παρτίδα;" προτείνει ο Τέρρυ με ένα πανούργο χαμόγελο του τύπου δεν-ξέρεις-με-ποιον-τα-έβαλες.
"Γιατί όχι;" απαντά χαλαρά ο Άντονυ ρίχνοντας μια ματιά στην ρολόι του τοίχου και ξαναγυρνώντας στο παιχνίδι.
"Αν θέλεις να κατέβουμε κάτω δεν υπάρχει πρόβλημα. Εξάλλου έχει αρχίσει να έρχεται κόσμος. Παίζουμε κι αργότερα." προθυμοποιείται ο Τέρρυ.
"Προτιμώ να περνάω τις γιορτινές μέρες με τους δικούς μου ανθρώπους Τέρρενς. Καθώς επίσης και με πολύ καλούς φίλους. Δεν είμαι κοινωνικός τύπος."
"Το ίδιο κι εγώ." συμφωνεί ο Τέρρυ, ρίχνει μια εξεταστική ματιά στον Άντονυ. "Αρχίζω και σε συμπαθώ Μπράουν."
"Λοιπόν το ίδιο ισχύει και για μένα 'Εξοχότατε'." αποκρίνεται ο Άντονυ. "Εγώ τα λευκά εσύ τα μαύρα;" λέει στη συνέχεια.
"Πάντα." απαντά ο Τέρρυ.
Για λίγο επικρατεί σιωπή. Παύση. Είναι ωραίο να βλέπεις αυτούς τους δυο να σκέφτονται πως θα κατατροπώσουν ο ένας τον άλλον, ακόμα κι έτσι. Η σιωπή όμως δεν κρατάει για πολύ κι ο Άντονυ επιχειρεί και ανοίγει πρώτος την συζήτηση.
"Τέρρενς;"
"Χμμ;"
"Σχετικά... με την Σκάρλετ..."στο άκουσμα του ονόματος αυτού το βλέμμα του Τέρρυ καρφώνεται ανήσυχο στον Άντονυ.
'Αμάν! Ξέχασα γιατί ήρθα εδώ. Η Κάντυ θα με σκοτώσει! Πρέπει να επέμβω.' σκέφτομαι και χωρίς πολλά πολλά διασχίζω το δωμάτιο φτάνοντας στο καθιστικό όπου οι δυο άντρες κάθονται και παίζουν. Πιάνω τον Άντονυ απ'το χέρι κι αρχίζω και τον τραβάω.
"Πρέπει να έρθεις μαζί μου." λέω με βλέμμα επίμονο κι αποφασιστικό.
"Ήρεμα ωραία μου δεσποινίς. Αν συνεχίσετε έτσι φοβάμαι πως θα μείνω χωρίς χέρι." μου αντιγυρίζει εκείνος ήσυχα απομακρύνοντας με απ'το χέρι του με τρόπο.
"Άντονυ πρέπει να έρθεις μαζί μου τώρα! Δεν έχουμε χρόνο!" επιμένω. Γυρίζω την ματιά μου προς τον Τέρρυ. "Καλό θα ήταν να έρθεις κι εσύ μαζί μας."
"Δεν νομίζω πως είναι η κατάλληλη στιγμή για παιχνίδια. Μόλις μας διέκοψες από μια σοβαρή συζήτηση και..."τον διακόπτω απλώνοντας το χέρι μου μπροστά τους ούτως ώστε να σωπάσουν κι οι δυο.
"Στον διάδρομο. Τώρα. Κι οι δυο. Δεν θέλετε να τα βάλετε μαζί μου. Έχω πολλά νεύρα και ξέρετε πού οφείλονται." γρυλίζω δήθεν τρελαμένη ενώ τους υποδεικνύω την είσοδο του δωματίου. Σηκώνουν τα χέρια λες κι είμαι έτοιμη να τους πυροβολήσω καθώς βγαίνουν έξω διακριτικά κι αθώα. 'Χμ... τελικά έχει δίκιο η Κάντυ. Πιάνει πάντα σε αυτές τις περιπτώσεις.' σχολιάζω χαχανίζοντας από μέσα μου.
Όταν τελικά βγαίνουν στο διάδρομο τους γνέφω με το χέρι μου. "Ωραία. Και τώρα ακολουθήστε με." τους συμβουλεύω ήρεμα.
"Επιτρέπεται να σας πω πόσο 'ακτινοβολείτε' απόψε δεσποινίς Cenciarelli;" με ρωτά μαλακά ο Τέρρυ. Γυρίζω και τον κοιτώ με ύφος δολοφονικό.
"Δεν είναι ώρα για κοπλιμέντα Milord! Η κατάσταση είναι σοβαρή." τον επιπλήττω. Φτάνουμε απέξω απ'το δωμάτιο της Σκάρλετ όπου βρίσκω την Κάντυ κρατώντας την πόρτα. "Τι έγινε;" την ρωτάω γρήγορα.
"Είναι ακόμα στην εισαγωγή." σχολιάζει εκείνη άτονα. Μόλις η ματιά της πέφτει πάνω στον Άντονυ τον τραβάει απ'τον γιακά και τον σπρώχνει προς το άνοιγμα της πόρτας. "Εσύ, άκου!" τον προστάζει. "Όταν θα έχεις ακούσει αρκετά μπες μέσα." συνεχίζει. Πιάνει τον Τέρρυ απ'το χέρι και τον βάζει ακριβώς πίσω απ'τον Άντονυ. "Εσύ άκου αλλά μην τολμήσεις να μπεις μέσα διότι σε 'σκότωσα'." του ψιθυρίζει μελιστάλαχτα κοιτώντας τον γλυκά.
"Μήπως ο στρατηγός επιθυμεί κάτι άλλο;. Ειλικρινά Κάντυ νομίζω πως έχεις ξεπεράσει τα όρια." μουρμουρίζει ο Άντονυ καθώς ανοίγει την πόρτα και πλησιάζει μέσα διακριτικά.
"Μην ανησυχείς φίλε μου." τον ενθαρρύνει από πίσω του ο Τέρρυ. "Όταν γυρίσουμε στο Λονδίνο είναι θέμα χρόνου για μένα να έχω ξανά το πάνω χέρι."
"Αμήν Γκράντσεστερ το εύχομαι." σχολιάζει ο Άντονυ πνίγοντας ένα γέλιο.
"Τι θα γίνει πια;! Άντε Άντονυ μπες μέσα! Νυχτώσαμε πια!" ωρύεται η Κάντυ όσο πιο ήρεμα της το επιτρέπουν τα δικά της νεύρα.
"Τι γίνεται εδώ;" γυρίζω προς το μέρος του Στήαρ όπου μας κοιτά μαζί με την Λίζι και τον Έντουαρντ, απ'τα βλέμματα τους φαίνεται πως δεν έχουν ιδέα τι διαδραματίζεται αυτή τη στιγμή.
Τον πλησιάζω πιάνοντας τον απ'τα χέρια.
"Σας παρακαλώ μην κάνετε φασαρία." κοιτάζω μία εκείνον και μία τον Έντουαρντ και την Λίζι. "Η Σκάρλετ προσπαθεί να κάνει ερωτική εξομολόγηση στον Άντονυ." τους εξηγώ ενώ η ματιά μου σταματάει στον άνθρωπό μου και παραμένει σε αυτόν. 'Είναι τόσο όμορφος απόψε.' μουρμουρίζω από μέσα μου.
"Αχά! Κατάλαβα..."μου ψιθυρίζει εκείνος σφίγγοντας τους καρπούς μου μέσα στις παλάμες του και χαϊδεύοντας τις αρθρώσεις μου με τους αντίχειρες του. Ακουμπά το μέτωπο του πάνω στο δικό μου. "Είσαι τόσο όμορφη..."σκύβει και με φιλάει στα πεταχτά. Χαμογελάω.
"Το ίδιο κι εσύ." ανταποκρίνομαι απλώνοντας τα χέρια μου για να τον κρατήσω. Φέρνω το πρόσωπό μου στο λαιμό του για να μυρίσω το άρωμά του. 'Θέλω να'χω πάντα την μυρωδιά του πάνω μου.' συλλογίζομαι καθώς ακουμπάω το κεφάλι μου στον ώμο του ενώ νιώθω τα χέρια του να τυλίγονται γύρω μου κρατώντας με σφιχτά και το πηγούνι του πάνω στα μαλλιά μου.
"Εεε;!;! Τι γίνεται εκεί πέρα;!" σφυρίζει σιγανά η Κάντυ. "Δεν είναι ώρα για αποπλανήσεις τώρα. Ελάτε εδώ, έχουμε δουλειά." συμπληρώνει. Η ματιά του Τέρρυ είναι προσηλωμένη τώρα μέσα στο δωμάτιο.
"Εμάς μας συγχωρείτε αλλά βλέπω ότι έχουμε μαζευτεί πολλοί. Θα είμαστε στη σάλα των Άρντλευ. Θέλω να παίξω κάτι στην Ελίζαμπεθ." μας λέει ο Έντουαρντ ενώ τραβάει απ'το χέρι την αγαπημένη του.
"Έντι σε παρακαλώ, θέλω να ακούσω κι εγώ." τον ικετεύει με ένα ύφος η Λίζι όλο νάζι.
"Ναι αγάπη μου αλλά το δώρο μου δεν μπορεί να περιμένει." της εξηγεί εκείνος φιλώντας τρυφερά τον καρπό της με τέτοιον τρόπο όπου τελικά εκείνη ενδίδει. Με κοιτάει με ένα ύφος γεμάτο έξαψη.
"Θα μου πεις με κάθε λεπτομέρεια τι έγινε αργότερα. Εντάξει;"
"Εντάξει." την καθησυχάζω και βλέπω και τους δυο που απομακρύνονται σιγά-σιγά από κοντά μας.
Λίγο μετά εγώ κι ο Στήαρ πλησιάζουμε το δωμάτιο της Σκάρλετ. Τέσσερα κεφάλια προβάλλουν τώρα απ'την μισάνοιχτη πόρτα κοιτώντας με αγωνία και προσπαθώντας να ακούσουν τι επρόκειτο να ειπωθεί. Ρίχνω μια ματιά στη δεσποινίδα Γκράντσεστερ η οποία δυστυχώς δεν έχει σημειώσει καμιά πρόοδο μένοντας ακίνητη εδώ και αρκετή ώρα μπροστά στον καθρέφτη.
"Άντονυ εγώ... εγώ ξέρω ελάχιστα για την αγάπη. Στην πραγματικότητα δεν έχω ιδέα για αυτήν. Αγνοώ τη σημασία της, τον ορισμό της... τα πάντα. Δεν ξέρω τίποτα για αυτήν. Την έχω δει μόνο στα πρόσωπα των άλλων. Δεν την έχω βιώσει ποτέ εγώ η ίδια. Και δεν εννοώ την αγάπη των γονιών ή των αδελφών μου... όχι, όχι... Αυτήν την εισέπραττα πάντα από εκείνους. Εννοώ... εννοώ την άλλη, αυτή είναι εντελώς διαφορετική... Δεν την γνώρισα ποτέ. Ούτε και τώρα την γνωρίζω..."παύση. Η Σκάρλετ κάνει έναν γύρω μπροστά απ'τον καθρέφτη και στη συνέχεια κοιτάζει με περισσότερο πείσμα το είδωλό της. Ο Άντονυ όλη αυτήν την ώρα έχει σταθεί δίπλα ακριβώς απ'το άνοιγμα της πόρτας με τα χέρια σταυρωμένα. Το πρόσωπό του λάμπει από ευτυχία. "Στη σχολή ζωγραφικής που πήγαινα δεν μας δίδασκαν μόνο πως να σχεδιάζουμε ή πως να κρατάμε την παλέτα, να προσέχουμε τον καμβά. Μας μιλούσαν και για άλλα πράγματα. Μια φορά ένας καθηγητής μας έλεγε για την αγάπη. Είχα επικεντρώσει την προσοχή μου όση ώρα μας εξηγούσε αλλά δεν καταλάβαινα τίποτα απ'τα λόγια του. Θυμάμαι όμως αυτολεξεί τι έλεγε. Ότι... ότι η αγάπη είναι άνευ όρων, όπως επίσης μπορεί να είναι απρόβλεπτη, απροσδόκητη, ανεξέλεγκτη, αβάσταχτη... Και πολλές φορές περιέργως μπορεί να την μπερδέψεις με την απέχθεια. Αυτό που..."άλλη μια παύση. Η Σκάρλετ πιάνει με τα χέρια το κεφάλι της. Το σώμα του Άντονυ ξεκολλάει απ'τον τοίχο κι αρχίζει να κινείται προς το μέρος της. "Αυτό που προσπαθώ να πω, Άντονυ, είναι ότι όλα αυτά τα συναισθήματα της αγάπης τα ένιωσα απ'την πρώτη στιγμή που σε γνώρισα στο πλοίο που σε έφερνε στην Ευρώπη. Θα σου ακουστεί τρελό, μπορεί και κουφό αλλά ξέρεις πόσες φορές ευχαρίστησα τον Σκοτς, τον σκύλο μου που ξέφυγε απ'τον έλεγχο μου κι ήρθε κι έπεσε πάνω σου; Θα του είμαι παντοτινά ευγνώμων..."φέρνει τα χέρια στο στόμα της ενώ προσπαθεί να κρύψει το χαμόγελό της. "Επίσης, αυτό... αυτό που προσπαθώ να σου εξομολογηθώ είναι... είναι ότι σ'αγαπώ... Η καρδιά μου είναι σαν... σαν..."φέρνει τα χέρια της στην καρδιά της χτυπώντας την δυνατά. "Το στήθος μου δυσκολεύεται να την περιορίσει. Σαν να μην ανήκει πλέον σε εμένα. Ανήκει σε εσένα. Κι αν την ήθελες δεν θα ήθελα τίποτα σε αντάλλαγμα. Δεν θα ήθελα δώρα, δεν θα ήθελα αγαθά ούτε αποδείξεις της αφοσίωσής σου. Τίποτα πέρα απ'την γνώση πως με αγαπάς κι εσύ. Μόνο την καρδιά σου. Σε αντάλλαγμα της δικής μου."η Σκάρλετ κάθεται μπροστά στο έπιπλο ξεφυσώντας, ακουμπώντας το κεφάλι της πάνω στα χέρια της.
"Είναι δική σου." της αποκρίνεται ο Άντονυ ήρεμα πιάνοντας την απ'τους ώμους. Σε κλάσματα δευτερολέπτου η Σκάρλετ πετάγεται απ'την θέση της τρομαγμένη αφήνοντας μια πνιχτή κραυγή, φέρνοντας τα χέρια της στο στόμα της και στη συνέχεια στα μάτια της. Έχει γίνει κατακόκκινη από ντροπή. Ο Άντονυ πλησιάζει αργά-αργά προς το μέρος της προσπαθώντας να μην βάλει τα γέλια.
"Πόση ώρα βρίσκεσαι εδώ;" ρωτάει εκείνη πανικόβλητη.
"Αρκετή." της αποκρίνεται εκείνος χαμογελώντας πιάνοντας την ξανά απ'τους ώμους.
"Πώς ήρθες εδώ; Γιατί βρίσκεσαι εδώ;" τον ρωτάει εκείνη ξανά αδυνατώντας να τον κοιτάξει στα μάτια.
"Ένα πουλάκι μου είπε πως αν δεν βιαστώ θα χάσω την ερωτική εξομολόγηση της αληθινής μου αγάπης." ο Άντονυ σκύβει προς το μέρος της και της προσφέρει ένα φιλί στο μέτωπο. Τα γουρλωμένα μάτια της τον κοιτούν μη μπορώντας να αρθρώσει λέξη. "Επιτέλους την βρήκα! Βρήκα την αληθινή μου αγάπη..."ψιθυρίζει στη συνέχεια λίγο πριν τα χείλη του ενωθούν με τα δικά της σε ένα τρυφερό, γλυκό φιλί. Λίγο αργότερα η Σκάρλετ τυλίγει τα χέρια της γύρω του.
"Σε παρακαλώ πες μου πως δεν είναι όνειρο." το κεφάλι της είναι γερμένο στον ώμο του. Στα μάτια της έχουν εμφανιστεί τα πρώτα δάκρυα. Θέλω να πιστεύω πως κλαίει από χαρά.
"Δεν είναι όνειρο λουλούδι μου."
"Κράτα με σφιχτά και μη μ'αφήσεις ποτέ." τον παρακαλεί εκείνη ενώ φέρνει τα χέρια της γύρω απ'το λαιμό του.
"Ποτέ..."την καθησυχάζει εκείνος. "Στο υπόσχομαι."
"Νόμιζα πως... Φοβόμουν πως ποτέ δεν θα ανταποκρινόσουν στην αγάπη μου. Ότι κάποια μέρα όλα αυτά μπορεί και να τελείωναν και τότε θα σε έχανα οριστικά." του εξηγεί εκείνη μέσα απ'τους λυγμούς και τα αναφιλητά της.
"Πώς θα μπορούσα να μην ανταποκριθώ;" ο Άντονυ την κοιτάζει κλείνοντας το πρόσωπό της μέσα στις παλάμες του. "Σ'αγαπάω." η Σκάρλετ κλείνει τα μάτια της μην πιστεύοντας αυτά που ακούει. Μου φαίνεται πως εξακολουθεί να βλέπει κάποιο όνειρο και προσπαθεί να ξυπνήσει. "Σκάρλετ άνοιξε τα μάτια σου." μόλις τα ανοίγει εκείνος συνεχίζει με περισσότερο θάρρος. "Σκάρλετ σ'αγαπάω. Εκείνη την ημέρα στο κατάστρωμα... όταν καθίσαμε στο παγκάκι και μου έδειξες τα σχέδιά σου, μου εξήγησες τι σε ώθησε να κάνεις αυτό που σήμερα αγαπάς τόσο πολύ, όταν σου εκμυστηρεύτηκα τι μου είχε συμβεί στην Αμερική, όταν σου εξομολογήθηκα πως ήμουν άρρωστος, εσύ... εσύ κάθισες κι άκουσες ότι είχα να σου πω ενώ θα μπορούσες να είχες απλά φύγει, να το βάλεις στα πόδια... Εσύ όμως ήσουν πρόθυμη να με ακούσεις..."
"Δεν θα το έσκαγα ποτέ..."τον διακόπτει εκείνη συνεχίζοντας να κλαίει. Ο Άντονυ φέρνει τα ακροδάχτυλά του στα χείλη της.
"Άσε με να τελειώσω. Εκείνη την ημέρα ήταν που με το ζωηρό και το σπινθηροβόλο βλέμμα σου, τη θέλησή σου για τη ζωή, την επιθυμία σου να ταξιδέψεις και να γυρίσεις ολόκληρο τον κόσμο, να γνωρίσεις και να μάθεις καινούργια πράγματα... Εκείνη την ημέρα ήταν που μου έδωσες το κουράγιο, την δύναμη να θεραπευτώ, να βρω τον τρόπο να συνεχίσω να πορεύομαι κι εγώ στη ζωή. Η καρδιά μου έπρεπε να συνεχίσει να χτυπά. Είχε κάθε λόγο από δω και πέρα κι ο μοναδικός λόγος από εκείνη την ημέρα κι έκτοτε ήσουν και θα είσαι πάντα... εσύ!" τα μέτωπα τους συναντιούνται. "Σε ευχαριστώ αγάπη μου."
"Άντονυ... εκείνο το βράδυ στη κουπαστή..."εκείνος γέρνει να την κοιτάξει παραξενεμένος. "Σε έψαχνα σε ολόκληρο το πλοίο για να σε βρω. Ήθελα τόσο πολύ να σε ξαναδώ κι όταν σε αντίκρισα εκεί..."
"Μου έκοψες την ανάσα. Ήσουν τόσο όμορφη μέσα σε εκείνο το σμαραγδένιο φόρεμα, πήγαινε τόσο πολύ με τα μάτια σου." της λέει εκείνος παίρνοντας βαθιές ανάσες λίγο πριν την φιλήσει ξανά.
"Δεν χόρεψα με κανέναν άλλον... Αρνήθηκα όλους όσους προσφέρθηκαν να χορέψουν μαζί μου. Ήθελα... ήθελα να χορέψω μόνο μαζί σου... Το ήθελα τόσο πολύ." του εξομολογείται εκείνη.
"Κι εγώ το ίδιο. Χαίρομαι που τελικά τα καταφέραμε, έστω και στην κουπαστή έτσι δεν είναι;!"
"Ναι." του απαντά εκείνη ξέπνοα. "Κι όταν φτάσαμε στο Southampton κι οι δρόμοι μας χωρίστηκαν προσευχόμουν κάθε μέρα στο Θεό να γίνεις καλά. Ενώ κάθε φορά έτρεμα πως ίσως δεν λάβαινα απάντηση στα γράμματά σου και πως ίσως..."η Σκάρλετ ξεσπάει σε περισσότερα δάκρυα καθώς ο Άντονυ την σφίγγει πάνω του ηρεμώντας την με αυτόν τον τρόπο, χαϊδεύοντας τα μαλλιά της. "Δεν θα μπορούσα να συνεχίσω στη σκέψη πως ίσως... Απλώς η δική μου καρδιά δεν θα το άντεχε."
"Αγάπη μου..."της ψιθυρίζει εκείνος ανάμεσα στο φιλί τους. "Οι μέρες μου, οι νύχτες μου στη Γαλλία, οι στιγμές μου στο νοσοκομείο ήταν τόσο μοναχικές, ατελείωτες... Με συντρόφευαν τα γράμματά σου, το βράδυ κοιμόμουν, με έπαιρνε ο ύπνος με την σκέψη σου, την εικόνα σου, σε ονειρευόμουν..."
"Et ce que je rêve. Jamais cessé de penser."<Κι εγώ σε ονειρευόμουν. Δεν σταμάτησα ποτέ να σε σκέφτομαι.>του αποκρίνεται εκείνη σε μια ξένη γλώσσα. Νομίζω πως είναι γαλλικά αλλά δεν παίρνω κι όρκο. "Je t'aime tellement. Mon cœur sera toujours la vôtre." <Σ'αγαπάω τόσο πολύ. Η καρδιά μου θα είναι παντοτινά δική σου. >
"Et le mien. J'aime ma fleur. Merci à vous, je suis actuellement en vie, vous avez sauvé mon coeur et je vous remercie beaucoup." <Κι η δική μου. Σ'αγαπάω λουλούδι μου. Χάρη σε εσένα είμαι αυτή τη στιγμή ζωντανός, έσωσες την καρδιά μου κι σε ευχαριστώ πολύ γι'αυτό.> τα χείλη του αναζητούν ξανά τα δικά της. 'Αχ! Μα γιατί δεν συνεχίζουν στα αγγλικά; Τουλάχιστον αυτά τα καταλαβαίνω πάνω-κάτω.' γκρινιάζω από μέσα μου ενώ την ίδια ώρα με έχουν πάρει τα ζουμιά μπροστά σε αυτή την όμορφη ρομαντική σκηνή που λαμβάνει μέρος μπροστά στα μάτια μου κι όχι μόνο. "Je suis à toi ... pour toujours. J'aime ..."<Είμαι δικός σου... για πάντα. Σ'αγαπώ...>της ψιθυρίζει εκείνος ενώ τα χέρια του την σηκώνουν απ'το έδαφος παίρνοντας την στην αγκαλιά του, μην διακόπτοντας το φιλί του και πηγαίνοντας την στο κρεβάτι.
Εκείνη τη στιγμή κάνω ένα-δυο βήματα προς τα πίσω. 'Εντάξει...'συλλογίζομαι. 'Νομίζω πως έχω δει αρκετά.' Αλλά και το χέρι της Κάντυ είναι τόσο γρήγορο που μέσα σε δευτερόλεπτα τραβάει το χερούλι της πόρτας, την κλειδώνει και κρύβει το κλειδί στο ντεκολτέ του φορέματος της. Ο Στήαρ κι εγώ πιανόμαστε στιγμιαία ο ένας απ'τον άλλον έντρομοι καθώς παρατηρούμε τον κύριο & κυρία Γκράντσεστερ μπροστά μας να ανταλλάζουν θανατηφόρα βλέμματα. 'Αμάν! Αυτοί οι δυο όταν τσακώνονται δεν είναι να βρίσκεσαι κοντά τους. Χαλάνε τον κόσμο.' σκέφτομαι.
"Κάντυ δώσε μου αυτή τη στιγμή το κλειδί!" γρυλίζει ο Τέρρυ που ήδη φαίνεται να έχει βγει απ'τα ρούχα του.
"Αποκλείεται." του αποκρίνεται εκείνη εντελώς χαλαρή. "Κι αν θέλεις να το πάρεις ξέρεις ακριβώς ποιο παιχνίδι θα παίξουμε. Κι αν προσπαθήσεις να μπεις μέσα και να χαλάσεις την στιγμή τους θα σου τις βρέξω, θα κάνεις τα πιο μίζερα Χριστούγεννα της ζωής σου και θα γυρίσεις μόνος σου στο Λονδίνο." τον πλησιάζει απλώνοντας το χέρι της στο μάγουλό του, χαϊδεύοντας τον απαλά. "Και δεν θα κάνεις τίποτα απ'αυτά αγάπη μου, δεν θα μου εναντιωθείς γιατί ξέρεις πολύ καλά σε τι κατάσταση βρίσκομαι και δεν θέλεις να με ταράξεις. Έτσι δεν είναι γλυκιέ μου;!" το βλέμμα της παίρνει μια παιχνιδιάρικη έκφραση ενώ το χαμόγελό της γίνεται πιο πονηρό. "Σε κρατάω γερά Γκράντσεστερ, αλλά αυτή τη φορά δεν σε έχω στο χέρι αλλά κάπου αλλού... εδώ!" παίρνει το χέρι του ακουμπώντας το στην κοιλιά της. Η Κάντυ στη συνέχεια τον προσπερνάει κουνώντας το χέρι της προς τα εμάς καθώς βαδίζει. "Τα λέμε στη σάλα παιδιά!"
"Αυτή η γυναίκα το έχει βάλει σκοπό στη ζωή της να με τρελάνει! Δεν εξηγείται αλλιώς!" μουγκρίζει ο Τέρρυ ενώ λύνει το φουλάρι του που νιώθει να τον πνίγει. "Και πάλι όμως την αγαπάω παράφορα... Ίσως επειδή μου εναντιώνεται και μου πηγαίνει κόντρα με αυτόν τον τρόπο. Τότε είναι που την θέλω πιο πολύ." έπειτα ρίχνει μια ματιά προς την πόρτα ενώ απλώνει το χέρι του πάνω της. "Είναι κακό που ανησυχώ για εκείνη;" ρωτάει με αβεβαιότητα.
"Όχι!" απαντάμε ταυτόχρονα εγώ κι ο Στήαρ. Κοιταζόμαστε κάνοντας του την ίδια ώρα νόημα να μιλήσει εκείνος.
"Απλώς Τέρρυ ίσως θα έπρεπε να τους αφήσεις μόνους για λίγο." ξεκινάει εκείνος.
"Ίσως να θέλουν να αναπληρώσουν το χαμένο χρόνο... το χρόνο που έμειναν χώρια ο ένας απ'τον άλλον." τον συμπληρώνω εγώ.
"Ίσως..."ψιθυρίζει κι ο Τέρρυ. "Εύχομαι να είναι πραγματικά ευτυχισμένη εδώ." βάζοντας τα χέρια στις τσέπες του και κάνοντας μεταβολή μας γυρίζει την πλάτη ενώ κατευθύνεται προς τη σάλα. "Ελάτε παιδιά! Το πιάνο μας περιμένει!" φωνάζει καθώς έχει απομακρυνθεί αρκετά από εμάς.
"Ερχόμαστε!" ο Στήαρ με πιάνει απ'τα χέρια ενώ γυρίζει προς το μέρος μου. "Λοιπόν...; Τι έχεις να πεις για αυτό το ειδύλλιο;" με ρωτάει με ενδιαφέρον.
"Είναι ότι πιο συγκινητικό κι όμορφο έχω ακούσει ποτέ." του εκφράζω την γνώμη μου.
"Πιο συγκινητικό κι πιο όμορφο κι απ'το δικό μας ειδύλλιο;" με ρωτάει ξανά εκείνος πειράζοντας με.
"Χαζούλη..."ψιθυρίζω. Ακουμπώ το μέτωπό μου πάνω στο δικό του. "Η δική μας η αγάπη είναι μοναδική." τραυλίζω με δυσκολία ενώ εισπνέω ξανά το άρωμά του.
"Sì, il mio piccolo angelo. Ti amo."<Ναι αγγελούδι μου. Σ'αγαπάω. >τα χείλη του βρίσκονται στα μαλλιά μου. Κλείνω τα μάτια.
"Anch'io ti amo. Sono tuo."<Κι εγώ σ'αγαπώ. Είμαι δική σου.> περιμένω με αγωνία την επιβεβαίωσή του.
"Per sempre."<Πάντα.> η καρδιά μου γαληνεύει. Δεν θα κουραστώ ποτέ να τον ακούω να μου προφέρει αυτές τις λέξεις.
~~~***~~~***~~~
Έχει επεξεργασθεί από τον/την Dalia στις Κυρ Σεπ 28, 2014 12:45 am, 3 φορές συνολικά
Dalia- Terry Extreme Guru
- Αριθμός μηνυμάτων : 8488
Points : 14846
Ημερομηνία εγγραφής : 07/11/2010
Ηλικία : 35
Τόπος : In a Galaxy far, far away...
Χιούμορ : Well, be my guest!!
Απ: Χριστουγεννιάτικα Τερρο-φικ 2012
Φτάνοντας έξω απ'την προσωπική σάλα των Άρντλευ εγώ κι ο Στήαρ κοιταζόμαστε ξανά περίεργα και στη συνέχεια στρέφουμε τη ματιά μας στο μπουλούκι που έχει μαζευτεί, το οποίο δεν φαίνεται έτοιμο να μπει μέσα. Η Ανν, η Λίζι, κι η Κάντυ είναι σκυμμένες πίσω απ'την πόρτα καθώς ο Τομ, ο Έντουαρντ κι ο Τέρρυ είναι όρθιοι στις μύτες των ποδιών τους και τεντώνοντας τα κεφάλια τους προσπαθούν να δουν τι γίνεται μέσα. 'Μου φαίνεται αυτό το σπίτι δεν θα σταματήσει ποτέ να έχει ενδιαφέρον.' μουρμουρίζω από μέσα μου αφήνοντας ένα αχνό χαμόγελο. Σφίγγω το χέρι του Στήαρ και πλησιάζουμε τα παιδιά. Ο Τομ ξεφεύγει απ'την παρέα και έρχεται κοντά μας.
"Πού είναι ο Άντονυ; Γιατί δεν είναι μαζί σας;" μας ρωτάει αμέσως.
"Εμ... ο Άντονυ ναι..."ο Στήαρ ξύνει αμήχανα το κεφάλι του. "Ο Άντονυ Τομ είναι... είναι..."
"Είναι πολύ απασχολημένος Τομ!" πετάγομαι εγώ κατευθείαν προσπαθώντας να σώσω την κατάσταση. Ο Τομ με κοιτάξει παραξενεμένος. "Για την ακρίβεια θα είναι πολύ απασχολημένος για την επόμενη νύχτα. Τουλάχιστον αυτή την εντύπωση έχουμε, έτσι Στήαρ;" ρίχνω μια ματιά στην αγάπη μου ζητώντας βοήθεια.
"Για την επόμενη νύχτα σίγουρα!" συμφωνεί μαζί μου κι εκείνος μην έχοντας κάτι άλλο να προσθέσει.
"Σα να μη μου τα λέτε καλά εσείς οι δυο." ο Τομ σταυρώνει τα χέρια του και μας κοιτά με ύφος αυστηρό. "Είναι σίγουρα καλά ο φίλος μου;" το βλέμμα του είναι διαπεραστικό, λες και προσπαθεί να διαβάσει τις σκέψεις μας.
"Καλύτερα από ποτέ!" τον διαβεβαιώνω αμέσως εγώ.
"Ειλικρινά Τομ αυτή τη στιγμή κυρίως η υγεία του δεν τίθεται θέμα. Σφύζει από ζωντάνια." σχολιάζει ο Στήαρ κάνοντας μια χειρονομία με το χέρι του.
"Κυρίως αυτή τη στιγμή;" ξαναρωτάει ο Τομ. Εντάξει τα νεύρα μου έχουν χτυπήσει κόκκινο κι είναι έτοιμα να σπάσουν. Αφού θέλει επιβεβαίωση θα την έχει.
"Τομ ο Άντονυ αυτή τη στιγμή είναι μαζί με την Σκάρλετ γι'αυτό το καλύτερο θα ήταν να μην τους ενοχλήσουμε και να τους αφήσουμε για λίγο μόνους." γρυλίζω μέσα απ'τα δόντια μου ενώ τα μάτια μου πετούν σπίθες προς τον 'σκληρό' καουμπόι που έχω απέναντί μου. 'Εμένα το λάσο δεν με φοβίζει.' μουγκρίζω από μέσα μου καθώς συνεχίζω να κοιτάζω τον Τομ με βλέμμα δολοφονικό.
"Ποπο..."ψιθυρίζει σφυρίζοντας ο Τομ. "Πολλά νεύρα έχει Στήαρ, να την προσέχεις σε παρακαλώ." σχολιάζει λίγο μετά βυθίζοντας τα χέρια του στις τσέπες του και ρίχνοντας μας μια ματιά και στους δυο. Φαίνεται χαρούμενος που μας βλέπει. 'Ίσως δεν έπρεπε να τον αποπάρω.' σκέφτομαι ενώ το'χω ήδη μετανιώσει.
"Πολλά νεύρα έχουν απόψε όλες τους." μουρμουρίζει ο Στήαρ ενώ νιώθω τα χέρια του να με τυλίγουν γύρω απ'την μέση μου, τραβώντας με στην αγκαλιά του, δίνοντας μου αδιάκοπα φιλιά στα μαλλιά μου για να με ηρεμήσει. "Μην ανησυχείς Τομ, την προσέχω σαν τα μάτια μου."
"Γιατί... δεν μπαίνετε μέσα στη σάλα;" ρωτάω μπερδεμένη στρέφοντας το βλέμμα μου προς τον Τομ καθώς προσπαθώ να συνέλθω απ'την μυρωδιά που εκπέμπει ο Στήαρ.
"Δεν θα το πιστέψετε αλλά μέσα στη σάλα έχει κάνει κατάληψη η Κάθριν. Κλαίει ασταμάτητα ενώ αλλάζει συνεχώς τη θέση απ'τις χριστουγεννιάτικες μπάλες του δέντρου. Δεν το θεωρήσαμε σωστό να μπούμε μέσα με το έτσι θέλω και να την ενοχλήσουμε, δείχνει πολύ στεναχωρημένη. Κανονικά θα έπρεπε να της φτιάξουμε το κέφι μιας που είναι γιορτινές μέρες αλλά..."ο Τομ αφήνει μετέωρη την φράση του μην μπορώντας να συνεχίσει. Αμέσως πιάνω απ'τα μπράτσα τον Στήαρ κοιτώντας τον ανήσυχη.
"Ο Ντάνιελ;" μουρμουρίζω. "Που είναι ο Ντάνιελ;" ο Στήαρ είναι κι αυτός μπερδεμένος, ούτε εκείνος έχει ιδέα για του πού βρίσκεται.
"Επιτέλους!" γέρνουμε άξαφνα τα βλέμματα μας προς τον Ντάνιελ ο οποίος εμφανίζεται στα σκαλιά ενώ τα ανεβαίνει κουρασμένα και ξεφυσώντας. Δείχνει εξουθενωμένος, κάνει ότι μπορεί για να ξεφύγει απ'την προσοχή των καλεσμένων. Απομακρύνεται απ'τον πολύ κόσμο και μπαίνει κι εκείνος μέσα στο διάδρομο μαζί μας προσπαθώντας να κρυφτεί. "Έφαγα όλο το σπίτι για να σας βρω! Με έχετε αφήσει στο χολ με όλους αυτούς τους ξένους... Δεν αντέχω άλλο, βαρέθηκα πια! Δεν γίνεται να περάσω ήρεμα τις γιορτές χωρίς..."σταματάει απότομα παρατηρώντας τα χλωμά πρόσωπα όλων μας. Όλοι μας ανησυχούμε για κάποιον.. κι αυτός βρίσκεται μέσα στη σάλα. "Συμβαίνει κάτι;" μας ρωτάει ήρεμα. Κανείς δεν απαντάει, ποιος είναι σε θέση να του εξηγήσει; Οι κόγχες των ματιών του γυρίζουν μία από δω μία από εκεί επίμονα επεξεργαζόμενος τις αντιδράσεις μας. "Προσπερνώ το γεγονός ότι ο Άντονυ κι η Σκάρλετ δεν είναι μαζί σας... Μάλλον θα είναι κάπου μαζί στον κήπο έξω. Πού είναι Κάθριν;! Πείτε μου. Τώρα. Αμέσως." ζητάει να μάθει εξοργισμένος. "Μόνο μη μου πείτε ότι έφυγε πάλι γιατί το ορκίζομαι θα κάνω καμιά τρέλα κι ας είμαι γιατρός!"
Δεν προλαβαίνω να ανοίξω το στόμα μου κι η Κάντυ τον αρπάζει απ'τον γιακά του πουκαμίσου του και τον χώνει μέσα στη σάλα κλείνοντας διακριτικά την πόρτα πίσω της. 'Τελικά εγώ κι η ξανθιά φακιδομούρα καταλαβαίνουμε η μία την άλλη καλύτερα απ'τον καθένα.' χαχανίζω από μέσα μου. Μετά κάνει σε όλους μας νόημα και δεν ξέρω το πώς, δεν ξέρω το γιατί αλλά αυτή τη φορά οκτώ κεφάλια είναι στριμωγμένα στο άνοιγμα της πόρτας της σάλας περιμένοντας υπομονετικά για το τι θα γίνει και για το τι θα εξελιχθεί ανάμεσα σε αυτό το ζευγάρι. 'Αυτό το σπίτι δεν θα σταματήσει ποτέ να χάνει το ενδιαφέρον του.' επαναλαμβάνω από μέσα μου αφήνοντας ένα αχνό χαμόγελο.
Ο Ντάνιελ τώρα είναι μέσα στο δωμάτιο πλησιάζοντας αργά και διακριτικά την Κάθριν η οποία τριγυρίζει το δέντρο, που βρίσκεται ανάμεσα στο μεγάλο παράθυρο και στο τζάκι της σάλας, αλλάζοντας θέση στις μπάλες. Κάποιες στιγμές την έβλεπες που έσκυβε κάτω απ'αυτό κι άλλαζε θέση και στα δώρα αλλά πολύ γρήγορα σηκωνόταν όρθια, ξεκρέμαγε μια μπάλα και την κρεμούσε ξανά μπροστά ή πίσω απ'το δέντρο ανάλογα με τη θέση που επιθυμούσε. Αν εξαιρούσε κανείς το γεγονός ότι προσπαθούσε να πνίξει τους λυγμούς της η ομορφιά της απόψε θα μπορούσε να κλέψει την καρδιά οποιουδήποτε άντρα. Η τουαλέτα της στο βαθύ μπλε της θάλασσας που άφηνε ακάλυπτους τους ώμους της σε συνδυασμό με τα μακριά καστανά μαλλιά της που ήταν πιασμένα απ'τη μια πλευρά και στολισμένα με κάτασπρες μαργαρίτες, ενώ κάποιες μπούκλες έπεφταν δεξιά κι αριστερά απ'το πρόσωπό της... ο τρόπος με τον οποίο στόλιζε και ξεστόλιζε το δέντρο λες και το περιποιούνταν με έναν παράξενο, αλλόκοτο τρόπο... Έμοιαζε με πίνακα που ο καθένας θα ήθελε να ζωγραφίσει απαθανατίζοντας την στιγμή αυτή. Δεν είχαν περάσει και πολλά λεπτά όταν εκείνη σκούπισε τα μάτια της, βγάζοντας τα γυαλιά της, αφήνοντας τα στην άκρη για λίγο συνεχίζοντας το στόλισμα.
"Εδώ εσύ." την άκουσα κάποια στιγμή να ψιθυρίζει σιωπηλά παίρνοντας ένα στολίδι και βάζοντας το σε ένα κλαρί κοντά στο τζάμι του παραθύρου.
"Κάθριν εξήγησέ μου γιατί το κάνεις αυτό;" την ρωτάει εκείνος έχοντας εμφανιστεί στα χείλη του ένα στραβό χαμόγελο. Έχει βυθίσει τα χέρια του στις τσέπες ρίχνοντας της μια παιχνιδιάρικη ματιά.
"Π...ποιό;" τραυλίζει εκείνη προφέροντας με δυσκολία την λέξη. Μένει ακίνητη σαν στήλη άλατος ακούγοντας την φωνή του. Παίζει με τις γιρλάντες του δέντρου, ενώ παίρνει μια μπάλα στα χέρια της, δείχνει αναποφάσιστη για το που θα την βάλει. Δεν γυρίζει να τον κοιτάξει κι αυτό μου δίνει την εντύπωση ότι ντρέπεται να τον αντικρίσει, δεν τον περίμενε εκεί.
"Αυτό... που τους αλλάζεις συνέχεια θέση. Όλη αυτή την ώρα που σε παρατηρώ αυτό κάνεις, αλλάζεις θέση τα στολίδια." την πλησιάζει ακόμα περισσότερο κι εκείνη νιώθοντας τον να έρχεται πιο κοντά της κρύβεται γρήγορα πίσω απ'το δέντρο προσποιούμενη ότι τοποθετεί την μπάλα λίγο πιο πάνω απ'την κορφή του δέντρου. "Λοιπόν; Γιατί το κάνεις αυτό;" επιμένει εκείνος.
"Έτσι." του αποκρίνεται εκείνη απλά. Εκείνος βγάζει ένα επιφώνημα πονηρό του τύπου αυτό-δεν-είναι-δίκαιο ή δεν-υπάρχει-λόγος-να-κρύβεσαι-από-μένα-και-θέλω-να-μάθω-τώρα. Στη συνέχεια της χαρίζει ένα γλυκό χαμόγελο. Η Κάθριν τότε γέρνει το βλέμμα της προς εκείνον ενώ σκύβει για λίγο το κεφάλι της, φαίνεται σκεφτική. "Δεν μπορώ να σου πω." μουρμουρίζει.
"Γιατί;" συνεχίζει ο Ντάνιελ με απτόητο ενδιαφέρον κι έχω τεντώσει τα αυτιά μου.
"Γιατί ντρέπομαι." μουγκρίζει εκείνη.
"Εμένα ντρέπεσαι; Ύστερα απ'την εξομολόγηση της αγάπης μου το πρωί όταν ήρθες εδώ, απ'το πόσο νοιάζομαι για σένα, πόσο μου έλειψες. Ύστερα απ'όλα αυτά με ντρέπεσαι Κάθριν;" ο Ντάνιελ πιάνει το μέτωπό του απογοητευμένος. Αφήνει μια βαθιά ανάσα. "Νόμιζα πως σου είχα ανοιχτεί αρκετά για να σε κάνω να με εμπιστευτείς αλλά και για να με μάθεις καλύτερα ούτως ώστε να μη με ντρέπεσαι."
Η Κάθριν ξεφυσάει αγχωμένα και σωριάζεται στην πολυθρόνα λίγο πιο πέρα απ'το δέντρο με τα χέρια σταυρωμένα, κρατώντας ακόμα μια απ'τις γιρλάντες στα χέρια της, μπλεγμένη στα δάχτυλά της. "Άμα σου πω ορκίζεσαι πως δεν θα το πεις πουθενά;" τον ρωτάει αβέβαιη. Βλέπω τον Ντάνιελ να γέρνει στο πλάι το κεφάλι φέρνοντας πίσω το χέρι του κάνοντας μια χειρονομία. Με αυτόν τον τρόπο καταλαβαίνω αμέσως πως ο όρκος δεν πιάνει γιατί και πάλι να μην το πει πουθενά εκείνος εμείς θα το έχουμε ακούσει ήδη και στην σκέψη αυτή αισθάνομαι ντροπή ενώ νιώθω τα μάγουλά μου να έχουν κοκκινίσει ελαφρώς.
"Το ορκίζομαι." της απαντά εκείνος μαλακά.
"Από παιδί το έκανα. Στεναχωριόμουν γι'αυτά που έμεναν πίσω-πίσω και δεν φαίνονταν." η Κάθριν του δείχνει την πίσω μεριά του δέντρου υποδεικνύοντας του τα στολίδια που είναι κρεμασμένα εκεί. "Εντάξει το ξέρω δεν είναι ζωντανά αλλά τα στολίδια έχουν φτιαχτεί για να φαίνονται, δεν εξυπηρετούν κάποιον άλλον σκοπό, έτσι δεν είναι; Ε... κι είναι κρίμα, περιμένουν όλο το χρόνο μέσα σε ένα κουτί για να τα δει κάποιος και τα βάζεις πίσω-πίσω και δεν τα βλέπεις κανείς." του δείχνει ξανά την πίσω μεριά του δέντρου ενώ η φωνή της έχει αρχίσει να ραγίζει σιγά-σιγά. "Αυτό." συμπληρώνει στο τέλος και σκύβει ξανά το κεφάλι.
Το πλατύ χαμόγελο του Ντάνιελ έχει φτάσει μέχρι και τα αυτιά του. Γονατίζει μπροστά της απλώνοντας τα χέρια του προς το μέρος της, πιάνοντας το πρόσωπό της με τις παλάμες του, αναγκάζοντας την έτσι να τον κοιτάξει. "Τώρα κοροϊδεύεις!" τον αποπαίρνει εκείνη υψώνοντας τα μάτια της σε εκείνον.
"Όχι, όχι δεν κοροϊδεύω." βιάζεται εκείνος να την διαβεβαιώσει.
"Αφού γελάς." του γκρινιάζει η Κάθριν κουρασμένα ενώ κάνει να αποτραβηχτεί απ'τα δεσμά του αλλά εκείνος δεν φαίνεται διατεθειμένος να την αφήσει.
"Δεν γελάω κοροϊδευτικά."
"Ε... γιατί γελάς τότε;!" τον ρωτάει ξανά εκείνη χτυπώντας τα χέρια της πάνω στην πολυθρόνα αγανακτισμένα.
"Γιατί είσαι υπέροχη!" αναστενάζει εκείνος ενώ την τραβάει περισσότερο κοντά του.
Βλέπω την Κάθριν που γουρλώνει τα μάτια και τον κοιτά αποσβολωμένη καθώς φέρνει τα χέρια της στα μπράτσα του κάνοντας προσπάθεια να τον κρατήσει. 'Σίγουρα δεν περίμενε αυτή την απάντηση από εκείνον.' συλλογίζομαι από μέσα μου. Οι αντίχειρες του χαϊδεύουν απαλά τα μάγουλά της ενώ τα χείλη του ακουμπούν τα δικά της προσφέροντας της το φιλί του για πρώτη φορά. Όλη εκείνη η αγάπη που κρατούσε καλά κρυμμένη και φυλαγμένη όλον αυτόν τον καιρό για εκείνη ξεχύνεται αυτή τη στιγμή, μέσα από τούτο το φιλί που όσο περνάνε τα λεπτά γίνεται όλο και πιο βαθύ. Τελικά η Κάθριν βρίσκει τη λογική και το κουράγιο να τον απωθήσει με τρόπο από κοντά της κρατώντας τον απ'τα χέρια, δημιουργώντας έτσι μια απόσταση μεταξύ τους.
"Ζήτησα λίγο χρόνο..."του ψιθυρίζει με τρεμάμενη φωνή. Εκείνος ακουμπά το μέτωπό της με το δικό του.
"Με συγχωρείς Κάθριν αλλά δεν άντεξα. Δεν αντέχω άλλο αγάπη μου." τα χέρια του βρίσκονται ξανά στα μάγουλά της. "Τι άλλο πρέπει να κάνω για να σου αποδείξω ότι σε θέλω σα τρελός, ότι σε λατρεύω..."τον διακόπτει φέρνοντας τα δάχτυλά της στα χείλη του.
"Τίποτα. Δεν χρειάζεται να μου αποδείξεις τίποτα. Γνωρίζω το μέγεθος της αγάπης σου." η Κάθριν φέρνει την παλάμη της στο στήθος του, στο σημείο της καρδιάς του, εκείνος την παίρνει ενστικτωδώς και την σφίγγει μέσα στο χέρι του. "Γνωρίζω πόση αγάπη κρύβεται εδώ μέσα. Και μακάρι να είναι πραγματική αυτή τη φορά... Δεν θέλω να πληγωθώ ξανά."
"Είναι!" της λέει εκείνος με σιγουριά. "Το τελευταίο πράγμα που θέλω είναι να πληγωθείς. Δεν θα το άντεχα. Δεν πρόκειται να αφήσω κανέναν από δω και πέρα να σε βλάψει. Στο υπόσχομαι."
"Όχι άλλες υποσχέσεις σε παρακαλώ. Το μόνο που θέλω είναι λίγος χρόνος."
"Έμεινα τόσο καιρό μακριά σου και κόντεψα να τρελαθώ. Μη με απομακρύνεις. Μη μου λες ότι δεν πρέπει να σε πλησιάζω, ότι δεν πρέπει να σε αγγίζω. Δεν μπορώ να ζήσω υπό αυτές τις συνθήκες Κάθριν." της εξηγεί εκείνος ήρεμα.
"Μη με ξαναφιλήσεις... σε ικετεύω..."τον παρακαλεί εκείνη σιωπηλά καθώς τραβιέται όσο μπορεί. Μάταια όμως, τα χέρια του Ντάνιελ την κρατάνε σφιχτά.
"Γιατί;" την ρωτά εκείνος μια ανάσα πριν συναντήσει τα χείλη της ξανά.
"Ίσως να μην έχω το ψυχικό σθένος να σε σταματήσω." του λέει εκείνη με κόπο.
"Τι σημαίνει αυτό;" συνεχίζει εκείνος χαμογελώντας. "Την αλήθεια Κάθριν." την προειδοποιεί σοβαρά.
"Αυτό... αυτό σημαίνει πως φιλάτε πολύ όμορφα κ.Ράγκαν." τραυλίζει εκείνη κάνοντας υπεράνθρωπες προσπάθειες για να μην μπερδέψει τα λόγια της. Μισανοίγει τα χείλη της ενώ ο Ντάνιελ τα αγγίζει με χέρι που τρέμει.
"Όταν με προκαλείς με αυτόν τον τρόπο πως μπορώ να σου αντισταθώ Κάθριν; Πες μου πώς;" την ρωτά εκείνος κι απ'τον τόνο της φωνής του φαίνεται απελπισμένος. "Τι κακό έχει ένα φιλί;" προσθέτει.
"Θα οδηγούσε σε περισσότερα."
"Και λοιπόν; Αφού το θέλουμε κι οι δυο." εκείνος φαίνεται τόσο σίγουρος για τον εαυτό του. Η Κάθριν τον κοιτά μπερδεμένη, δείχνει ταραγμένη. "Θέλεις να με φιλήσεις Κάθριν έτσι δεν είναι;"
"Ειλικρινά Ντάνιελ δεν ξέρω τι θέλω αυτή τη στιγμή. Νιώθω ότι..."ο Ντάνιελ δεν την αφήνει να ολοκληρώσει. Τα χείλη του σφραγίζουν για άλλη μια φορά τα δικά της έχοντας την ανάγκη να αγγίξουν κάτι μέσα της. Απλώνει τα χέρια του γύρω της, τραβώντας την πιο κοντά του, κλείνοντας την μέσα του, δείχνοντας της έτσι την τρυφερότητα του.
"Σ'αγαπάω Κάθριν."της εξομολογείται εκείνος ψιθυρίζοντας πάνω στα χείλη της. "Είσαι όλη μου η ζωή, όλος μου ο κόσμος... Μη μου ζητήσεις ποτέ να σε αφήσω." τα χέρια της τυλίγονται στιγμιαία γύρω απ'το λαιμό του κουρνιάζοντας στον ώμο του. Εκείνος την σφίγγει με δύναμη πάνω του. "Ακόμα κι αν μου το ζητήσεις δεν πρόκειται να βρω ποτέ τη δύναμη να το κάνω. Δεν θέλω να σε αποχωριστώ αλλά κι ούτε να σε κρατήσω με την βία. Αλλά ούτε μπορώ να ζήσω χωρίς εσένα."
"Μην το κάνεις. Μην με αφήσεις..."γέρνει να τον κοιτάξει απλώνοντας το χέρι της στο μάγουλό του, χαϊδεύοντας τον καθώς τα δάχτυλά της ανηφορίζουν στα μαλλιά του και παίζουν με αυτά. Σκύβει και του χαρίζει ένα φιλί στο μέτωπο. "Θέλω να... παίξω κάτι για σένα." του λέει λίγο αργότερα εκείνη.
"Θέλω να σε ακούσω." της αποκρίνεται εκείνος αφήνοντας μια βαθιά ανάσα και φιλώντας γλυκά την παλάμη της.
Η Κάθριν αφού σηκώνεται προσεχτικά απ'την πολυθρόνα φτιάχνοντας το φόρεμά της, κινείται μέχρι το τραπεζάκι όπου ανοίγει ένα ξύλινο κουτί. Μέσα σε αυτό είναι φυλαγμένο ένα βιολί και ένα δοξάρι. Το στηρίζει στον ώμο της πιέζοντας τις χορδές με το ένα χέρι ενώ με το άλλο είναι έτοιμη να κινήσει το δοξάρι πάνω στις χορδές. Ρίχνει μια τρυφερή ματιά στον Ντάνιελ που έχει βολευτεί στην πολυθρόνα κι αδημονεί να την ακούσει κι αρχίζει να παίζει... Για εκείνον.
Έχω υπνωτιστεί απ'τον μαγικό ήχο του βιολιού. Δεν έχω καταλάβει ότι εδώ και μερικά λεπτά έχω αρχίσει να στριφογυρίζω στον διάδρομο κρατώντας απ'τα χέρια την Ελίζαμπεθ. Δείχνουμε να το απολαμβάνουμε κι οι δυο.
"Έι κορίτσια ελάτε εδώ! Ελάτε γρήγορα!" μας ψιθυρίζει η Άνν και τρέχουμε ξανά προς το άνοιγμα της πόρτας εστιάζοντας την ματιά μας στον Ντάνιελ ο οποίος, με το που τελειώνει το κομμάτι η Κάθριν, πετάγιεται απ'την πολυθρόνα, τυλίγει τα χέρια του γύρω της και την φιλάει.
Η Κάθριν δεν έκανε τίποτα για να τον αποφύγει, αντίθετα ανταποκρίθηκε με όλα τα μόρια του κορμιού της να συμμετέχουν πρόθυμα. Το μόνο που την έκανε να αισθάνεται άβολα, απ'όσο μπορούσα να δω, ήταν το γεγονός ότι δεν μπορούσε να τον αγγίξει. Τα χέρια της έμειναν μετέωρα, ακίνητα καθώς κρατούσαν το βιολί και το δοξάρι κι λίγο αργότερα τα έφερε αργά-αργά γύρω απ'το λαιμό του προσέχοντας μην πέσουν.
"Ντάνιελ..."πρόφερε ξέπνοα λίγο αργότερα το όνομά του. "Θέλω να σου ζητήσω μια χάρη, μόνο μια χάρη."
"Ζήτα μου ότι θέλεις. Οτιδήποτε!"
"Να με αγαπάς. Να μου λες πως μ'αγαπάς κάθε στιγμή. Να μου λες ότι με χρειάζεσαι τώρα και... για πάντα. Να μου ορκιστείς ότι η αγάπη σου είναι αληθινή... πραγματική. Να με αγαπάς, μόνο αυτό σου ζητώ τίποτα άλλο. Μόνο να με αγαπάς..."η φωνή της Κάθριν τρέμει καθώς προφέρει τούτα τα λόγια.
"Την αγάπη μου σου την έχω δώσει και σου την έχω εξομολογηθεί ήδη, αλλά τι θα κερδίσω σε αντάλλαγμα;" της αποκρίνεται εκείνος ήρεμα καθώς παίρνει μια τούφα της και την φέρνει στη μύτη του.
"Μάθε με να σ'αγαπώ, να σε αναζητώ κάθε στιγμή της ημέρας, να σε ζητώ μέχρι να μην μπορώ ούτε στιγμή να μείνω μακριά σου... Μάθε με, μάθε με να σε ποθώ. Σε παρακαλώ Ντάνιελ, το'χω τόσο ανάγκη. Και σε ικετεύω μη με αφήσεις κι εσύ να φύγω, μη με εγκαταλείψεις." γέρνει το κεφάλι της πάνω στο στήθος του ενώ τα δάκρυα ρέουν στα μάγουλά της. Μένει εκεί.
"Θα κάνω ότι μπορώ. Σου δίνω το λόγο μου ότι θα κάνω ότι περνάει απ'το χέρι μου για να πετύχω τον σκοπό μου." αφού τραβάει το βιολί απ'το χέρι της κι το αφήνει στο τραπέζι, σηκώνει το πηγούνι της και βάλθηκε να εκπληρώσει από τώρα αυτό που εκείνη του είχε ζητήσει, βάλθηκε να της δείξει μέσα απ'το φιλί του πως είναι να σε αγαπούν, να σε επιθυμούν, να σε ποθούν...
Κάποια στιγμή ένιωσα τα δάχτυλά του Στήαρ να μπλέκονται με τα δικά μου τόσο σφιχτά που γύρισα να τον κοιτάξω έκπληκτη. Βλέποντας τον να μου χαρίζει ένα αχνό χαμόγελο δεν μπόρεσα ως συνήθως να αντισταθώ. Τραβηχτήκαμε κι οι δυο απότομα απ'την πόρτα λίγο πιο πέρα στο διάδρομο, αγκαλιαστήκαμε... Ένιωσα ξανά σαν να διάβαζε ο ένας τον άλλον. Αισθανόμουν την ανάγκη του κι εκείνος τη δική μου. Έγειρα προς το μέρος του, κι εκείνος προς εμένα. Ήμασταν έτοιμοι να φιληθούμε όταν ξαφνικές φωνές μέσα απ'την σάλα μας έκαναν αναπηδήσουμε από φόβο. Ο Έντουαρντ είχε εισβάλλει με τρόπο άκομψο μέσα στα ιδιαίτερα των Άρντλευ κι είχε αρχίσει να χάνει την υπομονή του.
"Με συγχωρείτε αλλά το δώρο της γυναίκας μου δεν μπορεί να περιμένει λεπτό παραπάνω οπότε... Ντάνιελ, Κάθριν αν δεν σας πειράζει πάρτε θέση να ακούσετε κι εσείς. Εκτός Κάθριν κι αν θες να παίξουμε κανά ντουέτο, παίζεις αρκετά καλά μπορώ να πω." ο Έντουαρντ έχει ήδη βολευτεί μπροστά στο πιάνο κι σηκώνει το άνοιγμα. Στη συνέχεια αγγίζει τα πλήκτρα με τα δάχτυλά του.
"Έντι..."ψιθυρίζει σιγανά η Λίζι αγκαλιάζοντας τον αφού καθίσει δίπλα του. "Πάντα ανυπόμονος." προσθέτει παίζοντας με τα χαλκοκάστανα μαλλιά του.
Η Κάντυ με τον Τέρρυ, ο Τομ με την Ανν, ο Στήαρ κι εγώ ακολουθούμε καθώς μπαίνουμε μέσα στη σάλα. Το ζευγάρι των Γκράντσεστερ είναι όρθιο δίπλα στο πιάνο. Φαίνεται πως ο Τέρρυ έχει σειρά μετά τον αδελφό του. Οι Τζόνσον γονάτισαν κι αφού βολεύτηκαν μπροστά στο τζάκι ο Τομ έφερε προσεχτικά τα χέρια του γύρω απ'την μέση της Ανν, αφήνοντας τις παλάμες του πάνω στην φουσκωμένη της κοιλιά, χαϊδεύοντας την με προσοχή. Η Κάθριν κι ο Ντάνιελ ήταν καθισμένοι κι οι δυο στον καναπέ και ξεφύλλιζαν ένα άλμπουμ. Υπέθεσα πως θα ήταν φωτογραφίες της οικογένειας των Άρντλευ αλλά και των άλλων δυο οικογενειών με τους οποίους είχαν συγγένεια, τους Κόρνγουελ και τους Ράγκαν. Κάθε τόσο σήκωναν τα βλέμματα τους απ'το άλμπουμ κι αντάλλαζαν πεταχτά φιλιά. Εγώ κι ο Στήαρ είχαμε αποσυρθεί σε μια γωνιά δίπλα στο δέντρο, όρθιοι μπροστά απ'το παράθυρο βλέπαμε απέξω το χιονισμένο τοπίο. Σε λίγο θα ήταν Χριστούγεννα. Ένιωθα τα χείλη του Στήαρ πάνω στα μαλλιά μου να με ζεσταίνουν. Τα χέρια του κινήθηκαν χωρίς να το πάρω είδηση πάνω στη κοιλιά μου κι άρχισαν να την μαλάζουν. Έφερα κι εγώ τα δικά μου πάνω στα δικά του κι άρχισα να τον χαϊδεύω. Έκλεισα τα μάτια μου γέρνοντας πάνω στον άνθρωπό μου απολαμβάνοντας την στιγμή. Ήμουν σχεδόν τριών μηνών...
~~~***~~~***~~~
Έχει επεξεργασθεί από τον/την Dalia στις Δευ Σεπ 29, 2014 2:29 pm, 4 φορές συνολικά
Dalia- Terry Extreme Guru
- Αριθμός μηνυμάτων : 8488
Points : 14846
Ημερομηνία εγγραφής : 07/11/2010
Ηλικία : 35
Τόπος : In a Galaxy far, far away...
Χιούμορ : Well, be my guest!!
Απ: Χριστουγεννιάτικα Τερρο-φικ 2012
"Λοιπόν που είναι η μελωδία μου; Πού είναι το δώρο μου;" ακούω την Λίζι απ'την μεριά του πιάνου να ρωτάει ανυπόμονα τον αγαπημένο της, ο οποίος γέρνει προς το μέρος της και πιάνει το πρόσωπό της με τις παλάμες του.
"Είναι κάτι που το δούλευα όλο το καλοκαίρι στην Σκωτία... Για την ακρίβεια πριν από δυο μήνες περίπου το τελειοποίησα. Είναι κάτι που έγραψα μόνος μου." της εξομολογείται ο Έντουαρντ κι είναι λες κι έχει σταθεί ένας κόμπος στο λαιμό του δυσκολεύεται να μιλήσει. "Πρώτη φορά γράφω κάτι δικό μου γι αυτό κι όλον αυτόν τον καιρό ξενύχταγα καμιά φορά μπροστά στο πιάνο κι αργούσα να κοιμηθώ. Το έγραφα και το ξανάσβηνα απ'την αρχή..."
"Αδέρφι δεν σταματάς την πολυλογία να πάρουμε κι εμείς καμιά σειρά;" τον ρωτά ο Τέρρυ με ύφος όλο απάθεια. Στη συνέχεια στα χείλη του εμφανίζεται ένα πονηρό χαμόγελο. "Αν ξεκινήσεις να παίζεις τότε θα σε παραδεχτώ." του πετάει μαλακά.
"Χμμ... κρυάδες." τον ειρωνεύεται η Κάντυ. "Έντουαρντ τί τίτλο έχει η μελωδία;" ρωτάει χωρίς να δείνει καμιά σημασία στον σύζυγό της.
"Το ονόμασα το 'Νανούρισμα' κι είναι το Χριστουγεννιάτικο δώρο μου για την γυναίκα μου." ο Έντουαρντ δίνει ένα τρυφερό φιλί στη Λίζι και έπειτα επικεντρώνει την προσοχή του στο πιάνο, όπου ακουμπά τα δάχτυλά του πάνω στα πλήκτρα κι αρχίζει να παίζει. Η Ελίζαμπεθ γέρνει πάνω στον ώμο του και κλείνει τα μάτια της.
Τη στιγμή που το κομμάτι τελειώνει τα χέρια της Λίζι τυλίγονται γύρω απ'τον λαιμό του Έντουαρντ, αρχίζει να τον φιλάει με πάθος ενώ εμείς έχουμε αρχίσει να τον χειροκροτούμε. "Είναι το ωραιότερο δώρο που μου χουν κάνει ποτέ. Σε ευχαριστώ πολύ αγάπη μου. Μπορεί να είναι η αγαπημένη μας μελωδία από δω και πέρα; Μπορεί να είναι το τραγούδι μας;" τα μάτια της Λίζι κοιτούν με ελπίδα τα γαλάζια δικά του και ακουμπά το μέτωπό του πάνω στο δικό της χαμογελώντας του αχνά.
"Αν το θέλεις κι εσύ." της αποκρίνεται εκείνος αφήνοντας έναν αναστεναγμό. "Σ'αγαπάω καρδιά μου. Χαίρομαι τόσο που πλέον μπορείς και βλέπεις τον κόσμο πιο καθαρά. Μπορείς να τον εξερευνήσεις μέσα απ'τα δικά σου μάτια και κυρίως που μπορείς επιτέλους να με δεις." ο Έντουαρντ φέρνει τα χέρια του γύρω της, την αγκαλιάζει.
"Κι εγώ χαίρομαι που έμεινες κι ήσουν κοντά μου απ'την πρώτη στιγμή. Σ'αγαπώ."
"Σε παραδέχομαι αδελφέ μου, ορίστε το ομολογώ. Αλλά αν δεν έχεις αντίρρηση νομίζω πως ήρθε κι η δική μου σειρά να παίξω κάτι στη γυναίκα μου." ο Τέρρυ πλησιάζει προς το μέρος του αδελφού του, ο οποίος σηκώνεται απ'το κάθισμα παραχωρώντας του έτσι την θέση του.
"Τέρρυ θα παίξεις στο πιάνο; Για...για μένα;" τον ρωτάει με γουρλωμένα μάτια η Κάντυ μην μπορώντας να το πιστέψει.
"Γιατί όχι; Εγώ δηλαδή να μην έχω την τιμή και την χαρά να παίξω κάτι στον έρωτα της ζωής μου;" της αντιγυρίζει εκείνος.
"Μήπως θέλεις να κάνεις εντύπωση;" τον πειράζει εκείνη καθώς κινείται προς το μέρος του όλο νάζι. Ο Τέρρυ την αρπάζει απότομα με το ένα του χέρι βάζοντας την να καθίσει δίπλα του, δίνοντας της ένα παθιασμένο φιλί. Λίγο μετά αποτραβιέται ενώ η Κάντυ προσπαθεί να συνέλθει.
"Τώρα γλυκιά μου φακιδομούρα μην βγάλεις άχνα και άκου με να παίζω μόνο για σένα!" της μουρμουρίζει εκείνος με πάθος κι εκεί που νομίζεις ότι θα παίξει κάτι δυναμικό - δεδομένου ότι τα χέρια του έχουν πάρει φόρα και πέφτουν με δύναμη πάνω στο πιάνο - ωστόσο όταν τα δάχτυλα του Τέρρυ αγγίζουν τα πλήκτρα είναι λες και τα χαϊδεύουν.
"Συγχώρεσε με Ταρζάν αν ήταν μικρό αλλά δυστυχώς δεν είχα τον απαιτούμενο χρόνο για να παίξω περισσότερο. Βλέπεις ο αδελφός μου έκανε εξάσκηση και στην δουλειά του. Στο θέατρο εμείς δεν έχουμε πιάνο... αν και θα πρεπε να υπάρχει ένα εδώ που τα λέμε." λέει αμέσως ο Τέρρυ μόλις τα δάχτυλά του απομακρύνονται απ'τα πλήκτρα. Κι έχει δίκιο. Γιατί μόλις αρχίζω να μπαίνω στο νόημα που θέλει να περάσει η μελωδία, η απογοήτευσή μου είναι τέτοια καθώς φτάνει τόσο γρήγορα προς το τέλος που θέλω να ουρλιάξω. 'Δεν είναι δίκαιο.' μουγκρίζω από μέσα μου. 'Milord έπρεπε να παίξεις περισσότερο.' συλλογίζομαι.
"Και δηλαδή τώρα αυτό που έπαιξες ήταν δικό μου;" τον ρωτάει η Κάντυ ενώ βυθίζει τα σμαραγδένια μάτια της μέσα στα δικά του. Το βλέμμα της είναι όλο κρυφά υπονοούμενα. Ο Τέρρυ μπαίνει αμέσως στο κόλπο.
"Πριν το παίξω σε σένα συνήθιζε να λέγεται 'η Μελωδία ενός Ιδιόμορφου'." στη στιγμή όλοι ξεσπάμε σε τρανταχτά γέλια. Ο Τέρρυ όμως συνεχίζει. "Αλλά δεν έχω πρόβλημα να το μοιραστώ... μαζί σου!" τονίζει την τελευταία του λέξη.
"Ήταν πολύ όμορφο, αν και μικρό." λέει η Κάντυ. Του χαρίζει ένα πεταχτό φιλί στα χείλη. "Σε ευχαριστώ πολύ." ο Τέρρυ φέρνει το χέρι του στο λαιμό της καθώς την χαϊδεύει απαλά και φιλάει τη μύτη της, στο μέρος όπου βρίσκονται οι φακίδες της.
"Αδελφέ μου μπορώ να παίξω κι εγώ κάτι στον άντρα μου σε παρακαλώ;" η Ανν στέκεται όρθια αυτή τη στιγμή μπροστά στο πιάνο με την βοήθεια του Τομ που την κρατάει απ'τη μέση και σφίγγει το ένα της χέρι με δύναμη μέσα στο δικό του.
Δεν είχα προσέξει την Ανν νωρίτερα αλλά τώρα που την κοιτώ καλύτερα φαίνεται τόσο γλυκιά. Η εγκυμοσύνη την κάνει να δείχνει πιο όμορφη, είναι στον πέμπτο μήνα. Το φόρεμά της είναι στο χρώμα του φούξια, τα φουφουλένια μανίκια της πέφτουν με χάρη με αποτέλεσμα να φαίνονται λίγο οι ώμοι της ενώ μια γαλάζια κορδέλα είναι δεμένη γύρω απ'το λαιμό της. Τα κατάμαυρα μαλλιά της ενώ άλλες φορές έπεφταν ίσια στην πλάτη της, απόψε είναι μπούκλες στις άκρες τους. Είναι πανέμορφη.
"Μα και βέβαια Ανν." ο Τέρρυ σηκώνεται φουριόζος απ'την θέση του και πιάνει το ένα χέρι της αδελφής του βοηθώντας την να καθίσει. Ύστερα πηγαίνει κοντά στην Κάντυ και βολεύονται με τη σειρά τους κι οι δυο στον καναπέ.
"Λοιπόν...; Τι θα μου παίξεις εμένα;" ρωτάει ο Τομ τη γυναίκα του που βρίσκεται ήδη καθισμένος δίπλα της.
"Θέλεις να μάθεις τι θα σου παίξω ή την ιστορία του κομματιού που θα σου παίξω;" του αντιγυρίζει εκείνη και χωρίς να παίρνει κάποια απόκριση απ'αυτόν που την παρατηρεί με προσήλωση συνεχίζει. "Κάποτε μια πριγκίπισσα ερωτεύτηκε έναν πρίγκιπα. Ήταν κι οι δυο τόσο ευτυχισμένοι που το μόνο που τους ένοιαζε ήταν να είναι μαζί, χωρίς να έχουν το θάρρος να εκδηλώσει ο ένας την αγάπη του στον άλλον. Ξαφνικά η πριγκίπισσα έχασε την μνήμη της κι ήρθε ο καιρός που χωρίστηκε με τον πρίγκιπα της επειδή έτσι το θέλησε η μοίρα τους. Εκείνη όμως παρόλο που δεν θυμόταν, τον έβλεπε συνεχώς κάθε βράδυ που εμφανιζόταν στα όνειρά της. Το πρωί που ξυπνούσε η πριγκίπισσα καθόταν στο παραθύρι της κι ευχόταν - ακόμα κι αν δεν ήξερε ποιος ήταν αυτός ο νεαρός πρίγκιπας που ονειρευόταν - κάποια στιγμή να έρθει κοντά της και να της πει πόσο πολύ την αγαπά." πριν προλάβει η Ανν να δώσει το ελεύθερο στον Τομ να μιλήσει, τα δάχτυλά της είναι ήδη πάνω στα πλήκτρα και παίζουν έναν γλυκό σκοπό.
Η συγκεκριμένη μελωδία με αγγίζει τόσο πολύ, ακούγεται τόσο ήρεμη, χαλαρή, αρμονική στα αυτά μου που πιάνω τον εαυτό μου να έχει κλείσει τα βλέφαρά του και τον Στήαρ να καταβάλλει υπεράνθρωπες προσπάθειες να με κρατήσει όρθια για να μην πέσω και κοιμηθώ στο πάτωμα. 'Αμάν! Ρεζίλι θα γίνω.' σκέφτομαι ενώ στέκομαι ξανά κανονικά στα πόδια μου φέρνοντας γύρω μου τα χέρια του κρατώντας τον γερά. Στρέφω το βλέμμα μου προς το ζευγάρι που βρίσκεται στο πιάνο.
"Νομίζω πως αυτό το κομμάτι σε συνεπήρε για τα καλά." μου ψιθυρίζει με τρόπο ο Στήαρ στο αυτί μου καθώς με πειράζει ενώ χαμογελάει ταυτόχρονα.
"Πράγματι. Με συγχωρείς." τραυλίζω ντροπιασμένη.
"Δεν χρειάζεται να ζητάς συγγνώμη. Είναι φυσικό στη κατάστασή σου. Αν αισθάνεσαι κουρασμένη μπορούμε να αποσυρθούμε." νιώθω την ανάσα του να γαργαλάει τον λοβό του αυτιού μου ενώ την ίδια ώρα στριφογυρίζω στο μυαλό μου την δελεαστική πρότασή του. Προσεύχομαι... προσεύχομαι να μην λυγίσω. 'Στήαρ μη μου το κάνεις τώρα αυτό.' φωνάζω από μέσα μου. Κλείνω τα μάτια μου, παίρνω μια βαθιά ανάσα.
"Είμαι μια χαρά αγάπη μου. Σε ευχαριστώ πολύ." του αποκρίνομαι ενώ παίρνω τον καρπό του στο χέρι μου και τον αγγίζω με τα χείλη μου φιλώντας τον. 'Ο μόνος τρόπος για να ξεχαστώ είναι να έχω τα μάτια μου στραμμένα στο πιάνο.' σκέφτομαι ενώ κοιτώ τον Τομ που γέρνει προς την Ανν και της χαρίζει διάσπαρτα φιλιά σε όλο της το πρόσωπο.
"Τελικά αντί για τον πρίγκιπα ήρθε η πριγκίπισσα κοντά σε εκείνον." μουρμουρίζει ο Τομ, ένα πλατύ χαμόγελο έχει εμφανιστεί στα χείλη του.
"Μόλις η πριγκίπισσα ξαναβρήκε τη μνήμη της τον αναζήτησε. Ήταν ο μόνος τρόπος για να του εκφράσει την αγάπη της..."σκύβει ακόμα περισσότερο προς το μέρος του. "Τομ... εκείνο το απόγευμα... Στο μύλο, που έβρεχε..."η φωνή της Ανν είχε αρχίσει να τρέμει ξαφνικά. "Δεν θα το ξεχάσω ποτέ!" συμπληρώνει με σθένος σφίγγοντας τα χέρια του μέσα στα δικά της.
"Ούτε κι εγώ Χιονάτη μου, ούτε κι εγώ. Ήταν απ'τις ωραιότερες στιγμές της ζωής μου και σε ευχαριστώ που γύρισες εκείνη την ημέρα. Είχα χάσει κάθε ελπίδα, νόμιζα πως δεν θα σε ξανάβλεπα ποτέ και πως ίσως... ίσως δεν με είχες αγαπ..."
"Ποτέ! Ποτέ μην ειπωθεί ξανά κάτι τέτοιο απ'τα χείλη σου! Ούτε καν να το σκεφτείς... Ποτέ ξανά! Με κατάλαβες Τόμας Τζόνσον;! Ποτέ ξανά! Κι αυτό δεν είναι παράκληση αλλά διαταγή μιας γυναίκας που σ'αγαπά, της γυναίκας σου." η Ανν έχει φυλακίσει μέσα στις παλάμες της το πρόσωπό του κοιτώντας τον έντονα, θα έλεγε κανείς πως προσπαθεί να διαβάσει τα δικά του μάτια.
"Στις προσταγές σας υψιλοτάτη." μουρμουρίζει ο Τομ ενώ χαρίζει ένα ακόμα φιλί στο μέτωπο της Χιονάτης του.
Ζαλίζομαι λίγο αλλά υποθέτω πως γνωρίζω για ποιον λόγο νιώθω έτσι. Επίσης θέλω διακαώς να κλείσω τα μάτια μου και να αποκοιμηθώ αλλά δεν θέλω να αφήσω από τώρα αυτήν την όμορφη συντροφιά. Γι'αυτό και με δική μου πρωτοβουλία πιάνω απ'το χέρι τον Στήαρ και τον οδηγώ προς το πιάνο. Η Ανν κι ο Τομ έχουν ήδη σηκωθεί και κατευθύνονται προς το τζάκι.
"Μπορείς να παίξεις;" με ρωτά ο Στήαρ εξετάζοντάς με προσεχτικά.
"Ναι. Μην ανησυχείς." του απαντώ καθησυχάζοντας τον.
"Δεσποινίς Cenciarelli ξέρετε να παίζετε;" με ρωτάει όλο περιέργεια ο Τέρρυ.
"Αγαπητέ μου Milord ήξερα από πριν γνωρίσω τον Στήαρ κάτι λίγα για το πιάνο." του εξηγώ ενώ κάθομαι προσεχτικά, ο Στήαρ είναι δίπλα μου, έχει περασμένο το χέρι του γύρω απ'τη μέση μου. "Με την βοήθεια της αδελφής σας και τις τακτικές της επισκέψεις, χάρη στις γνώσεις της πλέον μπορώ να πω πως έχω γίνει ξεφτέρι... Οπότε θα ήθελα να παίξω κι εγώ κάτι. Κάτι..."γέρνω το βλέμμα μου προς τον Στήαρ. "...κάτι το οποίο το αφιερώνω στον μέλλοντα σύζυγό μου. Είναι η δική του μελωδία, μελοποιημένη από εμένα για εκείνον. Αν το θέλει κι εκείνος είμαι πρόθυμη να τη μοιραστώ μαζί του αλλά αυτό που θα παίξω είναι αποκλειστικά δικό του." απλώνω το χέρι μου κι αγγίζω τα μαλλιά του, τα χαϊδεύω τρυφερά παίζοντας με αυτά. "Μέσα απ'αυτό το τραγούδι θέλω να τον ευχαριστήσω που πριν από τέσσερα χρόνια, σε ένα νοσοκομείο στη Νάπολη της Ιταλίας ήταν εκεί για μένα δίνοντας μου πίσω τη ζωή που είχα χάσει και σώζοντας τον ίδιο ταυτόχρονα, φέρνοντας τον πίσω στη ζωή." τον πλησιάζω δίνοντας του ένα φιλί στο μάγουλο. Στη συνέχεια τα δάχτυλά μου αρχίζουν να κινούνται πάνω στα πλήκτρα με ήρεμες κι απαλές κινήσεις.
Έχω τελειώσει με το κομμάτι. Τα χέρια του Στήαρ φέρνουν το πρόσωπό μου μια ανάσα απ'το δικό του, τα χείλη του συναντούν τα δικά μου παρασέρνοντας με σε ένα από εκείνα τα φιλιά του που δύσκολα προσπαθούμε να βάλουμε ένα τέλος χωρίς να γίνει πιο βαθύ. Όταν τελικά καταφέρνει ο ένας να αποτραβηχτεί απ'τον άλλον το μέτωπό του αγγίζει το δικό μου. Παίρνει μερικές βαθιές ανάσες πριν μου απευθύνει το λόγο.
"Questo è sicuramente il nostro melodia!"<Αυτή είναι σίγουρα η δική μας μελωδία!> μου εκμυστηρεύεται με πάθος και δεν μπορώ να κρύψω την χαρά μου. Φέρνω τις παλάμες μου στα μάγουλά του.
"Grazie tesoro."<Σε ευχαριστώ αγάπη μου.> ψιθυρίζω ενώ του δίνω ένα φιλί στο μέτωπο.
"No tesoro, ti ringrazio!"<Όχι γλυκιά μου, εγώ σε ευχαριστώ!> τα μάτια μου τον κοιτούν εκστατικά. Εκείνος δεν χάνει καιρό και συνεχίζει. "Όταν γυρνώ πίσω σε εκείνες τις μέρες, τα όνειρα που κάναμε κι αφήσαμε πίσω μας - επειδή ξαφνικά όλα αυτά που ονειρευτήκαμε διαλύθηκαν - νιώθω κι είμαι ευγνώμων. Επειδή ευλογήθηκα με το να σε έχω στη ζωή μου. Όταν κοιτώ πίσω σε εκείνες τις μέρες, κοιτώ και βλέπω το δικό σου πρόσωπο γιατί εσύ ήσουν εκεί για μένα!" όλη αυτήν την ώρα μου είναι αδύνατον να συγκρατήσω τα δάκρυά μου γι'αυτό και τα ελευθερώνω. Το κράτημα και των δυο μας αυτόματα γίνεται πιο δυνατό γύρω απ'τα κορμιά μας. "Τη στιγμή που μου έδειξες πως είναι να αγαπάς, να πετάω με τα δικά μου φτερά... Πάντα θα θυμάμαι το κουράγιο, τη δύναμη που μου έδωσες. Η αγάπη σου με βοήθησε να τα καταφέρω. Σου οφείλω τόσα πολλά επειδή... επειδή... Ήσουν. Εκεί. Για. Μένα!" έχουμε σηκωθεί κι δυο απ'το κάθισμα απότομα, στεκόμαστε μπροστά στο πιάνο όρθιοι και σφιχταγκαλιασμένοι. Έχω γείρει πάνω του, με τα χέρια μου γύρω απ'το λαιμό του και το κεφάλι μου στον ώμο του.
"Στήαρ..."προφέρω το όνομά του ξέπνοα πνίγοντας την ίδια ώρα τους λυγμούς και τα αναφιλητά μου. Νιώθω τα χείλη του να φιλούν τον γυμνό ώμο μου. Στη συνέχεια η ανάσα του γαργαλάει τα αυτιά μου.
"Θέλω να μείνουμε μόνοι." μου ψιθυρίζει αισθησιακά. 'Χριστέ μου, τι μαρτύριο κι αυτό;!' ουρλιάζω από μέσα μου καθώς τον τραβάω ξανά προς το παράθυρο για να σταθούμε πάλι εκεί.
"Κάνε λίγη υπομονή σε παρακαλώ." ψελλίζω ενώ τον κρατάω απ'τα μπράτσα του.
"Η υπομονή έχει και τα όριά της... Και μένα τα δικά μου έχουν αρχίσει να εξαντλούνται." με προειδοποιεί ψιθυριστά καθώς μου δίνει ένα τρυφερό φιλί στο λαιμό μου. Γέρνω ξανά πάνω του φέρνοντας τα χέρια του γύρω μου ούτως ώστε εκείνος να με κλείσει μέσα στην αγκαλιά του. Δεν λέω τίποτα κι εκείνος κάνει ότι μπορεί για να με πείσει να ενδώσω. "Είναι τόσο κακό που θέλω να σου δώσω το δώρο μου." συνεχίζει. Χαμογελάω πονηρά.
"Io non credo che tu vuoi darmi il mio regalo. Un'altra cosa mettete nella vostra mente."<Δεν νομίζω πως θέλεις να μου δώσεις το δώρο μου. Κάτι άλλο έχεις βάλει στο μυαλό σου. >μουρμουρίζω σιωπηλά πειράζοντας τον.
"Forse essendo in sorpresa."<Ίσως να είναι μέσα στην έκπληξη κι αυτό.> τσιμπάει εκείνος.
"Qualunque cosa sia puo 'aspettare."<Ότι κι αν είναι μπορεί να περιμένει.>
"Come vuoi. Ma per conoscere la posizione così oppresso." <Όπως επιθυμείς. Πάντως να ξέρεις ότι επιβαρύνεις την θέση σου έτσι.> με προειδοποιεί εκείνος για να φοβηθώ. Δεν μασάω.
"Forse è più interessante allora."<Ίσως να έχει περισσότερο ενδιαφέρον τότε. >τον τσιγκλάω. Προσπαθώ με νύχια και με δόντια για να συγκρατήσω τα χαχανητά μου.
"Assicurarsi!"<Να είσαι σίγουρη!> και στο άκουσμα των λόγων αυτών με σφίγγει περισσότερο στην αγκαλιά του. Τόσο πολύ που για λίγο δυσκολεύομαι να αναπνεύσω.
"Σταματήστε επιτέλους να μουρμουρίζετε όλη την ώρα εσείς οι δυο κι αφήστε το επόμενο ζευγάρι να παίξει το κομμάτι του!" γκρινιάζει η Κάντυ απ'τον καναπέ αποσπώντας μας την προσοχή και διακόπτοντας την κρυφή μας συζήτηση - η οποία λόγω της ξένης γλώσσας την οποία και χρησιμοποιούμε - δεν καταλαβαίνει κανείς το περιεχόμενό της. "Αλιστήαρ Κόρνγουελ θύμισε μου να στα ψάλλω πάλι αργότερα που με έκανες να κλάψω χρονιάρες μέρες!" γρυλίζει στη συνέχεια εκείνη ενώ φυσάει την μύτη της και σκουπίζει τα μάτια της με ένα μαντήλι.
"Μάλιστα θεία."της αποκρίνεται μαλακά ο Στήαρ πνίγοντας ένα γέλιο.
Η ματιά μου για λίγο πέφτει πάνω στους Τζόνσον όπου ο Τομ μου κάνει νόημα με το χέρι του να μη μιλήσω καθότι η Ανν που έχει γείρει πάνω του έχει κλειστά τα βλέφαρά της. Φαίνεται πως έχει αποκοιμηθεί υπό τους ήχους του πιάνου.
"Γιατί δεν πηγαίνετε να ξεκουραστείτε;" ρωτάω τον Τομ άηχα προσέχοντας μην κάνω φασαρία.
"Δεν την ενοχλούν οι ομιλίες, ούτε οι μελωδίες του πιάνου. Μπορεί να χαλαρώσει κι έτσι." μου απαντά εκείνος στον ίδιο τόνο.
"Αδελφέ μου από πότε ξέρεις να παίζεις πιάνο;" την προσοχή μου την τραβάει η φωνή της Ελίζαμπεθ. Ο Έντουαρντ κάθεται στην πολυθρόνα και την έχει πάρει στα γόνατά του. 'Το ίδιο αναρωτιέμαι κι εγώ.' μουρμουρίζω από μέσα μου ενώ βλέπω τον Ντάνιελ και την Κάθριν να έχουν πάρει την γνωστή θέση.
"Ήταν κάποιες νύχτες που... Δεν έμενα όλη τη νύχτα στο νοσοκομείο ή κάποιες μέρες όταν δεν χρειαζόταν να πάω ή είχα άδεια... Εκείνο το διάστημα..."ο Ντάνιελ έχει στραμμένο το βλέμμα του στα πλήκτρα αποφεύγοντας να κοιτάξει στα μάτια την Κάθριν που σκύβει προς το μέρος του ανήσυχη. Δείχνει αμήχανος, δυσκολεύεται να μιλήσει. "Εκείνο το διάστημα εσύ Λίζι έλειπες στην Ευρώπη..."δείχνει την αδελφή του με το χέρι του καθώς της απευθύνει το λόγο. "Δεν θα μιλήσω για τον πατέρα μας, ούτε λόγος..."ο Ντάνιελ αφήνει ένα μελαγχολικό χαμόγελο. Παρατηρώ που η Λίζι σκύβει κι αυτή το κεφάλι σε τούτα τα λόγια, αισθάνεται άσχημα. "Το σπίτι έμοιαζε με νεκρό... Φυσικό είναι, ήταν άδειο... Γυρνούσα μετά τη δουλειά εκείνες τις νύχτες, έβλεπα το πιάνο, το κοίταζα με περιέργεια και αναρωτιόμουν... Αναρωτιόμουν πως θα ήταν αν... αν έπνιγα τον πόνο μου εκεί... Αλλά... αλλά δεν ήξερα..."ξεφυσάει νευρικά, συνεχίζει. "Κι όμως ήθελα να μάθω, θα έκανα τα πάντα για να μάθω... Τα πάντα!" τα χέρια της Κάθριν προσπαθούν να τον αγγίξουν αλλά εκείνος τα απομακρύνει μαλακά. Δεν είναι ακόμα έτοιμος να την αντικρίσει. "Προσπαθώ να μάθω. Αρχίζω να παίζω μόνος μου! Κάθε βράδυ σχεδόν το σπίτι πλημμυρίζει απ'τους ήχους ενός οργάνου που το χειρίζεται ένας τρελός! Ένας απελπισμένος... ένας ερωτευμένος τρελός... Μέσα σε ελάχιστο χρονικό διάστημα έχω μάθει απέξω να παίζω διάφορα κομμάτια τα οποία τα έχω επινοήσει μόνος μου και τα επαναλαμβάνω κάθε νύχτα... Ακόμα κι όταν βρίσκομαι στο νοσοκομείο σιγοψιθυρίζω τη μουσική για να μην την ξεχάσω... Νιώθω μια ανακούφιση. Η μοναξιά έχει φύγει, με συντροφεύει κατά κάποιον τρόπο η μουσική. Ο πόνος όμως...;"η Κάθριν γέρνει πάνω στον ώμο του κρατώντας σφιχτά το χέρι του μέσα στο δικό της. Εκείνος ακουμπά το κεφάλι του πάνω στα μαλλιά της. "Δεν είναι αρκετό. Συνειδητοποιώ πως ο μοναδικός τρόπος για να πνίξω αυτό το συναίσθημα είναι το πιοτό, το αλκόολ... Τις νύχτες παίζοντας και πίνοντας, βλέποντας το αδειανό μπουκάλι πάνω στο πιάνο ενώ καμιά φορά πέφτει κάτω και σπάει αλλά δεν δίνω σημασία... Δεν δίνω σημασία ούτε στους συχνούς πονοκέφαλους ούτε στις ζαλάδες, ούτε στις αϋπνίες που με βασανίζουν... Πολύ γρήγορα καταλαβαίνω πως το αλκόολ με βοηθάει, φέρνει εκείνην που αγαπώ τόσο παράφορα κι είναι τόσο μακριά από μένα... την φέρνει τελικά κοντά μου. Τα βράδια καθώς παίζω, η όψη της, η σκιά της εμφανίζεται μέσα απ'το φως του φεγγαριού και εισβάλλει στον προσωπικό μου χώρο... Γυροφέρνει το πιάνο, την νιώθω να κάθεται δίπλα μου, να απλώνει τα χέρια της πάνω μου... Σηκώνομαι όρθιος, θέλω να την πλησιάσω, να την αγγίξω αλλά αντιλαμβάνομαι πως εκείνη πάλι φεύγει επειδή με φοβάται, επειδή δεν με θέλει, επειδή δεν ενδιαφέρθηκε ποτέ για εμένα... Έχω παραισθήσεις μα δεν με νοιάζει, δεν με νοιάζει τίποτα... Συνεχίζω να παίζω και να πίνω κάθε βράδυ καθώς είναι ο μόνος τρόπος για να την φέρω κοντά μου, κοντά σε εμένα..."
"Πόσο σε καταλαβαίνω φίλε μου!" αναστενάζει με πάθος ο Τέρρυ. "Πόσο το κατανοώ αυτό το συναίσθημα, το'χω νιώσει στο πετσί μου. Στο Ροκστόουν..."
"Πάψε Τέρρυ!!!" τον αποπαίρνει η Κάντυ με ραγισμένη φωνή. Έχει πλαντάξει στην κυριολεξία στο κλάμα. Το μαντήλι είναι πάντα εκεί μπροστά στο πρόσωπό της, σκουπίζοντας τα δάκρυά της. Εκείνος σωπαίνει, την σφίγγει στην αγκαλιά του και την φιλάει στα μαλλιά.
Η ματιά μου στρέφεται και στην Λίζι καθώς ο Έντουαρντ παίρνει μακριά τα δάκρυά της με τους αντίχειρες του, χαϊδεύοντας την τρυφερά. Καμιά φορά τα χέρια του αντικαθιστούν τα χείλη του χαρίζοντας της διάσπαρτα φιλιά στα μάγουλά της. Στο τζάκι επικρατεί ένα ανάλογο κλίμα. Η Ανν φυσάει και ξεφυσάει την μύτη της ενώ προσπαθεί να συγκρατήσει τους λυγμούς της. Το χέρι του Τομ όμως που έχει απλωθεί πάνω της με το ζεστό του χάδι την βοηθά γρήγορα να συνέλθει. Ξαφνικά φέρνω τις παλάμες μου στα μάγουλά μου, είναι υγρά. Αγγίζω τα μάτια μου, αναγνωρίζω τα δάκρυά μου. Μου ξεφεύγει ένας μικρός αναστεναγμός. Νιώθω τα χείλη του Στήαρ την επόμενη στιγμή στον κρόταφό μου ενώ σκύβει στο αυτί μου.
"Σςςς... ηρέμησε. Εγώ είμαι εδώ." μου ψιθυρίζει απαλά. Ο Ντάνιελ συνεχίζει.
"Οι απαντήσεις στα γράμματα που στέλνω το ένα μετά το άλλο δεν έρχονται ποτέ, ο πόνος γίνεται μεγαλύτερος... Τη στιγμή που μαθαίνω πως εκείνη που αγαπώ διατρέχει μεγάλο κίνδυνο, ότι η υγεία της έχει κλονιστεί θέλω να πεθάνω. Μου'ρχεται να σκοτωθώ... Δεν το κάνω όμως, δεν ξέρω τι με κρατάει; Το πιάνο και το ποτό ή το γεγονός ότι εκείνη συνεχίζει να ζει;..."εκείνος τότε παίρνει το πρόσωπό της στις παλάμες του. Απ'τα μάτια της Κάθριν ρέουν ασταμάτητα τα δάκρυά της, τα βλέβαρα της είναι κλειστά. Τώρα εκείνη είναι που δεν μπορεί να τον κοιτάξει. "Μάλλον το δεύτερο..."της ψιθυρίζει ο Ντάνιελ χαμηλόφωνα, ενώ εκείνη πασχίζει να πάρει βαθιές ανάσες. "Λίγο καιρό αργότερα μαθαίνω απ'τα γράμματα της Κάντυ και της Ανν πως εκείνη δέχεται τελικά να επισκεφτεί το Lakewood τα Χριστούγεννα. Η χαρά μου είναι απερίγραπτη... κι αυτόματα σταματάω το ποτό αλλά όχι το πιάνο. Κάνω υπομονή μέχρι να την δω να περνάει το κατώφλι αυτού του σπιτιού και συνεχίζω να παίζω τις νύχτες όπου η σκιά της δεν σταματά ποτέ να με επισκέπτεται... Αυτή τη φορά η φαντασία μου είναι εκείνη που την φέρνει κοντά μου κι όχι το αλκόολ... Λαχταρώ να έρθει το βράδυ, όπου τα δάχτυλά μου θα αγγίξουν τα πλήκτρα κι θα αρχίζουν να παίζουν έναν υπέροχο, ερωτικό σκοπό. Θέλω να γίνω καλύτερος όταν θα βρίσκεται εκείνη εδώ για να της χαρίσω εκείνη την μελωδία. Γιατί εκείνη τη στιγμή θα είναι πραγματικά στο πλευρό μου... Ενώ κάνω υπομονή λοιπόν 'Καλώ τη Νύχτα'. Γιατί μόνο τότε μπορώ και την έχω κοντά μου... έστω και με την φαντασία μου..."τα χέρια του αφήνουν με μεγάλη δυσκολία τα μάγουλά της και στρέφονται προς τα πλήκτρα του πιάνου όπου λίγο μετά ακούγεται να έρχεται απ'αυτά μια ερωτική μελωδία. Τα μάτια της Κάθριν είναι προσηλωμένα στα δάχτυλά του καθώς κινούνται αρμονικά πάνω στα πλήκτρα.
Παρακαλώ τον Στήαρ όση ώρα παίζει το κομμάτι να καθίσουμε κοντά στο τζάκι γιατί είμαι σίγουρη πως δεν θα αντέξω για πολύ όρθια. Εκείνος πολύ γρήγορα με οδηγεί μέχρι εκεί κι αφού βάζουμε δυο μεγάλα μαξιλάρια δίπλα στη φωτιά καθόμαστε αντικριστά απ'τους Τζόνσον. Βολεύομαι μπροστά του ενώ φέρνει τα χέρια του γύρω μου, κλείνοντας με μέσα στην αγκαλιά του. Η Ανν μου απλώνει το χέρι της, μου χαμογελάει αχνά, ένα χαμόγελο αναμειγμένο με δάκρυα. Σφίγγω την παλάμη της μέσα στη δική μου κι ανταποκρίνομαι.
Το κομμάτι τελειώνει και βλέπω με την άκρη του ματιού μου την Κάθριν να τινάζεται απ'το κάθισμα λες και την έχει τσιμπήσει σφίγκα και να τρέχει προς την βιβλιοθήκη. Έχει γυρισμένη την πλάτη της σε όλους μας ενώ παρατηρώ ότι με δυσκολία προσπαθεί να κρατηθεί απ'τα ράφια για να σταθεί όρθια. Ο Ντάνιελ την πλησιάζει πιάνοντας την τρυφερά απ'τους ώμους.
"Αγάπη μου;" την παροτρύνει εκείνος.
"Αν είχα απαντήσει σε εκείνα τα αναθεματισμένα τα γράμματα δεν θα υπέφερες τόσο." γρυλίζει εκείνη μέσα απ'τα δόντια της καθώς χτυπάει τα χέρια της πάνω στα ράφια.
"Σςς... ηρέμησε μωρό μου." την καθησυχάζει εκείνος, την φιλάει στους ώμους. "Δεν ήξερες, δεν μπορούσες να φανταστείς πως θα ένιωθα. Δεν έχει σημασία..."
"Έχει για μένα Ντάνιελ!" φωνάζει εκείνη. Γυρίζει απότομα προς το μέρος του κοιτώντας τον με δάκρυα στα μάτια, είναι κόκκινα κι έχουν πρηστεί. "Έχει για μένα." επαναλαμβάνει πιο συγκρατημένα στη συνέχεια. "Κάθε φορά που ερχόταν κι από ένα γράμμα σου το διάβαζα, αλλά δεν το κρατούσα. Το πετούσα αμέσως στις φλόγες κι αυτό καιγόταν γιατί φοβόμουν να πέσω στην ίδια παγίδα. Φοβόμουν να ξαναγαπήσω, φοβόμουν να πληγωθώ και πάλι... Γι'αυτό μη μου λες πως δεν έχει σημασία!" στρέφεται ξανά προς την βιβλιοθήκη, τρέμοντας σύγκορμη. Το σώμα του Ντάνιελ γέρνει πάνω στην πλάτη της. Τα χέρια του τυλίγονται γύρω απ'τη μέση της.
"Μην φύγεις..."την ικετεύει εκείνος και στο άκουσμα αυτών των λόγων γουρλώνω τα μάτια ενώ εκείνα είναι καρφωμένα στην βιβλιοθήκη.
Η Κάθριν το καταλαβαίνει κι εκείνη και γυρίζει ξανά προς το μέρος του. Ο Ντάνιελ κλαίει. Εκείνα τα φιλικά, καλοσυνάτα, γαλάζια μάτια για πρώτη φορά λυγίζουν ενώπιον μας και αφήνουν τα δάκρυά τους. Αλλά δεν φαίνεται να τον νοιάζει και πολύ αυτό εφόσον βρίσκεται ανάμεσα σε συγγενείς και φίλους. Στον καθένα θα μπορούσε να συμβεί.
"Δεν πρόκειται να πάω πουθενά." του αποκρίνεται εκείνη με ύφος σοβαρό ενώ τα χέρια της απλώνονται πάνω του φυλακίζοντας το πρόσωπό του. Χαρίζοντας του ένα φιλί στο μέτωπο. "Συγχώρεσε με σε παρακαλώ για τον πόνο που σου προξένησα." προσθέτει εκείνη.
"Για μένα σημασία έχει που είσαι ζωντανή. Ας ξέρω πως είσαι καλά, πως είσαι ευτυχισμένη έστω κι αν μας χωρίζουν μίλια ο ένας απ'τον άλλον κι ας μου προκαλείς όσο πόνο θέλεις. Μπορώ να το αντέξω, σου έδειξα τον τρόπο." της εξηγεί με δυσκολία εκείνος. Αφήνουν κι οι δυο ένα συνεσταλμένο χαμόγελο.
"Παίζεις τόσο όμορφα. Σε ευχαριστώ γι'αυτή τη μαγευτική μελωδία. Θα είναι η αγαπημένη μας από δω και πέρα;" η Κάθριν τυλίγει τα χέρια της γύρω απ'το λαιμό του. Εκείνος σηκώνει το βλέμμα του και την κοιτά παραξενεμένος. Της γνέφει καταφατικά ύστερα από λίγο.
"Έπρεπε να ανταποδώσω για το κομμάτι στο βιολί." ο Ντάνιελ ακουμπά το μέτωπό του πάνω στο δικό της. Της χαμογελάει αχνά.
"Ντάνιελ δεν νιώθω και πολύ καλά... Θέλω...θέλω να φύγω από εδώ..."τραυλίζει με δυσκολία εκείνη. "Θα με συνοδεύσεις μέχρι το δωμάτιό μου;" τον ρωτάει με φωνή γεμάτη ελπίδα στη συνέχεια.
"Μπορώ να μείνω στο δωμάτιό σου για να βεβαιωθώ ότι δεν θα φύγεις τη νύχτα απ'αυτό το σπίτι;" ο Ντάνιελ κρέμεται απ'τα χείλη της, λαχταρώντας την απάντησή της.
"Ναι, μπορείς." του ψιθυρίζει εκείνη καθώς την επόμενη στιγμή τον τραβάει απ'το χέρι προς την πόρτα κι εκείνος είναι λες και την ακολουθεί σαν υπνωτισμένος. Μάλλον δεν περίμενε αυτήν την απάντηση. Γέρνει μηχανικά προς τον Στήαρ.
"Σε παρακαλώ αν εμφανιστεί ο Άλμπερτ ή ο Άντονυ..."ξεκινάει.
"Μην ανησυχείς Ντάνιελ θα τους μεταβιβάσω τα 'Χρόνια Πολλά'. Κάνε δουλειά σου." τον πληροφορεί ο Στήαρ.
"Ευχαριστώ." τραυλίζει ο Ντάνιελ.
"Καληνύχτα κορίτσια." μας γνέφει πονηρά η Κάθριν.
"Καληνύχτα Ο'Μπράιαν!" της αποκρινόμαστε όλες μας ταυτόχρονα με ανάλογο ύφος.
Μόλις εξαφανίζονται κι οι δυο από μπροστά μας εκεί είναι που ξεραινόμαστε όλοι στο γέλιο.
"Έι;! Ο λαός εκεί στο τζάκι έχει στερέψει από δάκρυα;!" μας απευθύνει το λόγο γελώντας ο Milord κάνοντας μας πλάκα.
"Πάψε χαζέ! Που μου ήθελες να μιλήσεις και για το Ροκστόουν." η Κάντυ φαίνεται να μην αστειεύεται όσον αφορά το θέμα.
"Μόνο εγώ ξέρω πόσο υπέφερα εκείνο τον καιρό." μας εξομολογείται αφήνοντας μια βαθιά ανάσα ο Τέρρυ και σφίγγοντας ακόμα περισσότερο στην αγκαλιά του την Κάντυ. "Όσο σκέφτομαι ότι θα μπορούσες να είχες παντρευτεί εκείνον τον γιατρό... τον Τζόναθαν Μπάρνευ... Θα τον σκότωνα, δεν υπήρχε περίπτωση!" τα χαρακτηριστικά του προσώπου του έχουν σκληρύνει.
"Τέρρυ;!" αναφωνεί η Κάντυ τρομαγμένη. "Πάψε επιτέλους!"
"Δεν χωρεί αμφιβολία περί τούτου 'Εξοχότατε'." τον ειρωνεύεται ο Έντουαρντ. "Αντίθετα έκανε αυτό που συνηθίζεται πάντα στην περίπτωσή του. Έκλεψε την παράσταση κάνοντας για άλλη μια φορά εντύπωση και τραβώντας πάνω του τα βλέμματα όλων." συνέχισε ο μεγαλύτερος αδελφός.
"Τι έκανε δηλαδή;" ρωτάω εγώ και καλά αθώα. 'Όχι ότι γνωρίζω δηλαδή αλλά κουβέντα να γίνεται.'
"Την έκλεψε." μου αποκρίνεται χαχανίζοντας η Ανν.
"Ωωωω..."αναφωνώ γουρλώνοντας τα μάτια μου προς την μεριά του Τέρρυ και της Κάντυ έκπληκτη.
"Όχι θα άφηνα τον γιατρουδάκο να μου φάει τη γυναίκα." μουγκρίζει ο Τέρρυ χτυπώντας την μία του παλάμη με την γροθιά του.
"Σωστά τέτοιος ανεκτίμητος θησαυρός γιατί να πάει χαμένος;" τον ειρωνεύεται εκείνη. "Αν το πάρουμε έτσι 'Εξοχότατε' τότε κι ο Ντάνιελ γιατρός είναι."
"Ο οποίος έπρεπε να κλέψει την Κάθριν γιατί ο Άρτσυ δεν την αγαπούσε πραγματικά. Σε κάποια άλλη είχε στραμμένη την προσοχή του γι'αυτό και με προκαλούσε κάθε τόσο..."ο Τέρρυ σταματάει απότομα καθώς ρίχνει μια ματιά στην Ανν και σε μένα που του κάνουμε σήματα μορς για να το βουλώσει επιτέλους.
Η διάθεση του Στήαρ έχει αλλάξει ξαφνικά και μόνο στο άκουσμα του συγκεκριμένου ονόματος. Τον βλέπω που έχει στραμμένο το βλέμμα του στις φλόγες. Φέρνω τα δάχτυλά μου στα χείλη του χαϊδεύοντας τα μαλακά, τραβώντας με αυτόν τον τρόπο την προσοχή του. Τα καστανά μάτια του καρφώνουν τα δικά μου σε κλάσματα δευτερολέπτου. 'Τι μπορεί να σκέφτεται αυτή τη στιγμή;' αναρωτιέμαι. Καταλαβαίνω πως αυτή την απώλεια θα την αντιμετωπίζει για όλη του τη ζωή αλλά θέλω να πιστεύω πως ο πόνος θα είναι πιο γλυκός έχοντας εμένα και το παιδί μας κοντά του. Μπορώ να νιώσω εκείνο το κενό στην καρδιά του, που του άφησε ο θάνατος του αδελφού του, η απουσία του για εκείνον είναι τόσο έντονη και βασανιστική που τον έκανε μέχρι και να σταματήσει τις εφευρέσεις.
"Άουτς!! Κάντυ γιατί το έκανες αυτό;!" η γκρινιάρικη φωνή του Τέρρυ μας κάνει όλους να γυρίσουμε προς το μέρος του Milord.
"Πες συγγνώμη τώρα αλλιώς Γκράντσεστερ θα σου τις βρέξω!" γρυλίζει η Κάντυ ενώ τα μάτια της πετούν σπίθες προς το μέρος του άντρα της.
"Συγγνώμη Στήαρ." μουρμουρίζει ο Τέρρυ σιωπηλά με ένα ίχνος ντροπής;! Δεν είμαι και σίγουρη.
"Συγχωρεμένος Τέρρυ." του αποκρίνεται χαμογελώντας συνεσταλμένα ο Στήαρ. "Θα ξεχάσω εγώ τότε στην Σκωτία που κοντέψατε να με σκοτώσετε με τις ανόητες ξιφομαχίες σας."
"Τι έκανε λέει;!" κραυγάζω ενώ έχω σηκωθεί απότομα όρθια και στριφογυρίζω μέσα στη σάλα θορυβημένη έχοντας φέρει τα χέρια στο στόμα μου.
"Ηρέμησε γλυκιά μου δεν έγινε και τίποτα. Μια λιποθυμία είχαμε μόνο." με ηρεμεί η Κάντυ κουνώντας αδιάφορα το χέρι της.
"Λάθος Κάντυ. Δυο λιποθυμίες είχαμε!" την επιπλήττει ο Στήαρ καθώς έρχεται κοντά μου και με αγκαλιάζει.
"Εσένα αγαπητέ μου η λιποθυμία σου δεν πιάνεται γιατί δεν ήταν λιποθυμία." του πετάει με ξινισμένο ύφος.
"Και τι ήταν δηλαδή;"
"Μια σπασμένη περικεφαλαία." του αποκρίνεται εκείνη χαχανίζοντας.
"Την οποία εκείνος κατέστρεψε!" ο Στήαρ υποδεικνύει τον Τέρρυ. "Αφού πρώτα έκανε σωστά τη δουλειά της και προστάτεψε το κεφάλι μου. Μια απ'τις μοναδικές εφευρέσεις μου που έπεσε αμαχητί."
"Τώρα θα απολογηθώ και για την περικεφαλαία;" ρωτάει με ύφος ο Τέρρυ που δεν πιστεύει ότι γίνεται αυτού του είδους η συζήτηση.
"Όχι! Καλύτερα να απολογηθείς για το βουλωμένο μάτι βλάκα, που αντί να της φάει ο Άρτσυ τις έφαγα εγώ που μπήκα ανάμεσά σας για να σας χωρίσω, ενώ ο Στήαρ περίμενε πότε θα πέσει τ'ανάσκελα ο ένας απ'τους δυο σας για να αναλάβει δράση." μουγκρίζει ο Έντουαρντ όλο νεύρα καρφώνοντας τον μικρότερο αδελφό του με ύφος δολοφονικό.
"Ήρωά μου!" αναφωνεί η Ελίζαμπεθ σκύβοντας και δίνοντας του ένα παθιασμένο φιλί.
"Συγγνώμη αδελφέ μου αλλά εκείνη τη στιγμή δεν έβλεπα κατά που έπεφτε η γροθιά μου." του πετάει ο Τέρρυ με ύφος βλοσυρό σταυρώνοντας τα χέρια του.
"Τελικά ποιος λιποθύμησε;" πετάγομαι εγώ σαν την άσχετη. Γυρνάνε όλοι και με κοιτάνε λες κι είμαι καμιά εξωγήινη. "Στ'αλήθεια όμως." προσθέτω.
"Η Κάθριν σωριάστηκε στο γρασίδι κατά την διάρκεια της ξιφομαχίας φοβούμενη μην πληγωθεί ο Άρτσυ. Δεν άντεξε τόση ένταση... και καλύτερα γιατί θα είχε υποστεί μεγαλύτερο σοκ αν δεν έχανε τις αισθήσεις της..."εξηγεί ο Στήαρ.
"Τι θες να πεις;" τον ρωτάω όλο περιέργεια.
"Ο κύριος από εδώ κόντεψε να μπήξει το ξίφος στο λαιμό του αδελφού μου αλλά τελευταία στιγμή είπε να το αναβάλει για μια άλλη φορά."
"Δεν μου άρεσε που είχε σπασμένο ξίφος! Προτιμώ να υπάρχει μια ισότητα στις μάχες που δίνω!" αναφωνεί ο Τέρρυ έξαλλος από θυμό χτυπώντας τα χέρια του στον καναπέ.
"Εγώ δεν αντέχω άλλο." μουρμουρίζει η Κάντυ με ύφος βαριεστημένο και απηυδισμένο ενώ κατευθύνεται προς το πιάνο. "Τέρρυ αν θες να παίξεις μπουνιές δεν με νοιάζει. Στήαρ αν θες να μιμηθείς τον Άρτσυ πρόβλημά σου. Εγώ νίπτω τας χείρας μου. Το σίγουρο είναι ότι πάλι ο Έντι θα τις φάει στο τέλος."
"Εμένα μη με ανακατεύετε." ο Έντουαρντ κρύβεται πίσω απ'την Λίζι.
"Που πας;" ρωτάει ο Τέρρυ την ξανθιά φακιδομούρα.
"Στο πιάνο!" του πετάει εκείνη ξερά.
"Αφού δεν ξέρεις να παίζεις."
"Αυτό σε πείραξε εσένα τώρα;!" ο Τέρρυ την παίρνει από πίσω και μόλις κάθεται δίπλα της στο πιάνο αρχίζει να την καλοπιάνει.
Γέρνω προς τον Στήαρ. "Στ'αλήθεια δεν έπαθες τίποτα τότε, έτσι;" θέλω να βεβαιωθώ, όλη αυτή η συζήτηση με τάραξε κάπως.
"Όχι ευτυχώς. Βλέπεις το σπασμένο ξίφος έπεσε πάνω στην περικεφαλαία και της προκάλεσε μια μικρή ρωγμή. Αυτό ήταν όλο." μου χαμογελάει εκείνος καθώς φέρνει την εικόνα στο νου του.
"Ευχαριστώ την περικεφαλαία και το κοφτερό μυαλό που την έφτιαξε." τεντώνομαι στις μύτες των ποδιών μου κολλώντας το στόμα μου πάνω στο δικό του.
"Sai ... ci sono altri modi per compiacere."<Ξέρεις... υπάρχουν κι άλλοι τρόποι για να με ευχαριστήσεις.> μου ψιθυρίζει εκείνος πάνω στα χείλη μου. 'Έλεος!' ουρλιάζω από μέσα μου. Καμιά υπομονή πια;!
"Ωχ..."μουρμουρίζω καθώς αποτραβιέμαι μαλακά από εκείνον, πηγαίνω ξανά στο τζάκι, γονατίζω και κάθομαι πάνω στο μαξιλάρι ενώ του ρίχνω πονηρές ματιές. Έρχεται και κάθεται πάλι από πίσω μου παίρνοντας με στην αγκαλιά του.
~~~***~~~***~~~
Έχει επεξεργασθεί από τον/την Dalia στις Δευ Σεπ 29, 2014 4:17 pm, 6 φορές συνολικά
Dalia- Terry Extreme Guru
- Αριθμός μηνυμάτων : 8488
Points : 14846
Ημερομηνία εγγραφής : 07/11/2010
Ηλικία : 35
Τόπος : In a Galaxy far, far away...
Χιούμορ : Well, be my guest!!
Απ: Χριστουγεννιάτικα Τερρο-φικ 2012
"Ταρζάν μου... Γλυκό μου φακιδομουτράκι...;"με την άκρη του ματιού μου πιάνω τον Τέρρυ που προσπαθεί να προσεγγίσει την Κάντυ με διάφορους τρόπους ενώ εκείνη του έχει γυρισμένη την πλάτη με τα χέρια σταυρωμένα. Έχει πάρει ύφος βλοσυρό και κάθε φορά που εκείνος την αγγίζει η ξανθιά φακιδομούρα αποτραβιέται.
Όλοι εμείς το χουμε πάρει χαμπάρι και χαχανίζουμε σιγανά στο τζάκι. Ο Έντουαρντ κι η Λίζι έχουν έρθει κι εκείνοι να καθίσουν μαζί μας. Ο Τέρρυ γυρίζει το βλέμμα του απογοητευμένος προς το πιάνο ξεφυσώντας μελαγχολικά.
"Πολύ καλά λοιπόν... Αφού δεν θες να μου μιλήσεις..."σπρώχνει το άνοιγμα απαλά και ακουμπά τα πλήκτρα. "Θα αφήσω την μουσική να αγγίξει την ψυχή σου και να σου ψιθυρίσει στα αυτάκια σου πόσο πολύ σε αγαπάω και πόσο σε λατρεύω όταν παίρνεις αυτήν την έκφραση."
Αυτή τη φορά τα δάχτυλα του Τέρρυ κινούνται απελπιστικά αργά πάνω στα πλήκτρα καθώς παίζει.
Έχω κλείσει τα μάτια και καθώς πεταρίζω τα βλέφαρά μου παρατηρώ και τις φίλες μου, την Ανν και την Λίζι που τα έχουν κλείσει κι εκείνες κι είναι λες και ονειρεύονται. Κουλουριάζομαι περισσότερο στην αγκαλιά του Στήαρ χαμογελώντας πλατιά ενώ το βλέμμα μου έχει εστιάσει στο ζευγάρι που βρίσκεται στο πιάνο αυτή τη στιγμή. 'Τι ωραία μελωδία.' σκέφτομαι.
Η Κάντυ έχει γυρίσει προς την μεριά του άντρα της και τον κοιτάζει σα μαγεμένη καθώς εκείνος κινεί τα χέρια του με άνεση και αρμονία πάνω στα πλήκτρα. Προσπαθώντας με αυτόν τον τρόπο να της περάσει την αγάπη του.
"Τι...τι ήταν αυτό;" τραυλίζει εκείνη έπειτα αφότου ο Τέρρυ έχει ολοκληρώσει.
"Δεν σου άρεσε;" την ρωτάει εκείνος με ένα πονηρό χαμόγελο.
"Πώς;" ψελλίζει η Κάντυ με κόπο κι εκείνη τη στιγμή μου ρχεται να βάλω τα γέλια ξανά αλλά η αυτοσυγκράτηση μου έχει όρια. "Απλώς είχες πει πως δεν είχες χρόνο για να παίζεις πολύ λόγω της δουλειάς σου." του θυμίζει εκείνη.
"Κάντυ..."προφέρει εκείνος το όνομά της με λατρεία. "Στο Ροκ..."σταματάει απότομα πριν συνεχίσει. "Όταν ήμασταν χώρια δεν με ένοιαζε και τόσο η δουλειά μου." η Κάντυ τον διακόπτει φέρνοντας τα δάχτυλά της στα χείλη του.
"Σταμάτα. Δεν θέλω να ξέρω..."του λέει εκείνη με τρεμάμενη φωνή ενώ γέρνει τη ματιά της προς τις παρτιτούρες που βρίσκονται μπροστά στο πιάνο.
"Είμαι ζωντανός πάνω στη σκηνή μόνο όταν βρίσκομαι στο πλευρό σου. Γιατί...γιατί εκείνη τη στιγμή έχω μόνο εσένα στο μυαλό μου. Παίζω αποκλειστικά και μόνο για σένα." ο Τέρρυ την πιάνει απ'τους ώμους και την τραβάει προς το μέρος του.
"Δεν ήξερα. Νόμιζα πως η αδυναμία σου ήταν το θέατρο." του εξομολογείται εκείνη φέρνοντας τα χέρια της στα μπράτσα του.
"Εσύ είσαι η μεγάλη μου αδυναμία Κάντυ. Χωρίς εσένα δεν υπάρχω, είμαι μισός... Δεν έχω την δύναμη να ανταποκριθώ ούτε πάνω στη σκηνή γνωρίζοντας πως ίσως κάποια μέσα γυρίσω στο σπίτι και δεν σε βρω εκεί.. Έχεις φύγει, με έχεις εγκαταλείψει. Δεν θέλω ούτε καν να το φανταστώ. Γι'αυτό και πριν καταλάβαινα ότι μας έλεγε ο Ντάνιελ γιατί αυτό το εφιαλτικό στάδιο το είχα περάσει κι εγώ." τα μέτωπα τους συναντιούνται κι εκείνη παίρνει μια βαθιά ανάσα καθώς ο Τέρρυ παίρνει μερικές απ'τις τούφες της και τις τοποθετεί πίσω απ'αυτιά της. "Σ'αγαπάω φακιδομουτράκι μου. Είσαι τα ΠΑΝΤΑ για μένα!"
"Κι εγώ σ'αγαπάω Τέρρυ μου." η Κάντυ κρατά απαλά το πρόσωπό του στις χούφτες της ενώ δάκρυα πλημμυρίζουν τα πράσινα μάτια της. Εκείνος απλώνει τα χέρια του στα μάγουλά της και διώχνει την λύπη της μακριά με τα χάδια του. Σε λίγο σκύβει ο ένας προσεχτικά προς το άλλον για να ανταλλάξουν ένα φιλί. Και καθώς τους βλέπω συνειδητοποιώ απ'τον τρόπο που αγγίζονται και συμπεριφέρονται πως κάθε στιγμή για εκείνους είναι μοναδική και πολύτιμη. Σαν να είναι η πρώτη τους φορά. Χαμογελάω, χαίρομαι τόσο πολύ και για τους δυο. Στη συνέχεια κοιτάζονται με τρυφερότητα. "Κακομοίρη μου όμως... μην ξαναπείς τίποτα ότι θα σπάσεις κανέναν στο ξύλο..."
"Ααα... δεν μπορώ να εγγυηθώ. Όποιος απλώσει χέρι στη γυναίκα μου θα έχει να κάνει μαζί μου." ο Milord φαίνεται πως δεν θέλει να το διαπραγματευτεί.
"Επίσης μην ξαναπείς κακό λόγο για την Αμερική. Η Αμερική είναι η πατρίδα μου Τέρρυ. Εδώ γεννήθηκα κι εδώ μεγάλωσα. Κι αν το πάρουμε έτσι κι εσύ πέρασες τα πρώτα χρόνια της ζωής σου σε αυτή τη χώρα." τον νιώθει που ξεφυσάει, πιέζεται αλλά δεν μιλάει. Η Κάντυ συνεχίζει. "Οι σχέσεις σου με την μητέρα σου έχουν αποκατασταθεί." εκείνη ρίχνει μια ματιά στην Ανν που την κοιτάζει όλο ελπίδα. "Δεν γίνεται να αισθάνεσαι έτσι ακόμα."
"Πίστευα πως η Αμερική είναι η χειρότερη χώρα του κόσμου πριν... πριν τα βρω με την μητέρα μου." της ψιθυρίζει ο Τέρρυ. "Αυτή τη στιγμή προσαρμόζομαι με την ιδέα..."ο Milord ρίχνει μια κλεφτή ματιά στη γυναίκα του που έχει φέρει τα χέρια της στη μέση και του κρατάει μούτρα. "Δεν μ'αρέσει Κάντυ! Τόσο κακό είναι;! Αμάν!" γκρινιάζει εκείνος σα μικρό παιδί.
"Λία;;!!" ακούω τη γρυλισμένη φωνή της Κάντυ που μου απευθύνει το λόγο. 'Ωχ... γιατί να την πληρώσω εγώ τη νύφη;' συλλογίζομαι. Γέρνω προς τη μεριά της ενώ σταματώ απότομα να παίζω με τα δάχτυλα του Στήαρ λες και με έχουν πιάσει να διαπράττω κάποιο έγκλημα.
"Ορίστε;" ψελλίζω κι ο ψίθυρος μου είναι τόσο σιγανός που δεν ξέρω αν έχω ακουστεί καθαρά.
"Τι γνώμη έχεις για την Αμερική;" με ρωτά εκείνη.
"Ε..."τραυλίζω. Γέρνω προς τον Στήαρ για βοήθεια καθώς εκείνος ζουλάει τις αρθρώσεις των χεριών μου δίνοντας μου κουράγιο. "Ε... Δεν γνωρίζω. Δεν μπορώ να εκφέρω άποψη. Στην Ιταλία γεννήθηκα. Πάντως μου αρέσει εδώ στο Lakewood και στο 'Σπίτι του Μικρού Αλόγου.'" της απαντώ με θάρρος.
"Ορίστε!" αναφωνεί η Κάντυ προς τη μεριά του Τέρρυ. "Είδες; Άρπα την για να μάθεις." τον τσιμπάει στην μύτη κι αρχίζει να τρέχει γύρω απ'το πιάνο με εκείνον κατά πόδας να την κυνηγάει.
"Μάλιστα. 'Τα παιδία παίζει.'" σχολιάζει απ'την άλλη μεριά του δωματίου ο Άντονυ. Όλη αυτή την ώρα δεν τον έχουμε πάρει είδηση που στέκεται μαζί με την Σκάρλετ στο άνοιγμα της πόρτας. Διασχίζει το χώρο κρατώντας το χέρι της σφιχτά μέσα στο δικό του φτάνοντας κι εκείνος μπροστά στο πιάνο. "Αν τελείωσε το κυνηγητό μπορώ να παίξω κι εγώ κάτι στο κορίτσι μου παρακαλώ;" η Σκάρλετ έχει ξεραθεί στο γέλιο με τις τρέλες του αδελφού της και της Κάντυ.
"Φυσικά Άντονυ..."του αποκρίνεται κοκκινίζοντας η Κάντυ.
"Μια στιγμή."ο Τέρρυ μπαίνει μπροστά με ένα ύφος αυστηρό του τύπου δεν-τελειώσαμε-ακόμα. 'Ωχ.. θα πέσει κι άλλο ξύλο;' αναρωτιέμαι. Όχι ότι έχει πέσει δηλαδή αλλά έτσι όπως κοιτάζονται ο Μπράουν με τον Γκράντσεστερ έχω αρχίσει να φοβάμαι. "Έχω το λόγο σου ότι θα την κάνεις ευτυχισμένη;" τον ρωτάει ο Τέρρυ κοιτάζοντας μία εκείνον μία την Σκάρλετ. "
"Je vais faire qui sort de ma main pour lui faire plaisir."<Θα κάνω ότι περνάει απ'το χέρι μου για να την κάνω ευτυχισμένη. >του απαντά ο Άντονυ με ύφος αποφασιστικό. 'Παρντόν; Δεν καταλαβαίνω τίποτα.'
"Comment êtes-vous si sûr?"<Πώς είσαι τόσο σίγουρος γι'αυτό;> συνεχίζει ο Τέρρυ στην ίδια γλώσσα κοιτώντας τον καχύποπτα. Ο Άντονυ ξεφυσά εκνευρισμένος χωρίς να αφήσει το χέρι της Σκάρλετ απ'το δυνατό του κράτημα ούτε στιγμή.
"Terrens comment j'ai rencontré Candy? Qu'avez-vous ressenti quand vous la rencontrez pour la première fois dans votre vie?" <Τέρρενς πώς γνώρισες την Κάντυ; Πώς ένιωσες όταν την συνάντησες για πρώτη φορά στη ζωή σου;> τον ρωτάει εκείνος αυτή τη φορά φέρνοντας το ένα χέρι του μέσα στα ξανθά μαλλιά του.
"Pas en ce qui concerne Anthony."<Δεν σε αφορά Άντονυ.> του αντιγυρίζει με ξινισμένο ύφος ο Τέρρυ. 'Αμάν! Αμάν.. αμάν... αμάν... θα παίξουμε ξύλο, το νιώθω.' μουρμουρίζω από μέσα μου κι ας μη καταλαβαίνω τι λένε.
"Eh bien, vous ni aucun de votre entreprise que j'ai ressenti quand j'ai rencontré ta soeur! Néanmoins entendu ce que je ressens à ce sujet alors que vous vous cachiez derrière la porte de sa chambre ... Attendez-vous donc pas douter de moi."<Λοιπόν ούτε κι εσένα δεν σε αφορά πως ένιωσα όταν γνώρισα την αδελφή σου! Παρόλα αυτά άκουσες τι αισθάνομαι για εκείνη ενώ ήσουν κρυμμένος πίσω απ'την πόρτα του δωματίου της... Επομένως περίμενα να μην αμφιβάλλεις για μένα.> ο Άντονυ δείχνει να έχει βγει εκτός ορίων ενώ προσπαθεί να πάρει βαθιές ανάσες αντιμετωπίζοντας τον μεγαλύτερο αδελφό της Σκάρλετ.
"Terry s'il vous plaît ..."<Τέρρυ σε παρακαλώ...>τον ικετεύει η Σκάρλετ φέρνοντας τα χέρια της γύρω απ'την μέση του Άντονυ αγκαλιάζοντας τον κοιτώντας τον αδελφό της παρακλητικά και με δάκρυα στα μάτια.
"Terry assez!"<Τέρρυ αρκετά!> παρατηρώ την Ανν που ξαφνικά σηκώνεται όρθια πάντα με την βοήθεια του Τομ ενώ ορθώνει το ανάστημά της στον μεγαλύτερο αδελφό της. Έχω μείνει κατάπληκτη με τον δυναμισμό της στην κατάστασή της.
"Αδελφέ μου φτάνει πια! Το παράκανες." τον κατσαδιάζει κουρασμένα κι ο Έντουαρντ.
"Εγώ παιδιά που δεν καταλαβαίνω τι λένε μπορώ να δείρω τον άντρα μου ελεύθερα γιατί με τρώει το χέρι μου εδώ και τόση ώρα;" σχολιάζει η Κάντυ απηυδισμένη περιμένοντας την κατάλληλη στιγμή για να αστράψει ένα χαστούκι στον Milord.
"Τέρρυ νομίζω πως το καλύτερο θα ήταν να μην οξύνουμε περισσότερο τα πράγματα. Ο Άντονυ δεν έχει συνέλθει πλήρως απ'την ασθένειά του. Η καρδιά του είναι ακόμα αδύναμη..."τον συμβουλεύει ο Στήαρ. Εγώ κι εκείνος έχουμε σηκωθεί όρθιοι και με κρατάει απ'τους ώμους μου τρυφερά.
Ο Τέρρυ είναι σαν να μην ακούει τα λόγια όσων παρευρίσκονται γύρω του. Έχει στραμμένο το βλέμμα του ακόμα στον Άντονυ.
"Vous avez raison. Vous ne devriez pas avoir à vous en doutez." <Έχεις δίκιο. Δεν έπρεπε να αμφιβάλλω για σένα.> μουρμουρίζει σιωπηλά ο Τέρρυ σκύβοντας το κεφάλι φανερά ντροπιασμένος απ'όσο μπορώ να καταλάβω. Σφίγγει ξαφνικά το χέρι της Κάντυ δίπλα του η οποία παραπατάει απ'την απρόσμενη κίνησή του.
"Comme je l'ai rencontré l'amour de votre vie sur un bateau. Venant de la Amérique à l'Europe après quelque chose de terrible était arrivé à vous." <Όπως κι εγώ γνώρισες τον έρωτα της ζωής σου μέσα σε ένα πλοίο. Ερχόμενος απ'την Αμερική στην Ευρώπη ύστερα από κάτι φριχτό που σου είχε συμβεί.> του απευθύνει το λόγο πιο ήρεμα στη συνέχεια ο Άντονυ. "Indépendamment de la façon dont tout le monde se comportait dans l'amour quand ils se sont rencontrés ..."<Ανεξάρτητα από τον τρόπο με τον οποίο συμπεριφέρθηκε ο καθένας στην αγάπη του όταν την πρώτο συνάντησε...>
"Je suis tombé amoureux dès le premier instant!"<Την ερωτεύτηκα από την πρώτη στιγμή!> τον κόβει απότομα ο Τέρρυ καρφώνοντας το βλέμμα του πάνω του.
"Ensuite, vous êtes en mesure de me comprendre."<Τότε είσαι σε θέση να με καταλάβεις.> ο Άντονυ φέρνει τα χέρια του γύρω απ'την Σκάρλετ τραβώντας την πάνω του.
"Oui. Désolé. Avec ... Désolé."<Ναι. Συγνώμη. Με... με συγχωρείς.> ο Τέρρυ γέρνει ξανά το κεφάλι προς το έδαφος ενώ αποσύρεται σε μια γωνιά μαζί με την Κάντυ. Κάθονται ξανά στον καναπέ κρατώντας την γερά. Φαίνεται λυπημένος, μετανιωμένος για κάτι. Η Κάντυ απλώνει ανήσυχη τα χέρια της στα μαλλιά του και τον χαϊδεύει τρυφερά.
"Δεν σε παρεξηγώ Τέρρυ. Νοιάζεσαι για τα αδέλφια σου πραγματικά. Έτσι θα έκανα κι εγώ αν είχα δικά μου. Γι αυτό αν πριν σε συμπαθούσα απλώς τώρα σε εκτιμώ περισσότερο όχι μόνο ως φίλο αλλά και σαν 'αδελφό' αφού θα συγγενέψουμε." ο Άντονυ έχει ήδη καθίσει μαζί την με την Σκάρλετ μπροστά στο πιάνο και ξεφυλλίζουν κι οι δυο τις παρτιτούρες. "Και να είσαι σίγουρος πως η Σκάρλετ θα είναι από δω και πέρα ευτυχισμένη."
"Merci Anthony."<Σε ευχαριστώ Άντονυ.> προφέρει ο Τέρρυ με κόπο τις λέξεις.
"Τι έπαθες εσύ ξαφνικά;" τον ρωτάει η Κάντυ όλο περιέργεια.
"Τίποτα..."μουρμουρίζει εκείνος. Εκείνη σηκώνει το πηγούνι εξετάζοντάς τον προσεκτικά. Ο Τέρρυ ανοίγει με κόπο το στόμα του. "Απλώς... απλώς νιώθω τύψεις κι ενοχές..."
"Για ποιο πράγμα;" επιμένει εκείνη.
"Τίποτα... δεν είναι τίποτα."της αποκρίνεται ξανά εκείνος ενώ σκύβει προς το μέρος της φωλιάζοντας στο λαιμό της έχοντας τα χέρια του γύρω της.
"Πως μ'αρέσει όταν ντρέπεσαι και γίνεσαι γλυκούλης..."σχολιάζει η Κάντυ καθώς φέρνει τα χέρια του γύρω απ'το λαιμό του και χαϊδεύει τα μακριά μαλλιά του απαλά.
Η προσοχή μου στρέφεται ξανά προς το πιάνο απ'όπου έρχεται μια ήρεμη μελωδία.
"Υπέροχο..."ψιθυρίζει η Σκάρλετ στον Άντονυ τη στιγμή που εκείνος γυρίζει να την κοιτάξει αμέσως μόλις τελείωνει το κομμάτι.
"Σε ευχαριστώ λουλούδι μου."ο Άντονυ βυθίζει τα δάχτυλά του στα μαλλιά της τραβώντας την προς το μέρος του και χαρίζοντας της ένα φιλί. "Je t'aime."<Σ'αγαπώ.>
"Je t'aime aussi."<Σ'αγαπώ πολύ.> του αποκρίνεται κι εκείνη ενώ φέρνει τα χέρια της ακουμπώντας τους καρπούς του μαλακά.
Εκείνη τη στιγμή συνειδητοποιώ πως πρέπει να μάθω να μιλάω με τον Στήαρ και σε καμιά άλλη γλώσσα. Τα Γαλλικά ας πούμε. Εκείνος γνωρίζει πολλές, ελπίζω να έχει την υπομονή μαζί μου και να με μάθει. Έχω καταλάβει πως δεν αρκούν μόνο τα Αγγλικά και τα Ιταλικά. Δεν προλαβαίνω να το επεξεργαστώ περισσότερο στο μυαλό μου γιατί εκείνη την στιγμή ξεπετάγεται μέσα στη σάλα σφύζοντας από ζωή και μέσα στη τρελή χαρά η 'Πρώτη Κυρία' και πλέον η κυρία αυτού του σπιτιού από δω και πέρα. Το ζωηρό της χαμόγελο, η σπιρτάδα της με κάνουν αμέσως να πεταχτώ όρθια και να τρέξω προς το μέρος της για να την προϋπαντήσω κι όχι μόνο εγώ. Αλλά και η Κάντυ, κι η Λίζι, κι η Σκάρλετ την πλησιάζουμε γρήγορα γρήγορα για να χωθούμε μέσα στην αγκαλιά της. Είναι φανερό απ'τις αντιδράσεις μας το πόσο μας έλειψε...
"Joyeux Noël de Soles Marlow Arntlef!"<Καλά Χριστούγεννα από την Σολέι Άρντλευ Μάρλοου!> φωνάζει σε όλους μας με ύφος χαρωπό ενώ μας υποδεικνύει τη βέρα της.
~~~***~~~***~~~
Ο Άλμπερτ προσπάθησε να σταθεί κι εκείνος πίσω ακριβώς απ'την γυναίκα του μπαίνοντας μέσα στη σάλα. Δεν τα κατάφερε όμως βλέποντας το συρφετό από γυναίκες που είχε μαζευτεί για να καλωσορίσει την Σολέι και παραμερίζοντας μας κινήθηκε προς το πιάνο για να αγκαλιάσει τον Άντονυ, τον ανιψιό του. Ο Στήαρ τους πλησίασε κι εκείνος περιμένοντας πότε θα τελειώσει ο χαιρετισμός τους για να υποδεχτεί κι εκείνος τον θείο του. Καθώς παρατηρούσα τον Άλμπερτ και τον Άντονυ - αν δεν ήξερα πως πρόκειται για θείο και ανιψιό - άνετα θα τους περνούσα για δίδυμα αδέλφια. Αυτοί οι δυο παρά τη διαφορά ηλικίας που τους χώριζε έμοιαζαν σαν δυο σταγόνες νερό. Με μόνη παρέκκλιση ίσως τα μακριά μαλλιά του Άλμπερτ και τα αραιά γένια του που είχαν αρχίσει να φαίνονται σιγά-σιγά. Παρατήρησα επίσης πως το νιόπαντρο ζευγάρι μόλις είχε φτάσει εντός της οικίας απ'το ταξίδι του μέλιτος. Κι αυτό γιατί ακόμα φορούσαν τα παλτά τους κι ήταν ντυμένοι απλά, προφανώς δεν είχαν το χρόνο να αλλάξουν πόσο μάλλον να παρεβρεθούν στο χολ για να αναμειχθούν με τους καλεσμένους. Είμαι σίγουρη πως ο Άλμπερτ ήταν τόσο κουρασμένος που θα προτιμούσε να περάσει λίγες ώρες με την οικογένειά του παρά να χαθεί μέσα σε ένα πλήθος από ξένους, μερικούς απ'τους οποίους ούτε ο ίδιος δεν ήξερε καλά καλά. Εκείνος κι η Σολέι μάλλον θα είχαν χρησιμοποιήσει κάποιο κρυφό πέρασμα για να φτάσουν μέχρι εδώ.
"Είστε καλά κι οι δυο σας;"τον άκουσα να απευθύνει το λόγο στον Άντονυ και στον Στήαρ χτυπώντας μαλακά και τους δυο στο σβέρκο μόλις χαιρέτησε τον καθέναν τους ξεχωριστά.
"Πολύ καλά θείε. Χαιρόμαστε που σε έχουμε και πάλι κοντά μας." του απαντά ο Άντονυ με εύθυμο ύφος.
"Ήμαρτον Άντονυ! Μη με ξαναπείς 'θείο'! Έλεος έξι χρόνια διαφορά έχουμε μόνο." τον μαλώνει δήθεν εκείνος ανακατεύοντας τα μαλλιά του. Ο Άντονυ έχει βάλει τα γέλια, είναι φανερό πόσο το διασκεδάζει προσφωνώντας τον έτσι.
"Αλήθεια Άλμπερτ..."ο Στήαρ τονίζει την τελευταία λέξη κρυφοκοιτάζοντας τον Άντονυ και αφήνοντας ένα χαχανητό. "...Πώς σου φάνηκε το Παρίσι;" τον ρωτάει στη συνέχεια.
"Το Παρίσι ήταν..."ξεκινάει εκείνος, τον βλέπω με την άκρη του ματιού μου που κοιτάζει προς το μέρος μας ρίχνοντας μια ματιά στη Σολέι που δεν τον προσέχει γιατί είναι απασχολημένη με τα δώρα που μας δίνει και την κουβέντα που έχουμε αρχίσει. Εκείνος στρέφει το βλέμμα του στα ανίψια του. "...απλώς εκθαμβωτικό!" τους αποκρίνεται εκείνος αφήνοντας έναν αναστεναγμό.
"Απ'ότι καταλαβαίνω φίλε μου δεν πρόφτασες να δεις ούτε ένα αξιοθέατο!" σχολιάζει ο Τέρρυ που μπαίνει στην παρέα των αντρών σφίγγοντας το χέρι του φίλου του. "Καλωσόρισες!" του λέει με ένα πλατύ χαμόγελο.
"Τί γίνεται Τέρρυ; Πώς τα πας με την αδελφή μου;" τον πειράζει ο Άλμπερτ ανταποδίδοντας στον χαιρετισμό.
"Μου βγάζει το λάδι αλλά το προσπαθώ." ο Τέρρυ κοιτάζει με ένα πονηρό χαμόγελο κι εκείνος προς το μέρος μας την στιγμή που εγώ, η Κάντυ κι η Σολέι βγάζουμε μια τσιρίδα κι οι τρείς.
Η Σολέι μας εξομολογείται πως βρίσκεται ήδη στον δεύτερο μήνα της εγκυμοσύνης της και έχει κατά ενθουσιαστεί με το γεγονός ότι θα γεννήσουμε κι εμείς μαζί της. Ακουμπά την κοιλιά της Ανν ενώ της χαμογελάει αχνά. Η Λίζι έχει ξεφύγει απ'την παρέα μας και πλησιάζει διστακτικά τον Άλμπερτ.
"Εσύ...εσύ είσαι ο 'Μεγάλος θείος' για τον οποίο μιλάνε όλοι συνεχώς;" τον ρωτάει εκείνη δείχνοντας τον με το δάχτυλο καθώς ρίχνει μια ματιά την ίδια ώρα και στον Άντονυ. Έχει μπερδευτεί με τις ομοιότητες.
"Ελίζαμπεθ;;!! Βλέπεις;;!!" αναφωνεί ο Άλμπερτ καθώς φτάνει προς το μέρος της και παίρνει την ανιψιά του στην αγκαλιά του στριφογυρίζοντας την πέρα-δώθε μέσα στο δωμάτιο, χωρίς να δώσει στην Λίζι το περιθώριο να του αποκριθεί. Εκείνη φέρνει αμήχανα τα χέρια της γύρω απ'το λαιμό του κρατώντας τον προσεχτικά. Ο Άλμπερτ στρέφει το βλέμμα του προς τον Έντουαρντ. "Όταν μου έστειλες εκείνο το γράμμα δυσκολευόμουν να το πιστέψω."
"Σε καταλαβαίνω. Μου είχε πει πολλές φορές ότι προσπάθησες να την πείσεις μέσα απ'τα δικά σου γράμματα ενώ εκείνη αρνιόταν πεισματικά. Χαίρομαι που τελικά ήμουν εγώ εκείνος που της άλλαξε γνώμη." ο Έντουαρντ κάνει ένα βήμα προς το μέρος του. Ο Άλμπερτ του απλώνει το ένα χέρι χωρίς να αφήνει απ'το άλλο την ανιψιά του.
"Σε ευχαριστώ Έντουαρντ. Σε ευχαριστώ πολύ. Για μένα είναι ένα απ'τα σημαντικότερα δώρα που εισπράττω αυτές τις γιορτές." κοιτάζει για λίγο την Λίζι. "Το γεγονός ότι βλέπει ξανά με χαροποιεί ιδιαίτερα. Μακάρι να ήταν εδώ η μητέρα της και να την έβλεπε τώρα." προσθέτει με μια μελαγχολία στη φωνή του.
"Είστε ίδιοι. Μοιάζετε πολύ." η Λίζι δείχνει με το χέρι της ταυτόχρονα τον Άλμπερτ και τον Άντονυ.
"Πράγματι είναι τραγικό Ελίζαμπεθ. Αφού καμιά φορά όταν με συναντούν με μπερδεύουν με τον θείο Γουίλιαμ." σχολιάζει ξανά ο Άντονυ πειραχτικά και ξεσπάει σε τρανταχτά γέλια.
"Ας είναι..."μουρμουρίζει ο Άλμπερτ ρίχνοντας ένα δολοφονικό βλέμμα στον ανιψιό του. "Πού είναι ο Ντάνιελ;" ρωτάει περίεργος έπειτα κοιτάζοντας τριγύρω. Για λίγο επικρατεί σιωπή. Τελικά η Κάντυ παίρνει τον λόγο.
"Σου ζητά να τον συγχωρέσεις και σου εύχεται Χρόνια Πολλά, αλλά έπρεπε να αποσυρθεί νωρίς. Ήθελε να κάνει συντροφιά στην φίλη μας την Κάθριν που δεν ένιωθε και πολύ καλά." του εξηγεί με ύφος σοβαρό η Κάντυ.
"Willie bébé ... va montrer ce que nous avons cadeaux des enfants?"<Γουίλι μωρό μου... δεν θα δείξεις τι δώρα πήραμε στα παιδιά;> πετάγεται απ'το πουθενά η Σολέι αγκαλιάζοντας τον άντρα της και χαρίζοντας του ένα αστραφτερό χαμόγελο. 'Άντε πάλι αυτά τα γαλλικά. Μιλήστε τουλάχιστον στα αγγλικά να καταλαβαίνω κι εγώ.'
"Et demain est un jour d'amour. Cela permet de garder les enfants ne partiront pas." <Κι αύριο μέρα είναι αγάπη μου. Εδώ θα μείνουν τα παιδιά, δεν θα φύγουν.> της απαντάει εκείνος δίνοντας της ένα φιλί στο μάγουλο.
"Πολύ καλά." εκείνη ξεφεύγει απότομα απ'τα δεσμά του και με χορευτικά βήματα πλησιάζει το πιάνο ενώ το χτυπάει με το ένα χέρι. "Θα μου παίξεις κάτι; Να δουν και τα παιδιά πόσο έχεις βελτιωθεί;" τον ρωτάει με ύφος κατεργάρικο.
"Μα φυσικά αλλά θα ήθελα να μαζευτεί όλη η οικογένειά μου κι οι αγαπημένοι μου φίλοι γύρω απ'το πιάνο όπως γίνεται εδώ και τέσσερα χρόνια." και καθώς τον βλέπω να σκύβει προς την μεριά του Τέρρυ το αυτί μου παίρνει εκείνη την ώρα το σχόλιο που κάνει στο φίλο του καθώς περνάω από μπροστά τους. "Φίλε μου ειλικρινά θα στο χρωστάω που μου γνώρισες αυτήν την καταπληκτική γυναίκα." χαμογελάω αχνά.
Γνωρίζω πολύ καλά πώς η Σολέι συνάντησε για πρώτη φορά τον Άλμπερτ. Όταν την είχε παρακολουθήσει σε μια απ'τις παραστάσεις του Τέρρυ παίζοντας την 'Οφηλία' ενώ βρισκόταν στο Λονδίνο μαζί με την Κάντυ, δεν μπορούσε να ξεκολλήσει τα μάτια του από πάνω της. Σύντομα ζήτησε απ'τον Τέρρυ να την δει από κοντά. Λίγο καιρό μετά άρχισαν κι οι δυο τους να βγαίνουν και δεν άργησε επίσης να έρθει η στιγμή που εκείνος της εξέφρασε τα συναισθήματά του και το πως ένιωθε για εκείνη. Δεν ήθελε να την πιέσει. Καταλάβαινε πόσο η Σολέι νοιαζόταν και αγαπούσε το θέατρο κι εκείνος δεν ήθελε να μπει εμπόδιο στην καριέρα της. Αν εκείνη τον ακολουθούσε τότε θα ζούσαν μαζί στην Αμερική, εδώ, στο Lakewood. Η χαρά του Άλμπερτ, όταν εκείνη εμφανίστηκε σε ένα απ'τα γραφεία του στις επιχειρήσεις του μία μέρα πριν φύγει απ'το Λονδίνο, λέγοντας του πως δεχόταν την πρότασή του και πως θα τον ακολουθούσε στην Αμερική ήταν απερίγραπτη. Πολύ γρήγορα η Σολέι εγκαταστάθηκε και προσαρμόστηκε εδώ με τον όρο ότι το στεφάνι δεν θα έμπαινε αμέσως. Ήθελε να γνωρίσει περισσότερο τον άντρα με τον οποίο ήταν παράφορα ερωτευμένη. Ως συνήθως η θεία Ελρόυ έφερε τις αντιρρήσεις της όσον αφορά το επάγγελμα της Σολέι αλλά και με το γεγονός ότι το ζευγάρι δεν παντρευόταν αμέσως. Ο Άλμπερτ όμως είχε πάντα τον τελευταίο λόγο κι όπως ήταν φυσικό οι παρατηρήσεις της θείας δεν λήφθηκαν και πολύ στα υπόψη.
Αυτή η γυναίκα ότι έκανε ο ανιψιός της και τα εγγόνια της πάντοτε έβρισκε κάποιο παραστράτημα στις ενέργειες τους, ένα λάθος, μια αφορμή και τους πήγαινε κόντρα. Τη μοναδική φορά που δεν έγινε αυτό ήταν όταν ο Στήαρ με έφερε να μείνω εδώ. Τη στιγμή που με γνώρισε στη θεία του εκείνη με πλησίασε, γονάτισε προς το μέρος μου κι άρχισε να μου φιλά τα χέρια. Είχα παγώσει στη θέση μου και την κοιτούσα με γουρλωμένα μάτια. Αλλά δεν μπορούσα να την αφήσω να το κάνει αυτό στον εαυτό της. Γονάτισα κι εγώ μαζί της, χάιδεψα τα μαλλιά της και της είπα πόσο πολύ αγαπούσα τον εγγονό της και πως δεν ήθελα να του συμβεί ξανά τίποτα κακό. Θα έδινα ξανά τη ζωή μου για εκείνον αν χρειαζόταν. Γι'αυτό δεν μπορούσα να πω κακό λόγο για εκείνη, δεν μπορούσα να την κρίνω γιατί απ'την στιγμή που την γνώρισα κατάλαβα ότι ό,τι κι αν έλεγαν για εκείνη ο Άντονυ κι ο Στήαρ κατά βάθος η θεία Ελρόυ είχε καρδιά. Δεν είχες παρά να την γνωρίσεις καλύτερα και θα το διαπίστωνες και μόνος σου.
"Στην διάθεσή σου φίλε μου." η σιγανή φωνή του Τέρρυ που απευθύνεται στον Άλμπερτ μου απέσπασε την προσοχή και χωρίς να το καταλάβω βρέθηκα ανάμεσα στον Τομ με την Ανν και στον Στήαρ που είχε περασμένο το χέρι του στη μέση μου. Ακριβώς δίπλα του στεκόντουσαν ο Τέρρυ με την Κάντυ και λίγο πιο πέρα ο Έντουαρντ με την Λίζι η οποία ακουμπούσε το χέρι της στον ώμο του θείου της, ο οποίος είχε πάρει θέση μπροστά στο πιάνο. Η Σολέι κρατούσε το χέρι της Σκάλερτ την οποία είχε αγκαλιά ο Άντονυ που ψιθύριζε κάτι στον Τομ δίπλα του.
"Ωραία λοιπόν. Εφόσον έχει μαζευτεί όλη η οικογένεια - πλην του Ντάνιελ που τελεί το καθήκον του ως γιατρός..."σε αυτό το σημείο δεν μπορούμε όλοι να μην γελάσουμε με το σχόλιο του Άλμπερτ. "Φαντάζομαι ότι είμαι σε θέση κι εγώ να παίξω ένα μικρό κομμάτι. Θα ήθελα να το αφιερώσω σε όλους όσους βρίσκονται αυτές τις γιορτινές μέρες κοντά μου, στην καταπληκτική αυτή γυναίκα που κάθεται δίπλα μου που χωρίς αυτήν πιθανότατα να ακολουθούσα τη ζωή του εργένη..."η σάλα πλημμυρίζει ξανά από γέλια. Η Σολέι δίνει ένα φιλί στο μάγουλο του άντρα της φέρνοντας το χέρι της γύρω απ'το λαιμό του. "Καθώς επίσης κι εσένα αγαπημένο μέλος της οικογένειας που όσο περνάει ο καιρός η απουσία του κάτι τέτοιες στιγμές γίνεται όλο και πιο αισθητή." το βλέμμα του Άλμπερτ εξετάζει εκείνο του Άντονυ και καρφώνεται τέλος στον Στήαρ μελετώντας τις αντιδράσεις του. Τον νιώθω που κρύβεται πίσω απ'τα μαλλιά μου, βυθίζοντας το πρόσωπό του μέσα σε αυτά, προσπαθώντας να αιχμαλωτίσει την μυρωδιά τους. Το χέρι μου τυλίγεται γύρω απ'την μέση του κρατώντας τον γερά. "Πάντα όμως θα βρίσκεται κοντά μας γιατί θα τον έχουμε μέσα στην καρδιά μας..."ο Άλμπερτ φέρνει το ένα του χέρι στο στήθος και λίγο μετά ακουμπάει τα πλήκτρα παίζοντας έναν ήρεμο σκοπό. "Στον ανιψιό μου τον Άρτσυ λοιπόν..."αναφωνεί δυνατά καθώς ξεκινάει.
Τη στιγμή που αρχίζει η μελωδία σκύβω στο αυτί του Στήαρ που έχει ακόμα κρυμμένο το πρόσωπό του πίσω απ'το κεφάλι μου και του ψιθυρίζω σιγανά.
"Σ'αγαπώ..."του λέω ενώ νιώθω το δάκρυ που ελευθερώνεται απ'τα μάτια του.
"Grazie Amore Mio!"<Ευχαριστώ Αγάπη Μου!> μου ανταποκρίνεται κι εκείνος σιωπηλά.
Δεν προλαβαίνω να χειροκροτήσω το κομμάτι γιατί τα χέρια του Στήαρ τυλίγονται γύρω απ'την μέση μου με τέτοιον τρόπο καθώς με τραβάνε προς την πόρτα που έχω τρομοκρατηθεί. 'Τι τον έπιασε ξαφνικά;!' αναρωτιέμαι.
"Στήαρ;!" αναφωνώ ενώ κάνω υπεράνθρωπες προσπάθειες να του αντισταθώ αλλά εκείνος δεν φαίνεται να με προσέχει.
"Εμάς μας συγχωρείται αλλά πρέπει να αποσυρθούμε σιγά-σιγά. Η μέλλουσα σύζυγός μου είναι κουρασμένη..."λέει με τρόπο ενώ κλείνει το μάτι στον Άλμπερτ που αμέσως καταλαβαίνει κι ανταποκρίνεται αναλόγως.
"Καληνύχτα σας παιδιά και Χρόνια Πολλά. Σας εύχομαι Καλά Χριστούγεννα." μας χαιρετάει ο 'Μεγάλος Θείος' κλείνοντας κι αυτός το ένα του μάτι. 'Τι γίνεται εδώ; Κάτι τρέχει και δεν το ξέρω;'
"Καληνύχτα παιδιά!" ακούω όλους τους άλλους να αναφωνούν κι όχι μόνο αυτό αλλά το ύφος τους είναι πονηρό. Κάτι προδίδει... 'Να πάρει! Τι μου κρύβουν εδώ πέρα;!' δεν έχω χρόνο να αναρωτηθώ περισσότερο.
"Στήαρ δεν είναι σωστό... Μόλις ήρθε ο Άλμπερτ, δεν είναι ευγενικό να τους αφήσουμε... Σε παρακαλώ..."ψελλίζω καθώς αντιστέκομαι. Μάταια, η πόρτα της σάλας κλείνει πίσω μας καθώς εκείνος πιάνει και τα δυο μου τα χέρια φέρνοντάς τα στα χείλη του φιλώντας τα τρυφερά.
"Natalie... "αφήνει έναν βαθύ αναστεναγμό ενώ προσπαθεί να μιλήσει. "Το δώρο μου δεν μπορεί να περιμένει άλλο."
~~~***~~~***~~~
Έχει επεξεργασθεί από τον/την Dalia στις Δευ Σεπ 29, 2014 5:25 pm, 4 φορές συνολικά
Dalia- Terry Extreme Guru
- Αριθμός μηνυμάτων : 8488
Points : 14846
Ημερομηνία εγγραφής : 07/11/2010
Ηλικία : 35
Τόπος : In a Galaxy far, far away...
Χιούμορ : Well, be my guest!!
Απ: Χριστουγεννιάτικα Τερρο-φικ 2012
Stear's Present
Δεν βλέπω την ώρα να τελειώσει το κομμάτι του ο Άλμπερτ για να φύγουμε από δω. Δεν είναι ότι είμαι εγωιστής ή θέλω να φανώ αναίσθητος ή τίποτε άλλο αλλά όλο αυτόν τον καιρό - συγκεκριμένα απ'τη στιγμή που εκείνη με παρακάλεσε να μην την ξανά πλησιάσω ζητώντας μου να της δώσω λίγο χρόνο, κίνηση η οποία με έβαλε σε υποψίες - ζούσα γι αυτήν εδώ ακριβώς τη στιγμή. Για την στιγμή που θα της έδινα το δικό μου δώρο, που θα έβλεπα, θα μελετούσα τις αντιδράσεις της καθώς θα της περνούσα το δαχτυλίδι στο χέρι της ζητώντας της να γίνει γυναίκα μου, να με παντρευτεί. Ήθελα να την δω να μπαίνει σε εκείνο το δωμάτιο και να πλημμυρίζει από τα ξεφωνητά και τα γέλια της όταν θα ερχόταν εκείνη η στιγμή που θα έφερνε το αγγελούδι μας στον κόσμο.
Εκείνο το πρωινό που μου ζήτησε να απομακρυνθώ από κοντά της είχαν αρχίσει ξανά να με κυριεύουν οι γνωστοί εφιάλτες, να με ζώνουν τα φίδια και να φοβάμαι τα χειρότερα. Αυτή τη φορά όμως τα πράγματα ήταν διαφορετικά διότι κι μόνο στη σκέψη ότι εκείνη θα έφευγε απ'αυτό το σπίτι, χωρίς να κάνω τίποτα για να την εμποδίσω, με σκότωνε. Δεν μου είχε περάσει ποτέ απ'το μυαλό ότι μπορεί όλο αυτό να το έκανε επειδή ήταν σε ενδιαφέρουσα. Οι φόβοι μου εξαφανίστηκαν, ανακουφίστηκα και τελικά οι υποψίες μου επιβεβαιώθηκαν κατά κάποιον τρόπο λίγες μέρες μετά.
Ένα βράδυ εκεί που κοιμόμουν είχε τρυπώσει στο δωμάτιό μου στο κρεβάτι χωρίς να το πάρω είδηση και το πρωί όταν είχα ξυπνήσει βρέθηκα κουλουριασμένος μέσα στην αγκαλιά της της ενώ τα χέρια μου ήταν τυλιγμένα γύρω απ'το κορμί της και την κρατούσαν ζεστή. Μόνο ένα της βλέμμα, ένα αθώο βλέμμα εκείνο το πρωινό γεμάτο δάκρυα που ζητούσε την βοήθειά μου, την υπομονή μου, την αγάπη μου... και ήμουν πλέον σίγουρος πως εκείνη δεν θα έφευγε ποτέ απ'το πλευρό μου.
Οι μέρες περνούσαν κι συνεχίσαμε ο ένας να επισκέπτεται τον άλλον κάθε βράδυ στο δικό του δωμάτιο και να κοιμόμαστε μαζί, πότε στο δικό μου πότε στο δικό της. Χωρίς όμως να την αγγίζω, σεβόμουν την επιθυμία της αλλά και την θεία Ελρόυ που μου ζητούσε να την παντρευτώ για να γίνει νόμιμα γυναίκα μου. Μετά θα είχαμε όλο το χρόνο να προχωρήσουμε σε αυτό το στάδιο. Εάν όμως εκείνη μου το ζητούσε και με ήθελε ξανά δεν θα της αντιστεκόμουν. Δεν άντεχα ούτε εγώ χωρίς εκείνη, χωρίς το άγγιγμα της , τα χάδια της, την αγκαλιά της, τα φιλιά της... Δεν μπορούσα να ζήσω χωρίς αυτά. Την είχα ανάγκη, το ίδιο κι εκείνη κι ας μου το έδειχνε με αυτό τον τρόπο. Είχε πρόβλημα, το ήξερα αλλά δεν ήθελα να την πιέσω. Θα της έδινα όλο τον χρόνο, όσο χρόνο ήθελε και χρειαζόταν μέχρι να έβρισκε το κουράγιο να μου ανοιχτεί και να μου μιλήσει. Την αγαπούσα τόσο πολύ γι αυτό και θα έκανα τα πάντα για εκείνη.
Μια μέρα αργά το μεσημέρι όταν γύρισα σπίτι και την αναζήτησα στην κάμαρη της πανικοβλήθηκα τόσο πολύ τη στιγμή που δεν την βρήκα εκεί. Με ενημέρωσαν όμως πως είχε περάσει όλη της τη μέρα στο δωμάτιό μου γι αυτό και πήγα εκεί να δω τι έκανε. Μπαίνοντας μέσα δεν την είδα πουθενά, όταν άκουσα όμως λυγμούς και κλάματα να προέρχονται απ'το μπάνιο μου τρομοκρατημένος έτρεξα μέσα να δω τι συνέβαινε. Όταν την αντίκρισα στο πάτωμα να κλαίει με τους εμετούς να κηλιδώνουν την κάτασπρη νυχτικιά της ήμουν πλέον σίγουρος για εκείνη. Αφού την περιποιήθηκα κάνοντας την ένα ντους, την πήρα στην αγκαλιά μου και ξαπλώσαμε κι οι δυο στο κρεβάτι. Δεν έφυγα ούτε λεπτό από κοντά της, έμεινα εκεί στο πλευρό της μέχρι το πρωί της επόμενης μέρας. Ακύρωσα ότι είχα να κάνω, ραντεβού, δουλειές του γραφείου, υποθέσεις του Άλμπερτ που έπρεπε να διεκπεραιώσω όσο εκείνος έλειπε στο εξωτερικό κι έμεινα σπίτι... κοντά της. Ο μόνος τρόπος για να την ηρεμήσω και να καταλαγιάσω τον πόνο της, τον φόβο που ένιωθε ήταν να της ψιθυρίζω κάθε τόσο πόσο πολύ την αγαπούσα και τι σήμαινε για μένα.
Δεν χωρούσε πλέον αμφιβολία, η γυναίκα που αγαπούσα περισσότερο από κάθε τι άλλο στον κόσμο ήταν έγκυος στο παιδί μου και δεν μπορούσα να μείνω χώρια από εκείνη. Δεν μπορούσα να την αφήσω τώρα που με χρειαζόταν περισσότερο από ποτέ. Φοβόταν και πολύ γρήγορα κατάλαβα πως δεν έβρισκε τον τρόπο να μου το πει. Τα σημάδια αυτό έδειχναν. Η συμπεριφορά της, οι αντιδράσεις της είχαν αλλάξει απ'τη μια στιγμή στην άλλη. Έκλαιγε πιο πολύ, ανησυχούσε, πανικοβαλλόταν και αγχωνόταν με το παραμικρό. Οι συχνές της αδιαθεσίες με είχαν φτάσει στο σημείο να καλέσω γιατρό αλλά εκείνη με διαβεβαίωσε πως δεν ήταν τίποτα το σοβαρό και πως αργά ή γρήγορα θα της περνούσε. Κι οι δυο ξέραμε την αλήθεια αλλά εγώ δεν ήθελα να της πω πως το γνώριζα, ίσως και να την τάραζα με αυτό τον τρόπο και δεν θα το άντεχα. Δεν ήθελα να πάθει τίποτα. Γνωρίζοντας πόσο σημαντικό ήταν για εκείνη και πόσο ήθελε αυτό το παιδί -δεδομένου ότι την πρώτη φορά είχε αποβάλλει- δεν ήθελα να επαναληφθεί το ίδιο. Γιατί αν συνέβαινε ξανά είμαι σίγουρος πως δεν θα το άντεχε και θα ήταν πιο οδυνηρό γιατί αυτή τη φορά θα πονούσα κι εγώ μαζί της. Γι'αυτό κι έκανα υπομονή, περίμενα εκείνη να μου το πει όταν θα ένιωθε έτοιμη. Είχε ανάγκη να μου το πει, το έβλεπα στα μάτια της, ήθελε να αποβάλλει αυτό το βάρος από πάνω της.
Κάθε βράδυ, πριν μας πάρει ο ύπνος και την είχα στην αγκαλιά μου, παρατηρούσα τα χαρακτηριστικά του προσώπου της. Πιεζόταν, έκλαιγε κι όλο μου έλεγε ότι έπρεπε να μου πει κάτι σημαντικό κι ότι θα άλλαζε τις ζωές μας οριστικά. Αλλά πάντα δίσταζε, μου γυρνούσε πλευρό και μου ζητούσε συγνώμη. Τότε ήταν που την έκλεινα μέσα στη ζεστή μου 'φυλακή' αδιαφορώντας για το γεγονός ότι δεν έβρισκε το θάρρος να μου το πει. Ήξερα να περιμένω, μπορούσα να κάνω υπομονή ή θα μου το έλεγε ή τα σημάδια σε λίγο καιρό θα μιλούσαν από μόνα τους. Η κοιλίτσα της θα μεγάλωνε κι τότε θα ήμουν ο πιο ευτυχισμένος άντρας του κόσμου.
Όταν επιτέλους το κομμάτι του Άλμπερτ έλαβε ένα τέλος δεν έχασα καιρό. Την τράβηξα απότομα απ'το πλήθος που είχε μαζευτεί γύρω απ'το πιάνο και κατευθύνθηκα αμέσως προς την πόρτα. Έγειρα προς την μεριά του Άλμπερτ καληνυχτώντας τους όλους, κλείνοντας του το μάτι μου με τρόπο. Εκείνος τουλάχιστον γνώριζε τι ακριβώς έκανα και κατανοούσε την αγωνία μου. Μουρμούρισα τάχα μου ότι εκείνη ήταν κουρασμένη λόγω της κατάστασής της και με γρήγορες δρασκελιές την οδήγησα έξω από τη σάλα κλείνοντας την πόρτα πίσω μου. Προσπάθησε να μου αντισταθεί. Τότε ήταν που δεν άντεξα, έσφιξα και τα δυο της χέρια μέσα στα δικά μου φέρνοντας τα στα χείλη μου και φιλώντας τα τρυφερά.
"Νatalie..."αναστέναξα, πως θα της το έλεγα; Είχα τόσο άγχος στο πως εκείνη θα αντιδρούσε μπροστά σε αυτό που της είχα ετοιμάσει. "Το δώρο μου δεν μπορεί να περιμένει άλλο." πρόσθεσα χαμογελώντας της αχνά.
"Τι...τι εννοείς;" τραύλισε εκείνη και τότε στο βλέμμα της εμφανίστηκε η γνωστή έκφραση που έπαιρνε κάθε φορά που συνέβαινε κάτι καινούργιο και δεν ήξερε πως να το αντιμετωπίσει.
Βιάστηκα να κάνω ότι περνούσε απ'το χέρι μου για να την κάνω να αισθανθεί άνετα, να την κάνω να χαλαρώσει. Απ'το βάθος ακουγόταν ένα Χριστουγεννιάτικο βαλς, που προερχόταν απ'την αίθουσα χορού. Έφερα το ένα μου χέρι στη μέση της και ύψωσα στον αέρα το άλλο κρατώντας το δικό της γερά. Εκείνη ενστικτωδώς έφερε το άλλο στον ώμο μου για να κρατηθεί. Κι έτσι αρχίσαμε να στροβιλιζόμαστε μέσα στους διαδρόμους του σπιτιού υπό τους ήχους του βαλς μέχρι να φτάσουμε εκεί που ήθελα να την οδηγήσω εξαρχής. Όλους αυτούς τους μήνες που περίμενα να μου πει την αλήθεια και δεν μπορούσε. Γιατί το σίγουρο ήταν πως αν μου το έλεγε νωρίτερα τίποτα δεν θα με εμπόδιζε απ'το να την οδηγήσω σε εκείνο το δωμάτιο απ'την αρχή.
Ο ήχος του κομματιού άρχισε σιγά-σιγά να χάνεται καθώς προχωρούσαμε όλο και πιο βαθιά μέσα στο σπίτι και φτάναμε στον προορισμό μας. Λίγα λεπτά αργότερα σταματήσαμε να χορεύουμε, βρισκόμασταν απέξω από μια χρυσή πόρτα. Πήρα ξανά τα χέρια της μέσα στα δικά μου και την παρακάλεσα να κλείσει τα μάτια της. Εκείνη με κοίταξε με βλέμμα ανήσυχο.
"Σε παρακαλώ..."της ψιθύρισα γλυκά.
"Τι υπάρχει εκεί μέσα Στήαρ;" με ρώτησε. Έτρεμε ολόκληρη.
"Αν δεν κλείσεις τα μάτια σου δεν θα μάθεις ποτέ." της είπα και βλέποντας την να καταθέτει τελικά τα όπλα, άνοιξα την πόρτα με το ένα μου χέρι ενώ κρατούσα εκείνη με το άλλο και την οδήγησα μέσα με αργά προσεχτικά βήματα. "E ora è possibile aprire caro."<Και τώρα μπορείς να τα ανοίξεις αγάπη μου.> της ψιθύρισα μαλακά στο αυτί της κι η έκφραση που πήρε την επόμενη στιγμή το πρόσωπό της δεν μπορούσε να περιγραφεί με λόγια. Θα την θυμάμαι για την υπόλοιπη ζωή μου, όσο ζω!
Την έβλεπα που είχε γουρλώσει τα μάτια της ενώ ήταν έτοιμα απ'αυτά να εμφανιστούν από στιγμή σε στιγμή τα δάκρυά της, τα χέρια της στο στόμα ενώ προσπαθούσε πιθανόν να καταπνίξει τις κραυγές χαράς και συγκίνησης που της είχε προξενήσει ο χώρος στον οποίο βρισκόταν. Και τέλος οι κόγχες των ματιών της, αυτές οι καστανές κόγχες που στριφογύριζαν από δω κι από εκεί ενώ επεξεργαζόντουσαν το παιδικό δωμάτιο που είχα φτιάξει. Με λίγη βοήθεια απ'τον ξάδελφό μου , τον Άλμπερτ και το προσωπικό βέβαια αλλά η ιδέα ήταν εξαρχής δική μου. Απ'την πρώτη στιγμή που συνειδητοποίησα πως η γυναίκα της ζωής μου ήταν έγκυος στο παιδί μας. Ήθελα να της προσφέρω τον χώρο που θα περνάγαμε τις περισσότερες ώρες εδώ, μαζί με το αγγελούδι μας. Θα παίζαμε, θα γελούσαμε, θα του μαθαίναμε να περπατάει, θα κάναμε χίλια δυο πράγματα εδώ κι οι τρεις μας.
Καθώς άρχισε να διασχίζει το δωμάτιο το χέρι της πέρασε πάνω και χάιδεψε την σιέλ σιφονιέρα όπου πάνω της υπήρχαν ροζ βάζα με τριαντάφυλλα του Άντονυ. Άνοιξε το πορτατίφ που υπήρχε δίπλα στα λουλούδια κι η ματιά της έπεσε για λίγο στα αριστερά της, στην ταπετσαρία πάνω στην οποία εικονίζονταν διάφορα ζωάκια και λουλούδια. Άφησε ένα σιγανό χαχανητό ενώ παρατηρούσε τα κάδρα που είχαν ζωγραφιές με διάφορα αστεία παιχνίδια ή ζωάκια. Στη συνέχεια στάθηκε κι έκατσε σε μία απ'τις πολυθρόνες οι οποίες μαζί με έναν τεράστιο καναπέ κι ένα τραπεζάκι αποτελούσαν ένα μικρό σαλονάκι. Τα έπιπλα ήταν στο χρώμα του σιέλ και του ανοιχτού πράσινου και πάνω στα καθίσματα υπήρχαν διάφορα λούτρινα αρκουδάκια και πορσελάνινες κούκλες. Την είδα να παίρνει έναν λούτρινο αρκούδο στην αγκαλιά της και να πλησιάζει το παράθυρο. Άγγιξε τις άσπρες μεταξωτές κουρτίνες ενώ η ματιά της ταυτόχρονα επεξεργαζόταν και τις κουρτίνες δεξιά κι αριστερά που ήταν μαζεμένες. Ήταν άσπρες κι εικόνιζαν διαφόρων ειδών άνθη. Έριξε μια ματιά στους μικρούς πίνακες που ήταν κρεμασμένοι στον τοίχο, ήταν συνολικά τέσσερις κι ο καθένας απεικόνιζε κι από μία εποχή ξεχωριστά, άνοιξη, καλοκαίρι, φθινόπωρο, χειμώνας. Τέλος το βλέμμα της έπεσε πάνω στην λευκή κούνια που βρισκόταν στην άλλη γωνιά του δωματίου κι έμεινε καρφωμένη εκεί. Παραμέρισε την κουρτίνα, άγγιξε το στρώμα, πήρε ένα λευκό μαξιλαράκι κι το έφερε στο μάγουλό της. Στη συνέχεια το μύρισε προσπαθώντας να κρατήσει αυτή την μυρωδιά για πάντα πάνω της. Άφησε σε μια γωνιά τον αρκούδο και τα χέρια της άρχισαν να επεξεργάζονται την κορυφή της κούνιας με τα αστεράκια και της πεταλουδίτσες που κρέμονταν στο εσωτερικό της. Τα δάχτυλά της χωρίς να το προσέξουν γύρισαν έναν μοχλό που είχα τοποθετήσει εγώ ο ίδιος εκεί και πολύ σύντομα μέσα στο δωμάτιο κυριαρχούσε η μελωδία ενός γλυκού νανουρίσματος.
"Εσύ...εσύ το έφτιαξες αυτό;" με ρώτησε τραυλίζοντας εκείνη προσπαθώντας να κρύψει τα δάκρυά της. Είχε γυρισμένη την πλάτη της κοιτάζοντας την κούνια, έχοντας πάρει ξανά τον αρκούδο στα χέρια της. Η μελωδία δεν είχε σταματήσει ακόμα να παίζει. Άρχισα κινούμαι προς το μέρος της.
"Για πιο πράγμα με ρωτάς απ'όλα;" της απηύθυνα το λόγο γλυκά απλώνοντας τα χέρια μου γύρω απ'το κορμί της, κλείνοντας την μέσα στην αγκαλιά μου και σκύβοντας να φιλήσω τον λοβό του αυτιού της.
"Το...το τραγούδι. Στην...κούνια..."πρόφερε με δυσκολία εκείνη. Έφερα το χέρι μου στο μάγουλό παίρνοντας μακριά τα δάκρυά της. Δεν ωφελούσε όμως, πολύ γρήγορα έτρεχαν απ'τα μάτια της περισσότερα. Άφησα ένα αχνό χαμόγελο.
"Ναι εγώ το έφτιαξα." της αποκρίθηκα απαλά. Την ένιωσα που φυσούσε και ξεφυσούσε την μύτη της. "Δεν μπορώ να γνωρίζω το φύλο του παιδιού δυστυχώς γι'αυτό αυτοσχεδίασα. Χρησιμοποίησα και συνδύασα τα αγαπημένα χρώματα που αρέσουν και στους δυο μας." συνέχισα να της μιλώ, πίστευα πως με αυτόν τον τρόπο θα την έκανα να αισθανθεί καλύτερα κι ίσως να σταματούσε να κλαίει.
"Είναι πολύ... πολύ ωραίο... υπέροχο..."μουρμούρισε εκείνη ενώ γυρνούσε προς το μέρος μου και σκούπιζε τα δάκρυά της με την αναστροφή του χεριού της. Κρατούσε σφιχτά στην αγκαλιά της τον αρκούδο. Σήκωσα το πηγούνι της αναζητώντας το βλέμμα της και οι ματιές κλείδωσαν η μία την άλλη. Άπλωσε το χέρι της χαϊδεύοντας το μάγουλό μου. "Εγώ... και το μωρό..."έφερε την παλάμη της στην κοιλιά της. "...σε ευχαριστούμε πολύ..."κατάφερε να πει κι στα χείλη της εμφανίστηκε με μιας ένα πλατύ χαμόγελο. Δεν μπόρεσα να συγκρατηθώ, έσκυψα και της χάρισα ένα φιλί στο μέτωπο. Το μέτωπό μου έμεινε για λίγο πάνω στο δικό της.
"Παρακαλώ αγγελούδι μου." της ψιθύρισα σιγανά καθώς οι παλάμες μου είχαν φυλακίσει το πρόσωπό της και σκεφτόμουν προσεχτικά την επόμενη κίνησή μου. "Γλυκιά μου... δεν...δεν έχω τελειώσει ακόμα με τα δώρα μου..."μουρμούρισα σιωπηλά με κόπο και ρίχνοντας της μια τελευταία ματιά, γονάτισα μπροστά της βγάζοντας ένα μαύρο βελούδινο κουτάκι απ'την τσέπη του παντελονιού μου. Αφού το άνοιξα με αργές κινήσεις το έτεινα προς το μέρος της οι λέξεις ξεχύθηκαν σα χείμαρρος από μέσα μου. Λέξεις που καταπίεζα εδώ και τόσο καιρό, που ήθελα να τις εκφράσω αλλά δεν ήξερα ποια θα ήταν η αντίδραση αυτού του αθώου πλάσματος που έστεκε εδώ μπροστά μου. "Mi vuoi sposare?"<Θα με παντρευτείς;> μίλησα ήρεμα στην γλώσσα της ενώ περίμενα καρτερικά την απάντησή της. Τα δευτερόλεπτα τα οποία πέρασαν καθώς προσπαθούσε να πάρει μια βαθιά ανάσα και να δαμάσει τα δάκρυά της έμοιαζαν με αιώνες και είχα την εντύπωση πως αυτή η σιωπή θα κρατούσε για πάντα.
"Sì ... mille volte sì!"<Ναι... χίλιες φορές ναι!> απάντησε εκείνη με σπασμένη φωνή και στο άκουσμα αυτών των λέξεων χαρίσαμε ο ένας στον άλλον ένα λαμπερό χαμόγελο. Φόρεσα το δαχτυλίδι στο μεσαίο της δάχτυλο κι έμεινα για λίγο να το κοιτώ. Έδειχνε να ταιριάζει απόλυτα με το χέρι της. Ήταν ένα δαχτυλίδι σε συνδυασμό λευκού, κίτρινου και ροζέ χρυσού. Οι πέτρες ήταν από λευκά ζεργκόν κι είχε το σχήμα τριαντάφυλλου. Το τέλειο κόσμημα για εκείνη, αν κι η ίδια ήταν ένας ολόκληρος θησαυρός για μένα. Σηκώθηκα στο ίδιο ύψος με το δικό της και σφράγισα τα χείλη της με τα δικά μου.
"Molto presto diventerete mia moglie ... Non vedo l'ora di farti mia di nuovo!" <Πολύ σύντομα θα γίνεις γυναίκα μου... Δεν βλέπω την ώρα να σε κάνω δική μου ξανά!> της ψιθύριζα ανάμεσα στο φιλί μας ενώ παίρναμε κι δυο βαθιές ανάσες. "Natalie ... Ti amo tesoro ... molto ... troppo ..."
"E io ti amo troppo ... Alistiar!" <Κι εγώ σ'αγαπώ πολύ ...Αλιστήαρ! >την άκουσα να μου λέει ενώ φιλούσα τον λαιμό της και κάθε φορά στο άκουσμα αυτών των λέξεων ένιωθα την καρδιά μου να φτερουγίζει και να πετάει έξω απ'το στήθος μου σε μέρη μακρινά με δική της πρωτοβουλία.
"Πώς θα κρατηθώ μέχρι το γάμο μας, μου λες;"την πείραξα καθώς δάγκωνα τον λοβό του αυτιού της απαλά. Έφερε τα χέρια της στο πρόσωπό μου κάνοντας με αυτόν τον τρόπο να την κοιτάξω. Αμέσως η ματιά της βυθίστηκε μέσα στη δική μου.
"Δεν...δεν είσαι υποχρεωμένος να το κάνεις." τραύλισε ξανά εκείνη, το ύφος της ήταν σοβαρό κι με έκανε κι εμένα να πάρω την ανάλογη έκφραση. "Το ξέρω πως... πως δεν είναι σωστό αλλά... αλλά..."την έβλεπα που πάλι πιεζόταν και δεν μπορούσε να μου το πει. Είχα καταλάβει τι μου ζητούσε κι ήμουν πρόθυμος να πραγματοποιήσω την επιθυμία της. Ούτε εγώ άντεχα χωρίς εκείνη. Όλο αυτό το διάστημα που δεν μπορούσα να την αγγίξω με αυτόν τον τρόπο ήταν βάσανο για μένα. Δεν χρειαζόταν να μου το πει. Τα χέρια μου βρέθηκαν στη μέση της και την σήκωσαν προσεχτικά απ'το έδαφος παίρνοντας την στην αγκαλιά μου. Εκείνη πέρασε τα χέρια της ενστικτωδώς γύρω απ'το λαιμό μου για να κρατηθεί.
"Non ti preoccupare, il mio bambino, tutto andrà bene." <Μην ανησυχείς μωρό μου. Όλα θα πάνε καλά.> την καθησύχασα ενώ έπαιζα ταυτόχρονα με την μύτη της και την οδηγούσα μέσα από μία πόρτα πίσω απ'την κούνια.
"Πού...πού πάμε;" με ρώτησε σφίγγοντας με περισσότερο πάνω της ανήσυχη.
"Εφόσον θα παντρευτούμε από δω και πέρα θα έχουμε το δικό μας δωμάτιο." της εξήγησα. "Και το δωμάτιο του μωρού οδηγεί στο δικό μας." συνέχισα χαμογελώντας. Αντί για απάντηση εισέπραξα το πιο γλυκό, τρυφερό φιλί του κόσμου καθώς ένιωθα τα χείλη της να χαϊδεύουν τα δικά μου.
Ο ήχος του ρολογιού που σήμανε μεσάνυχτα μας πληροφόρησε πως ήδη ήταν Χριστούγεννα.
"Buon Natale Stiar."<Καλά Χριστούγεννα Στήαρ.> μου ψιθύρισε γλυκά ενώ η ανάσα της γαργαλούσε τα αυτιά μου.
"Buon Natale cara."<Καλά Χριστούγεννα αγάπη μου.> της αποκρίθηκα τρυφερά και τότε θυμήθηκα και της έκανα μια ερώτηση που ποτέ πριν δεν είχα σκεφτεί να της κάνω στο παρελθόν παρά μονάχα εκείνη την στιγμή. "Natalie... ποτέ δεν σε ρώτησα..."
"Τί;" πετάχτηκε εκείνη πριν ολοκληρώσω.
"Το όνομά σου... "εκείνη έφερε τα ακροδάχτυλα της στα χείλη μου κάνοντας με να σωπάσω. Προφανώς και θα είχε καταλάβει σε τι αναφερόμουν.
"Οι γονείς μου μου έδωσαν αυτό το όνομα... Natalie... επειδή γεννήθηκα την ημέρα των Χριστουγέννων..."μου εξήγησε εκείνη χαρίζοντας μου ένα από εκείνα τα χαμόγελα που δεν μπορούσα να της αντισταθώ.
"Χρόνια Πολλά αγγελούδι μου... αλλά τα δώρα μου τελείωσαν." της είπα έχοντας πάρει ένα δήθεν στενάχωρο ύφος.
"Δεν μου χρειάζονται άλλα δώρα." μου αποκρίθηκε εκείνη ακουμπώντας τα χείλη της πάνω στα δικά μου. "Ho te."<Έχω εσένα.>
"E io te."<Κι εγώ εσένα.> πράγματι όλος μου ο κόσμος βρισκόταν αυτήν την στιγμή στα χέρια μου και σε λίγο αυτός ο κόσμος θα γινόταν ξανά δικός μου.
Κάτω, απ'την αίθουσα χορού ακουγόταν ένα Χριστουγεννιάτικο άσμα που τραγουδούσε η χορωδία κι έπαιζε τόσο αρμονικά η ορχήστρα, αλλά ήμουν τόσο απασχολημένος για να δώσω την απαραίτητη προσοχή και σημασία.
Δεν βλέπω την ώρα να τελειώσει το κομμάτι του ο Άλμπερτ για να φύγουμε από δω. Δεν είναι ότι είμαι εγωιστής ή θέλω να φανώ αναίσθητος ή τίποτε άλλο αλλά όλο αυτόν τον καιρό - συγκεκριμένα απ'τη στιγμή που εκείνη με παρακάλεσε να μην την ξανά πλησιάσω ζητώντας μου να της δώσω λίγο χρόνο, κίνηση η οποία με έβαλε σε υποψίες - ζούσα γι αυτήν εδώ ακριβώς τη στιγμή. Για την στιγμή που θα της έδινα το δικό μου δώρο, που θα έβλεπα, θα μελετούσα τις αντιδράσεις της καθώς θα της περνούσα το δαχτυλίδι στο χέρι της ζητώντας της να γίνει γυναίκα μου, να με παντρευτεί. Ήθελα να την δω να μπαίνει σε εκείνο το δωμάτιο και να πλημμυρίζει από τα ξεφωνητά και τα γέλια της όταν θα ερχόταν εκείνη η στιγμή που θα έφερνε το αγγελούδι μας στον κόσμο.
Εκείνο το πρωινό που μου ζήτησε να απομακρυνθώ από κοντά της είχαν αρχίσει ξανά να με κυριεύουν οι γνωστοί εφιάλτες, να με ζώνουν τα φίδια και να φοβάμαι τα χειρότερα. Αυτή τη φορά όμως τα πράγματα ήταν διαφορετικά διότι κι μόνο στη σκέψη ότι εκείνη θα έφευγε απ'αυτό το σπίτι, χωρίς να κάνω τίποτα για να την εμποδίσω, με σκότωνε. Δεν μου είχε περάσει ποτέ απ'το μυαλό ότι μπορεί όλο αυτό να το έκανε επειδή ήταν σε ενδιαφέρουσα. Οι φόβοι μου εξαφανίστηκαν, ανακουφίστηκα και τελικά οι υποψίες μου επιβεβαιώθηκαν κατά κάποιον τρόπο λίγες μέρες μετά.
Ένα βράδυ εκεί που κοιμόμουν είχε τρυπώσει στο δωμάτιό μου στο κρεβάτι χωρίς να το πάρω είδηση και το πρωί όταν είχα ξυπνήσει βρέθηκα κουλουριασμένος μέσα στην αγκαλιά της της ενώ τα χέρια μου ήταν τυλιγμένα γύρω απ'το κορμί της και την κρατούσαν ζεστή. Μόνο ένα της βλέμμα, ένα αθώο βλέμμα εκείνο το πρωινό γεμάτο δάκρυα που ζητούσε την βοήθειά μου, την υπομονή μου, την αγάπη μου... και ήμουν πλέον σίγουρος πως εκείνη δεν θα έφευγε ποτέ απ'το πλευρό μου.
Οι μέρες περνούσαν κι συνεχίσαμε ο ένας να επισκέπτεται τον άλλον κάθε βράδυ στο δικό του δωμάτιο και να κοιμόμαστε μαζί, πότε στο δικό μου πότε στο δικό της. Χωρίς όμως να την αγγίζω, σεβόμουν την επιθυμία της αλλά και την θεία Ελρόυ που μου ζητούσε να την παντρευτώ για να γίνει νόμιμα γυναίκα μου. Μετά θα είχαμε όλο το χρόνο να προχωρήσουμε σε αυτό το στάδιο. Εάν όμως εκείνη μου το ζητούσε και με ήθελε ξανά δεν θα της αντιστεκόμουν. Δεν άντεχα ούτε εγώ χωρίς εκείνη, χωρίς το άγγιγμα της , τα χάδια της, την αγκαλιά της, τα φιλιά της... Δεν μπορούσα να ζήσω χωρίς αυτά. Την είχα ανάγκη, το ίδιο κι εκείνη κι ας μου το έδειχνε με αυτό τον τρόπο. Είχε πρόβλημα, το ήξερα αλλά δεν ήθελα να την πιέσω. Θα της έδινα όλο τον χρόνο, όσο χρόνο ήθελε και χρειαζόταν μέχρι να έβρισκε το κουράγιο να μου ανοιχτεί και να μου μιλήσει. Την αγαπούσα τόσο πολύ γι αυτό και θα έκανα τα πάντα για εκείνη.
Μια μέρα αργά το μεσημέρι όταν γύρισα σπίτι και την αναζήτησα στην κάμαρη της πανικοβλήθηκα τόσο πολύ τη στιγμή που δεν την βρήκα εκεί. Με ενημέρωσαν όμως πως είχε περάσει όλη της τη μέρα στο δωμάτιό μου γι αυτό και πήγα εκεί να δω τι έκανε. Μπαίνοντας μέσα δεν την είδα πουθενά, όταν άκουσα όμως λυγμούς και κλάματα να προέρχονται απ'το μπάνιο μου τρομοκρατημένος έτρεξα μέσα να δω τι συνέβαινε. Όταν την αντίκρισα στο πάτωμα να κλαίει με τους εμετούς να κηλιδώνουν την κάτασπρη νυχτικιά της ήμουν πλέον σίγουρος για εκείνη. Αφού την περιποιήθηκα κάνοντας την ένα ντους, την πήρα στην αγκαλιά μου και ξαπλώσαμε κι οι δυο στο κρεβάτι. Δεν έφυγα ούτε λεπτό από κοντά της, έμεινα εκεί στο πλευρό της μέχρι το πρωί της επόμενης μέρας. Ακύρωσα ότι είχα να κάνω, ραντεβού, δουλειές του γραφείου, υποθέσεις του Άλμπερτ που έπρεπε να διεκπεραιώσω όσο εκείνος έλειπε στο εξωτερικό κι έμεινα σπίτι... κοντά της. Ο μόνος τρόπος για να την ηρεμήσω και να καταλαγιάσω τον πόνο της, τον φόβο που ένιωθε ήταν να της ψιθυρίζω κάθε τόσο πόσο πολύ την αγαπούσα και τι σήμαινε για μένα.
Δεν χωρούσε πλέον αμφιβολία, η γυναίκα που αγαπούσα περισσότερο από κάθε τι άλλο στον κόσμο ήταν έγκυος στο παιδί μου και δεν μπορούσα να μείνω χώρια από εκείνη. Δεν μπορούσα να την αφήσω τώρα που με χρειαζόταν περισσότερο από ποτέ. Φοβόταν και πολύ γρήγορα κατάλαβα πως δεν έβρισκε τον τρόπο να μου το πει. Τα σημάδια αυτό έδειχναν. Η συμπεριφορά της, οι αντιδράσεις της είχαν αλλάξει απ'τη μια στιγμή στην άλλη. Έκλαιγε πιο πολύ, ανησυχούσε, πανικοβαλλόταν και αγχωνόταν με το παραμικρό. Οι συχνές της αδιαθεσίες με είχαν φτάσει στο σημείο να καλέσω γιατρό αλλά εκείνη με διαβεβαίωσε πως δεν ήταν τίποτα το σοβαρό και πως αργά ή γρήγορα θα της περνούσε. Κι οι δυο ξέραμε την αλήθεια αλλά εγώ δεν ήθελα να της πω πως το γνώριζα, ίσως και να την τάραζα με αυτό τον τρόπο και δεν θα το άντεχα. Δεν ήθελα να πάθει τίποτα. Γνωρίζοντας πόσο σημαντικό ήταν για εκείνη και πόσο ήθελε αυτό το παιδί -δεδομένου ότι την πρώτη φορά είχε αποβάλλει- δεν ήθελα να επαναληφθεί το ίδιο. Γιατί αν συνέβαινε ξανά είμαι σίγουρος πως δεν θα το άντεχε και θα ήταν πιο οδυνηρό γιατί αυτή τη φορά θα πονούσα κι εγώ μαζί της. Γι'αυτό κι έκανα υπομονή, περίμενα εκείνη να μου το πει όταν θα ένιωθε έτοιμη. Είχε ανάγκη να μου το πει, το έβλεπα στα μάτια της, ήθελε να αποβάλλει αυτό το βάρος από πάνω της.
Κάθε βράδυ, πριν μας πάρει ο ύπνος και την είχα στην αγκαλιά μου, παρατηρούσα τα χαρακτηριστικά του προσώπου της. Πιεζόταν, έκλαιγε κι όλο μου έλεγε ότι έπρεπε να μου πει κάτι σημαντικό κι ότι θα άλλαζε τις ζωές μας οριστικά. Αλλά πάντα δίσταζε, μου γυρνούσε πλευρό και μου ζητούσε συγνώμη. Τότε ήταν που την έκλεινα μέσα στη ζεστή μου 'φυλακή' αδιαφορώντας για το γεγονός ότι δεν έβρισκε το θάρρος να μου το πει. Ήξερα να περιμένω, μπορούσα να κάνω υπομονή ή θα μου το έλεγε ή τα σημάδια σε λίγο καιρό θα μιλούσαν από μόνα τους. Η κοιλίτσα της θα μεγάλωνε κι τότε θα ήμουν ο πιο ευτυχισμένος άντρας του κόσμου.
Όταν επιτέλους το κομμάτι του Άλμπερτ έλαβε ένα τέλος δεν έχασα καιρό. Την τράβηξα απότομα απ'το πλήθος που είχε μαζευτεί γύρω απ'το πιάνο και κατευθύνθηκα αμέσως προς την πόρτα. Έγειρα προς την μεριά του Άλμπερτ καληνυχτώντας τους όλους, κλείνοντας του το μάτι μου με τρόπο. Εκείνος τουλάχιστον γνώριζε τι ακριβώς έκανα και κατανοούσε την αγωνία μου. Μουρμούρισα τάχα μου ότι εκείνη ήταν κουρασμένη λόγω της κατάστασής της και με γρήγορες δρασκελιές την οδήγησα έξω από τη σάλα κλείνοντας την πόρτα πίσω μου. Προσπάθησε να μου αντισταθεί. Τότε ήταν που δεν άντεξα, έσφιξα και τα δυο της χέρια μέσα στα δικά μου φέρνοντας τα στα χείλη μου και φιλώντας τα τρυφερά.
"Νatalie..."αναστέναξα, πως θα της το έλεγα; Είχα τόσο άγχος στο πως εκείνη θα αντιδρούσε μπροστά σε αυτό που της είχα ετοιμάσει. "Το δώρο μου δεν μπορεί να περιμένει άλλο." πρόσθεσα χαμογελώντας της αχνά.
"Τι...τι εννοείς;" τραύλισε εκείνη και τότε στο βλέμμα της εμφανίστηκε η γνωστή έκφραση που έπαιρνε κάθε φορά που συνέβαινε κάτι καινούργιο και δεν ήξερε πως να το αντιμετωπίσει.
Βιάστηκα να κάνω ότι περνούσε απ'το χέρι μου για να την κάνω να αισθανθεί άνετα, να την κάνω να χαλαρώσει. Απ'το βάθος ακουγόταν ένα Χριστουγεννιάτικο βαλς, που προερχόταν απ'την αίθουσα χορού. Έφερα το ένα μου χέρι στη μέση της και ύψωσα στον αέρα το άλλο κρατώντας το δικό της γερά. Εκείνη ενστικτωδώς έφερε το άλλο στον ώμο μου για να κρατηθεί. Κι έτσι αρχίσαμε να στροβιλιζόμαστε μέσα στους διαδρόμους του σπιτιού υπό τους ήχους του βαλς μέχρι να φτάσουμε εκεί που ήθελα να την οδηγήσω εξαρχής. Όλους αυτούς τους μήνες που περίμενα να μου πει την αλήθεια και δεν μπορούσε. Γιατί το σίγουρο ήταν πως αν μου το έλεγε νωρίτερα τίποτα δεν θα με εμπόδιζε απ'το να την οδηγήσω σε εκείνο το δωμάτιο απ'την αρχή.
Ο ήχος του κομματιού άρχισε σιγά-σιγά να χάνεται καθώς προχωρούσαμε όλο και πιο βαθιά μέσα στο σπίτι και φτάναμε στον προορισμό μας. Λίγα λεπτά αργότερα σταματήσαμε να χορεύουμε, βρισκόμασταν απέξω από μια χρυσή πόρτα. Πήρα ξανά τα χέρια της μέσα στα δικά μου και την παρακάλεσα να κλείσει τα μάτια της. Εκείνη με κοίταξε με βλέμμα ανήσυχο.
"Σε παρακαλώ..."της ψιθύρισα γλυκά.
"Τι υπάρχει εκεί μέσα Στήαρ;" με ρώτησε. Έτρεμε ολόκληρη.
"Αν δεν κλείσεις τα μάτια σου δεν θα μάθεις ποτέ." της είπα και βλέποντας την να καταθέτει τελικά τα όπλα, άνοιξα την πόρτα με το ένα μου χέρι ενώ κρατούσα εκείνη με το άλλο και την οδήγησα μέσα με αργά προσεχτικά βήματα. "E ora è possibile aprire caro."<Και τώρα μπορείς να τα ανοίξεις αγάπη μου.> της ψιθύρισα μαλακά στο αυτί της κι η έκφραση που πήρε την επόμενη στιγμή το πρόσωπό της δεν μπορούσε να περιγραφεί με λόγια. Θα την θυμάμαι για την υπόλοιπη ζωή μου, όσο ζω!
Την έβλεπα που είχε γουρλώσει τα μάτια της ενώ ήταν έτοιμα απ'αυτά να εμφανιστούν από στιγμή σε στιγμή τα δάκρυά της, τα χέρια της στο στόμα ενώ προσπαθούσε πιθανόν να καταπνίξει τις κραυγές χαράς και συγκίνησης που της είχε προξενήσει ο χώρος στον οποίο βρισκόταν. Και τέλος οι κόγχες των ματιών της, αυτές οι καστανές κόγχες που στριφογύριζαν από δω κι από εκεί ενώ επεξεργαζόντουσαν το παιδικό δωμάτιο που είχα φτιάξει. Με λίγη βοήθεια απ'τον ξάδελφό μου , τον Άλμπερτ και το προσωπικό βέβαια αλλά η ιδέα ήταν εξαρχής δική μου. Απ'την πρώτη στιγμή που συνειδητοποίησα πως η γυναίκα της ζωής μου ήταν έγκυος στο παιδί μας. Ήθελα να της προσφέρω τον χώρο που θα περνάγαμε τις περισσότερες ώρες εδώ, μαζί με το αγγελούδι μας. Θα παίζαμε, θα γελούσαμε, θα του μαθαίναμε να περπατάει, θα κάναμε χίλια δυο πράγματα εδώ κι οι τρεις μας.
Καθώς άρχισε να διασχίζει το δωμάτιο το χέρι της πέρασε πάνω και χάιδεψε την σιέλ σιφονιέρα όπου πάνω της υπήρχαν ροζ βάζα με τριαντάφυλλα του Άντονυ. Άνοιξε το πορτατίφ που υπήρχε δίπλα στα λουλούδια κι η ματιά της έπεσε για λίγο στα αριστερά της, στην ταπετσαρία πάνω στην οποία εικονίζονταν διάφορα ζωάκια και λουλούδια. Άφησε ένα σιγανό χαχανητό ενώ παρατηρούσε τα κάδρα που είχαν ζωγραφιές με διάφορα αστεία παιχνίδια ή ζωάκια. Στη συνέχεια στάθηκε κι έκατσε σε μία απ'τις πολυθρόνες οι οποίες μαζί με έναν τεράστιο καναπέ κι ένα τραπεζάκι αποτελούσαν ένα μικρό σαλονάκι. Τα έπιπλα ήταν στο χρώμα του σιέλ και του ανοιχτού πράσινου και πάνω στα καθίσματα υπήρχαν διάφορα λούτρινα αρκουδάκια και πορσελάνινες κούκλες. Την είδα να παίρνει έναν λούτρινο αρκούδο στην αγκαλιά της και να πλησιάζει το παράθυρο. Άγγιξε τις άσπρες μεταξωτές κουρτίνες ενώ η ματιά της ταυτόχρονα επεξεργαζόταν και τις κουρτίνες δεξιά κι αριστερά που ήταν μαζεμένες. Ήταν άσπρες κι εικόνιζαν διαφόρων ειδών άνθη. Έριξε μια ματιά στους μικρούς πίνακες που ήταν κρεμασμένοι στον τοίχο, ήταν συνολικά τέσσερις κι ο καθένας απεικόνιζε κι από μία εποχή ξεχωριστά, άνοιξη, καλοκαίρι, φθινόπωρο, χειμώνας. Τέλος το βλέμμα της έπεσε πάνω στην λευκή κούνια που βρισκόταν στην άλλη γωνιά του δωματίου κι έμεινε καρφωμένη εκεί. Παραμέρισε την κουρτίνα, άγγιξε το στρώμα, πήρε ένα λευκό μαξιλαράκι κι το έφερε στο μάγουλό της. Στη συνέχεια το μύρισε προσπαθώντας να κρατήσει αυτή την μυρωδιά για πάντα πάνω της. Άφησε σε μια γωνιά τον αρκούδο και τα χέρια της άρχισαν να επεξεργάζονται την κορυφή της κούνιας με τα αστεράκια και της πεταλουδίτσες που κρέμονταν στο εσωτερικό της. Τα δάχτυλά της χωρίς να το προσέξουν γύρισαν έναν μοχλό που είχα τοποθετήσει εγώ ο ίδιος εκεί και πολύ σύντομα μέσα στο δωμάτιο κυριαρχούσε η μελωδία ενός γλυκού νανουρίσματος.
"Εσύ...εσύ το έφτιαξες αυτό;" με ρώτησε τραυλίζοντας εκείνη προσπαθώντας να κρύψει τα δάκρυά της. Είχε γυρισμένη την πλάτη της κοιτάζοντας την κούνια, έχοντας πάρει ξανά τον αρκούδο στα χέρια της. Η μελωδία δεν είχε σταματήσει ακόμα να παίζει. Άρχισα κινούμαι προς το μέρος της.
"Για πιο πράγμα με ρωτάς απ'όλα;" της απηύθυνα το λόγο γλυκά απλώνοντας τα χέρια μου γύρω απ'το κορμί της, κλείνοντας την μέσα στην αγκαλιά μου και σκύβοντας να φιλήσω τον λοβό του αυτιού της.
"Το...το τραγούδι. Στην...κούνια..."πρόφερε με δυσκολία εκείνη. Έφερα το χέρι μου στο μάγουλό παίρνοντας μακριά τα δάκρυά της. Δεν ωφελούσε όμως, πολύ γρήγορα έτρεχαν απ'τα μάτια της περισσότερα. Άφησα ένα αχνό χαμόγελο.
"Ναι εγώ το έφτιαξα." της αποκρίθηκα απαλά. Την ένιωσα που φυσούσε και ξεφυσούσε την μύτη της. "Δεν μπορώ να γνωρίζω το φύλο του παιδιού δυστυχώς γι'αυτό αυτοσχεδίασα. Χρησιμοποίησα και συνδύασα τα αγαπημένα χρώματα που αρέσουν και στους δυο μας." συνέχισα να της μιλώ, πίστευα πως με αυτόν τον τρόπο θα την έκανα να αισθανθεί καλύτερα κι ίσως να σταματούσε να κλαίει.
"Είναι πολύ... πολύ ωραίο... υπέροχο..."μουρμούρισε εκείνη ενώ γυρνούσε προς το μέρος μου και σκούπιζε τα δάκρυά της με την αναστροφή του χεριού της. Κρατούσε σφιχτά στην αγκαλιά της τον αρκούδο. Σήκωσα το πηγούνι της αναζητώντας το βλέμμα της και οι ματιές κλείδωσαν η μία την άλλη. Άπλωσε το χέρι της χαϊδεύοντας το μάγουλό μου. "Εγώ... και το μωρό..."έφερε την παλάμη της στην κοιλιά της. "...σε ευχαριστούμε πολύ..."κατάφερε να πει κι στα χείλη της εμφανίστηκε με μιας ένα πλατύ χαμόγελο. Δεν μπόρεσα να συγκρατηθώ, έσκυψα και της χάρισα ένα φιλί στο μέτωπο. Το μέτωπό μου έμεινε για λίγο πάνω στο δικό της.
"Παρακαλώ αγγελούδι μου." της ψιθύρισα σιγανά καθώς οι παλάμες μου είχαν φυλακίσει το πρόσωπό της και σκεφτόμουν προσεχτικά την επόμενη κίνησή μου. "Γλυκιά μου... δεν...δεν έχω τελειώσει ακόμα με τα δώρα μου..."μουρμούρισα σιωπηλά με κόπο και ρίχνοντας της μια τελευταία ματιά, γονάτισα μπροστά της βγάζοντας ένα μαύρο βελούδινο κουτάκι απ'την τσέπη του παντελονιού μου. Αφού το άνοιξα με αργές κινήσεις το έτεινα προς το μέρος της οι λέξεις ξεχύθηκαν σα χείμαρρος από μέσα μου. Λέξεις που καταπίεζα εδώ και τόσο καιρό, που ήθελα να τις εκφράσω αλλά δεν ήξερα ποια θα ήταν η αντίδραση αυτού του αθώου πλάσματος που έστεκε εδώ μπροστά μου. "Mi vuoi sposare?"<Θα με παντρευτείς;> μίλησα ήρεμα στην γλώσσα της ενώ περίμενα καρτερικά την απάντησή της. Τα δευτερόλεπτα τα οποία πέρασαν καθώς προσπαθούσε να πάρει μια βαθιά ανάσα και να δαμάσει τα δάκρυά της έμοιαζαν με αιώνες και είχα την εντύπωση πως αυτή η σιωπή θα κρατούσε για πάντα.
"Sì ... mille volte sì!"<Ναι... χίλιες φορές ναι!> απάντησε εκείνη με σπασμένη φωνή και στο άκουσμα αυτών των λέξεων χαρίσαμε ο ένας στον άλλον ένα λαμπερό χαμόγελο. Φόρεσα το δαχτυλίδι στο μεσαίο της δάχτυλο κι έμεινα για λίγο να το κοιτώ. Έδειχνε να ταιριάζει απόλυτα με το χέρι της. Ήταν ένα δαχτυλίδι σε συνδυασμό λευκού, κίτρινου και ροζέ χρυσού. Οι πέτρες ήταν από λευκά ζεργκόν κι είχε το σχήμα τριαντάφυλλου. Το τέλειο κόσμημα για εκείνη, αν κι η ίδια ήταν ένας ολόκληρος θησαυρός για μένα. Σηκώθηκα στο ίδιο ύψος με το δικό της και σφράγισα τα χείλη της με τα δικά μου.
"Molto presto diventerete mia moglie ... Non vedo l'ora di farti mia di nuovo!" <Πολύ σύντομα θα γίνεις γυναίκα μου... Δεν βλέπω την ώρα να σε κάνω δική μου ξανά!> της ψιθύριζα ανάμεσα στο φιλί μας ενώ παίρναμε κι δυο βαθιές ανάσες. "Natalie ... Ti amo tesoro ... molto ... troppo ..."
"E io ti amo troppo ... Alistiar!" <Κι εγώ σ'αγαπώ πολύ ...Αλιστήαρ! >την άκουσα να μου λέει ενώ φιλούσα τον λαιμό της και κάθε φορά στο άκουσμα αυτών των λέξεων ένιωθα την καρδιά μου να φτερουγίζει και να πετάει έξω απ'το στήθος μου σε μέρη μακρινά με δική της πρωτοβουλία.
"Πώς θα κρατηθώ μέχρι το γάμο μας, μου λες;"την πείραξα καθώς δάγκωνα τον λοβό του αυτιού της απαλά. Έφερε τα χέρια της στο πρόσωπό μου κάνοντας με αυτόν τον τρόπο να την κοιτάξω. Αμέσως η ματιά της βυθίστηκε μέσα στη δική μου.
"Δεν...δεν είσαι υποχρεωμένος να το κάνεις." τραύλισε ξανά εκείνη, το ύφος της ήταν σοβαρό κι με έκανε κι εμένα να πάρω την ανάλογη έκφραση. "Το ξέρω πως... πως δεν είναι σωστό αλλά... αλλά..."την έβλεπα που πάλι πιεζόταν και δεν μπορούσε να μου το πει. Είχα καταλάβει τι μου ζητούσε κι ήμουν πρόθυμος να πραγματοποιήσω την επιθυμία της. Ούτε εγώ άντεχα χωρίς εκείνη. Όλο αυτό το διάστημα που δεν μπορούσα να την αγγίξω με αυτόν τον τρόπο ήταν βάσανο για μένα. Δεν χρειαζόταν να μου το πει. Τα χέρια μου βρέθηκαν στη μέση της και την σήκωσαν προσεχτικά απ'το έδαφος παίρνοντας την στην αγκαλιά μου. Εκείνη πέρασε τα χέρια της ενστικτωδώς γύρω απ'το λαιμό μου για να κρατηθεί.
"Non ti preoccupare, il mio bambino, tutto andrà bene." <Μην ανησυχείς μωρό μου. Όλα θα πάνε καλά.> την καθησύχασα ενώ έπαιζα ταυτόχρονα με την μύτη της και την οδηγούσα μέσα από μία πόρτα πίσω απ'την κούνια.
"Πού...πού πάμε;" με ρώτησε σφίγγοντας με περισσότερο πάνω της ανήσυχη.
"Εφόσον θα παντρευτούμε από δω και πέρα θα έχουμε το δικό μας δωμάτιο." της εξήγησα. "Και το δωμάτιο του μωρού οδηγεί στο δικό μας." συνέχισα χαμογελώντας. Αντί για απάντηση εισέπραξα το πιο γλυκό, τρυφερό φιλί του κόσμου καθώς ένιωθα τα χείλη της να χαϊδεύουν τα δικά μου.
Ο ήχος του ρολογιού που σήμανε μεσάνυχτα μας πληροφόρησε πως ήδη ήταν Χριστούγεννα.
"Buon Natale Stiar."<Καλά Χριστούγεννα Στήαρ.> μου ψιθύρισε γλυκά ενώ η ανάσα της γαργαλούσε τα αυτιά μου.
"Buon Natale cara."<Καλά Χριστούγεννα αγάπη μου.> της αποκρίθηκα τρυφερά και τότε θυμήθηκα και της έκανα μια ερώτηση που ποτέ πριν δεν είχα σκεφτεί να της κάνω στο παρελθόν παρά μονάχα εκείνη την στιγμή. "Natalie... ποτέ δεν σε ρώτησα..."
"Τί;" πετάχτηκε εκείνη πριν ολοκληρώσω.
"Το όνομά σου... "εκείνη έφερε τα ακροδάχτυλα της στα χείλη μου κάνοντας με να σωπάσω. Προφανώς και θα είχε καταλάβει σε τι αναφερόμουν.
"Οι γονείς μου μου έδωσαν αυτό το όνομα... Natalie... επειδή γεννήθηκα την ημέρα των Χριστουγέννων..."μου εξήγησε εκείνη χαρίζοντας μου ένα από εκείνα τα χαμόγελα που δεν μπορούσα να της αντισταθώ.
"Χρόνια Πολλά αγγελούδι μου... αλλά τα δώρα μου τελείωσαν." της είπα έχοντας πάρει ένα δήθεν στενάχωρο ύφος.
"Δεν μου χρειάζονται άλλα δώρα." μου αποκρίθηκε εκείνη ακουμπώντας τα χείλη της πάνω στα δικά μου. "Ho te."<Έχω εσένα.>
"E io te."<Κι εγώ εσένα.> πράγματι όλος μου ο κόσμος βρισκόταν αυτήν την στιγμή στα χέρια μου και σε λίγο αυτός ο κόσμος θα γινόταν ξανά δικός μου.
Κάτω, απ'την αίθουσα χορού ακουγόταν ένα Χριστουγεννιάτικο άσμα που τραγουδούσε η χορωδία κι έπαιζε τόσο αρμονικά η ορχήστρα, αλλά ήμουν τόσο απασχολημένος για να δώσω την απαραίτητη προσοχή και σημασία.
The End...
Merry Christmas and a Happy New Year!!!
Merry Christmas and a Happy New Year!!!
Dalia- Terry Extreme Guru
- Αριθμός μηνυμάτων : 8488
Points : 14846
Ημερομηνία εγγραφής : 07/11/2010
Ηλικία : 35
Τόπος : In a Galaxy far, far away...
Χιούμορ : Well, be my guest!!
Σελίδα 1 από 1
Δικαιώματα σας στην κατηγορία αυτή
Δεν μπορείτε να απαντήσετε στα Θέματα αυτής της Δ.Συζήτησης
Τετ Νοε 13, 2024 6:10 pm από ariel
» Ειναι αγχολυτικη η μικρη ξανθια;
Δευ Νοε 11, 2024 7:38 pm από ariel
» Με ποιον πιστεύετε οτι καταλήγει η Κάντυ στο τέλος;
Τρι Νοε 05, 2024 5:09 pm από ariel
» Τα ομορφότερα Fan Arts
Κυρ Οκτ 27, 2024 10:12 am από Marianna Blue Lagoon
» Γιορτινό Theme
Κυρ Οκτ 06, 2024 8:28 am από Marianna Blue Lagoon
» Κουίζ καντυ
Κυρ Σεπ 15, 2024 12:38 pm από Marianna Blue Lagoon
» Casting...
Δευ Απρ 15, 2024 10:52 pm από ariel
» Τερρο-Δωράκια
Πεμ Μαρ 21, 2024 4:46 pm από Marianna Blue Lagoon
» Ο ΑΝΤΟΝΙ ΓΝΩΡΙΖΕ ΟΤΙ Ο ΑΛΜΠΕΡΤ ΕΙΝΑΙ ΤΗΣ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΣ.ΑΡΑΓΕ ΗΞΕΡΕ ΚΑΙ ΠΩΣ ΕΙΝΑΙ Ο ΘΕΙΟΣ ΟΥΙΛΛΙΑΜ?
Τετ Μαρ 13, 2024 4:06 am από Marianna Blue Lagoon
» Οι ήρωες της Κάντυ και οι άλλοι.
Δευ Μαρ 11, 2024 10:17 pm από ariel
» ποιο πιστευετε οτι είναι το αγαπημενο ποτο του τερρυ;
Σαβ Μαρ 09, 2024 7:05 am από Marianna Blue Lagoon
» Εξώφυλλά του περιοδικού από διάφορες χώρες
Δευ Δεκ 04, 2023 5:12 pm από Marianna Blue Lagoon
» Ο χωρισμός. Επιλογή ή πεπρωμένο;
Παρ Μάης 26, 2023 4:34 pm από Marianna Blue Lagoon
» Ελληνική Έκδοση του περιοδικού
Τετ Φεβ 15, 2023 1:49 pm από Marianna Blue Lagoon
» Σχολια για τις Τερρο-δημιουργιες!
Τρι Ιαν 31, 2023 2:01 pm από Marianna Blue Lagoon
» Χριστουγεννιάτικα αβαταρ
Σαβ Δεκ 10, 2022 2:55 pm από Marianna Blue Lagoon
» Σχόλια για "Μετά από εκείνη τη νύχτα"
Τετ Ιουν 29, 2022 9:12 am από ΜΙΜΙ
» Σε ποιο επεισόδιο βρίσκετε πιο όμορφο τον Τέρρυ ?
Τετ Μάης 25, 2022 12:22 pm από Marianna Blue Lagoon
» Μετά από εκείνη τη νύχτα.
Παρ Μάης 06, 2022 12:00 pm από bettina
» Σχολια για ''η εποχη των ασφοδελων - the season of daffodils (by josephine hymes)
Τετ Σεπ 15, 2021 12:21 pm από stardustia