TGF LOVE TIME
Πρόσφατα Θέματα
Τα Χριστουγεννιάτικα φικ της nuitetoile21
2 απαντήσεις
Σελίδα 1 από 1
Τα Χριστουγεννιάτικα φικ της nuitetoile21
Να πω δυο λόγια μόνο για όσες δεν ήταν στην συνάντηση και δεν ξέρουν τι συμβαίνει. Αυτό είναι το δώρο μου για εσας, για τα Χριστούγεννα. Έγραψα απο ένα φικ, ξεχωριστό για την καθεμία, με θέμα τα Χριστούγεννα με τον Τέρρυ και γενικότερα τους ήρωες απο το μάνγκα (και με κάποιους εκτός μανγκα ), και πρωταγωνίστριες εσας! Κάθε βράδυ στις 9 θα ανεβάζω και ένα απο αυτά τα φικ. Ελπίζω να σας αρέσουν και ελπίζω να μην παρεξηγηθεί καμία με την ιστορία της. Τις έγραψα με πολύ χαρά και πραγματικά θέλω πολύ να σας αρέσουν. Θα ανοιχτεί θέμα στα ''σχόλια για τα φικ'' για να βάζετε τα σχόλια σας.
nuitetoile21- Terry Addict
- Αριθμός μηνυμάτων : 4781
Points : 12188
Ημερομηνία εγγραφής : 06/11/2010
Ηλικία : 41
Τόπος : neverland
Απ: Τα Χριστουγεννιάτικα φικ της nuitetoile21
Επειδή η Άννουλα δεν θα στολίσει δέντρο φέτος, είπα το πρώτο δώρο που θα δώσω να είναι το δικό της. Αννούλα ελπίζω να σου αρέσει!!
ΤΟ ΦΙΚ ΤΗΣ ΑΝΝΑΣ
ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ ΣΤΟΝ ΑΛΛΟΝ ΚΟΣΜΟ
Η Άννα στεκόταν και κοίταζε εξονυχιστικά τους νεοφερμένους που περνούσαν από μπροστά της όταν ξαφνικά τον είδε. Ψηλός, όμορφος και ήταν προφανές από χιλιόμετρα ότι δεν άνηκε εκεί πέρα. Η Άννα έσπρωξε το πλήθος και τον πλησίασε.
‘’Συγγνώμη’’, του είπε, ‘’Είστε ο κύριος Τέρενς Γκράχαμ Γκράντσεστερ;’’
Εκείνος την κοίταξε εξεταστικά.
‘’Μάλιστα’’, της απάντησε τελικά. ‘’Αλλά με συγχωρείτε δεσποινίς, δεν έχω αυτόγραφα μαζί μου.’’
Έκανε ένα βήμα μπροστά για να φύγει αλλά η Άννα τον συγκράτησε από το μπράτσο.
‘’Συγγνώμη κύριε Γκράντσεστερ, δεν θέλω αυτόγραφο. Είμαι εδώ γιατί σας έφεραν σε λάθος μέρος και δουλειά μου είναι να σας πάω στο σωστό. Είμαι η οδηγός σας’’, του είπε.
Ο Τέρρυ κοίταξε τριγύρω του. Λάβα καυτή έτρεχε από παντού, υπήρχε σκόνη και βρωμιά, ενώ ο αέρας μύριζε μούχλα.
‘’Αλήθεια’’, ρώτησε, ‘’που είμαι;’’
‘’Βρίσκεστε στην κόλαση’’, του απάντησε η Άννα.
‘’Α για αυτό κάνει τόση ζέστη’’, σχολίασε εκείνος. ‘’Και γιατί είμαι εδώ;’’
‘’Τίποτα το σοβαρό, ένα μικρό μπέρδεμα με τα χαρτιά κύριε Γκράντσεστερ’’, απάντησε χαμογελώντας η Άννα. ‘’Γραφειοκρατία βλέπετε… Αν και υποψιαζόμαστε ότι κάποιος ήθελε να παίξει με τα χαρτιά σας..’’
‘’Σοβαρά; Γιατί τι γράψανε;’’, ρώτησε ο Τέρρυ έκπληκτος.
‘’Μμμμ να δω..’’,είπε η Άννα και έβγαλε ένα χαρτί από την τσάντα της, ‘’Ναι, αλκοολικός, ναρκομανής, και παιδεραστής’’
‘’Δεν είμαι παιδεραστής!’’, είπε ο Τέρρυ. ‘’Αλλά έχω ένα φίλο…’’, πρόσθεσε σκεφτικός.
‘’Όχι, σας είπα έχει γίνει λάθος. Σας παρακαλώ ακολουθήστε με στην έξοδο γιατί πρέπει να περάσουμε την πύλη πριν τα Χριστούγεννα’’, είπε η Άννα και άρχισε να περπατάει.
Ο Τέρρυ την ακολούθησε σιωπηλός,
Σύντομα η Άννα σταμάτησε μπροστά από ένα σταυροδρόμι και κοίταξε σαν χαμένη τις ταμπέλες που βρισκόντουσαν καρφωμένες σε ένα μεγάλο ξύλο μπροστά της. Οι ταμπέλες έλεγαν:
ΝΕΟΦΕΡΜΕΝΟΙ – ΠΕΡΑΣΤΕ ΑΠΟ ΤΗΝ ΓΡΑΜΜΑΤΕΙΑ ΑΡΙΣΤΕΡΑ
ΠΡΟΣ ΒΑΣΑΝΗΣΤΗΡΙΑ ΔΕΞΙΑ
ΤΟΥ ΔΙΑΟΛΟΥ Η ΜΑΝΑ ΤΕΡΜΑ ΕΥΘΕΙΑ
ΓΙΑ ΑΝΑΘΕΩΡΗΣΗ ΤΗΣ ΥΠΟΘΕΣΗΣ ΣΑΣ ΝΑ ΠΑΤΕ ΣΤΟ ΔΙΑΟΛΟ ΟΛΟ ΕΥΘΕΙΑ ΚΑΙ ΣΤΟ ΠΡΩΤΟ ΔΕΞΙΑ
ΓΙΑ ΝΑ ΚΑΝΕΤΕ ΤΟΥΡΝΕ ΜΕ ΤΟ ΛΕΩΦΟΡΕΙΟ ΕΙΣΗΤΗΡΙΑ ΠΙΣΩ ΣΑΣ
ΠΡΟΣ ΠΑΡΑΔΕΙΣΟ ΔΕΞΙΑ ΑΡΙΣΤΕΡΑ ΠΙΣΩ ΚΑΙ ΜΠΡΟΣΤΑ
Ο Τέρρυ στάθηκε δίπλα στην Άννα και κοίταξε τις ταμπέλες.
‘’Χάθηκες;’’, την ρώτησε όταν είδε την έκφραση του προσώπου της.
‘’Ε, είσαι η πρώτη μου αποστολή. Δεν έχω ξανάρθει’’, απολογήθηκε η Άννα.
Μόλις ξεστόμισε αυτά τα λόγια μια νέα ταμπέλα εμφανίστηκε.
ΑΝ ΧΑΘΗΚΑΤΕ ΡΩΤΗΣΤΕ ΤΟΝ ΤΖΑΚ ΣΚΕΛΕΤΟΝ
Και αμέσως μετά άλλη μια ταμπέλα κάτω από αυτήν με ένα βελάκι που αναβόσβηνε προς τα αριστερά.
‘’Α ωραία!’’, είπε ο Τέρρυ ενθουσιασμένος. ‘’Πάμε να βρούμε αυτόν τον Τζακ’’ , πρόσθεσε και προχώρησε μπροστά.
Αρκετή ώρα αργότερα και ενώ ακολουθούσαν τα βελάκια που εμφανίζονταν ως δια μαγείας στον δρόμο τους, έφτασαν σε μια περίεργη πόλη.
Μια νέα ταμπέλα εμφανίστηκε μπροστά τους.
ΓΙΑ ΝΑ ΔΕΙΤΕ ΤΟΝ ΤΖΑΚ ΣΚΕΛΕΤΟΝ ΠΕΡΙΜΕΝΕΤΕ ΕΔΩ
‘’Άντε να περιμένουμε’’, είπε ο Τέρρυ βαριεστημένα.
Η ώρα περνούσε και ο Τζακ δεν ερχόταν. Ο Τέρρυ κοίταζε αφηρημένος γύρω του ενώ η Άννα πήγαινε πάνω κάτω αγχωμένη.
‘’Να ζει κανείς ή να μην ζει;’’, άκουσε την φωνή του Τέρρυ να λέει ξαφνικά και γύρισε προς το μέρος του.
Τον είδε να κρατάει μια νεκροκεφαλή και να την κοιτάει με πάθος.
‘’Να ζει κανείς ή να μην ζει; Ιδού η απορία!’’, είπε ξανά με ένταση ο Τέρρυ.
‘’Δεν θέλω να στο χαλάσω’’, είπε η Άννα. ‘’Αλλά γιατί αναρωτιέσαι; Είσαι νεκρός. ‘’
‘’Απαγγέλω Άμλετ’’, της απάντησε ο Τέρρυ ενοχλημένος από την διακοπή. ‘’Να ζει κανείς ή να μην ζει;’’
Η Άννα αναστέναξε και κοίταξε την ταμπέλα που τώρα είχε μετατραπεί σε ρολόι και έγραφε: ΕΛΕΥΣΗ ΤΟΥ ΤΖΑΚ ΣΕ ΠΕΝΤΕ ΛΕΠΤΑ’’
‘’Να ζει κανείς ή να μην ζει;’’, ακούστηκε ξανά η φωνή του Τέρρυ.
‘’Μα μόνο αυτό έλεγε ο Άμλετ;’’, ρώτησε η Άννα με περιέργεια.
Ο Τέρρυ έφερε το κρανίο κοντά στο πρόσωπο του και έπειτα το πέταξε μακριά.
‘’Είναι λάθος το κρανίο’’, της είπε. ‘’Δεν έχει το σωστό μέγεθος και δεν με εμπνέει.’’
Έπειτα άρχισε να ψάχνει ανάμεσα στα πεσμένα κρανία που υπήρχαν σκορπισμένα στο δρόμο.
‘’Πολύ μεγάλο, πολύ μικρό, πολύ σπασμένο..’’, μουρμούριζε μέσα από τα δόντια του. ‘’Μα τι μέρος είναι αυτό; Ούτε ένα σωστό κρανίο δεν υπάρχει.’’
Εκείνη την στιγμή ακούστηκε ένας κρότος και ο Τζακ Σκέλετον εμφανίστηκε επιτέλους.
‘’Πες μου γρήγορα’’, είπε στην Άννα. ‘’Προσπαθούμε να χαλάσουμε τα Χριστούγεννα και δεν έχω πολύ χρόνο.’’
‘’Χαθήκαμε..’’,άρχισε να του εξηγεί η Άννα. ‘’Βασικά αυτός θα έπρεπε να είναι στον παράδεισο τώρα’’
‘’Να ζει κανείς ή να μην ζει;’’, ακούστηκε η φωνή του Τέρρυ. ‘’Μπα ούτε αυτό κάνει’’, πρόσθεσε απογοητευμένος.
‘’ Όλο ευθεία όπως είσαι και μετά πρώτο δέντρο αριστερά’’, είπε ο Τζακ και εξαφανίστηκε.
Η Άννα πλησίασε τον Τέρρυ που ακόμα έψαχνε για την κατάλληλη νεκροκεφαλή.
‘’Έλα πάμε’’, του είπε.
Εκείνος σηκώθηκε απρόθυμα, κοιτάζοντας με λύπη τα πεσμένα κρανία.
Λίγο αργότερα βρήκαν ένα μεγάλο δέντρο και η Άννα έστριψε αριστερά. Αμέσως ένα φως τους τύφλωσε και ένας απαλός άνεμος τους σήκωσε στον αέρα. Σε δευτερόλεπτα είχαν μεταφερθεί στον παράδεισο.
‘’Κοίτα Άννα!’’, είπε ο Τέρρυ ενθουσιασμένος. ‘’Στολίζουν το δέντρο! Έρχονται τα Χριστούγεννα!’’
‘’Ναι τα καταφέραμε!’’, απάντησε η Άννα ανακουφισμένη.
Ο Τέρρυ την αγκάλιασε δυνατά.
‘’Ευχαριστώ Άννα!’’, της είπε.
Η Άννα ένιωσε κάτι σκληρό κάτω από την μπλούζα του Τέρρυ και το τράβηξε απότομα. Στα χέρια της βρέθηκε μια νεκροκεφαλή, κλεμμένη από την κόλαση.
‘’Τέρρυ!’’, του είπε αυστηρά.
‘’Μα είναι τέλεια Άννα! ‘’, της απάντησε εκείνος.
Η Άννα κοίταξε την νεκροκεφαλή για λίγο και ύστερα του την έδωσε.
‘’Καλά Χριστούγεννα Τέρρυ’’, του είπε.
‘’Καλά Χριστούγεννα Άννα’’, της απάντησε εκείνος και με την νεκροκεφαλή στα χέρια απομακρύνθηκε μονολογώντας: ‘’Να ζει κανείς ή να μην ζει; Ιδού η απορία…’’
ΚΑΛΑ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ ΑΝΝΟΥΛΑ!!!!!!!!!!!
σημείωση: ο Τζακ Σκελετον είναι απο την ταινία ''Χριστουγεννιάτικος εφιάλτης'' του Τιμ Μπάρτον
ΤΟ ΦΙΚ ΤΗΣ ΑΝΝΑΣ
ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ ΣΤΟΝ ΑΛΛΟΝ ΚΟΣΜΟ
Η Άννα στεκόταν και κοίταζε εξονυχιστικά τους νεοφερμένους που περνούσαν από μπροστά της όταν ξαφνικά τον είδε. Ψηλός, όμορφος και ήταν προφανές από χιλιόμετρα ότι δεν άνηκε εκεί πέρα. Η Άννα έσπρωξε το πλήθος και τον πλησίασε.
‘’Συγγνώμη’’, του είπε, ‘’Είστε ο κύριος Τέρενς Γκράχαμ Γκράντσεστερ;’’
Εκείνος την κοίταξε εξεταστικά.
‘’Μάλιστα’’, της απάντησε τελικά. ‘’Αλλά με συγχωρείτε δεσποινίς, δεν έχω αυτόγραφα μαζί μου.’’
Έκανε ένα βήμα μπροστά για να φύγει αλλά η Άννα τον συγκράτησε από το μπράτσο.
‘’Συγγνώμη κύριε Γκράντσεστερ, δεν θέλω αυτόγραφο. Είμαι εδώ γιατί σας έφεραν σε λάθος μέρος και δουλειά μου είναι να σας πάω στο σωστό. Είμαι η οδηγός σας’’, του είπε.
Ο Τέρρυ κοίταξε τριγύρω του. Λάβα καυτή έτρεχε από παντού, υπήρχε σκόνη και βρωμιά, ενώ ο αέρας μύριζε μούχλα.
‘’Αλήθεια’’, ρώτησε, ‘’που είμαι;’’
‘’Βρίσκεστε στην κόλαση’’, του απάντησε η Άννα.
‘’Α για αυτό κάνει τόση ζέστη’’, σχολίασε εκείνος. ‘’Και γιατί είμαι εδώ;’’
‘’Τίποτα το σοβαρό, ένα μικρό μπέρδεμα με τα χαρτιά κύριε Γκράντσεστερ’’, απάντησε χαμογελώντας η Άννα. ‘’Γραφειοκρατία βλέπετε… Αν και υποψιαζόμαστε ότι κάποιος ήθελε να παίξει με τα χαρτιά σας..’’
‘’Σοβαρά; Γιατί τι γράψανε;’’, ρώτησε ο Τέρρυ έκπληκτος.
‘’Μμμμ να δω..’’,είπε η Άννα και έβγαλε ένα χαρτί από την τσάντα της, ‘’Ναι, αλκοολικός, ναρκομανής, και παιδεραστής’’
‘’Δεν είμαι παιδεραστής!’’, είπε ο Τέρρυ. ‘’Αλλά έχω ένα φίλο…’’, πρόσθεσε σκεφτικός.
‘’Όχι, σας είπα έχει γίνει λάθος. Σας παρακαλώ ακολουθήστε με στην έξοδο γιατί πρέπει να περάσουμε την πύλη πριν τα Χριστούγεννα’’, είπε η Άννα και άρχισε να περπατάει.
Ο Τέρρυ την ακολούθησε σιωπηλός,
Σύντομα η Άννα σταμάτησε μπροστά από ένα σταυροδρόμι και κοίταξε σαν χαμένη τις ταμπέλες που βρισκόντουσαν καρφωμένες σε ένα μεγάλο ξύλο μπροστά της. Οι ταμπέλες έλεγαν:
ΝΕΟΦΕΡΜΕΝΟΙ – ΠΕΡΑΣΤΕ ΑΠΟ ΤΗΝ ΓΡΑΜΜΑΤΕΙΑ ΑΡΙΣΤΕΡΑ
ΠΡΟΣ ΒΑΣΑΝΗΣΤΗΡΙΑ ΔΕΞΙΑ
ΤΟΥ ΔΙΑΟΛΟΥ Η ΜΑΝΑ ΤΕΡΜΑ ΕΥΘΕΙΑ
ΓΙΑ ΑΝΑΘΕΩΡΗΣΗ ΤΗΣ ΥΠΟΘΕΣΗΣ ΣΑΣ ΝΑ ΠΑΤΕ ΣΤΟ ΔΙΑΟΛΟ ΟΛΟ ΕΥΘΕΙΑ ΚΑΙ ΣΤΟ ΠΡΩΤΟ ΔΕΞΙΑ
ΓΙΑ ΝΑ ΚΑΝΕΤΕ ΤΟΥΡΝΕ ΜΕ ΤΟ ΛΕΩΦΟΡΕΙΟ ΕΙΣΗΤΗΡΙΑ ΠΙΣΩ ΣΑΣ
ΠΡΟΣ ΠΑΡΑΔΕΙΣΟ ΔΕΞΙΑ ΑΡΙΣΤΕΡΑ ΠΙΣΩ ΚΑΙ ΜΠΡΟΣΤΑ
Ο Τέρρυ στάθηκε δίπλα στην Άννα και κοίταξε τις ταμπέλες.
‘’Χάθηκες;’’, την ρώτησε όταν είδε την έκφραση του προσώπου της.
‘’Ε, είσαι η πρώτη μου αποστολή. Δεν έχω ξανάρθει’’, απολογήθηκε η Άννα.
Μόλις ξεστόμισε αυτά τα λόγια μια νέα ταμπέλα εμφανίστηκε.
ΑΝ ΧΑΘΗΚΑΤΕ ΡΩΤΗΣΤΕ ΤΟΝ ΤΖΑΚ ΣΚΕΛΕΤΟΝ
Και αμέσως μετά άλλη μια ταμπέλα κάτω από αυτήν με ένα βελάκι που αναβόσβηνε προς τα αριστερά.
‘’Α ωραία!’’, είπε ο Τέρρυ ενθουσιασμένος. ‘’Πάμε να βρούμε αυτόν τον Τζακ’’ , πρόσθεσε και προχώρησε μπροστά.
Αρκετή ώρα αργότερα και ενώ ακολουθούσαν τα βελάκια που εμφανίζονταν ως δια μαγείας στον δρόμο τους, έφτασαν σε μια περίεργη πόλη.
Μια νέα ταμπέλα εμφανίστηκε μπροστά τους.
ΓΙΑ ΝΑ ΔΕΙΤΕ ΤΟΝ ΤΖΑΚ ΣΚΕΛΕΤΟΝ ΠΕΡΙΜΕΝΕΤΕ ΕΔΩ
‘’Άντε να περιμένουμε’’, είπε ο Τέρρυ βαριεστημένα.
Η ώρα περνούσε και ο Τζακ δεν ερχόταν. Ο Τέρρυ κοίταζε αφηρημένος γύρω του ενώ η Άννα πήγαινε πάνω κάτω αγχωμένη.
‘’Να ζει κανείς ή να μην ζει;’’, άκουσε την φωνή του Τέρρυ να λέει ξαφνικά και γύρισε προς το μέρος του.
Τον είδε να κρατάει μια νεκροκεφαλή και να την κοιτάει με πάθος.
‘’Να ζει κανείς ή να μην ζει; Ιδού η απορία!’’, είπε ξανά με ένταση ο Τέρρυ.
‘’Δεν θέλω να στο χαλάσω’’, είπε η Άννα. ‘’Αλλά γιατί αναρωτιέσαι; Είσαι νεκρός. ‘’
‘’Απαγγέλω Άμλετ’’, της απάντησε ο Τέρρυ ενοχλημένος από την διακοπή. ‘’Να ζει κανείς ή να μην ζει;’’
Η Άννα αναστέναξε και κοίταξε την ταμπέλα που τώρα είχε μετατραπεί σε ρολόι και έγραφε: ΕΛΕΥΣΗ ΤΟΥ ΤΖΑΚ ΣΕ ΠΕΝΤΕ ΛΕΠΤΑ’’
‘’Να ζει κανείς ή να μην ζει;’’, ακούστηκε ξανά η φωνή του Τέρρυ.
‘’Μα μόνο αυτό έλεγε ο Άμλετ;’’, ρώτησε η Άννα με περιέργεια.
Ο Τέρρυ έφερε το κρανίο κοντά στο πρόσωπο του και έπειτα το πέταξε μακριά.
‘’Είναι λάθος το κρανίο’’, της είπε. ‘’Δεν έχει το σωστό μέγεθος και δεν με εμπνέει.’’
Έπειτα άρχισε να ψάχνει ανάμεσα στα πεσμένα κρανία που υπήρχαν σκορπισμένα στο δρόμο.
‘’Πολύ μεγάλο, πολύ μικρό, πολύ σπασμένο..’’, μουρμούριζε μέσα από τα δόντια του. ‘’Μα τι μέρος είναι αυτό; Ούτε ένα σωστό κρανίο δεν υπάρχει.’’
Εκείνη την στιγμή ακούστηκε ένας κρότος και ο Τζακ Σκέλετον εμφανίστηκε επιτέλους.
‘’Πες μου γρήγορα’’, είπε στην Άννα. ‘’Προσπαθούμε να χαλάσουμε τα Χριστούγεννα και δεν έχω πολύ χρόνο.’’
‘’Χαθήκαμε..’’,άρχισε να του εξηγεί η Άννα. ‘’Βασικά αυτός θα έπρεπε να είναι στον παράδεισο τώρα’’
‘’Να ζει κανείς ή να μην ζει;’’, ακούστηκε η φωνή του Τέρρυ. ‘’Μπα ούτε αυτό κάνει’’, πρόσθεσε απογοητευμένος.
‘’ Όλο ευθεία όπως είσαι και μετά πρώτο δέντρο αριστερά’’, είπε ο Τζακ και εξαφανίστηκε.
Η Άννα πλησίασε τον Τέρρυ που ακόμα έψαχνε για την κατάλληλη νεκροκεφαλή.
‘’Έλα πάμε’’, του είπε.
Εκείνος σηκώθηκε απρόθυμα, κοιτάζοντας με λύπη τα πεσμένα κρανία.
Λίγο αργότερα βρήκαν ένα μεγάλο δέντρο και η Άννα έστριψε αριστερά. Αμέσως ένα φως τους τύφλωσε και ένας απαλός άνεμος τους σήκωσε στον αέρα. Σε δευτερόλεπτα είχαν μεταφερθεί στον παράδεισο.
‘’Κοίτα Άννα!’’, είπε ο Τέρρυ ενθουσιασμένος. ‘’Στολίζουν το δέντρο! Έρχονται τα Χριστούγεννα!’’
‘’Ναι τα καταφέραμε!’’, απάντησε η Άννα ανακουφισμένη.
Ο Τέρρυ την αγκάλιασε δυνατά.
‘’Ευχαριστώ Άννα!’’, της είπε.
Η Άννα ένιωσε κάτι σκληρό κάτω από την μπλούζα του Τέρρυ και το τράβηξε απότομα. Στα χέρια της βρέθηκε μια νεκροκεφαλή, κλεμμένη από την κόλαση.
‘’Τέρρυ!’’, του είπε αυστηρά.
‘’Μα είναι τέλεια Άννα! ‘’, της απάντησε εκείνος.
Η Άννα κοίταξε την νεκροκεφαλή για λίγο και ύστερα του την έδωσε.
‘’Καλά Χριστούγεννα Τέρρυ’’, του είπε.
‘’Καλά Χριστούγεννα Άννα’’, της απάντησε εκείνος και με την νεκροκεφαλή στα χέρια απομακρύνθηκε μονολογώντας: ‘’Να ζει κανείς ή να μην ζει; Ιδού η απορία…’’
ΚΑΛΑ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ ΑΝΝΟΥΛΑ!!!!!!!!!!!
σημείωση: ο Τζακ Σκελετον είναι απο την ταινία ''Χριστουγεννιάτικος εφιάλτης'' του Τιμ Μπάρτον
nuitetoile21- Terry Addict
- Αριθμός μηνυμάτων : 4781
Points : 12188
Ημερομηνία εγγραφής : 06/11/2010
Ηλικία : 41
Τόπος : neverland
Απ: Τα Χριστουγεννιάτικα φικ της nuitetoile21
ΤΟ ΦΙΚ ΤΗΣ ΤΑΝΙΑΣ
ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ ΣΤΗΝ ΧΩΡΑ ΤΟΥ ΠΟΤΕ – ΠΟΤΕ
Η νεράιδα με το όνομα Τάνιαμπελ χτυπούσε τα μικροσκοπικά φτερά της δυνατά και πέταγε όσο πιο γρήγορα γινόταν. Πέρασε δίπλα από το ρολόι του Μπιγκ Μπεν και από μια κλεφτή ματιά που του έριξε είδε ότι η ώρα ήταν ήδη δέκα.
‘’Να πάρει!’’, σκέφτηκε εκνευρισμένη. ‘’Άργησα!’’
Πέταξε ακόμα πιο γρήγορα και ύστερα από λίγο εξουθενωμένη σταμάτησε στο περβάζι ενός παραθύρου. Το παράθυρο ήταν λίγο ανοιχτό και από μέσα μπόρεσε να ακούσει την φωνή του Τέρρυ να διηγείται τις περιπέτειες του Πήτερ Παν.
Η Τάνιαμπελ κρυφοκοίταξε λίγο μέσα στο δωμάτιο. Ως συνήθως ο Τέρρυ ήταν μόνος του στο δωμάτιο και έπαιζε με τον εαυτό του. Η Τάνιαμπελ τον παρακολουθούσε πολλά βράδια τώρα να μεταμορφώνεται πότε σε πειρατής και πότε σε ινδιάνος και να παίζει.
‘’Καημένο αγόρι’’, σκέφτηκε η μικροσκοπική νεράιδα. ‘’Πόσο μόνος σου πρέπει να νιώθεις’’
Ο Τέρρυ μη γνωρίζοντας ότι κάποιος τον παρακολουθούσε, τώρα είχε πάρει το κοντάρι της σκούπας και ξιφομαχούσε με την σκιά του που έπαιζε τον ρόλο του κακού Κάπτεν Νηλ.
‘’Δεν θα γλιτώσεις Νηλ αυτή την φορά!’’, είπε ο Τέρρυ απειλητικά στην σκιά του. ‘’Θα φροντίσω ο κροκόδειλος να σου φάει και το άλλο χέρι!’’
Η Τάνιαμπελ τον κοιτούσε με θαυμασμό.
‘’Μα πως μπορεί αυτό το αγόρι να έχει τόση μεγάλη φαντασία;’’, αναρωτήθηκε. ’’Όντως έχει κάνει την σκιά του να μοιάζει με τον Κάπτεν
Νηλ!’’
Τότε η νεράιδα αποφάσισε πως δεν χρειαζόταν να ψάξει άλλο. Τόσο καιρό είχε γυρίσει όλα τα παιδικά δωμάτια προσπαθώντας να βρει έναν αντικαταστάτη για τον Πήτερ Παν που τους είχε εγκαταλείψει ξαφνικά.
‘’Ήθελε να μεγαλώσει..’’, σκέφτηκε περιφρονητικά η Τάνιαμπελ. ‘’Αυτή η Γουέντι φταίει για όλα..Και τα χαμένα αγόρια έμειναν μόνα τους χωρίς αρχηγό…’’, συνέχισε τις σκέψεις της θλιμμένα.
Κοίταξε ξανά τον Τέρρυ ο οποίος έτρεχε σε όλο το δωμάτιο κυνηγώντας την σκιά του και χαμογέλασε. Ο Τέρρυ θα ήταν ο ιδανικός αρχηγός στην χώρα του ποτέ – ποτέ. Πλέον δεν είχε καμιά αμφιβολία.
Έσπρωξε λίγο το τζάμι του παραθύρου και μπήκε μέσα. Ο Τέρρυ ακούγοντας τον θόρυβο γύρισε προς το μέρος της.
‘’Ποια είσαι εσύ;’’, την ρώτησε καθόλου ξαφνιασμένος που μπροστά του έβλεπε ένα μικροσκοπικό πλασματάκι που έμοιαζε με γυναίκα και είχε φτερά που λαμποκοπούσαν.
‘’Εγώ είμαι η Τάνιαμπελ, Τέρρυ’’, του απάντησε η μικρή νεράιδα.
Τα μάτια του Τέρρυ έγιναν τεράστια από την έκπληξη.
‘’Αλήθεια;’’, ρώτησε ενθουσιασμένος. ‘’Θα με πας στον Πήτερ Παν τότε; Μπορείς;’’
‘’Ο Πήτερ Παν μας εγκατέλειψε Τέρρυ’’, του είπε η Τάνιαμπελ. ‘’Άλλα αν θες μπορώ να σε πάω στην χώρα του ποτέ – ποτέ και να γίνεις εσύ ο αρχηγός μας. ‘’
‘’Ναι! Ναι! Πάμε!’’, της είπε εκείνος ακόμα πιο ενθουσιασμένος.
Η Τάνιαμπελ πέταξε κοντά στο πρόσωπο του και του έριξε λίγη μαγική σκόνη.
‘’Τώρα κάνε μια χαρούμενη σκέψη Τέρρυ και θα μπορέσεις να πετάξεις. Σκέψου την πιο ευτυχισμένη σου στιγμή!’’
Ο Τέρρυ την κοίταξε σκεφτικός. Δεν είχε ευτυχισμένες αναμνήσεις, ιδίως από τότε που τον είχαν χωρίσει από την μητέρα του και έμενε με τον πατέρα του και την μητριά του.
‘’Το βρήκα!’’, είπε ξαφνικά και στο μυαλό του έφερε ένα πικ νικ που είχε κάνει με την μητέρα και τον πατέρα του λίγα χρόνια πριν, όταν ήταν πέντε χρονών.
‘’Αυτό είναι Τέρρυ!! ‘’,του είπε γελώντας η Τάνιαμπελ.
Ο Τέρρυ ένιωσε ελαφρύς και κοίταξε κάτω. Είδε ότι τα πόδια του είχαν ξεκολλήσει από το έδαφος και αιωρούνταν μέσα στο δωμάτιο.
‘’Ακολούθησε με!’’, του είπε η Τάνιαμπελ και βγήκε από το παράθυρο.
Ο Τέρρυ την ακολούθησε γελώντας.
‘’Τρίτο αστέρι δεξιά και ευθεία μέχρι το πρωί!’’, του είπε η Τάνιαμπελ και
άρχισαν να ταξιδεύουν πλάι πλάι στον νυχτερινό ουρανό, ανάμεσα από τα
σύννεφα.
Ύστερα από λίγο η χώρα του ποτέ-ποτέ φάνηκε στον ορίζοντα και η Τάνιαμπελ οδήγησε τον Τέρρυ κατευθείαν στο κρησφύγετο των χαμένων αγοριών, το οποίο βρισκόταν στην κουφάλα ενός μεγάλου δέντρου.
Ο Τέρρυ μπήκε μέσα στο δέντρο και κοίταξε γύρω του ενώ η Τάνιαμπελ ξυπνούσε τα χαμένα αγόρια που κοιμόντουσαν βαριά.
‘’ Άρτσι! Στηαρ! Άντονυ! Ξυπνήστε!’’, φώναξε δυνατά η μικρή νεράιδα.
Τα αγόρια μισοκοιμισμένα ακόμα σηκώθηκαν όρθια.
‘’Τι συμβαίνει Τάνιαμπελ; ‘’, ρώτησε ο Άντονυ.
‘’Σας βρήκα τον νέο αρχηγό σας!’’, του απάντησε η νεράιδα.
Ο Στηαρ έβαλε τα γυαλιά του και κοίταξε το πρόσωπο του Τέρρυ εξεταστικά, ενώ ο Άρτσι κοιτούσε τα ρούχα του.
‘’Ζήτω ο νέος αρχηγός!’’, είπε ο Άντονυ και οι άλλοι δυο τον ακολούθησαν σε έναν ινδιάνικο χορό γύρω από τον Τέρρυ.
Οι επόμενες μέρες κύλησαν πολύ ευχάριστα για τον Τέρρυ. Γνώρισε τους ινδιάνους και κολύμπησε μαζί με τις γοργόνες στην θάλασσα. Επιπλέον είδε από μακριά το καράβι του Κάπτεν Νηλ και κάποια στιγμή κατάφερε να δει και τον ίδιο.
Μια μέρα ο Στηαρ μπήκε ενθουσιασμένος μέσα στην κουφάλα του δέντρου,
‘’Ο Κάπτεν Νηλ ετοιμάζει πάρτυ για τα γενέθλια του!’’, είπε ξεφυσώντας.
‘’Έχει γενέθλια ο Κάπτεν Νηλ;’’, ρώτησε ο Τέρρυ και στον τόνο του φαινόταν πόσο παράλογο του ακούστηκε που ένας πειρατής είχε γενέθλια.
‘’Μα βέβαια Τέρρυ!’’, του είπε ο Άρτσι. ‘’Τα γενέθλια του Κάπτεν Νηλ είναι μια μέρα πριν τα Χριστούγεννα!’’
Ο Τέρρυ στο άκουσμα της λέξης ‘’Χριστούγεννα’’, έκανε ένα βήμα πίσω και έμεινε σκεφτικός. Είχε ξεχάσει την προηγούμενη ζωή του αλλά αυτή η λέξη τον έκανε να νιώσει ότι ήταν πολύ σημαντική για κάποιον λόγο.
‘’Θα του τα χαλάσουμε τα γενέθλια έτσι Τέρρυ;’’, ρώτησε η Τάνιαμπελ ενθουσιασμένη.
‘’Φυσικά Τάνιαμπελ! Αυτά τα γενέθλια θα τα θυμάται για πάντα!’’, είπε γελώντας ο Τέρρυ.
Η μέρα των γενεθλίων του Κάπτεν Νηλ έφτασε και όλοι οι πειρατές ήταν ενθουσιασμένοι. Ποτά και φαγητά είχαν απλωθεί σε τεράστιους πάγκους πάνω στο κατάστρωμα και όλοι έπιναν, έτρωγαν και τραγουδούσαν.
Ο ίδιος ο Κάπτεν Νηλ φαινόταν πολύ ευχαριστημένος. Είχε καταφέρει να ξεφορτωθεί τον Πήτερ Παν και τα χαμένα αγόρια δεν τον είχαν ενοχλήσει εδώ και πολύ καιρό. Ο μόνος φόβος που του είχε απομείνει τώρα ήταν ο κροκόδειλος που τριγυρνούσε κοντά στο καράβι ελπίζοντας ότι θα μπορέσει να του φάει άλλο ένα κομμάτι.
Η γιορτή είχε φτάσει στο αποκορύφωμα της όταν ο Τέρρυ πέταξε και προσγειώθηκε στην μέση του καταστρώματος. Οι πειρατές τον κοίταξαν έκπληκτοι. Οι μισοί ήταν ήδη πολύ μεθυσμένοι και αναρωτιόντουσαν αν όντως το αγόρι που έβλεπαν μπροστά τους υπήρχε ή ήταν αποκύημα της φαντασίας τους.
‘’Δεν είσαι εντάξει Κάπτεν Νηλ!’’, είπε ο Τέρρυ δυνατά και όλοι σώπασαν. ‘’Που είναι οι τρόποι σου; Δεν μας κάλεσες στην γιορτή σου’’
Ο Κάπτεν Νηλ τον κοίταξε εκνευρισμένος. Προφανώς αυτό το θρασύτατο αγόρι ήταν ο αντικαταστάτης του Πήτερ Παν και από ότι μπορούσε να καταλάβει από τον τρόπο που μιλούσε ήταν ακόμα πιο αυθάδης από τον εκείνον.
‘’Δεν σου κρατάμε κακία όμως.’’, συνέχισε ο Τέρρυ. ‘’Μάλιστα θα σε βοηθήσουμε να φας την τούρτα!’’, πρόσθεσε.
Ο Κάπτεν Νηλ κοίταξε την τεράστια τούρτα που είχε μπροστά του ανήσυχος.
‘’ΤΩΡΑ!’’, φώναξε ο Τέρρυ και τα χαμένα αγόρια εμφανίστηκαν από τις κρυψώνες τους και έκοψαν τα σκοινιά που συγκρατούσαν τα πανιά. Εκείνα έπεσαν πάνω στους ξαφνιασμένους πειρατές οι οποίοι παραπατώντας μεθυσμένοι, μπέρδευαν τα πόδια τους στα σχοινιά και τα πανιά και έπεφταν ένας ένας στην θάλασσα, προς μεγάλη χαρά του κροκόδειλου.
Την ίδια ώρα ο Τέρρυ πέταξε πάνω από τον Κάπτεν Νηλ και με ένα απότομο σπρώξιμο του έχωσε όλο το κεφάλι μέσα στην τούρτα. Η Τάνιαμπελ που βρισκόταν καθισμένη πάνω στον ώμο του Τέρρυ γέλασε δυνατά και ο Τέρρυ της χαμογέλασε.
‘’Είσαι σπουδαίος Τέρρυ!’’, του είπε και εκείνος της χάιδεψε το κεφάλι με το δάχτυλο του.
Ο Κάπτεν Νηλ ντροπιασμένος και έξαλλος, σήκωσε το κεφάλι του που είχε γεμίσει σοκολάτες και σαντιγί.
‘’ΓΥΡΝΑ ΣΤΗΝ ΜΑΝΑ ΣΟΥ ΝΑ ΣΟΥ ΠΕΙ ΚΑΝΕΝΑ ΠΑΡΑΜΥΘΙ!’’, φώναξε εκνευρισμένος στον Τέρρυ ο οποίος απομακρυνόταν πετώντας.
Ο Τέρρυ σταμάτησε στον αέρα.
‘’Μάνα; Παραμύθι; ‘’, αναρωτήθηκε.
Και τότε ξαφνικά θυμήθηκε την μητέρα του και πως εκείνη του έλεγε παραμύθια κάθε βράδυ πριν τους χωρίσουν. Οι αναμνήσεις τον στεναχώρησαν και ασυναίσθητα άρχισε να πέφτει. Η Τάνιαμπελ προσπάθησε να τον συγκρατήσει αλλά ήταν πολύ βαρύς για εκείνη.
‘’Πρέπει να πάω σπίτι!’’, της είπε. ‘’Θα περνούσα τα Χριστούγεννα με την μητέρα μου’’
Η Τάνιαμπελ τον κοίταξε στεναχωρημένη. Δεν ήθελε να τον αποχωριστεί αλλά ήξερε πως τώρα που είχε θυμηθεί δεν θα μπορούσε ποτέ ξανά να γίνει ο αρχηγός των χαμένων αγοριών. Φύσηξε λίγη μαγική σκόνη πάνω του.
‘’Κάνε μια ευτυχισμένη σκέψη Τέρρυ και θα σε πάω πίσω’’, του είπε.
Ο Τέρρυ έκλεισε τα μάτια του σφιχτά και σκέφτηκε την μέρα του πικ νικ. Όταν τα ξανάνοιξε βρισκόταν έξω από το παράθυρο του δωματίου του. Κοίταξε μέσα και είδε την μητέρα του να κοιμάται πάνω στο κρεβάτι του. Φαινόταν κλαμένη και στεναχωρημένη.
‘’Μάλλον την ειδοποίησε ο πατέρας ότι έλειπα’’, σκέφτηκε λυπημένος ο Τέρρυ. ‘’Και ήρθε από την Αμερική εδώ μόνο για μένα.’’
Γύρισε και κοίταξε την μικροσκοπική νεράιδα δίπλα του που ήταν έτοιμη να βάλει τα κλάματα.
‘’Θα μου λείψεις πολύ Τάνιαμπελ’’, της είπε. ‘’Να έρχεσαι να με βλέπεις. Το υπόσχεσαι;’’
Η Τάνιαμπελ κούνησε το κεφάλι της καταφατικά.
‘’Και σε μένα θα λείψεις Τέρρυ’’, του είπε.
Ο Τέρρυ άνοιξε το τζάμι του παραθύρου του και πριν μπει μέσα στο δωμάτιο του γύρισε και την κοίταξε ξανά.
‘’Καλά Χριστούγεννα Τάνιαμπελ’’, της είπε με ένα ζεστό χαμόγελο.
‘’Καλά Χριστούγεννα Τέρρυ’’, του απάντησε η μικρή νεράιδα και πέταξε μακριά την ίδια ώρα που η μητέρα του Τέρρυ που είχε ξυπνήσει από τον ήχο που έκανε το παράθυρο, αγκάλιαζε ανακουφισμένη τον γιο της.
ΚΑΛΑ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ ΤΑΝΙΑ!!!!!!!!!
ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ ΣΤΗΝ ΧΩΡΑ ΤΟΥ ΠΟΤΕ – ΠΟΤΕ
Η νεράιδα με το όνομα Τάνιαμπελ χτυπούσε τα μικροσκοπικά φτερά της δυνατά και πέταγε όσο πιο γρήγορα γινόταν. Πέρασε δίπλα από το ρολόι του Μπιγκ Μπεν και από μια κλεφτή ματιά που του έριξε είδε ότι η ώρα ήταν ήδη δέκα.
‘’Να πάρει!’’, σκέφτηκε εκνευρισμένη. ‘’Άργησα!’’
Πέταξε ακόμα πιο γρήγορα και ύστερα από λίγο εξουθενωμένη σταμάτησε στο περβάζι ενός παραθύρου. Το παράθυρο ήταν λίγο ανοιχτό και από μέσα μπόρεσε να ακούσει την φωνή του Τέρρυ να διηγείται τις περιπέτειες του Πήτερ Παν.
Η Τάνιαμπελ κρυφοκοίταξε λίγο μέσα στο δωμάτιο. Ως συνήθως ο Τέρρυ ήταν μόνος του στο δωμάτιο και έπαιζε με τον εαυτό του. Η Τάνιαμπελ τον παρακολουθούσε πολλά βράδια τώρα να μεταμορφώνεται πότε σε πειρατής και πότε σε ινδιάνος και να παίζει.
‘’Καημένο αγόρι’’, σκέφτηκε η μικροσκοπική νεράιδα. ‘’Πόσο μόνος σου πρέπει να νιώθεις’’
Ο Τέρρυ μη γνωρίζοντας ότι κάποιος τον παρακολουθούσε, τώρα είχε πάρει το κοντάρι της σκούπας και ξιφομαχούσε με την σκιά του που έπαιζε τον ρόλο του κακού Κάπτεν Νηλ.
‘’Δεν θα γλιτώσεις Νηλ αυτή την φορά!’’, είπε ο Τέρρυ απειλητικά στην σκιά του. ‘’Θα φροντίσω ο κροκόδειλος να σου φάει και το άλλο χέρι!’’
Η Τάνιαμπελ τον κοιτούσε με θαυμασμό.
‘’Μα πως μπορεί αυτό το αγόρι να έχει τόση μεγάλη φαντασία;’’, αναρωτήθηκε. ’’Όντως έχει κάνει την σκιά του να μοιάζει με τον Κάπτεν
Νηλ!’’
Τότε η νεράιδα αποφάσισε πως δεν χρειαζόταν να ψάξει άλλο. Τόσο καιρό είχε γυρίσει όλα τα παιδικά δωμάτια προσπαθώντας να βρει έναν αντικαταστάτη για τον Πήτερ Παν που τους είχε εγκαταλείψει ξαφνικά.
‘’Ήθελε να μεγαλώσει..’’, σκέφτηκε περιφρονητικά η Τάνιαμπελ. ‘’Αυτή η Γουέντι φταίει για όλα..Και τα χαμένα αγόρια έμειναν μόνα τους χωρίς αρχηγό…’’, συνέχισε τις σκέψεις της θλιμμένα.
Κοίταξε ξανά τον Τέρρυ ο οποίος έτρεχε σε όλο το δωμάτιο κυνηγώντας την σκιά του και χαμογέλασε. Ο Τέρρυ θα ήταν ο ιδανικός αρχηγός στην χώρα του ποτέ – ποτέ. Πλέον δεν είχε καμιά αμφιβολία.
Έσπρωξε λίγο το τζάμι του παραθύρου και μπήκε μέσα. Ο Τέρρυ ακούγοντας τον θόρυβο γύρισε προς το μέρος της.
‘’Ποια είσαι εσύ;’’, την ρώτησε καθόλου ξαφνιασμένος που μπροστά του έβλεπε ένα μικροσκοπικό πλασματάκι που έμοιαζε με γυναίκα και είχε φτερά που λαμποκοπούσαν.
‘’Εγώ είμαι η Τάνιαμπελ, Τέρρυ’’, του απάντησε η μικρή νεράιδα.
Τα μάτια του Τέρρυ έγιναν τεράστια από την έκπληξη.
‘’Αλήθεια;’’, ρώτησε ενθουσιασμένος. ‘’Θα με πας στον Πήτερ Παν τότε; Μπορείς;’’
‘’Ο Πήτερ Παν μας εγκατέλειψε Τέρρυ’’, του είπε η Τάνιαμπελ. ‘’Άλλα αν θες μπορώ να σε πάω στην χώρα του ποτέ – ποτέ και να γίνεις εσύ ο αρχηγός μας. ‘’
‘’Ναι! Ναι! Πάμε!’’, της είπε εκείνος ακόμα πιο ενθουσιασμένος.
Η Τάνιαμπελ πέταξε κοντά στο πρόσωπο του και του έριξε λίγη μαγική σκόνη.
‘’Τώρα κάνε μια χαρούμενη σκέψη Τέρρυ και θα μπορέσεις να πετάξεις. Σκέψου την πιο ευτυχισμένη σου στιγμή!’’
Ο Τέρρυ την κοίταξε σκεφτικός. Δεν είχε ευτυχισμένες αναμνήσεις, ιδίως από τότε που τον είχαν χωρίσει από την μητέρα του και έμενε με τον πατέρα του και την μητριά του.
‘’Το βρήκα!’’, είπε ξαφνικά και στο μυαλό του έφερε ένα πικ νικ που είχε κάνει με την μητέρα και τον πατέρα του λίγα χρόνια πριν, όταν ήταν πέντε χρονών.
‘’Αυτό είναι Τέρρυ!! ‘’,του είπε γελώντας η Τάνιαμπελ.
Ο Τέρρυ ένιωσε ελαφρύς και κοίταξε κάτω. Είδε ότι τα πόδια του είχαν ξεκολλήσει από το έδαφος και αιωρούνταν μέσα στο δωμάτιο.
‘’Ακολούθησε με!’’, του είπε η Τάνιαμπελ και βγήκε από το παράθυρο.
Ο Τέρρυ την ακολούθησε γελώντας.
‘’Τρίτο αστέρι δεξιά και ευθεία μέχρι το πρωί!’’, του είπε η Τάνιαμπελ και
άρχισαν να ταξιδεύουν πλάι πλάι στον νυχτερινό ουρανό, ανάμεσα από τα
σύννεφα.
Ύστερα από λίγο η χώρα του ποτέ-ποτέ φάνηκε στον ορίζοντα και η Τάνιαμπελ οδήγησε τον Τέρρυ κατευθείαν στο κρησφύγετο των χαμένων αγοριών, το οποίο βρισκόταν στην κουφάλα ενός μεγάλου δέντρου.
Ο Τέρρυ μπήκε μέσα στο δέντρο και κοίταξε γύρω του ενώ η Τάνιαμπελ ξυπνούσε τα χαμένα αγόρια που κοιμόντουσαν βαριά.
‘’ Άρτσι! Στηαρ! Άντονυ! Ξυπνήστε!’’, φώναξε δυνατά η μικρή νεράιδα.
Τα αγόρια μισοκοιμισμένα ακόμα σηκώθηκαν όρθια.
‘’Τι συμβαίνει Τάνιαμπελ; ‘’, ρώτησε ο Άντονυ.
‘’Σας βρήκα τον νέο αρχηγό σας!’’, του απάντησε η νεράιδα.
Ο Στηαρ έβαλε τα γυαλιά του και κοίταξε το πρόσωπο του Τέρρυ εξεταστικά, ενώ ο Άρτσι κοιτούσε τα ρούχα του.
‘’Ζήτω ο νέος αρχηγός!’’, είπε ο Άντονυ και οι άλλοι δυο τον ακολούθησαν σε έναν ινδιάνικο χορό γύρω από τον Τέρρυ.
Οι επόμενες μέρες κύλησαν πολύ ευχάριστα για τον Τέρρυ. Γνώρισε τους ινδιάνους και κολύμπησε μαζί με τις γοργόνες στην θάλασσα. Επιπλέον είδε από μακριά το καράβι του Κάπτεν Νηλ και κάποια στιγμή κατάφερε να δει και τον ίδιο.
Μια μέρα ο Στηαρ μπήκε ενθουσιασμένος μέσα στην κουφάλα του δέντρου,
‘’Ο Κάπτεν Νηλ ετοιμάζει πάρτυ για τα γενέθλια του!’’, είπε ξεφυσώντας.
‘’Έχει γενέθλια ο Κάπτεν Νηλ;’’, ρώτησε ο Τέρρυ και στον τόνο του φαινόταν πόσο παράλογο του ακούστηκε που ένας πειρατής είχε γενέθλια.
‘’Μα βέβαια Τέρρυ!’’, του είπε ο Άρτσι. ‘’Τα γενέθλια του Κάπτεν Νηλ είναι μια μέρα πριν τα Χριστούγεννα!’’
Ο Τέρρυ στο άκουσμα της λέξης ‘’Χριστούγεννα’’, έκανε ένα βήμα πίσω και έμεινε σκεφτικός. Είχε ξεχάσει την προηγούμενη ζωή του αλλά αυτή η λέξη τον έκανε να νιώσει ότι ήταν πολύ σημαντική για κάποιον λόγο.
‘’Θα του τα χαλάσουμε τα γενέθλια έτσι Τέρρυ;’’, ρώτησε η Τάνιαμπελ ενθουσιασμένη.
‘’Φυσικά Τάνιαμπελ! Αυτά τα γενέθλια θα τα θυμάται για πάντα!’’, είπε γελώντας ο Τέρρυ.
Η μέρα των γενεθλίων του Κάπτεν Νηλ έφτασε και όλοι οι πειρατές ήταν ενθουσιασμένοι. Ποτά και φαγητά είχαν απλωθεί σε τεράστιους πάγκους πάνω στο κατάστρωμα και όλοι έπιναν, έτρωγαν και τραγουδούσαν.
Ο ίδιος ο Κάπτεν Νηλ φαινόταν πολύ ευχαριστημένος. Είχε καταφέρει να ξεφορτωθεί τον Πήτερ Παν και τα χαμένα αγόρια δεν τον είχαν ενοχλήσει εδώ και πολύ καιρό. Ο μόνος φόβος που του είχε απομείνει τώρα ήταν ο κροκόδειλος που τριγυρνούσε κοντά στο καράβι ελπίζοντας ότι θα μπορέσει να του φάει άλλο ένα κομμάτι.
Η γιορτή είχε φτάσει στο αποκορύφωμα της όταν ο Τέρρυ πέταξε και προσγειώθηκε στην μέση του καταστρώματος. Οι πειρατές τον κοίταξαν έκπληκτοι. Οι μισοί ήταν ήδη πολύ μεθυσμένοι και αναρωτιόντουσαν αν όντως το αγόρι που έβλεπαν μπροστά τους υπήρχε ή ήταν αποκύημα της φαντασίας τους.
‘’Δεν είσαι εντάξει Κάπτεν Νηλ!’’, είπε ο Τέρρυ δυνατά και όλοι σώπασαν. ‘’Που είναι οι τρόποι σου; Δεν μας κάλεσες στην γιορτή σου’’
Ο Κάπτεν Νηλ τον κοίταξε εκνευρισμένος. Προφανώς αυτό το θρασύτατο αγόρι ήταν ο αντικαταστάτης του Πήτερ Παν και από ότι μπορούσε να καταλάβει από τον τρόπο που μιλούσε ήταν ακόμα πιο αυθάδης από τον εκείνον.
‘’Δεν σου κρατάμε κακία όμως.’’, συνέχισε ο Τέρρυ. ‘’Μάλιστα θα σε βοηθήσουμε να φας την τούρτα!’’, πρόσθεσε.
Ο Κάπτεν Νηλ κοίταξε την τεράστια τούρτα που είχε μπροστά του ανήσυχος.
‘’ΤΩΡΑ!’’, φώναξε ο Τέρρυ και τα χαμένα αγόρια εμφανίστηκαν από τις κρυψώνες τους και έκοψαν τα σκοινιά που συγκρατούσαν τα πανιά. Εκείνα έπεσαν πάνω στους ξαφνιασμένους πειρατές οι οποίοι παραπατώντας μεθυσμένοι, μπέρδευαν τα πόδια τους στα σχοινιά και τα πανιά και έπεφταν ένας ένας στην θάλασσα, προς μεγάλη χαρά του κροκόδειλου.
Την ίδια ώρα ο Τέρρυ πέταξε πάνω από τον Κάπτεν Νηλ και με ένα απότομο σπρώξιμο του έχωσε όλο το κεφάλι μέσα στην τούρτα. Η Τάνιαμπελ που βρισκόταν καθισμένη πάνω στον ώμο του Τέρρυ γέλασε δυνατά και ο Τέρρυ της χαμογέλασε.
‘’Είσαι σπουδαίος Τέρρυ!’’, του είπε και εκείνος της χάιδεψε το κεφάλι με το δάχτυλο του.
Ο Κάπτεν Νηλ ντροπιασμένος και έξαλλος, σήκωσε το κεφάλι του που είχε γεμίσει σοκολάτες και σαντιγί.
‘’ΓΥΡΝΑ ΣΤΗΝ ΜΑΝΑ ΣΟΥ ΝΑ ΣΟΥ ΠΕΙ ΚΑΝΕΝΑ ΠΑΡΑΜΥΘΙ!’’, φώναξε εκνευρισμένος στον Τέρρυ ο οποίος απομακρυνόταν πετώντας.
Ο Τέρρυ σταμάτησε στον αέρα.
‘’Μάνα; Παραμύθι; ‘’, αναρωτήθηκε.
Και τότε ξαφνικά θυμήθηκε την μητέρα του και πως εκείνη του έλεγε παραμύθια κάθε βράδυ πριν τους χωρίσουν. Οι αναμνήσεις τον στεναχώρησαν και ασυναίσθητα άρχισε να πέφτει. Η Τάνιαμπελ προσπάθησε να τον συγκρατήσει αλλά ήταν πολύ βαρύς για εκείνη.
‘’Πρέπει να πάω σπίτι!’’, της είπε. ‘’Θα περνούσα τα Χριστούγεννα με την μητέρα μου’’
Η Τάνιαμπελ τον κοίταξε στεναχωρημένη. Δεν ήθελε να τον αποχωριστεί αλλά ήξερε πως τώρα που είχε θυμηθεί δεν θα μπορούσε ποτέ ξανά να γίνει ο αρχηγός των χαμένων αγοριών. Φύσηξε λίγη μαγική σκόνη πάνω του.
‘’Κάνε μια ευτυχισμένη σκέψη Τέρρυ και θα σε πάω πίσω’’, του είπε.
Ο Τέρρυ έκλεισε τα μάτια του σφιχτά και σκέφτηκε την μέρα του πικ νικ. Όταν τα ξανάνοιξε βρισκόταν έξω από το παράθυρο του δωματίου του. Κοίταξε μέσα και είδε την μητέρα του να κοιμάται πάνω στο κρεβάτι του. Φαινόταν κλαμένη και στεναχωρημένη.
‘’Μάλλον την ειδοποίησε ο πατέρας ότι έλειπα’’, σκέφτηκε λυπημένος ο Τέρρυ. ‘’Και ήρθε από την Αμερική εδώ μόνο για μένα.’’
Γύρισε και κοίταξε την μικροσκοπική νεράιδα δίπλα του που ήταν έτοιμη να βάλει τα κλάματα.
‘’Θα μου λείψεις πολύ Τάνιαμπελ’’, της είπε. ‘’Να έρχεσαι να με βλέπεις. Το υπόσχεσαι;’’
Η Τάνιαμπελ κούνησε το κεφάλι της καταφατικά.
‘’Και σε μένα θα λείψεις Τέρρυ’’, του είπε.
Ο Τέρρυ άνοιξε το τζάμι του παραθύρου του και πριν μπει μέσα στο δωμάτιο του γύρισε και την κοίταξε ξανά.
‘’Καλά Χριστούγεννα Τάνιαμπελ’’, της είπε με ένα ζεστό χαμόγελο.
‘’Καλά Χριστούγεννα Τέρρυ’’, του απάντησε η μικρή νεράιδα και πέταξε μακριά την ίδια ώρα που η μητέρα του Τέρρυ που είχε ξυπνήσει από τον ήχο που έκανε το παράθυρο, αγκάλιαζε ανακουφισμένη τον γιο της.
ΚΑΛΑ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ ΤΑΝΙΑ!!!!!!!!!
nuitetoile21- Terry Addict
- Αριθμός μηνυμάτων : 4781
Points : 12188
Ημερομηνία εγγραφής : 06/11/2010
Ηλικία : 41
Τόπος : neverland
Απ: Τα Χριστουγεννιάτικα φικ της nuitetoile21
ΤΟ ΦΙΚ ΤΗΣ ODETTE
ΕΝΑΣ ΙΠΠΟΤΗΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ODETTE
Η πριγκίπισσα Οντέτ, ήταν κλεισμένη στο δωμάτιο της στο κάστρο. Ήταν πολύ στεναχωρημένη, καθώς ο πατέρας της και βασιλιάς της χώρας, της είχε απαγορέψει να παντρευτεί αυτόν που εκείνη αγαπούσε. Σίγουρα ο Στήαρ – Βαγγέλης Κόρνγούελ δεν ήταν και ο πιο κατάλληλος υποψήφιος για να παντρευτεί μια πριγκίπισσα καθώς ήταν φτωχός. Αλλά η Οντέτ ήταν ερωτευμένη μαζί του. Ήταν καλός άνθρωπος, έξυπνος και την έκανε να γελάει. Τώρα όμως είχαν τελειώσει όλα. Ο πατέρας της, της είχε απαγορέψει να τον ξαναδεί και τώρα η Οντέτ έκλαιγε απαρηγόρητη πάνω στο κρεβάτι της.
Ένας περίεργος θόρυβος που ακουγόταν έξω από το παράθυρο της, την έκανε να σηκωθεί και να πάει προς τα εκεί. Το άνοιξε και έβγαλε μια κραυγή έκπληξης. Λίγα εκατοστά κάτω από το περβάζι της, βρισκόταν ο Στήαρ – Βαγγέλης πάνω σε ένα περίεργο όχημα που πετούσε.
‘’Στηαρ!’’, φώναξε η Οντέτ από την χαρά της.
‘’Γεια σου Οντέτ!’’, της απάντησε γελαστός εκείνος.
‘’Μα τι είναι αυτό;’’, ρώτησε η πριγκίπισσα κοιτάζοντας εξεταστικά το
περίεργο όχημα πάνω στο οποίο καθόταν ο Στηαρ- Βαγγέλης.
‘’Α αυτό είναι ένα ποδήλατο’’, της απάντησε εκείνος.
‘’Ένα τι;’’, ρώτησε ξανά ξαφνιασμένη η Οντέτ.
‘’Ένα ποδήλατο. Δεν έχει ανακαλυφτεί ακόμα αλλά η Nuitetoile δεν μπορούσε να σκεφτεί τίποτα άλλο. Έτσι μου έφτιαξε ένα ποδήλατο και έβαλε πάνω του μεγάλα φτερά. Όσο κάνω πετάλι, τα φτερά κινιούνται και το ποδήλατο πετάει. ‘’, της απάντησε ο Στήαρ – Βαγγέλης. ‘’Ωραίο είναι, ταιριάζει και στο στιλ μου, αλλά πολύ κουραστικό..’’, πρόσθεσε αγκομαχώντας.
‘’Α πολύ ωραία! Έτσι θα έρχεσαι να με βλέπεις χωρίς να σε καταλαβαίνουν!’’, είπε χαρούμενη η Οντέτ.
‘’Βασικά όχι, ο σκοπός είναι να σε πάρω από εδώ, αλλά δεν θα αντέξω να κάνω πετάλι και για τους δυο μας. Θα πω στην Nuitetoile να σκεφτεί κάτι άλλο κα θα έρθω να σε πάρω’’, της υποσχέθηκε ο Στηαρ – Βαγγέλης.
‘’Θα σε περιμένω!’’, του φώναξε η Οντέτ καθώς τον έβλεπε να απομακρύνεται μέσα στα σύννεφα.
Την επόμενη μέρα η Οντέτ την πέρασε μπροστά από το παράθυρο της, να περιμένει ένα σημάδι από τον Στηαρ – Βαγγέλη. Την ώρα που βράδιαζε είδε μια κουκίδα στον ουρανό να κουνιέται και να πλησιάζει προς το δωμάτιο της. Όταν η κουκίδα έφτασε μπροστά από το παράθυρο της η Οντέτ έβαλε τα γέλια.
Έξω από το παράθυρο, ανεβασμένος σε μια σκούπα και φορώντας ένα τεράστιο, μυτερό μαύρο καπέλο μάγισσας, βρισκόταν ο Στηαρ – Βαγγέλης.
‘’Ναι, το ξέρω’’, είπε μουτρωμένος. ‘’Η Nuitetoile είπε πως θα ήθελε πολύ να δει πως είμαι σαν μάγισσα και μου φόρεσε αυτό το καπέλο.’’
Η Οντέτ συνέχισε να γελάει.
‘’Αλλά’’, πρόσθεσε ο Στηαρ – Βαγγέλης, ‘’μου έδωσε αυτό!’’
Έδειξε την σκούπα και τότε η Οντέτ είδε πως δεν ήταν μια συνηθισμένη σκούπα και την κοίταξε παραξενεμένη.
‘’Είναι τούρμπο!’’, είπε ενθουσιασμένος ο Στηαρ – Βαγγέλης. ‘’Γρήγορη, αθόρυβη, η τελευταία λέξη της τεχνολογίας!’’
‘’Με συγχωρείς Στηαρ -Βαγγέλη’’, είπε η Οντέτ, ‘’Αλλά δεν πρόκειται να ανέβω σε σκούπα! Ειδικά με φόρεμα!’’
Ο Στηαρ – Βαγγέλης έσκυψε απογοητευμένος το κεφάλι του.
‘’Καλά θα έρθω ξανά αύριο’’, της υποσχέθηκε και καβάλα στην σκούπα έφυγε μακριά.
Δεν πέρασαν πολλές ώρες και η Οντέτ άκουσε ένα άλογο να χλιμιντρίζει έξω από το παράθυρο της. Παραξενεμένη σηκώθηκε και άνοιξε το παράθυρο. Απ’εξω βρισκόταν ο Στηαρ- Βαγγέλης καβάλα σε έναν πήγασο.
‘’Ωωω τι όμορφος που είναι!’’, είπε η Οντέτ.
‘’Η Nuitetoile με βαρέθηκε βασικά. Λέει ότι είμαι όλο παράπονα αλλά επειδή μας αγαπάει θα μας βοηθήσει μια τελευταία φορά. Και επειδή βρισκόμαστε σε ιστορία με κάστρα κτλ θα μου δώσει έναν πήγασο, όπως και έκανε.’’, της είπε ο Στηαρ – Βαγγέλης.
‘’Μα φοβάμαι!’’, είπε η Οντέτ. ‘’Αν πέσω κάτω;’’
‘’Η Nuitetoile σου στέλνει και αυτό’’, είπε ο Στηαρ –Βαγγέλης και της έδωσε ένα κράνος. ‘’Το βάζεις στο κεφάλι σου, μου είπε ότι ανήκει σε κάποιον Βαγγέλη αλλά δεν κατάλαβα τι εννοούσε.’’
Η Οντέτ πήρε το κράνος και το κοίταξε.
‘’Αποκλείεται’’, είπε τελικά. ‘’Καταρχάς το χρώμα δεν ταιριάζει με το φόρεμα μου αλλά ακόμα και αν ταίριαζε, θα μου πατικώσει το μαλλί και θα χαλάσει το χτένισμα μου’’, συνέχισε και το έδωσε πίσω στον Στηαρ – Βαγγέλη.
‘’Μα Οντέτ..αν ξαναπάω η Nuitetoile θα με βρίσει!’’, της είπε τρομοκρατημένος. ‘’Έχει λέει να ασχοληθεί και με άλλα φικ’’
Η Οντέτ τον κοίταξε μουτρωμένη.
‘’Καλά’’, είπε νικημένος ο Στηαρ – Βαγγέλης. ‘’Θα πάω’’, συνέχισε και πέταξε με τον πήγασο μακριά.
Το επόμενο βράδυ η Οντέτ καθόταν δίπλα από το παράθυρο της όταν είδε από μακριά τον Στηαρ – Βαγγέλη να έρχεται καθισμένος σε ένα περίεργο όχημα.
‘’Μην τολμήσεις να γελάσεις!’’, της είπε ο Στηαρ – Βαγγέλης μόλις την πλησίασε.
Η Οντέτ όντως προσπαθούσε πολύ σκληρά να μην γελάσει καθώς ο Στηαρ – Βαγγέλης φορούσε μια κατακόκκινη στολή με ένα κόκκινο μυτερό σκουφί.
‘’Τι σε έντυσε αυτή την φορά;’’, τον ρώτησε προσπαθώντας να κρατηθεί σοβαρή.
‘’Αι Βασίλη!’’, της είπε ο Στηαρ – Βαγγέλης. ‘’Και αυτό είναι το έλκηθρο και οι τάρανδοι’’, συνέχισε δείχνοντας το όχημα μέσα στο οποίο καθόταν.
‘’Μμμ σε αυτό μπορώ να κάτσω άνετα’’, είπε η Οντέτ αφού το κοίταξε.
‘’Μην χαίρεσαι’’, της είπε κατσουφιασμένος ο Στηαρ – Βαγγέλης. ‘’ Η Nuitetoile λέει ότι τελικά δεν μπορεί να τα κάνει όλα μόνη της – και τα φικ και τις ερωτήσεις του κουίζ οπότε μας ανέθεσε να μοιράσουμε τα δώρα στα παιδάκια. Να κάνουμε και εμείς καμιά δουλειά λέει. ‘’
‘’Α τι καλά!’’, είπε ενθουσιασμένη η Οντέτ.
‘’Ναι καλά, ας μην είχε κολλήσει με τα επεισόδια του κολεγίου και τον Τέρρυ και θα σου έλεγα εγώ αν είχε χρόνο ή όχι…’’, μουρμούρισε ο Στηαρ –
Βαγγέλης μέσα από τα δόντια του.
Η Οντέτ που είχε ανέβει στο έλκηθρο ήδη του έδωσε ένα μεγάλο φιλί στο μάγουλο.
‘’Έλα μην είσαι γκρινιάρης! Πάμε να δώσουμε τα δώρα στα παιδάκια!’’, του είπε γελώντας.
Αμέσως το πρόσωπο του Στηαρ – Βαγγέλη φωτίστηκε και χαμογέλασε και αυτός.
‘’Έλα Άλμπερτ πάμε!’’, είπε δυνατά.
‘’Ποιος είναι ο Άλμπερτ;’’, ρώτησε με απορία η Οντέτ.
‘’Ο τάρανδος..’’, της είπε ο Στηαρ – Βαγγέλης με ύφος που έδειχνε ότι ήταν προφανές για το ποιος ήταν ο Άλμπερτ.
‘’Α επειδή έχει κέρατα…’’, σχολίασε η Οντέτ και άρχισε να γελάει δυνατά.
Το έλκηθρο πέταξε μέσα στα σύννεφα και σε λίγο η Οντέτ με τον Στηαρ- Βαγγέλη μοίραζαν δώρα στα παιδιά, ευτυχισμένοι που ήταν μαζί και σίγουροι ότι αυτά θα ήταν τα καλύτερα Χριστούγεννα της ζωής τους.
ΚΑΛΑ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ ΟΝΤΕΤ!!!!!!!!!!!!!!!!!!
ΕΝΑΣ ΙΠΠΟΤΗΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ODETTE
Η πριγκίπισσα Οντέτ, ήταν κλεισμένη στο δωμάτιο της στο κάστρο. Ήταν πολύ στεναχωρημένη, καθώς ο πατέρας της και βασιλιάς της χώρας, της είχε απαγορέψει να παντρευτεί αυτόν που εκείνη αγαπούσε. Σίγουρα ο Στήαρ – Βαγγέλης Κόρνγούελ δεν ήταν και ο πιο κατάλληλος υποψήφιος για να παντρευτεί μια πριγκίπισσα καθώς ήταν φτωχός. Αλλά η Οντέτ ήταν ερωτευμένη μαζί του. Ήταν καλός άνθρωπος, έξυπνος και την έκανε να γελάει. Τώρα όμως είχαν τελειώσει όλα. Ο πατέρας της, της είχε απαγορέψει να τον ξαναδεί και τώρα η Οντέτ έκλαιγε απαρηγόρητη πάνω στο κρεβάτι της.
Ένας περίεργος θόρυβος που ακουγόταν έξω από το παράθυρο της, την έκανε να σηκωθεί και να πάει προς τα εκεί. Το άνοιξε και έβγαλε μια κραυγή έκπληξης. Λίγα εκατοστά κάτω από το περβάζι της, βρισκόταν ο Στήαρ – Βαγγέλης πάνω σε ένα περίεργο όχημα που πετούσε.
‘’Στηαρ!’’, φώναξε η Οντέτ από την χαρά της.
‘’Γεια σου Οντέτ!’’, της απάντησε γελαστός εκείνος.
‘’Μα τι είναι αυτό;’’, ρώτησε η πριγκίπισσα κοιτάζοντας εξεταστικά το
περίεργο όχημα πάνω στο οποίο καθόταν ο Στηαρ- Βαγγέλης.
‘’Α αυτό είναι ένα ποδήλατο’’, της απάντησε εκείνος.
‘’Ένα τι;’’, ρώτησε ξανά ξαφνιασμένη η Οντέτ.
‘’Ένα ποδήλατο. Δεν έχει ανακαλυφτεί ακόμα αλλά η Nuitetoile δεν μπορούσε να σκεφτεί τίποτα άλλο. Έτσι μου έφτιαξε ένα ποδήλατο και έβαλε πάνω του μεγάλα φτερά. Όσο κάνω πετάλι, τα φτερά κινιούνται και το ποδήλατο πετάει. ‘’, της απάντησε ο Στήαρ – Βαγγέλης. ‘’Ωραίο είναι, ταιριάζει και στο στιλ μου, αλλά πολύ κουραστικό..’’, πρόσθεσε αγκομαχώντας.
‘’Α πολύ ωραία! Έτσι θα έρχεσαι να με βλέπεις χωρίς να σε καταλαβαίνουν!’’, είπε χαρούμενη η Οντέτ.
‘’Βασικά όχι, ο σκοπός είναι να σε πάρω από εδώ, αλλά δεν θα αντέξω να κάνω πετάλι και για τους δυο μας. Θα πω στην Nuitetoile να σκεφτεί κάτι άλλο κα θα έρθω να σε πάρω’’, της υποσχέθηκε ο Στηαρ – Βαγγέλης.
‘’Θα σε περιμένω!’’, του φώναξε η Οντέτ καθώς τον έβλεπε να απομακρύνεται μέσα στα σύννεφα.
Την επόμενη μέρα η Οντέτ την πέρασε μπροστά από το παράθυρο της, να περιμένει ένα σημάδι από τον Στηαρ – Βαγγέλη. Την ώρα που βράδιαζε είδε μια κουκίδα στον ουρανό να κουνιέται και να πλησιάζει προς το δωμάτιο της. Όταν η κουκίδα έφτασε μπροστά από το παράθυρο της η Οντέτ έβαλε τα γέλια.
Έξω από το παράθυρο, ανεβασμένος σε μια σκούπα και φορώντας ένα τεράστιο, μυτερό μαύρο καπέλο μάγισσας, βρισκόταν ο Στηαρ – Βαγγέλης.
‘’Ναι, το ξέρω’’, είπε μουτρωμένος. ‘’Η Nuitetoile είπε πως θα ήθελε πολύ να δει πως είμαι σαν μάγισσα και μου φόρεσε αυτό το καπέλο.’’
Η Οντέτ συνέχισε να γελάει.
‘’Αλλά’’, πρόσθεσε ο Στηαρ – Βαγγέλης, ‘’μου έδωσε αυτό!’’
Έδειξε την σκούπα και τότε η Οντέτ είδε πως δεν ήταν μια συνηθισμένη σκούπα και την κοίταξε παραξενεμένη.
‘’Είναι τούρμπο!’’, είπε ενθουσιασμένος ο Στηαρ – Βαγγέλης. ‘’Γρήγορη, αθόρυβη, η τελευταία λέξη της τεχνολογίας!’’
‘’Με συγχωρείς Στηαρ -Βαγγέλη’’, είπε η Οντέτ, ‘’Αλλά δεν πρόκειται να ανέβω σε σκούπα! Ειδικά με φόρεμα!’’
Ο Στηαρ – Βαγγέλης έσκυψε απογοητευμένος το κεφάλι του.
‘’Καλά θα έρθω ξανά αύριο’’, της υποσχέθηκε και καβάλα στην σκούπα έφυγε μακριά.
Δεν πέρασαν πολλές ώρες και η Οντέτ άκουσε ένα άλογο να χλιμιντρίζει έξω από το παράθυρο της. Παραξενεμένη σηκώθηκε και άνοιξε το παράθυρο. Απ’εξω βρισκόταν ο Στηαρ- Βαγγέλης καβάλα σε έναν πήγασο.
‘’Ωωω τι όμορφος που είναι!’’, είπε η Οντέτ.
‘’Η Nuitetoile με βαρέθηκε βασικά. Λέει ότι είμαι όλο παράπονα αλλά επειδή μας αγαπάει θα μας βοηθήσει μια τελευταία φορά. Και επειδή βρισκόμαστε σε ιστορία με κάστρα κτλ θα μου δώσει έναν πήγασο, όπως και έκανε.’’, της είπε ο Στηαρ – Βαγγέλης.
‘’Μα φοβάμαι!’’, είπε η Οντέτ. ‘’Αν πέσω κάτω;’’
‘’Η Nuitetoile σου στέλνει και αυτό’’, είπε ο Στηαρ –Βαγγέλης και της έδωσε ένα κράνος. ‘’Το βάζεις στο κεφάλι σου, μου είπε ότι ανήκει σε κάποιον Βαγγέλη αλλά δεν κατάλαβα τι εννοούσε.’’
Η Οντέτ πήρε το κράνος και το κοίταξε.
‘’Αποκλείεται’’, είπε τελικά. ‘’Καταρχάς το χρώμα δεν ταιριάζει με το φόρεμα μου αλλά ακόμα και αν ταίριαζε, θα μου πατικώσει το μαλλί και θα χαλάσει το χτένισμα μου’’, συνέχισε και το έδωσε πίσω στον Στηαρ – Βαγγέλη.
‘’Μα Οντέτ..αν ξαναπάω η Nuitetoile θα με βρίσει!’’, της είπε τρομοκρατημένος. ‘’Έχει λέει να ασχοληθεί και με άλλα φικ’’
Η Οντέτ τον κοίταξε μουτρωμένη.
‘’Καλά’’, είπε νικημένος ο Στηαρ – Βαγγέλης. ‘’Θα πάω’’, συνέχισε και πέταξε με τον πήγασο μακριά.
Το επόμενο βράδυ η Οντέτ καθόταν δίπλα από το παράθυρο της όταν είδε από μακριά τον Στηαρ – Βαγγέλη να έρχεται καθισμένος σε ένα περίεργο όχημα.
‘’Μην τολμήσεις να γελάσεις!’’, της είπε ο Στηαρ – Βαγγέλης μόλις την πλησίασε.
Η Οντέτ όντως προσπαθούσε πολύ σκληρά να μην γελάσει καθώς ο Στηαρ – Βαγγέλης φορούσε μια κατακόκκινη στολή με ένα κόκκινο μυτερό σκουφί.
‘’Τι σε έντυσε αυτή την φορά;’’, τον ρώτησε προσπαθώντας να κρατηθεί σοβαρή.
‘’Αι Βασίλη!’’, της είπε ο Στηαρ – Βαγγέλης. ‘’Και αυτό είναι το έλκηθρο και οι τάρανδοι’’, συνέχισε δείχνοντας το όχημα μέσα στο οποίο καθόταν.
‘’Μμμ σε αυτό μπορώ να κάτσω άνετα’’, είπε η Οντέτ αφού το κοίταξε.
‘’Μην χαίρεσαι’’, της είπε κατσουφιασμένος ο Στηαρ – Βαγγέλης. ‘’ Η Nuitetoile λέει ότι τελικά δεν μπορεί να τα κάνει όλα μόνη της – και τα φικ και τις ερωτήσεις του κουίζ οπότε μας ανέθεσε να μοιράσουμε τα δώρα στα παιδάκια. Να κάνουμε και εμείς καμιά δουλειά λέει. ‘’
‘’Α τι καλά!’’, είπε ενθουσιασμένη η Οντέτ.
‘’Ναι καλά, ας μην είχε κολλήσει με τα επεισόδια του κολεγίου και τον Τέρρυ και θα σου έλεγα εγώ αν είχε χρόνο ή όχι…’’, μουρμούρισε ο Στηαρ –
Βαγγέλης μέσα από τα δόντια του.
Η Οντέτ που είχε ανέβει στο έλκηθρο ήδη του έδωσε ένα μεγάλο φιλί στο μάγουλο.
‘’Έλα μην είσαι γκρινιάρης! Πάμε να δώσουμε τα δώρα στα παιδάκια!’’, του είπε γελώντας.
Αμέσως το πρόσωπο του Στηαρ – Βαγγέλη φωτίστηκε και χαμογέλασε και αυτός.
‘’Έλα Άλμπερτ πάμε!’’, είπε δυνατά.
‘’Ποιος είναι ο Άλμπερτ;’’, ρώτησε με απορία η Οντέτ.
‘’Ο τάρανδος..’’, της είπε ο Στηαρ – Βαγγέλης με ύφος που έδειχνε ότι ήταν προφανές για το ποιος ήταν ο Άλμπερτ.
‘’Α επειδή έχει κέρατα…’’, σχολίασε η Οντέτ και άρχισε να γελάει δυνατά.
Το έλκηθρο πέταξε μέσα στα σύννεφα και σε λίγο η Οντέτ με τον Στηαρ- Βαγγέλη μοίραζαν δώρα στα παιδιά, ευτυχισμένοι που ήταν μαζί και σίγουροι ότι αυτά θα ήταν τα καλύτερα Χριστούγεννα της ζωής τους.
ΚΑΛΑ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ ΟΝΤΕΤ!!!!!!!!!!!!!!!!!!
nuitetoile21- Terry Addict
- Αριθμός μηνυμάτων : 4781
Points : 12188
Ημερομηνία εγγραφής : 06/11/2010
Ηλικία : 41
Τόπος : neverland
Απ: Τα Χριστουγεννιάτικα φικ της nuitetoile21
ΤΟ ΦΙΚ ΤΗΣ NANSECRETS από την nuitetoile
ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ ΜΕ ΕΝΑ ΑΣΤΕΡΙ
Τα τηλέφωνα χτυπούσαν σαν δαιμονισμένα όλα μαζί. Η Nan ήπιε μια μεγάλη γουλιά από την τεράστια κούπα καφέ που κρατούσε στο χέρι της και άναψε ένα τσιγάρο. Κάθισε αναπαυτικά στην καρέκλα του γραφείου της και κοίταξε το ημερολόγιο πίσω της. Έγραφε 20 Δεκέμβρη και εκείνη ακόμα δεν είχε κανονίσει που θα περνούσε τα Χριστούγεννα του, το νέο ανερχόμενο αστέρι του θεάτρου, ο Τέρενς, του οποίου εκείνη ήταν μάνατζερ.
‘’Θέλω κάτι ήρεμο, να νιώσω λίγη ευτυχία’’, της είχε πει. ‘’Μακριά από όλους’’
Τα τηλέφωνα εξακολουθούσαν να χτυπάνε χωρίς σταματημό και η Nan αποφάσισε πως είχε έρθει η ώρα να αρχίσει να τα σηκώνει και να απορρίψει – σχεδόν σίγουρο- όλες τις προτάσεις.
‘’Παρακαλώ;’’, είπε σηκώνοντας το πρώτο. ‘’Ευχαριστώ δεν μας ενδιαφέρει’’, συνέχισε πριν ο συνομιλητής της προλάβει να πει μια ολοκληρωμένη πρόταση.
‘’Ε όχι και σε ταβέρνα!’’, σκέφτηκε αγανακτισμένη η Nan. ’’Εδώ μιλάμε για τον Τέρρυ!’’
Το τηλέφωνο ξαναχτύπησε και η Nan το σήκωσε αφηρημένη.
‘’Μα πρόκειται για πολύ καλή ταβέρνα!’’, είπε μια φωνή στην άλλη άκρη της γραμμής πριν προλάβει η Nan να μιλήσει. ‘’Γίνονται γάμοι, δεξιώσεις. Έχουμε πολύ καλό ψάρι, κουτσουμούρα, μπαρμπουνάκι στα κάρβουνα, χταπόδι, αστα..’’
Η Nan χωρίς να απαντήσει το έκλεισε εκνευρισμένη. Δεν είχε ξεκινήσει καλά η μέρα σίγουρα.
Αφού σήκωσε άλλα δυο τηλέφωνα και απόρριψε τις προσφορές – εγκαίνια ενός εμπορικού κέντρου και δωρεάν διαμονή σε ένα σαλέ για διαφήμιση – σηκώθηκε από την καρέκλα της και κοίταξε έξω από το παράθυρο.
Ήξερε τι θα έκανε τον Τέρρυ ευτυχισμένο αλλά δεν ήξερε πως θα μπορούσε να τα καταφέρει να το κανονίσει. Ήταν η καλύτερη μάνατζερ στην χώρα, αυτό το ξέρανε μέχρι και οι πέτρες, αλλά αυτό που ήθελε ο Τέρρυ… ήταν τόσο αδιανόητο να γίνει που ακόμα και ο ίδιος το ήξερε και δεν της είχε πει τίποτα για αυτό. Η Nan όμως τόσους μήνες δίπλα του τον ήξερε πλέον καλά. Ήξερε πως τα άφηνε όλα πάνω της και πάντα ήταν ευχαριστημένος με ότι και αν εκείνη κανόνιζε. Συνεντεύξεις, εφημερίδες, φωτογραφίσεις, πάρτυ, εγκαίνια, ο Τέρρυ ήταν πάντα εκεί.
‘’Γαμώτο!’’, σκέφτηκε η Nan. ‘’Πρέπει να είναι τα καλύτερα Χριστούγεννα που έχει περάσει ποτέ! Το αξίζει!’’
Ένα χτύπημα στην πόρτα την έβγαλε από τις σκέψεις της. Γύρισε το κεφάλι της να δει ποιος ήταν και έκανε μια γκριμάτσα καθώς στο δωμάτιο έμπαιναν η Σουζάνα με την μητέρα της.
‘’Τι θέλετε;’’, τις ρώτησε κοφτά.
‘’Ήρθαμε να μιλήσουμε για τα Χριστούγεννα’’, είπε η Σουζάνα με τρεμάμενη φωνή. Την φοβόταν την νέα μάνατζερ του Τέρρυ. Τουλάχιστον ο προηγούμενος ήταν άντρας και υπέκυπτε όταν η Σουζάνα έπαιρνε το γνωστό στεναχωρημένο ύφος της. Και βαθιά κάτι μέσα της, της έλεγε πως η Nan είχε επιλεγεί για αυτή την θέση επειδή η ίδια δεν θα μπορούσε ποτέ να την τουμπάρει.
Για να λέμε την αλήθεια οι σκέψεις της Σουζάνας ήταν σωστές. Η νέα μάνατζερ ούτε συμπαθούσε ούτε ένιωθε καμιά συμπόνια για την επίσημη αγαπημένη του Τέρρυ. Στα μάτια της ήταν απλά μια βδέλλα που είχε καταστρέψει την ζωή δύο ανθρώπων. Ειδικότερα όταν ο Τέρρυ σε μια βραδιά εξομολόγησης με πολύ ουίσκι και άλλα τόσα τσιγάρα της είχε αφηγηθεί την ιστορία του, η Nan είχε αποφασίσει πως η Σουζάνα όσο περνούσε από το δικό της χέρι θα έμενε όσο πιο μακριά γινόταν από εκείνον.
‘’Να πούμε τι για τα Χριστούγεννα;’’, ρώτησε η Nan και στον τόνο της φωνής της ήταν εμφανής η ειρωνεία.
‘’Λέγαμε μήπως τα Χριστούγεννα είναι μια καλή ευκαιρία για να δηλώσουμε τους αρραβώνες τους’’, είπε η μητέρα της Σουζάνας.
‘’ Ποιος αρραβωνιάζεται;’’, ρώτησε η Nan με υποκριτική αφέλεια.
Η Σουζάνα έσφιξε τι χερούλι από το καροτσάκι της.
‘’Εγώ και ο Τέρρυ!’’, της απάντησε προσπαθώντας να κρατηθεί ψύχραιμη.
‘’Δεν ξέρω τι θα κάνετε εσείς δεσποινίς Σουζάνα αλλά ο Τέρρυ δεν πρόκειται να αρραβωνιαστεί αυτά τα Χριστούγεννα’’, είπε η Nan κάθετα. ‘’Μόλις ανέβασε καινούργιο έργο, ξέρετε πόσο κακό θα του κάνει αυτό; Όχι ούτε καν το συζητάω το θέμα.’’
‘’Μα ο Τέρρυ..’’, είπε απελπισμένη η Σουζάνα.
Η Nan σήκωσε το χέρι της και την έκοψε. Η Σουζάνα λούφαξε μέσα στο καροτσάκι της.
‘’Αν ο Τέρρυ σκόπευε να παντρευτεί θα με είχε ενημερώσει ώστε να οργανώσω αυτά που θα ήταν απαραίτητα. Αν έρθει και μου πει ότι θέλει να αρραβωνιαστεί τότε πολύ ευχαρίστως να βρεθούμε και να συζητήσουμε όλοι μαζί’’, είπε κοφτά η Nan, τονίζοντας το ‘’όλοι’’. ‘’Τώρα με συγχωρείτε από όσο ξέρω, είμαι μόνο μάνατζερ του Τέρρυ και όχι δικιά σας, οπότε θα μου επιτρέψετε να ασχοληθώ με την δουλειά μου’’, συνέχισε και με ένα μεγάλο χαμόγελο άνοιξε την πόρτα δείχνοντας τους την έξοδο.
Η Σουζάνα βγήκε έξω από το γραφείο με σκυμμένο το κεφάλι και δάκρυα στα μάτια, ενώ η μητέρα της κοίταξε με ένα περιφρονητικό ύφος την Nan, ύφος που η Nan το ανταπέδωσε στο δεκαπλάσιο.
Η Nan έκλεισε την πόρτα πίσω τους και τις διαολόστειλε μουρμουρίζοντας. Πλησίασε πάλι το παράθυρο και χάζεψε για λίγο το χιόνι που έπεφτε. Ένα παιδάκι στην απέναντι γωνιά του δρόμου έφτιαχνε ενθουσιασμένο έναν χιονάνθρωπο στην άκρη του πεζοδρομίου και η Nan με λύπη της είδε έναν αστυνομικό να του κάνει παρατήρηση.
‘’Καημένο παιδί, που να παίξεις μέσα στην πόλη;’’, σκέφτηκε στεναχωρημένη και τότε τα μάτια της έλαμψαν. ‘’Αυτό είναι!’’, σκέφτηκε ενθουσιασμένη.
Εκείνη την ώρα το τηλέφωνο χτύπησε ξανά και η Nan το σήκωσε χωρίς να μπορέσει να κρύψει τον ενθουσιασμό της.
‘’Λέγεται;’’
‘’Καλημέρα σας, σας τηλεφωνώ από το κτήμα ‘’Ο άσπρος γλάρος’’. Θα κάνουμε μια γιορτή και θα θέλαμε τον κύριο Τέρ..’’, είπε η φωνή στην άλλη άκρη της γραμμής αλλά η Nan άρχισε να γελάει νευρικά.
‘’Τον άσπρο γλάρο; Τον άσπρο γλάρο είπατε;’’. ρώτησε μη μπορώντας να σταματήσει να γελάει.
‘’Μάλιστα’’, ακούστηκε η φωνή ξαφνιασμένη από την αντίδραση της μάνατζερ του Τέρρυ.
‘’Τον άσπρο γλάρο που ανήκει στους Άνντλευ;’’, ρώτησε ξανά η Nan.
‘’Μάλιστα’’, είπε ξανά η φωνή. ‘’Μα γιατί γελάτε; Το κτήμα άσπρος γλάρος είναι από τα μεγαλύτερα της χώρας. Θα είναι τιμή του κυρίου Γκράντσεστερ να εμφανιστεί εδώ.’’
Η Nan σοβάρεψε απότομα.
‘’Ναι, μην φάτε, έχουμε γλαρόσουπα’’, του απάντησε και έκλεισε το τηλέφωνο ενώ το νευρικό γέλιο ξανάρθε και την έριξε στην καρέκλα.
‘’Αχ Θεέ μου Τέρρυ! Τι άλλο θα ακούσω;’’, σκέφτηκε και συνέχισε να γελάει.
Τέσσερις μέρες πέρασαν και πλέον 24 Δεκέμβρη η Nan καθόταν στο πίσω μέρος μιας λιμουζίνας. Στο διπλανό κάθισμα καθόταν ο Τέρρυ. Ένας Τέρρυ στεναχωρημένος, κουρασμένος και μελαγχολικός. Γύρισε στην μάνατζερ του και η Nan του χαμογέλασε ενθαρρυντικά.
‘’Δεν θα μου πεις που πάμε;’’, την ρώτησε για πολλοστή φορά.
‘’Όχι Τέρρυ. Είναι έκπληξη. Είναι το δώρο μου για τα Χριστούγεννα’’, του είπε η Nan. ‘’Δεν μου έχεις εμπιστοσύνη;’’
‘’Φυσικά και σου έχω. Αφού κατάφερες να ξεφορτωθείς την Σουζάνα και την μητέρα της και να κάνουμε χώρια Χριστούγεννα αυτό μου αρκεί.’’, της απάντησε ο Τέρρυ και της χάρισε ένα μεγάλο χαμόγελο.
‘’Σου έχω ετοιμάσει και εγώ κάτι’’, της είπε ύστερα από λίγο.
Η Nan τον κοίταξε ξαφνιασμένη.
‘’Τι;’’, τον ρώτησε με περιέργεια.
‘’Α δεν σου λέω’’, της είπε παιχνιδιάρικα ο Τέρρυ και έβαλαν και οι δυο τα γέλια.
Το αμάξι προχωρούσε και ο Τέρρυ κοιτούσε έξω από το παράθυρο αφηρημένος. Τα τοπία όμως άρχισαν να αλλάζουν και αναμνήσεις τον κατέκλυσαν.
‘’Αυτός ο δρόμος… αυτός…’’, σκέφτηκε ο Τέρρυ και γύρισε στην Nan με την ελπίδα χαραγμένη στο πρόσωπο του.
Η Nan του έπιασε το χέρι και τον κοίταξε στα μάτια.
‘’Αυτό είναι Τέρρυ. Αυτό που νομίζεις.’’, του είπε. ‘’Τα έχω κανονίσει όλα. Κανείς δεν πρόκειται να μάθει ποτέ τίποτα.’’
Ο Τέρρυ την κοίταξε με ευγνωμοσύνη.
Το αμάξι έστριψε και το ορφανοτροφείο φάνηκε στο τέλος του δρόμου. Δάκρυα πλημμύρισαν τα μάτια του Τέρρυ καθώς έβλεπε τα παιδιά να παίζουν χαρούμενα γύρω από το μικρό σπίτι. Και τότε μια φιγούρα ξεχώρισε από τις υπόλοιπες. Μια ξανθιά κοπέλα η οποία έτρεχε μέσα στο χιόνι και ερχόταν προς το αυτοκίνητο.
‘’ΣΤΑΜΑΤΑ!’’, φώναξε ο Τέρρυ στον οδηγό και πριν εκείνος προλάβει να πατήσει το φρένο, ο Τέρρυ βρισκόταν ήδη έξω από το αυτοκίνητο και έτρεχε προς την μεριά της κοπέλας.
Την αγκάλιασε όσο πιο σφιχτά μπορούσε, αρνούμενος να πιστέψει πως όλο αυτό ήταν πραγματικότητα. Η Nan παρακολουθούσε διακριτικά από το αυτοκίνητο χαμογελώντας ελαφρά.
‘’Να ξέρες πόσο πολύ περίμενα να έρθει αυτή η μέρα Τέρρυ!’’, είπε η Κάντυ κλαίγοντας.
‘’Μα..’’, είπε ο Τέρρυ σαστισμένος. Τώρα που ο πρώτος ενθουσιασμός είχε φύγει, απορούσε πως η Κάντυ είχε δεχτεί να τον δει.
‘’Η Nan μου μίλησε Τέρρυ, μου είπε πόσο δυστυχισμένος είσαι. Και…μας αξίζει να περάσουμε μαζί τα Χριστούγεννα… τα Χριστούγεννα είναι δικά μας!’’, απάντησε με πείσμα η Κάντυ.
Ο Τέρρυ την κοιτούσε ευτυχισμένος. ‘’Χριστούγεννα με την Κάντυ; Θα έπρεπε να δώσει αύξηση στην Nan! Όχι..όχι αύξηση, κάτι καλύτερο…’’, σκέφτηκε και ένα πονηρό χαμόγελο χαράχτηκε στα χείλη του.
‘’Κάντυ’’, της είπε. ‘’Πάμε προς το ορφανοτροφείο. Είναι μεγάλη ανάγκη να κάνω ένα τηλέφωνο και μετά θέλω να παίξουμε με τα παιδιά ή να κάνουμε ότι θες εσύ’’
Προχώρησαν προς το ορφανοτροφείο και όση ώρα ο Τέρρυ μιλούσε στο τηλέφωνο η Κάντυ βοηθούσε την Nan να τακτοποιήσει τα πράγματα τα δικά της και του Τέρρυ στα δωμάτια.
Η Nan κοίταζε την Κάντυ ικανοποιημένη. Έναν τέτοιο άνθρωπο είχε ανάγκη ο Τέρρυ δίπλα του. Ζωντανό, όμορφο, καλόκαρδο. Όχι δεν το μετάνιωνε καθόλου όλο αυτό που είχε ετοιμάσει για τον Τέρρυ. Το χαμόγελο του Τέρρυ δεν την άφηνε να μετανιώσει.
Η μέρα των Χριστουγέννων ήρθε και ο αέρας γέμισε με τις χαρούμενες φωνές των παιδιών. Η Nan κοίταζε την Κάντυ και τον Τέρρυ και ήταν πολύ χαρούμενη. Η σκοτεινιά είχε φύγει πάνω από το τον νεαρό ηθοποιό και τώρα ακτινοβολούσε ολόκληρος.
Το βράδυ έφτασε και πολύχρωμα φωτάκια άναψαν σε όλο το σπίτι. Τα παιδιά μαζεύτηκαν σε ένα δωμάτιο και εκεί δίπλα από το τζάκι άκουσαν τον Τέρρυ να τους λέει παραμύθια. Τα παιδιά ενθουσιάστηκαν καθώς ο Τέρρυ φρόντιζε να αλλάζει την φωνή του σε κάθε ρόλο.
Τότε ακούστηκε ένα αυτοκίνητο έξω από το σπίτι και ο Τέρρυ κοίταξε έξω από το παράθυρο.
‘’Nan πήγαινε να ανοίξεις’’, την παρακάλεσε.
Η Nan σηκώθηκε απορημένη γιατί ούτε η κυρία Πόνυ αλλά ούτε η Αδερφή Μαρία είχαν κάνει κάποια κίνηση να σηκωθούν για να ανοίξουν την πόρτα, ενώ και η Κάντυ είχε ένα ύποπτο χαμόγελο.
‘’Περίεργο’’, σκέφτηκε και άνοιξε την πόρτα.
Βρέθηκε μπροστά σε μια τεράστια ανθοδέσμη και δεν μπορούσε να διακρίνει το πρόσωπο πίσω από τα λουλούδια. Τελικά τα λουλούδια παραμερίστηκαν και η Nan βρέθηκε να στέκεται απέναντι από έναν πολύ όμορφο άντρα.
‘’Είμαι ο Χιού Τζάκμαν’’, της είπε ο άντρας.
Η Nan τον κοίταξε σκεφτική. Τον είχε ακουστά, ήταν ένας συνάδερφος του Τέρρυ.
‘’Χάρηκα’’, του είπε. ‘’Εγώ είμαι η Nan..’’
‘’Ναι το ξέρω. ‘’, της είπε ο άντρας ‘’Μήνες παρακαλάω τον Τέρρυ να μας γνωρίσει’’, συνέχισε με ένα αμήχανο χαμόγελο.
‘’Ώστε αυτή ήταν η έκπληξη του Τέρρυ’’, σκέφτηκε η Nan και χαμογέλασε.
‘’Καλά Χριστούγεννα Nan’’, άκουσε την φωνή του Τέρρυ πίσω της.
‘’Καλά Χριστούγεννα Τέρρυ’’, του απάντησε γελώντας.
Ο Τέρρυ όπως φάνηκε είχε δίκιο που ήθελε να γνωρίσει την Nan με τον φίλο του. Η Σουζάνα είχε την χαρά να ακούσει από τον Τέρρυ μόλις εκείνος γύρισε από τις χριστουγεννιάτικες διακοπές του, ότι σύντομα θα έπρεπε να ετοιμαστεί για τον γάμο. Και αν στην αρχή το βρήκε διασκεδαστικό να μην διευκρινίζει για ποιον γάμο μιλούσε, όταν η Σουζάνα άρχισε να παραγγέλνει προσκλητήρια θεώρησε πως είχε έρθει η ώρα να της πει ότι αυτός που θα παντρευόταν ήταν ο Χιού και όχι εκείνος και η νύφη θα ήταν η Nan και όχι η Σουζάνα.
ΚΑΛΑ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ NANSECRETS!!!!!!!!!
ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ ΜΕ ΕΝΑ ΑΣΤΕΡΙ
Τα τηλέφωνα χτυπούσαν σαν δαιμονισμένα όλα μαζί. Η Nan ήπιε μια μεγάλη γουλιά από την τεράστια κούπα καφέ που κρατούσε στο χέρι της και άναψε ένα τσιγάρο. Κάθισε αναπαυτικά στην καρέκλα του γραφείου της και κοίταξε το ημερολόγιο πίσω της. Έγραφε 20 Δεκέμβρη και εκείνη ακόμα δεν είχε κανονίσει που θα περνούσε τα Χριστούγεννα του, το νέο ανερχόμενο αστέρι του θεάτρου, ο Τέρενς, του οποίου εκείνη ήταν μάνατζερ.
‘’Θέλω κάτι ήρεμο, να νιώσω λίγη ευτυχία’’, της είχε πει. ‘’Μακριά από όλους’’
Τα τηλέφωνα εξακολουθούσαν να χτυπάνε χωρίς σταματημό και η Nan αποφάσισε πως είχε έρθει η ώρα να αρχίσει να τα σηκώνει και να απορρίψει – σχεδόν σίγουρο- όλες τις προτάσεις.
‘’Παρακαλώ;’’, είπε σηκώνοντας το πρώτο. ‘’Ευχαριστώ δεν μας ενδιαφέρει’’, συνέχισε πριν ο συνομιλητής της προλάβει να πει μια ολοκληρωμένη πρόταση.
‘’Ε όχι και σε ταβέρνα!’’, σκέφτηκε αγανακτισμένη η Nan. ’’Εδώ μιλάμε για τον Τέρρυ!’’
Το τηλέφωνο ξαναχτύπησε και η Nan το σήκωσε αφηρημένη.
‘’Μα πρόκειται για πολύ καλή ταβέρνα!’’, είπε μια φωνή στην άλλη άκρη της γραμμής πριν προλάβει η Nan να μιλήσει. ‘’Γίνονται γάμοι, δεξιώσεις. Έχουμε πολύ καλό ψάρι, κουτσουμούρα, μπαρμπουνάκι στα κάρβουνα, χταπόδι, αστα..’’
Η Nan χωρίς να απαντήσει το έκλεισε εκνευρισμένη. Δεν είχε ξεκινήσει καλά η μέρα σίγουρα.
Αφού σήκωσε άλλα δυο τηλέφωνα και απόρριψε τις προσφορές – εγκαίνια ενός εμπορικού κέντρου και δωρεάν διαμονή σε ένα σαλέ για διαφήμιση – σηκώθηκε από την καρέκλα της και κοίταξε έξω από το παράθυρο.
Ήξερε τι θα έκανε τον Τέρρυ ευτυχισμένο αλλά δεν ήξερε πως θα μπορούσε να τα καταφέρει να το κανονίσει. Ήταν η καλύτερη μάνατζερ στην χώρα, αυτό το ξέρανε μέχρι και οι πέτρες, αλλά αυτό που ήθελε ο Τέρρυ… ήταν τόσο αδιανόητο να γίνει που ακόμα και ο ίδιος το ήξερε και δεν της είχε πει τίποτα για αυτό. Η Nan όμως τόσους μήνες δίπλα του τον ήξερε πλέον καλά. Ήξερε πως τα άφηνε όλα πάνω της και πάντα ήταν ευχαριστημένος με ότι και αν εκείνη κανόνιζε. Συνεντεύξεις, εφημερίδες, φωτογραφίσεις, πάρτυ, εγκαίνια, ο Τέρρυ ήταν πάντα εκεί.
‘’Γαμώτο!’’, σκέφτηκε η Nan. ‘’Πρέπει να είναι τα καλύτερα Χριστούγεννα που έχει περάσει ποτέ! Το αξίζει!’’
Ένα χτύπημα στην πόρτα την έβγαλε από τις σκέψεις της. Γύρισε το κεφάλι της να δει ποιος ήταν και έκανε μια γκριμάτσα καθώς στο δωμάτιο έμπαιναν η Σουζάνα με την μητέρα της.
‘’Τι θέλετε;’’, τις ρώτησε κοφτά.
‘’Ήρθαμε να μιλήσουμε για τα Χριστούγεννα’’, είπε η Σουζάνα με τρεμάμενη φωνή. Την φοβόταν την νέα μάνατζερ του Τέρρυ. Τουλάχιστον ο προηγούμενος ήταν άντρας και υπέκυπτε όταν η Σουζάνα έπαιρνε το γνωστό στεναχωρημένο ύφος της. Και βαθιά κάτι μέσα της, της έλεγε πως η Nan είχε επιλεγεί για αυτή την θέση επειδή η ίδια δεν θα μπορούσε ποτέ να την τουμπάρει.
Για να λέμε την αλήθεια οι σκέψεις της Σουζάνας ήταν σωστές. Η νέα μάνατζερ ούτε συμπαθούσε ούτε ένιωθε καμιά συμπόνια για την επίσημη αγαπημένη του Τέρρυ. Στα μάτια της ήταν απλά μια βδέλλα που είχε καταστρέψει την ζωή δύο ανθρώπων. Ειδικότερα όταν ο Τέρρυ σε μια βραδιά εξομολόγησης με πολύ ουίσκι και άλλα τόσα τσιγάρα της είχε αφηγηθεί την ιστορία του, η Nan είχε αποφασίσει πως η Σουζάνα όσο περνούσε από το δικό της χέρι θα έμενε όσο πιο μακριά γινόταν από εκείνον.
‘’Να πούμε τι για τα Χριστούγεννα;’’, ρώτησε η Nan και στον τόνο της φωνής της ήταν εμφανής η ειρωνεία.
‘’Λέγαμε μήπως τα Χριστούγεννα είναι μια καλή ευκαιρία για να δηλώσουμε τους αρραβώνες τους’’, είπε η μητέρα της Σουζάνας.
‘’ Ποιος αρραβωνιάζεται;’’, ρώτησε η Nan με υποκριτική αφέλεια.
Η Σουζάνα έσφιξε τι χερούλι από το καροτσάκι της.
‘’Εγώ και ο Τέρρυ!’’, της απάντησε προσπαθώντας να κρατηθεί ψύχραιμη.
‘’Δεν ξέρω τι θα κάνετε εσείς δεσποινίς Σουζάνα αλλά ο Τέρρυ δεν πρόκειται να αρραβωνιαστεί αυτά τα Χριστούγεννα’’, είπε η Nan κάθετα. ‘’Μόλις ανέβασε καινούργιο έργο, ξέρετε πόσο κακό θα του κάνει αυτό; Όχι ούτε καν το συζητάω το θέμα.’’
‘’Μα ο Τέρρυ..’’, είπε απελπισμένη η Σουζάνα.
Η Nan σήκωσε το χέρι της και την έκοψε. Η Σουζάνα λούφαξε μέσα στο καροτσάκι της.
‘’Αν ο Τέρρυ σκόπευε να παντρευτεί θα με είχε ενημερώσει ώστε να οργανώσω αυτά που θα ήταν απαραίτητα. Αν έρθει και μου πει ότι θέλει να αρραβωνιαστεί τότε πολύ ευχαρίστως να βρεθούμε και να συζητήσουμε όλοι μαζί’’, είπε κοφτά η Nan, τονίζοντας το ‘’όλοι’’. ‘’Τώρα με συγχωρείτε από όσο ξέρω, είμαι μόνο μάνατζερ του Τέρρυ και όχι δικιά σας, οπότε θα μου επιτρέψετε να ασχοληθώ με την δουλειά μου’’, συνέχισε και με ένα μεγάλο χαμόγελο άνοιξε την πόρτα δείχνοντας τους την έξοδο.
Η Σουζάνα βγήκε έξω από το γραφείο με σκυμμένο το κεφάλι και δάκρυα στα μάτια, ενώ η μητέρα της κοίταξε με ένα περιφρονητικό ύφος την Nan, ύφος που η Nan το ανταπέδωσε στο δεκαπλάσιο.
Η Nan έκλεισε την πόρτα πίσω τους και τις διαολόστειλε μουρμουρίζοντας. Πλησίασε πάλι το παράθυρο και χάζεψε για λίγο το χιόνι που έπεφτε. Ένα παιδάκι στην απέναντι γωνιά του δρόμου έφτιαχνε ενθουσιασμένο έναν χιονάνθρωπο στην άκρη του πεζοδρομίου και η Nan με λύπη της είδε έναν αστυνομικό να του κάνει παρατήρηση.
‘’Καημένο παιδί, που να παίξεις μέσα στην πόλη;’’, σκέφτηκε στεναχωρημένη και τότε τα μάτια της έλαμψαν. ‘’Αυτό είναι!’’, σκέφτηκε ενθουσιασμένη.
Εκείνη την ώρα το τηλέφωνο χτύπησε ξανά και η Nan το σήκωσε χωρίς να μπορέσει να κρύψει τον ενθουσιασμό της.
‘’Λέγεται;’’
‘’Καλημέρα σας, σας τηλεφωνώ από το κτήμα ‘’Ο άσπρος γλάρος’’. Θα κάνουμε μια γιορτή και θα θέλαμε τον κύριο Τέρ..’’, είπε η φωνή στην άλλη άκρη της γραμμής αλλά η Nan άρχισε να γελάει νευρικά.
‘’Τον άσπρο γλάρο; Τον άσπρο γλάρο είπατε;’’. ρώτησε μη μπορώντας να σταματήσει να γελάει.
‘’Μάλιστα’’, ακούστηκε η φωνή ξαφνιασμένη από την αντίδραση της μάνατζερ του Τέρρυ.
‘’Τον άσπρο γλάρο που ανήκει στους Άνντλευ;’’, ρώτησε ξανά η Nan.
‘’Μάλιστα’’, είπε ξανά η φωνή. ‘’Μα γιατί γελάτε; Το κτήμα άσπρος γλάρος είναι από τα μεγαλύτερα της χώρας. Θα είναι τιμή του κυρίου Γκράντσεστερ να εμφανιστεί εδώ.’’
Η Nan σοβάρεψε απότομα.
‘’Ναι, μην φάτε, έχουμε γλαρόσουπα’’, του απάντησε και έκλεισε το τηλέφωνο ενώ το νευρικό γέλιο ξανάρθε και την έριξε στην καρέκλα.
‘’Αχ Θεέ μου Τέρρυ! Τι άλλο θα ακούσω;’’, σκέφτηκε και συνέχισε να γελάει.
Τέσσερις μέρες πέρασαν και πλέον 24 Δεκέμβρη η Nan καθόταν στο πίσω μέρος μιας λιμουζίνας. Στο διπλανό κάθισμα καθόταν ο Τέρρυ. Ένας Τέρρυ στεναχωρημένος, κουρασμένος και μελαγχολικός. Γύρισε στην μάνατζερ του και η Nan του χαμογέλασε ενθαρρυντικά.
‘’Δεν θα μου πεις που πάμε;’’, την ρώτησε για πολλοστή φορά.
‘’Όχι Τέρρυ. Είναι έκπληξη. Είναι το δώρο μου για τα Χριστούγεννα’’, του είπε η Nan. ‘’Δεν μου έχεις εμπιστοσύνη;’’
‘’Φυσικά και σου έχω. Αφού κατάφερες να ξεφορτωθείς την Σουζάνα και την μητέρα της και να κάνουμε χώρια Χριστούγεννα αυτό μου αρκεί.’’, της απάντησε ο Τέρρυ και της χάρισε ένα μεγάλο χαμόγελο.
‘’Σου έχω ετοιμάσει και εγώ κάτι’’, της είπε ύστερα από λίγο.
Η Nan τον κοίταξε ξαφνιασμένη.
‘’Τι;’’, τον ρώτησε με περιέργεια.
‘’Α δεν σου λέω’’, της είπε παιχνιδιάρικα ο Τέρρυ και έβαλαν και οι δυο τα γέλια.
Το αμάξι προχωρούσε και ο Τέρρυ κοιτούσε έξω από το παράθυρο αφηρημένος. Τα τοπία όμως άρχισαν να αλλάζουν και αναμνήσεις τον κατέκλυσαν.
‘’Αυτός ο δρόμος… αυτός…’’, σκέφτηκε ο Τέρρυ και γύρισε στην Nan με την ελπίδα χαραγμένη στο πρόσωπο του.
Η Nan του έπιασε το χέρι και τον κοίταξε στα μάτια.
‘’Αυτό είναι Τέρρυ. Αυτό που νομίζεις.’’, του είπε. ‘’Τα έχω κανονίσει όλα. Κανείς δεν πρόκειται να μάθει ποτέ τίποτα.’’
Ο Τέρρυ την κοίταξε με ευγνωμοσύνη.
Το αμάξι έστριψε και το ορφανοτροφείο φάνηκε στο τέλος του δρόμου. Δάκρυα πλημμύρισαν τα μάτια του Τέρρυ καθώς έβλεπε τα παιδιά να παίζουν χαρούμενα γύρω από το μικρό σπίτι. Και τότε μια φιγούρα ξεχώρισε από τις υπόλοιπες. Μια ξανθιά κοπέλα η οποία έτρεχε μέσα στο χιόνι και ερχόταν προς το αυτοκίνητο.
‘’ΣΤΑΜΑΤΑ!’’, φώναξε ο Τέρρυ στον οδηγό και πριν εκείνος προλάβει να πατήσει το φρένο, ο Τέρρυ βρισκόταν ήδη έξω από το αυτοκίνητο και έτρεχε προς την μεριά της κοπέλας.
Την αγκάλιασε όσο πιο σφιχτά μπορούσε, αρνούμενος να πιστέψει πως όλο αυτό ήταν πραγματικότητα. Η Nan παρακολουθούσε διακριτικά από το αυτοκίνητο χαμογελώντας ελαφρά.
‘’Να ξέρες πόσο πολύ περίμενα να έρθει αυτή η μέρα Τέρρυ!’’, είπε η Κάντυ κλαίγοντας.
‘’Μα..’’, είπε ο Τέρρυ σαστισμένος. Τώρα που ο πρώτος ενθουσιασμός είχε φύγει, απορούσε πως η Κάντυ είχε δεχτεί να τον δει.
‘’Η Nan μου μίλησε Τέρρυ, μου είπε πόσο δυστυχισμένος είσαι. Και…μας αξίζει να περάσουμε μαζί τα Χριστούγεννα… τα Χριστούγεννα είναι δικά μας!’’, απάντησε με πείσμα η Κάντυ.
Ο Τέρρυ την κοιτούσε ευτυχισμένος. ‘’Χριστούγεννα με την Κάντυ; Θα έπρεπε να δώσει αύξηση στην Nan! Όχι..όχι αύξηση, κάτι καλύτερο…’’, σκέφτηκε και ένα πονηρό χαμόγελο χαράχτηκε στα χείλη του.
‘’Κάντυ’’, της είπε. ‘’Πάμε προς το ορφανοτροφείο. Είναι μεγάλη ανάγκη να κάνω ένα τηλέφωνο και μετά θέλω να παίξουμε με τα παιδιά ή να κάνουμε ότι θες εσύ’’
Προχώρησαν προς το ορφανοτροφείο και όση ώρα ο Τέρρυ μιλούσε στο τηλέφωνο η Κάντυ βοηθούσε την Nan να τακτοποιήσει τα πράγματα τα δικά της και του Τέρρυ στα δωμάτια.
Η Nan κοίταζε την Κάντυ ικανοποιημένη. Έναν τέτοιο άνθρωπο είχε ανάγκη ο Τέρρυ δίπλα του. Ζωντανό, όμορφο, καλόκαρδο. Όχι δεν το μετάνιωνε καθόλου όλο αυτό που είχε ετοιμάσει για τον Τέρρυ. Το χαμόγελο του Τέρρυ δεν την άφηνε να μετανιώσει.
Η μέρα των Χριστουγέννων ήρθε και ο αέρας γέμισε με τις χαρούμενες φωνές των παιδιών. Η Nan κοίταζε την Κάντυ και τον Τέρρυ και ήταν πολύ χαρούμενη. Η σκοτεινιά είχε φύγει πάνω από το τον νεαρό ηθοποιό και τώρα ακτινοβολούσε ολόκληρος.
Το βράδυ έφτασε και πολύχρωμα φωτάκια άναψαν σε όλο το σπίτι. Τα παιδιά μαζεύτηκαν σε ένα δωμάτιο και εκεί δίπλα από το τζάκι άκουσαν τον Τέρρυ να τους λέει παραμύθια. Τα παιδιά ενθουσιάστηκαν καθώς ο Τέρρυ φρόντιζε να αλλάζει την φωνή του σε κάθε ρόλο.
Τότε ακούστηκε ένα αυτοκίνητο έξω από το σπίτι και ο Τέρρυ κοίταξε έξω από το παράθυρο.
‘’Nan πήγαινε να ανοίξεις’’, την παρακάλεσε.
Η Nan σηκώθηκε απορημένη γιατί ούτε η κυρία Πόνυ αλλά ούτε η Αδερφή Μαρία είχαν κάνει κάποια κίνηση να σηκωθούν για να ανοίξουν την πόρτα, ενώ και η Κάντυ είχε ένα ύποπτο χαμόγελο.
‘’Περίεργο’’, σκέφτηκε και άνοιξε την πόρτα.
Βρέθηκε μπροστά σε μια τεράστια ανθοδέσμη και δεν μπορούσε να διακρίνει το πρόσωπο πίσω από τα λουλούδια. Τελικά τα λουλούδια παραμερίστηκαν και η Nan βρέθηκε να στέκεται απέναντι από έναν πολύ όμορφο άντρα.
‘’Είμαι ο Χιού Τζάκμαν’’, της είπε ο άντρας.
Η Nan τον κοίταξε σκεφτική. Τον είχε ακουστά, ήταν ένας συνάδερφος του Τέρρυ.
‘’Χάρηκα’’, του είπε. ‘’Εγώ είμαι η Nan..’’
‘’Ναι το ξέρω. ‘’, της είπε ο άντρας ‘’Μήνες παρακαλάω τον Τέρρυ να μας γνωρίσει’’, συνέχισε με ένα αμήχανο χαμόγελο.
‘’Ώστε αυτή ήταν η έκπληξη του Τέρρυ’’, σκέφτηκε η Nan και χαμογέλασε.
‘’Καλά Χριστούγεννα Nan’’, άκουσε την φωνή του Τέρρυ πίσω της.
‘’Καλά Χριστούγεννα Τέρρυ’’, του απάντησε γελώντας.
Ο Τέρρυ όπως φάνηκε είχε δίκιο που ήθελε να γνωρίσει την Nan με τον φίλο του. Η Σουζάνα είχε την χαρά να ακούσει από τον Τέρρυ μόλις εκείνος γύρισε από τις χριστουγεννιάτικες διακοπές του, ότι σύντομα θα έπρεπε να ετοιμαστεί για τον γάμο. Και αν στην αρχή το βρήκε διασκεδαστικό να μην διευκρινίζει για ποιον γάμο μιλούσε, όταν η Σουζάνα άρχισε να παραγγέλνει προσκλητήρια θεώρησε πως είχε έρθει η ώρα να της πει ότι αυτός που θα παντρευόταν ήταν ο Χιού και όχι εκείνος και η νύφη θα ήταν η Nan και όχι η Σουζάνα.
ΚΑΛΑ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ NANSECRETS!!!!!!!!!
Απ: Τα Χριστουγεννιάτικα φικ της nuitetoile21
ΤΟ ΦΙΚ ΤΗΣ C-T
ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ ΣΕ ΑΛΛΟΝ ΠΛΑΝΗΤΗ
Ο πλανήτης Τέριους κάποτε ήταν ένας πολύ όμορφος πλανήτης, γεμάτος ζωή. Οι κάτοικοι του, που έμοιαζαν πολύ με τους ανθρώπους, αν και ήταν πολύ ομορφότεροι και έξυπνοι από εκείνους, είχαν σεβαστεί τον πλανήτη που τους φιλοξενούσε και τον είχαν μετατρέψει σε έναν μικρό παράδεισο. Γιατί ο πλανήτης Τέριους ήταν ένας μικρός πλανήτης και οι κάτοικοι του δεν ήταν παραπάνω από πενήντα με εξήντα άτομα.
Καθώς όμως οι αιώνες περνούσαν και οι κάτοικοι του πλανήτη γνωριζόντουσαν όλο και πιο πολύ μεταξύ τους, άρχισαν να τσακώνονται. Το μόνο που άκουγε κανείς από το πρωί που θα ξυπνούσε μέχρι το βράδυ που θα κοιμόταν ήταν γκρίνια. Και σιγά σιγά οι κάτοικοι του πλανήτη Τέριους έγιναν δυστυχισμένοι και μίζεροι και μαζί τους μαράζωσε και ο πλανήτης τους.
Η C- T ήταν μια νέα κοπέλα που ζούσε σε εκείνον τον πλανήτη. Κάθε μέρα που περνούσε έβλεπε την χώρα της να γίνεται όλο και πιο σκοτεινή και κάθε βράδυ κοιμόταν με την ελπίδα πως το πρωί που θα ξυπνούσε όλα θα είχαν αλλάξει. Αλλά ποτέ δεν άλλαζε τίποτα και η C-T στεναχωριόταν πολύ.
Μια μέρα την βρήκε ο αδερφός της να κλαίει στο δωμάτιο της και αμέσως έτρεξε κοντά της.
‘’Τι συμβαίνει C-T ;’’, την ρώτησε ανήσυχος. ‘’Μήπως χτύπησες πουθενά;’’
Η C-T κοίταξε τον μεγαλύτερο της αδερφό για μια στιγμή και έπειτα χώθηκε στην αγκαλιά του.
‘’Πρέπει κάτι να κάνουμε T-G’’, του είπε. ‘’Δεν γίνεται να ζούμε άλλο σε αυτή την χώρα. Δεν γίνεται να βλέπουμε τους γύρω μας να είναι δυστυχισμένοι και να μην κάνουμε τίποτα. Δεν γίνεται να αφήσουμε τον πλανήτη μας να καταστραφεί!’’
Ο T – G της χάιδεψε τα μαλλιά και της υποσχέθηκε πως θα σκεφτόταν κάτι. Δεν θα μπορούσε να κάνει και αλλιώς. Είχε αδυναμία στην μικρή του αδερφή και δεν άντεχε να την βλέπει να κλαίει.
Το επόμενο βράδυ η C-T ένιωσε κάποιον να την σκουντάει μέσα στον ύπνο της. Άνοιξε τα μάτια της και είδε τον αδερφό της να την κοιτάει με ένα τεράστιο χαμόγελο στο πρόσωπο του.
‘’Έλα’’, της είπε. ‘’Πρέπει να φύγουμε’’
Η C-T τον ακολούθησε μισοκοιμισμένη ενώ αναρωτιόταν που την πήγαινε ο αδερφός της μέσα στην μαύρη νύχτα.
Ο T – G την έβαλε να κάτσει μέσα στο διαστημικό αμάξι του και έπειτα άρχισε να πετάει στον ουρανό. Έπειτα από λίγο το αμάξι προσγειώθηκε σε έναν ψηλό λόφο που βρισκόταν πολύ μακριά από τα σπίτια των κατοίκων. Τα δύο αδέρφια κατέβηκαν από το διαστημικό αμάξι και ο T-G του έδωσε εντολή να γυρίσει πίσω στο σπίτι τους.
‘’Τι κάνουμε εδώ;’’, ρώτησε με απορία η C-T.
‘’Θα καβαλήσουμε ένα πεφταστέρι. ‘’, της είπε ενθουσιασμένος ο αδερφός της.
‘’Μα γιατί;’’, ρώτησε η κοπέλα ακόμα πιο μπερδεμένη.
Ο T – G στράφηκε προς το μέρος της.
‘’Έψαξα όλο τον γαλαξία’’, της είπε. ‘’Βρήκα έναν πλανήτη, τον λένε Γη. Εκεί γιορτάζουν κάτι που λέγεται ‘’Χριστούγεννα’’. Όταν οι άνθρωποι εκεί λοιπόν, γιορτάζουν τα Χριστούγεννα, είναι όλοι πιο χαρούμενοι και πιο φιλικοί. Αυτό χρειαζόμαστε! Θα κλέψουμε το πνεύμα των Χριστουγέννων και θα το φέρουμε εδώ!’’, συνέχισε και τα μάτια του άστραψαν από ενθουσιασμό.
Πριν προλάβει η αδερφή του να πει κάτι, ένα αστέρι άρχισε να πέφτει κοντά τους. Ο T-G ξεδίπλωσε γρήγορα ένα σχοινί και το έριξε στο αστέρι. Το σχοινί μαγκώθηκε πάνω στην επιφάνεια του αστεριού και ο T – G το τράβηξε προς το μέρος του. Το αστέρι ήρθε κοντά τους και η C-T ανέβηκε πάνω του. Ο αδερφό της έκατσε πίσω της και την αγκάλιασε σφιχτά. Μόλις σιγουρεύτηκε ότι την κρατούσε καλά πάνω του, έλυσε το σχοινί και το αστέρι άρχισε να πέφτει ξανά.
Το αστέρι έπεφτε συνεχώς και η C-T κοίταζε μαγεμένη γύρω της τους γαλαξίες και τους πλανήτες. Ήταν ένα μαγευτικό θέαμα. Ο αδερφός της οδήγησε το άστρο με ευκολία μέσα από μια βροχή μετεωριτών και για να της κάνει το χατίρι έκανε μια μικρή παράκαμψη και πέρασε μπροστά από τον πλανήτη Ουρανό που η αδερφή του πάντα ήθελε να δει.
‘’Να εκεί είναι η Γη!’’, της είπε τελικά ενθουσιασμένος και της έδειξε έναν πλανήτη που όλο και πλησίαζε κοντά τους.
Όταν πια έπρεπε να προσγειωθούν, ο T- G είδε ένα μικρό ξέφωτο μακριά από τα σπίτια, άρπαξε την αδερφή του και πήδηξε στην γη και άφησε το αστέρι τους να πέσει στο ξέφωτο. Χιλιάδες μικρότερα αστέρια δημιουργήθηκαν καθώς το αστέρι διαλυόταν πάνω στο χώμα και η C-T σκέφτηκε ότι δεν είχε δει τίποτα πιο όμορφο ποτέ ξανά στην ζωή της.
Ο αδερφός της την έπιασε από το χέρι και μαζί ξεκίνησαν να εξερευνούν τον νέο πλανήτη στον οποίο βρισκόντουσαν.
Σύντομα ο T-G σιγουρεύτηκε πως δεν είχε κάνει λάθος. Κάτι μαγικό έκαναν αυτά τα Χριστούγεννα στους ανθρώπους. Παντού τους καλωσόριζαν με αγάπη και τους έδιναν γλυκά και μπισκότα. Τα μικρά παιδιά έτρεχαν ενθουσιασμένα στους δρόμους και έλεγαν τα κάλαντα. Από κάθε παράθυρο που κρυφοκοίταζαν έβλεπαν στολισμένα μεγάλα δέντρα με πολύχρωμα φωτάκια, φωτιά να καίει στο τζάκι και κρεμασμένες κάλτσες με δώρα. Όλα ήταν υπέροχα και μαγευτικά.
‘’Ω! Είναι τόσο ωραία τα Χριστούγεννα!’’, είπε γεμάτη χαρά η C-T.
‘’Δεν έχουμε πολύ χρόνο’’, της είπε ο αδερφός της. ’’Πρέπει να κλέψουμε το πνεύμα των Χριστουγέννων και να γυρίσουμε στον πλανήτη μας.’’
Με αυτά τα λόγια πήρε το σακί που κουβαλούσε στην πλάτη του και το άνοιξε. Κρατώντας το ανοιχτό μπροστά του, συνέχισε να περπατάει δίπλα από τα σπίτια και από τα φωτεινά παράθυρα.
Δεν πέρασαν παρά μόνο λίγα δευτερόλεπτα και η αδερφή του που τον ακολουθούσε λίγα βήματα πιο πίσω, μπόρεσε να διακρίνει το πνεύμα των Χριστουγέννων να εγκαταλείπει τα σπίτια από τα οποία περνούσαν και να μπαίνει μέσα στον σάκο που κρατούσε ο αδερφός της. Έμοιαζε με αχνός ασημί καπνός ο οποίος έβγαινε από τις χαραμάδες των σπιτιών.
Η C-T στάθηκε μπροστά από ένα σπίτι από το οποίο μόλις είχε περάσει ο αδερφός της και είχε κλέψει το χριστουγεννιάτικο πνεύμα του. Το σπίτι ενώ πριν ήταν καθαρό και φωτεινό τώρα έμοιαζε σκοτεινό και βρώμικο. Ακουγόντουσαν κλάματα παιδιών από το εσωτερικό του ενώ η C-T ήταν σίγουρη πως πριν λίγο τα άκουγε να γελάνε. Μια παράξενη ατμόσφαιρα είχε τυλίξει όλο το σπίτι και τότε η C-T κατάλαβε. Έτρεξε στον αδερφό της και έκλεισε το ν σάκο με δύναμη.
Ο αδερφός της την κοίταξε ξαφνιασμένος.
‘’Είναι λίγο δεν θα μας φτάσει’’, της είπε.
‘’Μα δεν καταλαβαίνεις; Δεν μπορούμε να το πάρουμε’’, του απάντησε εκείνη στεναχωρημένη. ’’Αν τους το πάρουμε τότε θα γίνουν όπως είμαστε και εμείς, δυστυχισμένοι. ‘’
Ο T-G έσκυψε νικημένος το κεφάλι του. Η αδερφή του είχε δίκιο. Δεν μπορούσαν να βασίσουν την ευτυχία τους στην δυστυχία κάποιου άλλου. Με έναν αναστεναγμό, άνοιξε τον σάκο και το πνεύμα των Χριστουγέννων απλώθηκε στον αέρα και γύρισε πίσω στα σπίτια από τα οποία είχε κλαπεί.
Αμέσως τα σπίτια έγιναν ξανά φωτεινά και ακούστηκαν χαρούμενες παιδικές φωνές από παντού. Ο T-G άφησε ένα αχνό χαμόγελο να του ξεφύγει. Δεν θα μπορούσε να κάνει ποτέ αυτά τα παιδάκια δυστυχισμένα.
‘’Έλα πάμε πίσω’’, είπε στην αδερφή του και εκείνη έγνεψε συγκαταβατικά.
Ξεκίνησαν να προχωρούν προς τον λόφο που είχε πέσει το αστέρι τους όταν μια βροντερή φωνή τους σταμάτησε.
‘’Μια στιγμή!’’, είπε η φωνή.
Τα δύο παιδιά από τον πλανήτη Τέριους γύρισαν και κοίταξαν προς το μέρος της ξαφνιασμένα. Μπροστά τους είδαν έναν γεράκο με κόκκινη στολή και μακριά γκρίζα γενειάδα ο οποίος τους χαμογελούσε καλόκαρδα.
‘’Θα σας δώσω εγώ αυτό που θέλετε’’, τους είπε.
‘’Μα ποιος είσαι εσύ; ‘’, ρώτησε ο T-G.
‘’Εγώ είμαι ο Άγιος Βασίλης’’, του είπε ο γεράκος. ‘’Είμαι ο υπεύθυνος για τα Χριστούγεννα. Αποφάσισα λοιπόν πως αξίζετε να έχετε και εσείς Χριστούγεννα στον πλανήτη σας. Άνοιξε τον σάκο σου.’’
Ο T-G άνοιξε τον σάκο του ενώ η αδερφή του γελούσε χαρούμενη. Ο Άγιος Βασίλης άπλωσε την χούφτα του και ύστερα φύσηξε μέσα της. Μια ασημένια ημιδιαφανής σκόνη έφυγε από την παλάμη του και μπήκε όλη μέσα στον σάκο.
‘’Αυτό φτάνει’’, είπε στα δυο παιδιά. ‘’Καλά Χριστούγεννα!’’, πρόσθεσε και εξαφανίστηκε.
Τα δυο αδέρφια κοιτάχτηκαν και άρχισαν να τρέχουν προς τον λόφο. Τώρα ήθελαν να γυρίσουν όσο πιο γρήγορα γινόταν πίσω στον πλανήτη τους. Ο T-G αιχμαλώτισε ένα πεφταστέρι και σε λίγη ώρα, ευτυχισμένα μπόρεσαν να δουν τον πλανήτη τους από μακριά.
Προσγειώθηκαν στον ίδιο λόφο από όπου είχαν ξεκινήσει και κοίταξαν γύρω τους. Η κατάσταση στον πλανήτη τους έμοιαζε να είχε χειροτερέψει. Ο ουρανός ήταν ακόμα πιο σκοτεινός και η ατμόσφαιρα ήταν γεμάτη με αρνητικά συναισθήματα. Η C-T κοίταξε με ανυπομονησία τον αδερφό της και εκείνος άνοιξε τον ασκό.
Η ασημένια σκόνη πέταξε στον αέρα και κάλυψε όλο τον πλανήτη. Τα δυο αδέρφια περίμεναν να δουν τι θα συμβεί με κομμένη την ανάσα. Τότε κάτι άρχισε να αλλάζει. Ο ουρανός άρχισε να ανοίγει και μια γλυκιά μυρωδιά πλημμύρισε την ατμόσφαιρα. Ήχοι από τραγούδια ακούστηκαν από την πόλη και τα δυο αδέρφια έτρεξαν ξαφνιασμένα προς τα εκεί.
Βρήκαν όλους τους κατοίκους να χορεύουν και να γελάνε όλοι μαζί, ενώ η ασημένια σκόνη τους είχε αγκαλιάσει και είχε αφαιρέσει όλες τις αρνητικές σκέψεις που έκαναν. Η ατμόσφαιρα είχε καθαρίσει εντελώς πια και το σκοτάδι είχε υποχωρήσει. Ο πλανήτης Τέριους είχε γίνει ξανά όπως ήταν κάποτε: όμορφος.
Η C-T ενθουσιασμένη αγκάλιασε σφιχτά τον αδερφό της.
‘’Καλά Χριστούγεννα T-G!’’, του είπε γελώντας.
‘’Καλά Χριστούγεννα C-T!’’, της απάντησε εκείνος και την έσφιξε πάνω του ακόμα πιο δυνατά.
ΚΑΛΑ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ C-T!!!!!!!!!!!!
ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ ΣΕ ΑΛΛΟΝ ΠΛΑΝΗΤΗ
Ο πλανήτης Τέριους κάποτε ήταν ένας πολύ όμορφος πλανήτης, γεμάτος ζωή. Οι κάτοικοι του, που έμοιαζαν πολύ με τους ανθρώπους, αν και ήταν πολύ ομορφότεροι και έξυπνοι από εκείνους, είχαν σεβαστεί τον πλανήτη που τους φιλοξενούσε και τον είχαν μετατρέψει σε έναν μικρό παράδεισο. Γιατί ο πλανήτης Τέριους ήταν ένας μικρός πλανήτης και οι κάτοικοι του δεν ήταν παραπάνω από πενήντα με εξήντα άτομα.
Καθώς όμως οι αιώνες περνούσαν και οι κάτοικοι του πλανήτη γνωριζόντουσαν όλο και πιο πολύ μεταξύ τους, άρχισαν να τσακώνονται. Το μόνο που άκουγε κανείς από το πρωί που θα ξυπνούσε μέχρι το βράδυ που θα κοιμόταν ήταν γκρίνια. Και σιγά σιγά οι κάτοικοι του πλανήτη Τέριους έγιναν δυστυχισμένοι και μίζεροι και μαζί τους μαράζωσε και ο πλανήτης τους.
Η C- T ήταν μια νέα κοπέλα που ζούσε σε εκείνον τον πλανήτη. Κάθε μέρα που περνούσε έβλεπε την χώρα της να γίνεται όλο και πιο σκοτεινή και κάθε βράδυ κοιμόταν με την ελπίδα πως το πρωί που θα ξυπνούσε όλα θα είχαν αλλάξει. Αλλά ποτέ δεν άλλαζε τίποτα και η C-T στεναχωριόταν πολύ.
Μια μέρα την βρήκε ο αδερφός της να κλαίει στο δωμάτιο της και αμέσως έτρεξε κοντά της.
‘’Τι συμβαίνει C-T ;’’, την ρώτησε ανήσυχος. ‘’Μήπως χτύπησες πουθενά;’’
Η C-T κοίταξε τον μεγαλύτερο της αδερφό για μια στιγμή και έπειτα χώθηκε στην αγκαλιά του.
‘’Πρέπει κάτι να κάνουμε T-G’’, του είπε. ‘’Δεν γίνεται να ζούμε άλλο σε αυτή την χώρα. Δεν γίνεται να βλέπουμε τους γύρω μας να είναι δυστυχισμένοι και να μην κάνουμε τίποτα. Δεν γίνεται να αφήσουμε τον πλανήτη μας να καταστραφεί!’’
Ο T – G της χάιδεψε τα μαλλιά και της υποσχέθηκε πως θα σκεφτόταν κάτι. Δεν θα μπορούσε να κάνει και αλλιώς. Είχε αδυναμία στην μικρή του αδερφή και δεν άντεχε να την βλέπει να κλαίει.
Το επόμενο βράδυ η C-T ένιωσε κάποιον να την σκουντάει μέσα στον ύπνο της. Άνοιξε τα μάτια της και είδε τον αδερφό της να την κοιτάει με ένα τεράστιο χαμόγελο στο πρόσωπο του.
‘’Έλα’’, της είπε. ‘’Πρέπει να φύγουμε’’
Η C-T τον ακολούθησε μισοκοιμισμένη ενώ αναρωτιόταν που την πήγαινε ο αδερφός της μέσα στην μαύρη νύχτα.
Ο T – G την έβαλε να κάτσει μέσα στο διαστημικό αμάξι του και έπειτα άρχισε να πετάει στον ουρανό. Έπειτα από λίγο το αμάξι προσγειώθηκε σε έναν ψηλό λόφο που βρισκόταν πολύ μακριά από τα σπίτια των κατοίκων. Τα δύο αδέρφια κατέβηκαν από το διαστημικό αμάξι και ο T-G του έδωσε εντολή να γυρίσει πίσω στο σπίτι τους.
‘’Τι κάνουμε εδώ;’’, ρώτησε με απορία η C-T.
‘’Θα καβαλήσουμε ένα πεφταστέρι. ‘’, της είπε ενθουσιασμένος ο αδερφός της.
‘’Μα γιατί;’’, ρώτησε η κοπέλα ακόμα πιο μπερδεμένη.
Ο T – G στράφηκε προς το μέρος της.
‘’Έψαξα όλο τον γαλαξία’’, της είπε. ‘’Βρήκα έναν πλανήτη, τον λένε Γη. Εκεί γιορτάζουν κάτι που λέγεται ‘’Χριστούγεννα’’. Όταν οι άνθρωποι εκεί λοιπόν, γιορτάζουν τα Χριστούγεννα, είναι όλοι πιο χαρούμενοι και πιο φιλικοί. Αυτό χρειαζόμαστε! Θα κλέψουμε το πνεύμα των Χριστουγέννων και θα το φέρουμε εδώ!’’, συνέχισε και τα μάτια του άστραψαν από ενθουσιασμό.
Πριν προλάβει η αδερφή του να πει κάτι, ένα αστέρι άρχισε να πέφτει κοντά τους. Ο T-G ξεδίπλωσε γρήγορα ένα σχοινί και το έριξε στο αστέρι. Το σχοινί μαγκώθηκε πάνω στην επιφάνεια του αστεριού και ο T – G το τράβηξε προς το μέρος του. Το αστέρι ήρθε κοντά τους και η C-T ανέβηκε πάνω του. Ο αδερφό της έκατσε πίσω της και την αγκάλιασε σφιχτά. Μόλις σιγουρεύτηκε ότι την κρατούσε καλά πάνω του, έλυσε το σχοινί και το αστέρι άρχισε να πέφτει ξανά.
Το αστέρι έπεφτε συνεχώς και η C-T κοίταζε μαγεμένη γύρω της τους γαλαξίες και τους πλανήτες. Ήταν ένα μαγευτικό θέαμα. Ο αδερφός της οδήγησε το άστρο με ευκολία μέσα από μια βροχή μετεωριτών και για να της κάνει το χατίρι έκανε μια μικρή παράκαμψη και πέρασε μπροστά από τον πλανήτη Ουρανό που η αδερφή του πάντα ήθελε να δει.
‘’Να εκεί είναι η Γη!’’, της είπε τελικά ενθουσιασμένος και της έδειξε έναν πλανήτη που όλο και πλησίαζε κοντά τους.
Όταν πια έπρεπε να προσγειωθούν, ο T- G είδε ένα μικρό ξέφωτο μακριά από τα σπίτια, άρπαξε την αδερφή του και πήδηξε στην γη και άφησε το αστέρι τους να πέσει στο ξέφωτο. Χιλιάδες μικρότερα αστέρια δημιουργήθηκαν καθώς το αστέρι διαλυόταν πάνω στο χώμα και η C-T σκέφτηκε ότι δεν είχε δει τίποτα πιο όμορφο ποτέ ξανά στην ζωή της.
Ο αδερφός της την έπιασε από το χέρι και μαζί ξεκίνησαν να εξερευνούν τον νέο πλανήτη στον οποίο βρισκόντουσαν.
Σύντομα ο T-G σιγουρεύτηκε πως δεν είχε κάνει λάθος. Κάτι μαγικό έκαναν αυτά τα Χριστούγεννα στους ανθρώπους. Παντού τους καλωσόριζαν με αγάπη και τους έδιναν γλυκά και μπισκότα. Τα μικρά παιδιά έτρεχαν ενθουσιασμένα στους δρόμους και έλεγαν τα κάλαντα. Από κάθε παράθυρο που κρυφοκοίταζαν έβλεπαν στολισμένα μεγάλα δέντρα με πολύχρωμα φωτάκια, φωτιά να καίει στο τζάκι και κρεμασμένες κάλτσες με δώρα. Όλα ήταν υπέροχα και μαγευτικά.
‘’Ω! Είναι τόσο ωραία τα Χριστούγεννα!’’, είπε γεμάτη χαρά η C-T.
‘’Δεν έχουμε πολύ χρόνο’’, της είπε ο αδερφός της. ’’Πρέπει να κλέψουμε το πνεύμα των Χριστουγέννων και να γυρίσουμε στον πλανήτη μας.’’
Με αυτά τα λόγια πήρε το σακί που κουβαλούσε στην πλάτη του και το άνοιξε. Κρατώντας το ανοιχτό μπροστά του, συνέχισε να περπατάει δίπλα από τα σπίτια και από τα φωτεινά παράθυρα.
Δεν πέρασαν παρά μόνο λίγα δευτερόλεπτα και η αδερφή του που τον ακολουθούσε λίγα βήματα πιο πίσω, μπόρεσε να διακρίνει το πνεύμα των Χριστουγέννων να εγκαταλείπει τα σπίτια από τα οποία περνούσαν και να μπαίνει μέσα στον σάκο που κρατούσε ο αδερφός της. Έμοιαζε με αχνός ασημί καπνός ο οποίος έβγαινε από τις χαραμάδες των σπιτιών.
Η C-T στάθηκε μπροστά από ένα σπίτι από το οποίο μόλις είχε περάσει ο αδερφός της και είχε κλέψει το χριστουγεννιάτικο πνεύμα του. Το σπίτι ενώ πριν ήταν καθαρό και φωτεινό τώρα έμοιαζε σκοτεινό και βρώμικο. Ακουγόντουσαν κλάματα παιδιών από το εσωτερικό του ενώ η C-T ήταν σίγουρη πως πριν λίγο τα άκουγε να γελάνε. Μια παράξενη ατμόσφαιρα είχε τυλίξει όλο το σπίτι και τότε η C-T κατάλαβε. Έτρεξε στον αδερφό της και έκλεισε το ν σάκο με δύναμη.
Ο αδερφός της την κοίταξε ξαφνιασμένος.
‘’Είναι λίγο δεν θα μας φτάσει’’, της είπε.
‘’Μα δεν καταλαβαίνεις; Δεν μπορούμε να το πάρουμε’’, του απάντησε εκείνη στεναχωρημένη. ’’Αν τους το πάρουμε τότε θα γίνουν όπως είμαστε και εμείς, δυστυχισμένοι. ‘’
Ο T-G έσκυψε νικημένος το κεφάλι του. Η αδερφή του είχε δίκιο. Δεν μπορούσαν να βασίσουν την ευτυχία τους στην δυστυχία κάποιου άλλου. Με έναν αναστεναγμό, άνοιξε τον σάκο και το πνεύμα των Χριστουγέννων απλώθηκε στον αέρα και γύρισε πίσω στα σπίτια από τα οποία είχε κλαπεί.
Αμέσως τα σπίτια έγιναν ξανά φωτεινά και ακούστηκαν χαρούμενες παιδικές φωνές από παντού. Ο T-G άφησε ένα αχνό χαμόγελο να του ξεφύγει. Δεν θα μπορούσε να κάνει ποτέ αυτά τα παιδάκια δυστυχισμένα.
‘’Έλα πάμε πίσω’’, είπε στην αδερφή του και εκείνη έγνεψε συγκαταβατικά.
Ξεκίνησαν να προχωρούν προς τον λόφο που είχε πέσει το αστέρι τους όταν μια βροντερή φωνή τους σταμάτησε.
‘’Μια στιγμή!’’, είπε η φωνή.
Τα δύο παιδιά από τον πλανήτη Τέριους γύρισαν και κοίταξαν προς το μέρος της ξαφνιασμένα. Μπροστά τους είδαν έναν γεράκο με κόκκινη στολή και μακριά γκρίζα γενειάδα ο οποίος τους χαμογελούσε καλόκαρδα.
‘’Θα σας δώσω εγώ αυτό που θέλετε’’, τους είπε.
‘’Μα ποιος είσαι εσύ; ‘’, ρώτησε ο T-G.
‘’Εγώ είμαι ο Άγιος Βασίλης’’, του είπε ο γεράκος. ‘’Είμαι ο υπεύθυνος για τα Χριστούγεννα. Αποφάσισα λοιπόν πως αξίζετε να έχετε και εσείς Χριστούγεννα στον πλανήτη σας. Άνοιξε τον σάκο σου.’’
Ο T-G άνοιξε τον σάκο του ενώ η αδερφή του γελούσε χαρούμενη. Ο Άγιος Βασίλης άπλωσε την χούφτα του και ύστερα φύσηξε μέσα της. Μια ασημένια ημιδιαφανής σκόνη έφυγε από την παλάμη του και μπήκε όλη μέσα στον σάκο.
‘’Αυτό φτάνει’’, είπε στα δυο παιδιά. ‘’Καλά Χριστούγεννα!’’, πρόσθεσε και εξαφανίστηκε.
Τα δυο αδέρφια κοιτάχτηκαν και άρχισαν να τρέχουν προς τον λόφο. Τώρα ήθελαν να γυρίσουν όσο πιο γρήγορα γινόταν πίσω στον πλανήτη τους. Ο T-G αιχμαλώτισε ένα πεφταστέρι και σε λίγη ώρα, ευτυχισμένα μπόρεσαν να δουν τον πλανήτη τους από μακριά.
Προσγειώθηκαν στον ίδιο λόφο από όπου είχαν ξεκινήσει και κοίταξαν γύρω τους. Η κατάσταση στον πλανήτη τους έμοιαζε να είχε χειροτερέψει. Ο ουρανός ήταν ακόμα πιο σκοτεινός και η ατμόσφαιρα ήταν γεμάτη με αρνητικά συναισθήματα. Η C-T κοίταξε με ανυπομονησία τον αδερφό της και εκείνος άνοιξε τον ασκό.
Η ασημένια σκόνη πέταξε στον αέρα και κάλυψε όλο τον πλανήτη. Τα δυο αδέρφια περίμεναν να δουν τι θα συμβεί με κομμένη την ανάσα. Τότε κάτι άρχισε να αλλάζει. Ο ουρανός άρχισε να ανοίγει και μια γλυκιά μυρωδιά πλημμύρισε την ατμόσφαιρα. Ήχοι από τραγούδια ακούστηκαν από την πόλη και τα δυο αδέρφια έτρεξαν ξαφνιασμένα προς τα εκεί.
Βρήκαν όλους τους κατοίκους να χορεύουν και να γελάνε όλοι μαζί, ενώ η ασημένια σκόνη τους είχε αγκαλιάσει και είχε αφαιρέσει όλες τις αρνητικές σκέψεις που έκαναν. Η ατμόσφαιρα είχε καθαρίσει εντελώς πια και το σκοτάδι είχε υποχωρήσει. Ο πλανήτης Τέριους είχε γίνει ξανά όπως ήταν κάποτε: όμορφος.
Η C-T ενθουσιασμένη αγκάλιασε σφιχτά τον αδερφό της.
‘’Καλά Χριστούγεννα T-G!’’, του είπε γελώντας.
‘’Καλά Χριστούγεννα C-T!’’, της απάντησε εκείνος και την έσφιξε πάνω του ακόμα πιο δυνατά.
ΚΑΛΑ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ C-T!!!!!!!!!!!!
nuitetoile21- Terry Addict
- Αριθμός μηνυμάτων : 4781
Points : 12188
Ημερομηνία εγγραφής : 06/11/2010
Ηλικία : 41
Τόπος : neverland
Απ: Τα Χριστουγεννιάτικα φικ της nuitetoile21
ΤΟ ΦΙΚ ΤΗΣ ΝΙΝΑΣ
ΠΑΡΑΜΥΘΕΝΙΑ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ
Η Νίνα ζούσε σε ένα μεγάλο σπίτι μαζί με την μητριά της και τα παιδιά της μητριάς της, την Ελίζα, την Σουζάνα και τον Νηλ. Όλη την ημέρα η Νίνα έκανε δουλειές στο σπίτι καθώς ούτε η μητριά της αλλά ούτε τα αδέρφια της έκαναν τίποτα. Έτσι η μικρή Νίνα φρόντιζε μονάχη της όλο το σπίτι, καθάριζε, σκούπιζε, μαγείρευε και έκανε τα χατίρια όλων. Παρόλα αυτά η Νίνα ήταν ένα πολύ γλυκό και χαρούμενο παιδί και όλοι έλεγαν πόσο καλόκαρδη ήταν. Όλοι εκτός από την μητριά της και τα παιδιά της που την μισούσαν θανάσιμα.
Κάθε πρωί η Νίνα σηκωνόταν πριν ακόμα χαράξει και η πρώτη της δουλειά ήταν να καθαρίσει τις στάχτες από το τζάκι. Μετά, όλη την υπόλοιπη μέρα έτρεχε μέσα στο σπίτι για να κάνει τις υπόλοιπες δουλειές, με το πρωινό λερωμένο από τις στάχτες φόρεμα της. Εξαιτίας αυτού του φορέματος η οικογένεια της, της είχε βγάλει ένα παρατσούκλι και έτσι όλοι πια την φώναζαν Σταχτονίνα.
Η Σταχτονίνα ήταν ευτυχισμένη που φρόντιζε την μητριά και τα παιδιά της παρόλο που εκείνοι δεν της έδιναν καμιά χαρά και δεν της έλεγαν ποτέ ούτε ένα ευχαριστώ. Αλλά ούτε η Σταχτονίνα ζητούσε ποτέ τίποτα από αυτούς.
Μια μέρα, μια πρόσκληση ήρθε από το παλάτι. Ο γιος του βασιλιά, ο Τέρενς, γινόταν είκοσι χρονών και στο παλάτι θα γινόταν μια μεγάλη γιορτή. Ο βασιλιάς είχε καλέσει όλες τις κοπέλες της χώρας στην γιορτή γιατί ήλπιζε ο γιος του να ερωτευτεί κάποια από αυτές και να παντρευτεί.
Στο σπίτι της Σταχτονίνας επικρατούσε αναβρασμός. Η μητριά της ήταν πολύ ευτυχισμένη και σίγουρη πως ο πρίγκιπας θα διάλεγε μια από τις κόρες της για να παντρευτεί. Και η Ελίζα με την Σουζάνα μάλωναν όλη μέρα για το ποια θα βάλει το ομορφότερο φόρεμα. Ενώ ο Νηλ προσπαθούσε να πείσει την μητέρα του ότι τα τούλια του πήγαιναν καλύτερα από το σμόκιν.
Η Σταχτονίνα ήταν και εκείνη πολύ ενθουσιασμένη. Δεν είχε ξαναπάει σε χορό και ονειροπολούσε όλη μέρα. Αλλά η μητριά της δεν ήθελε να την πάρει μαζί. Θα ήταν σοβαρή αντίπαλος για τις κόρες της, καθώς η Ελίζα είχε μια μόνιμη ξινισμένη έκφραση στο πρόσωπο της και η Σουζάνα ήταν ψυχοπαθής (κάτι που γινόταν εμφανές ύστερα από δυο τρεις κουβέντες). Από την άλλη η Σταχτονίνα ήταν όμορφη, γλυκιά και έξυπνη και η σύγκριση με τις κόρες της θα ήταν αναπόφευκτη.
Έτσι η μητριά αποφάσισε πως η Σταχτονίνα θα έμενε στο σπίτι να κάνει δουλειές όσο εκείνη και τα παιδιά της θα διασκέδαζαν στον χορό.
Η Σταχτονίνα απογοητευμένη τους είδε να φεύγουν με την μεγάλη άμαξα και την πήρανε τα κλάματα. Ποτέ δεν τους είχε ζητήσει κάτι, πάντα φρόντιζε για εκείνους και αυτό ήταν το ευχαριστώ.
Η Σταχτονίνα έκατσε στον κήπο λυπημένη και φαντάστηκε πως ήταν και εκείνη στον χορό και χόρευε με τον πρίγκιπα Τέρενς που όλοι έλεγαν ότι ήταν ένας πολύ όμορφος νέος άντρας.
Τρεις πυγολαμπίδες την πλησίασαν και η Σταχτονίνα τους χαμογέλασε. Οι πυγολαμπίδες την πλησίασαν και άλλο και η Σταχτονίνα με έκπληξη διαπίστωσε πως δεν ήταν πυγολαμπίδες αλλά μικροσκοπικές νεράιδες. Οι νεράιδες με ένα ξαφνικό παφ μεγάλωσαν και μπροστά της στάθηκαν τρεις νεαροί άντρες.
‘’Μην φοβάσαι Σταχτονίνα. Είμαστε οι καλοί σου νεράιδοι’’, της είπε ο ένας, ο ξανθός.
‘’Ναι ήρθαμε για να σε στείλουμε στον χορό’’, πρόσθεσε ο δεύτερος που φορούσε γυαλιά.
‘’Αλλά πρέπει να γυρίσεις πριν τις δώδεκα γιατί τα μάγια θα λυθούν’’, συνέχισε ο τρίτος που ήταν ντυμένος πολύ κομψά.
‘’Ποια μάγια;’’ , ρώτησε μπερδεμένη η Σταχτονίνα.
‘’Αυτά τα μάγια!’’, είπε ο πρώτος. ‘’Στηαρ, Άρτσι ας πιάσουμε δουλειά!’’
Αμέσως μετά ο Στηαρ μεταμόρφωσε μια κολοκύθα σε άμαξα και τέσσερα ποντίκια σε άλογα. Ο Άρτσι μετέτρεψε το σκονισμένο φόρεμα της Σταχτονίνας σε πανέμορφο φόρεμα και ο Άντονυ της χάρισε γυάλινα γοβάκια.
‘’Να γυρίσεις πριν τις δώδεκα αλλιώς τα μάγια θα λυθούν και όλα θα γίνουν όπως πριν!’’, της τόνισαν ξανά καθώς την έβαζαν στην άμαξα.
Η Σταχτονίνα κούνησε το κεφάλι της καταφατικά και ευτυχισμένη ξεκίνησε για τον χορό.
Στο παλάτι ο πρίγκιπας Τέρενς βαριόταν απίστευτα. Είχε γνωρίσει πολλές κοπέλες και όλες του φαινόντουσαν βαρετές και χαζές. Κάποιες του είχαν φανεί κακές όπως η Ελίζα και κάποιες άλλες επικίνδυνες όπως η Σουζάνα.
Επίσης για έναν περίεργο λόγο υπήρχε και ένα αγόρι, ο Νηλ, ο οποίος δεν τον άφηνε σε ησυχία και του είχε ζητήσει μάλιστα και να χορέψουν.
Απογοητευμένος ο πρίγκιπας στεκόταν στην άκρη της αίθουσας, σίγουρος πια πως δεν θα βρει την αληθινή αγάπη που έψαχνε.
Τότε η πόρτα άνοιξε και μπήκε μέσα η Σταχτονίνα. Τα μάτια του πρίγκιπα άνοιξαν διάπλατα καθώς δεν είχε ξαναδεί πιο όμορφη κοπέλα και πριν προλάβει εκείνη να κάνει ένα βήμα, την άρπαξε και άρχισε να χορεύει μαζί της.
Έτσι κύλησαν πολλές ώρες καθώς ο πρίγκιπας δεν ήταν διατεθειμένος να την αφήσει από την αγκαλιά του. Όσο πιο πολύ της μιλούσε και όσο πιο πολύ χόρευε μαζί της τόσο πιο ερωτευμένος ένιωθε. Η Σταχτονίνα ένιωθε και εκείνη πολύ ερωτευμένη μαζί του. Ο πρίγκιπας Τέρενς ήταν ότι θα ήθελε μια γυναίκα. Όμορφος, δυνατός, έξυπνος, γοητευτικός, ευγενικός.
Έτσι η ώρα πέρασε και η Σταχτονίνα κόντευε να ξεχάσει την υπόσχεση που έδωσε στους τρεις νεράιδους της. Το ρολόι άρχισε να χτυπάει δώδεκα και εκείνη ξαφνιασμένη παράτησε τον πρίγκιπα και άρχισε να τρέχει μακριά. Ο Τέρενς την ακολούθησε αλλά δεν την πρόλαβε. Τότε είδε πως μέσα στην βιασύνη της, εκείνη είχε ξεχάσει το γυάλινο γοβάκι της πάνω στα σκαλιά. Ο πρίγκιπας το μάζεψε και αποφάσισε πως θα έβρισκε εκείνη την μυστηριώδη κοπέλα οπωσδήποτε.
Η επόμενη μέρα ξημέρωσε και χιόνι είχε στρωθεί στους δρόμους. Είχαν έρθει τα Χριστούγεννα. Η Σταχτονίνα καθόταν στο δωμάτιο της και κοίταζε έξω από το παράθυρο της τις νιφάδες να πέφτουν ενώ σκεφτόταν το όμορφο βράδυ που είχε περάσει με τον πρίγκιπα. Τότε άκουσε φωνές από το καθιστικό και κατέβηκε να δει τι συνέβαινε.
Εκεί είδε την μητριά της και τα παιδιά της να είναι μαζεμένοι και έναν υπηρέτη του παλατιού να κρατάει στα χέρια του το γοβάκι που είχε χάσει εκείνη την προηγούμενη νύχτα.
Η Ελίζα άρπαξε το γοβάκι και προσπάθησε να το χωρέσει στο πόδι της αλλά το πόδι της ήταν πολύ χοντρό και το γοβάκι δεν έμπαινε. Ο υπηρέτης της το πήρε με το ζόρι και το έδωσε στην Σουζάνα. Αλλά και της Σουζάνας το πόδι ήταν πολύ μεγάλο και δεν της έκανε. Τότε ο Νηλ το άρπαξε και προσπάθησε να το βάλει στο δικό του πόδι ενώ ο υπηρέτης τον κοιτούσε έκπληκτος.
Όταν και ο Νηλ παραιτήθηκε από την προσπάθεια ο υπηρέτης ρώτησε την μητριά αν υπήρχαν άλλα κορίτσια στο σπίτι.
‘’Ναι εγώ!’’, είπε η Σταχτονίνα πριν προλάβει να απαντήσει η μητριά της.
Ο υπηρέτης της έδωσε το γοβάκι και η Σταχτονίνα το φόρεσε με μεγάλη ευκολία. Έπειτα έβγαλε και το άλλο γοβάκι από την ποδιά της και το φόρεσε ενώ η μητριά της την κοίταζε με ανοιχτό το στόμα και τα παιδιά της με μίσος.
Ο υπηρέτης ευτυχισμένος που βρήκε αυτή που έψαχνε ο πρίγκιπας την συνόδευσε στην μεγάλη άμαξα που περίμενε έξω από το σπίτι και την πήγε στο παλάτι.
Ο Τέρενς μόλις την είδε την αναγνώρισε και την έσφιξε στην αγκαλιά του.
Ο γάμος τους έγινε την επόμενη μέρα ακριβώς την ημέρα των Χριστουγέννων.
‘’Καλά Χριστούγεννα Νίνα’’, της είπε ο Τέρενς αφού παντρεύτηκαν.
Και από τότε κανείς δεν την αποκάλεσε ξανά Σταχτονίνα.
ΚΑΛΑ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ ΝΙΝΑ!!!!!!!!!!!!!!
ΠΑΡΑΜΥΘΕΝΙΑ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ
Η Νίνα ζούσε σε ένα μεγάλο σπίτι μαζί με την μητριά της και τα παιδιά της μητριάς της, την Ελίζα, την Σουζάνα και τον Νηλ. Όλη την ημέρα η Νίνα έκανε δουλειές στο σπίτι καθώς ούτε η μητριά της αλλά ούτε τα αδέρφια της έκαναν τίποτα. Έτσι η μικρή Νίνα φρόντιζε μονάχη της όλο το σπίτι, καθάριζε, σκούπιζε, μαγείρευε και έκανε τα χατίρια όλων. Παρόλα αυτά η Νίνα ήταν ένα πολύ γλυκό και χαρούμενο παιδί και όλοι έλεγαν πόσο καλόκαρδη ήταν. Όλοι εκτός από την μητριά της και τα παιδιά της που την μισούσαν θανάσιμα.
Κάθε πρωί η Νίνα σηκωνόταν πριν ακόμα χαράξει και η πρώτη της δουλειά ήταν να καθαρίσει τις στάχτες από το τζάκι. Μετά, όλη την υπόλοιπη μέρα έτρεχε μέσα στο σπίτι για να κάνει τις υπόλοιπες δουλειές, με το πρωινό λερωμένο από τις στάχτες φόρεμα της. Εξαιτίας αυτού του φορέματος η οικογένεια της, της είχε βγάλει ένα παρατσούκλι και έτσι όλοι πια την φώναζαν Σταχτονίνα.
Η Σταχτονίνα ήταν ευτυχισμένη που φρόντιζε την μητριά και τα παιδιά της παρόλο που εκείνοι δεν της έδιναν καμιά χαρά και δεν της έλεγαν ποτέ ούτε ένα ευχαριστώ. Αλλά ούτε η Σταχτονίνα ζητούσε ποτέ τίποτα από αυτούς.
Μια μέρα, μια πρόσκληση ήρθε από το παλάτι. Ο γιος του βασιλιά, ο Τέρενς, γινόταν είκοσι χρονών και στο παλάτι θα γινόταν μια μεγάλη γιορτή. Ο βασιλιάς είχε καλέσει όλες τις κοπέλες της χώρας στην γιορτή γιατί ήλπιζε ο γιος του να ερωτευτεί κάποια από αυτές και να παντρευτεί.
Στο σπίτι της Σταχτονίνας επικρατούσε αναβρασμός. Η μητριά της ήταν πολύ ευτυχισμένη και σίγουρη πως ο πρίγκιπας θα διάλεγε μια από τις κόρες της για να παντρευτεί. Και η Ελίζα με την Σουζάνα μάλωναν όλη μέρα για το ποια θα βάλει το ομορφότερο φόρεμα. Ενώ ο Νηλ προσπαθούσε να πείσει την μητέρα του ότι τα τούλια του πήγαιναν καλύτερα από το σμόκιν.
Η Σταχτονίνα ήταν και εκείνη πολύ ενθουσιασμένη. Δεν είχε ξαναπάει σε χορό και ονειροπολούσε όλη μέρα. Αλλά η μητριά της δεν ήθελε να την πάρει μαζί. Θα ήταν σοβαρή αντίπαλος για τις κόρες της, καθώς η Ελίζα είχε μια μόνιμη ξινισμένη έκφραση στο πρόσωπο της και η Σουζάνα ήταν ψυχοπαθής (κάτι που γινόταν εμφανές ύστερα από δυο τρεις κουβέντες). Από την άλλη η Σταχτονίνα ήταν όμορφη, γλυκιά και έξυπνη και η σύγκριση με τις κόρες της θα ήταν αναπόφευκτη.
Έτσι η μητριά αποφάσισε πως η Σταχτονίνα θα έμενε στο σπίτι να κάνει δουλειές όσο εκείνη και τα παιδιά της θα διασκέδαζαν στον χορό.
Η Σταχτονίνα απογοητευμένη τους είδε να φεύγουν με την μεγάλη άμαξα και την πήρανε τα κλάματα. Ποτέ δεν τους είχε ζητήσει κάτι, πάντα φρόντιζε για εκείνους και αυτό ήταν το ευχαριστώ.
Η Σταχτονίνα έκατσε στον κήπο λυπημένη και φαντάστηκε πως ήταν και εκείνη στον χορό και χόρευε με τον πρίγκιπα Τέρενς που όλοι έλεγαν ότι ήταν ένας πολύ όμορφος νέος άντρας.
Τρεις πυγολαμπίδες την πλησίασαν και η Σταχτονίνα τους χαμογέλασε. Οι πυγολαμπίδες την πλησίασαν και άλλο και η Σταχτονίνα με έκπληξη διαπίστωσε πως δεν ήταν πυγολαμπίδες αλλά μικροσκοπικές νεράιδες. Οι νεράιδες με ένα ξαφνικό παφ μεγάλωσαν και μπροστά της στάθηκαν τρεις νεαροί άντρες.
‘’Μην φοβάσαι Σταχτονίνα. Είμαστε οι καλοί σου νεράιδοι’’, της είπε ο ένας, ο ξανθός.
‘’Ναι ήρθαμε για να σε στείλουμε στον χορό’’, πρόσθεσε ο δεύτερος που φορούσε γυαλιά.
‘’Αλλά πρέπει να γυρίσεις πριν τις δώδεκα γιατί τα μάγια θα λυθούν’’, συνέχισε ο τρίτος που ήταν ντυμένος πολύ κομψά.
‘’Ποια μάγια;’’ , ρώτησε μπερδεμένη η Σταχτονίνα.
‘’Αυτά τα μάγια!’’, είπε ο πρώτος. ‘’Στηαρ, Άρτσι ας πιάσουμε δουλειά!’’
Αμέσως μετά ο Στηαρ μεταμόρφωσε μια κολοκύθα σε άμαξα και τέσσερα ποντίκια σε άλογα. Ο Άρτσι μετέτρεψε το σκονισμένο φόρεμα της Σταχτονίνας σε πανέμορφο φόρεμα και ο Άντονυ της χάρισε γυάλινα γοβάκια.
‘’Να γυρίσεις πριν τις δώδεκα αλλιώς τα μάγια θα λυθούν και όλα θα γίνουν όπως πριν!’’, της τόνισαν ξανά καθώς την έβαζαν στην άμαξα.
Η Σταχτονίνα κούνησε το κεφάλι της καταφατικά και ευτυχισμένη ξεκίνησε για τον χορό.
Στο παλάτι ο πρίγκιπας Τέρενς βαριόταν απίστευτα. Είχε γνωρίσει πολλές κοπέλες και όλες του φαινόντουσαν βαρετές και χαζές. Κάποιες του είχαν φανεί κακές όπως η Ελίζα και κάποιες άλλες επικίνδυνες όπως η Σουζάνα.
Επίσης για έναν περίεργο λόγο υπήρχε και ένα αγόρι, ο Νηλ, ο οποίος δεν τον άφηνε σε ησυχία και του είχε ζητήσει μάλιστα και να χορέψουν.
Απογοητευμένος ο πρίγκιπας στεκόταν στην άκρη της αίθουσας, σίγουρος πια πως δεν θα βρει την αληθινή αγάπη που έψαχνε.
Τότε η πόρτα άνοιξε και μπήκε μέσα η Σταχτονίνα. Τα μάτια του πρίγκιπα άνοιξαν διάπλατα καθώς δεν είχε ξαναδεί πιο όμορφη κοπέλα και πριν προλάβει εκείνη να κάνει ένα βήμα, την άρπαξε και άρχισε να χορεύει μαζί της.
Έτσι κύλησαν πολλές ώρες καθώς ο πρίγκιπας δεν ήταν διατεθειμένος να την αφήσει από την αγκαλιά του. Όσο πιο πολύ της μιλούσε και όσο πιο πολύ χόρευε μαζί της τόσο πιο ερωτευμένος ένιωθε. Η Σταχτονίνα ένιωθε και εκείνη πολύ ερωτευμένη μαζί του. Ο πρίγκιπας Τέρενς ήταν ότι θα ήθελε μια γυναίκα. Όμορφος, δυνατός, έξυπνος, γοητευτικός, ευγενικός.
Έτσι η ώρα πέρασε και η Σταχτονίνα κόντευε να ξεχάσει την υπόσχεση που έδωσε στους τρεις νεράιδους της. Το ρολόι άρχισε να χτυπάει δώδεκα και εκείνη ξαφνιασμένη παράτησε τον πρίγκιπα και άρχισε να τρέχει μακριά. Ο Τέρενς την ακολούθησε αλλά δεν την πρόλαβε. Τότε είδε πως μέσα στην βιασύνη της, εκείνη είχε ξεχάσει το γυάλινο γοβάκι της πάνω στα σκαλιά. Ο πρίγκιπας το μάζεψε και αποφάσισε πως θα έβρισκε εκείνη την μυστηριώδη κοπέλα οπωσδήποτε.
Η επόμενη μέρα ξημέρωσε και χιόνι είχε στρωθεί στους δρόμους. Είχαν έρθει τα Χριστούγεννα. Η Σταχτονίνα καθόταν στο δωμάτιο της και κοίταζε έξω από το παράθυρο της τις νιφάδες να πέφτουν ενώ σκεφτόταν το όμορφο βράδυ που είχε περάσει με τον πρίγκιπα. Τότε άκουσε φωνές από το καθιστικό και κατέβηκε να δει τι συνέβαινε.
Εκεί είδε την μητριά της και τα παιδιά της να είναι μαζεμένοι και έναν υπηρέτη του παλατιού να κρατάει στα χέρια του το γοβάκι που είχε χάσει εκείνη την προηγούμενη νύχτα.
Η Ελίζα άρπαξε το γοβάκι και προσπάθησε να το χωρέσει στο πόδι της αλλά το πόδι της ήταν πολύ χοντρό και το γοβάκι δεν έμπαινε. Ο υπηρέτης της το πήρε με το ζόρι και το έδωσε στην Σουζάνα. Αλλά και της Σουζάνας το πόδι ήταν πολύ μεγάλο και δεν της έκανε. Τότε ο Νηλ το άρπαξε και προσπάθησε να το βάλει στο δικό του πόδι ενώ ο υπηρέτης τον κοιτούσε έκπληκτος.
Όταν και ο Νηλ παραιτήθηκε από την προσπάθεια ο υπηρέτης ρώτησε την μητριά αν υπήρχαν άλλα κορίτσια στο σπίτι.
‘’Ναι εγώ!’’, είπε η Σταχτονίνα πριν προλάβει να απαντήσει η μητριά της.
Ο υπηρέτης της έδωσε το γοβάκι και η Σταχτονίνα το φόρεσε με μεγάλη ευκολία. Έπειτα έβγαλε και το άλλο γοβάκι από την ποδιά της και το φόρεσε ενώ η μητριά της την κοίταζε με ανοιχτό το στόμα και τα παιδιά της με μίσος.
Ο υπηρέτης ευτυχισμένος που βρήκε αυτή που έψαχνε ο πρίγκιπας την συνόδευσε στην μεγάλη άμαξα που περίμενε έξω από το σπίτι και την πήγε στο παλάτι.
Ο Τέρενς μόλις την είδε την αναγνώρισε και την έσφιξε στην αγκαλιά του.
Ο γάμος τους έγινε την επόμενη μέρα ακριβώς την ημέρα των Χριστουγέννων.
‘’Καλά Χριστούγεννα Νίνα’’, της είπε ο Τέρενς αφού παντρεύτηκαν.
Και από τότε κανείς δεν την αποκάλεσε ξανά Σταχτονίνα.
ΚΑΛΑ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ ΝΙΝΑ!!!!!!!!!!!!!!
nuitetoile21- Terry Addict
- Αριθμός μηνυμάτων : 4781
Points : 12188
Ημερομηνία εγγραφής : 06/11/2010
Ηλικία : 41
Τόπος : neverland
Απ: Τα Χριστουγεννιάτικα φικ της nuitetoile21
ΤΟ ΦΙΚ ΤΗΣ ΤΖΟΥΛΙΕΤ
ΚΑΝΑΜΕ ΚΑΙ ΤΖΟΥΛΙΕΤ
Ο ποιητής Σαιξτέριους περπατούσε αφηρημένος μέσα στα στενά δρομάκια της πόλης. Ήταν μια συνηθισμένη βόλτα που έκανε κάθε μέρα, χωρίς να έχει κάποιο συγκεκριμένο προορισμό. Τα βήματα του όμως, λες και είχαν δικιά τους βούληση, τις τελευταίες σαράντα μέρες τον έφερναν σταθερά στο ίδιο μέρος.
Η ατμόσφαιρα γύρω του ήταν μουντή και μελαγχολική, ακριβώς όπως ένιωθε και ο ίδιος ο ποιητής. Άδειος και σκοτεινιασμένος. Δεν θα μπορούσε να νιώθει και αλλιώς όμως. Αφηρημένος συνέχισε να περπατάει, ενώ το βλέμμα του έψαχνε υποσυνείδητα κάτι που θα έκανε τις σκέψεις του να αλλάξουν διαδρομή, κάτι που θα τον έκανε να σταματήσει να σκέφτεται συνεχώς τα ίδια και τα ίδια. Δεν είχε νόημα όμως. Τίποτα δεν υπήρχε στον δρόμο ικανό να του κεντρίσει το ενδιαφέρον. Όλα ήταν άδεια και άτονα ακριβώς όπως ήταν και η ψυχή του.
Στο μυαλό του επαναλαμβανόμενες σκηνές ξετυλιγόντουσαν, σαν ένα ατελείωτο σεντόνι που έχει πάνω του κεντημένο τα ίδια μοτίβα και κάποιος το τυλίγει και το μαζεύει διαρκώς. Οι φωνές, η απελπισία στα μάτια ενός δυνατού άντρα, η απόγνωση στο χαμόγελο μιας όμορφης κοπέλας, τα δικά του τραγικά λάθη και ο χρόνος που του έπαιξε το πιο άσχημο παιχνίδι.
Αναμασώντας αυτές τις εικόνες, πότε κατηγορώντας τον εαυτό του και πότε την μοίρα, έφτασε εκεί που το ίδιο του το σώμα τον πήγαινε. Το νεκροταφείο ήταν σκοτεινό και άδειο. Το κρύο και η νυχτιά που έπεφτε είχε αναγκάσει τους συγγενείς των νεκρών να γυρίσουν στα σπίτια τους. Ήταν και παραμονή Χριστουγέννων και αυτές οι μέρες αρμόζουν να τις περάσει κανείς σε ένα ζεστό σπίτι πιο πολύ παρά στο κρύο παρέα με τις ψυχές.
Ο ποιητής ακολουθώντας την ίδια διαδρομή για άλλη μια φορά ανάμεσα στους τάφους και έχοντας τα μισολιωμένα κεράκια που βρισκόντουσαν πάνω τους να του φωτίζουν τον δρόμο, σταμάτησε τελικά μπροστά από έναν τάφο.
Γονάτισε μπροστά του και χάιδεψε ελαφρά το παγωμένο μάρμαρο που χώριζε τους νεκρούς από τους ζωντανούς.
‘’Ήρθα’’, είπε ύστερα από λίγο ψιθυριστά. ‘’Θέλω να ακούσω την συνέχεια της ιστορίας… όχι θέλω να την ακούσω από την αρχή.. θέλω να λυτρωθώ.. να μάθω τι έγινε αφού φύγατε..να ηρεμήσει η ψυχή μου..Σας παρακαλώ..σήμερα..μόνο για σήμερα δώστε μου ένα σημάδι…’’
Ο άνεμος φύσηξε απαλά και μια ημιδιάφανη σιλουέτα εμφανίστηκε δίπλα από τον τάφο. Μια νέα όμορφη ξανθιά γυναίκα με λευκό μακρύ φόρεμα. Ο ποιητής μόλις την είδε στράφηκε προς το μέρος της και ακόμα γονατιστός έστρεψε το κεφάλι του προς την γη.
‘’Τζουλιέτ’’, είπε κλαίγοντας. ‘’Τζουλιέτ…’’
‘’Μην κλαίς’’, του είπε η γυναίκα και η φωνή της ακούστηκε τόσο παράξενα όμορφη και παράλληλα απόκοσμη στα αυτιά του ποιητή. ‘’Μην κλαις και δεν φταις εσύ για τα δικά μου λάθη, ούτε και για του Κάναμε. Μόνοι μας ήρθαμε εδώ από ένα λάθος της στιγμής.’’
‘’Μα ήξερα.. έπρεπε να σου το είχα πει πιο νωρίς..ήξερα!’’, είπε μέσα από τους λυγμούς του ο ποιητής.
‘’Και εγώ ήξερα’’, του είπε η Τζουλιέτ. ‘’Αλλά έτσι έπρεπε να γίνει και έτσι έγινε’’
‘’Πες μου.. πες μου τι έγινε ξανά’’, την παρακάλεσε ο ποιητής.
Η Τζουλιέτ χαμογέλασε αχνά.
‘’Μέχρι το ξημέρωμα, μόνο μέχρι το ξημέρωμα μπορώ να μείνω. Αύριο έρχονται Χριστούγεννα και σαράντα μέρες θα έχουν περάσει από τότε που κοιμόμαστε σε αυτό το παγωμένο κρεβάτι. Μέχρι το ξημέρωμα’’, του είπε.
‘’Σε παρακαλώ.. Τόσες νύχτες έρχομαι εδώ..όπως το είπες σαράντα νύχτες και δεν μπόρεσα να σας δω, να σας μιλήσω. Πρέπει να μάθω την ιστορία όπως την έζησες εσύ και εκείνος. Πρέπει αλλιώς θα τρελαθώ!’’, την παρακάλεσε ο ποιητής.
‘’Εντάξει’’, του είπε η γυναίκα. ‘’Άλλωστε ήσουν πάντα ο καλύτερος μου φίλος..πως θα μπορούσα να σε αφήσω να υποφέρεις; ‘’
Ο ποιητής την κοίταξε με ευγνωμοσύνη και έπειτα έκατσε στο παγωμένο χώμα, δίπλα από τον τάφο.
‘’Όπως είπα ήσουν ο καλύτερος μου φίλος.’’, άρχισε να λέει η Τζουλιέτ. ‘’Γνωριζόμαστε από παιδιά και καθώς τα χρόνια περνούσαν αγαπηθήκαμε πολύ. Ήσουν πάντα εκεί όταν συνέβαινε κάτι σημαντικό στην ζωή μου. Και ήσουν εκεί όταν έγινε το σημαντικότερο, όταν γνώρισα τον Κάναμε..’’
Ο ποιητής έκλεισε τα μάτια του και θυμήθηκε εκείνη την νύχτα. Η Τζουλιέτ και εκείνος περπατούσαν μέσα στο δάσος και μιλούσαν για την ποίηση. Τότε είχαν ακούσει ένα βογγητό μέσα από τους θάμνους. Εκείνος δεν ήθελε να πάνε κοντά. Στην πόλη τους πρόσφατα είχε μετακομίσει ο αρχηγός των βαμπίρ και παρόλο που όλοι έλεγαν ότι είναι καλός και δίκαιος και ότι δεν πείραζε τους ανθρώπους, μαζί του είχε φέρει και ένα σωρό υποτακτικούς που δεν φημίζονταν για την καλοσύνη ή την διακριτικότητα τους. Έτσι ο ποιητής φοβήθηκε μήπως κάποιο από αυτά τα βαμπίρ ήθελε να τους παρασύρει σε κάποια παγίδα.
Πρότεινε στην Τζουλιέτ να απομακρυνθούν αλλά εκείνη είχε ήδη πλησιάσει τους θάμνους. Τότε την άκουσε να βγάζει μια κραυγή τρόμου και να χώνεται μέσα στους θάμνους, με το φόρεμα της να σκίζεται από τα αγκάθια.
Ο ποιητής έτρεξε πίσω της και την βρήκε να κρατάει στην αγκαλιά της μισοπεθαμένο έναν άντρα. Τον ομορφότερο άντρα που είχε δει ποτέ. Ο άντρας κάτι είχε ψιθυρίσει στην Τζουλιέτ και μετά ο ποιητής είδε την φίλη του να γνέφει συγκαταβατικά. Ο άντρας με πολύ προσπάθεια είχε ανασηκώσει το κεφάλι του και αμέσως μετά είχε χώσει τους κυνόδοντες του στον λαιμό της, ρουφώντας όσο πιο πολύ αίμα μπορούσε.
Ο ποιητής σοκαρισμένος έβλεπε την Τζουλιέτ να εξασθενεί σε κάθε γουλιά που έπινε ο άντρας και εκείνον να δυναμώνει όλο και πιο πολύ. Λίγο πριν η Τζουλιέτ λιποθυμήσει ο άντρας είχε σταματήσει, είχε σηκωθεί και με ευκολία πια την μετέφερε έξω από τους θάμνους. Ο άγνωστος άντρας είχε σταθεί μπροστά στον ποιητή ενώ κρατούσε την λιπόθυμη γυναίκα ακόμα στην αγκαλιά του και τον κοίταξε με ένα λυπημένο ύφος.
Αμέσως μετά είχε πετάξει μακριά, κρατώντας ακόμα την Τζουλιέτ στα χέρια του. Ο ποιητής τρελαμένος από την αγωνία του έτρεξε στο σπίτι της. Δεν ήξερε τι να κάνει, δεν ήξερε αν έπρεπε να μιλήσει και σε ποιον. Η οικογένεια της Τζουλιέτ ήταν τελείως αρνητική απέναντι στα βαμπίρ. Επιπλέον ήταν και η πιο σπουδαία οικογένεια μέσα στην πόλη. Αν μάθαιναν τι είχε συμβεί πολύ πιθανό να ξεκινούσαν πόλεμο εναντίων των βαμπίρ.
‘’Και με βρήκες στο δωμάτιο μου να κοιμάμαι’’, είπε η Τζουλιέτ και τον έβγαλε από τις σκέψεις του.
Ο ποιητής την κοίταξε ξαφνιασμένος.
‘’Ναι’’, της είπε. ‘’Ήσουν στο κρεβάτι σου, χλωμή και εξασθενισμένη και κοιμόσουν’’
‘’Ο άντρας αυτός ήταν ο Κάναμε όπως πολύ καλά ξέρεις. Του είχαν στήσει ενέδρα εκείνο το βράδυ και τον είχαν πληγώσει πολύ άσχημα με κάτι ειδικά όπλα που υπάρχουν για να σκοτώνουν βαμπίρ. ‘’, είπε η Τζουλιέτ. ‘’Μου ζήτησε λίγο αίμα μου και δεν μπορούσα να του το αρνηθώ. Δεν φταίει εκείνος αν χρειάστηκε παραπάνω από όσο θα ήθελε να πάρει. Έπρεπε να πιει όσο χρειαζόταν για να παραμείνει ζωντανός. Ήξερε ποια ήμουν και έτσι με γύρισε στο δωμάτιο μου μετά. Με έβαλε στο κρεβάτι και με σκέπασε και έπειτα έμεινε όλο το βράδυ έξω από το παράθυρο μου μέχρι να βεβαιωθεί ότι ήμουν καλά.’’
‘’Όχι μόνο εκείνο το βράδυ..’’, είπε ο ποιητής με ένα φευγαλέο χαμόγελο.
Η Τζουλιέτ χαμογέλασε και εκείνη.
‘’Εκείνο το βράδυ ήταν η αρχή. Μετά, κάθε βράδυ βρισκόταν έξω από το παράθυρο μου. Στην αρχή απλά με παρατηρούσε καθώς κοιμόμουν. Ύστερα αρχίσαμε να μιλάμε και στο τέλος ερωτευτήκαμε. Τότε μου πρότεινε να αφήσω πίσω μου την θνητή ζωή και να τον ακολουθήσω. Αλλά εγώ.. εγώ είχα μεγαλώσει αλλιώς. Δεν μπορούσα έτσι απλά να εγκαταλείψω τους γονείς μου. Ήθελα να γίνουν όλα όπως έπρεπε. Αν είναι να μετρήσουμε λάθη απόψε τότε ξεκίνα από αυτό…’’
Η Τζουλιέτ σταμάτησε να μιλάει και κοίταξε το φεγγάρι σκεφτική για λίγο.
‘’Ναι ήταν λάθος μου’’, είπε τελικά. ‘’Ο Κάναμε όμως με αγαπούσε και δεν μου χάλασε το χατίρι. Έτσι ένα βράδυ ήρθε για να με ζητήσει από τον πατέρα μου. Το τι έγινε μετά το ξέρεις..’’
Ο ποιητής την κοίταξε λυπημένος. Ο πατέρας της είχε διώξει τον Κάναμε, βρίζοντας τον πολύ άσχημα. Του είχε πει πως ήταν ένα ζώο που τρεφόταν με αίμα, πως ήταν ένας μάγος που είχε παραπλανήσει την κόρη του. Και στο τέλος του είχε πει ότι η κόρη του δεν θα τον παντρευόταν ποτέ. Ο Κάναμε είχε φύγει από το σπίτι και για πολλές βδομάδες δεν μπόρεσε να δει την Τζουλιέτ.
‘’Τότε σκέφτηκε εσένα’’, είπε η Τζουλιέτ. ‘’Εσύ από όλους τους ανθρώπους που ήταν γύρω μου θα μπορούσες να μας βοηθήσεις. ‘’
‘’Ναι ήρθε ένα βράδυ στο δωμάτιο μου και μου μίλησε..’’, είπε ο ποιητής χαμένος στις αναμνήσεις του.
‘’’Να ζήσω σε έναν κόσμο χωρίς την Τζουλιέτ; Ούτε ο αιώνιος ύπνος δεν θα μπορέσει να λυτρώσει τον πόνο που θα νιώθω..σε παρακαλώ.. σε παρακαλώ.. είναι ο μόνος τρόπος.. θα μπορούσα να πάω απλά και να την αρπάξω και να φύγουμε αλλά εκείνη δεν θα είναι ευτυχισμένη αν δεν με δεχτούν οι δικοί της.. σε παρακαλώ.. θέλω να είναι ευτυχισμένη.. θα έκανα τα πάντα για να είναι ευτυχισμένη…’’ , ο ποιητής άκουγε τα λόγια του Κάναμε ξανά και ξανά μέσα στο μυαλό του.
‘’Το σχέδιο ήταν απλό.’’, είπε η Τζουλιέτ. ‘’Μια σκηνοθετημένη διπλή αυτοκτονία και οι δικοί μου μέσω της απώλειας μου θα έβλεπαν πόσο λάθος είχαν κάνει. Θα άλλαζαν γνώμη. Την προκαθορισμένη νύχτα άφησα το αποχαιρετιστήριο σημείωμα κάτω από το μαξιλάρι μου και το έσκασα από το παράθυρο. Έτρεξα στην εκκλησία όπου είχαμε συμφωνήσει να παίξουμε την τελευταία μας πράξη. Βρήκα τον Κάναμε να είναι ξαπλωμένος στα σκαλιά της εκκλησίας όπως έπρεπε να είναι. Αλλά κάτι δεν ήταν σωστό.. το δέρμα του ήταν πιο παγωμένο από ότι ήταν συνήθως.. ‘’
‘’Εγώ φταίω! Έπρεπε να στο είχα πει!’’, είπε ο ποιητής με απελπισία. ‘’Έπρεπε να σου είχα πει ότι τα βαμπίρ μπορούν να μοιάζουν νεκρά όποτε θέλουν! Μου είχε τονίσει ότι ήταν πολύ σημαντικό να στο πω!’’
‘’Το ήξερα’’, του είπε η Τζουλιέτ. ‘’Μου το είχε πει και μένα. Αλλά όταν τον αντίκρισα έτσι, το μυαλό μου θόλωσε. Πίστεψα στο ψέμα που είχαμε φτιάξει για τους άλλους. Δεν θα μπορούσα να συνεχίσω να ζω χωρίς εκείνον δίπλα μου οπότε μόνο ένα πράγμα μου έμενε να κάνω.. και το έκανα.’’
‘’Έτρεχα να σε προλάβω, έτρεχα γιατί ήξερα πως κάτι δεν πήγαινε καλά. Έφτασα στα σκαλιά της εκκλησίας και τον είδα να σε κρατάει αγκαλιά, να είσαι νεκρή στα χέρια του και να κλαίει. ‘’, είπε ο ποιητής και έκλεισε τα μάτια του από τον πόνο που του έφερνε η ανάμνηση εκείνης της σκηνής.
‘’Σκότωσε με.. δεν μπορώ..να ζήσω την αιωνιότητα έχοντας χάσει το χαμόγελο της και το άγγιγμα της.. Να εκεί είναι το όπλο.. κάντο. Ποιος θα ήθελε να ζήσει ύστερα από τέτοια απώλεια; Ποιος θα αντάλλαζε τους ατελείωτους αιώνες που θα έρθουν με μια στιγμή που έζησα κοντά της; Όχι σκότωσε με και θα σου είμαι ευγνώμων. Θα κάνεις το σωστό.. Ποιητής είσαι..ξέρεις από πόνο, τον νιώθεις, τον βιώνεις κάθε μέρα.. Αν με αφήσεις να ζήσω ο πόνος αυτός θα με τρελάνει και θα καταστρέψω τα πάντα δίπλα μου.. δίκαια ή άδικα.. δεν θα με νοιάζει.. ήδη δεν με νοιάζει.. Ένας κόσμος που εκείνη δεν υπάρχει.. δεν είναι κόσμος, δεν είναι τίποτα..Κάντο..εκεί είναι το όπλο.. Κάντο για εκείνη.. Βοήθα με να την ακολουθήσω, να την προστατεύω στο νέο της ταξίδι. ΚΑΝΤΟ!’’
Η φωνή του Κάναμε αντηχούσε ξανά μέσα στο κεφάλι του. Και μετά ο ήχος που έκανε το ξίφος που του έδωσε ο Κάναμε καθώς ο ποιητής το περνούσε με βία μέσα από την καρδιά του. Ένας ήχος που θα έπρεπε να ήταν αόρατος αλλά ο ποιητής τον είχε ακούσει τόσο δυνατά που σχεδόν τον είχε ξεκουφάνει.
‘’Ώστε αυτόν τον ήχο κάνει μια καρδιά όταν σχίζεται στα δύο;’’, είχε αναρωτηθεί τότε.
Το σώμα του Κάναμε είχε πέσει άψυχο πια μπροστά του, δίπλα από την νεκρή αγαπημένη του. Ο ποιητής με έκπληξη είδε ένα φως να τυλίγει το κορμί του Κάναμε και έπειτα εκείνο να σπάσει σε δεκάδες κρυστάλλους. Με δάκρυα στα μάτια μάζεψε όλους τους κρυστάλλους και τους φύλαξε, λίγο πριν καταφτάσουν οι συγγενείς της Τζουλιέτ, θορυβημένοι από το σημείωμα της, στην εκκλησία.
Εκεί αντιμετωπίζοντας χιλιάδες ερωτήσεις πόνου, οργής και αγανάκτησης, ο θλιμμένος ποιητής το μόνο που μπορούσε να πει ήταν ‘’δεν πρόλαβα’’, κάτι που συνέχισε να το επαναλαμβάνει σε οποιαδήποτε ερώτηση και αν του έκαναν.
Η κηδεία της Τζουλιέτ έγινε την επόμενη μέρα και ο ποιητής μπόρεσε να κάνει τουλάχιστον κάτι που πίστευε ότι δεν θα το συγχωρούσε ποτέ στον εαυτό του αν δεν κατάφερνε να το κάνει. Αργά το βράδυ πριν την κηδεία, κρυφά από όλους πλησίασε το φέρετρο της νεκρής του φίλης και έβαλε μέσα τα κρύσταλλα που ήταν ότι είχε απομείνει από τον Κάναμε. Τα έκρυψε καλά ανάμεσα από τα ρούχα της Τζουλιέτ και με ένα τελευταίο φιλί στο μέτωπο την αποχαιρέτησε.
‘’Ξημερώνει’’, άκουσε την Τζουλιέτ να του λέει και κοίταξε ξαφνιασμένος τον ουρανό.
‘’Λυπάμαι πολύ’’, της είπε. ‘’Θα μπορούσαν να είχαν γίνει όλα αλλιώς’’
‘’Μην λυπάσαι. Τίποτα δεν χάθηκε όπως πιστεύεις. ‘’, του είπε η Τζουλιέτ χαμογελώντας. ‘’Ο Κάναμε είχε δίκιο όταν σου είπε για το ταξίδι. Αυτό είναι ο θάνατος, ένα ταξίδι. Δεν είναι κάτι τελειωτικό ούτε κάτι αρνητικό. Απλά είναι ένα διαφορετικό μονοπάτι’’
Την ώρα που μιλούσε η Τζουλιέτ ένα αχνό φως άρχισε να φέγγει δίπλα της. Ένα φως που σιγά σιγά πήρε την μορφή του Κάναμε. Η Τζουλιέτ γύρισε και χαμογέλασε στον αγαπημένο της.
‘’Γύρισα για να σε πάρω’’, της είπε εκείνος και της έδωσε το χέρι του.
Η Τζουλιέτ έβαλε το λευκό της χέρι μέσα στο δικό του.
‘’Μην λυπάσαι ποιητή’’, είπε ο Κάναμε. ‘’ Ο θάνατος δεν θα μπορούσε ποτέ να μας χωρίσει. Θα είμαστε μαζί για πάντα’’
‘’Αντίο’’, είπε η Τζουλιέτ και του έστειλε ένα φιλί.
Αμέσως μετά έγιναν και οι δυο φως για μια στιγμή και ύστερα εξαφανίστηκαν από τα μάτια του ποιητή.
Ο ποιητής κοίταξε τον τάφο και ξαφνικά ένιωσε πιο ανάλαφρος και ήρεμος. Έστρεψε την ματιά του στον ήλιο που σηκωνόταν και άκουσε τις καμπάνες που ανήγγειλαν ότι είχε ξημερώσει Χριστούγεννα. Έπειτα χάιδεψε τον τάφο ακόμα μια φορά.
‘’Καλά Χριστούγεννα Τζουλιέτ, καλά Χριστούγεννα Κάναμε’’, είπε και έπειτα γύρισε την πλάτη του και έφυγε μουρμουρίζοντας:
‘’Θα έχουμε κλίνες μ’ ελαφρές μυρωδιές μεστές
Ανάκλιντρα βαθιά σα μνήματα,
Και λουλούδια παράξενα πάνω στα ράφια
Ανθισμένα για μας, κάτω από τους ωραιότερους ουρανούς.
Με ζέση ξοδεύοντας τις στερνές τους ορμές,
Οι δυο μας καρδιές θα ’ναι δυο πελώριες λαμπάδες
Που οι λάμψεις τους θ’ ακτινοβολούν διπλά
Μες στα δυο μας πνεύματα, αυτοί οι δίδυμοι καθρέφτες.
Κάποιο δειλινό φτιαγμένο από ρόδινο και γαλανό μυστικισμό,
Θ’ ανταλλάξουμε μιαν αστραπή μοναδική,
Σα μακρόσυρτο λυγμό, κατάφορτο αποχαιρετισμό
Κι αργότερα ένας Άγγελος, μισανοίγοντας τις θύρες,
Θα ‘ρθει να ζωντανέψει, πιστός και χαρούμενος,
Τους θαμπωμένους καθρέφτες και τις πεθαμένες φλόγες. ‘’*
*’’Ο θάνατος των εραστών’’ – Baudelaire, Τα άνθη του κακού
ΚΑΛΑ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ ΤΖΟΥΛΙΕΤ!!!!!!!!!!!
ΚΑΝΑΜΕ ΚΑΙ ΤΖΟΥΛΙΕΤ
Ο ποιητής Σαιξτέριους περπατούσε αφηρημένος μέσα στα στενά δρομάκια της πόλης. Ήταν μια συνηθισμένη βόλτα που έκανε κάθε μέρα, χωρίς να έχει κάποιο συγκεκριμένο προορισμό. Τα βήματα του όμως, λες και είχαν δικιά τους βούληση, τις τελευταίες σαράντα μέρες τον έφερναν σταθερά στο ίδιο μέρος.
Η ατμόσφαιρα γύρω του ήταν μουντή και μελαγχολική, ακριβώς όπως ένιωθε και ο ίδιος ο ποιητής. Άδειος και σκοτεινιασμένος. Δεν θα μπορούσε να νιώθει και αλλιώς όμως. Αφηρημένος συνέχισε να περπατάει, ενώ το βλέμμα του έψαχνε υποσυνείδητα κάτι που θα έκανε τις σκέψεις του να αλλάξουν διαδρομή, κάτι που θα τον έκανε να σταματήσει να σκέφτεται συνεχώς τα ίδια και τα ίδια. Δεν είχε νόημα όμως. Τίποτα δεν υπήρχε στον δρόμο ικανό να του κεντρίσει το ενδιαφέρον. Όλα ήταν άδεια και άτονα ακριβώς όπως ήταν και η ψυχή του.
Στο μυαλό του επαναλαμβανόμενες σκηνές ξετυλιγόντουσαν, σαν ένα ατελείωτο σεντόνι που έχει πάνω του κεντημένο τα ίδια μοτίβα και κάποιος το τυλίγει και το μαζεύει διαρκώς. Οι φωνές, η απελπισία στα μάτια ενός δυνατού άντρα, η απόγνωση στο χαμόγελο μιας όμορφης κοπέλας, τα δικά του τραγικά λάθη και ο χρόνος που του έπαιξε το πιο άσχημο παιχνίδι.
Αναμασώντας αυτές τις εικόνες, πότε κατηγορώντας τον εαυτό του και πότε την μοίρα, έφτασε εκεί που το ίδιο του το σώμα τον πήγαινε. Το νεκροταφείο ήταν σκοτεινό και άδειο. Το κρύο και η νυχτιά που έπεφτε είχε αναγκάσει τους συγγενείς των νεκρών να γυρίσουν στα σπίτια τους. Ήταν και παραμονή Χριστουγέννων και αυτές οι μέρες αρμόζουν να τις περάσει κανείς σε ένα ζεστό σπίτι πιο πολύ παρά στο κρύο παρέα με τις ψυχές.
Ο ποιητής ακολουθώντας την ίδια διαδρομή για άλλη μια φορά ανάμεσα στους τάφους και έχοντας τα μισολιωμένα κεράκια που βρισκόντουσαν πάνω τους να του φωτίζουν τον δρόμο, σταμάτησε τελικά μπροστά από έναν τάφο.
Γονάτισε μπροστά του και χάιδεψε ελαφρά το παγωμένο μάρμαρο που χώριζε τους νεκρούς από τους ζωντανούς.
‘’Ήρθα’’, είπε ύστερα από λίγο ψιθυριστά. ‘’Θέλω να ακούσω την συνέχεια της ιστορίας… όχι θέλω να την ακούσω από την αρχή.. θέλω να λυτρωθώ.. να μάθω τι έγινε αφού φύγατε..να ηρεμήσει η ψυχή μου..Σας παρακαλώ..σήμερα..μόνο για σήμερα δώστε μου ένα σημάδι…’’
Ο άνεμος φύσηξε απαλά και μια ημιδιάφανη σιλουέτα εμφανίστηκε δίπλα από τον τάφο. Μια νέα όμορφη ξανθιά γυναίκα με λευκό μακρύ φόρεμα. Ο ποιητής μόλις την είδε στράφηκε προς το μέρος της και ακόμα γονατιστός έστρεψε το κεφάλι του προς την γη.
‘’Τζουλιέτ’’, είπε κλαίγοντας. ‘’Τζουλιέτ…’’
‘’Μην κλαίς’’, του είπε η γυναίκα και η φωνή της ακούστηκε τόσο παράξενα όμορφη και παράλληλα απόκοσμη στα αυτιά του ποιητή. ‘’Μην κλαις και δεν φταις εσύ για τα δικά μου λάθη, ούτε και για του Κάναμε. Μόνοι μας ήρθαμε εδώ από ένα λάθος της στιγμής.’’
‘’Μα ήξερα.. έπρεπε να σου το είχα πει πιο νωρίς..ήξερα!’’, είπε μέσα από τους λυγμούς του ο ποιητής.
‘’Και εγώ ήξερα’’, του είπε η Τζουλιέτ. ‘’Αλλά έτσι έπρεπε να γίνει και έτσι έγινε’’
‘’Πες μου.. πες μου τι έγινε ξανά’’, την παρακάλεσε ο ποιητής.
Η Τζουλιέτ χαμογέλασε αχνά.
‘’Μέχρι το ξημέρωμα, μόνο μέχρι το ξημέρωμα μπορώ να μείνω. Αύριο έρχονται Χριστούγεννα και σαράντα μέρες θα έχουν περάσει από τότε που κοιμόμαστε σε αυτό το παγωμένο κρεβάτι. Μέχρι το ξημέρωμα’’, του είπε.
‘’Σε παρακαλώ.. Τόσες νύχτες έρχομαι εδώ..όπως το είπες σαράντα νύχτες και δεν μπόρεσα να σας δω, να σας μιλήσω. Πρέπει να μάθω την ιστορία όπως την έζησες εσύ και εκείνος. Πρέπει αλλιώς θα τρελαθώ!’’, την παρακάλεσε ο ποιητής.
‘’Εντάξει’’, του είπε η γυναίκα. ‘’Άλλωστε ήσουν πάντα ο καλύτερος μου φίλος..πως θα μπορούσα να σε αφήσω να υποφέρεις; ‘’
Ο ποιητής την κοίταξε με ευγνωμοσύνη και έπειτα έκατσε στο παγωμένο χώμα, δίπλα από τον τάφο.
‘’Όπως είπα ήσουν ο καλύτερος μου φίλος.’’, άρχισε να λέει η Τζουλιέτ. ‘’Γνωριζόμαστε από παιδιά και καθώς τα χρόνια περνούσαν αγαπηθήκαμε πολύ. Ήσουν πάντα εκεί όταν συνέβαινε κάτι σημαντικό στην ζωή μου. Και ήσουν εκεί όταν έγινε το σημαντικότερο, όταν γνώρισα τον Κάναμε..’’
Ο ποιητής έκλεισε τα μάτια του και θυμήθηκε εκείνη την νύχτα. Η Τζουλιέτ και εκείνος περπατούσαν μέσα στο δάσος και μιλούσαν για την ποίηση. Τότε είχαν ακούσει ένα βογγητό μέσα από τους θάμνους. Εκείνος δεν ήθελε να πάνε κοντά. Στην πόλη τους πρόσφατα είχε μετακομίσει ο αρχηγός των βαμπίρ και παρόλο που όλοι έλεγαν ότι είναι καλός και δίκαιος και ότι δεν πείραζε τους ανθρώπους, μαζί του είχε φέρει και ένα σωρό υποτακτικούς που δεν φημίζονταν για την καλοσύνη ή την διακριτικότητα τους. Έτσι ο ποιητής φοβήθηκε μήπως κάποιο από αυτά τα βαμπίρ ήθελε να τους παρασύρει σε κάποια παγίδα.
Πρότεινε στην Τζουλιέτ να απομακρυνθούν αλλά εκείνη είχε ήδη πλησιάσει τους θάμνους. Τότε την άκουσε να βγάζει μια κραυγή τρόμου και να χώνεται μέσα στους θάμνους, με το φόρεμα της να σκίζεται από τα αγκάθια.
Ο ποιητής έτρεξε πίσω της και την βρήκε να κρατάει στην αγκαλιά της μισοπεθαμένο έναν άντρα. Τον ομορφότερο άντρα που είχε δει ποτέ. Ο άντρας κάτι είχε ψιθυρίσει στην Τζουλιέτ και μετά ο ποιητής είδε την φίλη του να γνέφει συγκαταβατικά. Ο άντρας με πολύ προσπάθεια είχε ανασηκώσει το κεφάλι του και αμέσως μετά είχε χώσει τους κυνόδοντες του στον λαιμό της, ρουφώντας όσο πιο πολύ αίμα μπορούσε.
Ο ποιητής σοκαρισμένος έβλεπε την Τζουλιέτ να εξασθενεί σε κάθε γουλιά που έπινε ο άντρας και εκείνον να δυναμώνει όλο και πιο πολύ. Λίγο πριν η Τζουλιέτ λιποθυμήσει ο άντρας είχε σταματήσει, είχε σηκωθεί και με ευκολία πια την μετέφερε έξω από τους θάμνους. Ο άγνωστος άντρας είχε σταθεί μπροστά στον ποιητή ενώ κρατούσε την λιπόθυμη γυναίκα ακόμα στην αγκαλιά του και τον κοίταξε με ένα λυπημένο ύφος.
Αμέσως μετά είχε πετάξει μακριά, κρατώντας ακόμα την Τζουλιέτ στα χέρια του. Ο ποιητής τρελαμένος από την αγωνία του έτρεξε στο σπίτι της. Δεν ήξερε τι να κάνει, δεν ήξερε αν έπρεπε να μιλήσει και σε ποιον. Η οικογένεια της Τζουλιέτ ήταν τελείως αρνητική απέναντι στα βαμπίρ. Επιπλέον ήταν και η πιο σπουδαία οικογένεια μέσα στην πόλη. Αν μάθαιναν τι είχε συμβεί πολύ πιθανό να ξεκινούσαν πόλεμο εναντίων των βαμπίρ.
‘’Και με βρήκες στο δωμάτιο μου να κοιμάμαι’’, είπε η Τζουλιέτ και τον έβγαλε από τις σκέψεις του.
Ο ποιητής την κοίταξε ξαφνιασμένος.
‘’Ναι’’, της είπε. ‘’Ήσουν στο κρεβάτι σου, χλωμή και εξασθενισμένη και κοιμόσουν’’
‘’Ο άντρας αυτός ήταν ο Κάναμε όπως πολύ καλά ξέρεις. Του είχαν στήσει ενέδρα εκείνο το βράδυ και τον είχαν πληγώσει πολύ άσχημα με κάτι ειδικά όπλα που υπάρχουν για να σκοτώνουν βαμπίρ. ‘’, είπε η Τζουλιέτ. ‘’Μου ζήτησε λίγο αίμα μου και δεν μπορούσα να του το αρνηθώ. Δεν φταίει εκείνος αν χρειάστηκε παραπάνω από όσο θα ήθελε να πάρει. Έπρεπε να πιει όσο χρειαζόταν για να παραμείνει ζωντανός. Ήξερε ποια ήμουν και έτσι με γύρισε στο δωμάτιο μου μετά. Με έβαλε στο κρεβάτι και με σκέπασε και έπειτα έμεινε όλο το βράδυ έξω από το παράθυρο μου μέχρι να βεβαιωθεί ότι ήμουν καλά.’’
‘’Όχι μόνο εκείνο το βράδυ..’’, είπε ο ποιητής με ένα φευγαλέο χαμόγελο.
Η Τζουλιέτ χαμογέλασε και εκείνη.
‘’Εκείνο το βράδυ ήταν η αρχή. Μετά, κάθε βράδυ βρισκόταν έξω από το παράθυρο μου. Στην αρχή απλά με παρατηρούσε καθώς κοιμόμουν. Ύστερα αρχίσαμε να μιλάμε και στο τέλος ερωτευτήκαμε. Τότε μου πρότεινε να αφήσω πίσω μου την θνητή ζωή και να τον ακολουθήσω. Αλλά εγώ.. εγώ είχα μεγαλώσει αλλιώς. Δεν μπορούσα έτσι απλά να εγκαταλείψω τους γονείς μου. Ήθελα να γίνουν όλα όπως έπρεπε. Αν είναι να μετρήσουμε λάθη απόψε τότε ξεκίνα από αυτό…’’
Η Τζουλιέτ σταμάτησε να μιλάει και κοίταξε το φεγγάρι σκεφτική για λίγο.
‘’Ναι ήταν λάθος μου’’, είπε τελικά. ‘’Ο Κάναμε όμως με αγαπούσε και δεν μου χάλασε το χατίρι. Έτσι ένα βράδυ ήρθε για να με ζητήσει από τον πατέρα μου. Το τι έγινε μετά το ξέρεις..’’
Ο ποιητής την κοίταξε λυπημένος. Ο πατέρας της είχε διώξει τον Κάναμε, βρίζοντας τον πολύ άσχημα. Του είχε πει πως ήταν ένα ζώο που τρεφόταν με αίμα, πως ήταν ένας μάγος που είχε παραπλανήσει την κόρη του. Και στο τέλος του είχε πει ότι η κόρη του δεν θα τον παντρευόταν ποτέ. Ο Κάναμε είχε φύγει από το σπίτι και για πολλές βδομάδες δεν μπόρεσε να δει την Τζουλιέτ.
‘’Τότε σκέφτηκε εσένα’’, είπε η Τζουλιέτ. ‘’Εσύ από όλους τους ανθρώπους που ήταν γύρω μου θα μπορούσες να μας βοηθήσεις. ‘’
‘’Ναι ήρθε ένα βράδυ στο δωμάτιο μου και μου μίλησε..’’, είπε ο ποιητής χαμένος στις αναμνήσεις του.
‘’’Να ζήσω σε έναν κόσμο χωρίς την Τζουλιέτ; Ούτε ο αιώνιος ύπνος δεν θα μπορέσει να λυτρώσει τον πόνο που θα νιώθω..σε παρακαλώ.. σε παρακαλώ.. είναι ο μόνος τρόπος.. θα μπορούσα να πάω απλά και να την αρπάξω και να φύγουμε αλλά εκείνη δεν θα είναι ευτυχισμένη αν δεν με δεχτούν οι δικοί της.. σε παρακαλώ.. θέλω να είναι ευτυχισμένη.. θα έκανα τα πάντα για να είναι ευτυχισμένη…’’ , ο ποιητής άκουγε τα λόγια του Κάναμε ξανά και ξανά μέσα στο μυαλό του.
‘’Το σχέδιο ήταν απλό.’’, είπε η Τζουλιέτ. ‘’Μια σκηνοθετημένη διπλή αυτοκτονία και οι δικοί μου μέσω της απώλειας μου θα έβλεπαν πόσο λάθος είχαν κάνει. Θα άλλαζαν γνώμη. Την προκαθορισμένη νύχτα άφησα το αποχαιρετιστήριο σημείωμα κάτω από το μαξιλάρι μου και το έσκασα από το παράθυρο. Έτρεξα στην εκκλησία όπου είχαμε συμφωνήσει να παίξουμε την τελευταία μας πράξη. Βρήκα τον Κάναμε να είναι ξαπλωμένος στα σκαλιά της εκκλησίας όπως έπρεπε να είναι. Αλλά κάτι δεν ήταν σωστό.. το δέρμα του ήταν πιο παγωμένο από ότι ήταν συνήθως.. ‘’
‘’Εγώ φταίω! Έπρεπε να στο είχα πει!’’, είπε ο ποιητής με απελπισία. ‘’Έπρεπε να σου είχα πει ότι τα βαμπίρ μπορούν να μοιάζουν νεκρά όποτε θέλουν! Μου είχε τονίσει ότι ήταν πολύ σημαντικό να στο πω!’’
‘’Το ήξερα’’, του είπε η Τζουλιέτ. ‘’Μου το είχε πει και μένα. Αλλά όταν τον αντίκρισα έτσι, το μυαλό μου θόλωσε. Πίστεψα στο ψέμα που είχαμε φτιάξει για τους άλλους. Δεν θα μπορούσα να συνεχίσω να ζω χωρίς εκείνον δίπλα μου οπότε μόνο ένα πράγμα μου έμενε να κάνω.. και το έκανα.’’
‘’Έτρεχα να σε προλάβω, έτρεχα γιατί ήξερα πως κάτι δεν πήγαινε καλά. Έφτασα στα σκαλιά της εκκλησίας και τον είδα να σε κρατάει αγκαλιά, να είσαι νεκρή στα χέρια του και να κλαίει. ‘’, είπε ο ποιητής και έκλεισε τα μάτια του από τον πόνο που του έφερνε η ανάμνηση εκείνης της σκηνής.
‘’Σκότωσε με.. δεν μπορώ..να ζήσω την αιωνιότητα έχοντας χάσει το χαμόγελο της και το άγγιγμα της.. Να εκεί είναι το όπλο.. κάντο. Ποιος θα ήθελε να ζήσει ύστερα από τέτοια απώλεια; Ποιος θα αντάλλαζε τους ατελείωτους αιώνες που θα έρθουν με μια στιγμή που έζησα κοντά της; Όχι σκότωσε με και θα σου είμαι ευγνώμων. Θα κάνεις το σωστό.. Ποιητής είσαι..ξέρεις από πόνο, τον νιώθεις, τον βιώνεις κάθε μέρα.. Αν με αφήσεις να ζήσω ο πόνος αυτός θα με τρελάνει και θα καταστρέψω τα πάντα δίπλα μου.. δίκαια ή άδικα.. δεν θα με νοιάζει.. ήδη δεν με νοιάζει.. Ένας κόσμος που εκείνη δεν υπάρχει.. δεν είναι κόσμος, δεν είναι τίποτα..Κάντο..εκεί είναι το όπλο.. Κάντο για εκείνη.. Βοήθα με να την ακολουθήσω, να την προστατεύω στο νέο της ταξίδι. ΚΑΝΤΟ!’’
Η φωνή του Κάναμε αντηχούσε ξανά μέσα στο κεφάλι του. Και μετά ο ήχος που έκανε το ξίφος που του έδωσε ο Κάναμε καθώς ο ποιητής το περνούσε με βία μέσα από την καρδιά του. Ένας ήχος που θα έπρεπε να ήταν αόρατος αλλά ο ποιητής τον είχε ακούσει τόσο δυνατά που σχεδόν τον είχε ξεκουφάνει.
‘’Ώστε αυτόν τον ήχο κάνει μια καρδιά όταν σχίζεται στα δύο;’’, είχε αναρωτηθεί τότε.
Το σώμα του Κάναμε είχε πέσει άψυχο πια μπροστά του, δίπλα από την νεκρή αγαπημένη του. Ο ποιητής με έκπληξη είδε ένα φως να τυλίγει το κορμί του Κάναμε και έπειτα εκείνο να σπάσει σε δεκάδες κρυστάλλους. Με δάκρυα στα μάτια μάζεψε όλους τους κρυστάλλους και τους φύλαξε, λίγο πριν καταφτάσουν οι συγγενείς της Τζουλιέτ, θορυβημένοι από το σημείωμα της, στην εκκλησία.
Εκεί αντιμετωπίζοντας χιλιάδες ερωτήσεις πόνου, οργής και αγανάκτησης, ο θλιμμένος ποιητής το μόνο που μπορούσε να πει ήταν ‘’δεν πρόλαβα’’, κάτι που συνέχισε να το επαναλαμβάνει σε οποιαδήποτε ερώτηση και αν του έκαναν.
Η κηδεία της Τζουλιέτ έγινε την επόμενη μέρα και ο ποιητής μπόρεσε να κάνει τουλάχιστον κάτι που πίστευε ότι δεν θα το συγχωρούσε ποτέ στον εαυτό του αν δεν κατάφερνε να το κάνει. Αργά το βράδυ πριν την κηδεία, κρυφά από όλους πλησίασε το φέρετρο της νεκρής του φίλης και έβαλε μέσα τα κρύσταλλα που ήταν ότι είχε απομείνει από τον Κάναμε. Τα έκρυψε καλά ανάμεσα από τα ρούχα της Τζουλιέτ και με ένα τελευταίο φιλί στο μέτωπο την αποχαιρέτησε.
‘’Ξημερώνει’’, άκουσε την Τζουλιέτ να του λέει και κοίταξε ξαφνιασμένος τον ουρανό.
‘’Λυπάμαι πολύ’’, της είπε. ‘’Θα μπορούσαν να είχαν γίνει όλα αλλιώς’’
‘’Μην λυπάσαι. Τίποτα δεν χάθηκε όπως πιστεύεις. ‘’, του είπε η Τζουλιέτ χαμογελώντας. ‘’Ο Κάναμε είχε δίκιο όταν σου είπε για το ταξίδι. Αυτό είναι ο θάνατος, ένα ταξίδι. Δεν είναι κάτι τελειωτικό ούτε κάτι αρνητικό. Απλά είναι ένα διαφορετικό μονοπάτι’’
Την ώρα που μιλούσε η Τζουλιέτ ένα αχνό φως άρχισε να φέγγει δίπλα της. Ένα φως που σιγά σιγά πήρε την μορφή του Κάναμε. Η Τζουλιέτ γύρισε και χαμογέλασε στον αγαπημένο της.
‘’Γύρισα για να σε πάρω’’, της είπε εκείνος και της έδωσε το χέρι του.
Η Τζουλιέτ έβαλε το λευκό της χέρι μέσα στο δικό του.
‘’Μην λυπάσαι ποιητή’’, είπε ο Κάναμε. ‘’ Ο θάνατος δεν θα μπορούσε ποτέ να μας χωρίσει. Θα είμαστε μαζί για πάντα’’
‘’Αντίο’’, είπε η Τζουλιέτ και του έστειλε ένα φιλί.
Αμέσως μετά έγιναν και οι δυο φως για μια στιγμή και ύστερα εξαφανίστηκαν από τα μάτια του ποιητή.
Ο ποιητής κοίταξε τον τάφο και ξαφνικά ένιωσε πιο ανάλαφρος και ήρεμος. Έστρεψε την ματιά του στον ήλιο που σηκωνόταν και άκουσε τις καμπάνες που ανήγγειλαν ότι είχε ξημερώσει Χριστούγεννα. Έπειτα χάιδεψε τον τάφο ακόμα μια φορά.
‘’Καλά Χριστούγεννα Τζουλιέτ, καλά Χριστούγεννα Κάναμε’’, είπε και έπειτα γύρισε την πλάτη του και έφυγε μουρμουρίζοντας:
‘’Θα έχουμε κλίνες μ’ ελαφρές μυρωδιές μεστές
Ανάκλιντρα βαθιά σα μνήματα,
Και λουλούδια παράξενα πάνω στα ράφια
Ανθισμένα για μας, κάτω από τους ωραιότερους ουρανούς.
Με ζέση ξοδεύοντας τις στερνές τους ορμές,
Οι δυο μας καρδιές θα ’ναι δυο πελώριες λαμπάδες
Που οι λάμψεις τους θ’ ακτινοβολούν διπλά
Μες στα δυο μας πνεύματα, αυτοί οι δίδυμοι καθρέφτες.
Κάποιο δειλινό φτιαγμένο από ρόδινο και γαλανό μυστικισμό,
Θ’ ανταλλάξουμε μιαν αστραπή μοναδική,
Σα μακρόσυρτο λυγμό, κατάφορτο αποχαιρετισμό
Κι αργότερα ένας Άγγελος, μισανοίγοντας τις θύρες,
Θα ‘ρθει να ζωντανέψει, πιστός και χαρούμενος,
Τους θαμπωμένους καθρέφτες και τις πεθαμένες φλόγες. ‘’*
*’’Ο θάνατος των εραστών’’ – Baudelaire, Τα άνθη του κακού
ΚΑΛΑ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ ΤΖΟΥΛΙΕΤ!!!!!!!!!!!
nuitetoile21- Terry Addict
- Αριθμός μηνυμάτων : 4781
Points : 12188
Ημερομηνία εγγραφής : 06/11/2010
Ηλικία : 41
Τόπος : neverland
Απ: Τα Χριστουγεννιάτικα φικ της nuitetoile21
ΤΟ ΦΙΚ ΤΗΣ ΑΡΙΕΛ
ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ ΜΕ ΤΟ ΜΟΛΥΒΕΝΙΟ ΣΤΡΑΤΙΩΤΑΚΙ
Η ώρα κόντευε δώδεκα το βράδυ και στο παιδικό δωμάτιο της Ελίζας χιλιάδες μάτια ήταν καρφωμένα πάνω στους δείχτες του ρολογιού και περίμεναν με ανυπομονησία. Το ρολόι έδειξε δώδεκα και αρκετές κραυγές ανακούφισης ακούστηκαν από παντού. Τα παιχνίδια της Ελίζας κάθε βράδυ στις δώδεκα ζωντάνευαν και μέχρι το ξημέρωμα ήταν ελεύθερα να κάνουν ότι ήθελαν.
Όλα τα παιχνίδια σε κάθε παιδικό δωμάτιο ξυπνάνε στις δώδεκα και μιλάνε ή παίζουν μεταξύ τους. Ή ακόμα και αφηγούνται για το πόσο όμορφα έπαιζαν όλη την ημέρα με τα μικρά παιδιά στα οποία άνηκαν.
Αλλά τα παιχνίδια στο δωμάτιο της Ελίζας, περνούσαν όλο τους το βράδυ στεναχωρημένα και ελπίζοντας να μην ξημερώσει η επόμενη μέρα. Η Ελίζα ήταν ένα πολύ κακό παιδί και τα ταλαιπωρούσε. Οι κούκλες είχαν μείνει χωρίς μαλλιά, ένα αρκουδάκι με ένα μάτι, από τα παζλ έλειπαν κομμάτια και ήταν μισοφτιαγμένα, πάνω στο ξύλινο αλογάκι υπήρχαν μουτζούρες και τα στρατιωτάκια που κάποτε άνηκαν στον αδερφό της Ελίζας, ήταν όλα παρατημένα και χτυπημένα σε μια γωνιά.
Έτσι τα παιχνίδια της Ελίζας αντί να χαίρονται που της άνηκαν και να αφηγούνται τις όμορφες στιγμές που πέρασαν μαζί της, έτρεμαν κάθε φορά που έπεφταν στα χέρια της. Και κάθε βράδυ το ένα παρηγορούσε το άλλο και του έκλεινε τις πληγές.
Μόνο μια μπαλαρίνα είχε μείνει άθικτη και αυτό γιατί ήταν κλεισμένη μέσα σε μια όμορφη γυάλινη σφαίρα. Έτσι η Άριελ η μπαλαρίνα μπορούσε να χορεύει ανενόχλητη και να μην φοβάται την Ελίζα.
Όλοι θαύμαζαν την Άριελ γιατί κάθε βράδυ χόρευε για εκείνους και τους έκανε να ξεχνάνε τους πόνους που ένιωθαν. Πιο πολύ όμως από όλους την θαύμαζε ένα στρατιωτάκι που είχε χάσει το ένα του πόδι όταν η Ελίζα μια μέρα το είχε πετάξει με δύναμη στον τοίχο. Ο Τέρενς – το στρατιωτάκι – αγαπούσε πολύ την μπαλαρίνα που ήταν κλεισμένη στην γυάλα και κάθε βράδυ με το που ζωντάνευε πήγαινε χοροπηδώντας μέχρι εκείνη και καθόταν μέχρι το ξημέρωμα θαυμάζοντας τον χορό της. Αλλά και η Άριελ αγαπούσε πολύ τον Τέρενς γιατί ήταν πολύ γενναίος και ευγενικός. Και κάθε βράδυ χόρευε μόνο για εκείνον και του χαμογελούσε.
Μια μέρα τρομοκρατημένος ο Τέρενς είδε την Ελίζα να παίρνει την γυάλινη σφαίρα στα χέρια της και να κοιτάζει ενοχλημένη την Άριελ.
‘’Εσύ είσαι η μόνη άθικτη’’, είπε ειρωνικά. ‘’Μου φαίνεται θα σε καταστρέψω και σένα’’, είπε γελώντας χαιρέκακα.
Ο Τέρενς με φρίκη είδε ότι η Ελίζα ήταν έτοιμη να πετάξει την γυάλινη σφαίρα πάνω στον τοίχο. Εκείνη την ώρα όμως μπήκε μέσα στο δωμάτιο της Ελίζας η μητέρα της και της είπε πως ήταν ώρα να πάει για ύπνο.
Η Ελίζα άφησε απογοητευμένη κάτω την γυάλινη σφαίρα.
‘’Και αύριο μέρα είναι’’, είπε απειλητικά στην Άριελ και έφυγε από το δωμάτιο.
Το ρολόι χτύπησε δώδεκα και ο Τέρενς πήγε όσο πιο γρήγορα μπορούσε μέχρι την αγαπημένη του μπαλαρίνα. Αλλά η Άριελ δεν μπορούσε να χορέψει, είχε τρομοκρατηθεί με την μοίρα που την περίμενε.
‘’Πρέπει να φύγεις από εδώ!’’, της είπε ο Τέρενς. ‘’Εγώ θα σε βοηθήσω να βγεις από την σφαίρα’’
Η Άριελ τον κοίταξε με ευγνωμοσύνη και κόλλησε το πρόσωπο της στο γυαλί.
‘’Θα έρθεις και εσύ μαζί μου;’’, τον ρώτησε.
Ο Τέρενς άστραψε ολόκληρος από ευτυχία αλλά αμέσως μετά κατσούφιασε.
‘’Τι να με κάνεις εμένα; Εγώ είμαι απλά ένα κουτσό στρατιωτάκι. Σου αξίζει κάτι καλύτερο’’, της είπε θλιμμένα.
‘’Όχι, εγώ θέλω εσένα μονάχα’’, του είπε η μπαλαρίνα και το πρόσωπο του Τέρενς φωτίστηκε ξανά.
‘’Πρέπει να σε βγάλω από εδώ!’’, της είπε ξανά.
‘’Θα βοηθήσουμε και εμείς!’’, είπαν και τα άλλα παιχνίδια.
Πέρασαν αρκετές ώρες αλλά δεν είχαν μπορέσει να σπάσουν το γυαλί όσο και αν προσπάθησαν. Η Άριελ στην αρχή τους χαμογελούσε και τους ενθάρρυνε αλλά όσο κυλούσαν οι ώρες τόσο ο φόβος μεγάλωνε μέσα της και τα χαμόγελα της στέρευαν. Ο Τέρενς την κοιτούσε και εκείνος απογοητευμένος. Λίγες ώρες είχαν μείνει και αν δεν τα κατάφερναν η Ελίζα θα έκανε πολύ μεγάλο κακό στην αγαπημένη του.
Τότε ένα λούτρινο αρκουδάκι είπε πως είχε σκεφτεί κάτι και όλοι γύρισαν να το κοιτάξουν.
‘’Είναι λάθος που προσπαθούμε να σπάσουμε το γυαλί’’, είπε το αρκουδάκι. ‘’Ακόμα και αν τα καταφέρουμε η Άριελ θα τραυματιστεί και δεν το θέλουμε αυτό. Πρέπει να ανοίξουμε την σφαίρα από κάτω’’
Όλοι ενθουσιάστηκαν με αυτή την ιδέα και μετά από πολύ κόπο μπόρεσαν και γύρισαν την σφαίρα ανάποδα. Από κάτω είδαν ότι είχε έναν μικρό μοχλό που αν τον γυρνούσε κανείς πολλές φορές άνοιγε το καπάκι της σφαίρας.
Ακόμα πιο ενθουσιασμένα τώρα τα παιχνίδια άρχισαν να ψάχνουν έναν τρόπο για να γυρίσουν τον μοχλό. Τότε οι φίλοι του Τέρενς – τα άλλα στρατιωτάκια - πλησίασαν κοντά και όλοι μαζί άρχισαν να γυρνάνε τον μοχλό. Μετά από πολύ προσπάθεια ένα κλικ ακούστηκε και η σφαίρα άνοιξε.
Η Άριελ βγήκε από μέσα γελώντας και μοιράζοντας φιλιά σε όλους. Τα άλλα παιχνίδια ξέσπασαν σε χειροκροτήματα και ένιωσαν ανακούφιση που είχαν γλιτώσει την μπαλαρίνα τους από τα χέρια της Ελίζας.
Η Άριελ στάθηκε μπροστά στον Τέρενς και τον αγκάλιασε σφιχτά. Ο Τέρενς ένιωσε ευτυχισμένος για πρώτη φορά στην ζωή του και δεν ήθελε να αφήσει από τα χέρια του την όμορφη μπαλαρίνα.
Τότε κάποιο από τα παιχνίδια τους υπενθύμισε ότι σε λίγο θα ξημέρωνε και πως έπρεπε να φύγουν το γρηγορότερο από το δωμάτιο. Ο Τέρενς πήρε από το χέρι την Άριελ και χοροπηδώντας έφτασε μέχρι ένα άνοιγμα στον τοίχο. Εκεί χαιρέτησαν τα άλλα παιχνίδια και μπήκαν μέσα στην σχισμή του τοίχου, όπου στην ουσία ήταν ένα μονοπάτι που είχαν ανοίξει κάτι ποντίκια χρόνια πριν και περνούσε μέσα από πολλά σπίτια.
Ακολούθησαν το μονοπάτι για αρκετή ώρα μέχρι που ξημέρωσε και έπεσαν αγκαλιασμένοι να κοιμηθούν. Το βράδυ συνέχισαν να περπατάνε και μετά από πολλά βράδια έφτασαν σε ένα σπίτι όπου ζούσε ένα κοριτσάκι. Εξαντλημένοι από το περπάτημα έπεσαν να κοιμηθούν και δεν πρόσεξαν ότι το φόρεμα της Άριελ είχε βγει λίγο έξω από το μονοπάτι και ήταν ορατό μέσα στο δωμάτιο.
Το κοριτσάκι είδε το φόρεμα και τράβηξε την κοιμισμένη μπαλαρίνα έξω από το μονοπάτι. Μετά κοίταξε στο άνοιγμα και είδε και τον Τέρενς να κοιμάται και τον έβγαλε και εκείνον έξω.
Το βράδυ όταν τα παιχνίδια ξύπνησαν, η Άριελ και ο Τέρενς είδαν με έκπληξη ότι ήταν πλυμένοι και καθαροί και φορούσαν καινούργια ρούχα.
΄΄Τέρενς! Κοίτα το πόδι σου!’’, είπε η Άριελ
Ο Τέρενς κοίταξε εκεί που του έδειχνε και με έκπληξη είδε πως κάποιος του είχε βάλει ένα νέο πόδι στην θέση εκείνου που είχε χάσει εξαιτίας της Ελίζας. Ενθουσιασμένος σηκώθηκε όρθιος και άρχισε να περπατάει κανονικά. Μετά άρπαξε την Άρελ από την μέση και ευτυχισμένοι άρχισαν να χορεύουν μαζί.
Τα παιχνίδια στο νέο δωμάτιο τους υποδέχτηκαν φιλικά και σύντομα έμαθαν πως το δωμάτιο άνηκε σε ένα κοριτσάκι που αγαπούσε πολύ τα παιχνίδια του και πως εκείνο τους είχε βρει και τους είχε περιποιηθεί.
Όλο το βράδυ ο Τέρενς το πέρασε αγκαλιά με την αγαπημένη του μπαλαρίνα, σχεδιάζοντας το μέλλον τους.
‘’Τέρενς κοίτα τι όμορφα που είναι’’, του είπε η Άριελ και του έδειξε τις νιφάδες που έπεφταν έξω από το παράθυρο.
‘’Ναι είναι πολύ όμορφα. Πρέπει να ήρθαν τα Χριστούγεννα’’, της απάντησε εκείνος.
‘’Τότε, καλά Χριστούγεννα Τέρενς’’, του είπε η Άριελ γελώντας.
‘’Καλά Χριστούγεννα Αριελ’’, της απάντησε ο Τέρενς και τα δυο παιχνίδια αγκαλιάστηκαν σφιχτά.
ΚΑΛΑ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ ΑΡΙΕΛ!!!!!!!!!!!!!
ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ ΜΕ ΤΟ ΜΟΛΥΒΕΝΙΟ ΣΤΡΑΤΙΩΤΑΚΙ
Η ώρα κόντευε δώδεκα το βράδυ και στο παιδικό δωμάτιο της Ελίζας χιλιάδες μάτια ήταν καρφωμένα πάνω στους δείχτες του ρολογιού και περίμεναν με ανυπομονησία. Το ρολόι έδειξε δώδεκα και αρκετές κραυγές ανακούφισης ακούστηκαν από παντού. Τα παιχνίδια της Ελίζας κάθε βράδυ στις δώδεκα ζωντάνευαν και μέχρι το ξημέρωμα ήταν ελεύθερα να κάνουν ότι ήθελαν.
Όλα τα παιχνίδια σε κάθε παιδικό δωμάτιο ξυπνάνε στις δώδεκα και μιλάνε ή παίζουν μεταξύ τους. Ή ακόμα και αφηγούνται για το πόσο όμορφα έπαιζαν όλη την ημέρα με τα μικρά παιδιά στα οποία άνηκαν.
Αλλά τα παιχνίδια στο δωμάτιο της Ελίζας, περνούσαν όλο τους το βράδυ στεναχωρημένα και ελπίζοντας να μην ξημερώσει η επόμενη μέρα. Η Ελίζα ήταν ένα πολύ κακό παιδί και τα ταλαιπωρούσε. Οι κούκλες είχαν μείνει χωρίς μαλλιά, ένα αρκουδάκι με ένα μάτι, από τα παζλ έλειπαν κομμάτια και ήταν μισοφτιαγμένα, πάνω στο ξύλινο αλογάκι υπήρχαν μουτζούρες και τα στρατιωτάκια που κάποτε άνηκαν στον αδερφό της Ελίζας, ήταν όλα παρατημένα και χτυπημένα σε μια γωνιά.
Έτσι τα παιχνίδια της Ελίζας αντί να χαίρονται που της άνηκαν και να αφηγούνται τις όμορφες στιγμές που πέρασαν μαζί της, έτρεμαν κάθε φορά που έπεφταν στα χέρια της. Και κάθε βράδυ το ένα παρηγορούσε το άλλο και του έκλεινε τις πληγές.
Μόνο μια μπαλαρίνα είχε μείνει άθικτη και αυτό γιατί ήταν κλεισμένη μέσα σε μια όμορφη γυάλινη σφαίρα. Έτσι η Άριελ η μπαλαρίνα μπορούσε να χορεύει ανενόχλητη και να μην φοβάται την Ελίζα.
Όλοι θαύμαζαν την Άριελ γιατί κάθε βράδυ χόρευε για εκείνους και τους έκανε να ξεχνάνε τους πόνους που ένιωθαν. Πιο πολύ όμως από όλους την θαύμαζε ένα στρατιωτάκι που είχε χάσει το ένα του πόδι όταν η Ελίζα μια μέρα το είχε πετάξει με δύναμη στον τοίχο. Ο Τέρενς – το στρατιωτάκι – αγαπούσε πολύ την μπαλαρίνα που ήταν κλεισμένη στην γυάλα και κάθε βράδυ με το που ζωντάνευε πήγαινε χοροπηδώντας μέχρι εκείνη και καθόταν μέχρι το ξημέρωμα θαυμάζοντας τον χορό της. Αλλά και η Άριελ αγαπούσε πολύ τον Τέρενς γιατί ήταν πολύ γενναίος και ευγενικός. Και κάθε βράδυ χόρευε μόνο για εκείνον και του χαμογελούσε.
Μια μέρα τρομοκρατημένος ο Τέρενς είδε την Ελίζα να παίρνει την γυάλινη σφαίρα στα χέρια της και να κοιτάζει ενοχλημένη την Άριελ.
‘’Εσύ είσαι η μόνη άθικτη’’, είπε ειρωνικά. ‘’Μου φαίνεται θα σε καταστρέψω και σένα’’, είπε γελώντας χαιρέκακα.
Ο Τέρενς με φρίκη είδε ότι η Ελίζα ήταν έτοιμη να πετάξει την γυάλινη σφαίρα πάνω στον τοίχο. Εκείνη την ώρα όμως μπήκε μέσα στο δωμάτιο της Ελίζας η μητέρα της και της είπε πως ήταν ώρα να πάει για ύπνο.
Η Ελίζα άφησε απογοητευμένη κάτω την γυάλινη σφαίρα.
‘’Και αύριο μέρα είναι’’, είπε απειλητικά στην Άριελ και έφυγε από το δωμάτιο.
Το ρολόι χτύπησε δώδεκα και ο Τέρενς πήγε όσο πιο γρήγορα μπορούσε μέχρι την αγαπημένη του μπαλαρίνα. Αλλά η Άριελ δεν μπορούσε να χορέψει, είχε τρομοκρατηθεί με την μοίρα που την περίμενε.
‘’Πρέπει να φύγεις από εδώ!’’, της είπε ο Τέρενς. ‘’Εγώ θα σε βοηθήσω να βγεις από την σφαίρα’’
Η Άριελ τον κοίταξε με ευγνωμοσύνη και κόλλησε το πρόσωπο της στο γυαλί.
‘’Θα έρθεις και εσύ μαζί μου;’’, τον ρώτησε.
Ο Τέρενς άστραψε ολόκληρος από ευτυχία αλλά αμέσως μετά κατσούφιασε.
‘’Τι να με κάνεις εμένα; Εγώ είμαι απλά ένα κουτσό στρατιωτάκι. Σου αξίζει κάτι καλύτερο’’, της είπε θλιμμένα.
‘’Όχι, εγώ θέλω εσένα μονάχα’’, του είπε η μπαλαρίνα και το πρόσωπο του Τέρενς φωτίστηκε ξανά.
‘’Πρέπει να σε βγάλω από εδώ!’’, της είπε ξανά.
‘’Θα βοηθήσουμε και εμείς!’’, είπαν και τα άλλα παιχνίδια.
Πέρασαν αρκετές ώρες αλλά δεν είχαν μπορέσει να σπάσουν το γυαλί όσο και αν προσπάθησαν. Η Άριελ στην αρχή τους χαμογελούσε και τους ενθάρρυνε αλλά όσο κυλούσαν οι ώρες τόσο ο φόβος μεγάλωνε μέσα της και τα χαμόγελα της στέρευαν. Ο Τέρενς την κοιτούσε και εκείνος απογοητευμένος. Λίγες ώρες είχαν μείνει και αν δεν τα κατάφερναν η Ελίζα θα έκανε πολύ μεγάλο κακό στην αγαπημένη του.
Τότε ένα λούτρινο αρκουδάκι είπε πως είχε σκεφτεί κάτι και όλοι γύρισαν να το κοιτάξουν.
‘’Είναι λάθος που προσπαθούμε να σπάσουμε το γυαλί’’, είπε το αρκουδάκι. ‘’Ακόμα και αν τα καταφέρουμε η Άριελ θα τραυματιστεί και δεν το θέλουμε αυτό. Πρέπει να ανοίξουμε την σφαίρα από κάτω’’
Όλοι ενθουσιάστηκαν με αυτή την ιδέα και μετά από πολύ κόπο μπόρεσαν και γύρισαν την σφαίρα ανάποδα. Από κάτω είδαν ότι είχε έναν μικρό μοχλό που αν τον γυρνούσε κανείς πολλές φορές άνοιγε το καπάκι της σφαίρας.
Ακόμα πιο ενθουσιασμένα τώρα τα παιχνίδια άρχισαν να ψάχνουν έναν τρόπο για να γυρίσουν τον μοχλό. Τότε οι φίλοι του Τέρενς – τα άλλα στρατιωτάκια - πλησίασαν κοντά και όλοι μαζί άρχισαν να γυρνάνε τον μοχλό. Μετά από πολύ προσπάθεια ένα κλικ ακούστηκε και η σφαίρα άνοιξε.
Η Άριελ βγήκε από μέσα γελώντας και μοιράζοντας φιλιά σε όλους. Τα άλλα παιχνίδια ξέσπασαν σε χειροκροτήματα και ένιωσαν ανακούφιση που είχαν γλιτώσει την μπαλαρίνα τους από τα χέρια της Ελίζας.
Η Άριελ στάθηκε μπροστά στον Τέρενς και τον αγκάλιασε σφιχτά. Ο Τέρενς ένιωσε ευτυχισμένος για πρώτη φορά στην ζωή του και δεν ήθελε να αφήσει από τα χέρια του την όμορφη μπαλαρίνα.
Τότε κάποιο από τα παιχνίδια τους υπενθύμισε ότι σε λίγο θα ξημέρωνε και πως έπρεπε να φύγουν το γρηγορότερο από το δωμάτιο. Ο Τέρενς πήρε από το χέρι την Άριελ και χοροπηδώντας έφτασε μέχρι ένα άνοιγμα στον τοίχο. Εκεί χαιρέτησαν τα άλλα παιχνίδια και μπήκαν μέσα στην σχισμή του τοίχου, όπου στην ουσία ήταν ένα μονοπάτι που είχαν ανοίξει κάτι ποντίκια χρόνια πριν και περνούσε μέσα από πολλά σπίτια.
Ακολούθησαν το μονοπάτι για αρκετή ώρα μέχρι που ξημέρωσε και έπεσαν αγκαλιασμένοι να κοιμηθούν. Το βράδυ συνέχισαν να περπατάνε και μετά από πολλά βράδια έφτασαν σε ένα σπίτι όπου ζούσε ένα κοριτσάκι. Εξαντλημένοι από το περπάτημα έπεσαν να κοιμηθούν και δεν πρόσεξαν ότι το φόρεμα της Άριελ είχε βγει λίγο έξω από το μονοπάτι και ήταν ορατό μέσα στο δωμάτιο.
Το κοριτσάκι είδε το φόρεμα και τράβηξε την κοιμισμένη μπαλαρίνα έξω από το μονοπάτι. Μετά κοίταξε στο άνοιγμα και είδε και τον Τέρενς να κοιμάται και τον έβγαλε και εκείνον έξω.
Το βράδυ όταν τα παιχνίδια ξύπνησαν, η Άριελ και ο Τέρενς είδαν με έκπληξη ότι ήταν πλυμένοι και καθαροί και φορούσαν καινούργια ρούχα.
΄΄Τέρενς! Κοίτα το πόδι σου!’’, είπε η Άριελ
Ο Τέρενς κοίταξε εκεί που του έδειχνε και με έκπληξη είδε πως κάποιος του είχε βάλει ένα νέο πόδι στην θέση εκείνου που είχε χάσει εξαιτίας της Ελίζας. Ενθουσιασμένος σηκώθηκε όρθιος και άρχισε να περπατάει κανονικά. Μετά άρπαξε την Άρελ από την μέση και ευτυχισμένοι άρχισαν να χορεύουν μαζί.
Τα παιχνίδια στο νέο δωμάτιο τους υποδέχτηκαν φιλικά και σύντομα έμαθαν πως το δωμάτιο άνηκε σε ένα κοριτσάκι που αγαπούσε πολύ τα παιχνίδια του και πως εκείνο τους είχε βρει και τους είχε περιποιηθεί.
Όλο το βράδυ ο Τέρενς το πέρασε αγκαλιά με την αγαπημένη του μπαλαρίνα, σχεδιάζοντας το μέλλον τους.
‘’Τέρενς κοίτα τι όμορφα που είναι’’, του είπε η Άριελ και του έδειξε τις νιφάδες που έπεφταν έξω από το παράθυρο.
‘’Ναι είναι πολύ όμορφα. Πρέπει να ήρθαν τα Χριστούγεννα’’, της απάντησε εκείνος.
‘’Τότε, καλά Χριστούγεννα Τέρενς’’, του είπε η Άριελ γελώντας.
‘’Καλά Χριστούγεννα Αριελ’’, της απάντησε ο Τέρενς και τα δυο παιχνίδια αγκαλιάστηκαν σφιχτά.
ΚΑΛΑ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ ΑΡΙΕΛ!!!!!!!!!!!!!
nuitetoile21- Terry Addict
- Αριθμός μηνυμάτων : 4781
Points : 12188
Ημερομηνία εγγραφής : 06/11/2010
Ηλικία : 41
Τόπος : neverland
Απ: Τα Χριστουγεννιάτικα φικ της nuitetoile21
ΤΟ ΦΙΚ ΤΗΣ ΕΛΕΑΝΑΣ
ΤΑ ΞΩΤΙΚΑ ΤΟΥ ΑΙ ΒΑΣΙΛΗ
Στην χώρα του Αϊ Βασίλη επικρατούσε αναβρασμός. Η μέρα των Χριστουγέννων είχε επιτέλους φτάσει και τα ξωτικά δούλευαν πυρετωδώς για να ετοιμάσουν όλα τα δώρα και τα γλυκά που έπρεπε. Άλλα συναρμολογούσαν τα τελευταία δώρα, άλλα τα τύλιγαν με πολύχρωμα χαρτιά, άλλα έβαζαν πάνω στα κουτιά όμορφες κορδέλες, άλλα έγραφαν πάνω σε καρτελάκια τα ονόματα των παιδιών, ενώ άλλα τσέκαραν συνεχώς τεράστιες λίστες με ονόματα.
Υπήρχαν και κάποια που στόλιζαν την χώρα των Χριστουγέννων με πολύχρωμα λαμπάκια και έβαζαν στα έλατα μπάλες και γιρλάντες. Ενώ κάποια άλλα έψηναν μπισκότα και έφτιαχναν κάθε είδους γλυκά.
Η Ελεάνα, το ξωτικό, είχε ξυπνήσει από πολύ νωρίς και ήδη φορούσε την καταπράσινη στολή της και το καπέλο που συγκρατούσαν τα μυτερά ξωτικίσια αυτιά της.
Με γρήγορα βήματα πλησίασε τον πίνακα ανακοινώσεων για να δει σε ποιο πόστο την είχαν βάλει σήμερα. Η Ελεάνα σκεφτόταν με αγωνία ότι δεν την ένοιαζε που θα την είχαν βάλει αρκεί να μην την είχαν βάλει μαζί με..
‘’Α όχι!’’, είπε η Ελεάνα απογοητευμένη καθώς κοιτούσε τον πίνακα ανακοινώσεων.
‘’Μα από όλα τα ξωτικά με αυτόν βρήκαν να με βάλουν;’’, αναρωτήθηκε εκνευρισμένη.
Σκεφτική ξεκίνησε για το πόστο της ενώ προσπαθούσε να πείσει τον εαυτό της ότι ήταν μια μέρα μόνο και θα περνούσε γρήγορα.
‘’Καλημέρα Ελεάνα!’’, είπε χαμογελαστός ο ‘’συνεργάτης’’ της.
Το χαμόγελο του την εκνεύρισε ακόμα πιο πολύ.
‘’Μέρα Τέρρυ’’, μουρμούρισε μέσα από τα δόντια της και έκατσε στην καρέκλα της.
Προσπάθησε να συγκεντρωθεί στην συναρμολόγηση της κούκλας που είχε μπροστά της αλλά δεν μπορούσε. Μέσα στο μυαλό της αναμασούσε όλες τις προηγούμενες φορές που είχε τύχει να συνεργαστεί με τον Τέρρυ. Όλες μα όλες είχαν καταλήξει σε πλήρη αποτυχία και τρομερούς καυγάδες.
Η Ελεάνα άρχισε να αναρωτιέται ποια από όλες εκείνες τις φορές ήταν η χειρότερη. Τότε που είχαν κοντέψει να ανατινάξουν ένα δέντρο γιατί τσακωνόντουσαν και έκαναν λάθος στα καλώδια; Ή μήπως τότε που είχαν αφαιρεθεί πάλι από κάποιον καυγά και έχασαν τον έλεγχο της χιονόμπαλας η οποία είχε καταλήξει μέσα στο σπίτι ενός ξωτικού; Ή τότε που είχαν αρχίσει να σπρώχνονται πάνω σε εκείνη την σκεπή, με αποτέλεσμα να πέσουν μαζί μέσα στην καμινάδα; Το ένα ήταν χειρότερο από το άλλο και η Ελεάνα δεν μπορούσε να καταλάβει γιατί εξακολουθούσαν να τους βάζουν να δουλεύουν μαζί.
‘’Δεν το κάνεις σωστά’’, η φωνή του Τέρρυ ακούστηκε δίπλα της και γύρισε να τον κοιτάξει.
‘’Έχεις κάνει λάθος’’, της είπε ξανά ο Τέρρυ.
Η Ελεάνα στράφηκε στην κούκλα που έφτιαχνε. Όλα της έμοιαζαν φυσιολογικά.
‘’Να, φέρε να σου δείξω’’, είπε ο Τέρρυ και άπλωσε το χέρι του προς την κούκλα.
Η Ελεάνα την τράβηξε προς το μέρος της και ο Τέρρυ σηκώθηκε όρθιος στην προσπάθεια του να της την πάρει. Η Ελεάνα σηκώθηκε και εκείνη όρθια και δεν χρειάστηκε πολύ για να αρχίσουν να φωνάζουν ο ένας στον άλλον, τραβώντας ο καθένας την κούκλα προς την μεριά του.
Τα άλλα ξωτικά σταμάτησαν να δουλεύουν και γύρισαν και τους κοίταξαν.
‘’ΤΙ ΣΥΜΒΑΙΝΕΙ ΕΔΩ;’’, ακούστηκε μια βροντερή φωνή και ο Τέρρυ με την Ελεάνα τρόμαξαν τόσο πολύ που άφησαν ταυτόχρονα την κούκλα από τα χέρια τους.
Η κούκλα πέταξε στον αέρα και με έναν δυνατό γδούπο προσγειώθηκε πάνω στο κεφάλι του Αι Βασίλη.
Ο Τέρρυ και η Ελεάνα κοιτάχτηκαν και αυτόματα σήκωσαν τα χέρια τους δείχνοντας ο ένας τον άλλον.
‘’ ΑΥΤΟΣ ΦΤΑΙΕΙ!’’, ‘’ΑΥΤΗ ΦΤΑΕΙ!’’, είπαν ταυτόχρονα.
Ο Αϊ Βασίλης τους κοίταξε αυστηρά.
‘’Ελάτε μαζί μου ‘’, τους είπε.
Τα δύο ξωτικά τον ακολούθησαν με σκυμμένο το κεφάλι έξω από το δωμάτιο παρασκευής παιχνιδιών. Ο Αϊ Βασίλης τους οδήγησε στον χώρο όπου φυλούσαν τα έλκηθρα.
Προχώρησε προς το πρώτο έλκηθρο, στο οποίο ήταν ήδη δεμένα τα ελάφια και το πίσω του μέρος ήταν γεμάτο δώρα.
‘’Θα πάτε να παραδώσετε τα δώρα’’, τους είπε . ‘’Ποιος θα οδηγήσει;’’
‘’Εγώ φυσικά!’’, είπε ο Τέρρυ.
‘’Και γιατί να οδηγήσεις εσύ;’’, ρώτησε η Ελεάνα εκνευρισμένη.
‘’Γιατί εγώ είμαι ο άντρας!’’, της απάντησε ειρωνικά ο Τέρρυ.
‘’Δεν είσαι άντρας, είσαι ξωτικό’’, του απάντησε ακόμα πιο ειρωνικά η Ελεάνα.
‘’ΣΤΑΜΑΤΗΣΤΕ!’’, είπε δυνατά ο Αϊ Βασίλης. ‘’Τέρρυ εσύ θα οδηγήσεις, Ελεάνα είσαι υπεύθυνη για την λίστα’’
Τα δυο ξωτικά μουρμούρισαν κάτι και ανέβηκαν πάνω στο έλκηθρο.
‘’Ζώνη δεν έχει;’’, ρώτησε πανικοβλημένη η Ελεάνα.
Ο Τέρρυ γέλασε δυνατά και τίναξε τα γκέμια. Τα ελάφια ξεκίνησαν απότομα και η Ελεάνα παραλίγο να πέσει από το έλκηθρο.
‘’Μα πόσο βλάκας μπορεί να είσαι;’’, ρώτησε όταν τελικά κατάφερε να
ξανανέβει στην θέση της.
Ο Τέρρυ την κοίταξε με ένα μεγάλο ειρωνικό χαμόγελο.
Η Ελεάνα έβγαλε τον χάρτη για να δει που ήταν το πρώτο σπίτι.
‘’Στο πρώτο άστρο πάμε αριστερά’’, είπε στον Τέρρυ.
Ο Τέρρυ έγνεψε καταφατικά και στο πρώτο άστρο που είδαν έστριψε το έλκηθρο προς τα αριστερά.
‘’Τώρα;’’, ρώτησε την Ελεάνα.
Η Ελεάνα κοίταζε αγχωμένη τον χάρτη.
‘’Ε….’’, ήταν το μόνο που είπε.
‘’Μη μου πεις ότι χάθηκες!’’, είπε ο Τέρρυ εκνευρισμένος.
‘’Όχι απλά κρατούσα τον χάρτη ανάποδα’’, είπε η Ελεάνα με φωνή που ίσα που ακουγόταν.
Ο Τέρρυ της έριξε ένα δολοφονικό βλέμμα και άρπαξε τον χάρτη από τα χέρια της.
‘’Γυναίκες..’’’, μουρμούρισε. ‘’Άνθρωποι, νάνοι, ξωτικά..παντού ίδιες είναι..’’
Της έδωσε τον χάρτη πίσω και κατεύθυνε το έλκηθρο προς το σωστό σπίτι. Μετά από λίγο το προσγείωσε πάνω σε μια χιονισμένη καμινάδα. Άρπαξε τον σάκο με τα δώρα και έβγαλε το δώρο για το παιδί του σπιτιού.
‘’Θα πας ή να πάω;’’ , ρώτησε την Ελεάνα.
‘’Θα πάω εγώ’’, του είπε η Ελεάνα και άρπαξε το δώρο από τα χέρια του.
Σε λιγότερο από δυο λεπτά είχε κατέβει από την καμινάδα, είχε αφήσει το δώρο κάτω από το δέντρο και είχε ξανανέβει πάνω στην σκεπή.
Ο Τέρρυ και η Ελεάνα συνέχισαν την διαδρομή τους και μοίρασαν όλα τα δώρα στα παιδιά. Δεν αντάλλαξαν ούτε μια κουβέντα σε όλο το ταξίδι τους. Καθώς όμως έπαιρναν το δρόμο της επιστροφής ο Τέρρυ παρατήρησε πως η Ελεάνα ήταν στεναχωρημένη.
‘’Τι συμβαίνει Ελεάνα;’’, την ρώτησε και εκείνη παρατήρησε πως η φωνή του δεν είχε τον ειρωνικό τόνο που είχε συνήθως.
‘’Στο πρώτο σπίτι που πήγαμε, μόλις είχαν υιοθετήσει και ένα κοριτσάκι αλλά δεν το είχαμε στην λίστα. Μάλλον οι νέοι του γονείς δεν πρόλαβαν να το βάλουν. Αλλά είναι κρίμα να μην πάρει δώρο το καημένο’’, του είπε ύστερα από λίγο.
Ο Τέρρυ δεν μίλησε αλλά γύρισε το έλκηθρο προς τα πίσω, στο πρώτο σπίτι που είχαν επισκεφτεί και το σταμάτησε στην σκεπή του.
‘’Τι θα έλεγες να του δίναμε αυτό;’’, την ρώτησε και από την τσέπη του έβγαλε την κούκλα που η Ελεάνα είχε φτιάξει πιο πριν.
‘’Μα είπες πως δεν είναι καλή!’’, του είπε μισομουτρωμένη μισοέκπληκτη η Ελεάνα.
‘’Μια χαρά είναι. Απλά δεν μου άρεσε το χτένισμα’’, της είπε με μια γκριμάτσα ο Τέρρυ.
‘’ΤΟ ΧΤΕΝΙΣΜΑ;’’, ρώτησε έκπληκτη η Ελεάνα.
‘’Ε ναι δεν της πάει καθόλου. Να δεν είναι καλύτερα έτσι;’’, την ρώτησε ο Τέρρυ και έφτιαξε τα μαλλιά της κούκλας αλλιώς.
Η Ελεάνα κοίταξε την κούκλα. Όντως τώρα ήταν πιο όμορφη.
‘’Πήγαινε την στο κοριτσάκι Ελεάνα’’, την παρότρυνε ο Τέρρυ και της έδωσε την κούκλα.
Η Ελεάνα πήρε την κούκλα από τα χέρια του και κατέβηκε από την καμινάδα. Πλησίασε το κοριτσάκι που κοιμόταν στο κρεβατάκι του και άφησε την κούκλα δίπλα του. Έπειτα ευτυχισμένη ανέβηκε πάνω. Έκατσε στο έλκηθρο και ο Τέρρυ έδωσε εντολή στα ελάφια να τους γυρίσουν πίσω στην χώρα των Χριστουγέννων.
‘’Καλά Χριστούγεννα Τέρρυ’’, του είπε η Ελεάνα ύστερα από λίγο.
Ο Τέρρυ γύρισε προς το μέρος της και της χάρισε ένα αστραφτερό χαμόγελο.
‘’Καλά Χριστούγεννα Ελεάνα’’
ΚΑΛΑ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ ΕΛΕΑΝΑ!!!!!!!!!!!!!!!!!!!
ΤΑ ΞΩΤΙΚΑ ΤΟΥ ΑΙ ΒΑΣΙΛΗ
Στην χώρα του Αϊ Βασίλη επικρατούσε αναβρασμός. Η μέρα των Χριστουγέννων είχε επιτέλους φτάσει και τα ξωτικά δούλευαν πυρετωδώς για να ετοιμάσουν όλα τα δώρα και τα γλυκά που έπρεπε. Άλλα συναρμολογούσαν τα τελευταία δώρα, άλλα τα τύλιγαν με πολύχρωμα χαρτιά, άλλα έβαζαν πάνω στα κουτιά όμορφες κορδέλες, άλλα έγραφαν πάνω σε καρτελάκια τα ονόματα των παιδιών, ενώ άλλα τσέκαραν συνεχώς τεράστιες λίστες με ονόματα.
Υπήρχαν και κάποια που στόλιζαν την χώρα των Χριστουγέννων με πολύχρωμα λαμπάκια και έβαζαν στα έλατα μπάλες και γιρλάντες. Ενώ κάποια άλλα έψηναν μπισκότα και έφτιαχναν κάθε είδους γλυκά.
Η Ελεάνα, το ξωτικό, είχε ξυπνήσει από πολύ νωρίς και ήδη φορούσε την καταπράσινη στολή της και το καπέλο που συγκρατούσαν τα μυτερά ξωτικίσια αυτιά της.
Με γρήγορα βήματα πλησίασε τον πίνακα ανακοινώσεων για να δει σε ποιο πόστο την είχαν βάλει σήμερα. Η Ελεάνα σκεφτόταν με αγωνία ότι δεν την ένοιαζε που θα την είχαν βάλει αρκεί να μην την είχαν βάλει μαζί με..
‘’Α όχι!’’, είπε η Ελεάνα απογοητευμένη καθώς κοιτούσε τον πίνακα ανακοινώσεων.
‘’Μα από όλα τα ξωτικά με αυτόν βρήκαν να με βάλουν;’’, αναρωτήθηκε εκνευρισμένη.
Σκεφτική ξεκίνησε για το πόστο της ενώ προσπαθούσε να πείσει τον εαυτό της ότι ήταν μια μέρα μόνο και θα περνούσε γρήγορα.
‘’Καλημέρα Ελεάνα!’’, είπε χαμογελαστός ο ‘’συνεργάτης’’ της.
Το χαμόγελο του την εκνεύρισε ακόμα πιο πολύ.
‘’Μέρα Τέρρυ’’, μουρμούρισε μέσα από τα δόντια της και έκατσε στην καρέκλα της.
Προσπάθησε να συγκεντρωθεί στην συναρμολόγηση της κούκλας που είχε μπροστά της αλλά δεν μπορούσε. Μέσα στο μυαλό της αναμασούσε όλες τις προηγούμενες φορές που είχε τύχει να συνεργαστεί με τον Τέρρυ. Όλες μα όλες είχαν καταλήξει σε πλήρη αποτυχία και τρομερούς καυγάδες.
Η Ελεάνα άρχισε να αναρωτιέται ποια από όλες εκείνες τις φορές ήταν η χειρότερη. Τότε που είχαν κοντέψει να ανατινάξουν ένα δέντρο γιατί τσακωνόντουσαν και έκαναν λάθος στα καλώδια; Ή μήπως τότε που είχαν αφαιρεθεί πάλι από κάποιον καυγά και έχασαν τον έλεγχο της χιονόμπαλας η οποία είχε καταλήξει μέσα στο σπίτι ενός ξωτικού; Ή τότε που είχαν αρχίσει να σπρώχνονται πάνω σε εκείνη την σκεπή, με αποτέλεσμα να πέσουν μαζί μέσα στην καμινάδα; Το ένα ήταν χειρότερο από το άλλο και η Ελεάνα δεν μπορούσε να καταλάβει γιατί εξακολουθούσαν να τους βάζουν να δουλεύουν μαζί.
‘’Δεν το κάνεις σωστά’’, η φωνή του Τέρρυ ακούστηκε δίπλα της και γύρισε να τον κοιτάξει.
‘’Έχεις κάνει λάθος’’, της είπε ξανά ο Τέρρυ.
Η Ελεάνα στράφηκε στην κούκλα που έφτιαχνε. Όλα της έμοιαζαν φυσιολογικά.
‘’Να, φέρε να σου δείξω’’, είπε ο Τέρρυ και άπλωσε το χέρι του προς την κούκλα.
Η Ελεάνα την τράβηξε προς το μέρος της και ο Τέρρυ σηκώθηκε όρθιος στην προσπάθεια του να της την πάρει. Η Ελεάνα σηκώθηκε και εκείνη όρθια και δεν χρειάστηκε πολύ για να αρχίσουν να φωνάζουν ο ένας στον άλλον, τραβώντας ο καθένας την κούκλα προς την μεριά του.
Τα άλλα ξωτικά σταμάτησαν να δουλεύουν και γύρισαν και τους κοίταξαν.
‘’ΤΙ ΣΥΜΒΑΙΝΕΙ ΕΔΩ;’’, ακούστηκε μια βροντερή φωνή και ο Τέρρυ με την Ελεάνα τρόμαξαν τόσο πολύ που άφησαν ταυτόχρονα την κούκλα από τα χέρια τους.
Η κούκλα πέταξε στον αέρα και με έναν δυνατό γδούπο προσγειώθηκε πάνω στο κεφάλι του Αι Βασίλη.
Ο Τέρρυ και η Ελεάνα κοιτάχτηκαν και αυτόματα σήκωσαν τα χέρια τους δείχνοντας ο ένας τον άλλον.
‘’ ΑΥΤΟΣ ΦΤΑΙΕΙ!’’, ‘’ΑΥΤΗ ΦΤΑΕΙ!’’, είπαν ταυτόχρονα.
Ο Αϊ Βασίλης τους κοίταξε αυστηρά.
‘’Ελάτε μαζί μου ‘’, τους είπε.
Τα δύο ξωτικά τον ακολούθησαν με σκυμμένο το κεφάλι έξω από το δωμάτιο παρασκευής παιχνιδιών. Ο Αϊ Βασίλης τους οδήγησε στον χώρο όπου φυλούσαν τα έλκηθρα.
Προχώρησε προς το πρώτο έλκηθρο, στο οποίο ήταν ήδη δεμένα τα ελάφια και το πίσω του μέρος ήταν γεμάτο δώρα.
‘’Θα πάτε να παραδώσετε τα δώρα’’, τους είπε . ‘’Ποιος θα οδηγήσει;’’
‘’Εγώ φυσικά!’’, είπε ο Τέρρυ.
‘’Και γιατί να οδηγήσεις εσύ;’’, ρώτησε η Ελεάνα εκνευρισμένη.
‘’Γιατί εγώ είμαι ο άντρας!’’, της απάντησε ειρωνικά ο Τέρρυ.
‘’Δεν είσαι άντρας, είσαι ξωτικό’’, του απάντησε ακόμα πιο ειρωνικά η Ελεάνα.
‘’ΣΤΑΜΑΤΗΣΤΕ!’’, είπε δυνατά ο Αϊ Βασίλης. ‘’Τέρρυ εσύ θα οδηγήσεις, Ελεάνα είσαι υπεύθυνη για την λίστα’’
Τα δυο ξωτικά μουρμούρισαν κάτι και ανέβηκαν πάνω στο έλκηθρο.
‘’Ζώνη δεν έχει;’’, ρώτησε πανικοβλημένη η Ελεάνα.
Ο Τέρρυ γέλασε δυνατά και τίναξε τα γκέμια. Τα ελάφια ξεκίνησαν απότομα και η Ελεάνα παραλίγο να πέσει από το έλκηθρο.
‘’Μα πόσο βλάκας μπορεί να είσαι;’’, ρώτησε όταν τελικά κατάφερε να
ξανανέβει στην θέση της.
Ο Τέρρυ την κοίταξε με ένα μεγάλο ειρωνικό χαμόγελο.
Η Ελεάνα έβγαλε τον χάρτη για να δει που ήταν το πρώτο σπίτι.
‘’Στο πρώτο άστρο πάμε αριστερά’’, είπε στον Τέρρυ.
Ο Τέρρυ έγνεψε καταφατικά και στο πρώτο άστρο που είδαν έστριψε το έλκηθρο προς τα αριστερά.
‘’Τώρα;’’, ρώτησε την Ελεάνα.
Η Ελεάνα κοίταζε αγχωμένη τον χάρτη.
‘’Ε….’’, ήταν το μόνο που είπε.
‘’Μη μου πεις ότι χάθηκες!’’, είπε ο Τέρρυ εκνευρισμένος.
‘’Όχι απλά κρατούσα τον χάρτη ανάποδα’’, είπε η Ελεάνα με φωνή που ίσα που ακουγόταν.
Ο Τέρρυ της έριξε ένα δολοφονικό βλέμμα και άρπαξε τον χάρτη από τα χέρια της.
‘’Γυναίκες..’’’, μουρμούρισε. ‘’Άνθρωποι, νάνοι, ξωτικά..παντού ίδιες είναι..’’
Της έδωσε τον χάρτη πίσω και κατεύθυνε το έλκηθρο προς το σωστό σπίτι. Μετά από λίγο το προσγείωσε πάνω σε μια χιονισμένη καμινάδα. Άρπαξε τον σάκο με τα δώρα και έβγαλε το δώρο για το παιδί του σπιτιού.
‘’Θα πας ή να πάω;’’ , ρώτησε την Ελεάνα.
‘’Θα πάω εγώ’’, του είπε η Ελεάνα και άρπαξε το δώρο από τα χέρια του.
Σε λιγότερο από δυο λεπτά είχε κατέβει από την καμινάδα, είχε αφήσει το δώρο κάτω από το δέντρο και είχε ξανανέβει πάνω στην σκεπή.
Ο Τέρρυ και η Ελεάνα συνέχισαν την διαδρομή τους και μοίρασαν όλα τα δώρα στα παιδιά. Δεν αντάλλαξαν ούτε μια κουβέντα σε όλο το ταξίδι τους. Καθώς όμως έπαιρναν το δρόμο της επιστροφής ο Τέρρυ παρατήρησε πως η Ελεάνα ήταν στεναχωρημένη.
‘’Τι συμβαίνει Ελεάνα;’’, την ρώτησε και εκείνη παρατήρησε πως η φωνή του δεν είχε τον ειρωνικό τόνο που είχε συνήθως.
‘’Στο πρώτο σπίτι που πήγαμε, μόλις είχαν υιοθετήσει και ένα κοριτσάκι αλλά δεν το είχαμε στην λίστα. Μάλλον οι νέοι του γονείς δεν πρόλαβαν να το βάλουν. Αλλά είναι κρίμα να μην πάρει δώρο το καημένο’’, του είπε ύστερα από λίγο.
Ο Τέρρυ δεν μίλησε αλλά γύρισε το έλκηθρο προς τα πίσω, στο πρώτο σπίτι που είχαν επισκεφτεί και το σταμάτησε στην σκεπή του.
‘’Τι θα έλεγες να του δίναμε αυτό;’’, την ρώτησε και από την τσέπη του έβγαλε την κούκλα που η Ελεάνα είχε φτιάξει πιο πριν.
‘’Μα είπες πως δεν είναι καλή!’’, του είπε μισομουτρωμένη μισοέκπληκτη η Ελεάνα.
‘’Μια χαρά είναι. Απλά δεν μου άρεσε το χτένισμα’’, της είπε με μια γκριμάτσα ο Τέρρυ.
‘’ΤΟ ΧΤΕΝΙΣΜΑ;’’, ρώτησε έκπληκτη η Ελεάνα.
‘’Ε ναι δεν της πάει καθόλου. Να δεν είναι καλύτερα έτσι;’’, την ρώτησε ο Τέρρυ και έφτιαξε τα μαλλιά της κούκλας αλλιώς.
Η Ελεάνα κοίταξε την κούκλα. Όντως τώρα ήταν πιο όμορφη.
‘’Πήγαινε την στο κοριτσάκι Ελεάνα’’, την παρότρυνε ο Τέρρυ και της έδωσε την κούκλα.
Η Ελεάνα πήρε την κούκλα από τα χέρια του και κατέβηκε από την καμινάδα. Πλησίασε το κοριτσάκι που κοιμόταν στο κρεβατάκι του και άφησε την κούκλα δίπλα του. Έπειτα ευτυχισμένη ανέβηκε πάνω. Έκατσε στο έλκηθρο και ο Τέρρυ έδωσε εντολή στα ελάφια να τους γυρίσουν πίσω στην χώρα των Χριστουγέννων.
‘’Καλά Χριστούγεννα Τέρρυ’’, του είπε η Ελεάνα ύστερα από λίγο.
Ο Τέρρυ γύρισε προς το μέρος της και της χάρισε ένα αστραφτερό χαμόγελο.
‘’Καλά Χριστούγεννα Ελεάνα’’
ΚΑΛΑ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ ΕΛΕΑΝΑ!!!!!!!!!!!!!!!!!!!
nuitetoile21- Terry Addict
- Αριθμός μηνυμάτων : 4781
Points : 12188
Ημερομηνία εγγραφής : 06/11/2010
Ηλικία : 41
Τόπος : neverland
Απ: Τα Χριστουγεννιάτικα φικ της nuitetoile21
σήμερα επειδή το φικ είναι της candyterry η οποία δεν μιλάει ελληνικά θα ανέβουν δυο κείμενα. το πρώτο στα ελληνικά και το δεύτερο στα αγγλικά για να μπορέσει να το διαβάσει και εκείνη. χίλια ευχαριστώ στην τζουλιετ που έκανε την μετάφραση.
ΤΟ ΦΙΚ ΤΗΣ CANDYTERRY
ΠΑΙΔΙΚΑ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ ΜΕ ΤΟΝ ΤΕΡΡΥ
Η δεκατριάχρονη κοπελίτσα είχε ξαπλώσει στο γρασίδι και ονειροπολούσε τα Χριστούγεννα που απείχαν μόνο λίγες μέρες.
‘’Τι ευχάριστο θέαμα’’, άκουσε μια φωνή κοντά της να λέει. ‘’Μια κοπέλα ξαπλωμένη στο γρασίδι..’’
Η κοπέλα άνοιξε τα μάτια της εκνευρισμένη.
‘’Ο Τέρρυ!’’, σκέφτηκε. ‘’Μα πουθενά δεν μπορώ να γλιτώσω από αυτόν;’’
Το δεκατετράχρονο αγόρι με το όνομα Τέρρυ στεκόταν τώρα όρθιος πολύ κοντά της και η κοπέλα χαμογέλασε ειρωνικά. Με μια βίαιη κίνηση τον άρπαξε από τα πόδια και ο Τέρρυ σωριάστηκε με θόρυβο στο γρασίδι.
‘’Όχι τόσο ευχάριστο όσο ένα αγόρι πάνω στο γρασίδι’’, του είπε ειρωνικά και σηκώθηκε να φύγει.
‘’Που πας CandyTerry; ‘’ την ρώτησε εκείνος.
Η κοπέλα σταμάτησε να περπατάει και γύρισε εκνευρισμένη προς το μέρος του.
‘’Δεν με λένε CandyTerry! Έχω όνομα!’’, του είπε.
‘’Ναι το ξέρω’’, της είπε με απάθεια εκείνος. ‘’Αλλά έχασες το στοίχημα, οπότε το νέο όνομα σου είναι CandyTerry, έτσι συμφωνήσαμε.’’
Η κοπέλα τον κοίταξε θυμωμένη αλλά δεν είπε τίποτα. Στο μυαλό της έφερε το τελευταίο στοίχημα που είχε βάλει με τον αιώνιο αντίπαλο της στην γειτονιά, τον Τέρρυ. Είχαν στοιχηματίσει πως θα έκαναν έναν αγώνα δρόμου. Αν κέρδιζε εκείνη τότε ο Τέρρυ θα έφτιαχνε στην αυλή του σπιτιού της έναν τεράστιο χιονάνθρωπο. Αν κέρδιζε εκείνος θα την έδινε ένα παρατσούκλι. Ο Τέρρυ είχε κερδίσει και μετά από πολύ ώρα σκέψης της είχε δώσει το παρατσούκλι CandyTerry, κάτι που η ίδια έβρισκε αρκετά υποτιμητικό καθώς το παρατσούκλι περιείχε και το ‘’Τέρρυ’’ μέσα κάτι που την έκανε να νιώθει σαν να είναι ιδιοκτησία του.
‘’Μην θυμώνεις’’, είπε ο Τέρρυ και την έβγαλε από τις σκέψεις της. ‘’Όταν θυμώνεις τα μάγουλα σου γίνονται κόκκινα και είσαι άσχημη. Μμμ..μάλλον πρέπει να αφαιρέσω το ‘’candy’’ από το παρατσούκλι σου…’’
Η κοπέλα άνοιξε τα μάτια της διάπλατα και έπειτα μουρμουρίζοντας κάτι, του γύρισε την πλάτη και έφυγε.
Ο Τέρρυ χαμογέλασε και ξάπλωσε πάνω στο γρασίδι.
‘’Τι ωραία που θα ήταν να χιόνιζε’’, σκέφτηκε.
Δεν πρόλαβε να τελειώσει την σκέψη του και μια κάτασπρη νιφάδα του ακούμπησε την μύτη. Κοίταξε γύρω του και είδε ότι χιόνιζε. Σηκώθηκε όρθιος και χαμογελώντας κοίταξε προς την μεριά που είχε φύγει η παιδική
του αντίπαλος.
‘’Θα είναι όμορφα τα φετινά Χριστούγεννα’’, σκέφτηκε.
Μέχρι την επόμενη μέρα το χιόνι είχε στρωθεί παντού και ο Τέρρυ το κοίταζε ικανοποιημένος από το παράθυρο του δωματίου του.
‘’Το βράδυ’’, σκέφτηκε. ‘’Το βράδυ θα είναι η πιο κατάλληλη ώρα’’
Το απόγευμα μάζεψε τα αγόρια της γειτονιάς, στα οποία ήταν αρχηγός και τους μίλησε για το σχέδιο του. Θα έκαναν μια ωραία έκπληξη στην αρχηγό των κοριτσιών εκείνο το βράδυ. Τα άλλα αγόρια τον κοίταζαν παραξενεμένα.
‘’Μα γιατί ο αρχηγός τους ασχολιόταν τόσο με την γυναικεία αντίπαλη ομάδα; Την είχαν κερδίσει σε όλους τους αγώνες και ο Τέρρυ είχε γίνει δίκαια ο αρχηγός όλης της γειτονιάς.’’, αναρωτιόντουσαν.
‘’Μα αρχηγέ τι μας νοιάζουν τα κορίτσια;’’, ρώτησε ένα από τα αγόρια. ‘’Όλο κλαίνε και νοιάζονται μόνο μην λερωθούν τα ρούχα τους. ‘’
‘’Ναι αλλά η Candyterry δεν είναι έτσι! Με ανταγωνίστηκε σε όλα τα στοιχήματα και ήταν πολύ καλή αντίπαλος. Της αξίζει ένα δώρο!’’, είπε ο Τέρρυ και στο ύφος του τα άλλα αγόρια κατάλαβαν ότι δεν θα δεχόταν αντιρρήσεις.
Το βράδυ ήρθε και η αγοροπαρέα τρύπωσε στην αυλή της αρχηγού των κοριτσιών. Κάνοντας απόλυτη ησυχία έβαλαν σε εφαρμογή το σχέδιο τους.
Το πρωί η CandyTerry άνοιξε την πόρτα του σπιτιού της και έμεινε έκπληκτη να κοιτάει την αυλή της. Στον κήπο βρισκόταν ένας τεράστιος χιονάνθρωπος ο οποίος φορούσε ρούχα του Τέρρυ.
‘’Καλά Χριστούγεννα!’’, άκουσε την φωνή του Τέρρυ δίπλα της.
Τον κοίταξε χαμογελώντας και ο Τέρρυ της έδωσε το χέρι του.
‘’Ανακωχή;’’, την ρώτησε.
Εκείνη έπιασε το χέρι του γελώντας.
‘’Καλά Χριστούγεννα Τέρρυ’’, του είπε.
ΚΑΛΑ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ CANDYTERRY!!!!!!!!!!
ΤΟ ΦΙΚ ΤΗΣ CANDYTERRY
ΠΑΙΔΙΚΑ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ ΜΕ ΤΟΝ ΤΕΡΡΥ
Η δεκατριάχρονη κοπελίτσα είχε ξαπλώσει στο γρασίδι και ονειροπολούσε τα Χριστούγεννα που απείχαν μόνο λίγες μέρες.
‘’Τι ευχάριστο θέαμα’’, άκουσε μια φωνή κοντά της να λέει. ‘’Μια κοπέλα ξαπλωμένη στο γρασίδι..’’
Η κοπέλα άνοιξε τα μάτια της εκνευρισμένη.
‘’Ο Τέρρυ!’’, σκέφτηκε. ‘’Μα πουθενά δεν μπορώ να γλιτώσω από αυτόν;’’
Το δεκατετράχρονο αγόρι με το όνομα Τέρρυ στεκόταν τώρα όρθιος πολύ κοντά της και η κοπέλα χαμογέλασε ειρωνικά. Με μια βίαιη κίνηση τον άρπαξε από τα πόδια και ο Τέρρυ σωριάστηκε με θόρυβο στο γρασίδι.
‘’Όχι τόσο ευχάριστο όσο ένα αγόρι πάνω στο γρασίδι’’, του είπε ειρωνικά και σηκώθηκε να φύγει.
‘’Που πας CandyTerry; ‘’ την ρώτησε εκείνος.
Η κοπέλα σταμάτησε να περπατάει και γύρισε εκνευρισμένη προς το μέρος του.
‘’Δεν με λένε CandyTerry! Έχω όνομα!’’, του είπε.
‘’Ναι το ξέρω’’, της είπε με απάθεια εκείνος. ‘’Αλλά έχασες το στοίχημα, οπότε το νέο όνομα σου είναι CandyTerry, έτσι συμφωνήσαμε.’’
Η κοπέλα τον κοίταξε θυμωμένη αλλά δεν είπε τίποτα. Στο μυαλό της έφερε το τελευταίο στοίχημα που είχε βάλει με τον αιώνιο αντίπαλο της στην γειτονιά, τον Τέρρυ. Είχαν στοιχηματίσει πως θα έκαναν έναν αγώνα δρόμου. Αν κέρδιζε εκείνη τότε ο Τέρρυ θα έφτιαχνε στην αυλή του σπιτιού της έναν τεράστιο χιονάνθρωπο. Αν κέρδιζε εκείνος θα την έδινε ένα παρατσούκλι. Ο Τέρρυ είχε κερδίσει και μετά από πολύ ώρα σκέψης της είχε δώσει το παρατσούκλι CandyTerry, κάτι που η ίδια έβρισκε αρκετά υποτιμητικό καθώς το παρατσούκλι περιείχε και το ‘’Τέρρυ’’ μέσα κάτι που την έκανε να νιώθει σαν να είναι ιδιοκτησία του.
‘’Μην θυμώνεις’’, είπε ο Τέρρυ και την έβγαλε από τις σκέψεις της. ‘’Όταν θυμώνεις τα μάγουλα σου γίνονται κόκκινα και είσαι άσχημη. Μμμ..μάλλον πρέπει να αφαιρέσω το ‘’candy’’ από το παρατσούκλι σου…’’
Η κοπέλα άνοιξε τα μάτια της διάπλατα και έπειτα μουρμουρίζοντας κάτι, του γύρισε την πλάτη και έφυγε.
Ο Τέρρυ χαμογέλασε και ξάπλωσε πάνω στο γρασίδι.
‘’Τι ωραία που θα ήταν να χιόνιζε’’, σκέφτηκε.
Δεν πρόλαβε να τελειώσει την σκέψη του και μια κάτασπρη νιφάδα του ακούμπησε την μύτη. Κοίταξε γύρω του και είδε ότι χιόνιζε. Σηκώθηκε όρθιος και χαμογελώντας κοίταξε προς την μεριά που είχε φύγει η παιδική
του αντίπαλος.
‘’Θα είναι όμορφα τα φετινά Χριστούγεννα’’, σκέφτηκε.
Μέχρι την επόμενη μέρα το χιόνι είχε στρωθεί παντού και ο Τέρρυ το κοίταζε ικανοποιημένος από το παράθυρο του δωματίου του.
‘’Το βράδυ’’, σκέφτηκε. ‘’Το βράδυ θα είναι η πιο κατάλληλη ώρα’’
Το απόγευμα μάζεψε τα αγόρια της γειτονιάς, στα οποία ήταν αρχηγός και τους μίλησε για το σχέδιο του. Θα έκαναν μια ωραία έκπληξη στην αρχηγό των κοριτσιών εκείνο το βράδυ. Τα άλλα αγόρια τον κοίταζαν παραξενεμένα.
‘’Μα γιατί ο αρχηγός τους ασχολιόταν τόσο με την γυναικεία αντίπαλη ομάδα; Την είχαν κερδίσει σε όλους τους αγώνες και ο Τέρρυ είχε γίνει δίκαια ο αρχηγός όλης της γειτονιάς.’’, αναρωτιόντουσαν.
‘’Μα αρχηγέ τι μας νοιάζουν τα κορίτσια;’’, ρώτησε ένα από τα αγόρια. ‘’Όλο κλαίνε και νοιάζονται μόνο μην λερωθούν τα ρούχα τους. ‘’
‘’Ναι αλλά η Candyterry δεν είναι έτσι! Με ανταγωνίστηκε σε όλα τα στοιχήματα και ήταν πολύ καλή αντίπαλος. Της αξίζει ένα δώρο!’’, είπε ο Τέρρυ και στο ύφος του τα άλλα αγόρια κατάλαβαν ότι δεν θα δεχόταν αντιρρήσεις.
Το βράδυ ήρθε και η αγοροπαρέα τρύπωσε στην αυλή της αρχηγού των κοριτσιών. Κάνοντας απόλυτη ησυχία έβαλαν σε εφαρμογή το σχέδιο τους.
Το πρωί η CandyTerry άνοιξε την πόρτα του σπιτιού της και έμεινε έκπληκτη να κοιτάει την αυλή της. Στον κήπο βρισκόταν ένας τεράστιος χιονάνθρωπος ο οποίος φορούσε ρούχα του Τέρρυ.
‘’Καλά Χριστούγεννα!’’, άκουσε την φωνή του Τέρρυ δίπλα της.
Τον κοίταξε χαμογελώντας και ο Τέρρυ της έδωσε το χέρι του.
‘’Ανακωχή;’’, την ρώτησε.
Εκείνη έπιασε το χέρι του γελώντας.
‘’Καλά Χριστούγεννα Τέρρυ’’, του είπε.
ΚΑΛΑ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ CANDYTERRY!!!!!!!!!!
nuitetoile21- Terry Addict
- Αριθμός μηνυμάτων : 4781
Points : 12188
Ημερομηνία εγγραφής : 06/11/2010
Ηλικία : 41
Τόπος : neverland
Απ: Τα Χριστουγεννιάτικα φικ της nuitetoile21
CANDYTERRY'S FIC - (many thanks to juliet for the translation)
CHILDHOOD CHRISTMAS WITH TERRY
The thirteen years old girl had laid at the grass daydreaming about the Christmas time; it was just that time of the year.
"What a pleasant sight", she heard a voice next to her. "A girl laying on the grass..."
The girl, with irritation, opened her eyes.
"Terry", she thought. "But isn't there a place where I can get away from him?"
The fourteen years old boy with the name "Terry" stood quite close to her and the girl smiled in an ironic way. With a violent move she grabbed his feet and Terry with a sharp noise landed on the grass.
"Not as pleasant as a boy at the grass", she said ironically and she got up in order to leave.
"Where are you going Candy-Terry?", he asked.
The girl stopped walking and irritated she turned back to him.
"My name is not Candy-Terry, I have a name!", she said.
"Yes I know", he answered back with apathy. "But you lost the bet so your new name is Candy-Terry. That's what we agreed."
The girl looked at him with an angry look, still she answered nothing. In her mind she recalled the last bet that she had put with her eternal rival at the neighborhood, Terry. They had bet that they would do a street race. If she won then Terry would make a huge snowman at her back yard.
If he won, then he would give her a nick name. Terry had won and after quite a time of thinking he had given her the nickname CandyTerry, something that she found too underestimating due to fact that the nickname included "Terry" in it, something that made her feel like she was a piece of his property.
"Don't get angry", Terry said and pulled her out of her thoughts. "When you get angry then your cheeks become red and you look ugly. M...I guess I have to take out the "Candy" part from your nickname.."
The girl widened her eyes and then she murmured something, turned her back at him and she went away.
Terry smiled and laid at the grass.
"How nice some snow would be..", he thought...
He had no time to complete his thinking and a white snowflake touched his nose. He looked around him and he saw that it was indeed snowing. He stood still and by smiling he looked towards the way that his childhood rival had gone.
"This Christmas will be nice", he thought.
Until the next day the snow had spread everywhere and Terry satisfied, gazed at it, through the window of his room.
"Tonight", he thought. "Tonight, it will be the most suitable hour."
Towards the evening he gathered the boys of the neighborhood, for who he was their leader, and he talked to them about his plan. They would make a nice surprise to the leader of the girls that night. The other boys looked at him in a strange look.
"But why did their leader occupy himself so much with the rival female group?" They had beaten the team in all sports and Terry had in a fair way become the leader of the entire neighborhood." They wondered about it.
"But chief what do we care about the girls?" the boys asked. "They sob all the time and for all they care is their clothes not to become dirty".
"Yes, but CandyTerry is not like this! She competed me in all the bets and she was a very good rival. She is worthy of a gift!", Terry said and in his way the other boys understood that he took no objections.
The night came and the boy's gang sneaked at the girl's leader's backyard. In the complete silence they put their plan into action. The next morning CandyTerry opened the door of her house and stood speechless looking at the backyard. At the garden there was a huge snowman who wore Terry's clothes.
"Merry Christmas", she heard Terry's voice next to her.
She looked at him in a smile and Terry offered his hand to her.
"Truce?" he then asked...
She grabbed his hand laughing.
"Merry Christmas, Terry", she replied.
MERRY CHRISTMAS CANDYTERRY!!!!!!!!!!!!!!!
CHILDHOOD CHRISTMAS WITH TERRY
The thirteen years old girl had laid at the grass daydreaming about the Christmas time; it was just that time of the year.
"What a pleasant sight", she heard a voice next to her. "A girl laying on the grass..."
The girl, with irritation, opened her eyes.
"Terry", she thought. "But isn't there a place where I can get away from him?"
The fourteen years old boy with the name "Terry" stood quite close to her and the girl smiled in an ironic way. With a violent move she grabbed his feet and Terry with a sharp noise landed on the grass.
"Not as pleasant as a boy at the grass", she said ironically and she got up in order to leave.
"Where are you going Candy-Terry?", he asked.
The girl stopped walking and irritated she turned back to him.
"My name is not Candy-Terry, I have a name!", she said.
"Yes I know", he answered back with apathy. "But you lost the bet so your new name is Candy-Terry. That's what we agreed."
The girl looked at him with an angry look, still she answered nothing. In her mind she recalled the last bet that she had put with her eternal rival at the neighborhood, Terry. They had bet that they would do a street race. If she won then Terry would make a huge snowman at her back yard.
If he won, then he would give her a nick name. Terry had won and after quite a time of thinking he had given her the nickname CandyTerry, something that she found too underestimating due to fact that the nickname included "Terry" in it, something that made her feel like she was a piece of his property.
"Don't get angry", Terry said and pulled her out of her thoughts. "When you get angry then your cheeks become red and you look ugly. M...I guess I have to take out the "Candy" part from your nickname.."
The girl widened her eyes and then she murmured something, turned her back at him and she went away.
Terry smiled and laid at the grass.
"How nice some snow would be..", he thought...
He had no time to complete his thinking and a white snowflake touched his nose. He looked around him and he saw that it was indeed snowing. He stood still and by smiling he looked towards the way that his childhood rival had gone.
"This Christmas will be nice", he thought.
Until the next day the snow had spread everywhere and Terry satisfied, gazed at it, through the window of his room.
"Tonight", he thought. "Tonight, it will be the most suitable hour."
Towards the evening he gathered the boys of the neighborhood, for who he was their leader, and he talked to them about his plan. They would make a nice surprise to the leader of the girls that night. The other boys looked at him in a strange look.
"But why did their leader occupy himself so much with the rival female group?" They had beaten the team in all sports and Terry had in a fair way become the leader of the entire neighborhood." They wondered about it.
"But chief what do we care about the girls?" the boys asked. "They sob all the time and for all they care is their clothes not to become dirty".
"Yes, but CandyTerry is not like this! She competed me in all the bets and she was a very good rival. She is worthy of a gift!", Terry said and in his way the other boys understood that he took no objections.
The night came and the boy's gang sneaked at the girl's leader's backyard. In the complete silence they put their plan into action. The next morning CandyTerry opened the door of her house and stood speechless looking at the backyard. At the garden there was a huge snowman who wore Terry's clothes.
"Merry Christmas", she heard Terry's voice next to her.
She looked at him in a smile and Terry offered his hand to her.
"Truce?" he then asked...
She grabbed his hand laughing.
"Merry Christmas, Terry", she replied.
MERRY CHRISTMAS CANDYTERRY!!!!!!!!!!!!!!!
nuitetoile21- Terry Addict
- Αριθμός μηνυμάτων : 4781
Points : 12188
Ημερομηνία εγγραφής : 06/11/2010
Ηλικία : 41
Τόπος : neverland
Απ: Τα Χριστουγεννιάτικα φικ της nuitetoile21
Επειδή η Nuit έχει ετοιμάσει ιστορίες για όλες μας, σκέφτηκα να γράψω κι εγώ μια ιστορία για δωράκι της nuit. Μπορεί να μην είναι του επιπέδου των ιστοριών της nuit, αλλά πιστεύω ότι η ίδια θα γελάσει αρκετά… Σε spoiler θα βρείτε διευκρινήσεις για ορισμένα σημεία που δεν έχουν σχέση με την ιστορία Κάντυ-Τέρρυ και όχι μόνο…
Enjoy!
ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ ΜΕ ΤΗ NUITETOILE
Η Nuitetoile καθόταν στο μικρό γραφείο της. Για τρίτο συνεχόμενο 24ωρο ξάγρυπνη, έδειχνε πολύ καλά. Έγραφε ακατάπαυστα Χριστουγεννιάτικες ιστορίες για τα μέλη του φόρουμ και ήταν τόσο απορροφημένη που σχεδόν κόντευε να κόψει και το κάπνισμα. Η λάμπα που ήταν δίπλα της και φώτιζε το δωμάτιο ήταν έτοιμη να σβήσει. Σηκώθηκε και πήγε να φέρει λίγο πετρέλαιο για να συνεχίσει το γράψιμο. Γυρίζοντας παρατήρησε ότι δεν είχε στολίσει το σπίτι φέτος...
"Μήπως έπρεπε να μην φτιάξω τόσες ερωτήσεις για το κουίζ και να ασχοληθώ και λίγο με το σπίτι μου;", αναρωτήθηκε για μια στιγμή, αλλά αμέσως επέστρεψε στο γράψιμό της.
Ένας θόρυβος διέκοψε τη σκέψη της: "Πάνω που πήγε να βάλει ο Τέρρυ γκολ..." σκέφτηκε και σταμάτησε για να αφουγκραστεί. Ο θόρυβος μεγάλωνε. Προσπάθησε να τον εντοπίσει και δεν άργησε να καταλάβει ότι έβγαινε από το τζάκι.
"Λες να είναι ο Άγιος Βασίλης;" αναρωτήθηκε παιδιάστικα γνωρίζοντας ότι κάτι τέτοιο θα ήταν μόνο της φαντασίας της και χάρισε στον εαυτό της ένα μικρό χαμόγελο. Πλησίασε κοντά και ο θόρυβος μεγάλωσε κι άλλο μέχρι που κάποιος προσγειώθηκε από την καμινάδα μέσα στο τζάκι. Η Nuitetoile τα έχασε.
Ν: Τέ… Τέρρυ; - ψέλλισε μη πιστεύοντας στα γουρλωμένα πια μάτια της.
Τ: Καλησπέρα Nuitetoile - της απάντησε ο Τέρρυ κοιτάζοντάς την λίγο αγχωμένος.
Ν: Τι κάνεις μέσα στην καμινάδα; - ρώτησε η Nuit σαστισμένη.
Τ: Μην μου πεις ότι δεν περίμενες να με δεις να βγαίνω από την καμινάδα; Με έχεις κάνει πρίγκιπα, στρατιωτάκι, εξωγήινο, ταξίδεψα ως τώρα με πεφταστέρια και νεράιδες σε χώρες και πλανήτες που δεν υπάρχουν, οπότε η καμινάδα σου θα έπρεπε να είναι το τελευταίο που σε ξενίζει…
Ν: Ναι, έτσι όπως το θέτεις έχεις ένα δίκιο δεν λέω…
Η ίδια φασαρία ακούστηκε από την καμινάδα και σύντομα ξεπρόβαλε η Κάντυ σκονισμένη και μουτζουρωμένη. Δεν έχασε λεπτό και αγκάλιασε αμέσως την Nuit.
Κτ: Nuitetoile, σ’ευχαριστώ πολύ που έφερες τον Τέρρυ στο ορφανοτροφείο. Ήταν τα καλύτερα Χριστούγεννα της ζωής μου – είπε η Κάντυ συγκινημένη.
Ο Τέρρυ όμως βιάστηκε να διακόψει τις κοπέλες.
Τ: Nuitetoile χρειάζομαι τη βοήθειά σου. Δεν μπορούσα να περιμένω άλλο τη μετάφραση της νουβέλας και αποφάσισα να πάρω την κατάσταση στα χέρια μου. Έκλεψα την Κάντυ από την Μιζούκι και έχω βγάλει εισιτήρια για Αγγλία. Το καράβι φεύγει αύριο το πρωί, αλλά πολύ φοβάμαι ότι μέχρι τότε θα πρέπει να μας κρύψεις στο σπίτι σου.
Ν: Τέρρυ, είναι το λιγότερο που μπορώ να κάνω για σας. Μπορείτε να μείνετε εδώ απόψε και όσο χρειαστεί…
Για μια ακόμη φορά την πρότασή της διέκοψε μια φασαρία από την καμινάδα.
Τ: Περιμένεις κανέναν; - ρώτησε ανήσυχος ο Τέρρυ.
Ν: Τώρα αυτό κάνω πως δεν το άκουσα – σχολίασε η Νuit κοιτάζοντάς τον λοξά - Ελάτε μαζί μου – φώναξε η Nuit και ο Τέρρυ με την Κάντυ την ακολούθησαν μέχρι την κρεβατοκάμαρά της.
Τους κλείδωσε μέσα και έτρεξε στο σαλόνι μπροστά στο τζάκι να δει τι είχε συμβεί. Πάλι έβγαινε καπνός από μέσα και ένας άντρας είχε ξεπηδήσει από εκεί. Αυτή η φιγούρα της ήταν επίσης πολύ γνωστή. Κοίταζε τον όμορφο άντρα που στεκόταν πια μπροστά της και ξεσκόνιζε τα ρούχα του, βρίζοντας κάτι μισόλογα μέσα από τα δόντια του.
Ν: Είσαι ο Κάναμε από το Vampire Knight της Χίνο; - ρώτησε σαστισμένη η Νuitetoile.
Κ: Όχι, είμαι ο Κάναμε από το Vampire Knight Parody της juliet.
Κ: Τι φαίνεται να κάνω; Κρύβομαι από τη Γιούκι προφανώς...
Ν: Α! Τώρα που σε βλέπω, έχω να στα ψάλλω ένα χεράκι. Μα τόσες γυναίκες, τι πήγες και βρήκες στην χαζή, θα ήθελες να μου πεις;
Κ: Για όλα υπάρχει μια εξήγηση... - ξεκίνησε να λέει ο Κάναμε αλλά σταμάτησε όταν αντιλήφθηκε ότι ένας ίδιος με τον προηγούμενο θόρυβο ακουγόταν και πάλι από το τζάκι.
Ο Κάναμε κοίταξε την Nuitetoile σαστισμένος.
Ν: Αν νομίζεις κι εσύ ότι είναι ο Άγιος Βασίλης θα απογοητευτείς οικτρά...
Σύντομα προσγειώθηκε μια ακόμη μάζα στο τζάκι που βγήκε βρίζοντας και βήχοντας από την κάπνα.
"Ζέρο!" φώναξαν η Nuitetoile και ο Κάναμε και ο Ζέρο με μια κίνηση έβγαλε και τους σημάδεψε με το Bloody Rose.
Κ: Τι κάνεις εσύ εδώ;
Ζ: Ότι κι εσύ βέβαια... κρύβομαι από τη Γιούκι.
Κ: Δεν πιστεύω να σε ακολούθησε.
Ζ: Ποιος μωρέ, η χαζή; Ψάχνει να βρει τον Άη Βασίλη, να του ζητήσει να της επιστρέψει το πνεύμα του Άιντο...
Ν: Εγώ δεν σας πειράζει να συνεχίσω το γράψιμο... Έχω και τόσες ιστορίες να παραδώσω – μουρμούρισε η Nuit καθώς σκεφτόταν ότι στο μέσα δωμάτιο ήταν ακόμα κλειδωμένοι ο Τέρρυ και Η Κάντυ.
Κ: Όχι, κάνε δουλειά σου - είπε ο Κάναμε και άραξε στον καναπέ μπροστά από το τζάκι.
Ζ: Μαζέψου Κουράν να χωρέσει και κανένας άλλος.
Ν: Κάναμε μην απαντήσεις, γιατί θα βγάλει πάλι το Bloody Rose - είπε κουνώντας κοροϊδευτικά το κεφάλι και γύρισε στα γραπτά της.
Ο Κάναμε μαζεύτηκε και οι δυο άντρες κάθισαν στον καναπέ, όταν χτύπησε η πόρτα.
Η Nuitetoile σηκώθηκε βαριεστημένη να ανοίξει. Μόλις άνοιξε την πόρτα άνοιξε και τα μάτια διάπλατα.
Ν: Γιούκι;;;;
Κ-Ζ: Τι; Η Γιούκι;
Κ: Ευτυχώς που δεν σε ακολούθησε.
Ζ: Εμένα ή εσένα;
Γ: Ώστε εδώ είσαστε;;; Έφαγα τον τόπο να σας βρω - είπε η Γιούκι παραμερίζοντας τη Nuitetoile και πηγαίνοντας προς τους δυο άντρες - Μα πως μπορέσατε να με αφήσετε μόνη μου; Και ποια είναι αυτή; Από που την ξέρετε; - ρώτησε κοιτάζοντας υποτιμητικά τη Nuitetoile...
Η Nuitetoile είχε πια εκνευριστεί για τα καλά.
Ν: Για να σας πω... Αρκετά το κάνατε καφενείο το σαλόνι μου. Έχω να σηκώσω και τις ιστορίες στο internet.
Κ-Ζ-Γ: Τι είναι internet;
Ν: Μια εφεύρεση του Στήαρ-Βαγγέλη για να με ευχαριστήσει για την ταλαιπωρία που τράβηξα μέχρι να ανέβει η odette στο έλκηθρο.
Ζ: Ποιος είναι ο Στήαρ-Βαγγέλης;
Ν: Άστο Ζέρο. Και να σου πω, δεν πρόκειται να το καταλάβεις.
Κ: Σε έχουν πάρει χαμπάρι άπαντες, το έχεις καταλάβει Κυρίγιου;
Γ: Άφησέ τον Ονίσαμα και θα βγάλει το Bloody Rose πάλι.
Κ: Άπαντες όμως - απάντησε ο Κάναμε κοιτώντας ειρωνικά τον Ζέρο. - Κι εσύ βρε κοριτσάκι μου, πότε θα το κόψεις αυτό το Ονίσαμα;
Ο Ζέρο τον κοίταξε εκνευρισμένος και ήταν έτοιμος να απαντήσει κάτι όταν ακούστηκε μια φασαρία από την καμινάδα. Η Νuitetoile ξεφύσησε αγανακτισμένη και σταύρωσε τα χέρια της στο στήθος της:
Ν: Κι άλλος για τη βάρκα μας...
Εκείνη τη στιγμή εμφανίστηκε σκονισμένος από το τζάκι ο Άλμπερτ.
Α: Με συγχωρείται για το ακατάλληλο της ώρας.
Ν: Μα τι λες! Σαν στο σπίτι σου...
Α: Μήπως πέρασε από εδώ μια ξανθιά, χαζή, με μπούκλες και πράσινα μάτια;
Κ: Δεν θα μου έκανε εντύπωση να ερχόταν και μια ξανθιά στην παρέα... Έχουμε γίνει Υπουργείο σήμερα. Πουθενά δεν μπορεί να ησυχάσει κανείς... – διαμαρτυρήθηκε ο Κάναμε.
Ν: Δεν μου λες Άλμπερτ, με μια μελαχρινή, χαζή, με ίσια μαλλιά και κόκκινα μάτια, βολεύεσαι;
Α: Ε... χμ!!!! Πόσο χρονών είναι;
Ν: 17!
Α: Α, ναι μια χαρά βολεύομαι.
Ν: Ε, πάρε αυτήν και άιντε στην ευχή της Παναγίας να ησυχάσουμε εδώ μέσα - είπε η Nuitetoile σπρώχνοντας τη Γιούκι προς τον Άλμπερτ.
Γ: Ποιος είναι αυτός; Ο Ονίσαμα μου είπε να μην μιλάω σε ξένους;
Κ: Πότε το είπα εγώ αυτό;
Ν: Δεν είναι ξένος Γιούκι. Το Χριστουγεννιάτικο πνεύμα του Άιντο είναι...
Γ: Άιντοοοοοοο - φώναξε η Γιούκι και έπεσε στην αγκαλιά του Άλμπερτ.
Α: Σε ευχαριστώ Nuitetoile. Σε πειράζει να φύγουμε από την πόρτα;
Ν: Να φύγετε little Bert και ας φύγετε και από το παράθυρο.
Α: Ευχαριστώ. Καλά Χριστούγεννα.
Γ: Γιατί σε είπε little Bert;
Α: Αυτό άστο, δεν χρειάζεται να το μάθεις από τώρα...
Η Nuitetoile έκλεισε την πόρτα με θόρυβο. Ο Κάναμε και ο Ζέρο κοιτάζονταν σαν χαμένοι:
Κ: Είσαι καταπληκτική. Τρία επεισόδια parody προσπαθούμε να την ξεφορτωθούμε και δεν τα έχουμε καταφέρει.
Ν: Δεν είμαι καταπληκτική. Άυπνη είμαι και αγχωμένη. Έχω τόση δουλειά κι εσείς ξεφυτρώνετε από τις καμινάδες σαν τα μανιτάρια.
Ζ: Κουράν τώρα που ξεφορτωθήκαμε τη χαζή εγώ φεύγω.
Κ: Κι εγώ. Πάω Φιλανδία για λίγο να ηρεμήσω και για να είμαι σίγουρος ότι δεν θα με κυνηγήσει αυτός ο Άλμπερτ μόλις τον ζαλίσει η Γιούκι.
Ζ: Ναι… Θα πρέπει να καλύψουμε τα ίχνη μας για λίγο καιρό. Έρχομαι κι εγώ μαζί σου!
Κ: Εσένα πάλι ποιος σε κάλεσε;
Ν: Παιδιά να το επισπεύσουμε λίγο; Το συζητάτε και στο δρόμο! Στο καλό... είπε εκνευρισμένη η Nuitetoile βγάζοντάς τους έξω και γύρισε στο σαλόνι.
Όταν βεβαιώθηκε ότι όλα ήταν ήσυχα πια, πήγε και ξεκλείδωσε την κρεβατοκάμαρά της.
Τ: Ποιος ήταν τελικά στην καμινάδα;
Η Νuitetoile χαμογέλασε:
Ν: Και ποιος δεν ήταν θέλεις να πεις... Παρέλαση πέρασε σήμερα από εδώ. Πάντως είναι όλα υπό έλεγχο.
Κτ: Κι αν μας ψάξει ο Άλμπερτ ή η Σουζάνα ή η Μιζούκι; Τι θα κάνουμε Τέρρυ;
Ν: Μην ανησυχείς Κάντυ. Τον Άλμπερτ τον βόλεψα εγώ. Πίστεψέ με, θα αργήσει να ασχοληθεί με σας ξανά… Η Σουζάνα μέχρι να φτάσει θα έχετε προλάβει να φύγετε. Όσο για τη Μιζούκι, μην ανησυχείτε. Δεν μιλάει ελληνικά και η libra από κόντρα που δεν μεταφράζει τη νουβέλα, δεν δέχτηκε να μεταφραστεί η ιστορία στα αγγλικά, οπότε είστε ασφαλής. Δεν θα μάθει καν ότι το σκάσατε.
Τ: Πότε πρόλαβαν να γίνουν όλα αυτά;
Ν: Δεν φαντάζεσαι πόσα πρόλαβαν να γίνουν απόψε Τέρρυ! Έχει ξημερώσει έξω, νομίζω ότι μπορείτε να φεύγετε κι εσείς για να προλάβετε το καράβι.
Ν: Καλή τύχη! – ευχήθηκε η Nuitetoile και γύρισε στο σαλόνι. Ξαφνικά ο χώρος της φάνηκε άδειος.
"Επιτέλους λίγη ησυχία" σκέφτηκε και ξάπλωσε στον καναπέ. Λίγο αργότερα ένιωσε ένα σκούντημα στον ώμο και άνοιξε τα μάτια της για να αντικρίσει το ζεστό χαμόγελο του Ville.
V: Nuitetoile, ξύπνα... Παραμιλάς...
Ν: Παραμιλάω; Τι ώρα είναι; - ψέλλισε η Nuitetoile αγουροξυπνημένη.
V: Είναι σχεδόν μεσάνυχτα. Έλα να ανοίξεις το δώρο σου. Είναι κάτω από το δέντρο.
Ν: Που βρέθηκε το δέντρο;
V: Μα τι ερώτηση! Προχτές δεν το στολίσαμε μωρό μου; Και ποιος είναι ο Κάναμε και ο Ζέρο για να έχουμε καλό ερώτημα;
Ν: Γιατί;
V: Γιατί τόσην ώρα παραμιλάς στον ύπνο σου και λες τα ονόματά τους.
Η Νuitetoile κοίταξε τριγύρω και είδε το σπίτι καταστόλιστο και ολοφώτεινο. "Ήταν όνειρο" σκέφτηκε ευχαριστημένη και σηκώθηκε από τον καναπέ.
Ο Ville γύρισε και της χαμογέλασε δίνοντάς της ένα κουτί με κόκκινες κορδέλες:
"Καλά Χριστούγεννα", της είπε και την αγκάλιασε.
Η Νuitetoile άνοιξε ενθουσιασμένη το δώρο της. Ήταν όλοι οι τόμοι του Vampire Knight!
Καλά Χριστούγεννα Nuitetoile
Enjoy!
ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ ΜΕ ΤΗ NUITETOILE
Η Nuitetoile καθόταν στο μικρό γραφείο της. Για τρίτο συνεχόμενο 24ωρο ξάγρυπνη, έδειχνε πολύ καλά. Έγραφε ακατάπαυστα Χριστουγεννιάτικες ιστορίες για τα μέλη του φόρουμ και ήταν τόσο απορροφημένη που σχεδόν κόντευε να κόψει και το κάπνισμα. Η λάμπα που ήταν δίπλα της και φώτιζε το δωμάτιο ήταν έτοιμη να σβήσει. Σηκώθηκε και πήγε να φέρει λίγο πετρέλαιο για να συνεχίσει το γράψιμο. Γυρίζοντας παρατήρησε ότι δεν είχε στολίσει το σπίτι φέτος...
"Μήπως έπρεπε να μην φτιάξω τόσες ερωτήσεις για το κουίζ και να ασχοληθώ και λίγο με το σπίτι μου;", αναρωτήθηκε για μια στιγμή, αλλά αμέσως επέστρεψε στο γράψιμό της.
Ένας θόρυβος διέκοψε τη σκέψη της: "Πάνω που πήγε να βάλει ο Τέρρυ γκολ..." σκέφτηκε και σταμάτησε για να αφουγκραστεί. Ο θόρυβος μεγάλωνε. Προσπάθησε να τον εντοπίσει και δεν άργησε να καταλάβει ότι έβγαινε από το τζάκι.
"Λες να είναι ο Άγιος Βασίλης;" αναρωτήθηκε παιδιάστικα γνωρίζοντας ότι κάτι τέτοιο θα ήταν μόνο της φαντασίας της και χάρισε στον εαυτό της ένα μικρό χαμόγελο. Πλησίασε κοντά και ο θόρυβος μεγάλωσε κι άλλο μέχρι που κάποιος προσγειώθηκε από την καμινάδα μέσα στο τζάκι. Η Nuitetoile τα έχασε.
Ν: Τέ… Τέρρυ; - ψέλλισε μη πιστεύοντας στα γουρλωμένα πια μάτια της.
Τ: Καλησπέρα Nuitetoile - της απάντησε ο Τέρρυ κοιτάζοντάς την λίγο αγχωμένος.
Ν: Τι κάνεις μέσα στην καμινάδα; - ρώτησε η Nuit σαστισμένη.
Τ: Μην μου πεις ότι δεν περίμενες να με δεις να βγαίνω από την καμινάδα; Με έχεις κάνει πρίγκιπα, στρατιωτάκι, εξωγήινο, ταξίδεψα ως τώρα με πεφταστέρια και νεράιδες σε χώρες και πλανήτες που δεν υπάρχουν, οπότε η καμινάδα σου θα έπρεπε να είναι το τελευταίο που σε ξενίζει…
Ν: Ναι, έτσι όπως το θέτεις έχεις ένα δίκιο δεν λέω…
Η ίδια φασαρία ακούστηκε από την καμινάδα και σύντομα ξεπρόβαλε η Κάντυ σκονισμένη και μουτζουρωμένη. Δεν έχασε λεπτό και αγκάλιασε αμέσως την Nuit.
Κτ: Nuitetoile, σ’ευχαριστώ πολύ που έφερες τον Τέρρυ στο ορφανοτροφείο. Ήταν τα καλύτερα Χριστούγεννα της ζωής μου – είπε η Κάντυ συγκινημένη.
Ο Τέρρυ όμως βιάστηκε να διακόψει τις κοπέλες.
Τ: Nuitetoile χρειάζομαι τη βοήθειά σου. Δεν μπορούσα να περιμένω άλλο τη μετάφραση της νουβέλας και αποφάσισα να πάρω την κατάσταση στα χέρια μου. Έκλεψα την Κάντυ από την Μιζούκι και έχω βγάλει εισιτήρια για Αγγλία. Το καράβι φεύγει αύριο το πρωί, αλλά πολύ φοβάμαι ότι μέχρι τότε θα πρέπει να μας κρύψεις στο σπίτι σου.
Ν: Τέρρυ, είναι το λιγότερο που μπορώ να κάνω για σας. Μπορείτε να μείνετε εδώ απόψε και όσο χρειαστεί…
Για μια ακόμη φορά την πρότασή της διέκοψε μια φασαρία από την καμινάδα.
Τ: Περιμένεις κανέναν; - ρώτησε ανήσυχος ο Τέρρυ.
Ν: Τώρα αυτό κάνω πως δεν το άκουσα – σχολίασε η Νuit κοιτάζοντάς τον λοξά - Ελάτε μαζί μου – φώναξε η Nuit και ο Τέρρυ με την Κάντυ την ακολούθησαν μέχρι την κρεβατοκάμαρά της.
Τους κλείδωσε μέσα και έτρεξε στο σαλόνι μπροστά στο τζάκι να δει τι είχε συμβεί. Πάλι έβγαινε καπνός από μέσα και ένας άντρας είχε ξεπηδήσει από εκεί. Αυτή η φιγούρα της ήταν επίσης πολύ γνωστή. Κοίταζε τον όμορφο άντρα που στεκόταν πια μπροστά της και ξεσκόνιζε τα ρούχα του, βρίζοντας κάτι μισόλογα μέσα από τα δόντια του.
Ν: Είσαι ο Κάναμε από το Vampire Knight της Χίνο; - ρώτησε σαστισμένη η Νuitetoile.
- Σπόιλερ:
- Το Vampire Knight είναι ένα manga της Ματσούρι Χίνο. Ο Κάναμε Κουράν και ο Ζέρο Κυρίγιου είναι αντίζηλοι και άσπονδοι εχθροί, που προσπαθούν να κερδίσουν την καρδιά της Γιούκι Κρος.
Κ: Όχι, είμαι ο Κάναμε από το Vampire Knight Parody της juliet.
- Σπόιλερ:
- Η Juliet έχει γράψει ένα VK Parody όπου ο Κάναμε και ο Ζέρο προσπαθούν να ξεφορτωθούν την Γιούκι, που τους κυνηγάει γιατί τους θέλει και τους δύο.
Κ: Τι φαίνεται να κάνω; Κρύβομαι από τη Γιούκι προφανώς...
Ν: Α! Τώρα που σε βλέπω, έχω να στα ψάλλω ένα χεράκι. Μα τόσες γυναίκες, τι πήγες και βρήκες στην χαζή, θα ήθελες να μου πεις;
Κ: Για όλα υπάρχει μια εξήγηση... - ξεκίνησε να λέει ο Κάναμε αλλά σταμάτησε όταν αντιλήφθηκε ότι ένας ίδιος με τον προηγούμενο θόρυβο ακουγόταν και πάλι από το τζάκι.
Ο Κάναμε κοίταξε την Nuitetoile σαστισμένος.
Ν: Αν νομίζεις κι εσύ ότι είναι ο Άγιος Βασίλης θα απογοητευτείς οικτρά...
Σύντομα προσγειώθηκε μια ακόμη μάζα στο τζάκι που βγήκε βρίζοντας και βήχοντας από την κάπνα.
"Ζέρο!" φώναξαν η Nuitetoile και ο Κάναμε και ο Ζέρο με μια κίνηση έβγαλε και τους σημάδεψε με το Bloody Rose.
- Σπόιλερ:
- Bloody Rose είναι το αντιβαμπιρικό όπλο που χρησιμοποιεί ο Ζέρο (γιατί οι Κάναμε, Ζέρο και Γιούκι είναι βρικόλακες).
Κ: Τι κάνεις εσύ εδώ;
Ζ: Ότι κι εσύ βέβαια... κρύβομαι από τη Γιούκι.
Κ: Δεν πιστεύω να σε ακολούθησε.
Ζ: Ποιος μωρέ, η χαζή; Ψάχνει να βρει τον Άη Βασίλη, να του ζητήσει να της επιστρέψει το πνεύμα του Άιντο...
- Σπόιλερ:
- Ο Άιντο είναι ένας φίλος του Κάναμε που του φόρτωσαν τη Γιούκι για να την ξεφορτωθούν, αλλά στο γαμήλιο ταξίδι τους η Γιούκι τον βρήκε νεκρό!!
Ν: Εγώ δεν σας πειράζει να συνεχίσω το γράψιμο... Έχω και τόσες ιστορίες να παραδώσω – μουρμούρισε η Nuit καθώς σκεφτόταν ότι στο μέσα δωμάτιο ήταν ακόμα κλειδωμένοι ο Τέρρυ και Η Κάντυ.
Κ: Όχι, κάνε δουλειά σου - είπε ο Κάναμε και άραξε στον καναπέ μπροστά από το τζάκι.
Ζ: Μαζέψου Κουράν να χωρέσει και κανένας άλλος.
Ν: Κάναμε μην απαντήσεις, γιατί θα βγάλει πάλι το Bloody Rose - είπε κουνώντας κοροϊδευτικά το κεφάλι και γύρισε στα γραπτά της.
Ο Κάναμε μαζεύτηκε και οι δυο άντρες κάθισαν στον καναπέ, όταν χτύπησε η πόρτα.
Η Nuitetoile σηκώθηκε βαριεστημένη να ανοίξει. Μόλις άνοιξε την πόρτα άνοιξε και τα μάτια διάπλατα.
Ν: Γιούκι;;;;
Κ-Ζ: Τι; Η Γιούκι;
Κ: Ευτυχώς που δεν σε ακολούθησε.
Ζ: Εμένα ή εσένα;
Γ: Ώστε εδώ είσαστε;;; Έφαγα τον τόπο να σας βρω - είπε η Γιούκι παραμερίζοντας τη Nuitetoile και πηγαίνοντας προς τους δυο άντρες - Μα πως μπορέσατε να με αφήσετε μόνη μου; Και ποια είναι αυτή; Από που την ξέρετε; - ρώτησε κοιτάζοντας υποτιμητικά τη Nuitetoile...
Η Nuitetoile είχε πια εκνευριστεί για τα καλά.
Ν: Για να σας πω... Αρκετά το κάνατε καφενείο το σαλόνι μου. Έχω να σηκώσω και τις ιστορίες στο internet.
Κ-Ζ-Γ: Τι είναι internet;
Ν: Μια εφεύρεση του Στήαρ-Βαγγέλη για να με ευχαριστήσει για την ταλαιπωρία που τράβηξα μέχρι να ανέβει η odette στο έλκηθρο.
Ζ: Ποιος είναι ο Στήαρ-Βαγγέλης;
Ν: Άστο Ζέρο. Και να σου πω, δεν πρόκειται να το καταλάβεις.
Κ: Σε έχουν πάρει χαμπάρι άπαντες, το έχεις καταλάβει Κυρίγιου;
Γ: Άφησέ τον Ονίσαμα και θα βγάλει το Bloody Rose πάλι.
Κ: Άπαντες όμως - απάντησε ο Κάναμε κοιτώντας ειρωνικά τον Ζέρο. - Κι εσύ βρε κοριτσάκι μου, πότε θα το κόψεις αυτό το Ονίσαμα;
Ο Ζέρο τον κοίταξε εκνευρισμένος και ήταν έτοιμος να απαντήσει κάτι όταν ακούστηκε μια φασαρία από την καμινάδα. Η Νuitetoile ξεφύσησε αγανακτισμένη και σταύρωσε τα χέρια της στο στήθος της:
Ν: Κι άλλος για τη βάρκα μας...
Εκείνη τη στιγμή εμφανίστηκε σκονισμένος από το τζάκι ο Άλμπερτ.
Α: Με συγχωρείται για το ακατάλληλο της ώρας.
Ν: Μα τι λες! Σαν στο σπίτι σου...
Α: Μήπως πέρασε από εδώ μια ξανθιά, χαζή, με μπούκλες και πράσινα μάτια;
Κ: Δεν θα μου έκανε εντύπωση να ερχόταν και μια ξανθιά στην παρέα... Έχουμε γίνει Υπουργείο σήμερα. Πουθενά δεν μπορεί να ησυχάσει κανείς... – διαμαρτυρήθηκε ο Κάναμε.
Ν: Δεν μου λες Άλμπερτ, με μια μελαχρινή, χαζή, με ίσια μαλλιά και κόκκινα μάτια, βολεύεσαι;
Α: Ε... χμ!!!! Πόσο χρονών είναι;
Ν: 17!
Α: Α, ναι μια χαρά βολεύομαι.
Ν: Ε, πάρε αυτήν και άιντε στην ευχή της Παναγίας να ησυχάσουμε εδώ μέσα - είπε η Nuitetoile σπρώχνοντας τη Γιούκι προς τον Άλμπερτ.
Γ: Ποιος είναι αυτός; Ο Ονίσαμα μου είπε να μην μιλάω σε ξένους;
Κ: Πότε το είπα εγώ αυτό;
Ν: Δεν είναι ξένος Γιούκι. Το Χριστουγεννιάτικο πνεύμα του Άιντο είναι...
Γ: Άιντοοοοοοο - φώναξε η Γιούκι και έπεσε στην αγκαλιά του Άλμπερτ.
Α: Σε ευχαριστώ Nuitetoile. Σε πειράζει να φύγουμε από την πόρτα;
Ν: Να φύγετε little Bert και ας φύγετε και από το παράθυρο.
Α: Ευχαριστώ. Καλά Χριστούγεννα.
Γ: Γιατί σε είπε little Bert;
Α: Αυτό άστο, δεν χρειάζεται να το μάθεις από τώρα...
Η Nuitetoile έκλεισε την πόρτα με θόρυβο. Ο Κάναμε και ο Ζέρο κοιτάζονταν σαν χαμένοι:
Κ: Είσαι καταπληκτική. Τρία επεισόδια parody προσπαθούμε να την ξεφορτωθούμε και δεν τα έχουμε καταφέρει.
Ν: Δεν είμαι καταπληκτική. Άυπνη είμαι και αγχωμένη. Έχω τόση δουλειά κι εσείς ξεφυτρώνετε από τις καμινάδες σαν τα μανιτάρια.
Ζ: Κουράν τώρα που ξεφορτωθήκαμε τη χαζή εγώ φεύγω.
Κ: Κι εγώ. Πάω Φιλανδία για λίγο να ηρεμήσω και για να είμαι σίγουρος ότι δεν θα με κυνηγήσει αυτός ο Άλμπερτ μόλις τον ζαλίσει η Γιούκι.
Ζ: Ναι… Θα πρέπει να καλύψουμε τα ίχνη μας για λίγο καιρό. Έρχομαι κι εγώ μαζί σου!
Κ: Εσένα πάλι ποιος σε κάλεσε;
Ν: Παιδιά να το επισπεύσουμε λίγο; Το συζητάτε και στο δρόμο! Στο καλό... είπε εκνευρισμένη η Nuitetoile βγάζοντάς τους έξω και γύρισε στο σαλόνι.
Όταν βεβαιώθηκε ότι όλα ήταν ήσυχα πια, πήγε και ξεκλείδωσε την κρεβατοκάμαρά της.
- Σπόιλερ:
Μόλις την είδαν να μπαίνει στο δωμάτιο ο Τέρρυ και η Κάντυ τραβήχτηκαν απότομα και άρχισαν να κουμπώνουν τα ρούχα τους και να ισιώνουν τα μαλλιά τους.
Τ: Χτυπάμε και καμιά πόρτα Nuitetoile! – σχολίασε ο Τέρρυ με το πάντα περιπαιχτικό ύφος του.
Ν: Μα Τέρρυ δεν φαντάστηκα ότι θα ενοχλούσα – δικαιολογήθηκε η Nuitetoile.
Τ: Εμ, κι εσύ μας κλείδωσες στην κρεβατοκάμαρα. Τι περίμενες; Ας μας έκλεινες στο μπαλκόνι…
Τ: Ποιος ήταν τελικά στην καμινάδα;
Η Νuitetoile χαμογέλασε:
Ν: Και ποιος δεν ήταν θέλεις να πεις... Παρέλαση πέρασε σήμερα από εδώ. Πάντως είναι όλα υπό έλεγχο.
Κτ: Κι αν μας ψάξει ο Άλμπερτ ή η Σουζάνα ή η Μιζούκι; Τι θα κάνουμε Τέρρυ;
Ν: Μην ανησυχείς Κάντυ. Τον Άλμπερτ τον βόλεψα εγώ. Πίστεψέ με, θα αργήσει να ασχοληθεί με σας ξανά… Η Σουζάνα μέχρι να φτάσει θα έχετε προλάβει να φύγετε. Όσο για τη Μιζούκι, μην ανησυχείτε. Δεν μιλάει ελληνικά και η libra από κόντρα που δεν μεταφράζει τη νουβέλα, δεν δέχτηκε να μεταφραστεί η ιστορία στα αγγλικά, οπότε είστε ασφαλής. Δεν θα μάθει καν ότι το σκάσατε.
Τ: Πότε πρόλαβαν να γίνουν όλα αυτά;
Ν: Δεν φαντάζεσαι πόσα πρόλαβαν να γίνουν απόψε Τέρρυ! Έχει ξημερώσει έξω, νομίζω ότι μπορείτε να φεύγετε κι εσείς για να προλάβετε το καράβι.
- Σπόιλερ:
- έχει και διακοπή ο ηλεκτρικός από Αττική ως Μοναστηράκι και θα αργήσετε να φτάσετε Πειραιά
Ν: Καλή τύχη! – ευχήθηκε η Nuitetoile και γύρισε στο σαλόνι. Ξαφνικά ο χώρος της φάνηκε άδειος.
"Επιτέλους λίγη ησυχία" σκέφτηκε και ξάπλωσε στον καναπέ. Λίγο αργότερα ένιωσε ένα σκούντημα στον ώμο και άνοιξε τα μάτια της για να αντικρίσει το ζεστό χαμόγελο του Ville.
V: Nuitetoile, ξύπνα... Παραμιλάς...
Ν: Παραμιλάω; Τι ώρα είναι; - ψέλλισε η Nuitetoile αγουροξυπνημένη.
V: Είναι σχεδόν μεσάνυχτα. Έλα να ανοίξεις το δώρο σου. Είναι κάτω από το δέντρο.
Ν: Που βρέθηκε το δέντρο;
V: Μα τι ερώτηση! Προχτές δεν το στολίσαμε μωρό μου; Και ποιος είναι ο Κάναμε και ο Ζέρο για να έχουμε καλό ερώτημα;
Ν: Γιατί;
V: Γιατί τόσην ώρα παραμιλάς στον ύπνο σου και λες τα ονόματά τους.
Η Νuitetoile κοίταξε τριγύρω και είδε το σπίτι καταστόλιστο και ολοφώτεινο. "Ήταν όνειρο" σκέφτηκε ευχαριστημένη και σηκώθηκε από τον καναπέ.
Ο Ville γύρισε και της χαμογέλασε δίνοντάς της ένα κουτί με κόκκινες κορδέλες:
"Καλά Χριστούγεννα", της είπε και την αγκάλιασε.
Η Νuitetoile άνοιξε ενθουσιασμένη το δώρο της. Ήταν όλοι οι τόμοι του Vampire Knight!
Καλά Χριστούγεννα Nuitetoile
Απ: Τα Χριστουγεννιάτικα φικ της nuitetoile21
Οπως είπα και στα σχόλια, σημερα θα ανεβουν δυο φικ και τα δυο για το ιδιο προσωπο. Αυτο γινεται γιατι το πρωτο που εγραψα δεν μου αρεσει πολυ και ετσι εγραψα ενα ακομα. Αλλα τελικα σκεφτηκα πως κριμα ηταν να παει χαμενο και το πρωτο οποτε ανεβαζω και τα δυο.
ΤΟ ΠΡΩΤΟ ΦΙΚ ΓΙΑ ΤΗΝ ΜΙΜΗ
ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ ΜΕ ΤΟΝ ΑΝΤΟΝΥ ΣΤΟ ΛΟΥΝΑ ΠΑΡΚ
(σημείωση: σε αυτή την ιστορία, η Μιμή είναι ένα κοριτσάκι έξι χρονών και ο Άντονυ είναι δέκα)
Η Μιμή άκουσε μέσα στον ύπνο της κάποιον να φωνάζει το όνομα της και άνοιξε αργά τα μάτια της. Χασμουρήθηκε δυνατά και τράβηξε την κουρτίνα που βρισκόταν στο παράθυρο δίπλα από το κρεβάτι της. Αμέσως ένα χαμόγελο απλώθηκε στο πρόσωπο της καθώς είδε τον Άντονυ, να της κουνάει το χέρι από μακριά και να έρχεται τρέχοντας προς το σπίτι της. Σηκώθηκε όρθια στο κρεβάτι και άνοιξε το παράθυρο.
‘’Μιμή!! Ντύσου!!’’, άκουσε τον Άντονυ να της φωνάζει. ’’Θα πάμε στο λούνα παρκ!!’’
Η Μιμή χοροπήδησε χαρούμενη στο κρεβάτι της μερικές φορές και έπειτα έκλεισε το παράθυρο. Πλησίαζαν Χριστούγεννα και έκανε αρκετό κρύο. Ντύθηκε βιαστικά και σε λιγότερο από πέντε λεπτά βρισκόταν στην κεντρική είσοδο του σπιτιού και αγκάλιαζε σφιχτά τον Άντονυ.
‘’Αλήθεια θα πάμε στο λούνα παρκ;’’ , ρώτησε η Μιμή ενθουσιασμένη.
‘’Ναι, αφού σου το υποσχέθηκα!’’, της απάντησε ο Άντονυ.
Σε λιγότερο από μια ώρα τα δυο παιδιά βρισκόντουσαν στο λούνα παρκ και έπαιζαν μαζί. Ο Άντονυ αγόρασε μαλλί της γριάς στην μικρή του φίλη και ζαχαρωτά, ενώ γελούσε καθώς η Μιμή είχε πασαλείψει όλο το πρόσωπο της με ζάχαρη.
Ανέβηκαν μαζί στα αλογάκια και στα συγκρουόμενα και ο Άντονυ χαιρόταν που η Μιμή γελούσε δυνατά κάθε φορά που έπεφταν πάνω σε κάποιο άλλο αμαξάκι.
Τελευταία άφησαν την τεράστια μπαλαρίνα αλλά η Μιμή βλέποντας πόσο μεγάλη ήταν, τρόμαξε και δεν ήθελε να μπει μέσα.
‘’Μην φοβάσαι Μιμή, θα είμαι εγώ δίπλα σου’’, της είπε ο Άντονυ και την έπιασε από το χέρι.
Η Μιμή έκατσε δίπλα του και η μεγάλη μπαλαρίνα άρχισε να κουνιέται. Όσο πιο γρήγορα πήγαινε τόσο πιο πολύ φοβόταν το μικρό κορίτσι. Ακούγοντας όμως τον Άντονυ από δίπλα της να γελάει και νιώθοντας ότι της κρατάει το χέρι, η Μιμή ηρέμησε και σε λίγο ο φόβος της πέρασε και άρχισε και εκείνη να φωνάζει ενθουσιασμένη.
Νιφάδες άρχισαν να πέφτουν από τον ουρανό και ο Άντονυ αποφάσισε πως ήταν ώρα να γυρίσουν στο σπίτι. Είχαν περάσει όλη τους την μέρα παίζοντας και γελώντας και τώρα πια κόντευε να βραδιάσει.
Γύρισε την μικρή Μιμή στο σπίτι της. Εκεί έφαγαν μαζί ενώ έλεγαν στους γονείς της Μιμής πως είχαν περάσει την μέρα τους. Αμέσως μετά η μητέρα της Μιμής προσπάθησε να την πείσει να πάει για ύπνο. Η ώρα κόντευε δώδεκα το βράδυ. Η μικρή Μιμή όμως δεν έφευγε αν ο Άντονυ δεν της υποσχόταν ότι την επόμενη μέρα θα έβρισκε κάποιο δώρο από εκείνον.
Το αγόρι γέλασε δυνατά και της είπε μόλις ξυπνήσει να κοιτάξει πρώτα πάνω στο κρεβάτι της και έπειτα έξω από το παράθυρο της. Η Μιμή ικανοποιημένη με αυτή την υπόσχεση, ακολούθησε την μητέρα της στο δωμάτιο της, έβαλε τις πιτζάμες της και χώθηκε κάτω από τα σκεπάσματα.
Στις δώδεκα ακριβώς ο Άντονυ μπήκε μέσα στο δωμάτιο της.
‘’Καλά Χριστούγεννα Μιμή’’, είπε το αγόρι και την φίλησε στο μάγουλο.
Το κοριτσάκι, εξουθενωμένο από το ολοήμερο παιχνίδι δεν τον άκουσε καθώς κοιμόταν βαθιά με ένα τεράστιο χαμόγελο αποτυπωμένο στο πρόσωπο του.
Ο Άντονυ έβαλε έναν μεγάλο λούτρινο αρκούδο δίπλα της και ύστερα έφυγε από το δωμάτιο της.
Η Μιμή ξύπνησε την άλλη μέρα αγκαλιά με το δώρο που της είχε αφήσει ο Άντονυ, και γεμάτη χαρά τον έσφιξε πάνω της. Αμέσως μετά θυμήθηκε ότι ο Άντονυ της είχε πει να κοιτάξει έξω από το παράθυρο της. Σηκώθηκε όρθια πάνω στο κρεβάτι της και τράβηξε τις κουρτίνες. Άνοιξε το παράθυρο και μια όμορφη μυρωδιά την συνεπήρε. Ενθουσιασμένη έβγαλε μια κραυγή χαράς καθώς έξω από το παράθυρο της βρισκόταν μια γλάστρα με ένα όμορφο λευκό λουλούδι που δεν είχε ξαναδεί. Μέσα στην γλάστρα υπήρχε και ένα σημείωμα. Η Μιμή έσκυψε λίγο από το παράθυρο της και το πήρε στα χέρια της.
Το σημείωμα έγραφε:
‘’Αυτό είναι το νέο λουλούδι που καλλιέργησα. Μου θυμίζει εσένα γιατί είναι πολύ όμορφο και έχει γλυκό άρωμα. Έτσι αποφάσισα να του χαρίσω το όνομα σου και να το πω ‘’γλυκιά Μιμή ‘’. Καλά Χριστούγεννα Μιμή! ‘’
ΤΟ ΠΡΩΤΟ ΦΙΚ ΓΙΑ ΤΗΝ ΜΙΜΗ
ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ ΜΕ ΤΟΝ ΑΝΤΟΝΥ ΣΤΟ ΛΟΥΝΑ ΠΑΡΚ
(σημείωση: σε αυτή την ιστορία, η Μιμή είναι ένα κοριτσάκι έξι χρονών και ο Άντονυ είναι δέκα)
Η Μιμή άκουσε μέσα στον ύπνο της κάποιον να φωνάζει το όνομα της και άνοιξε αργά τα μάτια της. Χασμουρήθηκε δυνατά και τράβηξε την κουρτίνα που βρισκόταν στο παράθυρο δίπλα από το κρεβάτι της. Αμέσως ένα χαμόγελο απλώθηκε στο πρόσωπο της καθώς είδε τον Άντονυ, να της κουνάει το χέρι από μακριά και να έρχεται τρέχοντας προς το σπίτι της. Σηκώθηκε όρθια στο κρεβάτι και άνοιξε το παράθυρο.
‘’Μιμή!! Ντύσου!!’’, άκουσε τον Άντονυ να της φωνάζει. ’’Θα πάμε στο λούνα παρκ!!’’
Η Μιμή χοροπήδησε χαρούμενη στο κρεβάτι της μερικές φορές και έπειτα έκλεισε το παράθυρο. Πλησίαζαν Χριστούγεννα και έκανε αρκετό κρύο. Ντύθηκε βιαστικά και σε λιγότερο από πέντε λεπτά βρισκόταν στην κεντρική είσοδο του σπιτιού και αγκάλιαζε σφιχτά τον Άντονυ.
‘’Αλήθεια θα πάμε στο λούνα παρκ;’’ , ρώτησε η Μιμή ενθουσιασμένη.
‘’Ναι, αφού σου το υποσχέθηκα!’’, της απάντησε ο Άντονυ.
Σε λιγότερο από μια ώρα τα δυο παιδιά βρισκόντουσαν στο λούνα παρκ και έπαιζαν μαζί. Ο Άντονυ αγόρασε μαλλί της γριάς στην μικρή του φίλη και ζαχαρωτά, ενώ γελούσε καθώς η Μιμή είχε πασαλείψει όλο το πρόσωπο της με ζάχαρη.
Ανέβηκαν μαζί στα αλογάκια και στα συγκρουόμενα και ο Άντονυ χαιρόταν που η Μιμή γελούσε δυνατά κάθε φορά που έπεφταν πάνω σε κάποιο άλλο αμαξάκι.
Τελευταία άφησαν την τεράστια μπαλαρίνα αλλά η Μιμή βλέποντας πόσο μεγάλη ήταν, τρόμαξε και δεν ήθελε να μπει μέσα.
‘’Μην φοβάσαι Μιμή, θα είμαι εγώ δίπλα σου’’, της είπε ο Άντονυ και την έπιασε από το χέρι.
Η Μιμή έκατσε δίπλα του και η μεγάλη μπαλαρίνα άρχισε να κουνιέται. Όσο πιο γρήγορα πήγαινε τόσο πιο πολύ φοβόταν το μικρό κορίτσι. Ακούγοντας όμως τον Άντονυ από δίπλα της να γελάει και νιώθοντας ότι της κρατάει το χέρι, η Μιμή ηρέμησε και σε λίγο ο φόβος της πέρασε και άρχισε και εκείνη να φωνάζει ενθουσιασμένη.
Νιφάδες άρχισαν να πέφτουν από τον ουρανό και ο Άντονυ αποφάσισε πως ήταν ώρα να γυρίσουν στο σπίτι. Είχαν περάσει όλη τους την μέρα παίζοντας και γελώντας και τώρα πια κόντευε να βραδιάσει.
Γύρισε την μικρή Μιμή στο σπίτι της. Εκεί έφαγαν μαζί ενώ έλεγαν στους γονείς της Μιμής πως είχαν περάσει την μέρα τους. Αμέσως μετά η μητέρα της Μιμής προσπάθησε να την πείσει να πάει για ύπνο. Η ώρα κόντευε δώδεκα το βράδυ. Η μικρή Μιμή όμως δεν έφευγε αν ο Άντονυ δεν της υποσχόταν ότι την επόμενη μέρα θα έβρισκε κάποιο δώρο από εκείνον.
Το αγόρι γέλασε δυνατά και της είπε μόλις ξυπνήσει να κοιτάξει πρώτα πάνω στο κρεβάτι της και έπειτα έξω από το παράθυρο της. Η Μιμή ικανοποιημένη με αυτή την υπόσχεση, ακολούθησε την μητέρα της στο δωμάτιο της, έβαλε τις πιτζάμες της και χώθηκε κάτω από τα σκεπάσματα.
Στις δώδεκα ακριβώς ο Άντονυ μπήκε μέσα στο δωμάτιο της.
‘’Καλά Χριστούγεννα Μιμή’’, είπε το αγόρι και την φίλησε στο μάγουλο.
Το κοριτσάκι, εξουθενωμένο από το ολοήμερο παιχνίδι δεν τον άκουσε καθώς κοιμόταν βαθιά με ένα τεράστιο χαμόγελο αποτυπωμένο στο πρόσωπο του.
Ο Άντονυ έβαλε έναν μεγάλο λούτρινο αρκούδο δίπλα της και ύστερα έφυγε από το δωμάτιο της.
Η Μιμή ξύπνησε την άλλη μέρα αγκαλιά με το δώρο που της είχε αφήσει ο Άντονυ, και γεμάτη χαρά τον έσφιξε πάνω της. Αμέσως μετά θυμήθηκε ότι ο Άντονυ της είχε πει να κοιτάξει έξω από το παράθυρο της. Σηκώθηκε όρθια πάνω στο κρεβάτι της και τράβηξε τις κουρτίνες. Άνοιξε το παράθυρο και μια όμορφη μυρωδιά την συνεπήρε. Ενθουσιασμένη έβγαλε μια κραυγή χαράς καθώς έξω από το παράθυρο της βρισκόταν μια γλάστρα με ένα όμορφο λευκό λουλούδι που δεν είχε ξαναδεί. Μέσα στην γλάστρα υπήρχε και ένα σημείωμα. Η Μιμή έσκυψε λίγο από το παράθυρο της και το πήρε στα χέρια της.
Το σημείωμα έγραφε:
‘’Αυτό είναι το νέο λουλούδι που καλλιέργησα. Μου θυμίζει εσένα γιατί είναι πολύ όμορφο και έχει γλυκό άρωμα. Έτσι αποφάσισα να του χαρίσω το όνομα σου και να το πω ‘’γλυκιά Μιμή ‘’. Καλά Χριστούγεννα Μιμή! ‘’
nuitetoile21- Terry Addict
- Αριθμός μηνυμάτων : 4781
Points : 12188
Ημερομηνία εγγραφής : 06/11/2010
Ηλικία : 41
Τόπος : neverland
Απ: Τα Χριστουγεννιάτικα φικ της nuitetoile21
ΤΟ ΔΕΥΤΕΡΟ ΦΙΚ ΤΗΣ ΜΙΜΗΣ
ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ ΜΕ ΤΟΝ ΠΡΙΓΚΙΠΑ ΤΩΝ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΙΑΤΙΚΩΝ ΡΟΔΩΝ
Μια φορά και έναν καιρό σε μια πολύ μακρινή και παράξενη χώρα ζούσε μια κοπέλα που την έλεγαν Μιμή. Η Μιμή ήταν πολύ μικροσκοπική και σε μέγεθος δεν ξεπερνούσε τον αντίχειρα ενός κανονικού ανθρώπου. Ζούσε σε ένα λουλούδι και για συντροφιά είχε τις πεταλούδες και τις μέλισσες καθώς δεν υπήρχαν άλλοι σαν εκείνη.
Μια μέρα μια μέλισσα ήρθε και έκαστε στα πέταλα του λουλουδιού που είχε η Μιμή για σπίτι.
‘’Μα γιατί είσαι στεναχωρημένη;’’, ρώτησε την Μιμή.
Η Μιμή όντως φαινόταν πολύ στεναχωρημένη και κοίταξε την μέλισσα θλιμμένα.
‘’Αναρωτιέμαι αν υπάρχει κάποιος εκεί έξω που να είναι σαν εμένα..’’, της απάντησε.
‘’Μα και βέβαια υπάρχει!’’, της είπε η μέλισσα.
‘’Αλήθεια;’’, ρώτησε ενθουσιασμένη η Μιμή. ‘’Υπάρχει κάποιος που είναι σαν εμένα; Που είναι;’’
‘’Είναι στην χώρα των Χριστουγέννων.’’, της απάντησε η μέλισσα. ‘’Είναι αρκετά μακριά από εδώ αλλά αν θες μπορώ να σε βοηθήσω να πας.’’
‘’Θα το έκανες αυτό για μένα;’’, ρώτησε η Μιμή χαρούμενη.
‘’Ναι, πάντα ήσουν καλή μαζί μας και μας φρόντιζες. Οπότε ετοιμάσου και θα έρθω αύριο να σε πάρω’’, είπε η μέλισσα.
Η Μιμή χαρούμενη φίλησε την μέλισσα και άρχισε αμέσως να ετοιμάζει τα πράγματα της για το μακρύ και δύσκολο ταξίδι που είχε να κάνει την επόμενη μέρα.
Δεν είχε καλά καλά βραδιάσει όταν άκουσε φασαρία κάτω από το σπίτι της. Άνοιξε ένα από τα πέταλα του λουλουδιού που είχε για σπίτι και κρυφοκοίταξε για να δει τι συνέβαινε. Με τρόμο είδε πως από κάτω βρισκόταν ο βασιλιάς βάτραχος, ο Νηλ. Ο Νηλ ήταν πολύ κακός. Δεν αγαπούσε καθόλου τα λουλούδια ή τα άλλα ζώα και πάντα έκανε την ζωή τους δύσκολη και τα τρομοκρατούσε.
‘’Μιμή!’’, είπε ο βασιλιάς βάτραχος όταν την είδε. ‘’Ήρθα ως εδώ για να σου πω ότι θα με παντρευτείς!’’
‘’Μα δεν θέλω να σε παντρευτώ!’’, του απάντησε η Μιμή αηδιασμένη.
‘’Δεν έχει σημασία τι θες! Είμαι ο βασιλιάς βάτραχος και θα με παντρευτείς!
Από αύριο μετακομίζεις στο σπίτι μου!’’, είπε ο Νηλ και πηδώντας έφυγε.
Απελπισμένη η Μιμή έγειρε στο κρεβάτι της και άρχισε να κλαίει. Δεν ήθελε με τίποτα να ζήσει δίπλα στον Νηλ. Τι κρίμα που δεν είχε φύγει λίγο νωρίτερα. Αλλά ίσως η μέλισσα να προλάβαινε να έρθει νωρίς το πρωί και να έφευγε πριν ερχόταν ο Νηλ να την πάρει. Με αυτή την σκέψη η Μιμή ξάπλωσε πάνω στα πέταλα του λουλουδιού και εκείνο λυπημένο για εκείνη άρχισε να κουνάει αργά τον κορμό του μέχρι που η Μιμή αποκοιμήθηκε από το ήρεμο αυτό νανούρισμα.
Μετά από λίγες ώρες και πριν ο ήλιος προλάβει να ανέβει στον ουρανό, η αδερφή του βασιλιά βάτραχου στεκόταν κάτω από το λουλούδι της Μιμής. Η Ελίζα- η αδερφή του βασιλιά βάτραχου – άνοιξε το στόμα της και με μια απότομη κίνηση η γλώσσα της τυλίχτηκε γύρω από το λουλούδι. Ύστερα άρχισε να το τραντάζει ώσπου εκείνο άνοιξε τα πέταλα του και η Μιμή έπεσε με θόρυβο πάνω στο χώμα. Σαστισμένη από το απότομο ξύπνημα, είδε ότι γύρω της ήταν ακόμα νύχτα και τρόμαξε.
‘’Σήκω’’, άκουσε την Ελίζα να της λέει. ‘’Φεύγουμε’’
‘’Μα..’’, πήγε να πει η Μιμή στεναχωρημένη.
‘’Δεν έχει μα!’’, είπε εκνευρισμένη η Ελίζα και η γλώσσα της άφησε το λουλούδι και τυλίχτηκε γύρω από την Μιμή.
Με αυτόν τον τρόπο την ανέβασε στην πλάτη της και άρχισε να πηδάει προς το σπίτι του βασιλιά βάτραχου, ενώ η Μιμή τρομοκρατημένη προσπαθούσε να κρατηθεί πάνω από το γλοιώδες δέρμα της Ελίζας.
Φτάνοντας στο σπίτι του βασιλιά βάτραχου, ένα βρωμερό έλος που μύριζε πολύ άσχημα, η Μιμή έβαλε τα κλάματα και οι σκέψεις της πήγαν στην μέλισσα που δεν πρόλαβε να την βοηθήσει για να φύγει. Ο Νηλ εκνευρισμένος από την συμπεριφορά της μέλλουσας γυναίκας του που επαναλάμβανε διαρκώς ότι δεν ήθελε να τον παντρευτεί και επιπλέον τον κοιτούσε αηδιασμένη, αποφάσισε να την τιμωρήσει. Έτσι την φυλάκισε σε ένα γέρικο δέντρο, στο πιο ψηλό κλαδί του. Εκεί την άφησε μόνη της, χωρίς τροφή και χωρίς προστασία από την βροχή ή τον ήλιο μέχρι εκείνη να δεχτεί να τον παντρευτεί.
Οι μέρες και οι νύχτες περνούσαν και η Μιμή είχε αρχίσει να νιώθει πολύ κουρασμένη. Μόνη της πάνω στο κλαδί, δεν μπορούσε να κοιμηθεί κανονικά γιατί φοβόταν πως μέσα στον ύπνο της θα έπεφτε. Επιπλέον είχε μέρες να φάει και η ζέστη της ημέρας την ζάλιζε, ενώ με το κρύο της νύχτας ξεπάγιαζε. Απελπισμένη η Μιμή σκεφτόταν πως δεν θα περνούσαν πολλές μέρες μέχρι να πεθάνει και μέσα στην στεναχώρια της σκεφτόταν την χώρα για την οποία της είχε μιλήσει η μέλισσα και εκείνον που έμοιαζε με εκείνη.
Ύστερα από λίγες μέρες ένας γνώριμος ήχος έφτασε στα αυτιά της και άνοιξε τα μάτια της.
‘’Μέλισσα!’’, είπε ενθουσιασμένη.
Και όντως δίπλα από το κλαδί η μέλισσα που πριν λίγες μέρες θα την βοηθούσε να το σκάσει, πετούσε και την κοίταζε με χαρά.
‘’Μην στεναχωριέσαι’’, της είπε η μέλισσα. ‘’Ο πρίγκιπας των χριστουγεννιάτικων ρόδων έρχεται για να σε σώσει! ‘’
‘’Ποιος είναι αυτός ο πρίγκιπας;’’, ρώτησε η Μιμή με απορία.
‘’Είναι εκείνος που είναι σαν εσένα’’, της απάντησε η μέλισσα. ‘’Όταν πήγα να σε πάρω τα λουλούδια μου είπαν τι είχε συμβεί. Έτσι και εγώ έτρεξα στην χώρα των Χριστουγέννων και τα αφηγήθηκα όλα στον πρίγκιπα. Και εκείνος είπε ότι θα έρθει να σε σώσει. Μα να! Κοίτα! Εκεί είναι!!’’, συνέχισε η μέλισσα ενθουσιασμένη και της έδειξε προς το ποτάμι.
Η Μιμή κοίταξε προς την μεριά που της έδειχνε. Μέσα στο ποτάμι και με ένα καραβάκι φτιαγμένο από πέταλα ρόδων, ο νεαρός πρίγκιπας ερχόταν προς τα εκείνη.
‘’Είναι τόσο όμορφος’’, είπε η Μιμή καθώς κοίταζε τον ξανθό άντρα.
Ο πρίγκιπας έφτασε στην ακτή και βγήκε έξω από το καραβάκι. Έπειτα γύρισε προς την μεριά του και σήκωσε το χέρι του. Από την παλάμη του ξεχύθηκε ένα σχοινί που ήταν καμωμένο από πάγο και τριαντάφυλλα και δέθηκε μόνο του πάνω στο καραβάκι. Ο πρίγκιπας έπειτα έστρεψε το χέρι του προς την όχθη και η άλλη άκρη του σχοινιού δέθηκε σε ένα χοντρό πεσμένο κλαδί. Σίγουρος πως το καραβάκι του δεν θα έφευγε, ο πρίγκιπας γύρισε το βλέμμα του στο δέντρο στο οποίο ήταν φυλακισμένη η Μιμή.
Χωρίς να χάσει καιρό ο πρίγκιπας πλησίασε το δέντρο και με ευκολία άρχισε να σκαρφαλώνει πάνω του και κατάφερε πολύ γρήγορα να φτάσει στο κλαδί που ήταν η Μιμή.
‘’Είμαι ο πρίγκιπας των χριστουγεννιάτικων ρόδων, το όνομα μου είναι Άντονυ’’, της είπε κάνοντας μια ελαφριά υπόκλιση προς την μεριά της. ‘’Ήρθα να σε πάρω από εδώ, αν βέβαια θέλεις να φύγεις. Μπορώ να σε γυρίσω πίσω στο σπίτι σου ή αν θέλεις μπορείς να έρθεις να μείνεις στην δικιά μου χώρα.’’
‘’Θα το ήθελα πολύ αυτό’’, είπε η Μιμή και νιώθοντας ότι τα μάγουλα της είχαν γίνει κατακόκκινα έσκυψε το κεφάλι της.
Ο πρίγκιπας την κοίταξε εξεταστικά. Παρόλη την ταλαιπωρία και την στεναχώρια ή ακόμα και τα ρούχα της που είχαν σκιστεί σε κάποια σημεία, η Μιμή εξακολουθούσε να είναι όμορφη και γλυκιά όπως πάντα.
‘’Μα ποιος θα φερόταν τόσο άσχημα σε ένα τόσο γλυκό και όμορφο πλάσμα;’’, σκεφτόταν ο πρίγκιπας λυπημένος και τότε αποφάσισε πως κανείς πια δεν θα ξαναπείραζε την Μιμή. Από εδώ και πέρα θα ήταν πάντα εκείνος μαζί της και θα την προστάτευε.
‘’Έλα’’, της είπε. ‘’Πρέπει να φύγουμε από εδώ’’, συνέχισε και άπλωσε το χέρι του προς τα εκείνη.
Η Μιμή έβαλε την παλάμη της μέσα στην δικιά του και αμέσως αισθάνθηκε ασφαλής.
‘’Πως θα κατέβουμε από το δέντρο;’’, τον ρώτησε κοιτώντας λίγο τρομαγμένη το ύψος που χώριζε το κλαδί από το χώμα.
‘’Μην σε ανησυχεί αυτό’’, της είπε ο Άντονυ και έβγαλε έναν σπόρο από την τσέπη του χιτώνα του.
Άφησε τον σπόρο να πέσει στην γη και εκείνος εξαφανίστηκε μέσα στο χώμα. Η Μιμή κοίταξε απορημένη τον Άντονυ και εκείνος της χαμογέλασε ενθαρρυντικά.
‘’Να, κοίτα!’’, της είπε ύστερα από λίγες στιγμές ο πρίγκιπας και η Μιμή έστρεψε το βλέμμα της ξανά προς το έδαφος.
Έκπληκτη είδε πως εκεί που είχε πέσει ο σπόρος τώρα φύτρωνε ένα τεράστιο τριαντάφυλλο το οποίο αγκάλιαζε το δέντρο κυκλικά. Το τριαντάφυλλο ανέβαινε και ανέβαινε όλο και πιο ψηλά μέχρι που σταμάτησε μπροστά από το κλαδί που ήταν η Μιμή και ο Άντονυ.
‘’Θα χρησιμοποιήσουμε τα αγκάθια για να κατέβουμε. Θα σε βοηθήσω και εγώ’’, εξήγησε ο Άντονυ στην Μιμή.
Έπειτα ξεκίνησε πρώτος να κατεβαίνει τα αγκάθια κρατώντας ακόμα την Μιμή από το χέρι που τον ακολουθούσε, και φροντίζοντας να πηγαίνει αργά ώστε να μην κουράζεται εκείνη.
Η Μιμή δεν βρήκε καμιά δυσκολία στο να κατέβει χρησιμοποιώντας τα αγκάθια για σκαλοπάτια. Ήταν αρκετά μεγάλα και το μικροσκοπικό της πόδι χωρούσε αρκετά άνετα ώστε να πατάει σταθερά. Έτσι ύστερα από λίγο πάτησε το χώμα και αναστέναξε ανακουφισμένη που είχε αφήσει την φυλακή της πίσω της.
‘’Που νομίζεις ότι πας;’’, ακούστηκε μια φωνή πίσω της και η Μιμή γύρισε τρομαγμένη προς τα εκεί.
Ο βασιλιάς βάτραχος ήταν εκεί και έβγαινε μέσα από τα έλη φανερά εκνευρισμένος.
Ο Άντονυ μπήκε μπροστά από την Μιμή και εκείνη είδε με έκπληξη ότι ήταν λίγο πιο ψηλός από εκείνη και το σώμα του την κάλυπτε ολόκληρη.
‘’Η Μιμή θα έρθει μαζί μου!’’, είπε ο πρίγκιπας. ‘’Θα έρθει μαζί μου και θα γίνει γυναίκα μου!’’
‘’Η Μιμή θα γίνει δικιά μου γυναίκα!’’, απάντησε έξαλλος ο Νηλ και άνοιξε το στόμα του απειλητικά.
Η γλώσσα του πετάχτηκε έξω και πήγε να χτυπήσει τον πρίγκιπα. Εκείνος έβγαλε το σπαθί του και με μια απότομη κίνηση έκοψε την γλώσσα του Νηλ η οποία έπεσε στο έδαφος και μεταμορφώθηκε αμέσως σε μαύρη σκόνη.
Ο Νηλ τρελαμένος από τον πόνο όρμησε πάνω στον πρίγκιπα. Αλλά πριν προλάβει να τον πλησιάσει, ο πρίγκιπας σήκωσε την παλάμη του και χιλιάδες αγκάθια τρύπησαν το κορμί του Νηλ ο οποίος έπεσε νεκρός λίγα μέτρα μακριά τους.
Η Ελίζα, που κρυφοκοίταζε μέσα από τα έλη, τρόμαξε τόσο πολύ από ότι είχε συμβεί στον αδερφό της που έφυγε γρήγορα όσο πιο μακριά μπορούσε και κανείς δεν την ξαναείδε ποτέ πια.
Ανακουφισμένα τα πλάσματα της περιοχής βγήκαν από τις κρυψώνες τους και ευχαρίστησαν τον πρίγκιπα που τα είχε λυτρώσει από τον βασιλιά βάτραχο. Έπειτα όλα μαζί συνόδεψαν τον Άντονυ και την Μιμή στο μικρό καραβάκι που θα τους πήγαινε στην χώρα των Χριστουγέννων.
Λίγες μέρες πέρασαν και η Μιμή ζούσε ευτυχισμένη στην χώρα του πρίγκιπα. Είχε έρθει η μέρα των Χριστουγέννων και ολόκληρη η χώρα γιόρταζε τον ερχομό της. Επιπλέον όμως οι κάτοικοι της χώρας γιόρταζαν και τον γάμο του πρίγκιπα τους με την γλυκιά Μιμή που θα γινόταν εκείνη την ημέρα.
Ο γάμος τους έγινε στο παλάτι το οποίο αποτελούσαν πολλά άσπρα τριαντάφυλλα. Αφού παντρεύτηκαν ο Άντονυ οδήγησε την Μιμή σε ένα κρυφό μέρος που το ήξερε μόνο ο ίδιος.
‘’Εδώ είναι ο μυστικός μου κήπος’’, της είπε.
Η Μιμή κοίταζε ενθουσιασμένη τον μυστικό αυτό κήπο. Είχε εκατοντάδες τριαντάφυλλα σε κάθε χρώμα, αλλά το σημαντικότερο ήταν ότι ήταν τόσο μικροσκοπικά όλα που η Μιμή μπορούσε να τα κρατήσει στα χέρια της όπως κάνουν οι κανονικοί άνθρωποι.
Ο Άντονυ της έδειξε ένα πολύ όμορφο τριαντάφυλλο, το ομορφότερο που υπήρχε μέσα στον κήπο.
‘’Αυτό είναι δικό σου’’ , της είπε. ‘’Είναι το δώρο μου για τα Χριστούγεννα και του χάρισα το όνομα σου. Το λένε ‘’γλυκιά Μιμή’’. Καλά Χριστούγεννα Μιμή’’, συνέχισε χαμογελώντας.
‘’Καλά Χριστούγεννα Άντονυ’’, του απάντησε εκείνη και τον αγκάλιασε ευτυχισμένη.
ΚΑΛΑ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ ΜΙΜΗ!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!
ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ ΜΕ ΤΟΝ ΠΡΙΓΚΙΠΑ ΤΩΝ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΙΑΤΙΚΩΝ ΡΟΔΩΝ
Μια φορά και έναν καιρό σε μια πολύ μακρινή και παράξενη χώρα ζούσε μια κοπέλα που την έλεγαν Μιμή. Η Μιμή ήταν πολύ μικροσκοπική και σε μέγεθος δεν ξεπερνούσε τον αντίχειρα ενός κανονικού ανθρώπου. Ζούσε σε ένα λουλούδι και για συντροφιά είχε τις πεταλούδες και τις μέλισσες καθώς δεν υπήρχαν άλλοι σαν εκείνη.
Μια μέρα μια μέλισσα ήρθε και έκαστε στα πέταλα του λουλουδιού που είχε η Μιμή για σπίτι.
‘’Μα γιατί είσαι στεναχωρημένη;’’, ρώτησε την Μιμή.
Η Μιμή όντως φαινόταν πολύ στεναχωρημένη και κοίταξε την μέλισσα θλιμμένα.
‘’Αναρωτιέμαι αν υπάρχει κάποιος εκεί έξω που να είναι σαν εμένα..’’, της απάντησε.
‘’Μα και βέβαια υπάρχει!’’, της είπε η μέλισσα.
‘’Αλήθεια;’’, ρώτησε ενθουσιασμένη η Μιμή. ‘’Υπάρχει κάποιος που είναι σαν εμένα; Που είναι;’’
‘’Είναι στην χώρα των Χριστουγέννων.’’, της απάντησε η μέλισσα. ‘’Είναι αρκετά μακριά από εδώ αλλά αν θες μπορώ να σε βοηθήσω να πας.’’
‘’Θα το έκανες αυτό για μένα;’’, ρώτησε η Μιμή χαρούμενη.
‘’Ναι, πάντα ήσουν καλή μαζί μας και μας φρόντιζες. Οπότε ετοιμάσου και θα έρθω αύριο να σε πάρω’’, είπε η μέλισσα.
Η Μιμή χαρούμενη φίλησε την μέλισσα και άρχισε αμέσως να ετοιμάζει τα πράγματα της για το μακρύ και δύσκολο ταξίδι που είχε να κάνει την επόμενη μέρα.
Δεν είχε καλά καλά βραδιάσει όταν άκουσε φασαρία κάτω από το σπίτι της. Άνοιξε ένα από τα πέταλα του λουλουδιού που είχε για σπίτι και κρυφοκοίταξε για να δει τι συνέβαινε. Με τρόμο είδε πως από κάτω βρισκόταν ο βασιλιάς βάτραχος, ο Νηλ. Ο Νηλ ήταν πολύ κακός. Δεν αγαπούσε καθόλου τα λουλούδια ή τα άλλα ζώα και πάντα έκανε την ζωή τους δύσκολη και τα τρομοκρατούσε.
‘’Μιμή!’’, είπε ο βασιλιάς βάτραχος όταν την είδε. ‘’Ήρθα ως εδώ για να σου πω ότι θα με παντρευτείς!’’
‘’Μα δεν θέλω να σε παντρευτώ!’’, του απάντησε η Μιμή αηδιασμένη.
‘’Δεν έχει σημασία τι θες! Είμαι ο βασιλιάς βάτραχος και θα με παντρευτείς!
Από αύριο μετακομίζεις στο σπίτι μου!’’, είπε ο Νηλ και πηδώντας έφυγε.
Απελπισμένη η Μιμή έγειρε στο κρεβάτι της και άρχισε να κλαίει. Δεν ήθελε με τίποτα να ζήσει δίπλα στον Νηλ. Τι κρίμα που δεν είχε φύγει λίγο νωρίτερα. Αλλά ίσως η μέλισσα να προλάβαινε να έρθει νωρίς το πρωί και να έφευγε πριν ερχόταν ο Νηλ να την πάρει. Με αυτή την σκέψη η Μιμή ξάπλωσε πάνω στα πέταλα του λουλουδιού και εκείνο λυπημένο για εκείνη άρχισε να κουνάει αργά τον κορμό του μέχρι που η Μιμή αποκοιμήθηκε από το ήρεμο αυτό νανούρισμα.
Μετά από λίγες ώρες και πριν ο ήλιος προλάβει να ανέβει στον ουρανό, η αδερφή του βασιλιά βάτραχου στεκόταν κάτω από το λουλούδι της Μιμής. Η Ελίζα- η αδερφή του βασιλιά βάτραχου – άνοιξε το στόμα της και με μια απότομη κίνηση η γλώσσα της τυλίχτηκε γύρω από το λουλούδι. Ύστερα άρχισε να το τραντάζει ώσπου εκείνο άνοιξε τα πέταλα του και η Μιμή έπεσε με θόρυβο πάνω στο χώμα. Σαστισμένη από το απότομο ξύπνημα, είδε ότι γύρω της ήταν ακόμα νύχτα και τρόμαξε.
‘’Σήκω’’, άκουσε την Ελίζα να της λέει. ‘’Φεύγουμε’’
‘’Μα..’’, πήγε να πει η Μιμή στεναχωρημένη.
‘’Δεν έχει μα!’’, είπε εκνευρισμένη η Ελίζα και η γλώσσα της άφησε το λουλούδι και τυλίχτηκε γύρω από την Μιμή.
Με αυτόν τον τρόπο την ανέβασε στην πλάτη της και άρχισε να πηδάει προς το σπίτι του βασιλιά βάτραχου, ενώ η Μιμή τρομοκρατημένη προσπαθούσε να κρατηθεί πάνω από το γλοιώδες δέρμα της Ελίζας.
Φτάνοντας στο σπίτι του βασιλιά βάτραχου, ένα βρωμερό έλος που μύριζε πολύ άσχημα, η Μιμή έβαλε τα κλάματα και οι σκέψεις της πήγαν στην μέλισσα που δεν πρόλαβε να την βοηθήσει για να φύγει. Ο Νηλ εκνευρισμένος από την συμπεριφορά της μέλλουσας γυναίκας του που επαναλάμβανε διαρκώς ότι δεν ήθελε να τον παντρευτεί και επιπλέον τον κοιτούσε αηδιασμένη, αποφάσισε να την τιμωρήσει. Έτσι την φυλάκισε σε ένα γέρικο δέντρο, στο πιο ψηλό κλαδί του. Εκεί την άφησε μόνη της, χωρίς τροφή και χωρίς προστασία από την βροχή ή τον ήλιο μέχρι εκείνη να δεχτεί να τον παντρευτεί.
Οι μέρες και οι νύχτες περνούσαν και η Μιμή είχε αρχίσει να νιώθει πολύ κουρασμένη. Μόνη της πάνω στο κλαδί, δεν μπορούσε να κοιμηθεί κανονικά γιατί φοβόταν πως μέσα στον ύπνο της θα έπεφτε. Επιπλέον είχε μέρες να φάει και η ζέστη της ημέρας την ζάλιζε, ενώ με το κρύο της νύχτας ξεπάγιαζε. Απελπισμένη η Μιμή σκεφτόταν πως δεν θα περνούσαν πολλές μέρες μέχρι να πεθάνει και μέσα στην στεναχώρια της σκεφτόταν την χώρα για την οποία της είχε μιλήσει η μέλισσα και εκείνον που έμοιαζε με εκείνη.
Ύστερα από λίγες μέρες ένας γνώριμος ήχος έφτασε στα αυτιά της και άνοιξε τα μάτια της.
‘’Μέλισσα!’’, είπε ενθουσιασμένη.
Και όντως δίπλα από το κλαδί η μέλισσα που πριν λίγες μέρες θα την βοηθούσε να το σκάσει, πετούσε και την κοίταζε με χαρά.
‘’Μην στεναχωριέσαι’’, της είπε η μέλισσα. ‘’Ο πρίγκιπας των χριστουγεννιάτικων ρόδων έρχεται για να σε σώσει! ‘’
‘’Ποιος είναι αυτός ο πρίγκιπας;’’, ρώτησε η Μιμή με απορία.
‘’Είναι εκείνος που είναι σαν εσένα’’, της απάντησε η μέλισσα. ‘’Όταν πήγα να σε πάρω τα λουλούδια μου είπαν τι είχε συμβεί. Έτσι και εγώ έτρεξα στην χώρα των Χριστουγέννων και τα αφηγήθηκα όλα στον πρίγκιπα. Και εκείνος είπε ότι θα έρθει να σε σώσει. Μα να! Κοίτα! Εκεί είναι!!’’, συνέχισε η μέλισσα ενθουσιασμένη και της έδειξε προς το ποτάμι.
Η Μιμή κοίταξε προς την μεριά που της έδειχνε. Μέσα στο ποτάμι και με ένα καραβάκι φτιαγμένο από πέταλα ρόδων, ο νεαρός πρίγκιπας ερχόταν προς τα εκείνη.
‘’Είναι τόσο όμορφος’’, είπε η Μιμή καθώς κοίταζε τον ξανθό άντρα.
Ο πρίγκιπας έφτασε στην ακτή και βγήκε έξω από το καραβάκι. Έπειτα γύρισε προς την μεριά του και σήκωσε το χέρι του. Από την παλάμη του ξεχύθηκε ένα σχοινί που ήταν καμωμένο από πάγο και τριαντάφυλλα και δέθηκε μόνο του πάνω στο καραβάκι. Ο πρίγκιπας έπειτα έστρεψε το χέρι του προς την όχθη και η άλλη άκρη του σχοινιού δέθηκε σε ένα χοντρό πεσμένο κλαδί. Σίγουρος πως το καραβάκι του δεν θα έφευγε, ο πρίγκιπας γύρισε το βλέμμα του στο δέντρο στο οποίο ήταν φυλακισμένη η Μιμή.
Χωρίς να χάσει καιρό ο πρίγκιπας πλησίασε το δέντρο και με ευκολία άρχισε να σκαρφαλώνει πάνω του και κατάφερε πολύ γρήγορα να φτάσει στο κλαδί που ήταν η Μιμή.
‘’Είμαι ο πρίγκιπας των χριστουγεννιάτικων ρόδων, το όνομα μου είναι Άντονυ’’, της είπε κάνοντας μια ελαφριά υπόκλιση προς την μεριά της. ‘’Ήρθα να σε πάρω από εδώ, αν βέβαια θέλεις να φύγεις. Μπορώ να σε γυρίσω πίσω στο σπίτι σου ή αν θέλεις μπορείς να έρθεις να μείνεις στην δικιά μου χώρα.’’
‘’Θα το ήθελα πολύ αυτό’’, είπε η Μιμή και νιώθοντας ότι τα μάγουλα της είχαν γίνει κατακόκκινα έσκυψε το κεφάλι της.
Ο πρίγκιπας την κοίταξε εξεταστικά. Παρόλη την ταλαιπωρία και την στεναχώρια ή ακόμα και τα ρούχα της που είχαν σκιστεί σε κάποια σημεία, η Μιμή εξακολουθούσε να είναι όμορφη και γλυκιά όπως πάντα.
‘’Μα ποιος θα φερόταν τόσο άσχημα σε ένα τόσο γλυκό και όμορφο πλάσμα;’’, σκεφτόταν ο πρίγκιπας λυπημένος και τότε αποφάσισε πως κανείς πια δεν θα ξαναπείραζε την Μιμή. Από εδώ και πέρα θα ήταν πάντα εκείνος μαζί της και θα την προστάτευε.
‘’Έλα’’, της είπε. ‘’Πρέπει να φύγουμε από εδώ’’, συνέχισε και άπλωσε το χέρι του προς τα εκείνη.
Η Μιμή έβαλε την παλάμη της μέσα στην δικιά του και αμέσως αισθάνθηκε ασφαλής.
‘’Πως θα κατέβουμε από το δέντρο;’’, τον ρώτησε κοιτώντας λίγο τρομαγμένη το ύψος που χώριζε το κλαδί από το χώμα.
‘’Μην σε ανησυχεί αυτό’’, της είπε ο Άντονυ και έβγαλε έναν σπόρο από την τσέπη του χιτώνα του.
Άφησε τον σπόρο να πέσει στην γη και εκείνος εξαφανίστηκε μέσα στο χώμα. Η Μιμή κοίταξε απορημένη τον Άντονυ και εκείνος της χαμογέλασε ενθαρρυντικά.
‘’Να, κοίτα!’’, της είπε ύστερα από λίγες στιγμές ο πρίγκιπας και η Μιμή έστρεψε το βλέμμα της ξανά προς το έδαφος.
Έκπληκτη είδε πως εκεί που είχε πέσει ο σπόρος τώρα φύτρωνε ένα τεράστιο τριαντάφυλλο το οποίο αγκάλιαζε το δέντρο κυκλικά. Το τριαντάφυλλο ανέβαινε και ανέβαινε όλο και πιο ψηλά μέχρι που σταμάτησε μπροστά από το κλαδί που ήταν η Μιμή και ο Άντονυ.
‘’Θα χρησιμοποιήσουμε τα αγκάθια για να κατέβουμε. Θα σε βοηθήσω και εγώ’’, εξήγησε ο Άντονυ στην Μιμή.
Έπειτα ξεκίνησε πρώτος να κατεβαίνει τα αγκάθια κρατώντας ακόμα την Μιμή από το χέρι που τον ακολουθούσε, και φροντίζοντας να πηγαίνει αργά ώστε να μην κουράζεται εκείνη.
Η Μιμή δεν βρήκε καμιά δυσκολία στο να κατέβει χρησιμοποιώντας τα αγκάθια για σκαλοπάτια. Ήταν αρκετά μεγάλα και το μικροσκοπικό της πόδι χωρούσε αρκετά άνετα ώστε να πατάει σταθερά. Έτσι ύστερα από λίγο πάτησε το χώμα και αναστέναξε ανακουφισμένη που είχε αφήσει την φυλακή της πίσω της.
‘’Που νομίζεις ότι πας;’’, ακούστηκε μια φωνή πίσω της και η Μιμή γύρισε τρομαγμένη προς τα εκεί.
Ο βασιλιάς βάτραχος ήταν εκεί και έβγαινε μέσα από τα έλη φανερά εκνευρισμένος.
Ο Άντονυ μπήκε μπροστά από την Μιμή και εκείνη είδε με έκπληξη ότι ήταν λίγο πιο ψηλός από εκείνη και το σώμα του την κάλυπτε ολόκληρη.
‘’Η Μιμή θα έρθει μαζί μου!’’, είπε ο πρίγκιπας. ‘’Θα έρθει μαζί μου και θα γίνει γυναίκα μου!’’
‘’Η Μιμή θα γίνει δικιά μου γυναίκα!’’, απάντησε έξαλλος ο Νηλ και άνοιξε το στόμα του απειλητικά.
Η γλώσσα του πετάχτηκε έξω και πήγε να χτυπήσει τον πρίγκιπα. Εκείνος έβγαλε το σπαθί του και με μια απότομη κίνηση έκοψε την γλώσσα του Νηλ η οποία έπεσε στο έδαφος και μεταμορφώθηκε αμέσως σε μαύρη σκόνη.
Ο Νηλ τρελαμένος από τον πόνο όρμησε πάνω στον πρίγκιπα. Αλλά πριν προλάβει να τον πλησιάσει, ο πρίγκιπας σήκωσε την παλάμη του και χιλιάδες αγκάθια τρύπησαν το κορμί του Νηλ ο οποίος έπεσε νεκρός λίγα μέτρα μακριά τους.
Η Ελίζα, που κρυφοκοίταζε μέσα από τα έλη, τρόμαξε τόσο πολύ από ότι είχε συμβεί στον αδερφό της που έφυγε γρήγορα όσο πιο μακριά μπορούσε και κανείς δεν την ξαναείδε ποτέ πια.
Ανακουφισμένα τα πλάσματα της περιοχής βγήκαν από τις κρυψώνες τους και ευχαρίστησαν τον πρίγκιπα που τα είχε λυτρώσει από τον βασιλιά βάτραχο. Έπειτα όλα μαζί συνόδεψαν τον Άντονυ και την Μιμή στο μικρό καραβάκι που θα τους πήγαινε στην χώρα των Χριστουγέννων.
Λίγες μέρες πέρασαν και η Μιμή ζούσε ευτυχισμένη στην χώρα του πρίγκιπα. Είχε έρθει η μέρα των Χριστουγέννων και ολόκληρη η χώρα γιόρταζε τον ερχομό της. Επιπλέον όμως οι κάτοικοι της χώρας γιόρταζαν και τον γάμο του πρίγκιπα τους με την γλυκιά Μιμή που θα γινόταν εκείνη την ημέρα.
Ο γάμος τους έγινε στο παλάτι το οποίο αποτελούσαν πολλά άσπρα τριαντάφυλλα. Αφού παντρεύτηκαν ο Άντονυ οδήγησε την Μιμή σε ένα κρυφό μέρος που το ήξερε μόνο ο ίδιος.
‘’Εδώ είναι ο μυστικός μου κήπος’’, της είπε.
Η Μιμή κοίταζε ενθουσιασμένη τον μυστικό αυτό κήπο. Είχε εκατοντάδες τριαντάφυλλα σε κάθε χρώμα, αλλά το σημαντικότερο ήταν ότι ήταν τόσο μικροσκοπικά όλα που η Μιμή μπορούσε να τα κρατήσει στα χέρια της όπως κάνουν οι κανονικοί άνθρωποι.
Ο Άντονυ της έδειξε ένα πολύ όμορφο τριαντάφυλλο, το ομορφότερο που υπήρχε μέσα στον κήπο.
‘’Αυτό είναι δικό σου’’ , της είπε. ‘’Είναι το δώρο μου για τα Χριστούγεννα και του χάρισα το όνομα σου. Το λένε ‘’γλυκιά Μιμή’’. Καλά Χριστούγεννα Μιμή’’, συνέχισε χαμογελώντας.
‘’Καλά Χριστούγεννα Άντονυ’’, του απάντησε εκείνη και τον αγκάλιασε ευτυχισμένη.
ΚΑΛΑ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ ΜΙΜΗ!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!
nuitetoile21- Terry Addict
- Αριθμός μηνυμάτων : 4781
Points : 12188
Ημερομηνία εγγραφής : 06/11/2010
Ηλικία : 41
Τόπος : neverland
Απ: Τα Χριστουγεννιάτικα φικ της nuitetoile21
ΤΟ ΦΙΚ ΤΗΣ GEO
Η ΒΑΣΙΛΙΣΣΑ ΤΟΥ ΧΙΟΝΙΟΥ
Πριν πολλά χρόνια σε ένα μικρό χωριό ζούσαν δύο παιδιά τα οποία ήταν πολύ καλοί φίλοι. Πράγματι ο δεκάχρονος Άλμπερτ και η εννιάχρονη Geo ήταν πολύ αγαπημένοι και περνούσαν όλη την ημέρα τους μαζί. Ακόμα κα τα βράδια που αναγκαστικά πήγαιναν σπίτια τους, τα δυο παιδιά κρυφοκοιτούσαν το ένα το άλλο από τα παράθυρα των δωματίων τους που ήταν το ένα απέναντι από το άλλο.
Ο Άλμπερτ και η Geo περνούσαν ατελείωτες ώρες κάνοντας βόλτες στο δάσος και παίζοντας με τα ζώα που ειδικά ο Άλμπερτ αγαπούσε πάρα πολύ. Τα καλοκαίρια κολυμπούσαν στο ποτάμι μαζί ενώ τον χειμώνα φορούσαν τα παγοπέδιλα τους και έκαναν βόλτες πάνω στο παγωμένο ποτάμι.
Μια μέρα η Geo ξύπνησε και αμέσως έτρεξε στο παράθυρο της, όπως έκανε πάντα για να δει τον Άλμπερτ. Έκπληκτη είδε πως το δωμάτιο του ήταν άδειο, ο Άλμπερτ δεν ήταν εκεί. Αυτό την παραξένεψε γιατί είχε συνηθίσει να ξυπνάνε την ίδια ώρα και η πρώτη κίνηση που έκαναν και οι δυο μόλις σηκωνόντουσαν από το κρεβάτι τους, ήταν να τρέξουν στα παράθυρα τους για να καλημερίσουν ο ένας τον άλλον.
Απογοητευμένη η Geo ντύθηκε και πήγε στο δάσος, σίγουρη πως ο καλός της φίλος θα βρισκόταν εκεί. Πράγματι δεν πέρασε πολύ ώρα και είδε τον Άλμπερτ καθισμένο σε ένα πεσμένο κλαδί να ταΐζει ένα ελαφάκι.
‘’Τι συμβαίνει Άλμπερτ;’’, τον ρώτησε η Geo καθώς καθόταν δίπλα του.
Ο Άλμπερτ την κοίταξε στεναχωρημένος.
‘’Πέθανε η Ροζμαρυ’’, της είπε λυπημένα.
Η Geo τον κοίταξε ξαφνιασμένη. Η αδερφή του Άλμπερτ η Ροζμαρυ ήταν πολύ νέα. Μια όμορφη και ευγενική κοπέλα. Και τώρα είχε πεθάνει; Μα πως ήταν δυνατόν αυτό;
‘’Από ότι φαίνεται είχε μια ασθένεια..’’, προσπάθησε ο Άλμπερτ να εξηγήσει στην φίλη του αλλά ένας λυγμός έκοψε την φράση του και αμέσως άρχισε να κλαίει.
Η Geo τον αγκάλιασε σφιχτά μη ξέροντας τι άλλο να κάνει.
‘’Υποσχέσου μου..’’, είπε μετά από λίγο ο Άλμπερτ. ‘’Υποσχέσου πως πάντα θα μοιραζόμαστε τα καλά και τα άσχημα και πως δεν θα αφήσουμε ποτέ ο ένας τον άλλον’’
‘’Το υπόσχομαι Άλμπερτ’’, είπε η Geo με σβησμένη φωνή.
Ένας θόρυβος ακούστηκε κοντά τους και το ελάφι έφυγε τρομαγμένο μακριά. Τα δυο παιδιά γύρισαν τα κεφάλια τους προς τον θόρυβο και είδαν μια πανέμορφη γυναίκα ντυμένη στα λευκά να περπατάει. Η γυναίκα γύρισε το βλέμμα της και η ματιά της καρφώθηκε πάνω στον Άλμπερτ, ενώ τα χείλη της απέκτησαν ένα παγωμένο χαμόγελο.
Ο Άλμπερτ σαστισμένος από την ομορφιά της γυναίκας, δεν μπορούσε να ξεκολλήσει τα μάτια του από τα δικά της. Τα μάτια της ήταν γαλανά σαν τον καθαρό ουρανό αλλά έμοιαζαν παγωμένα και ο Άλμπερτ ένιωσε να κρυώνει.
Η Geo μη μπορώντας να καταλάβει τι συμβαίνει, πήρε τον Άλμπερτ από το χέρι και τον ανάγκασε να φύγουν. Καθώς περπατούσαν προς το χωριό, ο Άλμπερτ γύρισε το κεφάλι του προς τα πίσω για αν δει ξανά εκείνη την όμορφη γυναίκα. Η γυναίκα του έκανε νόημα πως θα τον περίμενε την επόμενη μέρα και ο Άλμπερτ χαμογέλασε ευτυχισμένος, ξεχνώντας τον θάνατο της αδερφής του προς στιγμήν.
Την επόμενη μέρα η Geo ξύπνησε και έτρεξε στο παράθυρο της. Αλλά ο Άλμπερτ πάλι έλειπε από το δωμάτιο του. Το μικρό κορίτσι ντύθηκε βιαστικά και έτρεξε στο δάσος. Από μακριά είδε τον Άλμπερτ να μιλάει με την γυναίκα που είχαν συναντήσει χτες. Η Geo χωρίς να ξέρει γιατί ένιωσε ότι δεν ήθελε να την δει εκείνη η γυναίκα. Έτσι κρύφτηκε σε κάτι θάμνους και άρχισε να ακούει την συζήτηση που είχε ο Άλμπερτ με την γυναίκα.
‘’Ποια είσαι;’’, άκουσε τον φίλο της να ρωτάει την άγνωστη γυναίκα.
‘’Είμαι η βασίλισσα των χιονιών Άλμπερτ’’, απάντησε η γυναίκα.
Η Geo ανατρίχιασε. Η βασίλισσα των χιονιών είχε την φήμη μιας πολύς σκληρής βασίλισσας, που δεν ένιωθε τίποτα.
‘’Θέλεις να έρθεις μαζί μου;’’, άκουσε την βασίλισσα των χιονιών να ρωτάει
τον Άλμπερτ.
‘’Ναι’’, απάντησε ο φίλος της και η Geo στεναχωρήθηκε με την απάντηση του.
‘’Δεν είσαι έτοιμος ακόμα’’, του είπε η βασίλισσα των χιονιών. ‘’Πρώτα πρέπει να βάλουμε αυτό μέσα στο μάτι σου.. Ξέρεις τι είναι αυτό;’’, ρώτησε το αγόρι και η Geo μπόρεσε να δει ότι στην παλάμη της η βασίλισσα κρατούσε κάτι που έμοιαζε με πολύ μικρό κομμάτι από γυαλί.
‘’Είναι ένα κομμάτι από γυαλί’’, είπε ο Άλμπερτ.
‘’Κάποτε’’, άρχισε να του εξηγεί η βασίλισσα των χιονιών, ‘’ζούσε ένα ξωτικό. Αυτό το ξωτικό είχε ένα μαγικό καθρέφτη οπού μέσα του φαινόντουσαν όλα τα άσχημα πράγματα που γινόντουσαν, οπουδήποτε και αν γινόντουσαν. Όμως το ξωτικό ήταν απρόσεχτο και μια μέρα ο καθρέφτης του έπεσε από τα χέρια και έγινε χίλια κομμάτια. Αυτό είναι ένα από τα κομμάτια του. ‘’
Έπειτα η βασίλισσα των χιονιών πλησίασε ακόμα πιο πολύ τον Άλμπερτ και φύσηξε το μικρό κομμάτι από τον καθρέφτη μέσα στο μάτι του. Ο Άλμπερτ ένιωσε να παγώνει ολόκληρος και την καρδιά του να μετατρέπεται σε πέτρα. Η βασίλισσα των χιονιών του φίλησε το μέτωπο και ο Άλμπερτ πλέον ήταν ανίκανος να νιώσει οποιοδήποτε συναίσθημα.
‘’Τώρα είσαι έτοιμος’’, του είπε η βασίλισσα των χιονιών με ένα παγωμένο χαμόγελο. ‘’Θα έρθω να σε πάρω την ημέρα των Χριστουγέννων’’
Με αυτά τα λόγια η γυναίκα εξαφανίστηκε αφήνοντας τον Άλμπερτ μόνο του. Η Geo βγήκε από την κρυψώνα της και έτρεξε κοντά της.
‘’Άλμπερτ..’’, του είπε αλλά εκείνος την κοίταξε με άδειο βλέμμα. Δεν θυμόταν
ποια την φίλη του, δεν θυμόταν τίποτα από την προηγούμενη ζωή του.
‘’Παράτα με!’’, είπε στο κορίτσι και το έσπρωξε δυνατά.
Η Geo έπεσε στο χώμα ξαφνιασμένη ενώ ο Άλμπερτ έτρεχε μακριά της.
Το μικρό κορίτσι γύρισε σπίτι του πολύ στεναχωρημένο. Συνέχεια σκεφτόταν πως θα μπορούσε να σώσει τον παιδικό της φίλο από την βασίλισσα των χιονιών.
Εν τω μεταξύ ο Άλμπερτ είχε μετατραπεί σε ένα πολύ κακό παιδί. Έβριζε τους πάντες και κανείς δεν τον πλησίαζε. Ούτε καν τα ζώα που τόσο τον αγαπούσαν κάποτε. Τώρα τον κοίταζαν από μακριά φοβισμένα.
Το επόμενο πρωί η Geo έτρεξε στο παράθυρο της αλλά ο Άλμπερτ δεν ήταν στο δωμάτιο του. Η Geo το περίμενε και έτσι έτρεξε βιαστικά στο δάσος. Εκεί βρήκε τον Άλμπερτ να περιπλανιέται άσκοπα μόνος του. Η Geo έτρεξε κοντά του και τον έπιασε από το χέρι. Ο Άλμπερτ γύρισε ξαφνιασμένος προς το μέρος της ενώ προσπάθησε να τραβήξει το χέρι του από το δικό της. Η Geo παρόλο που στην αρχή είχε τρομάξει από το πόσο παγωμένο ήταν το χέρι του φίλου της, δεν τον άφηνε.
‘’Όχι θα με ακούσεις πρώτα και μετά θα σε αφήσω ήσυχο!’’, του είπε πεισμωμένη. ΄΄Άλμπερτ εγώ είμαι η Geo! Πάντα ήμασταν μαζί από παιδιά! Δεν με θυμάσαι;’’
Ο Άλμπερτ την κοίταζε με άδειο βλέμμα, σημάδι ότι δεν θυμόταν τίποτα.
‘’Δεν θυμάσαι που κάθε καλοκαίρι κολυμπάμε στο ποτάμι μαζί; Δεν θυμάσαι που με βοήθησες να καταλάβω τα μαθηματικά που με δυσκόλευαν; Που η γιαγιά σου κάθε βράδυ Χριστουγέννων μας λέει παραμύθια δίπλα στο τζάκι; Δεν θυμάσαι την αδερφή σου την Ροζμαρυ που μας έπλεκε κασκόλ κάθε Χριστούγεννα;’’, συνέχισε η Geo να του λέει.
Ο Άλμπερτ στο άκουσμα του ονόματος της αδερφής του πισωπάτησε. Η εικόνα μιας πολύ όμορφης κοπέλας που του χαμογελούσε, πέρασε από το μυαλό του και με το ελεύθερο του χέρι έπιασε το κεφάλι του σαν να τον πονούσε.
‘’Δεν θυμάσαι ότι η Ροζμαρυ πέθανε;’’, είπε η Geo. ‘’Η καλή η Ροζμαρυ πέθανε και εσύ τι κάνεις; Θα φύγεις με την βασίλισσα των χιονιών; Δεν θυμάσαι τα ζώα που τόσο αγαπούσες; Θα τα εγκαταλείψεις;’’
Σε κάθε λέξη της Geo όλο και πιο πολλές εικόνες περνούσαν από το μυαλό του Άλμπερτ και εκείνος ένιωθε το κεφάλι του έτοιμο να σπάσει, ενώ και το μάτι μέσα στο οποίο η βασίλισσα των χιονιών είχε βάλει το κομμάτι από τον καθρέφτη τον πονούσε υπερβολικά.
‘’Είπες πως θα είμαστε για πάντα μαζί Άλμπερτ! Πως θα μοιραζόμαστε και τα καλά και τα άσχημα!’’, του είπε απελπισμένη η Geo και έβαλε τα κλάματα.
Τότε ένα δάκρυ κύλησε στο πρόσωπο του Άλμπερτ και το μικρό γυαλί βγήκε από το μάτι του. Αμέσως θυμήθηκε ποιος ήταν και η ζεστασιά ξανάρθε στην καρδιά του. Κοίταξε λυπημένος την μικρή του φίλη που έκλαιγε.
‘’Μην κλαις Geo’’, της είπε. ‘’Δεν το ξέρεις ότι είσαι πιο όμορφη όταν γελάς;’’
Η Geo τον κοίταξε ξαφνιασμένη και ανακουφισμένη είδε πως απέναντι της είχε γυρίσει ο παλιός καλός της φίλος. Του κράτησε το χέρι ακόμα πιο δυνατά και διαπίστωσε πως πια δεν ήταν παγωμένο. Σκούπισε τα μάτια της και του χαμογέλασε.
Τα δυο παιδιά γύρισαν αγκαλιασμένα πίσω στο χωριό και όλοι είδαν με ευχαρίστηση ότι ο Άλμπερτ είχε ξαναγίνει αυτό που ήταν πάντα, ένα πολύ καλό παιδί.
Τα Χριστούγεννα ήρθαν αλλά η βασίλισσα των χιονιών δεν εμφανίστηκε στο μικρό χωριό. Ευτυχισμένα τα δυο παιδιά έπαιζαν όλη την ημέρα με το χιόνι και όταν βράδιασε και πήγαν στα σπίτια τους, έτρεξαν κατευθείαν στα αντικριστά τους παράθυρα.
‘’Καλά Χριστούγεννα Άλμπερτ’’ έγραψε η Geo πάνω στο αχνό τζάμι.
‘’Καλά Χριστούγεννα Geo ‘’, έγραψε και ο Άλμπερτ στο δικό του και χαμογέλασαν ο ένας στον άλλον.
ΚΑΛΑ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ GEO!!!!!!!!
Η ΒΑΣΙΛΙΣΣΑ ΤΟΥ ΧΙΟΝΙΟΥ
Πριν πολλά χρόνια σε ένα μικρό χωριό ζούσαν δύο παιδιά τα οποία ήταν πολύ καλοί φίλοι. Πράγματι ο δεκάχρονος Άλμπερτ και η εννιάχρονη Geo ήταν πολύ αγαπημένοι και περνούσαν όλη την ημέρα τους μαζί. Ακόμα κα τα βράδια που αναγκαστικά πήγαιναν σπίτια τους, τα δυο παιδιά κρυφοκοιτούσαν το ένα το άλλο από τα παράθυρα των δωματίων τους που ήταν το ένα απέναντι από το άλλο.
Ο Άλμπερτ και η Geo περνούσαν ατελείωτες ώρες κάνοντας βόλτες στο δάσος και παίζοντας με τα ζώα που ειδικά ο Άλμπερτ αγαπούσε πάρα πολύ. Τα καλοκαίρια κολυμπούσαν στο ποτάμι μαζί ενώ τον χειμώνα φορούσαν τα παγοπέδιλα τους και έκαναν βόλτες πάνω στο παγωμένο ποτάμι.
Μια μέρα η Geo ξύπνησε και αμέσως έτρεξε στο παράθυρο της, όπως έκανε πάντα για να δει τον Άλμπερτ. Έκπληκτη είδε πως το δωμάτιο του ήταν άδειο, ο Άλμπερτ δεν ήταν εκεί. Αυτό την παραξένεψε γιατί είχε συνηθίσει να ξυπνάνε την ίδια ώρα και η πρώτη κίνηση που έκαναν και οι δυο μόλις σηκωνόντουσαν από το κρεβάτι τους, ήταν να τρέξουν στα παράθυρα τους για να καλημερίσουν ο ένας τον άλλον.
Απογοητευμένη η Geo ντύθηκε και πήγε στο δάσος, σίγουρη πως ο καλός της φίλος θα βρισκόταν εκεί. Πράγματι δεν πέρασε πολύ ώρα και είδε τον Άλμπερτ καθισμένο σε ένα πεσμένο κλαδί να ταΐζει ένα ελαφάκι.
‘’Τι συμβαίνει Άλμπερτ;’’, τον ρώτησε η Geo καθώς καθόταν δίπλα του.
Ο Άλμπερτ την κοίταξε στεναχωρημένος.
‘’Πέθανε η Ροζμαρυ’’, της είπε λυπημένα.
Η Geo τον κοίταξε ξαφνιασμένη. Η αδερφή του Άλμπερτ η Ροζμαρυ ήταν πολύ νέα. Μια όμορφη και ευγενική κοπέλα. Και τώρα είχε πεθάνει; Μα πως ήταν δυνατόν αυτό;
‘’Από ότι φαίνεται είχε μια ασθένεια..’’, προσπάθησε ο Άλμπερτ να εξηγήσει στην φίλη του αλλά ένας λυγμός έκοψε την φράση του και αμέσως άρχισε να κλαίει.
Η Geo τον αγκάλιασε σφιχτά μη ξέροντας τι άλλο να κάνει.
‘’Υποσχέσου μου..’’, είπε μετά από λίγο ο Άλμπερτ. ‘’Υποσχέσου πως πάντα θα μοιραζόμαστε τα καλά και τα άσχημα και πως δεν θα αφήσουμε ποτέ ο ένας τον άλλον’’
‘’Το υπόσχομαι Άλμπερτ’’, είπε η Geo με σβησμένη φωνή.
Ένας θόρυβος ακούστηκε κοντά τους και το ελάφι έφυγε τρομαγμένο μακριά. Τα δυο παιδιά γύρισαν τα κεφάλια τους προς τον θόρυβο και είδαν μια πανέμορφη γυναίκα ντυμένη στα λευκά να περπατάει. Η γυναίκα γύρισε το βλέμμα της και η ματιά της καρφώθηκε πάνω στον Άλμπερτ, ενώ τα χείλη της απέκτησαν ένα παγωμένο χαμόγελο.
Ο Άλμπερτ σαστισμένος από την ομορφιά της γυναίκας, δεν μπορούσε να ξεκολλήσει τα μάτια του από τα δικά της. Τα μάτια της ήταν γαλανά σαν τον καθαρό ουρανό αλλά έμοιαζαν παγωμένα και ο Άλμπερτ ένιωσε να κρυώνει.
Η Geo μη μπορώντας να καταλάβει τι συμβαίνει, πήρε τον Άλμπερτ από το χέρι και τον ανάγκασε να φύγουν. Καθώς περπατούσαν προς το χωριό, ο Άλμπερτ γύρισε το κεφάλι του προς τα πίσω για αν δει ξανά εκείνη την όμορφη γυναίκα. Η γυναίκα του έκανε νόημα πως θα τον περίμενε την επόμενη μέρα και ο Άλμπερτ χαμογέλασε ευτυχισμένος, ξεχνώντας τον θάνατο της αδερφής του προς στιγμήν.
Την επόμενη μέρα η Geo ξύπνησε και έτρεξε στο παράθυρο της. Αλλά ο Άλμπερτ πάλι έλειπε από το δωμάτιο του. Το μικρό κορίτσι ντύθηκε βιαστικά και έτρεξε στο δάσος. Από μακριά είδε τον Άλμπερτ να μιλάει με την γυναίκα που είχαν συναντήσει χτες. Η Geo χωρίς να ξέρει γιατί ένιωσε ότι δεν ήθελε να την δει εκείνη η γυναίκα. Έτσι κρύφτηκε σε κάτι θάμνους και άρχισε να ακούει την συζήτηση που είχε ο Άλμπερτ με την γυναίκα.
‘’Ποια είσαι;’’, άκουσε τον φίλο της να ρωτάει την άγνωστη γυναίκα.
‘’Είμαι η βασίλισσα των χιονιών Άλμπερτ’’, απάντησε η γυναίκα.
Η Geo ανατρίχιασε. Η βασίλισσα των χιονιών είχε την φήμη μιας πολύς σκληρής βασίλισσας, που δεν ένιωθε τίποτα.
‘’Θέλεις να έρθεις μαζί μου;’’, άκουσε την βασίλισσα των χιονιών να ρωτάει
τον Άλμπερτ.
‘’Ναι’’, απάντησε ο φίλος της και η Geo στεναχωρήθηκε με την απάντηση του.
‘’Δεν είσαι έτοιμος ακόμα’’, του είπε η βασίλισσα των χιονιών. ‘’Πρώτα πρέπει να βάλουμε αυτό μέσα στο μάτι σου.. Ξέρεις τι είναι αυτό;’’, ρώτησε το αγόρι και η Geo μπόρεσε να δει ότι στην παλάμη της η βασίλισσα κρατούσε κάτι που έμοιαζε με πολύ μικρό κομμάτι από γυαλί.
‘’Είναι ένα κομμάτι από γυαλί’’, είπε ο Άλμπερτ.
‘’Κάποτε’’, άρχισε να του εξηγεί η βασίλισσα των χιονιών, ‘’ζούσε ένα ξωτικό. Αυτό το ξωτικό είχε ένα μαγικό καθρέφτη οπού μέσα του φαινόντουσαν όλα τα άσχημα πράγματα που γινόντουσαν, οπουδήποτε και αν γινόντουσαν. Όμως το ξωτικό ήταν απρόσεχτο και μια μέρα ο καθρέφτης του έπεσε από τα χέρια και έγινε χίλια κομμάτια. Αυτό είναι ένα από τα κομμάτια του. ‘’
Έπειτα η βασίλισσα των χιονιών πλησίασε ακόμα πιο πολύ τον Άλμπερτ και φύσηξε το μικρό κομμάτι από τον καθρέφτη μέσα στο μάτι του. Ο Άλμπερτ ένιωσε να παγώνει ολόκληρος και την καρδιά του να μετατρέπεται σε πέτρα. Η βασίλισσα των χιονιών του φίλησε το μέτωπο και ο Άλμπερτ πλέον ήταν ανίκανος να νιώσει οποιοδήποτε συναίσθημα.
‘’Τώρα είσαι έτοιμος’’, του είπε η βασίλισσα των χιονιών με ένα παγωμένο χαμόγελο. ‘’Θα έρθω να σε πάρω την ημέρα των Χριστουγέννων’’
Με αυτά τα λόγια η γυναίκα εξαφανίστηκε αφήνοντας τον Άλμπερτ μόνο του. Η Geo βγήκε από την κρυψώνα της και έτρεξε κοντά της.
‘’Άλμπερτ..’’, του είπε αλλά εκείνος την κοίταξε με άδειο βλέμμα. Δεν θυμόταν
ποια την φίλη του, δεν θυμόταν τίποτα από την προηγούμενη ζωή του.
‘’Παράτα με!’’, είπε στο κορίτσι και το έσπρωξε δυνατά.
Η Geo έπεσε στο χώμα ξαφνιασμένη ενώ ο Άλμπερτ έτρεχε μακριά της.
Το μικρό κορίτσι γύρισε σπίτι του πολύ στεναχωρημένο. Συνέχεια σκεφτόταν πως θα μπορούσε να σώσει τον παιδικό της φίλο από την βασίλισσα των χιονιών.
Εν τω μεταξύ ο Άλμπερτ είχε μετατραπεί σε ένα πολύ κακό παιδί. Έβριζε τους πάντες και κανείς δεν τον πλησίαζε. Ούτε καν τα ζώα που τόσο τον αγαπούσαν κάποτε. Τώρα τον κοίταζαν από μακριά φοβισμένα.
Το επόμενο πρωί η Geo έτρεξε στο παράθυρο της αλλά ο Άλμπερτ δεν ήταν στο δωμάτιο του. Η Geo το περίμενε και έτσι έτρεξε βιαστικά στο δάσος. Εκεί βρήκε τον Άλμπερτ να περιπλανιέται άσκοπα μόνος του. Η Geo έτρεξε κοντά του και τον έπιασε από το χέρι. Ο Άλμπερτ γύρισε ξαφνιασμένος προς το μέρος της ενώ προσπάθησε να τραβήξει το χέρι του από το δικό της. Η Geo παρόλο που στην αρχή είχε τρομάξει από το πόσο παγωμένο ήταν το χέρι του φίλου της, δεν τον άφηνε.
‘’Όχι θα με ακούσεις πρώτα και μετά θα σε αφήσω ήσυχο!’’, του είπε πεισμωμένη. ΄΄Άλμπερτ εγώ είμαι η Geo! Πάντα ήμασταν μαζί από παιδιά! Δεν με θυμάσαι;’’
Ο Άλμπερτ την κοίταζε με άδειο βλέμμα, σημάδι ότι δεν θυμόταν τίποτα.
‘’Δεν θυμάσαι που κάθε καλοκαίρι κολυμπάμε στο ποτάμι μαζί; Δεν θυμάσαι που με βοήθησες να καταλάβω τα μαθηματικά που με δυσκόλευαν; Που η γιαγιά σου κάθε βράδυ Χριστουγέννων μας λέει παραμύθια δίπλα στο τζάκι; Δεν θυμάσαι την αδερφή σου την Ροζμαρυ που μας έπλεκε κασκόλ κάθε Χριστούγεννα;’’, συνέχισε η Geo να του λέει.
Ο Άλμπερτ στο άκουσμα του ονόματος της αδερφής του πισωπάτησε. Η εικόνα μιας πολύ όμορφης κοπέλας που του χαμογελούσε, πέρασε από το μυαλό του και με το ελεύθερο του χέρι έπιασε το κεφάλι του σαν να τον πονούσε.
‘’Δεν θυμάσαι ότι η Ροζμαρυ πέθανε;’’, είπε η Geo. ‘’Η καλή η Ροζμαρυ πέθανε και εσύ τι κάνεις; Θα φύγεις με την βασίλισσα των χιονιών; Δεν θυμάσαι τα ζώα που τόσο αγαπούσες; Θα τα εγκαταλείψεις;’’
Σε κάθε λέξη της Geo όλο και πιο πολλές εικόνες περνούσαν από το μυαλό του Άλμπερτ και εκείνος ένιωθε το κεφάλι του έτοιμο να σπάσει, ενώ και το μάτι μέσα στο οποίο η βασίλισσα των χιονιών είχε βάλει το κομμάτι από τον καθρέφτη τον πονούσε υπερβολικά.
‘’Είπες πως θα είμαστε για πάντα μαζί Άλμπερτ! Πως θα μοιραζόμαστε και τα καλά και τα άσχημα!’’, του είπε απελπισμένη η Geo και έβαλε τα κλάματα.
Τότε ένα δάκρυ κύλησε στο πρόσωπο του Άλμπερτ και το μικρό γυαλί βγήκε από το μάτι του. Αμέσως θυμήθηκε ποιος ήταν και η ζεστασιά ξανάρθε στην καρδιά του. Κοίταξε λυπημένος την μικρή του φίλη που έκλαιγε.
‘’Μην κλαις Geo’’, της είπε. ‘’Δεν το ξέρεις ότι είσαι πιο όμορφη όταν γελάς;’’
Η Geo τον κοίταξε ξαφνιασμένη και ανακουφισμένη είδε πως απέναντι της είχε γυρίσει ο παλιός καλός της φίλος. Του κράτησε το χέρι ακόμα πιο δυνατά και διαπίστωσε πως πια δεν ήταν παγωμένο. Σκούπισε τα μάτια της και του χαμογέλασε.
Τα δυο παιδιά γύρισαν αγκαλιασμένα πίσω στο χωριό και όλοι είδαν με ευχαρίστηση ότι ο Άλμπερτ είχε ξαναγίνει αυτό που ήταν πάντα, ένα πολύ καλό παιδί.
Τα Χριστούγεννα ήρθαν αλλά η βασίλισσα των χιονιών δεν εμφανίστηκε στο μικρό χωριό. Ευτυχισμένα τα δυο παιδιά έπαιζαν όλη την ημέρα με το χιόνι και όταν βράδιασε και πήγαν στα σπίτια τους, έτρεξαν κατευθείαν στα αντικριστά τους παράθυρα.
‘’Καλά Χριστούγεννα Άλμπερτ’’ έγραψε η Geo πάνω στο αχνό τζάμι.
‘’Καλά Χριστούγεννα Geo ‘’, έγραψε και ο Άλμπερτ στο δικό του και χαμογέλασαν ο ένας στον άλλον.
ΚΑΛΑ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ GEO!!!!!!!!
nuitetoile21- Terry Addict
- Αριθμός μηνυμάτων : 4781
Points : 12188
Ημερομηνία εγγραφής : 06/11/2010
Ηλικία : 41
Τόπος : neverland
Απ: Τα Χριστουγεννιάτικα φικ της nuitetoile21
Σημείωση:θέλω να ζητήσω συγγνώμη απο την Τζένη, καθώς το φικ της ήταν να ανέβει την ημέρα της γιορτής της. Συγγνώμη που το ανεβάζω νωρίτερα, αλλά τα υπόλοιπα δεν εχω προλάβει να τα γράψω και σήμερα δεν ήταν πολύ καλή μέρα για μένα, ώστε να μπορέσω να γράψω, και δεν ήθελα να σας αφήσω χωρίς φικ.
ΤΟ ΦΙΚ ΤΗΣ ΤΖΕΝΗΣ
ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ ΣΤΟ ΓΗΠΕΔΟ ΜΕ ΤΗΝ ΚΑΝΤΥ
Η Τζένη περίμενε έξω από το γήπεδο , καπνίζοντας και κοιτάζοντας νευρικά το ρολόι της ανά 3 δευτερόλεπτα.
‘’Μα που είναι η Κάντυ;’’, αναρωτήθηκε. ‘’Θα ξεκινήσει ο αγώνας σε λίγο’’.
Τις σκέψεις της διέκοψε η ίδια η Κάντυ που την φώναζε από μακριά. Η Τζένη γύρισε και είδε την ξανθιά φίλη της να της κουνάει ένα πράσινο κασκόλ. Χαμογέλασε και πήγε προς το μέρος της.
‘’Συγγνώμη που άργησα αλλά δεν με άφηναν να φύγω από το νοσοκομείο’’, είπε η Κάντυ.
‘’Δεν πειράζει.’’, απάντησε η Τζένη. ‘’Άντε πάμε να δούμε τον αγώνα. Έχω αγωνία για τον καινούργιο παίχτη.’’
‘’Ναι, πως είπαμε ότι τον λένε;’’, ρώτησε η Κάντυ καθώς προχωρούσαν μαζί προς τις θέσεις τους.
‘’Τέρενς κάτι..’’, της απάντησε η Τζένη. ‘’Α εδώ είμαστε!’’, συνέχισε και της έδειξε τις θέσεις τους.
Τα κορίτσια έκατσαν ανάμεσα σε πολλούς οπαδούς της ομάδας τους και η Τζένη άρχισε να βγάζει πράγματα από την τσάντα της. Κασκόλ, σημαίες και πανό μετά από λίγο είχαν βρει τις θέσεις τους και ο αγώνας ήταν έτοιμος να ξεκινήσει.
‘’Πρέπει να κερδίσουμε απόψε!’’, είπε με ενθουσιασμό η Κάντυ. ‘’Θα είναι το τέλειο δώρο Χριστουγέννων!’’, πρόσθεσε.
Εκείνη την στιγμή οι παίχτες των δύο ομάδων εμφανίστηκαν στο γήπεδο. Ένα μακρόσυρτο ουυυυυυυυ ακούστηκε όταν οι παίχτες της αντίπαλης ομάδας μπήκαν στο γήπεδο, το οποίο μετατράπηκε σε ένα ατελείωτο χειροκρότημα καθώς οι πράσινοι παίχτες τους ακολούθησαν.
‘’Να αυτός είναι!’’, είπε η Τζένη και έδειξε έναν ψηλό, αδύνατο καστανό άντρα.
‘’Α ωραίος είναι!’’, είπε η Κάντυ και σηκώθηκε όρθια για να δει καλύτερα τον νέο παίχτη του Παναθηναϊκού με το όνομα Τέρενς Γκράντσεστερ και αριθμό
φανέλας 11.
‘’Αρκεί να παίζει καλά’’, αποκρίθηκε η Τζένη με μια ανησυχία.
Ο αγώνας ξεκίνησε και δεν χρειάστηκαν παρά μόνο λίγα λεπτά για να γεμίσει το γήπεδο με συνθήματα και σφυρίγματα από τους οπαδούς που προσπαθούσαν να εμψυχώσουν την ομάδα τους.
‘’ΓΚΟΟΟΟΟΟΟΟΟΟΟΟΟΟΛ’’, ούρλιαξε η Τζένη και πετάχτηκε όρθια πάνω. ‘’Καλά είναι θεός!’’, γύρισε και είπε στην Κάντυ.
Τώρα όλη η κερκίδα φώναζε ρυθμικά το όνομα του καινούργιου παίχτη που με μια εκπληκτική προσποίηση είχε βάλει το πρώτο γκολ του αγώνα.
‘’ΤΕ-ΡΡΥ ΤΕ-ΡΡΥ’’, ακουγόταν από παντού.
Η Κάντυ έπιασε τον λαιμό της γιατί νόμιζε ότι θα φύγει από την θέση του.
Ένα δεύτερο γκολ που κατάφερε να βάλει ο Τέρρυ και μάλιστα πριν καλά καλά περάσουν τρία λεπτά από το προηγούμενο, προκάλεσε πανζουρλισμό στις εξέδρες.
Η μισή πλευρά του γηπέδου τον αποθέωνε και η υπόλοιπη τον έβριζε. Ο Τέρρυ πέρασε μπροστά από τους οπαδούς της ομάδας του και τους χαιρέτησε, προκαλώντας ακόμα δυνατότερα συνθήματα υπέρ του και χειροκροτήματα.
Η ώρα περνούσε και το σκορ παρέμενε σταθερά στο 2-0. Τότε ένα αιφνιδιαστικό γκολ από την αντίπαλη ομάδα προκάλεσε την οργή των οπαδών του Παναθηναϊκού.
‘’ΠΟΥΛΗΜΕΝΕ!!! ΠΟΥΛΗΜΕΝΕ!!’’, ούρλιαζε η Κάντυ όρθια προς τον διαιτητή. ‘’Μα ήταν οφ σάιντ δεν το είδε;’’, γύρισε αγανακτισμένη στην Τζένη.
Η Τζένη δεν απάντησε. Είχε σταυρώσει τα χέρια στο στήθος της και καπνοί έβγαιναν από το κεφάλι της.
Ένα δεύτερο γκολ, όμοιο με το πρώτο ήρθε και η εξέδρα ήταν έτοιμη να ορμήσει στο γήπεδο και να δείρει τον διαιτητή που από ότι φαινόταν μεροληπτούσε υπέρ της αντίπαλης ομάδας.
‘’ΑΥΤΟ ΗΤΑΝ!’’, ούρλιαξε η Κάντυ. ‘’ΦΕΡΕ ΜΟΥ ΚΑΤΙ ΝΑ ΤΟΥ ΤΟ ΦΕΡΩ ΣΤΟ ΚΕΦΑΛΙ!’’
Ο Τέρρυ πλησίασε στην εξέδρα τους και προσπάθησε να τους εμψυχώσει με νοήματα. ΟΙ θεατές ανταποκρίθηκαν στο κάλεσμα του και άρχισαν να φωνάζουν ρυθμικά το όνομα της αγαπημένης τους ομάδας.
Ο Τέρρυ επέστρεψε στο πόστο του και πήρε την μπάλα στα πόδια του. Πλησίαζε το αντίπαλο τέρμα και ο τερματοφύλακας τον κοίταξε με τρόμο. Όλα έμοιαζαν πως πολύ σύντομα το 2-2 θα γινόταν 3-2 . Αλλά ένας αντίπαλος παίχτης που τον ακολουθούσε, του έβαλε τρικλοποδιά με αποτέλεσμα ο Τέρρυ να σωριαστεί στο έδαφος κρατώντας το πόδι του και ουρλιάζοντας από τον πόνο.
Η Τζένη δεν πρόλαβε να καταλάβει πότε η Κάντυ έφυγε από δίπλα της. Μέσα σε λίγα δευτερόλεπτα όμως την είδε να ορμάει μέσα στο γήπεδο και να χτυπάει με την τσάντα της στο κεφάλι τον παίχτη που είχε κάνει αυτό το άσχημο φάουλ στον Τέρρυ. Οι άλλοι παίχτες κοιτούσαν ξαφνιασμένοι, ενώ οι θεατές χειροκροτούσαν.
‘’ΔΕΝ ΝΤΡΕΠΕΣΑΙ; ‘’ούρλιαζε η Κάντυ στον παίχτη. ‘’ΤΙ ΑΝΤΙΚΑΝΟΝΙΚΟ ΦΑΟΥΛ ΗΤΑΝ ΑΥΤΟ; ΑΝ ΔΕΝ ΜΠΟΡΕΙΣ ΝΑ ΠΑΙΞΕΙΣ ΚΑΙ ΝΑ ΧΑΣΕΙΣ ΜΕ ΤΟΥΣ ΚΑΝΟΝΕΣ ΝΑ ΚΑΤΣΕΙΣ ΣΠΙΤΙ ΣΟΥ!’’
Ο Τέρρυ ξαπλωμένος ακόμα στο γρασίδι και με τον γιατρό να του δένει το πόδι κοίταζε χαμογελώντας την σκηνή. Δεν βλέπεις και κάθε μέρα μια κοπελίτσα να δέρνει με την τσάντα της ένα διάσημο ποδοσφαιριστή.
Ο αντίπαλος του όμως που τις έτρωγε, μετά το πρώτο ξάφνιασμα θέλησε να προστατευτεί και να ανταποδώσει. Την ώρα όμως που σήκωνε το χέρι του, δέχτηκε μια σπρωξιά από τον Τέρρυ ο οποίος τον απομάκρυνε από την κοπελίτσα.
‘’Είσαι σοβαρός; Θα χτυπήσεις μια κοπέλα;’’, τον ρώτησε υποτιμητικά.
‘’ΟΧΙ ΕΓΩ ΘΑ ΤΟΝ ΔΕΙΡΩ!’’, είπε η Κάντυ και πήγε να του ορμήσει.
Ο Τέρρυ την συγκράτησε χαμογελώντας.
‘’Όχι φτάνει. Αρκετά ρεζίλι τον έκανες.’’, της είπε γελώντας.
‘’Μα έκανε αντικανονικό φάουλ!΄’’. του είπε η Κάντυ ακόμα παθιασμένη από την σκηνή.
‘’Δεν νομίζω ότι θα το ξανακάνει’’, της απάντησε ο Τέρρυ.
Η Κάντυ κοίταξε προς τα κάτω και είδε ότι του είχαν δέσει το πόδι και πως ο Τέρρυ δεν μπορούσε να το πατήσει καλά.
‘’Α το πόδι σου!’’, του είπε. ‘’Θες να το δω; Είμαι νοσοκόμα.’’
‘’Πρέπει να πάω στα αποδυτήρια έτσι και αλλιώς.’’, της απάντησε ο
Τέρρυ. ‘’Δεν μπορώ να παίξω άλλο.’’
‘’Μια στιγμή να πω και στην Τζένη να έρθει.’’, είπε η Κάντυ.
‘’Ποια είναι η Τζένη;’’, ρώτησε ο Τέρρυ με απορία.
‘’Να η κοπέλα εκεί που παίζει ξύλο με τους αντίπαλους οπαδούς.’’, του είπε η Κάντυ με ηρεμία και ο Τέρρυ κατάλαβε πως μάλλον αυτό ήταν κάτι πολύ συνηθισμένο.
Γύρισε το βλέμμα του προς τα εκεί που του έδειχνε η Κάντυ και είδε μια κοπελίτσα να τα έχει βάλει με δυο μαντραχαλάδες οι οποίοι φορούσαν κόκκινα κασκόλ και από ότι φαινόταν τις έτρωγαν άσχημα.
‘’Πάω να την φωνάξω’’, είπε η Κάντυ και ο Τέρρυ απομακρύνθηκε προς τα αποδυτήρια.
‘’Μα τι κορίτσια είναι αυτά;’’, αναρωτιόταν. ‘’Γεμάτα ζωή και πάθος!’’, σκέφτηκε με θαυμασμό.
Έκατσε σε ένα πάγκο και κοίταξε το πόδι του. Ήταν άσχημο χτύπημα και αναστέναξε στεναχωρημένος.
Σε λιγότερο από πέντε λεπτά η Κάντυ μαζί με την Τζένη είχαν εισβάλει και εκείνες στα αποδυτήρια και όσο η Κάντυ έδενε το πόδι του Τέρρυ, η Τζένη κοίταζε με θαυμασμό το μέρος στο οποίο καθόντουσαν οι αγαπημένοι της παίχτες πριν κάθε αγώνα.
‘’ΓΚΟΟΟΟΟΟΟΟΟΟΟΟΟΛ’’, ακούστηκε από το γήπεδο και οι τρεις τους κοιτάχτηκαν ξαφνιασμένοι. Δεν μπορούσαν να ξέρουν ποια ομάδα είχε βάλει γκολ.
Η ώρα περνούσε και η Τζένη έτρωγε νευρικά τα νύχια της. Άλλα δυο ‘’γκοοοοοοοοοοοοοοοοοοολ’’ είχαν ακουστεί και εκείνοι δεν ήξεραν τι γινόταν.
Τότε η ομάδα του Τέρρυ όρμησε μέσα στα αποδυτήρια ουρλιάζοντας από χαρά. 5-2 το τελικό αποτέλεσμα υπέρ τους.
Κύκλωσαν τον Τέρρυ και όλοι μαζί άρχισαν να πανηγυρίζουν.
‘’Έλα πάμε’’, είπε η Κάντυ στην Τζένη η οποία χοροπηδούσε από την χαρά της.
‘’Κορίτσια μην φεύγετε!’’, τους φώναξε ο Τέρρυ. ‘’Καθίστε να γιορτάσουμε όλοι μαζί’’.
Οι υπόλοιποι παίχτες συμφώνησαν και άρχισαν να συστήνονται.
Ύστερα από πολλές ώρες και αφού είχαν ακολουθήσει την ομάδα στο πάρτυ που είχε γίνει για να γιορτάσουν την νίκη τους, είχαν πάρει αυτόγραφα, φωτογραφίες, μπλουζάκια υπογεγραμμένα και τα τηλέφωνα από όλους τους παίχτες, η Κάντυ γύρισε και κοίταξε την Τζένη με ένα τεράστιο χαμόγελο.
‘’Μα δεν είναι τα καλύτερα Χριστούγεννα που θα μπορούσαμε να ζήσουμε;’’, την ρώτησε.
‘’Μπορούν να γίνουν ακόμα καλύτερα’’, είπε ο Τέρρυ που τις πλησίαζε εκείνη την ώρα.
Η Τζένη και η Κάντυ τον κοίταξαν ξαφνιασμένες.
‘’ Δωρεάν εισιτήρια για όλους τους αγώνες μας, εντός και εκτός έδρας, εντός και εκτός πόλης και χώρας’’, τους είπε με ένα χαμόγελο και τους έδωσε από έναν φάκελο.
‘’Καλά Χριστούγεννα Κάντυ, καλά Χριστούγεννα Τζένη’’, πρόσθεσε.
ΚΑΛΑ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ ΤΖΕΝΗ!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!
ΤΟ ΦΙΚ ΤΗΣ ΤΖΕΝΗΣ
ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ ΣΤΟ ΓΗΠΕΔΟ ΜΕ ΤΗΝ ΚΑΝΤΥ
Η Τζένη περίμενε έξω από το γήπεδο , καπνίζοντας και κοιτάζοντας νευρικά το ρολόι της ανά 3 δευτερόλεπτα.
‘’Μα που είναι η Κάντυ;’’, αναρωτήθηκε. ‘’Θα ξεκινήσει ο αγώνας σε λίγο’’.
Τις σκέψεις της διέκοψε η ίδια η Κάντυ που την φώναζε από μακριά. Η Τζένη γύρισε και είδε την ξανθιά φίλη της να της κουνάει ένα πράσινο κασκόλ. Χαμογέλασε και πήγε προς το μέρος της.
‘’Συγγνώμη που άργησα αλλά δεν με άφηναν να φύγω από το νοσοκομείο’’, είπε η Κάντυ.
‘’Δεν πειράζει.’’, απάντησε η Τζένη. ‘’Άντε πάμε να δούμε τον αγώνα. Έχω αγωνία για τον καινούργιο παίχτη.’’
‘’Ναι, πως είπαμε ότι τον λένε;’’, ρώτησε η Κάντυ καθώς προχωρούσαν μαζί προς τις θέσεις τους.
‘’Τέρενς κάτι..’’, της απάντησε η Τζένη. ‘’Α εδώ είμαστε!’’, συνέχισε και της έδειξε τις θέσεις τους.
Τα κορίτσια έκατσαν ανάμεσα σε πολλούς οπαδούς της ομάδας τους και η Τζένη άρχισε να βγάζει πράγματα από την τσάντα της. Κασκόλ, σημαίες και πανό μετά από λίγο είχαν βρει τις θέσεις τους και ο αγώνας ήταν έτοιμος να ξεκινήσει.
‘’Πρέπει να κερδίσουμε απόψε!’’, είπε με ενθουσιασμό η Κάντυ. ‘’Θα είναι το τέλειο δώρο Χριστουγέννων!’’, πρόσθεσε.
Εκείνη την στιγμή οι παίχτες των δύο ομάδων εμφανίστηκαν στο γήπεδο. Ένα μακρόσυρτο ουυυυυυυυ ακούστηκε όταν οι παίχτες της αντίπαλης ομάδας μπήκαν στο γήπεδο, το οποίο μετατράπηκε σε ένα ατελείωτο χειροκρότημα καθώς οι πράσινοι παίχτες τους ακολούθησαν.
‘’Να αυτός είναι!’’, είπε η Τζένη και έδειξε έναν ψηλό, αδύνατο καστανό άντρα.
‘’Α ωραίος είναι!’’, είπε η Κάντυ και σηκώθηκε όρθια για να δει καλύτερα τον νέο παίχτη του Παναθηναϊκού με το όνομα Τέρενς Γκράντσεστερ και αριθμό
φανέλας 11.
‘’Αρκεί να παίζει καλά’’, αποκρίθηκε η Τζένη με μια ανησυχία.
Ο αγώνας ξεκίνησε και δεν χρειάστηκαν παρά μόνο λίγα λεπτά για να γεμίσει το γήπεδο με συνθήματα και σφυρίγματα από τους οπαδούς που προσπαθούσαν να εμψυχώσουν την ομάδα τους.
‘’ΓΚΟΟΟΟΟΟΟΟΟΟΟΟΟΟΛ’’, ούρλιαξε η Τζένη και πετάχτηκε όρθια πάνω. ‘’Καλά είναι θεός!’’, γύρισε και είπε στην Κάντυ.
Τώρα όλη η κερκίδα φώναζε ρυθμικά το όνομα του καινούργιου παίχτη που με μια εκπληκτική προσποίηση είχε βάλει το πρώτο γκολ του αγώνα.
‘’ΤΕ-ΡΡΥ ΤΕ-ΡΡΥ’’, ακουγόταν από παντού.
Η Κάντυ έπιασε τον λαιμό της γιατί νόμιζε ότι θα φύγει από την θέση του.
Ένα δεύτερο γκολ που κατάφερε να βάλει ο Τέρρυ και μάλιστα πριν καλά καλά περάσουν τρία λεπτά από το προηγούμενο, προκάλεσε πανζουρλισμό στις εξέδρες.
Η μισή πλευρά του γηπέδου τον αποθέωνε και η υπόλοιπη τον έβριζε. Ο Τέρρυ πέρασε μπροστά από τους οπαδούς της ομάδας του και τους χαιρέτησε, προκαλώντας ακόμα δυνατότερα συνθήματα υπέρ του και χειροκροτήματα.
Η ώρα περνούσε και το σκορ παρέμενε σταθερά στο 2-0. Τότε ένα αιφνιδιαστικό γκολ από την αντίπαλη ομάδα προκάλεσε την οργή των οπαδών του Παναθηναϊκού.
‘’ΠΟΥΛΗΜΕΝΕ!!! ΠΟΥΛΗΜΕΝΕ!!’’, ούρλιαζε η Κάντυ όρθια προς τον διαιτητή. ‘’Μα ήταν οφ σάιντ δεν το είδε;’’, γύρισε αγανακτισμένη στην Τζένη.
Η Τζένη δεν απάντησε. Είχε σταυρώσει τα χέρια στο στήθος της και καπνοί έβγαιναν από το κεφάλι της.
Ένα δεύτερο γκολ, όμοιο με το πρώτο ήρθε και η εξέδρα ήταν έτοιμη να ορμήσει στο γήπεδο και να δείρει τον διαιτητή που από ότι φαινόταν μεροληπτούσε υπέρ της αντίπαλης ομάδας.
‘’ΑΥΤΟ ΗΤΑΝ!’’, ούρλιαξε η Κάντυ. ‘’ΦΕΡΕ ΜΟΥ ΚΑΤΙ ΝΑ ΤΟΥ ΤΟ ΦΕΡΩ ΣΤΟ ΚΕΦΑΛΙ!’’
Ο Τέρρυ πλησίασε στην εξέδρα τους και προσπάθησε να τους εμψυχώσει με νοήματα. ΟΙ θεατές ανταποκρίθηκαν στο κάλεσμα του και άρχισαν να φωνάζουν ρυθμικά το όνομα της αγαπημένης τους ομάδας.
Ο Τέρρυ επέστρεψε στο πόστο του και πήρε την μπάλα στα πόδια του. Πλησίαζε το αντίπαλο τέρμα και ο τερματοφύλακας τον κοίταξε με τρόμο. Όλα έμοιαζαν πως πολύ σύντομα το 2-2 θα γινόταν 3-2 . Αλλά ένας αντίπαλος παίχτης που τον ακολουθούσε, του έβαλε τρικλοποδιά με αποτέλεσμα ο Τέρρυ να σωριαστεί στο έδαφος κρατώντας το πόδι του και ουρλιάζοντας από τον πόνο.
Η Τζένη δεν πρόλαβε να καταλάβει πότε η Κάντυ έφυγε από δίπλα της. Μέσα σε λίγα δευτερόλεπτα όμως την είδε να ορμάει μέσα στο γήπεδο και να χτυπάει με την τσάντα της στο κεφάλι τον παίχτη που είχε κάνει αυτό το άσχημο φάουλ στον Τέρρυ. Οι άλλοι παίχτες κοιτούσαν ξαφνιασμένοι, ενώ οι θεατές χειροκροτούσαν.
‘’ΔΕΝ ΝΤΡΕΠΕΣΑΙ; ‘’ούρλιαζε η Κάντυ στον παίχτη. ‘’ΤΙ ΑΝΤΙΚΑΝΟΝΙΚΟ ΦΑΟΥΛ ΗΤΑΝ ΑΥΤΟ; ΑΝ ΔΕΝ ΜΠΟΡΕΙΣ ΝΑ ΠΑΙΞΕΙΣ ΚΑΙ ΝΑ ΧΑΣΕΙΣ ΜΕ ΤΟΥΣ ΚΑΝΟΝΕΣ ΝΑ ΚΑΤΣΕΙΣ ΣΠΙΤΙ ΣΟΥ!’’
Ο Τέρρυ ξαπλωμένος ακόμα στο γρασίδι και με τον γιατρό να του δένει το πόδι κοίταζε χαμογελώντας την σκηνή. Δεν βλέπεις και κάθε μέρα μια κοπελίτσα να δέρνει με την τσάντα της ένα διάσημο ποδοσφαιριστή.
Ο αντίπαλος του όμως που τις έτρωγε, μετά το πρώτο ξάφνιασμα θέλησε να προστατευτεί και να ανταποδώσει. Την ώρα όμως που σήκωνε το χέρι του, δέχτηκε μια σπρωξιά από τον Τέρρυ ο οποίος τον απομάκρυνε από την κοπελίτσα.
‘’Είσαι σοβαρός; Θα χτυπήσεις μια κοπέλα;’’, τον ρώτησε υποτιμητικά.
‘’ΟΧΙ ΕΓΩ ΘΑ ΤΟΝ ΔΕΙΡΩ!’’, είπε η Κάντυ και πήγε να του ορμήσει.
Ο Τέρρυ την συγκράτησε χαμογελώντας.
‘’Όχι φτάνει. Αρκετά ρεζίλι τον έκανες.’’, της είπε γελώντας.
‘’Μα έκανε αντικανονικό φάουλ!΄’’. του είπε η Κάντυ ακόμα παθιασμένη από την σκηνή.
‘’Δεν νομίζω ότι θα το ξανακάνει’’, της απάντησε ο Τέρρυ.
Η Κάντυ κοίταξε προς τα κάτω και είδε ότι του είχαν δέσει το πόδι και πως ο Τέρρυ δεν μπορούσε να το πατήσει καλά.
‘’Α το πόδι σου!’’, του είπε. ‘’Θες να το δω; Είμαι νοσοκόμα.’’
‘’Πρέπει να πάω στα αποδυτήρια έτσι και αλλιώς.’’, της απάντησε ο
Τέρρυ. ‘’Δεν μπορώ να παίξω άλλο.’’
‘’Μια στιγμή να πω και στην Τζένη να έρθει.’’, είπε η Κάντυ.
‘’Ποια είναι η Τζένη;’’, ρώτησε ο Τέρρυ με απορία.
‘’Να η κοπέλα εκεί που παίζει ξύλο με τους αντίπαλους οπαδούς.’’, του είπε η Κάντυ με ηρεμία και ο Τέρρυ κατάλαβε πως μάλλον αυτό ήταν κάτι πολύ συνηθισμένο.
Γύρισε το βλέμμα του προς τα εκεί που του έδειχνε η Κάντυ και είδε μια κοπελίτσα να τα έχει βάλει με δυο μαντραχαλάδες οι οποίοι φορούσαν κόκκινα κασκόλ και από ότι φαινόταν τις έτρωγαν άσχημα.
‘’Πάω να την φωνάξω’’, είπε η Κάντυ και ο Τέρρυ απομακρύνθηκε προς τα αποδυτήρια.
‘’Μα τι κορίτσια είναι αυτά;’’, αναρωτιόταν. ‘’Γεμάτα ζωή και πάθος!’’, σκέφτηκε με θαυμασμό.
Έκατσε σε ένα πάγκο και κοίταξε το πόδι του. Ήταν άσχημο χτύπημα και αναστέναξε στεναχωρημένος.
Σε λιγότερο από πέντε λεπτά η Κάντυ μαζί με την Τζένη είχαν εισβάλει και εκείνες στα αποδυτήρια και όσο η Κάντυ έδενε το πόδι του Τέρρυ, η Τζένη κοίταζε με θαυμασμό το μέρος στο οποίο καθόντουσαν οι αγαπημένοι της παίχτες πριν κάθε αγώνα.
‘’ΓΚΟΟΟΟΟΟΟΟΟΟΟΟΟΛ’’, ακούστηκε από το γήπεδο και οι τρεις τους κοιτάχτηκαν ξαφνιασμένοι. Δεν μπορούσαν να ξέρουν ποια ομάδα είχε βάλει γκολ.
Η ώρα περνούσε και η Τζένη έτρωγε νευρικά τα νύχια της. Άλλα δυο ‘’γκοοοοοοοοοοοοοοοοοοολ’’ είχαν ακουστεί και εκείνοι δεν ήξεραν τι γινόταν.
Τότε η ομάδα του Τέρρυ όρμησε μέσα στα αποδυτήρια ουρλιάζοντας από χαρά. 5-2 το τελικό αποτέλεσμα υπέρ τους.
Κύκλωσαν τον Τέρρυ και όλοι μαζί άρχισαν να πανηγυρίζουν.
‘’Έλα πάμε’’, είπε η Κάντυ στην Τζένη η οποία χοροπηδούσε από την χαρά της.
‘’Κορίτσια μην φεύγετε!’’, τους φώναξε ο Τέρρυ. ‘’Καθίστε να γιορτάσουμε όλοι μαζί’’.
Οι υπόλοιποι παίχτες συμφώνησαν και άρχισαν να συστήνονται.
Ύστερα από πολλές ώρες και αφού είχαν ακολουθήσει την ομάδα στο πάρτυ που είχε γίνει για να γιορτάσουν την νίκη τους, είχαν πάρει αυτόγραφα, φωτογραφίες, μπλουζάκια υπογεγραμμένα και τα τηλέφωνα από όλους τους παίχτες, η Κάντυ γύρισε και κοίταξε την Τζένη με ένα τεράστιο χαμόγελο.
‘’Μα δεν είναι τα καλύτερα Χριστούγεννα που θα μπορούσαμε να ζήσουμε;’’, την ρώτησε.
‘’Μπορούν να γίνουν ακόμα καλύτερα’’, είπε ο Τέρρυ που τις πλησίαζε εκείνη την ώρα.
Η Τζένη και η Κάντυ τον κοίταξαν ξαφνιασμένες.
‘’ Δωρεάν εισιτήρια για όλους τους αγώνες μας, εντός και εκτός έδρας, εντός και εκτός πόλης και χώρας’’, τους είπε με ένα χαμόγελο και τους έδωσε από έναν φάκελο.
‘’Καλά Χριστούγεννα Κάντυ, καλά Χριστούγεννα Τζένη’’, πρόσθεσε.
ΚΑΛΑ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ ΤΖΕΝΗ!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!
nuitetoile21- Terry Addict
- Αριθμός μηνυμάτων : 4781
Points : 12188
Ημερομηνία εγγραφής : 06/11/2010
Ηλικία : 41
Τόπος : neverland
Απ: Τα Χριστουγεννιάτικα φικ της nuitetoile21
ΤΟ ΦΙΚ ΤΗΣ ΛΙΜΠΡΑ
ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ ΣΤΟ ΜΥΑΛΟ ΤΗΣ NUITETOILE
Η Λίμπρα άνοιξε τα μάτια της και αντίκρισε μαύρο σκοτάδι. Προσπαθώντας να καταλάβει που βρίσκεται, άπλωσε το χέρι της και εκείνο ακούμπησε πάνω σε κάτι μαλλιαρό.
‘’Αου!’’, ακούστηκε μια αντρική φωνή και η Λίμπρα μάζεψε το χέρι της τρομαγμένη.
‘’Ποιος είναι εκεί;’’, ρώτησε δισταχτικά.
‘’Θεέ μου, έλεος, πόση ταλαιπωρία πια;’’, άκουσε την φωνή να λέει. ‘’Τράβηγμα από φικ σε φικ, ότι του κατέβει του καθένα, και τώρα μου τραβάνε και το μαλλί, το ωραίο μου μαλλί!!’’
Η Λίμπρα άκουγε τον μονόλογο του άντρα ενώ χιλιάδες σκέψεις περνούσαν από το μυαλό της. Όλες το ίδιο απίστευτες και αδύνατες.
‘’Τέρρυ…;’’, ρώτησε ακόμα πιο δισταχτικά, ενώ το μυαλό της απέρριπτε την πιθανότητα.
‘’Τέρρυ, T.G, Τέρενς, πρίγκιπας και ότι άλλο κατέβει στην μουρλή την φιλενάδα σου…’’, απάντησε η φωνή.
‘’Δεν μπορεί!’’, είπε η Λίμπρα προσπαθώντας να πείσει τον εαυτό της ότι η πιθανότητα να συνομιλεί με τον Τέρρυ απλά δεν υπήρχε.
‘’ΦΩΤΑ!’’, είπε δυνατά ο Τέρρυ και ξαφνικά ένα φως από το πουθενά πλημμύρισε το σκοτάδι.
Η Λίμπρα τον κοιτούσε με το στόμα ανοιχτό. Εκεί μπροστά στα μάτια της στεκόταν όντως ο Τέρρυ με σάρκα και οστά και της μιλούσε.
‘’Ναι εγώ είμαι’’, της είπε ο Τέρρυ όταν είδε ότι η Λίμπρα προσπαθούσε να βρει μια λογική εξήγηση σε όλο αυτό που συνέβαινε. ’’Δεν ξέρω αν με γνωρίζεις, επειδή σήμερα φοράω τα κανονικά μου ρούχα. Έχω αλλάξει πολλές ενδυμασίες τώρα τελευταία.. ξωτικό, ποδοσφαιριστής, πρίγκιπας, νεκρός.. μόνο Αϊ Βασίλη δεν με έχει ντύσει η φίλη σου.. Α όχι πάλι!’’
Στο άκουσμα των λέξεων ‘’Αϊ Βασίλης’’, ένα τεράστιο μολύβι εμφανίστηκε από το πουθενά, το οποίο άρχισε να γράφει μανιωδώς σε ένα μπλοκάκι. Η Λίμπρα κατάφερε να ξεχωρίσει τις λέξεις ‘’ γενειάδα, σάκος και επόμενο φικ’’.
‘’ΌΧΙ ΠΑΛΙ!’’, ξανάπε αγανακτισμένος ο Τέρρυ και εμφάνισε πίσω από την πλάτη του μια τεράστια γομολάστιχα με την οποία άρχισε να σβήνει με μανία ότι έγραφε το μολύβι.
Όταν το μολύβι εξαφανίστηκε και το μπλοκάκι έμεινε άδειο από ότι είχε γράψει, ο Τέρρυ άφησε την γομολάστιχα να πέσει και έκατσε πάνω της εξαντλημένος.
‘’Παίρνει ναρκωτικά η φίλη σου;’’, ρώτησε την Λίμπρα. ‘’Μα με φαντάζεσαι εμένα Αϊ Βασίλη;’’, πρόσθεσε με έναν τόνο περιφρόνησης. ‘’Μα δεν μου πάει το κόκκινο καθόλου!’’
Η Λίμπρα άνοιξε το στόμα της να πει κάτι αλλά ο Τέρρυ με μια κίνηση του χεριού του την έκοψε.
‘’Πάμε να πιούμε κανένα ουίσκι, δεν την παλεύω άλλο. ‘’, της είπε. ‘’Jhonny που είσαι;’’
‘’Συγγνώμη..’’, είπε η Λίμπρα δισταχτικά. ‘’Φωνάζεις το ουίσκι να έρθει εδώ;’’
‘’Όχι καλέ το ουίσκι!’’, απάντησε ο Τέρρυ. ‘’Τον Jhonny φωνάζω!’’
‘’Α τον Jhonny!’’, είπε η Λίμπρα σαν να καταλάβαινε τι εννοούσε ο Τέρρυ.
‘’Να δες!’’, είπε ο Τέρρυ και από το πουθενά εμφανίστηκε ένα μπαρ και πριν καλά καλά το καταλάβει η Λίμπρα καθόταν στο μπαρ με τον Τέρρυ δίπλα της
που ήδη έπινε το πρώτο ουίσκι.
‘’Ο Jhonny ποιος είναι;’’, τόλμησε να ρωτήσει η Λίμπρα, και αφού είχε κοιτάξει γύρω της τον χώρο εξεταστικά χωρίς να βλέπει κανέναν Jhonny.
‘’Εγώ είμαι ο Jhonny!’’, άκουσε μια άλλη αντρική φωνή να της λέει και γύρισε προς το μέρος της.
Πίσω από το μπαρ στεκόταν ο Jhonny Depp, ντυμένος σαν πειρατής και γεμίζοντας ποτήρια με ποτό.
‘’Ε..ναι..’’, είπε η Λίμπρα ακόμα πιο μπερδεμένη.
Γύρισε προς την μεριά του Τέρρυ ο οποίος σε χρόνο ρεκόρ είχε κατεβάσει 3 μπουκάλια ουίσκι και έπειτα ξαναγύρισε να δει τον Jhonny – μπάρμαν.
‘’Ο καλύτερος μου πελάτης!’’, της είπε ο Jhonny δείχνοντας της τον Τέρρυ.
Η Λίμπρα ένιωσε ότι έχει αρχίσει να τρελαίνεται ή μάλλον να πείθεται ότι έχει ήδη τρελαθεί.
‘’Που είμαστε;’’, ρώτησε τον Τέρρυ προσπαθώντας να βρει μια λογική εξήγηση.
‘’Στο μυαλό της παρανοϊκής της φίλης σου’’, της απάντησε με φυσικότητα ο
Τέρρυ. ‘’Μέρες τώρα τριγυρνάς εδώ μέσα. Μάλλον προσπαθεί να σε χώσει σε κάποια ιστορία..Για μένα μην μιλήσω..έχω κατασκηνώσει..’’
‘’Είσαι φίλη της nuitetoile?’’, ρώτησε ο Jhonny.
‘’Ναι είμαι’’, απάντησε η Λίμπρα σαστισμένη.
‘’Α ωραία!’’, είπε ο Jhonny και έσκυψε προς το μέρος της ώστε να μην τον ακούν οι υπόλοιποι πελάτες. ‘’Βρε κούκλα μου, πες της ότι ένα μπαρ δεν γίνεται να λειτουργεί έτσι. Καλός ο Ville δεν λέω, αλλά δεν ακούμε και τίποτα άλλο εδώ μέσα..να χαρείς δηλαδή..κοντεύει να μου διώξει τους πελάτες!’’
‘’Ναι…’’’, είπε η Λίμπρα ενώ το μυαλό της, της έλεγε ότι πρέπει να φύγει το συντομότερο από εκεί μέσα.
‘’Και που είναι η έξοδος;’’, ρώτησε τον Τέρρυ όσο πιο αδιάφορα μπορούσε.
Ο Τέρρυ την κοίταξε εξεταστικά.
‘’Καλά θα σε πάω’’, της είπε τελικά. ‘’Εγώ δεν μπορώ να φύγω. Έχω ακόμα έξι φικ μέχρι να με αφήσει ελεύθερο η φίλη σου. Δεν της λες να το συντομεύει όμως; Έλεος πια!’’
‘’Ναι, ναι θα της το πω!’’, είπε βιαστικά η Λίμπρα και σηκώθηκε όρθια ανυπομονώντας να φύγει.
‘’Και κάτι ακόμα’’, είπε ο Τέρρυ. ‘’Το ξεκαθαρίζω από τώρα: εγώ για φικ πασχαλιάτικα δεν υπογράφω! Πολύ τσίκνα βρε παιδί μου..’’
‘’Ναι, ναι εννοείται! Άστο πάνω μου!’’, υποσχέθηκε η Λίμπρα καθώς σκεφτόταν πως ότι και αν της ζητούσε εκείνη την ώρα ο Τέρρυ θα του το έδινε, αρκεί μετά να της έδειχνε την έξοδο.
‘’Ωραία’’, είπε ανακουφισμένος ο Τέρρυ. ‘’ΤΑΜΠΕΛΕΣ!’’, είπε έπειτα και χτύπησε τις παλάμες του δυο φορές.
Αμέσως το μπαρ εξαφανίστηκε και η Λίμπρα με τον Τέρρυ βρέθηκαν σε μια μεγάλη άδεια έκταση. Η Λίμπρα παρατήρησε πως από παντού κρεμόντουσαν ταμπέλες που έδειχναν προς μια, δυο ή περισσότερες κατευθύνσεις.
‘’ΚΑΛΩΣΗΡΘΑΤΕ ΣΤΟ ΤΜΗΜΑ ΞΕΝΑΓΗΣΗΣ ΤΟΥ ΕΓΚΑΦΑΛΟΥ ΤΗΣ NUITETOILE’’, ακούστηκε μια φωνή από ένα μεγάφωνο.
‘’ΓΙΑ ‘’ΣΚΕΨΕΙΣ ΓΙΑ ΤΑ ΦΙΚ’’ ΠΗΓΑΙΝΕΤΕ ΕΥΘΕΙΑ’’
‘’Α εκεί πάω πολύ συχνά και σβήνω πράγματα..’’, είπε ο Τέρρυ. ‘’Μα είναι για δέσιμο η φίλη σου! Κορσέδες και τούλια..ευτυχώς που τα έσβησα αυτά..’’, πρόσθεσε μουρμουρίζοντας.
‘’ΓΙΑ ‘’ΛΟΓΟΙ ΓΙΑ ΝΑ ΧΩΡΙΣΩ ΤΟΝ ΦΙΛΟ ΜΟΥ’’ ΠΗΓΑΙΝΕΤΕ ΔΕΞΙΑ’’
‘’ΓΙΑ ‘’ΛΟΓΟΙ ΓΙΑ ΝΑ ΜΗΝ ΧΩΡΙΣΩ ΤΟΝ ΦΙΛΟ ΜΟΥ’’ ΠΗΓΑΙΝΕΤΕ ΑΡΙΣΤΕΡΑ’’
‘’Α έχει πολύ πλάκα εκεί’’, είπε ο Τέρρυ. ‘’Πάω μερικές φορές και ανακατεύω τους λόγους που έχει για να χωρίσει ή να μην χωρίσει τον φίλο της και γίνεται χαμός!’’
‘’Ε μα κάπως πρέπει να διασκεδάσω και εγώ κλεισμένος τόσο καιρό εδώ μέσα!’’, πρόσθεσε όταν είδε το επικριτικό βλέμμα της Λίμπρα.
‘’ΓΙΑ’’ ΠΡΑΓΜΑΤΑ ΤΑ ΟΠΟΙΑ ΘΕΛΩ ΝΑ ΞΕΧΑΣΩ’’ ΠΗΓΑΙΝΕΤΕ ΣΤΟΝ ΚΑΔΟ ΑΝΑΚΥΚΛΩΣΗΣ’’
‘’ΓΙΑ ‘’ΣΚΕΨΕΙΣ ΓΙΑ ΤΟΝ VILLE’’ ΜΕΙΝΕΤΕ ΕΔΩ ΠΟΥ ΕΙΣΤΕ, ΕΙΝΑΙ ΠΑΝΤΟΥ’’
‘’Πραγματικά όμως!’’, μονολόγησε ο Τέρρυ απελπισμένος.
‘’ΓΙΑ ‘’ΑΝΑΡΜΟΣΤΕΣ ΣΚΕΨΕΙΣ ΓΙΑ ΤΟΝ VILLE’’, ΚΑΝΤΕ ΔΥΟ ΒΗΜΑΤΑ ΠΙΟ ΕΚΕΙ’’
‘’ΓΙΑ ‘’ΔΙΚΑΙΟΛΟΓΙΕΣ ΓΙΑ ΝΑ ΜΗΝ ΚΑΝΩ ΤΙΣ ΔΟΥΛΕΙΕΣ ΣΤΟ ΣΠΙΤΙ’’,
ΠΗΓΑΙΝΕΤΕ ΣΤΟ ‘’ΤΟ ΣΟΙ ΜΟΥ’’ ΤΜΗΜΑ, ΟΛΟ ΕΥΘΕΙΑ, ΤΡΙΤΗ ΣΚΕΨΗ
ΑΡΙΣΤΕΡΑ’’
‘’ΓΙΑ ‘’ΜΑΘΗΜΑΤΑ ΦΙΝΛΑΝΔΙΚΩΝ’’ ΠΑΤΗΣΤΕ ΤΟ ΚΟΚΚΙΝΟ ΚΟΥΜΠΙ ΔΕΞΙΑ ΣΑΣ’’
‘’ΓΙΑ ‘’ ΘΕΛΩ ΝΑΚΑΝΩ ΠΑΡΤΥ’’ ΠΑΡΤΕ ΟΠΟΙΟΝ ΔΡΟΜΟ ΘΕΛΕΤΕ’’
‘’ΓΙΑ ‘’ΠΡΟΒΑΤΑΚΙΑ’’ ΠΗΓΑΙΝΤΕ ΠΙΣΩ’’
‘’Για προβατάκια;’’, ρώτησε η Λίμπρα έκπληκτη. ‘’Τι είναι αυτό πάλι;’’
‘’Είναι τα προβατάκια που μετράει η φίλη σου κάθε φορά που δεν μπορεί να κοιμηθεί. Απλά τα βλέπει τόσο συχνά που πλέον τους έχει δώσει ονόματα και δεν μπορεί να τα μετρήσει. Δηλαδή αντί να λέει ‘’ένα προβατάκι, δύο προβατάκια, τρία προβατάκια… κτλ’’ όπως ο υπόλοιπος νορμάλ κόσμος εκείνη λέει : ‘’να ο Μήτσος, να και ο Μπάμπης, κτλ’’.’’, της εξήγησε ο Τέρρυ. ‘’Όταν εγώ λέω ότι η φίλη σου είναι για δέσιμο..’’, πρόσθεσε όταν είδε το έκπληκτο ύφος της Λίμπρα.
‘’ΓΙΑ ‘’ΕΞΟΔΟΣ’’, ΠΑΤΗΣΤΕ ESCAPE’’
Η Λίμπρα στο άκουσμα της τελευταίας πληροφορίας κοίταξε γύρω της ψάχνοντας το κουμπί escape.
‘’ΓΙΑ ΝΑ ΒΡΕΙΤΕ ΤΟ ΚΟΥΜΠΙ ESCAPE ΠΕΙΤΕ ΤΟ ΣΥΝΘΗΜΑ’’, ακούστηκε πάλι η φωνή από το μεγάφωνο.
‘’Ποιο είναι το σύνθημα;’’, ρώτησε με αγωνία η Λίμπρα τον Τέρρυ.
Ο Τέρρυ άνοιξε το στόμα του για να πει το σύνθημα αλλά η φωνή του πνίγηκε από έναν θόρυβο ο οποίος ήταν τόσο δυνατός που και εκείνος και η Λίμπρα έκλεισαν με απόγνωση τα αυτιά τους.
‘’Τι ήταν αυτό;’’, ρώτησε η Λίμπρα μόλις ο θόρυβος σταμάτησε.
‘’Οι καμπάνες’’, της είπε ο Τέρρυ. ‘’Είμαστε κοντά στο αυτί και αυτό που ακούσαμε πρέπει να ήταν οι καμπάνες που σήμαναν Χριστούγεννα’’
‘’Α καλά’’, είπε η Λίμπρα. ‘’Το σύνθημα, ποιο είναι το σύνθημα;’’, ρώτησε ξανά.
‘’Α ναι το σύνθημα’’, είπε αφηρημένα ο Τέρρυ. ‘’Ville Vallo’’
Στο άκουσμα του συνθήματος ένα μεγάλο κόκκινο κουμπί εμφανίστηκε δίπλα στην Λίμπρα. Το κουμπί αναβόσβηνε και έγραφε επάνω ‘’escape’’. Η Λίμπρα το πάτησε χωρίς δισταγμό αμέσως.
Τότε ένας δυνατός άνεμος σηκώθηκε και τύλιξε την Λίμπρα η οποία άρχισε να ξεθωριάζει.
‘’Καλά Χριστούγεννα Τέρρυ!!!!!!!!’’, πρόλαβε να πει πριν εξαφανιστεί τελείως από τα μάτια του.
‘’Καλά Χριστούγεννα Λίμπρα!!’’, της φώναξε ο Τέρρυ και έπειτα η Λίμπρα χάθηκε.
Μετά από κάμποση ώρα η Λίμπρα άνοιξε ξανά δισταχτικά τα μάτια της και με ανακούφιση είδε πως βρισκόταν στο σπίτι της. Σηκώθηκε όρθια και τότε είδε πως ένα καρτελάκι έπεσε από τα ρούχα της. Απορημένη το σήκωσε.
‘’Λίμπρα Καλά Χριστούγεννα, μην ξεχάσεις τις υποσχέσεις σου. Με αγάπη Τέρρυ’’, έλεγε το καρτελάκι.
Η Λίμπρα ξαφνιασμένη το γύρισε και από την άλλη πλευρά, σίγουρη πως κάποιος της έκανε πλάκα.
‘’Και όχι άλλο Ville’’,καλά Χριστούγεννα με αγάπη Jhonny’’, έλεγε από την άλλη πλευρά.
Η Λίμπρα σήκωσε βιαστικά το τηλέφωνο και πληκτρολόγησε το νούμερο της nuitetoile.
‘’ ΠΡΩΤΟΝ ΤΕΛΕΙΩΝΕ ΜΕ ΤΑ ΦΙΚ, ΔΕΥΤΕΡΟΝ ΞΕΧΝΑ ΤΟ ΔΕΝ ΘΑ ΓΡΑΨΕΙΣ ΠΑΣΧΑΛΙΝΑ ΚΑΙ ΤΡΙΤΟΝ ΑΚΟΥ ΚΑΙ ΚΑΤΙ ΑΛΛΟ ΒΡΕ ΠΟΥΛΑΚΙ ΜΟΥ, ΚΟΝΤΕΥΕΙΣ ΝΑ ΤΟΥ ΤΟ ΚΛΕΙΣΕΙΣ ΤΟ ΜΑΓΑΖΙ ΤΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΥ’’, είπε με μια ανάσα μόλις η nuitetoile σήκωσε το τηλέφωνο.
‘’Ε; Εντάξει..’’, απάντησε ξαφνιασμένη η Nuitetoile.
‘’Και βρε καλό μου..πως περιμένεις να κοιμηθείς αν μετράς προβατάκια που τους έχεις δώσει όνομα;’’, ρώτησε η Λίμπρα πιο ήρεμη τώρα.
‘’Ε;;;;;;; Μα πως..;;’’, ρώτησε ακόμα πιο ξαφνιασμένη η nuitetoile.
‘’Και επίσης ξέχνα ότι θα γράψεις φικ με τον Τέρρυ Αϊ Βασίλη’’, πρόσθεσε η Λίμπρα. ‘’Δεν του πάει το κόκκινο’’
‘’Α όχι πάλι!’’, αναφώνησε κάπου μέσα στο μυαλό της nuitetoile ο Τέρρυ, όταν είδε το μολύβι και το μπλοκάκι να εμφανίζονται. ‘’Άντε πάλι από την αρχή!!!!’’
ΚΑΛΑ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ ΛΙΜΠΡΑ!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!
ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ ΣΤΟ ΜΥΑΛΟ ΤΗΣ NUITETOILE
Η Λίμπρα άνοιξε τα μάτια της και αντίκρισε μαύρο σκοτάδι. Προσπαθώντας να καταλάβει που βρίσκεται, άπλωσε το χέρι της και εκείνο ακούμπησε πάνω σε κάτι μαλλιαρό.
‘’Αου!’’, ακούστηκε μια αντρική φωνή και η Λίμπρα μάζεψε το χέρι της τρομαγμένη.
‘’Ποιος είναι εκεί;’’, ρώτησε δισταχτικά.
‘’Θεέ μου, έλεος, πόση ταλαιπωρία πια;’’, άκουσε την φωνή να λέει. ‘’Τράβηγμα από φικ σε φικ, ότι του κατέβει του καθένα, και τώρα μου τραβάνε και το μαλλί, το ωραίο μου μαλλί!!’’
Η Λίμπρα άκουγε τον μονόλογο του άντρα ενώ χιλιάδες σκέψεις περνούσαν από το μυαλό της. Όλες το ίδιο απίστευτες και αδύνατες.
‘’Τέρρυ…;’’, ρώτησε ακόμα πιο δισταχτικά, ενώ το μυαλό της απέρριπτε την πιθανότητα.
‘’Τέρρυ, T.G, Τέρενς, πρίγκιπας και ότι άλλο κατέβει στην μουρλή την φιλενάδα σου…’’, απάντησε η φωνή.
‘’Δεν μπορεί!’’, είπε η Λίμπρα προσπαθώντας να πείσει τον εαυτό της ότι η πιθανότητα να συνομιλεί με τον Τέρρυ απλά δεν υπήρχε.
‘’ΦΩΤΑ!’’, είπε δυνατά ο Τέρρυ και ξαφνικά ένα φως από το πουθενά πλημμύρισε το σκοτάδι.
Η Λίμπρα τον κοιτούσε με το στόμα ανοιχτό. Εκεί μπροστά στα μάτια της στεκόταν όντως ο Τέρρυ με σάρκα και οστά και της μιλούσε.
‘’Ναι εγώ είμαι’’, της είπε ο Τέρρυ όταν είδε ότι η Λίμπρα προσπαθούσε να βρει μια λογική εξήγηση σε όλο αυτό που συνέβαινε. ’’Δεν ξέρω αν με γνωρίζεις, επειδή σήμερα φοράω τα κανονικά μου ρούχα. Έχω αλλάξει πολλές ενδυμασίες τώρα τελευταία.. ξωτικό, ποδοσφαιριστής, πρίγκιπας, νεκρός.. μόνο Αϊ Βασίλη δεν με έχει ντύσει η φίλη σου.. Α όχι πάλι!’’
Στο άκουσμα των λέξεων ‘’Αϊ Βασίλης’’, ένα τεράστιο μολύβι εμφανίστηκε από το πουθενά, το οποίο άρχισε να γράφει μανιωδώς σε ένα μπλοκάκι. Η Λίμπρα κατάφερε να ξεχωρίσει τις λέξεις ‘’ γενειάδα, σάκος και επόμενο φικ’’.
‘’ΌΧΙ ΠΑΛΙ!’’, ξανάπε αγανακτισμένος ο Τέρρυ και εμφάνισε πίσω από την πλάτη του μια τεράστια γομολάστιχα με την οποία άρχισε να σβήνει με μανία ότι έγραφε το μολύβι.
Όταν το μολύβι εξαφανίστηκε και το μπλοκάκι έμεινε άδειο από ότι είχε γράψει, ο Τέρρυ άφησε την γομολάστιχα να πέσει και έκατσε πάνω της εξαντλημένος.
‘’Παίρνει ναρκωτικά η φίλη σου;’’, ρώτησε την Λίμπρα. ‘’Μα με φαντάζεσαι εμένα Αϊ Βασίλη;’’, πρόσθεσε με έναν τόνο περιφρόνησης. ‘’Μα δεν μου πάει το κόκκινο καθόλου!’’
Η Λίμπρα άνοιξε το στόμα της να πει κάτι αλλά ο Τέρρυ με μια κίνηση του χεριού του την έκοψε.
‘’Πάμε να πιούμε κανένα ουίσκι, δεν την παλεύω άλλο. ‘’, της είπε. ‘’Jhonny που είσαι;’’
‘’Συγγνώμη..’’, είπε η Λίμπρα δισταχτικά. ‘’Φωνάζεις το ουίσκι να έρθει εδώ;’’
‘’Όχι καλέ το ουίσκι!’’, απάντησε ο Τέρρυ. ‘’Τον Jhonny φωνάζω!’’
‘’Α τον Jhonny!’’, είπε η Λίμπρα σαν να καταλάβαινε τι εννοούσε ο Τέρρυ.
‘’Να δες!’’, είπε ο Τέρρυ και από το πουθενά εμφανίστηκε ένα μπαρ και πριν καλά καλά το καταλάβει η Λίμπρα καθόταν στο μπαρ με τον Τέρρυ δίπλα της
που ήδη έπινε το πρώτο ουίσκι.
‘’Ο Jhonny ποιος είναι;’’, τόλμησε να ρωτήσει η Λίμπρα, και αφού είχε κοιτάξει γύρω της τον χώρο εξεταστικά χωρίς να βλέπει κανέναν Jhonny.
‘’Εγώ είμαι ο Jhonny!’’, άκουσε μια άλλη αντρική φωνή να της λέει και γύρισε προς το μέρος της.
Πίσω από το μπαρ στεκόταν ο Jhonny Depp, ντυμένος σαν πειρατής και γεμίζοντας ποτήρια με ποτό.
‘’Ε..ναι..’’, είπε η Λίμπρα ακόμα πιο μπερδεμένη.
Γύρισε προς την μεριά του Τέρρυ ο οποίος σε χρόνο ρεκόρ είχε κατεβάσει 3 μπουκάλια ουίσκι και έπειτα ξαναγύρισε να δει τον Jhonny – μπάρμαν.
‘’Ο καλύτερος μου πελάτης!’’, της είπε ο Jhonny δείχνοντας της τον Τέρρυ.
Η Λίμπρα ένιωσε ότι έχει αρχίσει να τρελαίνεται ή μάλλον να πείθεται ότι έχει ήδη τρελαθεί.
‘’Που είμαστε;’’, ρώτησε τον Τέρρυ προσπαθώντας να βρει μια λογική εξήγηση.
‘’Στο μυαλό της παρανοϊκής της φίλης σου’’, της απάντησε με φυσικότητα ο
Τέρρυ. ‘’Μέρες τώρα τριγυρνάς εδώ μέσα. Μάλλον προσπαθεί να σε χώσει σε κάποια ιστορία..Για μένα μην μιλήσω..έχω κατασκηνώσει..’’
‘’Είσαι φίλη της nuitetoile?’’, ρώτησε ο Jhonny.
‘’Ναι είμαι’’, απάντησε η Λίμπρα σαστισμένη.
‘’Α ωραία!’’, είπε ο Jhonny και έσκυψε προς το μέρος της ώστε να μην τον ακούν οι υπόλοιποι πελάτες. ‘’Βρε κούκλα μου, πες της ότι ένα μπαρ δεν γίνεται να λειτουργεί έτσι. Καλός ο Ville δεν λέω, αλλά δεν ακούμε και τίποτα άλλο εδώ μέσα..να χαρείς δηλαδή..κοντεύει να μου διώξει τους πελάτες!’’
‘’Ναι…’’’, είπε η Λίμπρα ενώ το μυαλό της, της έλεγε ότι πρέπει να φύγει το συντομότερο από εκεί μέσα.
‘’Και που είναι η έξοδος;’’, ρώτησε τον Τέρρυ όσο πιο αδιάφορα μπορούσε.
Ο Τέρρυ την κοίταξε εξεταστικά.
‘’Καλά θα σε πάω’’, της είπε τελικά. ‘’Εγώ δεν μπορώ να φύγω. Έχω ακόμα έξι φικ μέχρι να με αφήσει ελεύθερο η φίλη σου. Δεν της λες να το συντομεύει όμως; Έλεος πια!’’
‘’Ναι, ναι θα της το πω!’’, είπε βιαστικά η Λίμπρα και σηκώθηκε όρθια ανυπομονώντας να φύγει.
‘’Και κάτι ακόμα’’, είπε ο Τέρρυ. ‘’Το ξεκαθαρίζω από τώρα: εγώ για φικ πασχαλιάτικα δεν υπογράφω! Πολύ τσίκνα βρε παιδί μου..’’
‘’Ναι, ναι εννοείται! Άστο πάνω μου!’’, υποσχέθηκε η Λίμπρα καθώς σκεφτόταν πως ότι και αν της ζητούσε εκείνη την ώρα ο Τέρρυ θα του το έδινε, αρκεί μετά να της έδειχνε την έξοδο.
‘’Ωραία’’, είπε ανακουφισμένος ο Τέρρυ. ‘’ΤΑΜΠΕΛΕΣ!’’, είπε έπειτα και χτύπησε τις παλάμες του δυο φορές.
Αμέσως το μπαρ εξαφανίστηκε και η Λίμπρα με τον Τέρρυ βρέθηκαν σε μια μεγάλη άδεια έκταση. Η Λίμπρα παρατήρησε πως από παντού κρεμόντουσαν ταμπέλες που έδειχναν προς μια, δυο ή περισσότερες κατευθύνσεις.
‘’ΚΑΛΩΣΗΡΘΑΤΕ ΣΤΟ ΤΜΗΜΑ ΞΕΝΑΓΗΣΗΣ ΤΟΥ ΕΓΚΑΦΑΛΟΥ ΤΗΣ NUITETOILE’’, ακούστηκε μια φωνή από ένα μεγάφωνο.
‘’ΓΙΑ ‘’ΣΚΕΨΕΙΣ ΓΙΑ ΤΑ ΦΙΚ’’ ΠΗΓΑΙΝΕΤΕ ΕΥΘΕΙΑ’’
‘’Α εκεί πάω πολύ συχνά και σβήνω πράγματα..’’, είπε ο Τέρρυ. ‘’Μα είναι για δέσιμο η φίλη σου! Κορσέδες και τούλια..ευτυχώς που τα έσβησα αυτά..’’, πρόσθεσε μουρμουρίζοντας.
‘’ΓΙΑ ‘’ΛΟΓΟΙ ΓΙΑ ΝΑ ΧΩΡΙΣΩ ΤΟΝ ΦΙΛΟ ΜΟΥ’’ ΠΗΓΑΙΝΕΤΕ ΔΕΞΙΑ’’
‘’ΓΙΑ ‘’ΛΟΓΟΙ ΓΙΑ ΝΑ ΜΗΝ ΧΩΡΙΣΩ ΤΟΝ ΦΙΛΟ ΜΟΥ’’ ΠΗΓΑΙΝΕΤΕ ΑΡΙΣΤΕΡΑ’’
‘’Α έχει πολύ πλάκα εκεί’’, είπε ο Τέρρυ. ‘’Πάω μερικές φορές και ανακατεύω τους λόγους που έχει για να χωρίσει ή να μην χωρίσει τον φίλο της και γίνεται χαμός!’’
‘’Ε μα κάπως πρέπει να διασκεδάσω και εγώ κλεισμένος τόσο καιρό εδώ μέσα!’’, πρόσθεσε όταν είδε το επικριτικό βλέμμα της Λίμπρα.
‘’ΓΙΑ’’ ΠΡΑΓΜΑΤΑ ΤΑ ΟΠΟΙΑ ΘΕΛΩ ΝΑ ΞΕΧΑΣΩ’’ ΠΗΓΑΙΝΕΤΕ ΣΤΟΝ ΚΑΔΟ ΑΝΑΚΥΚΛΩΣΗΣ’’
‘’ΓΙΑ ‘’ΣΚΕΨΕΙΣ ΓΙΑ ΤΟΝ VILLE’’ ΜΕΙΝΕΤΕ ΕΔΩ ΠΟΥ ΕΙΣΤΕ, ΕΙΝΑΙ ΠΑΝΤΟΥ’’
‘’Πραγματικά όμως!’’, μονολόγησε ο Τέρρυ απελπισμένος.
‘’ΓΙΑ ‘’ΑΝΑΡΜΟΣΤΕΣ ΣΚΕΨΕΙΣ ΓΙΑ ΤΟΝ VILLE’’, ΚΑΝΤΕ ΔΥΟ ΒΗΜΑΤΑ ΠΙΟ ΕΚΕΙ’’
‘’ΓΙΑ ‘’ΔΙΚΑΙΟΛΟΓΙΕΣ ΓΙΑ ΝΑ ΜΗΝ ΚΑΝΩ ΤΙΣ ΔΟΥΛΕΙΕΣ ΣΤΟ ΣΠΙΤΙ’’,
ΠΗΓΑΙΝΕΤΕ ΣΤΟ ‘’ΤΟ ΣΟΙ ΜΟΥ’’ ΤΜΗΜΑ, ΟΛΟ ΕΥΘΕΙΑ, ΤΡΙΤΗ ΣΚΕΨΗ
ΑΡΙΣΤΕΡΑ’’
‘’ΓΙΑ ‘’ΜΑΘΗΜΑΤΑ ΦΙΝΛΑΝΔΙΚΩΝ’’ ΠΑΤΗΣΤΕ ΤΟ ΚΟΚΚΙΝΟ ΚΟΥΜΠΙ ΔΕΞΙΑ ΣΑΣ’’
‘’ΓΙΑ ‘’ ΘΕΛΩ ΝΑΚΑΝΩ ΠΑΡΤΥ’’ ΠΑΡΤΕ ΟΠΟΙΟΝ ΔΡΟΜΟ ΘΕΛΕΤΕ’’
‘’ΓΙΑ ‘’ΠΡΟΒΑΤΑΚΙΑ’’ ΠΗΓΑΙΝΤΕ ΠΙΣΩ’’
‘’Για προβατάκια;’’, ρώτησε η Λίμπρα έκπληκτη. ‘’Τι είναι αυτό πάλι;’’
‘’Είναι τα προβατάκια που μετράει η φίλη σου κάθε φορά που δεν μπορεί να κοιμηθεί. Απλά τα βλέπει τόσο συχνά που πλέον τους έχει δώσει ονόματα και δεν μπορεί να τα μετρήσει. Δηλαδή αντί να λέει ‘’ένα προβατάκι, δύο προβατάκια, τρία προβατάκια… κτλ’’ όπως ο υπόλοιπος νορμάλ κόσμος εκείνη λέει : ‘’να ο Μήτσος, να και ο Μπάμπης, κτλ’’.’’, της εξήγησε ο Τέρρυ. ‘’Όταν εγώ λέω ότι η φίλη σου είναι για δέσιμο..’’, πρόσθεσε όταν είδε το έκπληκτο ύφος της Λίμπρα.
‘’ΓΙΑ ‘’ΕΞΟΔΟΣ’’, ΠΑΤΗΣΤΕ ESCAPE’’
Η Λίμπρα στο άκουσμα της τελευταίας πληροφορίας κοίταξε γύρω της ψάχνοντας το κουμπί escape.
‘’ΓΙΑ ΝΑ ΒΡΕΙΤΕ ΤΟ ΚΟΥΜΠΙ ESCAPE ΠΕΙΤΕ ΤΟ ΣΥΝΘΗΜΑ’’, ακούστηκε πάλι η φωνή από το μεγάφωνο.
‘’Ποιο είναι το σύνθημα;’’, ρώτησε με αγωνία η Λίμπρα τον Τέρρυ.
Ο Τέρρυ άνοιξε το στόμα του για να πει το σύνθημα αλλά η φωνή του πνίγηκε από έναν θόρυβο ο οποίος ήταν τόσο δυνατός που και εκείνος και η Λίμπρα έκλεισαν με απόγνωση τα αυτιά τους.
‘’Τι ήταν αυτό;’’, ρώτησε η Λίμπρα μόλις ο θόρυβος σταμάτησε.
‘’Οι καμπάνες’’, της είπε ο Τέρρυ. ‘’Είμαστε κοντά στο αυτί και αυτό που ακούσαμε πρέπει να ήταν οι καμπάνες που σήμαναν Χριστούγεννα’’
‘’Α καλά’’, είπε η Λίμπρα. ‘’Το σύνθημα, ποιο είναι το σύνθημα;’’, ρώτησε ξανά.
‘’Α ναι το σύνθημα’’, είπε αφηρημένα ο Τέρρυ. ‘’Ville Vallo’’
Στο άκουσμα του συνθήματος ένα μεγάλο κόκκινο κουμπί εμφανίστηκε δίπλα στην Λίμπρα. Το κουμπί αναβόσβηνε και έγραφε επάνω ‘’escape’’. Η Λίμπρα το πάτησε χωρίς δισταγμό αμέσως.
Τότε ένας δυνατός άνεμος σηκώθηκε και τύλιξε την Λίμπρα η οποία άρχισε να ξεθωριάζει.
‘’Καλά Χριστούγεννα Τέρρυ!!!!!!!!’’, πρόλαβε να πει πριν εξαφανιστεί τελείως από τα μάτια του.
‘’Καλά Χριστούγεννα Λίμπρα!!’’, της φώναξε ο Τέρρυ και έπειτα η Λίμπρα χάθηκε.
Μετά από κάμποση ώρα η Λίμπρα άνοιξε ξανά δισταχτικά τα μάτια της και με ανακούφιση είδε πως βρισκόταν στο σπίτι της. Σηκώθηκε όρθια και τότε είδε πως ένα καρτελάκι έπεσε από τα ρούχα της. Απορημένη το σήκωσε.
‘’Λίμπρα Καλά Χριστούγεννα, μην ξεχάσεις τις υποσχέσεις σου. Με αγάπη Τέρρυ’’, έλεγε το καρτελάκι.
Η Λίμπρα ξαφνιασμένη το γύρισε και από την άλλη πλευρά, σίγουρη πως κάποιος της έκανε πλάκα.
‘’Και όχι άλλο Ville’’,καλά Χριστούγεννα με αγάπη Jhonny’’, έλεγε από την άλλη πλευρά.
Η Λίμπρα σήκωσε βιαστικά το τηλέφωνο και πληκτρολόγησε το νούμερο της nuitetoile.
‘’ ΠΡΩΤΟΝ ΤΕΛΕΙΩΝΕ ΜΕ ΤΑ ΦΙΚ, ΔΕΥΤΕΡΟΝ ΞΕΧΝΑ ΤΟ ΔΕΝ ΘΑ ΓΡΑΨΕΙΣ ΠΑΣΧΑΛΙΝΑ ΚΑΙ ΤΡΙΤΟΝ ΑΚΟΥ ΚΑΙ ΚΑΤΙ ΑΛΛΟ ΒΡΕ ΠΟΥΛΑΚΙ ΜΟΥ, ΚΟΝΤΕΥΕΙΣ ΝΑ ΤΟΥ ΤΟ ΚΛΕΙΣΕΙΣ ΤΟ ΜΑΓΑΖΙ ΤΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΥ’’, είπε με μια ανάσα μόλις η nuitetoile σήκωσε το τηλέφωνο.
‘’Ε; Εντάξει..’’, απάντησε ξαφνιασμένη η Nuitetoile.
‘’Και βρε καλό μου..πως περιμένεις να κοιμηθείς αν μετράς προβατάκια που τους έχεις δώσει όνομα;’’, ρώτησε η Λίμπρα πιο ήρεμη τώρα.
‘’Ε;;;;;;; Μα πως..;;’’, ρώτησε ακόμα πιο ξαφνιασμένη η nuitetoile.
‘’Και επίσης ξέχνα ότι θα γράψεις φικ με τον Τέρρυ Αϊ Βασίλη’’, πρόσθεσε η Λίμπρα. ‘’Δεν του πάει το κόκκινο’’
‘’Α όχι πάλι!’’, αναφώνησε κάπου μέσα στο μυαλό της nuitetoile ο Τέρρυ, όταν είδε το μολύβι και το μπλοκάκι να εμφανίζονται. ‘’Άντε πάλι από την αρχή!!!!’’
ΚΑΛΑ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ ΛΙΜΠΡΑ!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!
nuitetoile21- Terry Addict
- Αριθμός μηνυμάτων : 4781
Points : 12188
Ημερομηνία εγγραφής : 06/11/2010
Ηλικία : 41
Τόπος : neverland
Απ: Τα Χριστουγεννιάτικα φικ της nuitetoile21
ΤΟ ΦΙΚ ΤΗΣ ΑΝΟΝΙΜΟΥΣ
ΤΟ ΚΟΡΙΤΣΑΚΙ ΜΕ ΤΑ ΣΠΙΡΤΑ
Μια φορά και έναν καιρό ήταν ένα μικρό κορίτσι που είχε απομείνει μόνο του στον κόσμο. Δεν είχε οικογένεια και φίλους και έτσι κατέληξε να τριγυρνάει στους δρόμους, πουλώντας σπίρτα για να ζήσει. Κανένας δεν ήξερε πως το λένε και έτσι οι μαγαζάτορες της περιοχής που την έβλεπαν συχνά να στέκεται στο πεζοδρόμιο για να πουλήσει τα σπίρτα της, της έβγαλαν το παρατσούκλι ‘’ανόνυμους’’.
Τις τελευταίες μέρες όμως, έκανε πολύ κρύο και ο κόσμος έκανε βιαστικά τις δουλειές του και προσπερνούσε το μικρό κορίτσι, χωρίς να αγοράζει τίποτα. Η Ανόνυμους ήταν πολύ στεναχωρημένη. Όχι μόνο πεινούσε και κρύωνε πολύ αλλά πλησίαζαν και Χριστούγεννα και αυτή η εποχή του χρόνου πάντα γέμιζε με θλίψη την καρδιά της γιατί δεν είχε κανέναν να την μοιραστεί.
Το βράδυ έφτασε και οι δρόμοι άδειασαν από τους περαστικούς και η μικρή Ανόνυμους έμεινε μόνη της στο παγωμένο πεζοδρόμιο χωρίς να έχει πουλήσει ούτε ένα σπίρτο. Τρεμουλιάζοντας από το κρύο, βρήκε μια γωνίτσα στην άκρη του δρόμου η οποία ήταν κάπως προστατευμένη από τον αέρα και έκατσε εκεί για να ξεκουραστεί.
Το κρύο ήταν όμως πολύ δυνατό και το μικρό κορίτσι ένιωσε τα χεράκια του να παγώνουν και το σώμα του να τρέμει κάτω από τα κουρέλια που φορούσε. Τότε σκέφτηκε να ανάψει ένα σπίρτο για να ζεσταθεί λίγο. Έβγαλε λοιπόν ένα σπίρτο από ένα κουτάκι και το άναψε. Το φως του σπίρτου φώτισε το προσωπάκι του κοριτσιού και εκείνο ένιωσε καλύτερα. Έφερε τα χεράκια του κοντά στην φλόγα του και ένιωσε να ζεσταίνεται λιγάκι. Το σπίρτο όμως έσβησε γρήγορα και άφησε την μικρή Ανόνυμους πάλι μόνη της μέσα στο κρύο.
Τότε το κοριτσάκι σκέφτηκε ότι δεν θα ήταν κακό να ανάψει ένα ακόμα σπίρτο. Άνοιξε το κουτάκι που είχε ανοίξει πριν και σύντομα η φλόγα ενός νέου σπίρτου την ζέσταινε. Μόνο που τώρα όλα ήταν διαφορετικά. Η φλόγα ήταν πιο μεγάλη και δυνατή και η μικρή Ανόνυμους ένιωσε να ζεσταίνεται όλο της το σώμα και όχι μόνο τα χέρια της. Και αυτό το σπίρτο όμως έσβησε γρήγορα.
Χωρίς δεύτερη σκέψη το κοριτσάκι έβγαλε ακόμα ένα σπίρτο και το άναψε. Αυτή την φορά η φλόγα ήταν ακόμα πιο μεγάλη και η μικρή Ανόνυμους μπορούσε να δει μέσα της. Μέσα στην φλόγα υπήρχε ένα μεγάλο γιορτινό τραπέζι με κάθε είδους φαγητά φορτωμένα πάνω του. Το κοριτσάκι πεινούσε πολύ και σκέφτηκε ότι τα φαγητά στο τραπέζι φαινόντουσαν πολύ αληθινά. Ίσως αν άπλωνε το χέρι της να μπορούσε να πιάσει κάτι από αυτά και να το φάει. Μόλις όμως άπλωσε το χεράκι του, η φλόγα του σπίρτου έσβησε και το κοριτσάκι έμεινε να κοιτάει το σημείο που πριν λίγο ήταν το μεγάλο τραπέζι απογοητευμένο.
Και τέταρτο σπίρτο άναψε και ετούτη την φορά μπροστά της εμφανίστηκε μια οικογένεια. Ο πατέρας και η μητέρα μαζί με τα δύο τους παιδιά. Ήταν όλοι τους σε ένα ζεστό σπίτι, φορούσαν ζεστά ρούχα και έπαιζαν όλοι μαζί ευτυχισμένοι. Το κοριτσάκι δάκρυσε γιατί εκείνο δεν είχε γνωρίσει ποτέ την οικογένεια του ούτε είχε ένα ζεστό σπίτι για να πάει, και το δάκρυ της έσβησε το σπίρτο.
Βιαστικά άναψε ένα ακόμα σπίρτο και ένα τεράστιο χριστουγεννιάτικο δέντρο έκανε την εμφάνιση του. Η μικρή Ανόνυμους κοίταξε με χαρά τα στολίδια και τα λαμπάκια που αναβόσβηναν και σκέφτηκε ότι ήταν πολύ όμορφα. Τότε μια πνοή αέρα φύσηξε και της έσβησε το σπίρτο και το δέντρο με τα στολίδια του χάθηκε.
Απελπισμένο το κοριτσάκι άρχισε να κλαίει. Τότε ένιωσε ένα χέρι να της χαϊδεύει τα μαλλιά και σήκωσε το κεφάλι του ξαφνιασμένο. Από πάνω της στεκόταν ένας νεαρός άντρας, με καστανά μαλλιά.
‘’Μην κλαις κοριτσάκι’’, της είπε ο άντρας χαμογελώντας.
‘’Ποιος είσαι εσύ;’’, ρώτησε η μικρή Ανόνυμους.
‘’Εγώ είμαι ο Τέρρυ και είμαι ο φύλακας άγγελος σου’’, της είπε ο άντρας.
‘’Αν είσαι άγγελος τότε που είναι τα φτερά σου;’’, ρώτησε με περιέργεια το μικρό κορίτσι.
Ο άντρας γέλασε δυνατά και η μικρή Ανόνυμους στο άκουσμα αυτού του γλυκού γέλιου ένιωσε να ηρεμεί.
‘’Να εδώ είναι τα φτερά μου’’, της είπε ο Τέρρυ ακόμα γελώντας και στην πλάτη του εμφανίστηκαν δυο μεγάλα κατάλευκα φτερά.
Το μικρό κοριτσάκι κοίταξε τα φτερά του φύλακα αγγέλου της μαγεμένο.
‘’Ήρθα να σε πάρω μαζί μου’’, της είπε ο Τέρρυ. ‘’Σε ψάχνω μέρες τώρα, με έχει στείλει η οικογένεια σου για να σε βρω και να σε πάω σε εκείνους.’’
‘’Η οικογένεια μου;’’, ρώτησε το μικρό κορίτσι μη μπορώντας να πιστέψει στα αυτιά του.
‘’Η οικογένεια σου είναι μαζεμένη όλη στον ουρανό και σε περιμένει να πας κοντά τους. Δεν θα ξανακρυώσεις ούτε θα ξαναπεινάσεις. Από εδώ και πέρα θα είσαι ευτυχισμένη και ότι ονειρεύτηκες θα το έχεις.’’, της απάντησε ο άγγελος Τέρρυ.
‘’Κοίτα πέφτει ένα αστέρι! Θυμάμαι που κάποιος μου είχε πει πως όταν πέφτει ένα αστέρι, κάποιος κάπου πεθαίνει’’, του είπε το μικρό κορίτσι.
‘’Ήρθε η ώρα να φύγουμε’’, της είπε ο άγγελος Τέρρυ.
Έπειτα την πήρε στην αγκαλιά του, άνοιξε τα φτερά του και πέταξε ψηλά στον ουρανό.
‘’Κοίτα! Οι καμπάνες χτυπάνε!’’, είπε ενθουσιασμένο το κοριτσάκι καθώς περνούσαν πάνω από μια εκκλησία.
‘’Ναι ήρθαν τα Χριστούγεννα’’, της απάντησε γλυκά ο άγγελος Τέρρυ.
‘’Καλά Χριστούγεννα Τέρρυ!’’, είπε η μικρή Ανόνυμους ευτυχισμένη που γα πρώτη φορά στην ζωή της είχε κάποιον για να του πει ‘’καλά Χριστούγεννα’’
‘’Καλά Χριστούγεννα μικρή Ανόνυμους’’, της απάντησε ο Τέρρυ και την έσφιξε ακόμα πιο πολύ πάνω του, ενώ ανέβαινε όλο και πιο ψηλά στον ουρανό.
ΚΑΛΑ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ ΑΝΟΝΙΜΟΥΣ!!!!!!!!!!!!
ΤΟ ΚΟΡΙΤΣΑΚΙ ΜΕ ΤΑ ΣΠΙΡΤΑ
Μια φορά και έναν καιρό ήταν ένα μικρό κορίτσι που είχε απομείνει μόνο του στον κόσμο. Δεν είχε οικογένεια και φίλους και έτσι κατέληξε να τριγυρνάει στους δρόμους, πουλώντας σπίρτα για να ζήσει. Κανένας δεν ήξερε πως το λένε και έτσι οι μαγαζάτορες της περιοχής που την έβλεπαν συχνά να στέκεται στο πεζοδρόμιο για να πουλήσει τα σπίρτα της, της έβγαλαν το παρατσούκλι ‘’ανόνυμους’’.
Τις τελευταίες μέρες όμως, έκανε πολύ κρύο και ο κόσμος έκανε βιαστικά τις δουλειές του και προσπερνούσε το μικρό κορίτσι, χωρίς να αγοράζει τίποτα. Η Ανόνυμους ήταν πολύ στεναχωρημένη. Όχι μόνο πεινούσε και κρύωνε πολύ αλλά πλησίαζαν και Χριστούγεννα και αυτή η εποχή του χρόνου πάντα γέμιζε με θλίψη την καρδιά της γιατί δεν είχε κανέναν να την μοιραστεί.
Το βράδυ έφτασε και οι δρόμοι άδειασαν από τους περαστικούς και η μικρή Ανόνυμους έμεινε μόνη της στο παγωμένο πεζοδρόμιο χωρίς να έχει πουλήσει ούτε ένα σπίρτο. Τρεμουλιάζοντας από το κρύο, βρήκε μια γωνίτσα στην άκρη του δρόμου η οποία ήταν κάπως προστατευμένη από τον αέρα και έκατσε εκεί για να ξεκουραστεί.
Το κρύο ήταν όμως πολύ δυνατό και το μικρό κορίτσι ένιωσε τα χεράκια του να παγώνουν και το σώμα του να τρέμει κάτω από τα κουρέλια που φορούσε. Τότε σκέφτηκε να ανάψει ένα σπίρτο για να ζεσταθεί λίγο. Έβγαλε λοιπόν ένα σπίρτο από ένα κουτάκι και το άναψε. Το φως του σπίρτου φώτισε το προσωπάκι του κοριτσιού και εκείνο ένιωσε καλύτερα. Έφερε τα χεράκια του κοντά στην φλόγα του και ένιωσε να ζεσταίνεται λιγάκι. Το σπίρτο όμως έσβησε γρήγορα και άφησε την μικρή Ανόνυμους πάλι μόνη της μέσα στο κρύο.
Τότε το κοριτσάκι σκέφτηκε ότι δεν θα ήταν κακό να ανάψει ένα ακόμα σπίρτο. Άνοιξε το κουτάκι που είχε ανοίξει πριν και σύντομα η φλόγα ενός νέου σπίρτου την ζέσταινε. Μόνο που τώρα όλα ήταν διαφορετικά. Η φλόγα ήταν πιο μεγάλη και δυνατή και η μικρή Ανόνυμους ένιωσε να ζεσταίνεται όλο της το σώμα και όχι μόνο τα χέρια της. Και αυτό το σπίρτο όμως έσβησε γρήγορα.
Χωρίς δεύτερη σκέψη το κοριτσάκι έβγαλε ακόμα ένα σπίρτο και το άναψε. Αυτή την φορά η φλόγα ήταν ακόμα πιο μεγάλη και η μικρή Ανόνυμους μπορούσε να δει μέσα της. Μέσα στην φλόγα υπήρχε ένα μεγάλο γιορτινό τραπέζι με κάθε είδους φαγητά φορτωμένα πάνω του. Το κοριτσάκι πεινούσε πολύ και σκέφτηκε ότι τα φαγητά στο τραπέζι φαινόντουσαν πολύ αληθινά. Ίσως αν άπλωνε το χέρι της να μπορούσε να πιάσει κάτι από αυτά και να το φάει. Μόλις όμως άπλωσε το χεράκι του, η φλόγα του σπίρτου έσβησε και το κοριτσάκι έμεινε να κοιτάει το σημείο που πριν λίγο ήταν το μεγάλο τραπέζι απογοητευμένο.
Και τέταρτο σπίρτο άναψε και ετούτη την φορά μπροστά της εμφανίστηκε μια οικογένεια. Ο πατέρας και η μητέρα μαζί με τα δύο τους παιδιά. Ήταν όλοι τους σε ένα ζεστό σπίτι, φορούσαν ζεστά ρούχα και έπαιζαν όλοι μαζί ευτυχισμένοι. Το κοριτσάκι δάκρυσε γιατί εκείνο δεν είχε γνωρίσει ποτέ την οικογένεια του ούτε είχε ένα ζεστό σπίτι για να πάει, και το δάκρυ της έσβησε το σπίρτο.
Βιαστικά άναψε ένα ακόμα σπίρτο και ένα τεράστιο χριστουγεννιάτικο δέντρο έκανε την εμφάνιση του. Η μικρή Ανόνυμους κοίταξε με χαρά τα στολίδια και τα λαμπάκια που αναβόσβηναν και σκέφτηκε ότι ήταν πολύ όμορφα. Τότε μια πνοή αέρα φύσηξε και της έσβησε το σπίρτο και το δέντρο με τα στολίδια του χάθηκε.
Απελπισμένο το κοριτσάκι άρχισε να κλαίει. Τότε ένιωσε ένα χέρι να της χαϊδεύει τα μαλλιά και σήκωσε το κεφάλι του ξαφνιασμένο. Από πάνω της στεκόταν ένας νεαρός άντρας, με καστανά μαλλιά.
‘’Μην κλαις κοριτσάκι’’, της είπε ο άντρας χαμογελώντας.
‘’Ποιος είσαι εσύ;’’, ρώτησε η μικρή Ανόνυμους.
‘’Εγώ είμαι ο Τέρρυ και είμαι ο φύλακας άγγελος σου’’, της είπε ο άντρας.
‘’Αν είσαι άγγελος τότε που είναι τα φτερά σου;’’, ρώτησε με περιέργεια το μικρό κορίτσι.
Ο άντρας γέλασε δυνατά και η μικρή Ανόνυμους στο άκουσμα αυτού του γλυκού γέλιου ένιωσε να ηρεμεί.
‘’Να εδώ είναι τα φτερά μου’’, της είπε ο Τέρρυ ακόμα γελώντας και στην πλάτη του εμφανίστηκαν δυο μεγάλα κατάλευκα φτερά.
Το μικρό κοριτσάκι κοίταξε τα φτερά του φύλακα αγγέλου της μαγεμένο.
‘’Ήρθα να σε πάρω μαζί μου’’, της είπε ο Τέρρυ. ‘’Σε ψάχνω μέρες τώρα, με έχει στείλει η οικογένεια σου για να σε βρω και να σε πάω σε εκείνους.’’
‘’Η οικογένεια μου;’’, ρώτησε το μικρό κορίτσι μη μπορώντας να πιστέψει στα αυτιά του.
‘’Η οικογένεια σου είναι μαζεμένη όλη στον ουρανό και σε περιμένει να πας κοντά τους. Δεν θα ξανακρυώσεις ούτε θα ξαναπεινάσεις. Από εδώ και πέρα θα είσαι ευτυχισμένη και ότι ονειρεύτηκες θα το έχεις.’’, της απάντησε ο άγγελος Τέρρυ.
‘’Κοίτα πέφτει ένα αστέρι! Θυμάμαι που κάποιος μου είχε πει πως όταν πέφτει ένα αστέρι, κάποιος κάπου πεθαίνει’’, του είπε το μικρό κορίτσι.
‘’Ήρθε η ώρα να φύγουμε’’, της είπε ο άγγελος Τέρρυ.
Έπειτα την πήρε στην αγκαλιά του, άνοιξε τα φτερά του και πέταξε ψηλά στον ουρανό.
‘’Κοίτα! Οι καμπάνες χτυπάνε!’’, είπε ενθουσιασμένο το κοριτσάκι καθώς περνούσαν πάνω από μια εκκλησία.
‘’Ναι ήρθαν τα Χριστούγεννα’’, της απάντησε γλυκά ο άγγελος Τέρρυ.
‘’Καλά Χριστούγεννα Τέρρυ!’’, είπε η μικρή Ανόνυμους ευτυχισμένη που γα πρώτη φορά στην ζωή της είχε κάποιον για να του πει ‘’καλά Χριστούγεννα’’
‘’Καλά Χριστούγεννα μικρή Ανόνυμους’’, της απάντησε ο Τέρρυ και την έσφιξε ακόμα πιο πολύ πάνω του, ενώ ανέβαινε όλο και πιο ψηλά στον ουρανό.
ΚΑΛΑ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ ΑΝΟΝΙΜΟΥΣ!!!!!!!!!!!!
nuitetoile21- Terry Addict
- Αριθμός μηνυμάτων : 4781
Points : 12188
Ημερομηνία εγγραφής : 06/11/2010
Ηλικία : 41
Τόπος : neverland
Απ: Τα Χριστουγεννιάτικα φικ της nuitetoile21
ΤΟ ΦΙΚ ΤΗΣ T4E ΚΑΙ ΤΗΣ ADI
ΠΛΗΡΩΜΕΝΟΙ ΔΟΛΟΦΟΝΟΙ (μέρος πρώτο)
Το υπόγειο ήταν σκοτεινό και γεμάτο κόσμο. Πολλά πρόσωπα μαζεμένα, προσπαθούσαν να βρουν λίγο χώρο για να κάτσουν, ενώ παράπονα ακουγόντουσαν από παντού.
‘’Μα ποιος στο καλό διάλεξε αυτό το μέρος;’’, ακούστηκε μια εκνευριστική αντρική φωνή.
‘’Ο Τέρρυ, Νηλ. Μην τα ξαναλέμε.’’, απάντησε ένας ψηλός ξανθός άντρας.
‘’Ε βέβαια! Ποιος άλλος θα μπορούσε να διαλέξει ένα τέτοιο σιχαμερό μέρος;’’, ακούστηκε μια άλλη εκνευριστική φωνή, γυναικεία αυτή την φορά.
‘’Γιατί Ελίζα τι έχει το μέρος;’’, την ρώτησε ο Τέρρυ. ‘’Μια χαρά είναι. Κοίτα μέχρι και βαρέλια με μπύρα έχει’’, συνέχισε και πήγε στο κοντινότερο βαρέλι
με μπύρα.
‘’Ποιον περιμένουμε;’’, ρώτησε μια ψιλή γυναικεία φωνή που ίσα ίσα που ακούστηκε και στην οποία δεν έδωσε κανείς σημασία.
Η γυναίκα με την ψιλή φωνή έπιασε το μανίκι του αρραβωνιαστικού της, που ήταν απορροφημένος στο να κοιτάει μια ξανθιά κοπέλα που καθόταν απέναντι και το τράβηξε ελαφρά.
‘’Άρτσι.. ποιον περιμένουμε;’’, ξαναρώτησε.
Ο Άρτσι γύρισε ψιλοενοχλημένος προς το μέρος της κοπέλας του.
‘’Δεν ξέρω Άννι’’, της είπε και έστρεψε ξανά το βλέμμα του στην κοπέλα που καθόταν απέναντι και τώρα έπαιζε με ένα ζώο.
Η πόρτα άνοιξε και ένας μελαχρινός άντρας μπήκε μέσα μαζί με δυο νέες γυναίκες. Ο άντρας κοίταξε μέσα στο σκοτεινό δωμάτιο και με ένα αναστεναγμό άνοιξε τα φώτα.
Ξαφνιασμένοι όλοι γύρισαν να τον κοιτάξουν.
‘’Μα καλά γιατί κανείς δεν σκέφτηκε να ανοίξει το φως;’’, ρώτησε ο Τζζωρτζ που στεκόταν ακόμα στην πόρτα.
Το βλέμμα του στάθηκε για λίγο σε όλους τους παρευρισκόμενους.
Ο Νηλ έπαιζε νευρικά με ένα μαχαίρι, ενώ κοιτούσε με μίσος τον Τέρρυ. Η Ελίζα κρατούσε έναν καθρέφτη τον οποίο χρησιμοποιούσε για να κατασκοπεύει την Κάντυ που καθόταν πίσω της και έπαιζε με τον Κλιν. Ο Τέρρυ γέμιζε το τρίτο ποτήρι μπύρας από το βαρέλι. Ο Άρτσι κοιτούσε με λατρεία την Κάντυ που τον έγραφε, ενώ η Άννυ κοιτούσε τον Άρτσι που κοιτούσε την Κάντυ που κοιτούσε τον Κλιν. Ο Άντονυ σκάλιζε μια γλάστρα που τώρα τελευταία είχε αποκτήσει την συνήθεια να κουβαλάει πάντα μαζί του, ο Στηαρ είχε απλώσει πάνω στο μοναδικό τραπέζι που υπήρχε, ένα σωρό κατσαβίδια και τώρα βίδωνε μετά μανίας κάτι, ενώ η Πάτυ καθόταν δίπλα του και μάζευε τις βίδες που ανά πέντε δευτερόλεπτα βρισκόντουσαν στο πάτωμα. Λίγο πιο κει η Σουζάνα κοιτούσε πάνω από το κεφάλι του Τέρρυ, στο ταβάνι που βρισκόταν ένας πολυέλαιος και μουρμούριζε μέσα από τα δόντια της ‘’έλα..ένα βήμα πιο κει και θα είσαι ακριβώς από κάτω..έλα…όχι δεξιά γαμώτο! Ένα βήμα αριστερά! Ηλίθιε!’’ Και τέλος ο Άλμπερτ, ο οποίος είχε ανακαλύψει ένα παλιό ξεσκονόπανο και καθάριζε την σκόνη από τα έπιπλα.
‘’Δεν μιλάς σοβαρά..’’, είπε αγχωμένη η μια γυναίκα που ήταν μαζί με τον Τζωρτζ
Ο Τζωρτζ την κοίταξε και κατάλαβε ότι η γυναίκα ήταν έτοιμη να το βάλει στα πόδια.
‘’Λοιπόν!’’, είπε δυνατά προσπαθώντας να σώσει την κατάσταση. ‘’Μαζευτείτε γιατί πρέπει να μιλήσουμε’’, συνέχισε και προχώρησε μέσα στο δωμάτιο.
‘’Για αρχή’’, είπε, ‘’να σας συστήσω την δεσποινίς Τ4Ε. Είναι ειδική και ήρθε να μας βοηθήσει’’
‘’Τ4Ε;’’, ρώτησε η Ελίζα με μια ξινισμένη έκφραση. ‘’Μα τι όνομα είναι αυτό;’’
‘’Δεν είναι όνομα’’, της απάντησε η Τ4Ε. ‘’Είναι παρατσούκλι. Δεν φαντάζεστε πως με την δουλειά που κάνω θα σας έδινα και το πραγματικό μου όνομα ε;’’
‘’Και από εδώ είναι η Adi’’, συνέχισε ο Τζωρτζ δείχνοντας την άλλη γυναίκα.
‘’Αυτό είναι πιο φυσιολογικό όνομα’’, σχολίασε η Άννυ αλλά κανείς δεν την άκουσε.
‘’Ωραία, δεν μας λέτε τι μας θέλετε γιατί έχουμε και δουλειές;’’, ακούστηκε ο Άλμπερτ. ‘’Αυτό το δωμάτιο θέλει πολύ καθάρισμα..’’
‘’Θα σας πω εγώ κύριε Άλμπερτ’’, είπε ο Τζωρτζ και όλοι έκαναν ησυχία για να τον ακούσουν.
‘’Το ξέρετε ότι υπάρχει μια προφητεία που λέει ότι ο κόσμος θα καταστραφεί στις 21 Δεκέμβρη του 2012. Αυτό που δεν ξέρετε είναι ότι υπάρχει μια ακόμα προφητεία η οποία λέει πως ο κόσμος δεν θα καταστραφεί, αρκεί να πεθάνει ένα άτομο.’’
‘’Ένας από μας;’’, ρώτησε η Ελίζα και πριν της απαντήσει κανείς σηκώθηκε, άρπαξε το μαχαίρι από τον Νηλ και πλησίασε την Κάντυ.
‘’ΌΧΙ ΔΕΣΠΟΙΝΙΣ ΕΛΙΖΑ!’’, είπε ο Τζωρτζ και η Ελίζα σταμάτησε να περπατάει απογοητευμένη.
‘’Ε καλά αφού θα κάνουμε που θα κάνουμε φόνο τι πειράζει να σκοτώσουμε και την Κάντυ;’’, ρώτησε. ‘’Δείτε το σαν πρακτική εξάσκηση..εξάλλου σιγά..ένας πάνω ένας κάτω τι διαφορά έχει;’’
‘’Όπως έλεγα’’, είπε ο Τζωρτζ αγνοώντας την Ελίζα, ‘’πρέπει να σκοτώσουμε ένα άτομο. Αυτό είναι μια κοπέλα που έχει γεννηθεί στις 21 Δεκέμβρη..’’
‘’Μα γιατί να το κάνουμε εμείς;’’, τον διέκοψε ο Άρτσι. ΄΄Εγώ δεν σκοτώνω κανέναν! ‘’
Η Άννυ τον κοίταξε με αγάπη και σκέφτηκε πόσο καλός και ευγενικός ήταν ο φίλος της που δεν ήθελε να σκοτώσει κάποιον άνθρωπο. Ο Άρτσι γύρισε και την κοίταξε.
‘’Ε μα ξέρεις πόσο δύσκολα βγαίνει το αίμα από τα ρούχα;’’, την ρώτησε εκνευρισμένος που του ζητούσανε να μπει σε τέτοια διαδικασία και η Άννυ τον κοίταξε απογοητευμένη.
‘’Ναι Τζωρτζ γιατί να το κάνουμε εμείς; Τόσα μάνγκα υπάρχουν. Ας το κάνουν αυτά τα βαμπίρ που παίζουν στην άλλη ιστορία’’, είπε ο Στηαρ.
‘’Αυτό δυστυχώς για μας δεν γίνεται.’’, του απάντησε ο Τζωρτζ. ‘’Πρέπει να το κάνουμε εμείς γιατί όλοι εμείς είμαστε στο κεφάλι της αυτή την στιγμή.’’
‘’Και δικιά μας δουλειά είναι να σας βοηθήσουμε να βρείτε έναν τρόπο για να την σκοτώσετε.’’, πρόσθεσε η Adi.
Ύστερα τους κοίταξε έναν έναν εξεταστικά προσπαθώντας να διακρίνει τα χαρίσματα τους.
‘’Αυτός αποκλείεται’’, είπε στον Τζωρτζ, δείχνοντας του τον Τέρρυ ο οποίος είχε βάλει το ποτήρι του στο πάτωμα και κρατούσε το βαρέλι αναποδογυρισμένο από πάνω προσπαθώντας να μην χάσει ούτε μια σταγόνα μπύρας.
Το βλέμμα της στράφηκε στον Άλμπερτ ο οποίος στεκόταν ακόμα με το ξεσκονόπανο στο χέρι.
‘’Ούτε αυτός..’’, είπε.
Η Τ4Ε κοίταξε και αυτή μέσα στο δωμάτιο και το βλέμμα της στάθηκε πάνω στην Άννυ η οποία μόλις είδε ότι την κοιτούσε η νέα γυναίκα, κρύφτηκε ολόκληρη πίσω από τον Άρτσι.
‘’Προφανώς όχι’’, μουρμούρισε η Τ4Ε.
Κοίταξε τον Άρτσι και εκείνος την κοίταξε με ένα ύφος που έλεγε πως αν τον ανάγκαζε να κάνει το οτιδήποτε θα του λέρωνε τα ρούχα, το επόμενο θύμα θα ήταν εκείνη.
Η Τ4Ε, έχοντας αρχίσει να εκνευρίζεται, γύρισε και κοίταξε τον Στηαρ. Στην αρχή της φάνηκε νορμάλ επιλογή και προς στιγμή χάρηκε. Τότε όμως ο Στηαρ άρχισε να φωνάζει ενθουσιασμένος.
‘’Κάντυ κοίτα! Τελειοποίησα την λουκανοψήστρα!’’
Η Κάντυ γύρισε προς το μέρος του και πήγε κοντά να δει την νέα εφεύρεση.
‘’Και τι κάνει;’’, ρώτησε τον Στηαρ με απορία.
‘’Ψήνει λουκάνικα! Τα γυρνάει κιόλας γύρω γύρω για να ψήνονται ομοιόμορφα! Να δες!’’, της είπε και έβγαλε ένα λουκάνικο από την τσέπη
του.
Πέρασε το λουκάνικο μέσα την μηχανή και εκείνο άρχισε να το ψήνει. Τώρα όλοι είχαν μαζευτεί γύρω από τον Στηαρ, ξεχνώντας τις γυναίκες που είχαν έρθει με τον Τζωρτζ, και κοιτούσαν την εφεύρεση εντυπωσιασμένοι.
ΜΠΑΜ! Η μηχανή έκανε έναν δυνατό κρότο και τινάχτηκε στον αέρα, γεμίζοντας το δωμάτιο καπνούς.
‘’Στηαρ θα με βοηθήσεις να καθαρίσω μετά!’’, είπε εκνευρισμένος ο Άλμπερτ.
Τότε ένας πυροβολισμός ακούστηκε και όλοι γύρισαν έντρομοι προς το μέρος από το οποίο είχε ακουστεί ο πυροβολισμός. Η Adi κρατώντας ένα περίστροφο με το οποίο σημάδευε το ταβάνι, τους χαμογελούσε με ένα ειρωνικό χαμόγελο, ενώ η Τ4Ε είχε γύρει χαλαρά πάνω στον τοίχο και απολάμβανε το θέαμα.
‘’Τώρα που έχουμε την προσοχή σας’’, είπε η Τ4Ε , ‘’πείτε μου, ποιος από σας θα δοκιμάσει πρώτος να σκοτώσει;’’
Κανείς δεν απάντησε και όλοι κοιταζόντουσαν, φοβισμένοι ακόμα και να κάνουν και την παραμικρή κίνηση που ίσως να έστρεφε την προσοχή των δύο γυναικών πάνω τους.
‘’ΕΣΥ’’, είπε η Adi και έδειξε κάποιον με το όπλο. ‘’ΕΣΥ ΘΑ ΔΟΚΙΜΑΣΕΙΣ ΠΡΩΤΟΣ’’.
ΤΕΛΟΣ ΠΡΩΤΟΥ ΜΕΡΟΥΣ
ΠΛΗΡΩΜΕΝΟΙ ΔΟΛΟΦΟΝΟΙ (μέρος πρώτο)
Το υπόγειο ήταν σκοτεινό και γεμάτο κόσμο. Πολλά πρόσωπα μαζεμένα, προσπαθούσαν να βρουν λίγο χώρο για να κάτσουν, ενώ παράπονα ακουγόντουσαν από παντού.
‘’Μα ποιος στο καλό διάλεξε αυτό το μέρος;’’, ακούστηκε μια εκνευριστική αντρική φωνή.
‘’Ο Τέρρυ, Νηλ. Μην τα ξαναλέμε.’’, απάντησε ένας ψηλός ξανθός άντρας.
‘’Ε βέβαια! Ποιος άλλος θα μπορούσε να διαλέξει ένα τέτοιο σιχαμερό μέρος;’’, ακούστηκε μια άλλη εκνευριστική φωνή, γυναικεία αυτή την φορά.
‘’Γιατί Ελίζα τι έχει το μέρος;’’, την ρώτησε ο Τέρρυ. ‘’Μια χαρά είναι. Κοίτα μέχρι και βαρέλια με μπύρα έχει’’, συνέχισε και πήγε στο κοντινότερο βαρέλι
με μπύρα.
‘’Ποιον περιμένουμε;’’, ρώτησε μια ψιλή γυναικεία φωνή που ίσα ίσα που ακούστηκε και στην οποία δεν έδωσε κανείς σημασία.
Η γυναίκα με την ψιλή φωνή έπιασε το μανίκι του αρραβωνιαστικού της, που ήταν απορροφημένος στο να κοιτάει μια ξανθιά κοπέλα που καθόταν απέναντι και το τράβηξε ελαφρά.
‘’Άρτσι.. ποιον περιμένουμε;’’, ξαναρώτησε.
Ο Άρτσι γύρισε ψιλοενοχλημένος προς το μέρος της κοπέλας του.
‘’Δεν ξέρω Άννι’’, της είπε και έστρεψε ξανά το βλέμμα του στην κοπέλα που καθόταν απέναντι και τώρα έπαιζε με ένα ζώο.
Η πόρτα άνοιξε και ένας μελαχρινός άντρας μπήκε μέσα μαζί με δυο νέες γυναίκες. Ο άντρας κοίταξε μέσα στο σκοτεινό δωμάτιο και με ένα αναστεναγμό άνοιξε τα φώτα.
Ξαφνιασμένοι όλοι γύρισαν να τον κοιτάξουν.
‘’Μα καλά γιατί κανείς δεν σκέφτηκε να ανοίξει το φως;’’, ρώτησε ο Τζζωρτζ που στεκόταν ακόμα στην πόρτα.
Το βλέμμα του στάθηκε για λίγο σε όλους τους παρευρισκόμενους.
Ο Νηλ έπαιζε νευρικά με ένα μαχαίρι, ενώ κοιτούσε με μίσος τον Τέρρυ. Η Ελίζα κρατούσε έναν καθρέφτη τον οποίο χρησιμοποιούσε για να κατασκοπεύει την Κάντυ που καθόταν πίσω της και έπαιζε με τον Κλιν. Ο Τέρρυ γέμιζε το τρίτο ποτήρι μπύρας από το βαρέλι. Ο Άρτσι κοιτούσε με λατρεία την Κάντυ που τον έγραφε, ενώ η Άννυ κοιτούσε τον Άρτσι που κοιτούσε την Κάντυ που κοιτούσε τον Κλιν. Ο Άντονυ σκάλιζε μια γλάστρα που τώρα τελευταία είχε αποκτήσει την συνήθεια να κουβαλάει πάντα μαζί του, ο Στηαρ είχε απλώσει πάνω στο μοναδικό τραπέζι που υπήρχε, ένα σωρό κατσαβίδια και τώρα βίδωνε μετά μανίας κάτι, ενώ η Πάτυ καθόταν δίπλα του και μάζευε τις βίδες που ανά πέντε δευτερόλεπτα βρισκόντουσαν στο πάτωμα. Λίγο πιο κει η Σουζάνα κοιτούσε πάνω από το κεφάλι του Τέρρυ, στο ταβάνι που βρισκόταν ένας πολυέλαιος και μουρμούριζε μέσα από τα δόντια της ‘’έλα..ένα βήμα πιο κει και θα είσαι ακριβώς από κάτω..έλα…όχι δεξιά γαμώτο! Ένα βήμα αριστερά! Ηλίθιε!’’ Και τέλος ο Άλμπερτ, ο οποίος είχε ανακαλύψει ένα παλιό ξεσκονόπανο και καθάριζε την σκόνη από τα έπιπλα.
‘’Δεν μιλάς σοβαρά..’’, είπε αγχωμένη η μια γυναίκα που ήταν μαζί με τον Τζωρτζ
Ο Τζωρτζ την κοίταξε και κατάλαβε ότι η γυναίκα ήταν έτοιμη να το βάλει στα πόδια.
‘’Λοιπόν!’’, είπε δυνατά προσπαθώντας να σώσει την κατάσταση. ‘’Μαζευτείτε γιατί πρέπει να μιλήσουμε’’, συνέχισε και προχώρησε μέσα στο δωμάτιο.
‘’Για αρχή’’, είπε, ‘’να σας συστήσω την δεσποινίς Τ4Ε. Είναι ειδική και ήρθε να μας βοηθήσει’’
‘’Τ4Ε;’’, ρώτησε η Ελίζα με μια ξινισμένη έκφραση. ‘’Μα τι όνομα είναι αυτό;’’
‘’Δεν είναι όνομα’’, της απάντησε η Τ4Ε. ‘’Είναι παρατσούκλι. Δεν φαντάζεστε πως με την δουλειά που κάνω θα σας έδινα και το πραγματικό μου όνομα ε;’’
‘’Και από εδώ είναι η Adi’’, συνέχισε ο Τζωρτζ δείχνοντας την άλλη γυναίκα.
‘’Αυτό είναι πιο φυσιολογικό όνομα’’, σχολίασε η Άννυ αλλά κανείς δεν την άκουσε.
‘’Ωραία, δεν μας λέτε τι μας θέλετε γιατί έχουμε και δουλειές;’’, ακούστηκε ο Άλμπερτ. ‘’Αυτό το δωμάτιο θέλει πολύ καθάρισμα..’’
‘’Θα σας πω εγώ κύριε Άλμπερτ’’, είπε ο Τζωρτζ και όλοι έκαναν ησυχία για να τον ακούσουν.
‘’Το ξέρετε ότι υπάρχει μια προφητεία που λέει ότι ο κόσμος θα καταστραφεί στις 21 Δεκέμβρη του 2012. Αυτό που δεν ξέρετε είναι ότι υπάρχει μια ακόμα προφητεία η οποία λέει πως ο κόσμος δεν θα καταστραφεί, αρκεί να πεθάνει ένα άτομο.’’
‘’Ένας από μας;’’, ρώτησε η Ελίζα και πριν της απαντήσει κανείς σηκώθηκε, άρπαξε το μαχαίρι από τον Νηλ και πλησίασε την Κάντυ.
‘’ΌΧΙ ΔΕΣΠΟΙΝΙΣ ΕΛΙΖΑ!’’, είπε ο Τζωρτζ και η Ελίζα σταμάτησε να περπατάει απογοητευμένη.
‘’Ε καλά αφού θα κάνουμε που θα κάνουμε φόνο τι πειράζει να σκοτώσουμε και την Κάντυ;’’, ρώτησε. ‘’Δείτε το σαν πρακτική εξάσκηση..εξάλλου σιγά..ένας πάνω ένας κάτω τι διαφορά έχει;’’
‘’Όπως έλεγα’’, είπε ο Τζωρτζ αγνοώντας την Ελίζα, ‘’πρέπει να σκοτώσουμε ένα άτομο. Αυτό είναι μια κοπέλα που έχει γεννηθεί στις 21 Δεκέμβρη..’’
‘’Μα γιατί να το κάνουμε εμείς;’’, τον διέκοψε ο Άρτσι. ΄΄Εγώ δεν σκοτώνω κανέναν! ‘’
Η Άννυ τον κοίταξε με αγάπη και σκέφτηκε πόσο καλός και ευγενικός ήταν ο φίλος της που δεν ήθελε να σκοτώσει κάποιον άνθρωπο. Ο Άρτσι γύρισε και την κοίταξε.
‘’Ε μα ξέρεις πόσο δύσκολα βγαίνει το αίμα από τα ρούχα;’’, την ρώτησε εκνευρισμένος που του ζητούσανε να μπει σε τέτοια διαδικασία και η Άννυ τον κοίταξε απογοητευμένη.
‘’Ναι Τζωρτζ γιατί να το κάνουμε εμείς; Τόσα μάνγκα υπάρχουν. Ας το κάνουν αυτά τα βαμπίρ που παίζουν στην άλλη ιστορία’’, είπε ο Στηαρ.
‘’Αυτό δυστυχώς για μας δεν γίνεται.’’, του απάντησε ο Τζωρτζ. ‘’Πρέπει να το κάνουμε εμείς γιατί όλοι εμείς είμαστε στο κεφάλι της αυτή την στιγμή.’’
‘’Και δικιά μας δουλειά είναι να σας βοηθήσουμε να βρείτε έναν τρόπο για να την σκοτώσετε.’’, πρόσθεσε η Adi.
Ύστερα τους κοίταξε έναν έναν εξεταστικά προσπαθώντας να διακρίνει τα χαρίσματα τους.
‘’Αυτός αποκλείεται’’, είπε στον Τζωρτζ, δείχνοντας του τον Τέρρυ ο οποίος είχε βάλει το ποτήρι του στο πάτωμα και κρατούσε το βαρέλι αναποδογυρισμένο από πάνω προσπαθώντας να μην χάσει ούτε μια σταγόνα μπύρας.
Το βλέμμα της στράφηκε στον Άλμπερτ ο οποίος στεκόταν ακόμα με το ξεσκονόπανο στο χέρι.
‘’Ούτε αυτός..’’, είπε.
Η Τ4Ε κοίταξε και αυτή μέσα στο δωμάτιο και το βλέμμα της στάθηκε πάνω στην Άννυ η οποία μόλις είδε ότι την κοιτούσε η νέα γυναίκα, κρύφτηκε ολόκληρη πίσω από τον Άρτσι.
‘’Προφανώς όχι’’, μουρμούρισε η Τ4Ε.
Κοίταξε τον Άρτσι και εκείνος την κοίταξε με ένα ύφος που έλεγε πως αν τον ανάγκαζε να κάνει το οτιδήποτε θα του λέρωνε τα ρούχα, το επόμενο θύμα θα ήταν εκείνη.
Η Τ4Ε, έχοντας αρχίσει να εκνευρίζεται, γύρισε και κοίταξε τον Στηαρ. Στην αρχή της φάνηκε νορμάλ επιλογή και προς στιγμή χάρηκε. Τότε όμως ο Στηαρ άρχισε να φωνάζει ενθουσιασμένος.
‘’Κάντυ κοίτα! Τελειοποίησα την λουκανοψήστρα!’’
Η Κάντυ γύρισε προς το μέρος του και πήγε κοντά να δει την νέα εφεύρεση.
‘’Και τι κάνει;’’, ρώτησε τον Στηαρ με απορία.
‘’Ψήνει λουκάνικα! Τα γυρνάει κιόλας γύρω γύρω για να ψήνονται ομοιόμορφα! Να δες!’’, της είπε και έβγαλε ένα λουκάνικο από την τσέπη
του.
Πέρασε το λουκάνικο μέσα την μηχανή και εκείνο άρχισε να το ψήνει. Τώρα όλοι είχαν μαζευτεί γύρω από τον Στηαρ, ξεχνώντας τις γυναίκες που είχαν έρθει με τον Τζωρτζ, και κοιτούσαν την εφεύρεση εντυπωσιασμένοι.
ΜΠΑΜ! Η μηχανή έκανε έναν δυνατό κρότο και τινάχτηκε στον αέρα, γεμίζοντας το δωμάτιο καπνούς.
‘’Στηαρ θα με βοηθήσεις να καθαρίσω μετά!’’, είπε εκνευρισμένος ο Άλμπερτ.
Τότε ένας πυροβολισμός ακούστηκε και όλοι γύρισαν έντρομοι προς το μέρος από το οποίο είχε ακουστεί ο πυροβολισμός. Η Adi κρατώντας ένα περίστροφο με το οποίο σημάδευε το ταβάνι, τους χαμογελούσε με ένα ειρωνικό χαμόγελο, ενώ η Τ4Ε είχε γύρει χαλαρά πάνω στον τοίχο και απολάμβανε το θέαμα.
‘’Τώρα που έχουμε την προσοχή σας’’, είπε η Τ4Ε , ‘’πείτε μου, ποιος από σας θα δοκιμάσει πρώτος να σκοτώσει;’’
Κανείς δεν απάντησε και όλοι κοιταζόντουσαν, φοβισμένοι ακόμα και να κάνουν και την παραμικρή κίνηση που ίσως να έστρεφε την προσοχή των δύο γυναικών πάνω τους.
‘’ΕΣΥ’’, είπε η Adi και έδειξε κάποιον με το όπλο. ‘’ΕΣΥ ΘΑ ΔΟΚΙΜΑΣΕΙΣ ΠΡΩΤΟΣ’’.
ΤΕΛΟΣ ΠΡΩΤΟΥ ΜΕΡΟΥΣ
nuitetoile21- Terry Addict
- Αριθμός μηνυμάτων : 4781
Points : 12188
Ημερομηνία εγγραφής : 06/11/2010
Ηλικία : 41
Τόπος : neverland
Απ: Τα Χριστουγεννιάτικα φικ της nuitetoile21
ΜΕΡΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟ
‘’Που πάμε;’’, ρώτησε ο άντρας και στην φωνή του ήταν εμφανής ο φόβος του.
‘’Πάμε να δούμε κάποιον που θα σε βοηθήσει’’, απάντησε η Τ4Ε. ‘’Α να φτάσαμε!’’
Η Τ4Ε άνοιξε την μικρή πόρτα ενός σπιτιού και μπήκε μέσα στον κήπο. Ο Νηλ στάθηκε δισταχτικός απέξω και έπειτα από ένα άγριο βλέμμα που του έριξε η Τ4Ε την ακολούθησε.
Η κοπέλα χτύπησε την πόρτα και φασαρία ακούστηκε από μέσα. Ύστερα από ένα λεπτό ένας μικροσκοπικός νάνος την άνοιξε.
‘’Α γεια σου Τ4Ε!’’, είπε ο νάνος χαμογελώντας.
‘’Γεια σου!’’, απάντησε η κοπέλα και μπήκε μέσα στο σπίτι. ‘’Που είναι οι άλλοι;’’, τον ρώτησε αφού έριξε μια ματιά τριγύρω της.
‘’Στα ορυχεία’’, της απάντησε ο νάνος.
‘’Κρίμα, αλλά έτσι και αλλιώς για την Χιονάτη ήρθαμε’’, είπε η Τ4Ε.
‘’Ναι, το κατάλαβα. Είναι πίσω στον κήπο.’’, της απάντησε ο νάνος ενώ κοιτούσε εξεταστικά τον Νηλ.
‘’Ωραία!’’, είπε η Τ4Ε και κατευθύνθηκε προς τον κήπο.
Ο Νηλ την ακολούθησε αμέσως αυτή την φορά ενοχλημένος από την εξονυχιστική ματιά του νάνου.
‘’Γεια σου Χιονάτη!’’, είπε η Τ4Ε μόλις βγήκαν στον κήπο και αντίκρισε μια κοπέλα η οποία καθόταν σε ένα τραπέζι και καθάριζε μήλα.
‘’Γεια σου Τ4Ε!’’, απάντησε η Χιονάτη χαρούμενη μόλις την είδε.
‘’Ήρθα για μερικά από αυτά’’, είπε η Τ4Ε και πήρε ένα από τα μήλα στα χέρια της.
‘’Ότι θέλεις’’, είπε η Χιονάτη και άρχισε να βάζει μήλα μέσα σε ένα καλάθι. ‘’Φτάνουν τόσα;’’
‘’Ναι εντάξει είναι’’, απάντησε η Τ4Ε κοιτάζοντας το γεμάτο καλάθι.
‘’53,25’’, είπε η Χιονάτη αφού τα ζύγιζε.
‘’53,25!’’, ρώτησε σκανδαλισμένη η Τ4Ε. ‘’Πολύ δεν ακριβύνανε;’’
‘’Μα σου δίνω πρώτο πράγμα Τ4Ε!’’, είπε η Χιονάτη. ‘’Κατακόκκινα, λαχταριστά, γεμάτα δηλητήριο! Δεν θα βρεις τέτοια μήλα πουθενά!’’
‘’Ναι αλλά και πάλι.. 50 ευρώ για 10 μήλα;’’, ρώτησε η Τ4Ε σκεφτική.
‘’Ε ναι ξέρεις..οικονομική κρίση.. και αυτός ο πρίγκιπας πολύ αργεί βρε παιδί μου..’’, δικαιολογήθηκε η Χιονάτη και τα μάγουλα της έγιναν κατακόκκινα.
Η Τ4Ε πλήρωσε και έπειτα στράφηκε στον Νηλ ο οποίος κοιτούσε τριγύρω του προσπαθώντας να βρει έναν τρόπο για να το σκάσει.
‘’Νηλ έλα εδώ!’’, του είπε και εκείνος πήγε κοντά της.
Η Τ4Ε του άρπαξε το χέρι.
‘’Γεια σου Χιονάτη!’’, είπε η Τ4Ε και με έναν κρότο εκείνη και ο Νηλ εξαφανίστηκαν.
‘’Μα που είμαστε;’’, ρώτησε ο Νηλ ξαφνιασμένος μόλις η Τ4Ε του άφησε το χέρι.
‘’Στον κόσμο της nuitetoile’’, του απάντησε η Τ4Ε.
Ο Νηλ κοίταξε γύρω του. Δεν του άρεσε αυτό το μέρος. Ήταν γεμάτο αυτοκίνητα που έτρεχαν σαν τρελά, νέφος, σκόνη και ανθρώπους που περπατούσαν σαν καλοκουρδισμένα ρομποτάκια.
‘’Φόρα αυτά’’, του είπε η Τ4Ε και του έδωσε κάτι περίεργα ρούχα.
Ο Νηλ πήρε τα ρούχα στα χέρια του και άνοιξε το στόμα του να διαμαρτυρηθεί, αλλά το κοφτερό βλέμμα της Τ4Ε τον έκανε να το κλείσει χωρίς να βγάλει άχνα.
Λίγο αργότερα ο Νηλ ντυμένος με βρώμικα παράταιρα ρούχα και με το καλάθι με τα μήλα στα χέρια του, καθόταν στα φανάρια και περίμενε το αυτοκίνητο που του είχε περιγράψει η Τ4Ε. Η κοπέλα του είχε πει πως η nuitetoile σίγουρα θα περνούσε από εκείνο το σημείο σε λίγη ώρα, μαζί με τον φίλο της. Το μόνο που θα έπρεπε να κάνει εκείνος ήταν μόλις το αμάξι σταματούσε στο φανάρι, να το πλησιάσει και να πουλήσει ένα μήλο στην nuitetoile.
‘’Εντάξει πόσο δύσκολο μπορεί να είναι;’’, ρώτησε ο Νηλ τον εαυτό του ανακουφισμένος που δεν θα έπρεπε να πυροβολήσει ή να μαχαιρώσει κανέναν.
Από μακριά φάνηκε το αυτοκίνητο που του είχε περιγράψει η Τ4Ε και ο Νηλ χαμογέλασε.
‘’Άντε να τελειώνουμε’’, είπε στον εαυτό του και προχώρησε στο αμάξι που τώρα είχε σταματήσει μπροστά από το φανάρι.
Πλησίασε το παράθυρο και κοίταξε την κοπέλα που καθόταν στην θέση του συνοδηγού.
‘’Σίγουρα αυτή είναι’’, σκέφτηκε ο Νηλ και χτύπησε ελαφρά το τζάμι της.
Η κοπέλα τον κοίταξε ξαφνιασμένη και έπειτα κατέβασε το τζάμι.
‘’Μηλ..’’, πήγε να πει ο Νηλ αλλά εκείνη την στιγμή δεκάδες άνθρωποι στριμώχτηκαν γύρω από το αμάξι, άλλοι πλένοντας τα τζάμια του και άλλοι προσπαθώντας να πουλήσουν την πραμάτεια τους στον οδηγό και την φίλη του.
‘’Μηλαράκι;’’, ρώτησε ο Νηλ ενώ παράλληλα έσπρωχνε τον διπλανό του που κρατούσε κάτι μπανάνες και προσπαθούσε να τις πουλήσει στην κοπέλα.
‘’Μπανανίτσα; Ευρώ;’’, ρώτησε ο τύπος με τις μπανάνες και έσπρωξε τον Νηλ για να τον βγάλει από το οπτικό πεδίο της πελάτισσας του.
Ο Νηλ εκνευρισμένος τον έσπρωξε και εκείνος και δεν χρειάστηκε πολύ για να αρχίσουν να τσακώνονται, σπρώχνοντας ο ένας τον άλλον. Η Τ4Ε που παρακολουθούσε την σκηνή από μακριά έπιασε απελπισμένη το κεφάλι της.
‘’Α ΟΧΙ!’’, φώναξε η Τ4Ε όταν είδε ότι ο τύπος με τις μπανάνες με ένα δυνατό σπρώξιμο είχε ρίξει τον Νηλ κάτω και πως όλα τα μήλα είχαν σκορπίσει στον δρόμο.
Ο Νηλ πεσμένος ακόμα στον δρόμο προσπάθησε να μαζέψει τα μήλα, αλλά μάταια. Οι άνθρωποι που έπλεναν τα τζάμια στα γύρω αυτοκίνητα τα είχαν αρπάξει πριν εκείνος προλάβει να πει ‘’μήλο’’ και είχαν εξαφανιστεί στους γύρω δρόμους.
‘’’ΗΛΙΘΙΕ!’’, του φώναξε η Τ4Ε καθώς έβλεπε το αυτοκίνητο με την nuitetoile να φεύγει καθώς άναβε το φανάρι.
Ο Νηλ την κοίταξε έντρομος και έτοιμος να βάλει τα κλάματα.
‘’Ελπίζω η Adi να τα πήγε καλύτερα’’, σκέφτηκε απελπισμένη η Τ4Ε και άρπαξε το χέρι του Νηλ για να γυρίσουν πίσω στο υπόγειο.
Την ίδια ώρα η Adi και ο Άλμπερτ ανέβαιναν τα σκαλιά ενός κάστρου.
‘’Αφού πήγε ο Νηλ, εμένα γιατί με ανακατεύετε;’’, ρώτησε ο Άλμπερτ. ‘’Ξέρεις πόσο καθάρισμα έχω να κάνω;’’
Η Adi τον αγριοκοίταξε.
‘’Δεν σας έχουμε καμιά εμπιστοσύνη. Οπότε αποφασίσαμε να δοκιμάσουμε και οι δυο μας για να είμαστε σίγουρες.’’, του απάντησε η Adi και χτύπησε την μεγάλη πόρτα στην οποία οδηγούσαν τα σκαλιά που τόση ώρα ανέβαιναν.
Η πόρτα άνοιξε και οι δυο τους πέρασαν μέσα.
Η Adi κοίταξε το ρολόι της και κατευθύνθηκε στην κουζίνα, με τον Άλμπερτ να την ακολουθεί και να κοιτάει εντυπωσιασμένος το πόσο καθαρό ήταν το κάστρο.
Η Adi μπήκε μέσα στην κουζίνα όπου μια κοπέλα έπλενε τα πιάτα.
‘’Καλημέρα Σταχτοπούτα’’, είπε.
‘’Καλημέρα Adi’’, απάντησε η Σταχτοπούτα γυρνώντας το κεφάλι της και κάνοντας ένα νεύμα.
Ο Άλμπερτ πλησίασε τον νεροχύτη που η Σταχτοπούτα έπλενε τα πιάτα και πήρε στα χέρια του το μπουκάλι με το υγρό σαπούνι.
‘’Πρέπει να είναι πολύ καλό!’’, της είπε ενθουσιασμένος. ‘’Κάνει τα πιάτα πολύ καθαρά!’’, πρόσθεσε καθώς κοιτούσε τα πιάτα που έπλενε η Σταχτοπούτα και που έλαμπαν.
‘’Α ναι!’’, του απάντησε εκείνη. ‘’Είναι δικιά μου ανακάλυψη. Μπορώ να σου πω πως γίνεται αν θέλεις’’
‘’Ε..Σταχτοπούτα..’’, είπε η Adi καθώς ήθελε να τελειώνουν από εκεί. ‘’Έχουμε έρθει για μια δουλειά’’
‘’Μισό να τελειώσω με τα πιάτα’’, απάντησε η Σταχτοπούτα και γύρισε ξανά προς το μέρος του Άλμπερτ. ‘’Απλά βάζεις λίγη στάχτη μέσα στο σαπούνι και τα ανακατεύεις καλά’’, του είπε.
‘’Μάλιστα!’’, είπε ο Άλμπερτ ενθουσιασμένος και σημείωσε την συνταγή στο κεφάλι του.
‘’Ορίστε τελείωσα!’’, είπε η Σταχτοπούτα και σκούπισε τα χέρια της στη ποδιά της. ‘’Για γοβάκι ήρθατε να υποθέσω;’’
Η Adi της έγνεψε καταφατικά.
‘’Από εδώ’’, είπε η Σταχτοπούτα και βγήκε από την κουζίνα με τον Άλμπερτ και την Adi να την ακολουθούν.
‘’Το παρκέ πως το κάνεις;’’, ρώτησε ο Άλμπερτ καθώς περνούσαν μέσα από διάφορα δωμάτια.
Η Adi τον αγριοκοίταξε ενώ η Σταχτοπούτα άρχισε να του δίνε οδηγίες για πως θα έκανε τα πατώματα να λάμπουν.
Τελικά η Σταχτοπούτα έφτασε σε ένα μεγάλο δωμάτιο και άνοιξε την πόρτα. Μπήκαν μέσα και ο Άλμπερτ είδε πως το δωμάτιο είχε μόνο παπούτσια. Γοβάκια, μπότες, παντόφλες, αθλητικά, ότι παπούτσι μπορούσε να φανταστεί κανείς βρισκόταν εκεί μέσα.
‘’Μα πως τα διατηρείς τόσο τακτοποιημένα;’’, ρώτησε την Σταχτοπούτα.
‘’Δεν έχουμε χρόνο για αυτά!’’, έκοψε την Σταχτοπούτα η Adi πριν εκείνη προλάβει να απαντήσει. ‘’Λοιπόν ψάχνουμε για ένα ζευγάρι παπούτσια που θα αρέσουν σε μια εικοσιοχτάχρονη κοπέλα’’, πρόσθεσε.
‘’Τι λες για αυτά;’’, ρώτησε η Σταχτοπούτα δείχνοντας της ένα ζευγάρι πανέμορφες γόβες.
‘’Ναι ωραία είναι αλλά η συγκεκριμένη δεν φοράει τακούνια. Θέλουμε κάτι πιο συνηθισμένο’’, απάντησε η Adi και η Σταχτοπούτα έκανε έναν μορφασμό αποκαλύπτοντας έτσι την γνώμη της για τις κοπέλες που δεν φοράνε γόβες.
‘’Τι λες για αυτά;’’, ρώτησε ύστερα από λίγο και κρατώντας στα χέρια της ένα ζευγάρι μπαλαρίνες.
‘’Ναι αυτά θα μπορούσε να τα βάλει αλλά δεν πρόκειται να τα αγοράσει τώρα, είναι χειμώνας’’, είπε η Adi.
‘’Νομίζω έχω αυτό που χρειάζεσαι!’’, είπε η Σταχτοπούτα και τράβηξε ένα ζευγάρι αθλητικά παπούτσια.
‘’Ναι αυτά είναι τέλεια!’’, είπε ενθουσιασμένη η Adi. ‘’Τα έχεις σε 38;’’
‘’Μισό να δω..’’, είπε η Σταχτοπούτα. ‘’Ναι τελευταίο ζευγάρι’’, είπε ύστερα από λίγο χαμογελώντας.
‘’Ωραία, τώρα Άλμπερτ άκου.’’, είπε η Adi, ‘’θα πρέπει η nuitetoile να φορέσει αυτά τα παπούτσια. Μόλις τα φορέσει, αυτά θα κολλήσουν στα πόδια της και εκείνη θα αρχίσει να τρέχει και δεν θα μπορεί να σταματήσει. Έτσι θα πεθάνει από εξάντληση και θα είμαστε όλοι χαρούμενοι! ‘’
‘’Αυτό δεν είναι από άλλο παραμύθι;’’, ρώτησε ο Άλμπερτ σκεφτικός.
‘’Δεν μας νοιάζει από ποιο παραμύθι είναι! Μας νοιάζει να τα φορέσει!’’, είπε η Adi ελαφρώς εκνευρισμένη. ‘’Καμιά άλλη απορία;’’
‘’Ναι…’’, είπε ο Άλμπερτ. ‘’Τα τζάμια με τι τα κάνεις;’’, ρώτησε και στράφηκε προς την Σταχτοπούτα.
‘’ΦΥΓΑΜΕ!’’, είπε η Adi και τον πλησίασε.
‘’Μια στιγμή! Δεν με πλήρωσες!’’, είπε η Σταχτοπούτα.
‘’Αχ ναι συγγνώμη, ξεχάστηκα.’’, είπε η Adi. ‘’Πόσο έχουν;’’
‘’367 ευρώ’’, είπε η Σταχτοπούτα.
‘’ΤΙ ΠΡΑΓΜΑ;’’, είπε η Adi μη μπορώντας να πιστέψει αυτό που είχε ακούσει.
‘’Ναι είναι καλό κομμάτι και είναι και μωβ’’, απάντησε η Σταχτοπούτα, ενώ η Adi έβγαζε τα λεφτά από το πορτοφόλι της αναμασώντας διάφορες κατάρες.
‘’Τις κουρτίνες με τι τις πλένεις;’’, ακούστηκε η φωνή του Άλμπερτ που τώρα είχε πλησιάσει το παράθυρο και μύριζε τις κουρτίνες.
Η Adi , ένιωσε να βγαίνουν καπνοί από το κεφάλι της. Με βιαστικά βήματα πλησίασε τον Άλμπερτ και τον έπιασε από το μπράτσο.
‘’Γεια σου Σταχτοπούτα!’’, είπε και με ένα κρακ εξαφανίστηκαν.
Λίγο αργότερα στεκόντουσαν στην Ερμού μπροστά από ένα μαγαζί με παπούτσια.
‘’Η nuitetoile θα περάσει από εδώ σε λίγο. Ψάχνει για να αγοράσει παπούτσια. Σίγουρα θα μπει σε αυτό το μαγαζί γιατί ψωνίζει συχνά από εδώ’’, εξήγησε η Adi στον Άλμπερτ. ‘’Εσύ πρέπει να της πουλήσεις αυτό το ζευγάρι που μόλις πήραμε.’’
‘’Μα εγώ δεν δουλεύω εδώ’’, της είπε ο Άλμπερτ.
‘’Δουλεύεις’’, απάντησε η Adi. ‘’Έχω κάνει μάγια στον μαγαζάτορα και πιστεύει ότι είσαι υπάλληλος του χρόνια τώρα. Άντε τώρα πήγαινε.’’
Ο Άλμπερτ μπήκε μέσα στο μαγαζί και η Adi έκατσε απέναντι σε ένα παγκάκι για να παρακολουθεί. Δεν πέρασε πολύ ώρα και είδε από μακριά το υποψήφιο θύμα της να πηγαίνει προς το μαγαζί.
Η nuitetoile μπήκε μέσα στο μαγαζί και ο Άλμπερτ βλέποντας τα νοήματα που του έκανε η Adi, την πλησίασε.
‘’Μπορώ να σας βοηθήσω;’’, ρώτησε ο Άλμπερτ την nuitetoile.
‘’Ναι’’, του απάντησε εκείνη. ‘’Ψάχνω για ένα ζευγάρι καλές γόβες’’
‘’Γόβες;’’, ρώτησε ο Άλμπερτ και ένιωσε κρύο ιδρώτα να κυλάει στο μέτωπο του. ‘’Γιατί γόβες; Δεν θέλετε ένα ζευγάρι καλά αθλητικά; Ταιριάζουν πιο πολύ με το στιλ σας.’’
‘’Ναι συμφωνώ’’, απάντησε η κοπέλα. ‘’Αλλά έχω να πάω σε έναν γάμο..Να αυτές μου αρέσουν!’’, πρόσθεσε και του έδειξε ένα ζευγάρι.
‘’Να σας τις δώσω να τις δοκιμάσετε αλλά θα μου κάνετε την χάρη να δοκιμάσετε και ένα ζευγάρι αθλητικά που έχουμε φέρει μετά; Είναι φοβερά παπούτσια! Μόνο ένα ζευγάρι μας έχει μείνει και μόλις σας είδα είπα ότι αυτό το τελευταίο ζευγάρι είναι ότι πρέπει για εσάς!’’, είπε ο Άλμπερτ.
‘’Καλά’’, είπε η nuitetoile αδιάφορα.
‘’Ωραία πάω να φέρω τις γόβες. 38 ε;’’, ρώτησε ο Άλμπερτ.
‘’Ναι που το ξέρετε;’’, ρώτησε η κοπέλα ξαφνιασμένη.
Ο Άλμπερτ ξεροκατάπιε.
‘’Ε…τόσα χρόνια στην δουλειά..πλέον βλέπω πόδι και ξέρω τι μέγεθος είναι’’, ψέλλισε.
‘’Α καλά..’’, είπε η nuitetoile και έκατσε σε ένα σκαμπό.
Ο Άλμπερτ εξαφανίστηκε στην αποθήκη και γύρισε με δυο κουτιά. Άνοιξε το ένα με τις γόβες και έπειτα άνοιξε και το άλλο στο οποίο βρισκόντουσαν τα αθλητικά.
‘’Μα δείτε δεν είναι τέλεια;’’, ρώτησε την κοπέλα κρατώντας το ένα αθλητικό παπούτσι στο χέρι του.
‘’Ναι όμορφα είναι. Θα τα δοκιμάσω μετά’’, είπε η nuitetoile.
Ο Άλμπερτ άφησε το παπούτσι μέσα στο ανοιχτό κουτί και βοήθησε την κοπέλα να βάλει τις γόβες. Μόλις εκείνη τις φόρεσε, πήγε παραπατώντας και σπρώχνοντας τον κόσμο που ξαφνικά είχε γεμίσει το μαγαζί μέχρι τον καθρέφτη.
‘’Κάτι δεν μου αρέσει’’, είπε κοιτάζοντας τα πόδια της. ‘’Εσείς τι λέτε;’’, γύρισε στον Άλμπερτ ο οποίος την είχε ακολουθήσει μέχρι τον καθρέφτη.
‘’Νομίζω ότι τα αθλητικά θα σας πηγαίνουν καλύτερα.’’, είπε ο Άλμπερτ.
‘’Μα δεν μπορώ να πάω με αθλητικά στον γάμο’’, είπε η nuitetoile. ‘’Θέλω να δω άλλες γόβες’’, πρόσθεσε.
‘’Να μην δούμε εκείνα τα αθλητικά…;’’, ρώτησε ο Άλμπερτ.
‘’Θα τα δούμε μόλις βρω γόβες’’, του είπε η κοπέλα.
Μια ώρα αργότερα και αφού είχε δοκιμάσει τριάντα διαφορετικά ζευγάρια, η nuitetoile στεκόταν ικανοποιημένη μπροστά από τον καθρέφτη.
‘’Είναι αυτό που έψαχνα ακριβώς!’’, είπε στον Άλμπερτ και του χαμογέλασε. ‘’Να δούμε και εκείνα τα αθλητικά;’’
‘’Επιτέλους!’’, είπε ο Άλμπερτ και επέστρεψαν εκεί που καθόταν η κοπέλα για να δοκιμάσει τα παπούτσια.
Ο Άλμπερτ κοίταξε γύρω του το χάος που είχαν δημιουργήσει τα κουτιά και τα παπούτσια που είχε δοκιμάσει η nuitetoile και τότε παρατήρησε πως τα αθλητικά δεν φαινόντουσαν πουθενά. Απελπισμένος έπεσε στο πάτωμα και άρχισε να ψάχνει τα κουτιά πετώντας διάφορα παπούτσια δεξιά κα αριστερά. Τα αθλητικά είχαν γίνει άφαντα. Τότε μια τρομερή υποψία του πέρασε από το μυαλό και έτρεξε στον ιδιοκτήτη του καταστήματος.
‘’Μήπως πούλησες ένα ζευγάρι μωβ αθλητικά παπούτσια;’’, τον ρώτησε έντρομος.
‘’Ναι πριν από λίγο σε μια κοπέλα’’, του είπε εκείνος και έφυγε για να εξυπηρετήσει έναν πελάτη που μόλις είχε μπει μέσα στο μαγαζί.
Ο Άλμπερτ έπιασε το κεφάλι του απελπισμένος.
‘’Δεν πειράζει, άλλη φορά’’, του είπε η nuitetoile και αφού πλήρωσε έφυγε.
Η Adi την είδε να φεύγει και πλησίασε τον Άλμπερτ που έβγαινε από το μαγαζί απογοητευμένος.
‘’Τι έγινε;’’, τον ρώτησε προβληματισμένη από την έκφραση του.
Εκείνη την ώρα μια κοπέλα με μωβ αθλητικά παπούτσια πέρασε από μπροστά τους τρέχοντας και με μια απελπισμένη έκφραση στο πρόσωπο της.
‘’Αυτό έγινε’’, της είπε ο Άλμπερτ και της έδειξε την κοπέλα η οποία έτρεχε ασταμάτητα.
‘’Πάμε πίσω’’, είπε η Adi και τον έπιασε από το μπράτσο.
Ένα κρακ ακούστηκε και η Adi με τον Άλμπερτ εξαφανίστηκαν.
ΤΕΛΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟΥ ΜΕΡΟΥΣ
‘’Που πάμε;’’, ρώτησε ο άντρας και στην φωνή του ήταν εμφανής ο φόβος του.
‘’Πάμε να δούμε κάποιον που θα σε βοηθήσει’’, απάντησε η Τ4Ε. ‘’Α να φτάσαμε!’’
Η Τ4Ε άνοιξε την μικρή πόρτα ενός σπιτιού και μπήκε μέσα στον κήπο. Ο Νηλ στάθηκε δισταχτικός απέξω και έπειτα από ένα άγριο βλέμμα που του έριξε η Τ4Ε την ακολούθησε.
Η κοπέλα χτύπησε την πόρτα και φασαρία ακούστηκε από μέσα. Ύστερα από ένα λεπτό ένας μικροσκοπικός νάνος την άνοιξε.
‘’Α γεια σου Τ4Ε!’’, είπε ο νάνος χαμογελώντας.
‘’Γεια σου!’’, απάντησε η κοπέλα και μπήκε μέσα στο σπίτι. ‘’Που είναι οι άλλοι;’’, τον ρώτησε αφού έριξε μια ματιά τριγύρω της.
‘’Στα ορυχεία’’, της απάντησε ο νάνος.
‘’Κρίμα, αλλά έτσι και αλλιώς για την Χιονάτη ήρθαμε’’, είπε η Τ4Ε.
‘’Ναι, το κατάλαβα. Είναι πίσω στον κήπο.’’, της απάντησε ο νάνος ενώ κοιτούσε εξεταστικά τον Νηλ.
‘’Ωραία!’’, είπε η Τ4Ε και κατευθύνθηκε προς τον κήπο.
Ο Νηλ την ακολούθησε αμέσως αυτή την φορά ενοχλημένος από την εξονυχιστική ματιά του νάνου.
‘’Γεια σου Χιονάτη!’’, είπε η Τ4Ε μόλις βγήκαν στον κήπο και αντίκρισε μια κοπέλα η οποία καθόταν σε ένα τραπέζι και καθάριζε μήλα.
‘’Γεια σου Τ4Ε!’’, απάντησε η Χιονάτη χαρούμενη μόλις την είδε.
‘’Ήρθα για μερικά από αυτά’’, είπε η Τ4Ε και πήρε ένα από τα μήλα στα χέρια της.
‘’Ότι θέλεις’’, είπε η Χιονάτη και άρχισε να βάζει μήλα μέσα σε ένα καλάθι. ‘’Φτάνουν τόσα;’’
‘’Ναι εντάξει είναι’’, απάντησε η Τ4Ε κοιτάζοντας το γεμάτο καλάθι.
‘’53,25’’, είπε η Χιονάτη αφού τα ζύγιζε.
‘’53,25!’’, ρώτησε σκανδαλισμένη η Τ4Ε. ‘’Πολύ δεν ακριβύνανε;’’
‘’Μα σου δίνω πρώτο πράγμα Τ4Ε!’’, είπε η Χιονάτη. ‘’Κατακόκκινα, λαχταριστά, γεμάτα δηλητήριο! Δεν θα βρεις τέτοια μήλα πουθενά!’’
‘’Ναι αλλά και πάλι.. 50 ευρώ για 10 μήλα;’’, ρώτησε η Τ4Ε σκεφτική.
‘’Ε ναι ξέρεις..οικονομική κρίση.. και αυτός ο πρίγκιπας πολύ αργεί βρε παιδί μου..’’, δικαιολογήθηκε η Χιονάτη και τα μάγουλα της έγιναν κατακόκκινα.
Η Τ4Ε πλήρωσε και έπειτα στράφηκε στον Νηλ ο οποίος κοιτούσε τριγύρω του προσπαθώντας να βρει έναν τρόπο για να το σκάσει.
‘’Νηλ έλα εδώ!’’, του είπε και εκείνος πήγε κοντά της.
Η Τ4Ε του άρπαξε το χέρι.
‘’Γεια σου Χιονάτη!’’, είπε η Τ4Ε και με έναν κρότο εκείνη και ο Νηλ εξαφανίστηκαν.
‘’Μα που είμαστε;’’, ρώτησε ο Νηλ ξαφνιασμένος μόλις η Τ4Ε του άφησε το χέρι.
‘’Στον κόσμο της nuitetoile’’, του απάντησε η Τ4Ε.
Ο Νηλ κοίταξε γύρω του. Δεν του άρεσε αυτό το μέρος. Ήταν γεμάτο αυτοκίνητα που έτρεχαν σαν τρελά, νέφος, σκόνη και ανθρώπους που περπατούσαν σαν καλοκουρδισμένα ρομποτάκια.
‘’Φόρα αυτά’’, του είπε η Τ4Ε και του έδωσε κάτι περίεργα ρούχα.
Ο Νηλ πήρε τα ρούχα στα χέρια του και άνοιξε το στόμα του να διαμαρτυρηθεί, αλλά το κοφτερό βλέμμα της Τ4Ε τον έκανε να το κλείσει χωρίς να βγάλει άχνα.
Λίγο αργότερα ο Νηλ ντυμένος με βρώμικα παράταιρα ρούχα και με το καλάθι με τα μήλα στα χέρια του, καθόταν στα φανάρια και περίμενε το αυτοκίνητο που του είχε περιγράψει η Τ4Ε. Η κοπέλα του είχε πει πως η nuitetoile σίγουρα θα περνούσε από εκείνο το σημείο σε λίγη ώρα, μαζί με τον φίλο της. Το μόνο που θα έπρεπε να κάνει εκείνος ήταν μόλις το αμάξι σταματούσε στο φανάρι, να το πλησιάσει και να πουλήσει ένα μήλο στην nuitetoile.
‘’Εντάξει πόσο δύσκολο μπορεί να είναι;’’, ρώτησε ο Νηλ τον εαυτό του ανακουφισμένος που δεν θα έπρεπε να πυροβολήσει ή να μαχαιρώσει κανέναν.
Από μακριά φάνηκε το αυτοκίνητο που του είχε περιγράψει η Τ4Ε και ο Νηλ χαμογέλασε.
‘’Άντε να τελειώνουμε’’, είπε στον εαυτό του και προχώρησε στο αμάξι που τώρα είχε σταματήσει μπροστά από το φανάρι.
Πλησίασε το παράθυρο και κοίταξε την κοπέλα που καθόταν στην θέση του συνοδηγού.
‘’Σίγουρα αυτή είναι’’, σκέφτηκε ο Νηλ και χτύπησε ελαφρά το τζάμι της.
Η κοπέλα τον κοίταξε ξαφνιασμένη και έπειτα κατέβασε το τζάμι.
‘’Μηλ..’’, πήγε να πει ο Νηλ αλλά εκείνη την στιγμή δεκάδες άνθρωποι στριμώχτηκαν γύρω από το αμάξι, άλλοι πλένοντας τα τζάμια του και άλλοι προσπαθώντας να πουλήσουν την πραμάτεια τους στον οδηγό και την φίλη του.
‘’Μηλαράκι;’’, ρώτησε ο Νηλ ενώ παράλληλα έσπρωχνε τον διπλανό του που κρατούσε κάτι μπανάνες και προσπαθούσε να τις πουλήσει στην κοπέλα.
‘’Μπανανίτσα; Ευρώ;’’, ρώτησε ο τύπος με τις μπανάνες και έσπρωξε τον Νηλ για να τον βγάλει από το οπτικό πεδίο της πελάτισσας του.
Ο Νηλ εκνευρισμένος τον έσπρωξε και εκείνος και δεν χρειάστηκε πολύ για να αρχίσουν να τσακώνονται, σπρώχνοντας ο ένας τον άλλον. Η Τ4Ε που παρακολουθούσε την σκηνή από μακριά έπιασε απελπισμένη το κεφάλι της.
‘’Α ΟΧΙ!’’, φώναξε η Τ4Ε όταν είδε ότι ο τύπος με τις μπανάνες με ένα δυνατό σπρώξιμο είχε ρίξει τον Νηλ κάτω και πως όλα τα μήλα είχαν σκορπίσει στον δρόμο.
Ο Νηλ πεσμένος ακόμα στον δρόμο προσπάθησε να μαζέψει τα μήλα, αλλά μάταια. Οι άνθρωποι που έπλεναν τα τζάμια στα γύρω αυτοκίνητα τα είχαν αρπάξει πριν εκείνος προλάβει να πει ‘’μήλο’’ και είχαν εξαφανιστεί στους γύρω δρόμους.
‘’’ΗΛΙΘΙΕ!’’, του φώναξε η Τ4Ε καθώς έβλεπε το αυτοκίνητο με την nuitetoile να φεύγει καθώς άναβε το φανάρι.
Ο Νηλ την κοίταξε έντρομος και έτοιμος να βάλει τα κλάματα.
‘’Ελπίζω η Adi να τα πήγε καλύτερα’’, σκέφτηκε απελπισμένη η Τ4Ε και άρπαξε το χέρι του Νηλ για να γυρίσουν πίσω στο υπόγειο.
Την ίδια ώρα η Adi και ο Άλμπερτ ανέβαιναν τα σκαλιά ενός κάστρου.
‘’Αφού πήγε ο Νηλ, εμένα γιατί με ανακατεύετε;’’, ρώτησε ο Άλμπερτ. ‘’Ξέρεις πόσο καθάρισμα έχω να κάνω;’’
Η Adi τον αγριοκοίταξε.
‘’Δεν σας έχουμε καμιά εμπιστοσύνη. Οπότε αποφασίσαμε να δοκιμάσουμε και οι δυο μας για να είμαστε σίγουρες.’’, του απάντησε η Adi και χτύπησε την μεγάλη πόρτα στην οποία οδηγούσαν τα σκαλιά που τόση ώρα ανέβαιναν.
Η πόρτα άνοιξε και οι δυο τους πέρασαν μέσα.
Η Adi κοίταξε το ρολόι της και κατευθύνθηκε στην κουζίνα, με τον Άλμπερτ να την ακολουθεί και να κοιτάει εντυπωσιασμένος το πόσο καθαρό ήταν το κάστρο.
Η Adi μπήκε μέσα στην κουζίνα όπου μια κοπέλα έπλενε τα πιάτα.
‘’Καλημέρα Σταχτοπούτα’’, είπε.
‘’Καλημέρα Adi’’, απάντησε η Σταχτοπούτα γυρνώντας το κεφάλι της και κάνοντας ένα νεύμα.
Ο Άλμπερτ πλησίασε τον νεροχύτη που η Σταχτοπούτα έπλενε τα πιάτα και πήρε στα χέρια του το μπουκάλι με το υγρό σαπούνι.
‘’Πρέπει να είναι πολύ καλό!’’, της είπε ενθουσιασμένος. ‘’Κάνει τα πιάτα πολύ καθαρά!’’, πρόσθεσε καθώς κοιτούσε τα πιάτα που έπλενε η Σταχτοπούτα και που έλαμπαν.
‘’Α ναι!’’, του απάντησε εκείνη. ‘’Είναι δικιά μου ανακάλυψη. Μπορώ να σου πω πως γίνεται αν θέλεις’’
‘’Ε..Σταχτοπούτα..’’, είπε η Adi καθώς ήθελε να τελειώνουν από εκεί. ‘’Έχουμε έρθει για μια δουλειά’’
‘’Μισό να τελειώσω με τα πιάτα’’, απάντησε η Σταχτοπούτα και γύρισε ξανά προς το μέρος του Άλμπερτ. ‘’Απλά βάζεις λίγη στάχτη μέσα στο σαπούνι και τα ανακατεύεις καλά’’, του είπε.
‘’Μάλιστα!’’, είπε ο Άλμπερτ ενθουσιασμένος και σημείωσε την συνταγή στο κεφάλι του.
‘’Ορίστε τελείωσα!’’, είπε η Σταχτοπούτα και σκούπισε τα χέρια της στη ποδιά της. ‘’Για γοβάκι ήρθατε να υποθέσω;’’
Η Adi της έγνεψε καταφατικά.
‘’Από εδώ’’, είπε η Σταχτοπούτα και βγήκε από την κουζίνα με τον Άλμπερτ και την Adi να την ακολουθούν.
‘’Το παρκέ πως το κάνεις;’’, ρώτησε ο Άλμπερτ καθώς περνούσαν μέσα από διάφορα δωμάτια.
Η Adi τον αγριοκοίταξε ενώ η Σταχτοπούτα άρχισε να του δίνε οδηγίες για πως θα έκανε τα πατώματα να λάμπουν.
Τελικά η Σταχτοπούτα έφτασε σε ένα μεγάλο δωμάτιο και άνοιξε την πόρτα. Μπήκαν μέσα και ο Άλμπερτ είδε πως το δωμάτιο είχε μόνο παπούτσια. Γοβάκια, μπότες, παντόφλες, αθλητικά, ότι παπούτσι μπορούσε να φανταστεί κανείς βρισκόταν εκεί μέσα.
‘’Μα πως τα διατηρείς τόσο τακτοποιημένα;’’, ρώτησε την Σταχτοπούτα.
‘’Δεν έχουμε χρόνο για αυτά!’’, έκοψε την Σταχτοπούτα η Adi πριν εκείνη προλάβει να απαντήσει. ‘’Λοιπόν ψάχνουμε για ένα ζευγάρι παπούτσια που θα αρέσουν σε μια εικοσιοχτάχρονη κοπέλα’’, πρόσθεσε.
‘’Τι λες για αυτά;’’, ρώτησε η Σταχτοπούτα δείχνοντας της ένα ζευγάρι πανέμορφες γόβες.
‘’Ναι ωραία είναι αλλά η συγκεκριμένη δεν φοράει τακούνια. Θέλουμε κάτι πιο συνηθισμένο’’, απάντησε η Adi και η Σταχτοπούτα έκανε έναν μορφασμό αποκαλύπτοντας έτσι την γνώμη της για τις κοπέλες που δεν φοράνε γόβες.
‘’Τι λες για αυτά;’’, ρώτησε ύστερα από λίγο και κρατώντας στα χέρια της ένα ζευγάρι μπαλαρίνες.
‘’Ναι αυτά θα μπορούσε να τα βάλει αλλά δεν πρόκειται να τα αγοράσει τώρα, είναι χειμώνας’’, είπε η Adi.
‘’Νομίζω έχω αυτό που χρειάζεσαι!’’, είπε η Σταχτοπούτα και τράβηξε ένα ζευγάρι αθλητικά παπούτσια.
‘’Ναι αυτά είναι τέλεια!’’, είπε ενθουσιασμένη η Adi. ‘’Τα έχεις σε 38;’’
‘’Μισό να δω..’’, είπε η Σταχτοπούτα. ‘’Ναι τελευταίο ζευγάρι’’, είπε ύστερα από λίγο χαμογελώντας.
‘’Ωραία, τώρα Άλμπερτ άκου.’’, είπε η Adi, ‘’θα πρέπει η nuitetoile να φορέσει αυτά τα παπούτσια. Μόλις τα φορέσει, αυτά θα κολλήσουν στα πόδια της και εκείνη θα αρχίσει να τρέχει και δεν θα μπορεί να σταματήσει. Έτσι θα πεθάνει από εξάντληση και θα είμαστε όλοι χαρούμενοι! ‘’
‘’Αυτό δεν είναι από άλλο παραμύθι;’’, ρώτησε ο Άλμπερτ σκεφτικός.
‘’Δεν μας νοιάζει από ποιο παραμύθι είναι! Μας νοιάζει να τα φορέσει!’’, είπε η Adi ελαφρώς εκνευρισμένη. ‘’Καμιά άλλη απορία;’’
‘’Ναι…’’, είπε ο Άλμπερτ. ‘’Τα τζάμια με τι τα κάνεις;’’, ρώτησε και στράφηκε προς την Σταχτοπούτα.
‘’ΦΥΓΑΜΕ!’’, είπε η Adi και τον πλησίασε.
‘’Μια στιγμή! Δεν με πλήρωσες!’’, είπε η Σταχτοπούτα.
‘’Αχ ναι συγγνώμη, ξεχάστηκα.’’, είπε η Adi. ‘’Πόσο έχουν;’’
‘’367 ευρώ’’, είπε η Σταχτοπούτα.
‘’ΤΙ ΠΡΑΓΜΑ;’’, είπε η Adi μη μπορώντας να πιστέψει αυτό που είχε ακούσει.
‘’Ναι είναι καλό κομμάτι και είναι και μωβ’’, απάντησε η Σταχτοπούτα, ενώ η Adi έβγαζε τα λεφτά από το πορτοφόλι της αναμασώντας διάφορες κατάρες.
‘’Τις κουρτίνες με τι τις πλένεις;’’, ακούστηκε η φωνή του Άλμπερτ που τώρα είχε πλησιάσει το παράθυρο και μύριζε τις κουρτίνες.
Η Adi , ένιωσε να βγαίνουν καπνοί από το κεφάλι της. Με βιαστικά βήματα πλησίασε τον Άλμπερτ και τον έπιασε από το μπράτσο.
‘’Γεια σου Σταχτοπούτα!’’, είπε και με ένα κρακ εξαφανίστηκαν.
Λίγο αργότερα στεκόντουσαν στην Ερμού μπροστά από ένα μαγαζί με παπούτσια.
‘’Η nuitetoile θα περάσει από εδώ σε λίγο. Ψάχνει για να αγοράσει παπούτσια. Σίγουρα θα μπει σε αυτό το μαγαζί γιατί ψωνίζει συχνά από εδώ’’, εξήγησε η Adi στον Άλμπερτ. ‘’Εσύ πρέπει να της πουλήσεις αυτό το ζευγάρι που μόλις πήραμε.’’
‘’Μα εγώ δεν δουλεύω εδώ’’, της είπε ο Άλμπερτ.
‘’Δουλεύεις’’, απάντησε η Adi. ‘’Έχω κάνει μάγια στον μαγαζάτορα και πιστεύει ότι είσαι υπάλληλος του χρόνια τώρα. Άντε τώρα πήγαινε.’’
Ο Άλμπερτ μπήκε μέσα στο μαγαζί και η Adi έκατσε απέναντι σε ένα παγκάκι για να παρακολουθεί. Δεν πέρασε πολύ ώρα και είδε από μακριά το υποψήφιο θύμα της να πηγαίνει προς το μαγαζί.
Η nuitetoile μπήκε μέσα στο μαγαζί και ο Άλμπερτ βλέποντας τα νοήματα που του έκανε η Adi, την πλησίασε.
‘’Μπορώ να σας βοηθήσω;’’, ρώτησε ο Άλμπερτ την nuitetoile.
‘’Ναι’’, του απάντησε εκείνη. ‘’Ψάχνω για ένα ζευγάρι καλές γόβες’’
‘’Γόβες;’’, ρώτησε ο Άλμπερτ και ένιωσε κρύο ιδρώτα να κυλάει στο μέτωπο του. ‘’Γιατί γόβες; Δεν θέλετε ένα ζευγάρι καλά αθλητικά; Ταιριάζουν πιο πολύ με το στιλ σας.’’
‘’Ναι συμφωνώ’’, απάντησε η κοπέλα. ‘’Αλλά έχω να πάω σε έναν γάμο..Να αυτές μου αρέσουν!’’, πρόσθεσε και του έδειξε ένα ζευγάρι.
‘’Να σας τις δώσω να τις δοκιμάσετε αλλά θα μου κάνετε την χάρη να δοκιμάσετε και ένα ζευγάρι αθλητικά που έχουμε φέρει μετά; Είναι φοβερά παπούτσια! Μόνο ένα ζευγάρι μας έχει μείνει και μόλις σας είδα είπα ότι αυτό το τελευταίο ζευγάρι είναι ότι πρέπει για εσάς!’’, είπε ο Άλμπερτ.
‘’Καλά’’, είπε η nuitetoile αδιάφορα.
‘’Ωραία πάω να φέρω τις γόβες. 38 ε;’’, ρώτησε ο Άλμπερτ.
‘’Ναι που το ξέρετε;’’, ρώτησε η κοπέλα ξαφνιασμένη.
Ο Άλμπερτ ξεροκατάπιε.
‘’Ε…τόσα χρόνια στην δουλειά..πλέον βλέπω πόδι και ξέρω τι μέγεθος είναι’’, ψέλλισε.
‘’Α καλά..’’, είπε η nuitetoile και έκατσε σε ένα σκαμπό.
Ο Άλμπερτ εξαφανίστηκε στην αποθήκη και γύρισε με δυο κουτιά. Άνοιξε το ένα με τις γόβες και έπειτα άνοιξε και το άλλο στο οποίο βρισκόντουσαν τα αθλητικά.
‘’Μα δείτε δεν είναι τέλεια;’’, ρώτησε την κοπέλα κρατώντας το ένα αθλητικό παπούτσι στο χέρι του.
‘’Ναι όμορφα είναι. Θα τα δοκιμάσω μετά’’, είπε η nuitetoile.
Ο Άλμπερτ άφησε το παπούτσι μέσα στο ανοιχτό κουτί και βοήθησε την κοπέλα να βάλει τις γόβες. Μόλις εκείνη τις φόρεσε, πήγε παραπατώντας και σπρώχνοντας τον κόσμο που ξαφνικά είχε γεμίσει το μαγαζί μέχρι τον καθρέφτη.
‘’Κάτι δεν μου αρέσει’’, είπε κοιτάζοντας τα πόδια της. ‘’Εσείς τι λέτε;’’, γύρισε στον Άλμπερτ ο οποίος την είχε ακολουθήσει μέχρι τον καθρέφτη.
‘’Νομίζω ότι τα αθλητικά θα σας πηγαίνουν καλύτερα.’’, είπε ο Άλμπερτ.
‘’Μα δεν μπορώ να πάω με αθλητικά στον γάμο’’, είπε η nuitetoile. ‘’Θέλω να δω άλλες γόβες’’, πρόσθεσε.
‘’Να μην δούμε εκείνα τα αθλητικά…;’’, ρώτησε ο Άλμπερτ.
‘’Θα τα δούμε μόλις βρω γόβες’’, του είπε η κοπέλα.
Μια ώρα αργότερα και αφού είχε δοκιμάσει τριάντα διαφορετικά ζευγάρια, η nuitetoile στεκόταν ικανοποιημένη μπροστά από τον καθρέφτη.
‘’Είναι αυτό που έψαχνα ακριβώς!’’, είπε στον Άλμπερτ και του χαμογέλασε. ‘’Να δούμε και εκείνα τα αθλητικά;’’
‘’Επιτέλους!’’, είπε ο Άλμπερτ και επέστρεψαν εκεί που καθόταν η κοπέλα για να δοκιμάσει τα παπούτσια.
Ο Άλμπερτ κοίταξε γύρω του το χάος που είχαν δημιουργήσει τα κουτιά και τα παπούτσια που είχε δοκιμάσει η nuitetoile και τότε παρατήρησε πως τα αθλητικά δεν φαινόντουσαν πουθενά. Απελπισμένος έπεσε στο πάτωμα και άρχισε να ψάχνει τα κουτιά πετώντας διάφορα παπούτσια δεξιά κα αριστερά. Τα αθλητικά είχαν γίνει άφαντα. Τότε μια τρομερή υποψία του πέρασε από το μυαλό και έτρεξε στον ιδιοκτήτη του καταστήματος.
‘’Μήπως πούλησες ένα ζευγάρι μωβ αθλητικά παπούτσια;’’, τον ρώτησε έντρομος.
‘’Ναι πριν από λίγο σε μια κοπέλα’’, του είπε εκείνος και έφυγε για να εξυπηρετήσει έναν πελάτη που μόλις είχε μπει μέσα στο μαγαζί.
Ο Άλμπερτ έπιασε το κεφάλι του απελπισμένος.
‘’Δεν πειράζει, άλλη φορά’’, του είπε η nuitetoile και αφού πλήρωσε έφυγε.
Η Adi την είδε να φεύγει και πλησίασε τον Άλμπερτ που έβγαινε από το μαγαζί απογοητευμένος.
‘’Τι έγινε;’’, τον ρώτησε προβληματισμένη από την έκφραση του.
Εκείνη την ώρα μια κοπέλα με μωβ αθλητικά παπούτσια πέρασε από μπροστά τους τρέχοντας και με μια απελπισμένη έκφραση στο πρόσωπο της.
‘’Αυτό έγινε’’, της είπε ο Άλμπερτ και της έδειξε την κοπέλα η οποία έτρεχε ασταμάτητα.
‘’Πάμε πίσω’’, είπε η Adi και τον έπιασε από το μπράτσο.
Ένα κρακ ακούστηκε και η Adi με τον Άλμπερτ εξαφανίστηκαν.
ΤΕΛΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟΥ ΜΕΡΟΥΣ
nuitetoile21- Terry Addict
- Αριθμός μηνυμάτων : 4781
Points : 12188
Ημερομηνία εγγραφής : 06/11/2010
Ηλικία : 41
Τόπος : neverland
Απ: Τα Χριστουγεννιάτικα φικ της nuitetoile21
ΜΕΡΟΣ ΤΡΙΤΟ
Η Τ4Ε ανακάτευε αφηρημένα το ποτό της. Η Adi την πλησίασε και έκατσε δίπλα της.
‘’Έλα χαμογέλα!’’, της είπε. ‘’Τέλος καλό όλα καλά!’’
‘’Αχ ναι ευτυχώς τα καταφέραμε!’’, απάντησε η Τ4Ε με ένα κουρασμένο χαμόγελο.
Από την άλλη άκρη του δωματίου ακούστηκε ένας θόρυβος και οι δυο τους γύρισαν τα κεφάλια τους προς τα εκεί. Η Κάντυ στην προσπάθεια της να πάρει ένα τυροπιτάκι είχε ρίξει τα μισά πιάτα του τραπεζιού κάτω και τώρα είχε πάρει ένα αθώο ύφος – το οποίο απευθυνόταν κυρίως στον Άλμπερτ ο οποίος κοίταζε με φρίκη το λερωμένο πάτωμα.
‘’Δεν είναι τόσο κακοί τελικά’’, είπε η Adi.
‘’Μα Σουζάνα αυτό δεν είναι γκι!’’, ακούστηκε η φωνή του Τέρρυ από την άλλη πλευρά του δωματίου και η Τ4Ε με την Adi, είδαν μια Σουζάνα σε κατάσταση λύσσας, να τραβάει τον Τέρρυ από το μανίκι και να προσπαθεί να τον φιλήσει, στριμώχνοντας τον κάτω από μια πόρτα πάνω στην οποία κρεμόντουσαν σερπαντίνες.
‘’Τι τράβηγμα και αυτό με την Σουζάνα..’’, μονολόγησε η Adi και στο μυαλό της έφερε την περιπέτεια που έζησε όταν είχε έρθει η σειρά της Σουζάνας να δοκιμάσει να σκοτώσει.
Την είχε πάει να βρουν την Ούρσουλα, την φοβερή μάγισσα χταπόδι που ζούσε στον βυθό της θάλασσας. Σκοπός τους ήταν πάρει η Σουζάνα την μορφή της nuitetoile και να της καταστρέψει την ζωή, ωθώντας την στην αυτοκτονία. Μόνο που για να γίνει αυτό, η Σουζάνα θα έπρεπε να χαρίσει την φωνή της – έστω και προσωρινά στην μάγισσα.
Η Adi λοιπόν είχε κατέβει στον βυθό μαζί με την Σουζάνα και είχαν βρει την σπηλιά της μάγισσας. Μετά την άφησε να μπει μόνη της μέσα, καθώς η μάγισσα δεχόταν μόνο ένα επισκέπτη κάθε φορά. Αλλά όλα πήγαν λάθος. Η Σουζάνα έκανε συμφωνία με την Ούρσουλα και όταν βγήκε από την σπηλιά είχε πάρει την μορφή της Κάντυ και όχι της nuitetoile. Η Adi μόλις την είδε είχε βγάλει μια κραυγή απόγνωσης και είχε αρχίσει να τραβάει τα μαλλιά της.
‘’Ε δεν είσαι σοβαρή!’’, είχε φωνάξει στην Σουζάνα. ‘’Πως θα το διορθώσω αυτό τώρα;; Πρέπει να σε πάω πίσω μέχρι να λυθούν τα μάγια!’’
Η Σουζάνα είχε χαμογελάσει ικανοποιημένη και μαζί είχαν επιστρέψει στο υπόγειο. Ο Τέρρυ είχε έρθει παραπατώντας μέχρι την Σουζάνα και την είχε αγκαλιάσει.
‘’Κάντυ!’’, της είχε πει. ‘’Πόσο χαίρομαι που γύρισες σώα!’’
Η Σουζάνα – Κάντυ τον είχε σφίξει πάνω της ενώ την ίδια ώρα η Adi συνειδητοποιούσε πως για κακή της τύχη η Τ4Ε είχε πάρει μαζί της την πραγματική Κάντυ.
Ένα μόνο πράγμα της έμενε να κάνει. Άρχισε να τραβάει την Σουζάνα –
Κάντυ για να την πάρει από την αγκαλιά του Τέρρυ, ενώ και εκείνος προσπαθούσε να την κρατήσει.
‘’Τέρρυ θα σου δώσω ένα μπουκάλι ουίσκι αν την αφήσεις’’, του είχε πει απελπισμένη κάποια στιγμή.
Ο Τέρρυ στιγμιαία σκέφτηκε την πρόταση και χαλάρωσε το χέρι του. Αυτό ήταν αρκετό. Η Adi είχε καταφέρει να αρπάξει την Σουζάνα και να την σύρει (κυριολεκτικά) στο διπλανό δωμάτιο. Εκεί την είχε κλειδώσει μέσα και είχε κάτσει έξω από την πόρτα περιμένοντας να λυθούν τα μάγια και η Σουζάνα να ξαναπάρει την κανονική μορφή της, κάτι που έγινε λίγες ώρες αργότερα.
‘’Εί! Τι σκέφτεσαι; Σου μιλάω τόση ώρα!’’, η φωνή της Τ4Ε επανέφερε την Adi στο παρών.
‘’Σκεφτόμουν αυτά που τράβηξα με την Σουζάνα’’, απάντησε κατσουφιασμένα.
‘’Α και η Κάντυ δεν ήταν καλύτερη!’’, της απάντησε η Τ4Ε. ‘’Μου έβγαλε την ψυχή! Και δεν ξέρω πως τα κατάφερε τελικά και σκότωσε τους πάντες γύρω από την nuitetoile εκτός από την ίδια!’’
‘’Γιατί ο Στηαρ;’’, απάντησε η Adi. ‘’Που τον βάλαμε να ξελασκάρει τα φρένα του αμαξιού της και αυτός μπέρδεψε τα αυτοκίνητα;’’
‘’Για να μην μιλήσω για τον Τέρρυ!’’, είπε η Τ4Ε εκνευρισμένη. ‘’Που ήταν τόσο μεθυσμένος που δεν μπορούσε να πυροβολήσει γιατί την έβλεπε διπλή!’’
‘’Αχ άστα μην τα συζητάμε..’’, είπε η Adi αναστενάζοντας.’’Περασμένα ξεχασμένα. Η κοπέλα πέθανε και όλα είναι εντάξει.’’
‘’Ναι έχεις δίκιο.’’, είπε η Τ4Ε και σήκωσε το ποτήρι της.
‘’Καλή χρονιά Adi!’’, είπε
‘’Καλή χρονιά Τ4Ε!’’, απάντησε η Adi χαμογελώντας.
‘’ΚΑΛΗ ΧΡΟΝΙΑ ΚΟΡΙΤΣΙΑ!’’, ακούστηκε από την αίθουσα και τα κορίτσια γύρισαν τα κεφάλια τους.
Ο Άλμπερτ, ο Στηαρ, ο Άντονυ, ο Άρτσι, ο Τζωρτζ, ο Νηλ, η Κάντυ, ο Τέρρυ, η Άννυ, η Ελίζα και η Σουζάνα είχαν υψωμένα τα ποτήρια τους και τους χαμογελούσαν.
ΚΑΛΗ ΧΡΟΝΙΑ Τ4Ε ΚΑΙ ADI!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!
ΤΕΛΟΣ
Η Τ4Ε ανακάτευε αφηρημένα το ποτό της. Η Adi την πλησίασε και έκατσε δίπλα της.
‘’Έλα χαμογέλα!’’, της είπε. ‘’Τέλος καλό όλα καλά!’’
‘’Αχ ναι ευτυχώς τα καταφέραμε!’’, απάντησε η Τ4Ε με ένα κουρασμένο χαμόγελο.
Από την άλλη άκρη του δωματίου ακούστηκε ένας θόρυβος και οι δυο τους γύρισαν τα κεφάλια τους προς τα εκεί. Η Κάντυ στην προσπάθεια της να πάρει ένα τυροπιτάκι είχε ρίξει τα μισά πιάτα του τραπεζιού κάτω και τώρα είχε πάρει ένα αθώο ύφος – το οποίο απευθυνόταν κυρίως στον Άλμπερτ ο οποίος κοίταζε με φρίκη το λερωμένο πάτωμα.
‘’Δεν είναι τόσο κακοί τελικά’’, είπε η Adi.
‘’Μα Σουζάνα αυτό δεν είναι γκι!’’, ακούστηκε η φωνή του Τέρρυ από την άλλη πλευρά του δωματίου και η Τ4Ε με την Adi, είδαν μια Σουζάνα σε κατάσταση λύσσας, να τραβάει τον Τέρρυ από το μανίκι και να προσπαθεί να τον φιλήσει, στριμώχνοντας τον κάτω από μια πόρτα πάνω στην οποία κρεμόντουσαν σερπαντίνες.
‘’Τι τράβηγμα και αυτό με την Σουζάνα..’’, μονολόγησε η Adi και στο μυαλό της έφερε την περιπέτεια που έζησε όταν είχε έρθει η σειρά της Σουζάνας να δοκιμάσει να σκοτώσει.
Την είχε πάει να βρουν την Ούρσουλα, την φοβερή μάγισσα χταπόδι που ζούσε στον βυθό της θάλασσας. Σκοπός τους ήταν πάρει η Σουζάνα την μορφή της nuitetoile και να της καταστρέψει την ζωή, ωθώντας την στην αυτοκτονία. Μόνο που για να γίνει αυτό, η Σουζάνα θα έπρεπε να χαρίσει την φωνή της – έστω και προσωρινά στην μάγισσα.
Η Adi λοιπόν είχε κατέβει στον βυθό μαζί με την Σουζάνα και είχαν βρει την σπηλιά της μάγισσας. Μετά την άφησε να μπει μόνη της μέσα, καθώς η μάγισσα δεχόταν μόνο ένα επισκέπτη κάθε φορά. Αλλά όλα πήγαν λάθος. Η Σουζάνα έκανε συμφωνία με την Ούρσουλα και όταν βγήκε από την σπηλιά είχε πάρει την μορφή της Κάντυ και όχι της nuitetoile. Η Adi μόλις την είδε είχε βγάλει μια κραυγή απόγνωσης και είχε αρχίσει να τραβάει τα μαλλιά της.
‘’Ε δεν είσαι σοβαρή!’’, είχε φωνάξει στην Σουζάνα. ‘’Πως θα το διορθώσω αυτό τώρα;; Πρέπει να σε πάω πίσω μέχρι να λυθούν τα μάγια!’’
Η Σουζάνα είχε χαμογελάσει ικανοποιημένη και μαζί είχαν επιστρέψει στο υπόγειο. Ο Τέρρυ είχε έρθει παραπατώντας μέχρι την Σουζάνα και την είχε αγκαλιάσει.
‘’Κάντυ!’’, της είχε πει. ‘’Πόσο χαίρομαι που γύρισες σώα!’’
Η Σουζάνα – Κάντυ τον είχε σφίξει πάνω της ενώ την ίδια ώρα η Adi συνειδητοποιούσε πως για κακή της τύχη η Τ4Ε είχε πάρει μαζί της την πραγματική Κάντυ.
Ένα μόνο πράγμα της έμενε να κάνει. Άρχισε να τραβάει την Σουζάνα –
Κάντυ για να την πάρει από την αγκαλιά του Τέρρυ, ενώ και εκείνος προσπαθούσε να την κρατήσει.
‘’Τέρρυ θα σου δώσω ένα μπουκάλι ουίσκι αν την αφήσεις’’, του είχε πει απελπισμένη κάποια στιγμή.
Ο Τέρρυ στιγμιαία σκέφτηκε την πρόταση και χαλάρωσε το χέρι του. Αυτό ήταν αρκετό. Η Adi είχε καταφέρει να αρπάξει την Σουζάνα και να την σύρει (κυριολεκτικά) στο διπλανό δωμάτιο. Εκεί την είχε κλειδώσει μέσα και είχε κάτσει έξω από την πόρτα περιμένοντας να λυθούν τα μάγια και η Σουζάνα να ξαναπάρει την κανονική μορφή της, κάτι που έγινε λίγες ώρες αργότερα.
‘’Εί! Τι σκέφτεσαι; Σου μιλάω τόση ώρα!’’, η φωνή της Τ4Ε επανέφερε την Adi στο παρών.
‘’Σκεφτόμουν αυτά που τράβηξα με την Σουζάνα’’, απάντησε κατσουφιασμένα.
‘’Α και η Κάντυ δεν ήταν καλύτερη!’’, της απάντησε η Τ4Ε. ‘’Μου έβγαλε την ψυχή! Και δεν ξέρω πως τα κατάφερε τελικά και σκότωσε τους πάντες γύρω από την nuitetoile εκτός από την ίδια!’’
‘’Γιατί ο Στηαρ;’’, απάντησε η Adi. ‘’Που τον βάλαμε να ξελασκάρει τα φρένα του αμαξιού της και αυτός μπέρδεψε τα αυτοκίνητα;’’
‘’Για να μην μιλήσω για τον Τέρρυ!’’, είπε η Τ4Ε εκνευρισμένη. ‘’Που ήταν τόσο μεθυσμένος που δεν μπορούσε να πυροβολήσει γιατί την έβλεπε διπλή!’’
‘’Αχ άστα μην τα συζητάμε..’’, είπε η Adi αναστενάζοντας.’’Περασμένα ξεχασμένα. Η κοπέλα πέθανε και όλα είναι εντάξει.’’
‘’Ναι έχεις δίκιο.’’, είπε η Τ4Ε και σήκωσε το ποτήρι της.
‘’Καλή χρονιά Adi!’’, είπε
‘’Καλή χρονιά Τ4Ε!’’, απάντησε η Adi χαμογελώντας.
‘’ΚΑΛΗ ΧΡΟΝΙΑ ΚΟΡΙΤΣΙΑ!’’, ακούστηκε από την αίθουσα και τα κορίτσια γύρισαν τα κεφάλια τους.
Ο Άλμπερτ, ο Στηαρ, ο Άντονυ, ο Άρτσι, ο Τζωρτζ, ο Νηλ, η Κάντυ, ο Τέρρυ, η Άννυ, η Ελίζα και η Σουζάνα είχαν υψωμένα τα ποτήρια τους και τους χαμογελούσαν.
ΚΑΛΗ ΧΡΟΝΙΑ Τ4Ε ΚΑΙ ADI!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!
ΤΕΛΟΣ
nuitetoile21- Terry Addict
- Αριθμός μηνυμάτων : 4781
Points : 12188
Ημερομηνία εγγραφής : 06/11/2010
Ηλικία : 41
Τόπος : neverland
Απ: Τα Χριστουγεννιάτικα φικ της nuitetoile21
ΤΟ ΦΙΚ ΤΗΣ ΕΛΕΟΝΟΡ
ΑΓΑΠΗ ΜΕΣΑ ΣΤΟΥΣ ΑΙΩΝΕΣ
Η Ελεονόρ κοιτούσε την μάχη που διεξαγόταν κάτω από το κάστρο. Οι μαύροι ιππότες που είχαν επιτεθεί στο βασίλειο είχαν πλησιάσει πολύ εκείνη την νύχτα. Είχαν καταφέρει να περάσουν τις αμυντικές γραμμές και τώρα έσπερναν θάνατο και πανικό παντού. Η Ελεονόρ βρισκόταν στην αυλή του ψηλότερου επιπέδου του κάστρου, προς το παρών προφυλαγμένη. Δίπλα της στεκόντουσαν και άλλες γυναίκες – όχι πολλές – οι υπόλοιπες ήταν κρυμμένες ή φυγαδευμένες από τα μυστικά περάσματα του κάστρου.
‘’Τι θα κάνουμε;’’, ρώτησε μια από τις γυναίκες την Ελεονόρ με σεβασμό.
‘’Πρέπει να επέμβουμε’’, είπε συγκροτημένα η Ελεονόρ.
Είχε το Χάρισμα, αλλά ποτέ ως τότε δεν το είχε χρησιμοποιήσει για να κάνει κακό. Βλέποντας όμως τους μαύρους ιππότες να σφάζουν αδιακρίτως άντρες, γυναίκες και παιδιά, ένιωθε πως δεν είχε άλλη επιλογή.
Στράφηκε προς τις γυναίκες που περίμεναν τις οδηγίες της.
‘’Έχετε όλες το Χάρισμα’’, τους είπε. ‘’Και ως τώρα αυτό που σας δόθηκε το χρησιμοποιήσατε για να κάνετε καλό. Τώρα όμως πρέπει να το χρησιμοποιήσετε – και εγώ μαζί με σας – για να σκοτώσουμε αυτούς τους ανθρώπους.’’
Μερικές από τις ιέρειες κινήθηκαν νευρικά. Αυτό που τους ζητούσε η αρχιέρεια τους ήταν εξωπραγματικό.
‘’Ξέρω ότι σας ζητάω πολλά’’, είπε η Ελεονόρ με σταθερή φωνή. ‘’Όταν δώσατε τον όρκο, ορκιστήκατε ότι δεν θα κάνατε ποτέ κακό σε άνθρωπο, ζώο ή φυτό. Τώρα όμως δεν έχουμε την πολυτέλεια να κρατηθούμε από τους όρκους μας. Η γη μας κινδυνεύει, η ελευθερία μας κινδυνεύει, οι άντρες μας πεθαίνουν εκεί κάτω, μάνες σκοτώνονται, μικρά παιδιά σφάζονται. Δεν έχουμε την πολυτέλεια της επιλογής.’’
Η Ελεονόρ σώπασε για μια στιγμή και αναρωτήθηκε πόσο τρελό ήταν αυτό που ζητούσε από τις γυναίκες που την είχαν εμπιστευτεί τόσα χρόνια ως δασκάλα τους και οδηγό τους στο Χάρισμα, να κάνουν.
‘’Έχετε το λόγο μου’’, είπε ύστερα από λίγο, ‘’πως η ευθύνη όλων των πράξεων σας σήμερα βαραίνει μόνο εμένα’’
‘’ΌΧΙ!’’, φώναξε μια από τις ιέρειες τρομοκρατημένη.
‘’Το δηλώνω στο τάγμα που υπηρετούμε, στους φύλακες του ορατού και του αοράτου πως αναλαμβάνω όλη την ευθύνη για κάθε σταγόνα αίμα που θα χύσετε.’’, είπε κάθετα η Ελεονόρ. ‘’Τώρα φύγετε!’’
Οι γυναίκες σκόρπισαν βιαστικά, παίρνοντας θάρρος από την τελευταία δήλωση που είχε κάνει η αρχηγός τους.
Η Ελεονόρ έπιασε το κεφάλι της.
‘’Τι έκανα; Τι έκανα;’’, αναλογίστηκε σε μια στιγμή απελπισίας. ‘’Θα υποφέρω πολύ στην επόμενη ζωή αυτό είναι σίγουρο.’’
Και όντως ήταν αλήθεια. Οι ιέρειες του τάγματος ήξεραν πολύ καλά πως ο άνθρωπος περνούσε μέσα από διάφορες ζωές μέχρι να μάθει όσα έπρεπε να μάθει και να εξελιχθεί σε κάτι παραπάνω από άνθρωπο. Όσες πιο πολλές αμαρτίες είχε κάνει στην προηγούμενη ζωή του, τόσο πιο πολύ υπέφερε στην επόμενη. Και η Ελεονόρ με αυτή την δήλωση της, μόλις είχε εξασφαλίσει μια επόμενη ζωή που θα ήταν γεμάτη πόνο.
‘’Δεν μπορούσα να αφήσω τις μαθήτριες μου να πάρουν τέτοιο βάρος μαζί τους’’, είπε η Ελεονόρ στα πνεύματα που την τριγύριζαν. ‘’Όχι, έχω την ευθύνη τους σε αυτή την ζωή και όσο έχω την ευθύνη τους, δεν θα αφήσω να επιβαρύνουν το κάρμα τους με αμαρτίες που εγώ τις διέταξα να κάνουν’’
Κοίταξε πάλι το πεδίο της μάχης. Η νύχτα είχε προχωρήσει και ατελείωτες
φωτιές έκαιγαν την γη γύρω από το κάστρο. ΟΙ μαύροι ιππότες είχαν πια ξεφύγει από κάθε έλεγχο και η Ελεονόρ αναρωτήθηκε αν κανείς από τους δικούς της είχε μείνει ζωντανός.
Έστρεψε το βλέμμα της στις ιέρειες που τώρα είχαν μπει στην μάχη, αιφνιδιάζοντας τους αντιπάλους. Τις είδε να ανάβουν φωτιές, να προκαλούν τρόμο με την παρουσία τους, να παλεύουν σαν να ήταν δέκα άντρες μαζί. Άλλες τις είδε να γιατρεύουν τους τραυματίες με τρόπο τόσο αποτελεσματικό που εκείνοι ύστερα από λίγα λεπτά να ορμούν πάλι στην μάχη. Και τις άκουσε να καλούν τον άνεμο να τις βοηθήσει και τα πνεύματα του ουρανού και της γης να τις προστατέψουν.
Οι μαύροι ιππότες σαστισμένοι συνειδητοποίησαν πως ξαφνικά έχαναν την μάχη και αιτία ήταν μερικές γυναίκες με μαύρους μανδύες. Άρχισαν να υποχωρούν άτακτα προς κάθε κατεύθυνση, μη μπορώντας να τα βάλουν με την μαγεία.
Ο άνεμος φύσηξε στο πρόσωπο της Ελεονόρ και εκείνη ανατρίχιασε.
‘’Το τίμημα το πληρώνεις ήδη’’, της ψιθύρισε το πνεύμα στο αυτί και εκείνη κατάλαβε.
Έτρεξε όσο πιο γρήγορα μπορούσε στο πεδίο της μάχης. Οι μαύροι ιππότες είχαν εξαφανιστεί, αφήνοντας πίσω τους δεκάδες νεκρούς. Τα πάντα γύρω της ήταν κατεστραμμένα και καθώς οι φωτιές έσβηναν η μια πίσω από την άλλη τόσο πιο δύσκολο γινόταν για να δει κανείς καθαρά.
Την Ελεονόρ όμως δεν την ένοιαζε. Έψαχνε κάτι που κανένα σκοτάδι δεν θα την εμπόδιζε να το βρει. Ξαφνικά το είδε! Ένα αμυδρό φως πάνω από τον αριστερό ώμο ενός άντρα που ήταν πεσμένος στο έδαφος. Η Ελεονόρ έτρεξε κοντά του. Το φως τρεμόσβηνε έτοιμο να σβήσει.
Ο άντρας την κοίταξε και προσπάθησε να χαμογελάσει. Ο πόνος όμως που ένιωθε από το σπαθί που τον είχε τρυπήσει, δεν τον άφησε.
‘’Μη, μη κουνιέσαι’’, του είπε η Ελεονόρ και του έπιασε το χέρι σφιχτά.
Άρχισε να ψέλνει τα ξόρκια που θα γιάτρευαν την πληγή αλλά τίποτα δεν έγινε. Παρακάλεσε τότε τα πνεύματα και τους θεούς αλλά η πληγή συνέχιζε να αιμορραγεί.
‘’Συγγνώμη Τέρενς’’, είπε η Ελεονόρ και δάκρυα στόλισαν τα μάτια της. ‘’Όλο αυτό είναι δικό μου λάθος..εγώ πρέπει να πληρώσω..’’
‘’Μην κλαις αγάπη μου..’’, είπε ο Τέρενς ψελλίζοντας.
Η Ελεονόρ όμως ήταν αδύνατο να συγκρατήσει τα δάκρυα της. Τι φριχτός τρόπος για να πληρώσει ένας μέρος από τους τόσους θανάτους που η ίδια πρόσταξε! Και όμως οι γυναίκες, οι μανάδες, οι κόρες και οι αδερφές των νεκρών μαύρων ιπποτών κάπου μακριά από εκείνη, θρηνούσαν και εκείνες για τις απώλειες τους. Απώλειες που μέρος τους είχε προκαλέσει η Ελεονόρ. Και όσο τα κλάματα τους πλήθαιναν τόσο μεγαλύτερο γινόταν το τίμημα που θα έπρεπε εκείνη να πληρώσει.
‘’Πες μου..’’, της παρακάλεσε ο Τέρενς αγκομαχώντας. ‘’Πες μου πάλι την ιστορία..’’
Η Ελεονόρ τον κοίταξε και σκούπισε τα μάτια της. Ο Τέρενς αναφερόταν σε μια ιστορία που ήξεραν μόνο οι ιερείς. Εκείνη όμως την είχε μοιραστεί μαζί του αδιαφορώντας για τους κανόνες.
‘’Κάθε άνθρωπος έχει μια ψυχή’’, του είπε. ‘’Και αυτή είναι που ταξιδεύει στον χρόνο. Κάθε φορά που γεννιόμαστε το σώμα μας αλλάζει αλλά η ψυχή παραμένει η ίδια. Μερικές φορές όμως η ψυχή σπάει σε δυο ίσα κομμάτια. Τότε γεννιούνται δύο άνθρωποι. Και αυτοί αποτελούν ο ένας για τον άλλον το άλλο του Κομμάτι. Αν είναι τυχεροί, δυο Κομμάτια, θα βρεθούν και τότε θα υπάρξει η απόλυτη αγάπη μεταξύ τους, γιατί στην ουσία προέρχονται από τον ίδιο άνθρωπο. Είναι δύσκολο ο απλός άνθρωπος να ξέρει αν βρήκε το άλλο του Κομμάτι. Μόνο οι ιερείς ξέρουν. Και αυτό γιατί έχουν πρόσβαση σε πράγματα που οι απλοί άνθρωποι δεν έχουν. Ο ιερές μπορεί να αναγνωρίσει αμέσως το άλλο του Κομμάτι γιατί πάνω από τον αριστερό του ώμο λαμπυρίζει ένα μικρό φως.’’
Η Ελεονόρ σταμάτησε να μιλάει και κοίταξε το σημάδι στον ώμο του Τέρενς που τώρα κόντευε να σβήσει.
‘’Άκουσε με Τέρενς’’, του είπε βιαστικά προσπαθώντας να προλάβει τον χρόνο. ‘’Θα γεννηθείς ξανά και εγώ θα έρθω να σε βρω. Θα είμαστε πάλι μαζί αγάπη μου στο υπόσχομαι.’’
‘’Το ξέρω’’, της είπε με ένα αχνό χαμόγελο ο Τέρενς. ‘’Και εγώ σε αγαπώ’’
Ο Τέρενς ένιωσε τα μάτια του να κλείνουν και πριν αφεθεί στην ζωή που έφευγε από μέσα του, πρόλαβε να δει για πρώτη φορά ένα δυνατό φως να λάμπει πάνω από τον αριστερό ώμο της Ελεόνορ. Ευτυχισμένος που είχε επιτέλους δει αυτό το σημάδι, ξεψύχησε.
Η Ελεονόρ του έκλεισε τα μάτια κλαίγοντας.
‘’Θα έρθω να σε βρω’’, του ψιθύρισε στο αυτί και τον φίλησε.
Μερικές εκατοντάδες χρόνια αργότερα η Κάντυ Γουάιτ ήταν σίγουρη ότι η ζωή διασκέδαζε πολύ με το να την ταλαιπωρεί. Ως τώρα οι δυστυχίες σε σύγκριση με τις χαρές ήταν ένας πολύ άνισος κατάλογος.
Τώρα, βρισκόταν σε ένα μεγάλο καράβι με προορισμό την Αγγλία και ένα αυστηρό κολέγιο. Σε λίγη ώρα έφταναν και εκείνη ήθελε να ξεφύγει λίγο από το πρωτοχρονιάτικο πάρτυ το οποίο διεξαγόταν στο σαλόνι του καραβιού και ήταν υπεύθυνο για τον απολογισμό που έκανε νοερά όλης της προηγούμενης ζωής της.
Έτσι, άρχισε να περπατάει στα καταστρώματα χωρίς προορισμό μέχρι που ο άνεμος παίζοντας μαζί της, της είχε αρπάξει το φουλάρι και το είχε παρασύρει μακριά. Το φουλάρι ταξίδευε πάνω στον άνεμο και εκείνη απελπισμένη έτρεχε από πίσω του, μέχρι που ο άνεμος βαρέθηκε και το άφησε να πέσει κοντά σε έναν νεαρό άντρα.
‘’Κλαέι;’’, αναρωτήθηκε η Κάντυ βλέποντας τον νεαρό ο οποίος κοιτούσε την θάλασσα αφηρημένος.
‘’Συγγνώμη..είστε καλά;’’, ρώτησε δισταχτικά η Κάντυ.
Ο νεαρός γύρισε προς το μέρος της και τα πνεύματα χαμογέλασαν. Πάνω από τους αριστερούς ώμους και των δυο υπήρχε ένα φως που φώτιζε τόσο δυνατά που η νύχτα είχε μετατραπεί σε μέρα.
ΣΗΜΕΙΩΣΗ:
Στην παράδοση του Ήλιου και στην παράδοση της Σελήνης (που είναι και οι δυο πραγματικές), υπάρχουν αναφορές για αυτό που ονομάζεται ‘’ άλλο Κομμάτι’’ και είναι ένα από τα πρώτα πράγματα που μαθαίνει όποιος θέλει να ακολουθήσει είτε την μια είτε την άλλη παράδοση .(παρόλο που οι δυο αυτές παραδόσεις είναι διαφορετικές και με διαφορετικό τρόπο διδάσκουν και αντιλαμβάνονται το πραγματικό και το μη πραγματικό)
Η ιστορία (συνοπτικά) του άλλου Κομματιού είναι η εξής:
‘’ Είμαστε αιώνιοι επειδή είμαστε εκδηλώσεις του Θεού. Γι αυτό περνάμε από πολλές ζωές και πολλούς θανάτους. Σε κάποιες μετενσαρκώσεις χωριζόμαστε. Όπως τα κύτταρα έτσι και οι ψυχές μας χωρίζονται σε μικρότερα κομμάτια. Η ψυχή μας γίνεται δύο ψυχές, που και αυτές, με την σειρά τους γίνονται άλλες δυο και έτσι σε μερικές γενιές εξαπλωνόμαστε σε μεγάλο μέρος της Γης. Είμαστε κομμάτι αυτού που οι αλχημιστές ονομάζουν ‘’Anima Mundi, Alma Mundi, Ψυχή του Κόσμου’’. Στην πραγματικότητα αν η Anima Mundi απλώς χωριζόταν σε περισσότερα κομμάτια, θα πολλαπλασιαζόταν μεν, αλλά θα γινόταν όλο και πιο αδύναμη. Έτσι με τον ίδιο τρόπο με τον οποίο χωριζόμαστε, ξανασυναντιόμαστε. Και αυτή η νέα συνάντηση λέγεται αγάπη. Γιατί όταν μια ψυχή διαιρείται, χωρίζεται πάντα σε ένα αντρικό και ένα γυναικείο κομμάτι. Σε κάθε ζωή έχουμε την υποχρέωση να βρούμε τουλάχιστον ένα από τα άλλα Κομμάτια μας. Και είμαστε υπεύθυνοι για την Γη γιατί δεν μπορούμε να ξέρουμε που κατοικεί κάποιο από τα άλλα Κομμάτια μας. Όταν ένα από τα Κομμάτια μας παθαίνει κάτι κακό, το αντιλαμβανόμαστε και εμείς άσχετα αν δεν το έχουμε συναντήσει. ‘’
Επίσης να αναφέρω ότι στην παράδοση του Ήλιου και στην παράδοση της Σελήνης, οι μυημένοι μπορούν να αντιληφθούν αν κάποιος άνθρωπος είναι το άλλο Κομμάτι τους, από ένα φωτεινό σημάδι που αυτός θα έχει στον αριστερό του ώμο και θα μπορούν να το διακρίνουν.
ΤΕΛΟΣ
ΚΑΛΗ ΧΡΟΝΙΑ ΕΛΕΟΝΟΡ!!!!!!!!!!!!!!!!!!!
ΑΓΑΠΗ ΜΕΣΑ ΣΤΟΥΣ ΑΙΩΝΕΣ
Η Ελεονόρ κοιτούσε την μάχη που διεξαγόταν κάτω από το κάστρο. Οι μαύροι ιππότες που είχαν επιτεθεί στο βασίλειο είχαν πλησιάσει πολύ εκείνη την νύχτα. Είχαν καταφέρει να περάσουν τις αμυντικές γραμμές και τώρα έσπερναν θάνατο και πανικό παντού. Η Ελεονόρ βρισκόταν στην αυλή του ψηλότερου επιπέδου του κάστρου, προς το παρών προφυλαγμένη. Δίπλα της στεκόντουσαν και άλλες γυναίκες – όχι πολλές – οι υπόλοιπες ήταν κρυμμένες ή φυγαδευμένες από τα μυστικά περάσματα του κάστρου.
‘’Τι θα κάνουμε;’’, ρώτησε μια από τις γυναίκες την Ελεονόρ με σεβασμό.
‘’Πρέπει να επέμβουμε’’, είπε συγκροτημένα η Ελεονόρ.
Είχε το Χάρισμα, αλλά ποτέ ως τότε δεν το είχε χρησιμοποιήσει για να κάνει κακό. Βλέποντας όμως τους μαύρους ιππότες να σφάζουν αδιακρίτως άντρες, γυναίκες και παιδιά, ένιωθε πως δεν είχε άλλη επιλογή.
Στράφηκε προς τις γυναίκες που περίμεναν τις οδηγίες της.
‘’Έχετε όλες το Χάρισμα’’, τους είπε. ‘’Και ως τώρα αυτό που σας δόθηκε το χρησιμοποιήσατε για να κάνετε καλό. Τώρα όμως πρέπει να το χρησιμοποιήσετε – και εγώ μαζί με σας – για να σκοτώσουμε αυτούς τους ανθρώπους.’’
Μερικές από τις ιέρειες κινήθηκαν νευρικά. Αυτό που τους ζητούσε η αρχιέρεια τους ήταν εξωπραγματικό.
‘’Ξέρω ότι σας ζητάω πολλά’’, είπε η Ελεονόρ με σταθερή φωνή. ‘’Όταν δώσατε τον όρκο, ορκιστήκατε ότι δεν θα κάνατε ποτέ κακό σε άνθρωπο, ζώο ή φυτό. Τώρα όμως δεν έχουμε την πολυτέλεια να κρατηθούμε από τους όρκους μας. Η γη μας κινδυνεύει, η ελευθερία μας κινδυνεύει, οι άντρες μας πεθαίνουν εκεί κάτω, μάνες σκοτώνονται, μικρά παιδιά σφάζονται. Δεν έχουμε την πολυτέλεια της επιλογής.’’
Η Ελεονόρ σώπασε για μια στιγμή και αναρωτήθηκε πόσο τρελό ήταν αυτό που ζητούσε από τις γυναίκες που την είχαν εμπιστευτεί τόσα χρόνια ως δασκάλα τους και οδηγό τους στο Χάρισμα, να κάνουν.
‘’Έχετε το λόγο μου’’, είπε ύστερα από λίγο, ‘’πως η ευθύνη όλων των πράξεων σας σήμερα βαραίνει μόνο εμένα’’
‘’ΌΧΙ!’’, φώναξε μια από τις ιέρειες τρομοκρατημένη.
‘’Το δηλώνω στο τάγμα που υπηρετούμε, στους φύλακες του ορατού και του αοράτου πως αναλαμβάνω όλη την ευθύνη για κάθε σταγόνα αίμα που θα χύσετε.’’, είπε κάθετα η Ελεονόρ. ‘’Τώρα φύγετε!’’
Οι γυναίκες σκόρπισαν βιαστικά, παίρνοντας θάρρος από την τελευταία δήλωση που είχε κάνει η αρχηγός τους.
Η Ελεονόρ έπιασε το κεφάλι της.
‘’Τι έκανα; Τι έκανα;’’, αναλογίστηκε σε μια στιγμή απελπισίας. ‘’Θα υποφέρω πολύ στην επόμενη ζωή αυτό είναι σίγουρο.’’
Και όντως ήταν αλήθεια. Οι ιέρειες του τάγματος ήξεραν πολύ καλά πως ο άνθρωπος περνούσε μέσα από διάφορες ζωές μέχρι να μάθει όσα έπρεπε να μάθει και να εξελιχθεί σε κάτι παραπάνω από άνθρωπο. Όσες πιο πολλές αμαρτίες είχε κάνει στην προηγούμενη ζωή του, τόσο πιο πολύ υπέφερε στην επόμενη. Και η Ελεονόρ με αυτή την δήλωση της, μόλις είχε εξασφαλίσει μια επόμενη ζωή που θα ήταν γεμάτη πόνο.
‘’Δεν μπορούσα να αφήσω τις μαθήτριες μου να πάρουν τέτοιο βάρος μαζί τους’’, είπε η Ελεονόρ στα πνεύματα που την τριγύριζαν. ‘’Όχι, έχω την ευθύνη τους σε αυτή την ζωή και όσο έχω την ευθύνη τους, δεν θα αφήσω να επιβαρύνουν το κάρμα τους με αμαρτίες που εγώ τις διέταξα να κάνουν’’
Κοίταξε πάλι το πεδίο της μάχης. Η νύχτα είχε προχωρήσει και ατελείωτες
φωτιές έκαιγαν την γη γύρω από το κάστρο. ΟΙ μαύροι ιππότες είχαν πια ξεφύγει από κάθε έλεγχο και η Ελεονόρ αναρωτήθηκε αν κανείς από τους δικούς της είχε μείνει ζωντανός.
Έστρεψε το βλέμμα της στις ιέρειες που τώρα είχαν μπει στην μάχη, αιφνιδιάζοντας τους αντιπάλους. Τις είδε να ανάβουν φωτιές, να προκαλούν τρόμο με την παρουσία τους, να παλεύουν σαν να ήταν δέκα άντρες μαζί. Άλλες τις είδε να γιατρεύουν τους τραυματίες με τρόπο τόσο αποτελεσματικό που εκείνοι ύστερα από λίγα λεπτά να ορμούν πάλι στην μάχη. Και τις άκουσε να καλούν τον άνεμο να τις βοηθήσει και τα πνεύματα του ουρανού και της γης να τις προστατέψουν.
Οι μαύροι ιππότες σαστισμένοι συνειδητοποίησαν πως ξαφνικά έχαναν την μάχη και αιτία ήταν μερικές γυναίκες με μαύρους μανδύες. Άρχισαν να υποχωρούν άτακτα προς κάθε κατεύθυνση, μη μπορώντας να τα βάλουν με την μαγεία.
Ο άνεμος φύσηξε στο πρόσωπο της Ελεονόρ και εκείνη ανατρίχιασε.
‘’Το τίμημα το πληρώνεις ήδη’’, της ψιθύρισε το πνεύμα στο αυτί και εκείνη κατάλαβε.
Έτρεξε όσο πιο γρήγορα μπορούσε στο πεδίο της μάχης. Οι μαύροι ιππότες είχαν εξαφανιστεί, αφήνοντας πίσω τους δεκάδες νεκρούς. Τα πάντα γύρω της ήταν κατεστραμμένα και καθώς οι φωτιές έσβηναν η μια πίσω από την άλλη τόσο πιο δύσκολο γινόταν για να δει κανείς καθαρά.
Την Ελεονόρ όμως δεν την ένοιαζε. Έψαχνε κάτι που κανένα σκοτάδι δεν θα την εμπόδιζε να το βρει. Ξαφνικά το είδε! Ένα αμυδρό φως πάνω από τον αριστερό ώμο ενός άντρα που ήταν πεσμένος στο έδαφος. Η Ελεονόρ έτρεξε κοντά του. Το φως τρεμόσβηνε έτοιμο να σβήσει.
Ο άντρας την κοίταξε και προσπάθησε να χαμογελάσει. Ο πόνος όμως που ένιωθε από το σπαθί που τον είχε τρυπήσει, δεν τον άφησε.
‘’Μη, μη κουνιέσαι’’, του είπε η Ελεονόρ και του έπιασε το χέρι σφιχτά.
Άρχισε να ψέλνει τα ξόρκια που θα γιάτρευαν την πληγή αλλά τίποτα δεν έγινε. Παρακάλεσε τότε τα πνεύματα και τους θεούς αλλά η πληγή συνέχιζε να αιμορραγεί.
‘’Συγγνώμη Τέρενς’’, είπε η Ελεονόρ και δάκρυα στόλισαν τα μάτια της. ‘’Όλο αυτό είναι δικό μου λάθος..εγώ πρέπει να πληρώσω..’’
‘’Μην κλαις αγάπη μου..’’, είπε ο Τέρενς ψελλίζοντας.
Η Ελεονόρ όμως ήταν αδύνατο να συγκρατήσει τα δάκρυα της. Τι φριχτός τρόπος για να πληρώσει ένας μέρος από τους τόσους θανάτους που η ίδια πρόσταξε! Και όμως οι γυναίκες, οι μανάδες, οι κόρες και οι αδερφές των νεκρών μαύρων ιπποτών κάπου μακριά από εκείνη, θρηνούσαν και εκείνες για τις απώλειες τους. Απώλειες που μέρος τους είχε προκαλέσει η Ελεονόρ. Και όσο τα κλάματα τους πλήθαιναν τόσο μεγαλύτερο γινόταν το τίμημα που θα έπρεπε εκείνη να πληρώσει.
‘’Πες μου..’’, της παρακάλεσε ο Τέρενς αγκομαχώντας. ‘’Πες μου πάλι την ιστορία..’’
Η Ελεονόρ τον κοίταξε και σκούπισε τα μάτια της. Ο Τέρενς αναφερόταν σε μια ιστορία που ήξεραν μόνο οι ιερείς. Εκείνη όμως την είχε μοιραστεί μαζί του αδιαφορώντας για τους κανόνες.
‘’Κάθε άνθρωπος έχει μια ψυχή’’, του είπε. ‘’Και αυτή είναι που ταξιδεύει στον χρόνο. Κάθε φορά που γεννιόμαστε το σώμα μας αλλάζει αλλά η ψυχή παραμένει η ίδια. Μερικές φορές όμως η ψυχή σπάει σε δυο ίσα κομμάτια. Τότε γεννιούνται δύο άνθρωποι. Και αυτοί αποτελούν ο ένας για τον άλλον το άλλο του Κομμάτι. Αν είναι τυχεροί, δυο Κομμάτια, θα βρεθούν και τότε θα υπάρξει η απόλυτη αγάπη μεταξύ τους, γιατί στην ουσία προέρχονται από τον ίδιο άνθρωπο. Είναι δύσκολο ο απλός άνθρωπος να ξέρει αν βρήκε το άλλο του Κομμάτι. Μόνο οι ιερείς ξέρουν. Και αυτό γιατί έχουν πρόσβαση σε πράγματα που οι απλοί άνθρωποι δεν έχουν. Ο ιερές μπορεί να αναγνωρίσει αμέσως το άλλο του Κομμάτι γιατί πάνω από τον αριστερό του ώμο λαμπυρίζει ένα μικρό φως.’’
Η Ελεονόρ σταμάτησε να μιλάει και κοίταξε το σημάδι στον ώμο του Τέρενς που τώρα κόντευε να σβήσει.
‘’Άκουσε με Τέρενς’’, του είπε βιαστικά προσπαθώντας να προλάβει τον χρόνο. ‘’Θα γεννηθείς ξανά και εγώ θα έρθω να σε βρω. Θα είμαστε πάλι μαζί αγάπη μου στο υπόσχομαι.’’
‘’Το ξέρω’’, της είπε με ένα αχνό χαμόγελο ο Τέρενς. ‘’Και εγώ σε αγαπώ’’
Ο Τέρενς ένιωσε τα μάτια του να κλείνουν και πριν αφεθεί στην ζωή που έφευγε από μέσα του, πρόλαβε να δει για πρώτη φορά ένα δυνατό φως να λάμπει πάνω από τον αριστερό ώμο της Ελεόνορ. Ευτυχισμένος που είχε επιτέλους δει αυτό το σημάδι, ξεψύχησε.
Η Ελεονόρ του έκλεισε τα μάτια κλαίγοντας.
‘’Θα έρθω να σε βρω’’, του ψιθύρισε στο αυτί και τον φίλησε.
Μερικές εκατοντάδες χρόνια αργότερα η Κάντυ Γουάιτ ήταν σίγουρη ότι η ζωή διασκέδαζε πολύ με το να την ταλαιπωρεί. Ως τώρα οι δυστυχίες σε σύγκριση με τις χαρές ήταν ένας πολύ άνισος κατάλογος.
Τώρα, βρισκόταν σε ένα μεγάλο καράβι με προορισμό την Αγγλία και ένα αυστηρό κολέγιο. Σε λίγη ώρα έφταναν και εκείνη ήθελε να ξεφύγει λίγο από το πρωτοχρονιάτικο πάρτυ το οποίο διεξαγόταν στο σαλόνι του καραβιού και ήταν υπεύθυνο για τον απολογισμό που έκανε νοερά όλης της προηγούμενης ζωής της.
Έτσι, άρχισε να περπατάει στα καταστρώματα χωρίς προορισμό μέχρι που ο άνεμος παίζοντας μαζί της, της είχε αρπάξει το φουλάρι και το είχε παρασύρει μακριά. Το φουλάρι ταξίδευε πάνω στον άνεμο και εκείνη απελπισμένη έτρεχε από πίσω του, μέχρι που ο άνεμος βαρέθηκε και το άφησε να πέσει κοντά σε έναν νεαρό άντρα.
‘’Κλαέι;’’, αναρωτήθηκε η Κάντυ βλέποντας τον νεαρό ο οποίος κοιτούσε την θάλασσα αφηρημένος.
‘’Συγγνώμη..είστε καλά;’’, ρώτησε δισταχτικά η Κάντυ.
Ο νεαρός γύρισε προς το μέρος της και τα πνεύματα χαμογέλασαν. Πάνω από τους αριστερούς ώμους και των δυο υπήρχε ένα φως που φώτιζε τόσο δυνατά που η νύχτα είχε μετατραπεί σε μέρα.
ΣΗΜΕΙΩΣΗ:
Στην παράδοση του Ήλιου και στην παράδοση της Σελήνης (που είναι και οι δυο πραγματικές), υπάρχουν αναφορές για αυτό που ονομάζεται ‘’ άλλο Κομμάτι’’ και είναι ένα από τα πρώτα πράγματα που μαθαίνει όποιος θέλει να ακολουθήσει είτε την μια είτε την άλλη παράδοση .(παρόλο που οι δυο αυτές παραδόσεις είναι διαφορετικές και με διαφορετικό τρόπο διδάσκουν και αντιλαμβάνονται το πραγματικό και το μη πραγματικό)
Η ιστορία (συνοπτικά) του άλλου Κομματιού είναι η εξής:
‘’ Είμαστε αιώνιοι επειδή είμαστε εκδηλώσεις του Θεού. Γι αυτό περνάμε από πολλές ζωές και πολλούς θανάτους. Σε κάποιες μετενσαρκώσεις χωριζόμαστε. Όπως τα κύτταρα έτσι και οι ψυχές μας χωρίζονται σε μικρότερα κομμάτια. Η ψυχή μας γίνεται δύο ψυχές, που και αυτές, με την σειρά τους γίνονται άλλες δυο και έτσι σε μερικές γενιές εξαπλωνόμαστε σε μεγάλο μέρος της Γης. Είμαστε κομμάτι αυτού που οι αλχημιστές ονομάζουν ‘’Anima Mundi, Alma Mundi, Ψυχή του Κόσμου’’. Στην πραγματικότητα αν η Anima Mundi απλώς χωριζόταν σε περισσότερα κομμάτια, θα πολλαπλασιαζόταν μεν, αλλά θα γινόταν όλο και πιο αδύναμη. Έτσι με τον ίδιο τρόπο με τον οποίο χωριζόμαστε, ξανασυναντιόμαστε. Και αυτή η νέα συνάντηση λέγεται αγάπη. Γιατί όταν μια ψυχή διαιρείται, χωρίζεται πάντα σε ένα αντρικό και ένα γυναικείο κομμάτι. Σε κάθε ζωή έχουμε την υποχρέωση να βρούμε τουλάχιστον ένα από τα άλλα Κομμάτια μας. Και είμαστε υπεύθυνοι για την Γη γιατί δεν μπορούμε να ξέρουμε που κατοικεί κάποιο από τα άλλα Κομμάτια μας. Όταν ένα από τα Κομμάτια μας παθαίνει κάτι κακό, το αντιλαμβανόμαστε και εμείς άσχετα αν δεν το έχουμε συναντήσει. ‘’
Επίσης να αναφέρω ότι στην παράδοση του Ήλιου και στην παράδοση της Σελήνης, οι μυημένοι μπορούν να αντιληφθούν αν κάποιος άνθρωπος είναι το άλλο Κομμάτι τους, από ένα φωτεινό σημάδι που αυτός θα έχει στον αριστερό του ώμο και θα μπορούν να το διακρίνουν.
ΤΕΛΟΣ
ΚΑΛΗ ΧΡΟΝΙΑ ΕΛΕΟΝΟΡ!!!!!!!!!!!!!!!!!!!
nuitetoile21- Terry Addict
- Αριθμός μηνυμάτων : 4781
Points : 12188
Ημερομηνία εγγραφής : 06/11/2010
Ηλικία : 41
Τόπος : neverland
Απ: Τα Χριστουγεννιάτικα φικ της nuitetoile21
ΤΟ ΦΙΚ ΤΗΣ ΤΙΤΙΚΑΣ
Η ΝΕΑ ΑΡΧΗ
Μόλις ο κόσμος άρχισε να χειροκροτάει, η Τιτίκα έτρεξε στην πίσω πόρτα του θεάτρου και βγήκε στον δρόμο. Νιφάδες χιονιού είχαν αρχίσει να πέφτουν και ο δρόμος σε κάποια σημεία γλιστρούσε. Εκείνη όμως δεν την ένοιαζε. Βγήκε στον κεντρικό δρόμο και σταμάτησε την πρώτη άμαξα που βρήκε μπροστά της.
‘’Στο νοσοκομείο!’’, φώναξε στον αμαξά και εκείνος έγνεψε με ένα νεύμα.
Η Τιτίκα ανακουφισμένη που πλέον βρισκόταν στον δρόμο για το νοσοκομείο, έγειρε το κεφάλι της πίσω στο κάθισμα και επέτρεψε στον εαυτό της να πάρει μια βαθιά ανάσα.
‘’Σε λίγο θα είσαι εκεί’’, είπε στον εαυτό της.
Ούτε και η ίδια ήξερε πως είχε αντέξει να περιμένει τόσες ώρες. Όμως η θέση της στο θέατρο δεν της επέτρεπε να φύγει νωρίτερα. Από αύριο θα μπορούσε να μην πηγαίνει αν ήθελε, αλλά σήμερα είχαν πρεμιέρα και η υπεύθυνη του καστ δεν θα μπορούσε να μην είναι εκεί. Έτσι και αλλιώς ήταν και δικιά του επιθυμία. Και κάθε δικιά του επιθυμία ήταν δεδομένο ότι θα έπρεπε να γίνει χωρίς δεύτερη σκέψη. Ειδικά τώρα..
Η άμαξα σταμάτησε και η Τιτίκα βγήκε βιαστικά. Πλήρωσε τον αμαξά ακόμα πιο βιαστικά και χαιρετώντας τις νοσοκόμες της βραδινής βάρδιας που μιλάγανε κοντά στην είσοδο, ανέβηκε τρέχοντας τα σκαλιά.
Έξω από το δωμάτιο του, στάθηκε για μια στιγμή, ισιώνοντας το φόρεμα της και προσπαθώντας να βάλει σε μια τάξη τα μαλλιά της. Πήρε μια βαθιά ανάσα και μπήκε μέσα χαμογελώντας.
‘’Γεια σου Τέρρυ!’’, είπε. ‘’Πως είσαι σήμερα;’’
Ο Τέρρυ καθηλωμένος στο κρεβάτι του νοσοκομείου, την κοίταξε αλλά ήταν ανέκφραστος.
‘’Πως πήγε η παράσταση;’’, την ρώτησε.
‘’Καλά’’, του απάντησε η Τιτίκα και έκατσε στο κρεβάτι δίπλα του.
Ο Τέρρυ γύρισε το κεφάλι του από την άλλη πλευρά.
‘’Λυπάμαι’’, της είπε. ‘’Σε ευχαριστώ που ήρθες αλλά αυτή την στιγμή..’’
‘’Καταλαβαίνω Τέρρυ’’, του απάντησε η Τιτίκα. ‘’Δεν χρειάζεται να μιλήσουμε αν δεν θες. Αλλά δεν θα φύγω. Θα μείνω εδώ όλο το βράδυ. Και αν κάποια στιγμή θελήσεις να μου μιλήσεις θα είμαι εδώ.’’
Βαθιά μέσα της η Τιτίκα έλπιζε πως ο Τέρρυ απόψε θα της μιλούσε. Λίγες μέρες είχαν περάσει από εκείνο το φριχτό ατύχημα και εκείνος δεν το είχε συζητήσει ακόμα. Και η Τιτίκα ήξερε πολύ καλά πως ο Τέρρυ έπρεπε να μιλήσει σε κάποιον. Όσο δεν μιλούσε, η σιωπή γινόταν δηλητήριο και τον έτρωγε.
Σηκώθηκε και πλησίασε την μικρή ντουλάπα. Την άνοιξε και έβγαλε από μέσα μια σακούλα. Έπειτα έκατσε σε μια καρέκλα δίπλα από το κρεβάτι, τράβηξε τις βελόνες της μέσα από την σακούλα, απόθεσε το μαλλί στα πόδια της και συνέχισε το πλέξιμο που είχε αφήσει στην μέση το προηγούμενο
βράδυ.
Από εκείνη την μέρα που ο Τέρρυ είχε μεταφερθεί σε εκείνο το νοσοκομείο, η Τιτίκα βρισκόταν στο πλάι του, πλέκοντας και παραμένοντας αμίλητη, περιμένοντας τον Τέρρυ να μιλήσει.
‘’Είναι καλό που τουλάχιστον δεν με διώχνει’’, σκέφτηκε η Τιτίκα.
Ο Τέρρυ δεν ήταν εύκολος άνθρωπος. Και μετά το ατύχημα είχε γίνει πολύ
ιδιότροπος. Δεν ήθελε κανέναν δίπλα του. Αλλά η παρουσία της Τιτίκας δεν φαινόταν να τον ενοχλεί. Αντίθετα έμοιαζε να την περιμένει με ανυπομονησία κάθε φορά, παρόλο που σπάνια της έλεγε κάτι παραπάνω από δυο τρεις κουβέντες.
Η Τιτίκα έφερε στο μυαλό της την μέρα που έγινε το ατύχημα. Εκείνη βρισκόταν στο γραφείο της και οι ηθοποιοί έκαναν πρόβα. Ένας μεγάλος κρότος είχε ακουστεί αλλά δεν ήταν αυτό που την είχε τρομάξει. Πιο πολύ την τρόμαξε η σιωπή που ακολούθησε. Μια σιωπή που δεν προμήνυε τίποτα καλό και που δεν κράτησε παραπάνω από μερικά δευτερόλεπτα. Έπειτα άκουσε κραυγές και κλάματα.
Η Τιτίκα είχε τρέξει αμέσως στην σκηνή. Αυτό που είχε δει της είχε προκαλέσει τρόμο. Ο Τέρρυ βρισκόταν αναίσθητος και πάνω στο πόδι του είχε πέσει ένας προβολέας. Γύρω του οι ηθοποιοί έκλαιγαν και άκουσε κάποιον να τηλεφωνεί στο νοσοκομείο. Ούτε που θυμόταν πως είχε πάει μαζί με τον Τέρρυ στο νοσοκομείο. Θυμόταν όμως τις ατελείωτες – όπως της φάνηκαν – ώρες που τον χειρουργούσαν. Και πιο πολύ ακόμα θυμόταν την ώρα που ο γιατρός της είχε ανακοινώσει πως ο Τέρρυ δεν θα περπατούσε ποτέ ξανά.
Από τότε και κάθε βράδυ η Τιτίκα σαν φύλακας άγγελος καθόταν δίπλα στο κρεβάτι, πλέκοντας και παρακαλώντας σιωπηλά τον Θεό να κάνει ένα θαύμα. Αλλά ο Θεός είχε πιο σημαντικά πράγματα να ασχοληθεί.
‘’Ξέρεις να παίζεις σκάκι;’’
Η φωνή του Τέρρυ την έβγαλε από τις δυσάρεστες σκέψεις που έκανε. Γύρισε και τον κοίταξε ξαφνιασμένη.
‘’Σκάκι;’’, ρώτησε δισταχτικά, καθώς δεν ήταν σίγουρη αν είχε ακούσει καλά.
‘’Ναι, σκάκι’’, επανέλαβε ο Τέρρυ. ‘’Ξέρεις να παίζεις;’’
‘’Φυσικά και ξέρω!’’, είπε η Τιτίκα χαρούμενη.
‘’Επιτέλους ένα σημάδι ζωής!’’, σκέφτηκε.
‘’Πάω να βρω ένα!’’, του είπε ενθουσιασμένη και εξαφανίστηκε στους διάδρομους του νοσοκομείου.
Ύστερα από λίγο επέστρεψε στο δωμάτιο με ένα ακόμα μεγαλύτερο χαμόγελο και κρατώντας ένα σκάκι στα χέρια της.
‘’Μου το έδωσε μια νοσοκόμα’’, είπε γελώντας στον Τέρρυ.
Έπειτα έκατσε στο κρεβάτι και άρχισε να στήνει τα πιόνια.
Ύστερα από αρκετή ώρα η Τιτίκα παρατήρησε πως η διάθεση του Τέρρυ είχε ανέβει λίγο. Τον είχε παρασύρει το παιχνίδι και για λίγο είχε ξεχάσει το ατύχημα. Η Τιτίκα αποφάσισε τότε πως θα έπαιζε μαζί του κάθε βράδυ αν ήταν αυτό να τον κάνει να νιώθει καλύτερα.
Πραγματικά τα βράδια ερχόντουσαν και έφευγαν και κάθε φορά έβρισκαν την Τιτίκα καθισμένη απέναντι από τον Τέρρυ, να παίζει ατελείωτες ώρες μαζί του σκάκι. Παρόλη την κούραση που της προκαλούσαν αυτές οι ολονυχτίες – σε συνδυασμό με την πρωινή της δουλειά και τις καθημερινές προσωπικές της υποχρεώσεις- δεν το μετάνιωνε ούτε στιγμή. Η διάθεση του Τέρρυ όλο καλυτέρευε και οι γιατροί της είχαν πει πως πλέον ο οργανισμός του αντιδρούσε καλύτερα στα φάρμακα, και πως έτρωγε περισσότερο από πριν.
‘’Σε λίγες μέρες είναι Πρωτοχρονιά’’, είπε ένα βράδυ ο Τέρρυ, έπειτα από μια ατελείωτη παρτίδα.
Η Τιτίκα πρόσεξε ότι ο Τέρρυ είχε μελαγχολήσει. Ήταν το άλλο νόμισμα των γιορτών αυτό.
‘’Τι σημασία έχει;’’, του είπε. ‘’Πρωτοχρονιά.. σιγά! Μια μέρα όπως οι άλλες είναι. Μην δίνεις σημασία.’’
‘’Θα ήθελα να ήμουν γερός και να μπορούσα να σε πάω για χορό.’’, της είπε θλιμμένα ο Τέρρυ. ‘’Σε θυμάμαι σε εκείνο το πάρτυ πριν λίγο καιρό.. χόρευες και δεν μπορούσα να πάρω τα μάτια μου από πάνω σου..’’
‘’Ποιος νοιάζεται για χορούς;’’, είπε η Τιτίκα ξαφνιασμένη. ‘’Δεν μου αρέσουν οι χοροί Τέρρυ.’’
Ο Τέρρυ την κοίταξε εξεταστικά.
‘’Λες ψέματα’’, της είπε τελικά. ‘’Αλλά το ότι μου λες ψέματα με κάνει απλά να σε αγαπάω πιο πολύ.’’
Η Τιτίκα κατακόκκινη έσκυψε το κεφάλι της.
‘’Δεν χρειάζεται να ανησυχείς για τέτοια πράγματα Τέρρυ.’’, του είπε σιγανά. ‘’Δεν με νοιάζει αν δεν ξαναχορέψω ποτέ. Δεν είναι και τόσο σημαντικό.’’
‘’Όχι είναι.’’, της απάντησε ο Τέρρυ.
‘’Δεν θέλω να έρθεις αύριο’’, της είπε ύστερα από λίγο. ‘’Ούτε μετά..Μπορείς να έρθεις μετά την Πρωτοχρονιά;’’
Η Τιτίκα τον κοίταξε ξαφνιασμένη.
‘’Μα..’’, πήγε να πει αλλά ο Τέρρυ την έκοψε με ένα νεύμα.
‘’Όχι, όχι θέλω να έρθεις μετά την Πρωτοχτονιά.’’, της είπε. ‘’Υπάρχει λόγος, σε παρακαλώ’’
‘’Καλά Τέρρυ όπως θες’’, απάντησε η Τιτίκα θλιμμένη.
Το βράδυ της Πρωτοχρονιάς έφτασε και η Τιτίκα μελαγχολική βρισκόταν σε ένα μεγάλο πάρτυ μαζί με τους ηθοποιούς του θιάσου. Στην αρχή είχε σκεφτεί να μείνει σπίτι της αλλά μετά κατάλαβε ότι θα ήταν ανυπόφορο να κάνει μόνη της Πρωτοχρονιά. Απλά θα έκανε την απουσία του Τέρρυ από δίπλα της να είναι πιο έντονη. Έτσι με βαριά καρδιά είχε ακολουθήσει τους άλλους στο πάρτυ. Δεν μπορούσε να διασκεδάσει όμως. Το μυαλό της ήταν συνέχεια στον Τέρρυ που είχε επιλέξει να δεχτεί τον νέο χρόνο ολομόναχος.
‘’3, 2,1 ΚΑΛΗ ΧΡΟΝΙΑ!’’, ακούστηκε από παντού.
Η Τιτίκα κοίταξε ξαφνιασμένη γύρω της. Ο νέος χρόνος είχε έρθει και εκείνη ούτε που το είχε προσέξει. Κοίταξε το ρολόι της. Έδειχνε 12: 01.
‘’Κράτησα την υπόσχεση μου και δεν ήρθα τόσες μέρες. Αλλά τώρα η Πρωτοχρονιά πέρασε Τέρρυ’’, είπε με ένα πονηρό χαμόγελο.
Χαιρέτησε βιαστικά τους ηθοποιούς που γλεντούσαν γύρω της και άρχισε να τρέχει στον δρόμο. Ευτυχώς το πάρτυ γινόταν σε ένα σπίτι κοντά στο νοσοκομείο.
Βιαστικά ανέβηκε τα σκαλιά και έφτασε στο δωμάτιο του Τέρρυ. Στάθηκε για μια στιγμή να πάρει μια ανάσα και μπήκε αποφασιστικά μέσα.
‘’Καλή χρο..’’, το θέαμα της έκοψε την φράση στην μέση.
Απέναντι της στεκόταν ο Τέρρυ όρθιος, με μια πατερίτσα στο ένα χέρι και έναν γιατρό να τον κρατάει από την άλλη πλευρά. Η Τιτίκα ενστικτωδώς κοίταξε το πόδι του Τέρρυ, εκείνο που είχε χάσει μετά την πτώση του προβολέα. Έκπληκτη είδε ότι εκεί που υπήρχε πριν κενό, τώρα υπήρχε ένα νέο πόδι.
‘’Μα..’’, είπε μπερδεμένη.
‘’Έκανα μια νέα εγχείρηση’’, της είπε ο Τέρρυ ενθουσιασμένος. ‘’Δεν ήθελα να σου το πω γιατί δεν ξέραμε αν θα πετύχαινε. Αλλά πέτυχε! Σε λίγους μήνες θα περπατάω κανονικά πάλι!’’
‘’Μα Τέρρυ αυτό είναι υπέροχο!’’, του είπε η Τιτίκα και έπεσε στην αγκαλιά του, ρίχνοντας τον πίσω στο κρεβάτι.
‘’Συγγνώμη’’, του είπε ντροπιασμένη ενώ ο Τέρρυ γελούσε δυνατά.
‘’Θέλω τόσο πολύ να χορέψουμε μαζί.. αυτό ήταν το κίνητρο μου..’’, της είπε ο Τέρρυ χαμογελώντας.
Η Τιτίκα του ανταπέδωσε το χαμόγελο.
‘’Καλή χρονιά Τέρρυ!’’, του είπε.
‘’Καλή μας χρονιά Τιτίκα’’, της απάντησε εκείνος και την φίλησε.
ΚΑΛΗ ΧΡΟΝΙΑ ΤΙΤΙΚΑ!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!
Η ΝΕΑ ΑΡΧΗ
Μόλις ο κόσμος άρχισε να χειροκροτάει, η Τιτίκα έτρεξε στην πίσω πόρτα του θεάτρου και βγήκε στον δρόμο. Νιφάδες χιονιού είχαν αρχίσει να πέφτουν και ο δρόμος σε κάποια σημεία γλιστρούσε. Εκείνη όμως δεν την ένοιαζε. Βγήκε στον κεντρικό δρόμο και σταμάτησε την πρώτη άμαξα που βρήκε μπροστά της.
‘’Στο νοσοκομείο!’’, φώναξε στον αμαξά και εκείνος έγνεψε με ένα νεύμα.
Η Τιτίκα ανακουφισμένη που πλέον βρισκόταν στον δρόμο για το νοσοκομείο, έγειρε το κεφάλι της πίσω στο κάθισμα και επέτρεψε στον εαυτό της να πάρει μια βαθιά ανάσα.
‘’Σε λίγο θα είσαι εκεί’’, είπε στον εαυτό της.
Ούτε και η ίδια ήξερε πως είχε αντέξει να περιμένει τόσες ώρες. Όμως η θέση της στο θέατρο δεν της επέτρεπε να φύγει νωρίτερα. Από αύριο θα μπορούσε να μην πηγαίνει αν ήθελε, αλλά σήμερα είχαν πρεμιέρα και η υπεύθυνη του καστ δεν θα μπορούσε να μην είναι εκεί. Έτσι και αλλιώς ήταν και δικιά του επιθυμία. Και κάθε δικιά του επιθυμία ήταν δεδομένο ότι θα έπρεπε να γίνει χωρίς δεύτερη σκέψη. Ειδικά τώρα..
Η άμαξα σταμάτησε και η Τιτίκα βγήκε βιαστικά. Πλήρωσε τον αμαξά ακόμα πιο βιαστικά και χαιρετώντας τις νοσοκόμες της βραδινής βάρδιας που μιλάγανε κοντά στην είσοδο, ανέβηκε τρέχοντας τα σκαλιά.
Έξω από το δωμάτιο του, στάθηκε για μια στιγμή, ισιώνοντας το φόρεμα της και προσπαθώντας να βάλει σε μια τάξη τα μαλλιά της. Πήρε μια βαθιά ανάσα και μπήκε μέσα χαμογελώντας.
‘’Γεια σου Τέρρυ!’’, είπε. ‘’Πως είσαι σήμερα;’’
Ο Τέρρυ καθηλωμένος στο κρεβάτι του νοσοκομείου, την κοίταξε αλλά ήταν ανέκφραστος.
‘’Πως πήγε η παράσταση;’’, την ρώτησε.
‘’Καλά’’, του απάντησε η Τιτίκα και έκατσε στο κρεβάτι δίπλα του.
Ο Τέρρυ γύρισε το κεφάλι του από την άλλη πλευρά.
‘’Λυπάμαι’’, της είπε. ‘’Σε ευχαριστώ που ήρθες αλλά αυτή την στιγμή..’’
‘’Καταλαβαίνω Τέρρυ’’, του απάντησε η Τιτίκα. ‘’Δεν χρειάζεται να μιλήσουμε αν δεν θες. Αλλά δεν θα φύγω. Θα μείνω εδώ όλο το βράδυ. Και αν κάποια στιγμή θελήσεις να μου μιλήσεις θα είμαι εδώ.’’
Βαθιά μέσα της η Τιτίκα έλπιζε πως ο Τέρρυ απόψε θα της μιλούσε. Λίγες μέρες είχαν περάσει από εκείνο το φριχτό ατύχημα και εκείνος δεν το είχε συζητήσει ακόμα. Και η Τιτίκα ήξερε πολύ καλά πως ο Τέρρυ έπρεπε να μιλήσει σε κάποιον. Όσο δεν μιλούσε, η σιωπή γινόταν δηλητήριο και τον έτρωγε.
Σηκώθηκε και πλησίασε την μικρή ντουλάπα. Την άνοιξε και έβγαλε από μέσα μια σακούλα. Έπειτα έκατσε σε μια καρέκλα δίπλα από το κρεβάτι, τράβηξε τις βελόνες της μέσα από την σακούλα, απόθεσε το μαλλί στα πόδια της και συνέχισε το πλέξιμο που είχε αφήσει στην μέση το προηγούμενο
βράδυ.
Από εκείνη την μέρα που ο Τέρρυ είχε μεταφερθεί σε εκείνο το νοσοκομείο, η Τιτίκα βρισκόταν στο πλάι του, πλέκοντας και παραμένοντας αμίλητη, περιμένοντας τον Τέρρυ να μιλήσει.
‘’Είναι καλό που τουλάχιστον δεν με διώχνει’’, σκέφτηκε η Τιτίκα.
Ο Τέρρυ δεν ήταν εύκολος άνθρωπος. Και μετά το ατύχημα είχε γίνει πολύ
ιδιότροπος. Δεν ήθελε κανέναν δίπλα του. Αλλά η παρουσία της Τιτίκας δεν φαινόταν να τον ενοχλεί. Αντίθετα έμοιαζε να την περιμένει με ανυπομονησία κάθε φορά, παρόλο που σπάνια της έλεγε κάτι παραπάνω από δυο τρεις κουβέντες.
Η Τιτίκα έφερε στο μυαλό της την μέρα που έγινε το ατύχημα. Εκείνη βρισκόταν στο γραφείο της και οι ηθοποιοί έκαναν πρόβα. Ένας μεγάλος κρότος είχε ακουστεί αλλά δεν ήταν αυτό που την είχε τρομάξει. Πιο πολύ την τρόμαξε η σιωπή που ακολούθησε. Μια σιωπή που δεν προμήνυε τίποτα καλό και που δεν κράτησε παραπάνω από μερικά δευτερόλεπτα. Έπειτα άκουσε κραυγές και κλάματα.
Η Τιτίκα είχε τρέξει αμέσως στην σκηνή. Αυτό που είχε δει της είχε προκαλέσει τρόμο. Ο Τέρρυ βρισκόταν αναίσθητος και πάνω στο πόδι του είχε πέσει ένας προβολέας. Γύρω του οι ηθοποιοί έκλαιγαν και άκουσε κάποιον να τηλεφωνεί στο νοσοκομείο. Ούτε που θυμόταν πως είχε πάει μαζί με τον Τέρρυ στο νοσοκομείο. Θυμόταν όμως τις ατελείωτες – όπως της φάνηκαν – ώρες που τον χειρουργούσαν. Και πιο πολύ ακόμα θυμόταν την ώρα που ο γιατρός της είχε ανακοινώσει πως ο Τέρρυ δεν θα περπατούσε ποτέ ξανά.
Από τότε και κάθε βράδυ η Τιτίκα σαν φύλακας άγγελος καθόταν δίπλα στο κρεβάτι, πλέκοντας και παρακαλώντας σιωπηλά τον Θεό να κάνει ένα θαύμα. Αλλά ο Θεός είχε πιο σημαντικά πράγματα να ασχοληθεί.
‘’Ξέρεις να παίζεις σκάκι;’’
Η φωνή του Τέρρυ την έβγαλε από τις δυσάρεστες σκέψεις που έκανε. Γύρισε και τον κοίταξε ξαφνιασμένη.
‘’Σκάκι;’’, ρώτησε δισταχτικά, καθώς δεν ήταν σίγουρη αν είχε ακούσει καλά.
‘’Ναι, σκάκι’’, επανέλαβε ο Τέρρυ. ‘’Ξέρεις να παίζεις;’’
‘’Φυσικά και ξέρω!’’, είπε η Τιτίκα χαρούμενη.
‘’Επιτέλους ένα σημάδι ζωής!’’, σκέφτηκε.
‘’Πάω να βρω ένα!’’, του είπε ενθουσιασμένη και εξαφανίστηκε στους διάδρομους του νοσοκομείου.
Ύστερα από λίγο επέστρεψε στο δωμάτιο με ένα ακόμα μεγαλύτερο χαμόγελο και κρατώντας ένα σκάκι στα χέρια της.
‘’Μου το έδωσε μια νοσοκόμα’’, είπε γελώντας στον Τέρρυ.
Έπειτα έκατσε στο κρεβάτι και άρχισε να στήνει τα πιόνια.
Ύστερα από αρκετή ώρα η Τιτίκα παρατήρησε πως η διάθεση του Τέρρυ είχε ανέβει λίγο. Τον είχε παρασύρει το παιχνίδι και για λίγο είχε ξεχάσει το ατύχημα. Η Τιτίκα αποφάσισε τότε πως θα έπαιζε μαζί του κάθε βράδυ αν ήταν αυτό να τον κάνει να νιώθει καλύτερα.
Πραγματικά τα βράδια ερχόντουσαν και έφευγαν και κάθε φορά έβρισκαν την Τιτίκα καθισμένη απέναντι από τον Τέρρυ, να παίζει ατελείωτες ώρες μαζί του σκάκι. Παρόλη την κούραση που της προκαλούσαν αυτές οι ολονυχτίες – σε συνδυασμό με την πρωινή της δουλειά και τις καθημερινές προσωπικές της υποχρεώσεις- δεν το μετάνιωνε ούτε στιγμή. Η διάθεση του Τέρρυ όλο καλυτέρευε και οι γιατροί της είχαν πει πως πλέον ο οργανισμός του αντιδρούσε καλύτερα στα φάρμακα, και πως έτρωγε περισσότερο από πριν.
‘’Σε λίγες μέρες είναι Πρωτοχρονιά’’, είπε ένα βράδυ ο Τέρρυ, έπειτα από μια ατελείωτη παρτίδα.
Η Τιτίκα πρόσεξε ότι ο Τέρρυ είχε μελαγχολήσει. Ήταν το άλλο νόμισμα των γιορτών αυτό.
‘’Τι σημασία έχει;’’, του είπε. ‘’Πρωτοχρονιά.. σιγά! Μια μέρα όπως οι άλλες είναι. Μην δίνεις σημασία.’’
‘’Θα ήθελα να ήμουν γερός και να μπορούσα να σε πάω για χορό.’’, της είπε θλιμμένα ο Τέρρυ. ‘’Σε θυμάμαι σε εκείνο το πάρτυ πριν λίγο καιρό.. χόρευες και δεν μπορούσα να πάρω τα μάτια μου από πάνω σου..’’
‘’Ποιος νοιάζεται για χορούς;’’, είπε η Τιτίκα ξαφνιασμένη. ‘’Δεν μου αρέσουν οι χοροί Τέρρυ.’’
Ο Τέρρυ την κοίταξε εξεταστικά.
‘’Λες ψέματα’’, της είπε τελικά. ‘’Αλλά το ότι μου λες ψέματα με κάνει απλά να σε αγαπάω πιο πολύ.’’
Η Τιτίκα κατακόκκινη έσκυψε το κεφάλι της.
‘’Δεν χρειάζεται να ανησυχείς για τέτοια πράγματα Τέρρυ.’’, του είπε σιγανά. ‘’Δεν με νοιάζει αν δεν ξαναχορέψω ποτέ. Δεν είναι και τόσο σημαντικό.’’
‘’Όχι είναι.’’, της απάντησε ο Τέρρυ.
‘’Δεν θέλω να έρθεις αύριο’’, της είπε ύστερα από λίγο. ‘’Ούτε μετά..Μπορείς να έρθεις μετά την Πρωτοχρονιά;’’
Η Τιτίκα τον κοίταξε ξαφνιασμένη.
‘’Μα..’’, πήγε να πει αλλά ο Τέρρυ την έκοψε με ένα νεύμα.
‘’Όχι, όχι θέλω να έρθεις μετά την Πρωτοχτονιά.’’, της είπε. ‘’Υπάρχει λόγος, σε παρακαλώ’’
‘’Καλά Τέρρυ όπως θες’’, απάντησε η Τιτίκα θλιμμένη.
Το βράδυ της Πρωτοχρονιάς έφτασε και η Τιτίκα μελαγχολική βρισκόταν σε ένα μεγάλο πάρτυ μαζί με τους ηθοποιούς του θιάσου. Στην αρχή είχε σκεφτεί να μείνει σπίτι της αλλά μετά κατάλαβε ότι θα ήταν ανυπόφορο να κάνει μόνη της Πρωτοχρονιά. Απλά θα έκανε την απουσία του Τέρρυ από δίπλα της να είναι πιο έντονη. Έτσι με βαριά καρδιά είχε ακολουθήσει τους άλλους στο πάρτυ. Δεν μπορούσε να διασκεδάσει όμως. Το μυαλό της ήταν συνέχεια στον Τέρρυ που είχε επιλέξει να δεχτεί τον νέο χρόνο ολομόναχος.
‘’3, 2,1 ΚΑΛΗ ΧΡΟΝΙΑ!’’, ακούστηκε από παντού.
Η Τιτίκα κοίταξε ξαφνιασμένη γύρω της. Ο νέος χρόνος είχε έρθει και εκείνη ούτε που το είχε προσέξει. Κοίταξε το ρολόι της. Έδειχνε 12: 01.
‘’Κράτησα την υπόσχεση μου και δεν ήρθα τόσες μέρες. Αλλά τώρα η Πρωτοχρονιά πέρασε Τέρρυ’’, είπε με ένα πονηρό χαμόγελο.
Χαιρέτησε βιαστικά τους ηθοποιούς που γλεντούσαν γύρω της και άρχισε να τρέχει στον δρόμο. Ευτυχώς το πάρτυ γινόταν σε ένα σπίτι κοντά στο νοσοκομείο.
Βιαστικά ανέβηκε τα σκαλιά και έφτασε στο δωμάτιο του Τέρρυ. Στάθηκε για μια στιγμή να πάρει μια ανάσα και μπήκε αποφασιστικά μέσα.
‘’Καλή χρο..’’, το θέαμα της έκοψε την φράση στην μέση.
Απέναντι της στεκόταν ο Τέρρυ όρθιος, με μια πατερίτσα στο ένα χέρι και έναν γιατρό να τον κρατάει από την άλλη πλευρά. Η Τιτίκα ενστικτωδώς κοίταξε το πόδι του Τέρρυ, εκείνο που είχε χάσει μετά την πτώση του προβολέα. Έκπληκτη είδε ότι εκεί που υπήρχε πριν κενό, τώρα υπήρχε ένα νέο πόδι.
‘’Μα..’’, είπε μπερδεμένη.
‘’Έκανα μια νέα εγχείρηση’’, της είπε ο Τέρρυ ενθουσιασμένος. ‘’Δεν ήθελα να σου το πω γιατί δεν ξέραμε αν θα πετύχαινε. Αλλά πέτυχε! Σε λίγους μήνες θα περπατάω κανονικά πάλι!’’
‘’Μα Τέρρυ αυτό είναι υπέροχο!’’, του είπε η Τιτίκα και έπεσε στην αγκαλιά του, ρίχνοντας τον πίσω στο κρεβάτι.
‘’Συγγνώμη’’, του είπε ντροπιασμένη ενώ ο Τέρρυ γελούσε δυνατά.
‘’Θέλω τόσο πολύ να χορέψουμε μαζί.. αυτό ήταν το κίνητρο μου..’’, της είπε ο Τέρρυ χαμογελώντας.
Η Τιτίκα του ανταπέδωσε το χαμόγελο.
‘’Καλή χρονιά Τέρρυ!’’, του είπε.
‘’Καλή μας χρονιά Τιτίκα’’, της απάντησε εκείνος και την φίλησε.
ΚΑΛΗ ΧΡΟΝΙΑ ΤΙΤΙΚΑ!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!
nuitetoile21- Terry Addict
- Αριθμός μηνυμάτων : 4781
Points : 12188
Ημερομηνία εγγραφής : 06/11/2010
Ηλικία : 41
Τόπος : neverland
Απ: Τα Χριστουγεννιάτικα φικ της nuitetoile21
Την ημέρα που έγραψε η nuit το δικό μου φικ χάρηκα τόσο πολύ που έκατσα και έγραψα το παρακάτω φικάκι για να της το κάνω δώρο (και σε όλες εσάς βέβαια) για όοοολη αυτή την προσπάθεια που έκανε για να μας ευχαριστήσει αυτά τα Χριστούγεννα.
Βασίζεται στο φικ που η ίδια έγραψε για μένα (οπότε αν δεν το θυμάστε ρίξτε του μια γρήγορη ανάγνωση ).
Το καλώδιο είχε γεμίσει με φασαρία. Γέλια, χαχανητά και συζητήσεις ακούγονταν ταυτόχρονα.
"Κορίτσια, λίγο ησυχία... Κορίτσια... να σας μιλήσω λίγο... Καλέ!!! Σταματήστε μισό λεπτό να με ακούσετε", ήταν η φωνή της libra που προσπαθούσε να καλύψει τους υπόλοιπους ήχους αλλά δεν τα κατάφερνε.
"Καλέ ησυχία..." συνέχιζε μάταια....
"Αν δεν ησυχάσετε θα σας μπανάρω όλες", φώναξε δυνατά και ξαφνικά απλώθηκε ησυχία στη γραμμή.
"Επιτέλους", είπε αυστηρά η libra "έχουμε μαζευτεί σήμερα όλες μας εδώ για μια σοβαρή αποστολή".
"libra είμαστε online?" ρώτησε η tzenhg13.
"Ναι, βρισκόμαστε μέσα στην γραμμή του τηλεφώνου αυτή τη στιγμή", απάντησε η libra.
"Και η eleonor και οι υπόλοιπες πως μπορούν να είναι μαζί μας;", ρώτησε η nansecrets.
"Έχουν έρθει μέσα από την ip"
"Αχ τι τέλεια να μπορούμε να συναντηθούμε επιτέλους όλες από κοντά", συμπλήρωσε ενθουσιασμένη η ΜΙΜΙ.
"libra θα μου μάθεις το κόλπο να συναντιέμαι κι εγώ με τον Στήαρ-Βαγγέλη μέσα στο καλώδιο;"
"Odette μου, ξέχνα για λίγο τον Στήαρ-Βαγγέλη και συγκεντρώσου στην αποστολή καλή μου!", υπέδειξε η libra και συνέχισε "Λοιπόν, όπως σας εξήγησα και με pm, είμαστε όλες εδώ σήμερα για να βοηθήσουμε τον Τέρρυ να αποδράσει από το μυαλό της nuitetoile. Η nuitetoile τέλειωσε εχτές με τα fic αλλά μετά από σχεδόν δυο μήνες που έχει κατασκηνώσει ο Τέρρυ στο μυαλό της, της είναι αδύνατον να τον βγάλει μόνη της από εκεί μέσα. Ο Τέρρυ κόβει βόλτες και βαριέται. Αυτό την έριξε πολύ ψυχολογικά και τώρα είναι σχεδόν σε μαύρη κατάθλιψη. Γι'αυτό λοιπόν θα την βοηθήσουμε εμείς".
"Πως θα φτάσουμε μέχρι τη nuit;", ρώτησε η ariel.
Η libra έβγαλε ένα χαρτάκι από την τσέπη της "Εδώ είναι η ip του σπιτιού της. Θα ακολουθήσουμε το καλώδιο μέχρι να φτάσουμε σπίτι της και από εκεί θα μπούμε στο μυαλό της”.
"Και πως θα το κάνουμε αυτό;", ρώτησε η eleanna.
"Με τον τρόπο που με έβαλε η nuit και την πρώτη φορά μέσα στο κεφάλι της. Έτοιμες να ξεκινήσουμε λοιπόν;"
Η libra ξεκίνησε και όλες οι υπόλοιπες κοπέλες ακολουθούσαν... Η γραμμή γέμισε και μια ακόμη φορά χαρούμενες φωνές και γέλια.
Η eleonor πλησίασε την libra: "Ποιος είναι τελικά ο δρόμος για το σπίτι της nuit?"
"Θα προχωρήσουμε όλο ευθεία μέχρι να φτάσουμε στο 193. Εκεί θα στρίψουμε δεξιά και θα πάμε ευθεία μέχρι το 98. Εκεί θα στρίψουμε αριστερά και θα συνεχίσουμε μέχρι το 213 και εκεί πάλι δεξιά μέχρι το 24"
"libra θα είμαστε πίσω μέχρι τις 7; Έχει το Παναθηναϊκός-ΑΕΚ σήμερα", ακούστηκε ανήσυχη η tzenhg13.
"Θα μάθουμε. Προσοχή μη στρίψετε κατά λάθος σε άλλη ip και ψαχνόμαστε", φώναξε η libra, αλλά μόνο όσες ήταν κοντά την άκουσαν. Οι υπόλοιπες γέλαγαν και ακολουθούσαν αφηρημένες συζητώντας και σχολιάζοντας τις τελευταίες εξελίξεις στη νουβέλα της Μιζούκι.
"Με τόσο θόρυβο στη γραμμή πρέπει να έχουμε μπλοκάρει τα downloads όλης της περιοχής", παρατήρησε η eleonor.
"Μην μου το θυμίζεις", αναστέναξε η libra. “Τουλάχιστον είναι για καλό σκοπό.”
"libra μόλις το περάσαμε το 173. Δεν θα στρίψουμε;" ακούστηκε η φωνή της anna.
"Στο 193 στρίβουμε anna", της απάντησε η juliet, που κοίταζε ανήσυχη την αφηρημένη anna, γνωρίζοντας πολύ καλά που βρισκόταν το μυαλό της φίλης της.
Λίγη ώρα αργότερα σταμάτησαν όλες μπροστά στο RJ45 pinάκι του router της nuitetoile.
"Λοιπόν, ησυχία να μην μας ακούσει και ξυπνήσει", φώναξε ψιθυριστά η libra.
"Φτάσαμε. Είστε όλες έτοιμες;" ρώτησε με σοβαρό τόνο η libra. Οι κοπέλες κοιτάχτηκαν και ένευσαν καταφατικά.
"Κάντε όλες έναν κύκλο και πιαστείτε χέρι-χέρι". Οι κοπέλες βρέθηκαν πιασμένες σε έναν μεγάλο κύκλο.
"Με το 3 θα κλείσετε τα μάτια σας και θα σκεφτείτε το Χριστουγεννιάτικο φικ που σας έγραψε η nuit. Η κάθε μία το δικό της. Είστε όλες έτοιμες; 1... 2... 3", μέτρησε η libra και η παρέα διαλύθηκε από το καλώδιο και βρέθηκε μέσα σε ένα σκοτεινό μέρος.
"ΦΩΤΑ!" ακούστηκε η φωνή της libra και αμέσως άναψαν δάδες στους ατελείωτους διαδρόμους. Η libra χαμογέλασε που το κόλπο του Τέρρυ δούλεψε μια χαρά και γι'αυτήν.
Τα κορίτσια κοιτάχτηκαν και χαμογέλασαν. Στη συνέχεια κοίταζαν απορημένες πως είναι το μυαλό της nuitetoile.
"Ουάου! Έχει παντού φωτογραφίες του Ville Valo", σχολίασε η titika.
"Δεν μοιάζει τελικά σε όλες τις φωτό με αδερφή", συμπλήρωσε η nina.
"Λοιπόν κορίτσια, θυμάστε όλες τους ρόλους σας;" ρώτησε η libra.
"Ναι", απάντησαν ομόφωνα οι υπόλοιπες κοπέλες.
Η Nansecrets γύρισε και μίλησε:
"Όσες είστε στην ομάδα μου, να πλησιάσετε κοντά μου", είπε και γρήγορα μαζεύτηκαν κάποιες κοπέλες γύρω της. Το ίδιο έκανε και η eleonor και η libra με τις δικές τους ομάδες.
Όταν έγινε η ανασυγκρότηση, οι ομάδες ξεκίνησαν για να περατώσουν την αποστολή τους.
"Και θυμηθείτε... ραντεβού στο αριστερό αυτί σε 2 ώρες", φώναξε η libra και έφυγε τρέχοντας με την ομάδα της.
Η nan κάθισε στο μπαρ και το ίδιο έκαναν και οι υπόλοιπες κοπέλες. Ο Johnie Depp που καθάριζε τα ποτήρια, τις είδε από το καθρέφτη να απλώνονται στο μπαρ και γύρισε εντυπωσιασμένος.
"Σε τι οφείλω την τιμή;", είπε γοητευτικά ο Johnie κοιτάζοντας τις κοπέλες.
"Είμαστε γυναικοπαρέα και βγήκαμε για ένα ποτό", απάντησε η nan. "Johnie πιάσε από ένα Johnie για όλες μας".
Ο Johnie της έκλεισε το μάτι και γύρισε να πάρει τα ποτήρια.
"Τι ζεστός που είναι ο χώρος;" σχολίασε η anonimous!!.
"Πράγματι πολύ εντυπωσιακός. Σαν να βρίσκεσαι σε πειρατικό καράβι", συμπλήρωσε η adi* και συνέχισε "Εσύ τι λες anna;... Anna?" είπε και κοίταξε προς την πλευρά της anna που καθόταν δίπλα της. Η anna είχε χυθεί κυριολεκτικά στο μπαρ, στηρίζοντας το κεφάλι της με το χέρι της που ήταν πάνω στο μπαρ και κοιτάζοντας εκστασιασμένη τον μπάρμαν που έβαζε τα ποτά.
Η anna αναστέναξε και μην παίρνοντας τα μάτια της από το Johnie είπε "Κοίτα με τι στυλ βάζει τα παγάκια στο ποτήρι!"
Η ΜΙΜΙ την κοίταξε και σχολίασε: "Τα παγάκια; Μα πως θα μπορούσε να εντυπωσιαστεί κάποιος κοιτάζοντας τα παγάκια!!!"
Όταν ο Johnie ακούμπησε τα ποτά στις κοπέλες η Juliet τον φώναξε προς το μέρος της
"Και τώρα θα θέλαμε να το γιορτάσουμε με λίγο Ville..."
Ο Johnie άνοιξε διάπλατα τα μάτια του. "Ville? Όχι άλλο Ville"
"Αν δεν έχει άλλο Ville μπορούμε να πάμε και σε άλλο μπαρ", του είπε αποφασιστικά η geobacter και συμπλήρωσε. "Ville. Τώρα!"
H Nan έκανε και με τα δυο της χέρια το σήμα της νίκης και του φώναξε:
"Το ένα για το Ville και το άλλο για το Valo"
Ο Johnie ξεφύσησε αγανακτισμένος. "Ville Vallo?... Ας τον βάλω", είπε και έβαλε το μιξαρισμένο Cd με τους HIM.
Τα κορίτσια τσούγκρισαν τα ποτήρια τους ικανοποιημένα. Όχι όλες. Η anna παρέμενε ακίνητη στη θέση της γυρνώντας μόνο το κεφάλι προς όποια κατεύθυνση περπάταγε ο Johnie.
"Καλή επιτυχία", ευχήθηκαν και ήπιαν από τα ποτήρια τους.
"Πιο δυνατά", φώναξε η geo και ο Johnie το δυνάμωσε.
Οι κοπέλες έπιναν και γέλαγαν ικανοποιημένες.
Λίγο αργότερα ακούστηκε η φωνή της anonimous!! "Ακόμα πιο δυνατά", είπε και ο Johnie το δυνάμωσε κι άλλο. Σύντομα το μόνο που ακουγόταν στο κεφάλι της Nuitetoile ήταν η μουσική των Him που κάλυπταν όλους τους υπόλοιπους ήχους.
Η ariel μόλις άκουσε στο βάθος τη μουσική να ακούγεται γύρισε προς τη libra. "Τέλεια. Τα κορίτσια τα κατάφεραν. Οι Him κάλυψαν όλους τους υπόλοιπου ήχους".
"Ωραία κορίτσια, αρχίστε να φωνάζετε όσο πιο δυνατά μπορείτε".
"Τέρρυ-Τέρρυυυυυυυυυυυυυ-Τέρυ-Τεεεεεεερυυυυυυυ" άρχισαν να αντηχούν οι φωνές των κοριτσιών στο κεφάλι της nuit καθώς σκορπίζονταν σε διάφορα μέρη.
Ο Τέρρυ που καθόταν μόνος του πάνω σε μια γόμα κοιτούσε βαριεστημένα τριγύρω του.
'Ωραία! Τόσες μέρες γκρίνιαζα που από πρίγκιπας γινόμουν ποδοσφαιριστής και τώρα δεν έχω τι να κάνω!!!', σκεφτόταν όταν άκουσε το όνομά του. Κοίταξε προς το μέρος που ακούγονταν οι φωνές και είδε δυο κοπέλες να τον πλησιάζουν.
"Ποιες είστε εσείς;", ρώτησε με απορία ο Τέρρυ.
"Εγώ είμαι η Ε.Τ και από δω η tania", απάντησε η Ε.Τ.
Ο Τέρρυ τις κοίταξε απορρημένος.
"Ε.Τ και Τάνιαμπελ", είπε η tania και ο Τέρρυ αμέσως χαμογέλασε...
"Α! Σωστά. Τώρα κατάλαβα καλύτερα. Έχουμε ξανασυναντηθεί εμείς. Σε είχε μετατρέψει σε νεράιδα η μουρλοφίλη σας!"
"Ναι, το 'χεις μια χαρά. Ήρθαμε να σε βγάλουμε από εδώ", είπε η ΕΤ.
"Να με βγάλετε; Μα πως;"
"Έχει ένα σχέδιο η libra. Θυμάσαι που την είχες βοηθήσει να φύγει από εδώ;"
"Ναι... ναι... εκείνη η μελαχρινή κοπελίτσα με τα γυαλάκια, που με κοίταγε όλη την ώρα του φικ σαν χαμένη... τη θυμάμαι"
"Ε, λοιπόν δεν σε ξέχασε.. Ήρθε να σε πάρει... Πάμε λοιπόν να συναντήσουμε και τις άλλες", ολοκλήρωσε η tania...
"Που βρίσκονται οι άλλες;", ρώτησε ο Τέρρυ.
"Η eleanna με την titika είναι από την άλλη πλευρά του εγκεφάλου και η libra με την ariel κάνουν κατάδυση", είπε η ΕΤ.
"Τι κάνουν;" ρώτησε σαστισμένος ο Τέρρυ.
"Κατάδυση. Η libra ενθουσιάστηκε την προηγούμενη φορά που ήταν εδώ και ήθελε να δει και τα υποβρύχια τμήματα του εγκεφάλου της nuit. Αφού λοιπόν βεβαιώθηκε ότι υπήρχε πολύς κόσμος για να κάνει τις δουλειές που χρειάζονται, μας έδωσε μια δικαιολογία ότι τάχα θα ψάξει τα υποβρύχια τμήματα του εγκεφάλου της nuit, πήρε και την ariel και πήγανε για κατάδυση", εξήγησε η ΕΤ.
"Κατάλαβα. Κάποιοι ήρθαν για δουλειά και κάποιοι άλλοι για τουρισμό", σχολίασε ο Τέρρυ.
Εκείνη την ώρα ένιωσαν να γυρίζουν όλα για λίγο και τις δυο κοπέλες συγκράτησε ο Τέρρυ για να μην πέσουν.
"Τι συνέβη;" Ρώτησε ανήσυχη η tania.
"Μην τρομάζετε. Δεν είναι τίποτα. Η Nuit άλλαξε πλευρό και μετατοπιστήκαμε λίγο", τις καθησύχασε ο Τέρρυ.
"Ας πηγαίνουμε όμως γιατί πρέπει να συναντήσουμε και τις υπόλοιπες", συμπλήρωσε η tania μόλις συνήλθε λίγο από την απρόσμενη μετατόπιση και όλοι μαζί ξεκίνησαν για το σημείο συνάντησης με την υπόλοιπη ομάδα.
Η eleonor παρατηρούσε προσεχτικά τις πινακίδες στο κεφάλι της nuit.
“ΓΙΑ “ΣΚΕΨΕΙΣ ΓΙΑ ΤΑ ΦΙΚ’’ ΠΗΓΑΙΝΕΤΕ ΕΥΘΕΙΑ’’, διάβασε και γύρισε προς τις υπόλοιπες.
“This way girls”, φώναξε και προχώρησε ευθεία. Οι υπόλοιπες την ακολούθησαν και έφτασαν όλες μαζί στο δωμάτιο με τα φικ. Μόλις μπήκαν μέσα άκουσαν τους Him να ακούγονται παντού...
'Great job ladies' σκέφτηκε η eleonor και μίλησε στις υπόλοιπες κοπέλες.
“Λοιπόν κορίτσια, πρέπει να κινηθούμε γρήγορα. Έχετε φέρει όλες τις γόμες σας;”
Οι κοπέλες απάντησαν καταφατικά, αλλά η odette συμπλήρωσε.
“Εγώ έφερα και το azax για τα τζάμια από το σπίτι”.
Η eleonor την κοίταξε έκπληκτη. “Why did you do that for?”
“Σκέφτηκα ότι μπορεί να χρειαστεί αν δεν είναι αποτελεσματικές οι γόμες”, είπε δειλά ενώ στο νου της πέρασε η τελευταία συζήτηση που είχε με τον Στήαρ-Βαγγέλη πριν αποχωρήσει για τη συνάντηση με τις κοπέλες.
Σ-Β: Μα που θα πας και δεν μπορείς να βγούμε;
Ο: Θα πάω σε μια αποστολή με τις φίλες μου.
Σ-Β: Τι αποστολή δηλαδή; Είναι πιο σημαντική η αποστολή από το να βγεις μαζί μου;
Ο: Μην τα θες όλα δικά σου Στήαρ-Βαγγέλη. Θα πάω με τις φίλες μου να καθαρίσουμε τις σκέψεις της nuitetoile.
Σ-Β: Χμ! Ναι, καλά... Να πάρεις και το azax μαζί σου – είχε πει ο Στήαρ-Βαγγέλης και είχε κλείσει την πόρτα πίσω του με θόρυβο.
“Ελπίζω να έφερες και γόμα”, διέκοψε τις σκέψεις τις odette η φωνή της eleonor.
“Ασφαλώς και έφερα... Έφερα και 2-3 παραπάνω μήπως ξέχασε καμία τη δική της”.
Η eleonor χαμογέλασε ικανοποιημένη με την απάντηση της Odette.
“Εμπρός κορίτσια, ας ξεκινήσουμε. Πρέπει να σβηστούν όλα από αυτούς τους τοίχους”, συμπλήρωσε η eleonor και όλη η ομάδα ξεκίνησε να σβήνει τα πάντα από τους τοίχους αυτού του δωματίου.
Η μουσική των Him ξαφνικά δυνάμωσε κι άλλο.
“Μα ήταν ανάγκη εμείς να καθαρίζουμε με τις γόμες και οι άλλες να τα πίνουν στο μπαρ χωρίς εμάς;”, γκρίνιαξε η tzenh καθώς φανταζόταν μια δροσερή γουλιά Heineken να κατεβαίνει στο λαιμό της.
“Δεν μας εμπιστεύονταν για το μπαρ, γιατί θα το γυρνάγαμε σε μπύρες και θα ξημερώναμε” της απάντησε η c-t.
“Δικαιολογίες για να τεμπελιάσουν” συμπλήρωσε η tzenh.
“Τι να πω κι εγώ tzenh, που στο φικ μου καθάριζα τζάκια και πάνω που πήγα κι εγώ να ξεκουράσω την πλάτη μου από τις δουλειές και να γίνω επιτέλους πριγκιποπούλα, με ξαναρίξατε τα τρίβω τοίχους; Και όχι τίποτε άλλο, αλλά να ακούω και Ville Valo όλη την ώρα... ε, αυτό παραπάει”, γκρίνιαξε η nina.
“What on Earth are they talking about all the time?” ρώτησε την t4e η candyterrry.
“Don't mind them dear. Greeks never do as they are told without mumbling around” απάντησε η t4e στην candyterry και συνέχισαν το σβήσιμο.
Λίγη ώρα αργότερα όλο το δωμάτιο ήταν πεντακάθαρο. Ένιωσαν ξαφνικά τον χώρο να μετατοπίζετε ελαφρώς και τρόμαξαν. Χωρίς να ξέρουν τι να υποθέσουν κοιτάχτηκαν και όταν όλα ηρέμησαν η eleonor έβγαλε ένα σημείωμα από την τσάντα της και ένα μολύβι και ξεκίνησε να αντιγράφει στον τοίχο όσα έγραφε το χαρτί:
“Πολλά χρόνια έμεινα κλεισμένο και κλειδωμένο με αρχαία μάγια σε αυτό εδώ το μέρος, το ξεχασμένο από τον κόσμο. Αφόρητα δεσμά με κρατούσαν αιχμάλωτο, κάνοντας με να πληρώσω το τίμημα της προδοσίας μου.”
Η libra της είχε τονίσει πως δεν έπρεπε να αλλάξει ούτε γραμμή, ούτε κόμμα από το κείμενο. Όταν ολοκλήρωσε το έργο της κοίταξε τις υπόλοιπες κοπέλες και όλες μαζί ξεκίνησαν για το σημείο συνάντησης.
Στο μπαρ τα κορίτσια είχαν ξεσαλώσει. Το ποτό άφθονο και οι κοπέλες διασκέδαζαν με την ψυχή τους. Είχαν τελικά κληρωθεί στην καλύτερη ομάδα, σκέφτονταν καθώς χόρευαν και φλέρταραν με μία ομάδα από βρικόλακες του Vampire Knight που κάθονταν από την άλλη πλευρά του μπαρ. Μόνο η Nan είχε διαρκώς το νου της στο ρολόι για να μην ξεχαστούν και μείνουν παραπάνω από όσο έπρεπε.
Όταν η ώρα πλησίαζε φώναξε τις υπόλοιπες κοπέλες και όλες μαζί σηκώθηκαν για να αποχωρήσουν. Την ώρα που έβγαιναν από το μπαρ ένιωσαν ένα τράνταγμα και παραπάτησαν. Προσπάθησαν να ισορροπήσουν και όλες κοιτάχτηκαν μεταξύ τους για να βεβαιωθούν ότι όλες ήταν καλά.
“Που είναι η anna;” ρώτησε η nan.
Η ΜΙΜΙ δεν την είδε πουθενά τριγύρω. “Προχωρήστε και θα την βρω εγώ” είπε και επέστρεψε προς το μπαρ.
“Θα σας περιμένουμε στο πρώτο σταυροδρόμι”, της φώναξε η nan καθώς η MIMI απομακρυνόταν.
Η MIMI μπήκε στο μπαρ και είδε την anna να κάθεται στη ίδια ακριβώς θέση όπως καθόταν την τελευταία ώρα θαυμάζοντας τον Johnie που μάζευε τα ποτήρια. Η ΜΙΜΙ, χωρίς δεύτερη κουβέντα, την σήκωσε από την καρέκλα και την έσυρε μαζί της έξω από το μπαρ. Το κεφάλι της anna ήταν γυρισμένο προς την κατεύθυνση του μπαρ και όταν πια το μπαρ και ο μπάρμαν χάθηκαν από το οπτικό της πεδίο, γύρισε απορημένη προς τη ΜΙΜΙ: “Που πάμε;”
“Γυρίζουμε, βιάσου, μας περιμένουν οι υπόλοιπες”, της είπε η ΜΙΜΙ.
“Α! Ναι οι υπόλοιπες; Που είναι οι υπόλοιπες?”, ρώτησε η anna με το χαμόγελο ακόμα καρφωμένο στα χείλη της και το βλέμμα της μαγεμένο από το θέαμα που αντίκριζε την τελευταία ώρα.
“Μας περιμένουν πιο μπροστά, έλα, πάμε γρήγορα”, απάντησε η ΜΙΜΙ και συνέχισε να κατευθύνεται βιαστικά προς το σημείο συνάντησης.
Λίγη ώρα αργότερα, λίγο πριν το αριστερό αυτί της nuitetoile η παρέα άρχισε να συγκεντρώνεται. Πρώτη έφτασε η eleonor με την ομάδα της ενώ σχεδόν ταυτόχρονα έφτασε η ΕΤ, η tania και ο Τέρρυ. Οι κοπέλες κοιτάχτηκαν ικανοποιημένες που η αποστολή εξεύρεσης του Τέρρυ είχε πετύχει. Πολύ σύντομα έφτασε και η ομάδα της nansecrets και η libra με την ariel κατενθουσιασμένες.
“Πως τα πήγατε;”, ρώτησε η nan.
“Καλά ο βυθός στο κεφάλι της nuit είναι ΚΑΤΑΠΛΗΚΤΙΚΟΣ. Είδαμε γοργόνες, δελφίνια και διάφορα πλάσματα που δεν υπάρχουν πουθενά αλλού.”, απάντησε η ariel.
“Επί του θέματος;”, συνέχισε η eleonor.
“Επί του θέματος όχι, δεν υπάρχει τίποτα εκεί που να μπλοκάρει τον Τέρρυ”, απάντησε η ariel.
“Είμαστε όλοι εδώ;” ρώτησε η libra.
“Λείπει η eleanna και η titika”, απάντησε η tzenhg13.
Οι κοπέλες κοιτάχτηκαν με απορία.
“Ας τους δώσουμε λίγο χρόνο. Είχαν τη μεγαλύτερη διαδρομή”, συμπλήρωσε η nina και οι υπόλοιπες συμφώνησαν.
Η ώρα πέρναγε πιο αργά πια καθώς οι κοπέλες περίμεναν την άφιξη των δύο κοριτσιών, ενώ κάποιες είχαν αρχίσει να ανησυχούν μήπως οι φίλες τους δεν τα κατάφερναν να γυρίσουν.
Λίγα λεπτά πριν την ολοκλήρωση της διορίας οι δυο κοπέλες εμφανίστηκαν τρέχοντας από μακριά και από πίσω τους υπήρχαν 3 προβατάκια. Η παρέα κοιτάχτηκε απορριμμένη.
“Α! Ο Τάσος, ο Θύμιος και ο Ρένος”, ακούστηκε η φωνή του Τέρρυ. “Τι κάνετε εσείς εδώ;”
“Τα βρήκαμε στην άλλη πλευρά του κεφαλιού της nuit”, απάντησε η eleanna λαχανιασμένη.
“Η nuit κοιμήθηκε νωρίς και αυτά δεν πρόλαβε να τα μετρήσει και έμειναν μέσα”.
“Μας ζήτησαν να τα πάρουμε μαζί μας να βγουν κι αυτά λίγο έξω και υποσχέθηκαν ότι θα γυρίσουν πάλι μόλις ξυπνήσει η nuit μαζί με τα υπόλοιπα”, διευκρίνισε η titika.
Οι υπόλοιπες κοιτάχτηκαν απορριμμένες αλλά η φυσικότητα στα πρόσωπα του Τέρρυ, της eleanna και της titika, δεν τους άφηναν και πολλές επιλογές.
“Ωραία!” συμφώνησε η libra. “Ας βιαστούμε τότε”, είπε και όλοι τρέξανε προς το αυτί της nuitetoile. Ο Τέρρυ για μια ακόμη φορά χρησιμοποίησε το όνομα του Ville για να εμφανιστεί το κουμπί του escape και αφού πιάστηκαν όλοι χέρι-χέρι, ο Τέρρυ πάτησε το κουμπί.
Πίσω από το καλώδιο του router ο Τέρρυ κοίταζε τις κοπέλες σαν χαμένος.
“Και τώρα που είμαστε;”, ρώτησε μη αναγνωρίζοντας το μέρος.
“Τώρα ακολούθησέ μας”, απάντησε η ariel.
“Λοιπόν κορίτσια” ακούστηκε η φωνή της libra “Ξεκινάμε όλες για το forum. Στο 67 δεξιά, στο 228 αριστερά, στο 47 δεξιά και στο 98 αριστερά. Πάμε...”,
“Αχ! Τι καλά! Είναι κοντά στο σπίτι μου”, σχολίασε η eleonor και όλοι πήραν τον δρόμο της επιστροφής.
Όταν έφτασαν πια ο Τέρρυ έμεινε με ανοιχτό το στόμα.
“Καλά, είναι υπέροχο!”, σχολίασε...
“Εσένα Τέρρυ σκεφτήκαμε να σε αφήσουμε στο τμήμα των fanfictions ή στης νουβέλας. Διάλεξε εσύ που θες να πας. Τερρυκό φόρουμ είμαστε σε όλα τα φικ με την Κάντυ καταλήγεις, οπότε διάλεξε όποιο σου αρέσει”, πρότεινε η libra.
Ο Τέρρυ την κοίταξε σκεφτικός. Μετά από λίγο χαμογέλασε και κοίταξε όλες τις κοπέλες που ήταν τριγύρω του.
“Κορίτσια σας ευχαριστώ που με φέρατε εδώ. Είστε όλες υπέροχες. Νιώθω πως η nuit όταν ξυπνήσει θα νιώσει επιτέλους ανάλαφρη. Θα μείνω στο φόρουμ σας γιατί φαίνεστε πολύ όμορφη και δεμένη παρέα και γιατί όσο κι αν γκρίνιαζα, δεν μπορώ να αποχωριστώ τόσο εύκολα τη nuit. Αλλά δεν θα σας πω σε πιο φικ θα εγκατασταθώ. Έτσι θα ξέρετε ότι σε κάποιο από τα φικ του φόρουμ είμαι κι εγώ με την Κάντυ παρέα σας, αλλά δεν θα σας μαρτυρήσω ποτέ ποια είναι η συνέχεια που προτιμώ να έχω με την Κάντυ”.
Οι κοπέλες τον αποχαιρέτησαν και ο Τέρρυ χάθηκε στην ενότητα των FanFictions.
Όταν έφτασαν όλες στο σπίτι συνδέθηκαν αμέσως στο forum (όλες εκτός από την tzenhg13 που έφυγε σερί για γήπεδο και την Odette που βρήκε τον Στήαρ-Βαγγέλη στο ισόγειο να την περιμένει). Εκεί είδαν ότι η nuitetoile είχε ξυπνήσει μέχρι να γυρίσουν και είχε ποστάρει ένα κείμενο στα σχόλια για τα Χριστουγεννιάτικα φικ.
“Σας ευχαριστώ όλες για τα καλά σας σχόλια και χαίρομαι πολύ που σας άρεσαν τα φικ μου, αλλά νομίζω ότι το κουράσαμε το θέμα των Χριστουγέννων και σκέφτηκα να συνεχίσω διαφορετικά. Θυμήθηκα ότι υπάρχει ένα μυθιστόρημα που έγραφα και το έχω αφήσει στη μέση, αλλά τη νύχτα μου ήρθε η ιδέα να σας χρησιμοποιήσω όλες και να σας δώσω από έναν ρόλο στο μυθιστόρημά μου...”
Η libra χαμογέλασε. 'Δεν στερεύει ποτέ αυτό το κορίτσι', σκέφτηκε και έκλεισε τη σελίδα και τον υπολογιστή.
Σε ευχαριστούμε πολύ nuitetoile
Βασίζεται στο φικ που η ίδια έγραψε για μένα (οπότε αν δεν το θυμάστε ρίξτε του μια γρήγορη ανάγνωση ).
Απόδραση από το κεφάλι της nuitetoile
Το καλώδιο είχε γεμίσει με φασαρία. Γέλια, χαχανητά και συζητήσεις ακούγονταν ταυτόχρονα.
"Κορίτσια, λίγο ησυχία... Κορίτσια... να σας μιλήσω λίγο... Καλέ!!! Σταματήστε μισό λεπτό να με ακούσετε", ήταν η φωνή της libra που προσπαθούσε να καλύψει τους υπόλοιπους ήχους αλλά δεν τα κατάφερνε.
"Καλέ ησυχία..." συνέχιζε μάταια....
"Αν δεν ησυχάσετε θα σας μπανάρω όλες", φώναξε δυνατά και ξαφνικά απλώθηκε ησυχία στη γραμμή.
"Επιτέλους", είπε αυστηρά η libra "έχουμε μαζευτεί σήμερα όλες μας εδώ για μια σοβαρή αποστολή".
"libra είμαστε online?" ρώτησε η tzenhg13.
"Ναι, βρισκόμαστε μέσα στην γραμμή του τηλεφώνου αυτή τη στιγμή", απάντησε η libra.
"Και η eleonor και οι υπόλοιπες πως μπορούν να είναι μαζί μας;", ρώτησε η nansecrets.
"Έχουν έρθει μέσα από την ip"
"Αχ τι τέλεια να μπορούμε να συναντηθούμε επιτέλους όλες από κοντά", συμπλήρωσε ενθουσιασμένη η ΜΙΜΙ.
"libra θα μου μάθεις το κόλπο να συναντιέμαι κι εγώ με τον Στήαρ-Βαγγέλη μέσα στο καλώδιο;"
"Odette μου, ξέχνα για λίγο τον Στήαρ-Βαγγέλη και συγκεντρώσου στην αποστολή καλή μου!", υπέδειξε η libra και συνέχισε "Λοιπόν, όπως σας εξήγησα και με pm, είμαστε όλες εδώ σήμερα για να βοηθήσουμε τον Τέρρυ να αποδράσει από το μυαλό της nuitetoile. Η nuitetoile τέλειωσε εχτές με τα fic αλλά μετά από σχεδόν δυο μήνες που έχει κατασκηνώσει ο Τέρρυ στο μυαλό της, της είναι αδύνατον να τον βγάλει μόνη της από εκεί μέσα. Ο Τέρρυ κόβει βόλτες και βαριέται. Αυτό την έριξε πολύ ψυχολογικά και τώρα είναι σχεδόν σε μαύρη κατάθλιψη. Γι'αυτό λοιπόν θα την βοηθήσουμε εμείς".
"Πως θα φτάσουμε μέχρι τη nuit;", ρώτησε η ariel.
Η libra έβγαλε ένα χαρτάκι από την τσέπη της "Εδώ είναι η ip του σπιτιού της. Θα ακολουθήσουμε το καλώδιο μέχρι να φτάσουμε σπίτι της και από εκεί θα μπούμε στο μυαλό της”.
"Και πως θα το κάνουμε αυτό;", ρώτησε η eleanna.
"Με τον τρόπο που με έβαλε η nuit και την πρώτη φορά μέσα στο κεφάλι της. Έτοιμες να ξεκινήσουμε λοιπόν;"
Η libra ξεκίνησε και όλες οι υπόλοιπες κοπέλες ακολουθούσαν... Η γραμμή γέμισε και μια ακόμη φορά χαρούμενες φωνές και γέλια.
Η eleonor πλησίασε την libra: "Ποιος είναι τελικά ο δρόμος για το σπίτι της nuit?"
"Θα προχωρήσουμε όλο ευθεία μέχρι να φτάσουμε στο 193. Εκεί θα στρίψουμε δεξιά και θα πάμε ευθεία μέχρι το 98. Εκεί θα στρίψουμε αριστερά και θα συνεχίσουμε μέχρι το 213 και εκεί πάλι δεξιά μέχρι το 24"
"libra θα είμαστε πίσω μέχρι τις 7; Έχει το Παναθηναϊκός-ΑΕΚ σήμερα", ακούστηκε ανήσυχη η tzenhg13.
"Θα μάθουμε. Προσοχή μη στρίψετε κατά λάθος σε άλλη ip και ψαχνόμαστε", φώναξε η libra, αλλά μόνο όσες ήταν κοντά την άκουσαν. Οι υπόλοιπες γέλαγαν και ακολουθούσαν αφηρημένες συζητώντας και σχολιάζοντας τις τελευταίες εξελίξεις στη νουβέλα της Μιζούκι.
"Με τόσο θόρυβο στη γραμμή πρέπει να έχουμε μπλοκάρει τα downloads όλης της περιοχής", παρατήρησε η eleonor.
"Μην μου το θυμίζεις", αναστέναξε η libra. “Τουλάχιστον είναι για καλό σκοπό.”
"libra μόλις το περάσαμε το 173. Δεν θα στρίψουμε;" ακούστηκε η φωνή της anna.
"Στο 193 στρίβουμε anna", της απάντησε η juliet, που κοίταζε ανήσυχη την αφηρημένη anna, γνωρίζοντας πολύ καλά που βρισκόταν το μυαλό της φίλης της.
Λίγη ώρα αργότερα σταμάτησαν όλες μπροστά στο RJ45 pinάκι του router της nuitetoile.
"Λοιπόν, ησυχία να μην μας ακούσει και ξυπνήσει", φώναξε ψιθυριστά η libra.
"Φτάσαμε. Είστε όλες έτοιμες;" ρώτησε με σοβαρό τόνο η libra. Οι κοπέλες κοιτάχτηκαν και ένευσαν καταφατικά.
"Κάντε όλες έναν κύκλο και πιαστείτε χέρι-χέρι". Οι κοπέλες βρέθηκαν πιασμένες σε έναν μεγάλο κύκλο.
"Με το 3 θα κλείσετε τα μάτια σας και θα σκεφτείτε το Χριστουγεννιάτικο φικ που σας έγραψε η nuit. Η κάθε μία το δικό της. Είστε όλες έτοιμες; 1... 2... 3", μέτρησε η libra και η παρέα διαλύθηκε από το καλώδιο και βρέθηκε μέσα σε ένα σκοτεινό μέρος.
"ΦΩΤΑ!" ακούστηκε η φωνή της libra και αμέσως άναψαν δάδες στους ατελείωτους διαδρόμους. Η libra χαμογέλασε που το κόλπο του Τέρρυ δούλεψε μια χαρά και γι'αυτήν.
Τα κορίτσια κοιτάχτηκαν και χαμογέλασαν. Στη συνέχεια κοίταζαν απορημένες πως είναι το μυαλό της nuitetoile.
"Ουάου! Έχει παντού φωτογραφίες του Ville Valo", σχολίασε η titika.
"Δεν μοιάζει τελικά σε όλες τις φωτό με αδερφή", συμπλήρωσε η nina.
"Λοιπόν κορίτσια, θυμάστε όλες τους ρόλους σας;" ρώτησε η libra.
"Ναι", απάντησαν ομόφωνα οι υπόλοιπες κοπέλες.
Η Nansecrets γύρισε και μίλησε:
"Όσες είστε στην ομάδα μου, να πλησιάσετε κοντά μου", είπε και γρήγορα μαζεύτηκαν κάποιες κοπέλες γύρω της. Το ίδιο έκανε και η eleonor και η libra με τις δικές τους ομάδες.
Όταν έγινε η ανασυγκρότηση, οι ομάδες ξεκίνησαν για να περατώσουν την αποστολή τους.
"Και θυμηθείτε... ραντεβού στο αριστερό αυτί σε 2 ώρες", φώναξε η libra και έφυγε τρέχοντας με την ομάδα της.
Η nan κάθισε στο μπαρ και το ίδιο έκαναν και οι υπόλοιπες κοπέλες. Ο Johnie Depp που καθάριζε τα ποτήρια, τις είδε από το καθρέφτη να απλώνονται στο μπαρ και γύρισε εντυπωσιασμένος.
"Σε τι οφείλω την τιμή;", είπε γοητευτικά ο Johnie κοιτάζοντας τις κοπέλες.
"Είμαστε γυναικοπαρέα και βγήκαμε για ένα ποτό", απάντησε η nan. "Johnie πιάσε από ένα Johnie για όλες μας".
Ο Johnie της έκλεισε το μάτι και γύρισε να πάρει τα ποτήρια.
"Τι ζεστός που είναι ο χώρος;" σχολίασε η anonimous!!.
"Πράγματι πολύ εντυπωσιακός. Σαν να βρίσκεσαι σε πειρατικό καράβι", συμπλήρωσε η adi* και συνέχισε "Εσύ τι λες anna;... Anna?" είπε και κοίταξε προς την πλευρά της anna που καθόταν δίπλα της. Η anna είχε χυθεί κυριολεκτικά στο μπαρ, στηρίζοντας το κεφάλι της με το χέρι της που ήταν πάνω στο μπαρ και κοιτάζοντας εκστασιασμένη τον μπάρμαν που έβαζε τα ποτά.
Η anna αναστέναξε και μην παίρνοντας τα μάτια της από το Johnie είπε "Κοίτα με τι στυλ βάζει τα παγάκια στο ποτήρι!"
Η ΜΙΜΙ την κοίταξε και σχολίασε: "Τα παγάκια; Μα πως θα μπορούσε να εντυπωσιαστεί κάποιος κοιτάζοντας τα παγάκια!!!"
Όταν ο Johnie ακούμπησε τα ποτά στις κοπέλες η Juliet τον φώναξε προς το μέρος της
"Και τώρα θα θέλαμε να το γιορτάσουμε με λίγο Ville..."
Ο Johnie άνοιξε διάπλατα τα μάτια του. "Ville? Όχι άλλο Ville"
"Αν δεν έχει άλλο Ville μπορούμε να πάμε και σε άλλο μπαρ", του είπε αποφασιστικά η geobacter και συμπλήρωσε. "Ville. Τώρα!"
H Nan έκανε και με τα δυο της χέρια το σήμα της νίκης και του φώναξε:
"Το ένα για το Ville και το άλλο για το Valo"
Ο Johnie ξεφύσησε αγανακτισμένος. "Ville Vallo?... Ας τον βάλω", είπε και έβαλε το μιξαρισμένο Cd με τους HIM.
Τα κορίτσια τσούγκρισαν τα ποτήρια τους ικανοποιημένα. Όχι όλες. Η anna παρέμενε ακίνητη στη θέση της γυρνώντας μόνο το κεφάλι προς όποια κατεύθυνση περπάταγε ο Johnie.
"Καλή επιτυχία", ευχήθηκαν και ήπιαν από τα ποτήρια τους.
"Πιο δυνατά", φώναξε η geo και ο Johnie το δυνάμωσε.
Οι κοπέλες έπιναν και γέλαγαν ικανοποιημένες.
Λίγο αργότερα ακούστηκε η φωνή της anonimous!! "Ακόμα πιο δυνατά", είπε και ο Johnie το δυνάμωσε κι άλλο. Σύντομα το μόνο που ακουγόταν στο κεφάλι της Nuitetoile ήταν η μουσική των Him που κάλυπταν όλους τους υπόλοιπους ήχους.
Η ariel μόλις άκουσε στο βάθος τη μουσική να ακούγεται γύρισε προς τη libra. "Τέλεια. Τα κορίτσια τα κατάφεραν. Οι Him κάλυψαν όλους τους υπόλοιπου ήχους".
"Ωραία κορίτσια, αρχίστε να φωνάζετε όσο πιο δυνατά μπορείτε".
"Τέρρυ-Τέρρυυυυυυυυυυυυυ-Τέρυ-Τεεεεεεερυυυυυυυ" άρχισαν να αντηχούν οι φωνές των κοριτσιών στο κεφάλι της nuit καθώς σκορπίζονταν σε διάφορα μέρη.
Ο Τέρρυ που καθόταν μόνος του πάνω σε μια γόμα κοιτούσε βαριεστημένα τριγύρω του.
'Ωραία! Τόσες μέρες γκρίνιαζα που από πρίγκιπας γινόμουν ποδοσφαιριστής και τώρα δεν έχω τι να κάνω!!!', σκεφτόταν όταν άκουσε το όνομά του. Κοίταξε προς το μέρος που ακούγονταν οι φωνές και είδε δυο κοπέλες να τον πλησιάζουν.
"Ποιες είστε εσείς;", ρώτησε με απορία ο Τέρρυ.
"Εγώ είμαι η Ε.Τ και από δω η tania", απάντησε η Ε.Τ.
Ο Τέρρυ τις κοίταξε απορρημένος.
"Ε.Τ και Τάνιαμπελ", είπε η tania και ο Τέρρυ αμέσως χαμογέλασε...
"Α! Σωστά. Τώρα κατάλαβα καλύτερα. Έχουμε ξανασυναντηθεί εμείς. Σε είχε μετατρέψει σε νεράιδα η μουρλοφίλη σας!"
"Ναι, το 'χεις μια χαρά. Ήρθαμε να σε βγάλουμε από εδώ", είπε η ΕΤ.
"Να με βγάλετε; Μα πως;"
"Έχει ένα σχέδιο η libra. Θυμάσαι που την είχες βοηθήσει να φύγει από εδώ;"
"Ναι... ναι... εκείνη η μελαχρινή κοπελίτσα με τα γυαλάκια, που με κοίταγε όλη την ώρα του φικ σαν χαμένη... τη θυμάμαι"
"Ε, λοιπόν δεν σε ξέχασε.. Ήρθε να σε πάρει... Πάμε λοιπόν να συναντήσουμε και τις άλλες", ολοκλήρωσε η tania...
"Που βρίσκονται οι άλλες;", ρώτησε ο Τέρρυ.
"Η eleanna με την titika είναι από την άλλη πλευρά του εγκεφάλου και η libra με την ariel κάνουν κατάδυση", είπε η ΕΤ.
"Τι κάνουν;" ρώτησε σαστισμένος ο Τέρρυ.
"Κατάδυση. Η libra ενθουσιάστηκε την προηγούμενη φορά που ήταν εδώ και ήθελε να δει και τα υποβρύχια τμήματα του εγκεφάλου της nuit. Αφού λοιπόν βεβαιώθηκε ότι υπήρχε πολύς κόσμος για να κάνει τις δουλειές που χρειάζονται, μας έδωσε μια δικαιολογία ότι τάχα θα ψάξει τα υποβρύχια τμήματα του εγκεφάλου της nuit, πήρε και την ariel και πήγανε για κατάδυση", εξήγησε η ΕΤ.
"Κατάλαβα. Κάποιοι ήρθαν για δουλειά και κάποιοι άλλοι για τουρισμό", σχολίασε ο Τέρρυ.
Εκείνη την ώρα ένιωσαν να γυρίζουν όλα για λίγο και τις δυο κοπέλες συγκράτησε ο Τέρρυ για να μην πέσουν.
"Τι συνέβη;" Ρώτησε ανήσυχη η tania.
"Μην τρομάζετε. Δεν είναι τίποτα. Η Nuit άλλαξε πλευρό και μετατοπιστήκαμε λίγο", τις καθησύχασε ο Τέρρυ.
"Ας πηγαίνουμε όμως γιατί πρέπει να συναντήσουμε και τις υπόλοιπες", συμπλήρωσε η tania μόλις συνήλθε λίγο από την απρόσμενη μετατόπιση και όλοι μαζί ξεκίνησαν για το σημείο συνάντησης με την υπόλοιπη ομάδα.
Η eleonor παρατηρούσε προσεχτικά τις πινακίδες στο κεφάλι της nuit.
“ΓΙΑ “ΣΚΕΨΕΙΣ ΓΙΑ ΤΑ ΦΙΚ’’ ΠΗΓΑΙΝΕΤΕ ΕΥΘΕΙΑ’’, διάβασε και γύρισε προς τις υπόλοιπες.
“This way girls”, φώναξε και προχώρησε ευθεία. Οι υπόλοιπες την ακολούθησαν και έφτασαν όλες μαζί στο δωμάτιο με τα φικ. Μόλις μπήκαν μέσα άκουσαν τους Him να ακούγονται παντού...
'Great job ladies' σκέφτηκε η eleonor και μίλησε στις υπόλοιπες κοπέλες.
“Λοιπόν κορίτσια, πρέπει να κινηθούμε γρήγορα. Έχετε φέρει όλες τις γόμες σας;”
Οι κοπέλες απάντησαν καταφατικά, αλλά η odette συμπλήρωσε.
“Εγώ έφερα και το azax για τα τζάμια από το σπίτι”.
Η eleonor την κοίταξε έκπληκτη. “Why did you do that for?”
“Σκέφτηκα ότι μπορεί να χρειαστεί αν δεν είναι αποτελεσματικές οι γόμες”, είπε δειλά ενώ στο νου της πέρασε η τελευταία συζήτηση που είχε με τον Στήαρ-Βαγγέλη πριν αποχωρήσει για τη συνάντηση με τις κοπέλες.
Σ-Β: Μα που θα πας και δεν μπορείς να βγούμε;
Ο: Θα πάω σε μια αποστολή με τις φίλες μου.
Σ-Β: Τι αποστολή δηλαδή; Είναι πιο σημαντική η αποστολή από το να βγεις μαζί μου;
Ο: Μην τα θες όλα δικά σου Στήαρ-Βαγγέλη. Θα πάω με τις φίλες μου να καθαρίσουμε τις σκέψεις της nuitetoile.
Σ-Β: Χμ! Ναι, καλά... Να πάρεις και το azax μαζί σου – είχε πει ο Στήαρ-Βαγγέλης και είχε κλείσει την πόρτα πίσω του με θόρυβο.
“Ελπίζω να έφερες και γόμα”, διέκοψε τις σκέψεις τις odette η φωνή της eleonor.
“Ασφαλώς και έφερα... Έφερα και 2-3 παραπάνω μήπως ξέχασε καμία τη δική της”.
Η eleonor χαμογέλασε ικανοποιημένη με την απάντηση της Odette.
“Εμπρός κορίτσια, ας ξεκινήσουμε. Πρέπει να σβηστούν όλα από αυτούς τους τοίχους”, συμπλήρωσε η eleonor και όλη η ομάδα ξεκίνησε να σβήνει τα πάντα από τους τοίχους αυτού του δωματίου.
Η μουσική των Him ξαφνικά δυνάμωσε κι άλλο.
“Μα ήταν ανάγκη εμείς να καθαρίζουμε με τις γόμες και οι άλλες να τα πίνουν στο μπαρ χωρίς εμάς;”, γκρίνιαξε η tzenh καθώς φανταζόταν μια δροσερή γουλιά Heineken να κατεβαίνει στο λαιμό της.
“Δεν μας εμπιστεύονταν για το μπαρ, γιατί θα το γυρνάγαμε σε μπύρες και θα ξημερώναμε” της απάντησε η c-t.
“Δικαιολογίες για να τεμπελιάσουν” συμπλήρωσε η tzenh.
“Τι να πω κι εγώ tzenh, που στο φικ μου καθάριζα τζάκια και πάνω που πήγα κι εγώ να ξεκουράσω την πλάτη μου από τις δουλειές και να γίνω επιτέλους πριγκιποπούλα, με ξαναρίξατε τα τρίβω τοίχους; Και όχι τίποτε άλλο, αλλά να ακούω και Ville Valo όλη την ώρα... ε, αυτό παραπάει”, γκρίνιαξε η nina.
“What on Earth are they talking about all the time?” ρώτησε την t4e η candyterrry.
“Don't mind them dear. Greeks never do as they are told without mumbling around” απάντησε η t4e στην candyterry και συνέχισαν το σβήσιμο.
Λίγη ώρα αργότερα όλο το δωμάτιο ήταν πεντακάθαρο. Ένιωσαν ξαφνικά τον χώρο να μετατοπίζετε ελαφρώς και τρόμαξαν. Χωρίς να ξέρουν τι να υποθέσουν κοιτάχτηκαν και όταν όλα ηρέμησαν η eleonor έβγαλε ένα σημείωμα από την τσάντα της και ένα μολύβι και ξεκίνησε να αντιγράφει στον τοίχο όσα έγραφε το χαρτί:
“Πολλά χρόνια έμεινα κλεισμένο και κλειδωμένο με αρχαία μάγια σε αυτό εδώ το μέρος, το ξεχασμένο από τον κόσμο. Αφόρητα δεσμά με κρατούσαν αιχμάλωτο, κάνοντας με να πληρώσω το τίμημα της προδοσίας μου.”
Η libra της είχε τονίσει πως δεν έπρεπε να αλλάξει ούτε γραμμή, ούτε κόμμα από το κείμενο. Όταν ολοκλήρωσε το έργο της κοίταξε τις υπόλοιπες κοπέλες και όλες μαζί ξεκίνησαν για το σημείο συνάντησης.
Στο μπαρ τα κορίτσια είχαν ξεσαλώσει. Το ποτό άφθονο και οι κοπέλες διασκέδαζαν με την ψυχή τους. Είχαν τελικά κληρωθεί στην καλύτερη ομάδα, σκέφτονταν καθώς χόρευαν και φλέρταραν με μία ομάδα από βρικόλακες του Vampire Knight που κάθονταν από την άλλη πλευρά του μπαρ. Μόνο η Nan είχε διαρκώς το νου της στο ρολόι για να μην ξεχαστούν και μείνουν παραπάνω από όσο έπρεπε.
Όταν η ώρα πλησίαζε φώναξε τις υπόλοιπες κοπέλες και όλες μαζί σηκώθηκαν για να αποχωρήσουν. Την ώρα που έβγαιναν από το μπαρ ένιωσαν ένα τράνταγμα και παραπάτησαν. Προσπάθησαν να ισορροπήσουν και όλες κοιτάχτηκαν μεταξύ τους για να βεβαιωθούν ότι όλες ήταν καλά.
“Που είναι η anna;” ρώτησε η nan.
Η ΜΙΜΙ δεν την είδε πουθενά τριγύρω. “Προχωρήστε και θα την βρω εγώ” είπε και επέστρεψε προς το μπαρ.
“Θα σας περιμένουμε στο πρώτο σταυροδρόμι”, της φώναξε η nan καθώς η MIMI απομακρυνόταν.
Η MIMI μπήκε στο μπαρ και είδε την anna να κάθεται στη ίδια ακριβώς θέση όπως καθόταν την τελευταία ώρα θαυμάζοντας τον Johnie που μάζευε τα ποτήρια. Η ΜΙΜΙ, χωρίς δεύτερη κουβέντα, την σήκωσε από την καρέκλα και την έσυρε μαζί της έξω από το μπαρ. Το κεφάλι της anna ήταν γυρισμένο προς την κατεύθυνση του μπαρ και όταν πια το μπαρ και ο μπάρμαν χάθηκαν από το οπτικό της πεδίο, γύρισε απορημένη προς τη ΜΙΜΙ: “Που πάμε;”
“Γυρίζουμε, βιάσου, μας περιμένουν οι υπόλοιπες”, της είπε η ΜΙΜΙ.
“Α! Ναι οι υπόλοιπες; Που είναι οι υπόλοιπες?”, ρώτησε η anna με το χαμόγελο ακόμα καρφωμένο στα χείλη της και το βλέμμα της μαγεμένο από το θέαμα που αντίκριζε την τελευταία ώρα.
“Μας περιμένουν πιο μπροστά, έλα, πάμε γρήγορα”, απάντησε η ΜΙΜΙ και συνέχισε να κατευθύνεται βιαστικά προς το σημείο συνάντησης.
Λίγη ώρα αργότερα, λίγο πριν το αριστερό αυτί της nuitetoile η παρέα άρχισε να συγκεντρώνεται. Πρώτη έφτασε η eleonor με την ομάδα της ενώ σχεδόν ταυτόχρονα έφτασε η ΕΤ, η tania και ο Τέρρυ. Οι κοπέλες κοιτάχτηκαν ικανοποιημένες που η αποστολή εξεύρεσης του Τέρρυ είχε πετύχει. Πολύ σύντομα έφτασε και η ομάδα της nansecrets και η libra με την ariel κατενθουσιασμένες.
“Πως τα πήγατε;”, ρώτησε η nan.
“Καλά ο βυθός στο κεφάλι της nuit είναι ΚΑΤΑΠΛΗΚΤΙΚΟΣ. Είδαμε γοργόνες, δελφίνια και διάφορα πλάσματα που δεν υπάρχουν πουθενά αλλού.”, απάντησε η ariel.
“Επί του θέματος;”, συνέχισε η eleonor.
“Επί του θέματος όχι, δεν υπάρχει τίποτα εκεί που να μπλοκάρει τον Τέρρυ”, απάντησε η ariel.
“Είμαστε όλοι εδώ;” ρώτησε η libra.
“Λείπει η eleanna και η titika”, απάντησε η tzenhg13.
Οι κοπέλες κοιτάχτηκαν με απορία.
“Ας τους δώσουμε λίγο χρόνο. Είχαν τη μεγαλύτερη διαδρομή”, συμπλήρωσε η nina και οι υπόλοιπες συμφώνησαν.
Η ώρα πέρναγε πιο αργά πια καθώς οι κοπέλες περίμεναν την άφιξη των δύο κοριτσιών, ενώ κάποιες είχαν αρχίσει να ανησυχούν μήπως οι φίλες τους δεν τα κατάφερναν να γυρίσουν.
Λίγα λεπτά πριν την ολοκλήρωση της διορίας οι δυο κοπέλες εμφανίστηκαν τρέχοντας από μακριά και από πίσω τους υπήρχαν 3 προβατάκια. Η παρέα κοιτάχτηκε απορριμμένη.
“Α! Ο Τάσος, ο Θύμιος και ο Ρένος”, ακούστηκε η φωνή του Τέρρυ. “Τι κάνετε εσείς εδώ;”
“Τα βρήκαμε στην άλλη πλευρά του κεφαλιού της nuit”, απάντησε η eleanna λαχανιασμένη.
“Η nuit κοιμήθηκε νωρίς και αυτά δεν πρόλαβε να τα μετρήσει και έμειναν μέσα”.
“Μας ζήτησαν να τα πάρουμε μαζί μας να βγουν κι αυτά λίγο έξω και υποσχέθηκαν ότι θα γυρίσουν πάλι μόλις ξυπνήσει η nuit μαζί με τα υπόλοιπα”, διευκρίνισε η titika.
Οι υπόλοιπες κοιτάχτηκαν απορριμμένες αλλά η φυσικότητα στα πρόσωπα του Τέρρυ, της eleanna και της titika, δεν τους άφηναν και πολλές επιλογές.
“Ωραία!” συμφώνησε η libra. “Ας βιαστούμε τότε”, είπε και όλοι τρέξανε προς το αυτί της nuitetoile. Ο Τέρρυ για μια ακόμη φορά χρησιμοποίησε το όνομα του Ville για να εμφανιστεί το κουμπί του escape και αφού πιάστηκαν όλοι χέρι-χέρι, ο Τέρρυ πάτησε το κουμπί.
Πίσω από το καλώδιο του router ο Τέρρυ κοίταζε τις κοπέλες σαν χαμένος.
“Και τώρα που είμαστε;”, ρώτησε μη αναγνωρίζοντας το μέρος.
“Τώρα ακολούθησέ μας”, απάντησε η ariel.
“Λοιπόν κορίτσια” ακούστηκε η φωνή της libra “Ξεκινάμε όλες για το forum. Στο 67 δεξιά, στο 228 αριστερά, στο 47 δεξιά και στο 98 αριστερά. Πάμε...”,
“Αχ! Τι καλά! Είναι κοντά στο σπίτι μου”, σχολίασε η eleonor και όλοι πήραν τον δρόμο της επιστροφής.
Όταν έφτασαν πια ο Τέρρυ έμεινε με ανοιχτό το στόμα.
“Καλά, είναι υπέροχο!”, σχολίασε...
“Εσένα Τέρρυ σκεφτήκαμε να σε αφήσουμε στο τμήμα των fanfictions ή στης νουβέλας. Διάλεξε εσύ που θες να πας. Τερρυκό φόρουμ είμαστε σε όλα τα φικ με την Κάντυ καταλήγεις, οπότε διάλεξε όποιο σου αρέσει”, πρότεινε η libra.
Ο Τέρρυ την κοίταξε σκεφτικός. Μετά από λίγο χαμογέλασε και κοίταξε όλες τις κοπέλες που ήταν τριγύρω του.
“Κορίτσια σας ευχαριστώ που με φέρατε εδώ. Είστε όλες υπέροχες. Νιώθω πως η nuit όταν ξυπνήσει θα νιώσει επιτέλους ανάλαφρη. Θα μείνω στο φόρουμ σας γιατί φαίνεστε πολύ όμορφη και δεμένη παρέα και γιατί όσο κι αν γκρίνιαζα, δεν μπορώ να αποχωριστώ τόσο εύκολα τη nuit. Αλλά δεν θα σας πω σε πιο φικ θα εγκατασταθώ. Έτσι θα ξέρετε ότι σε κάποιο από τα φικ του φόρουμ είμαι κι εγώ με την Κάντυ παρέα σας, αλλά δεν θα σας μαρτυρήσω ποτέ ποια είναι η συνέχεια που προτιμώ να έχω με την Κάντυ”.
Οι κοπέλες τον αποχαιρέτησαν και ο Τέρρυ χάθηκε στην ενότητα των FanFictions.
Όταν έφτασαν όλες στο σπίτι συνδέθηκαν αμέσως στο forum (όλες εκτός από την tzenhg13 που έφυγε σερί για γήπεδο και την Odette που βρήκε τον Στήαρ-Βαγγέλη στο ισόγειο να την περιμένει). Εκεί είδαν ότι η nuitetoile είχε ξυπνήσει μέχρι να γυρίσουν και είχε ποστάρει ένα κείμενο στα σχόλια για τα Χριστουγεννιάτικα φικ.
“Σας ευχαριστώ όλες για τα καλά σας σχόλια και χαίρομαι πολύ που σας άρεσαν τα φικ μου, αλλά νομίζω ότι το κουράσαμε το θέμα των Χριστουγέννων και σκέφτηκα να συνεχίσω διαφορετικά. Θυμήθηκα ότι υπάρχει ένα μυθιστόρημα που έγραφα και το έχω αφήσει στη μέση, αλλά τη νύχτα μου ήρθε η ιδέα να σας χρησιμοποιήσω όλες και να σας δώσω από έναν ρόλο στο μυθιστόρημά μου...”
Η libra χαμογέλασε. 'Δεν στερεύει ποτέ αυτό το κορίτσι', σκέφτηκε και έκλεισε τη σελίδα και τον υπολογιστή.
Σε ευχαριστούμε πολύ nuitetoile
Σελίδα 1 από 1
Δικαιώματα σας στην κατηγορία αυτή
Δεν μπορείτε να απαντήσετε στα Θέματα αυτής της Δ.Συζήτησης
Τετ Νοε 13, 2024 6:10 pm από ariel
» Ειναι αγχολυτικη η μικρη ξανθια;
Δευ Νοε 11, 2024 7:38 pm από ariel
» Με ποιον πιστεύετε οτι καταλήγει η Κάντυ στο τέλος;
Τρι Νοε 05, 2024 5:09 pm από ariel
» Τα ομορφότερα Fan Arts
Κυρ Οκτ 27, 2024 10:12 am από Marianna Blue Lagoon
» Γιορτινό Theme
Κυρ Οκτ 06, 2024 8:28 am από Marianna Blue Lagoon
» Κουίζ καντυ
Κυρ Σεπ 15, 2024 12:38 pm από Marianna Blue Lagoon
» Casting...
Δευ Απρ 15, 2024 10:52 pm από ariel
» Τερρο-Δωράκια
Πεμ Μαρ 21, 2024 4:46 pm από Marianna Blue Lagoon
» Ο ΑΝΤΟΝΙ ΓΝΩΡΙΖΕ ΟΤΙ Ο ΑΛΜΠΕΡΤ ΕΙΝΑΙ ΤΗΣ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΣ.ΑΡΑΓΕ ΗΞΕΡΕ ΚΑΙ ΠΩΣ ΕΙΝΑΙ Ο ΘΕΙΟΣ ΟΥΙΛΛΙΑΜ?
Τετ Μαρ 13, 2024 4:06 am από Marianna Blue Lagoon
» Οι ήρωες της Κάντυ και οι άλλοι.
Δευ Μαρ 11, 2024 10:17 pm από ariel
» ποιο πιστευετε οτι είναι το αγαπημενο ποτο του τερρυ;
Σαβ Μαρ 09, 2024 7:05 am από Marianna Blue Lagoon
» Εξώφυλλά του περιοδικού από διάφορες χώρες
Δευ Δεκ 04, 2023 5:12 pm από Marianna Blue Lagoon
» Ο χωρισμός. Επιλογή ή πεπρωμένο;
Παρ Μάης 26, 2023 4:34 pm από Marianna Blue Lagoon
» Ελληνική Έκδοση του περιοδικού
Τετ Φεβ 15, 2023 1:49 pm από Marianna Blue Lagoon
» Σχολια για τις Τερρο-δημιουργιες!
Τρι Ιαν 31, 2023 2:01 pm από Marianna Blue Lagoon
» Χριστουγεννιάτικα αβαταρ
Σαβ Δεκ 10, 2022 2:55 pm από Marianna Blue Lagoon
» Σχόλια για "Μετά από εκείνη τη νύχτα"
Τετ Ιουν 29, 2022 9:12 am από ΜΙΜΙ
» Σε ποιο επεισόδιο βρίσκετε πιο όμορφο τον Τέρρυ ?
Τετ Μάης 25, 2022 12:22 pm από Marianna Blue Lagoon
» Μετά από εκείνη τη νύχτα.
Παρ Μάης 06, 2022 12:00 pm από bettina
» Σχολια για ''η εποχη των ασφοδελων - the season of daffodils (by josephine hymes)
Τετ Σεπ 15, 2021 12:21 pm από stardustia