TGF LOVE TIME
Πρόσφατα Θέματα
Ένα φικ όπως θα το περιμένατε απο την nuitetoile21
Σελίδα 1 από 2
Σελίδα 1 από 2 • 1, 2
Ένα φικ όπως θα το περιμένατε απο την nuitetoile21
Λοιπόν είπα να σας δώσω και την δικιά μου εκδοχή της συνέχειας της Κάντυ. Και οπως θα περιμενατε είναι εντελως μεταφυσικο,σκοτεινό και ολα αυτα τα ομορφα Δεν ξερω αν πρεπει να ανοιξω θεμα με τα σχολια σας ακομα, καθως υπαρχουν πολλα ανολοκληρωτα φικ. Τεσπα, αν θελετε να ανοιξω πειτε το μου ή ανοιξτε εσεις. ΠΡΟΣΟΧΗ: ΚΑΛΥΤΕΡΑ ΝΑ ΜΗΝ ΤΟ ΔΙΑΒΑΣΕΤΕ ΒΡΑΔΥ ( καλα πλακα κανω, ειναι λιγο σκοτεινο, αλλα δεν το παρατραβηξα, δεν μπορω κιολας με αυτα που εχω (τους ηδη χαρακτηρες, την ιστορια κτλ)
Έχει επεξεργασθεί από τον/την nuitetoile21 στις Τετ Νοε 24, 2010 5:11 am, 1 φορά
nuitetoile21- Terry Addict
- Αριθμός μηνυμάτων : 4781
Points : 12188
Ημερομηνία εγγραφής : 06/11/2010
Ηλικία : 41
Τόπος : neverland
Απ: Ένα φικ όπως θα το περιμένατε απο την nuitetoile21
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΡΩΤΟ – ΤΟ ΟΝΕΙΡΟ ΚΑΙ Η ΑΡΧΗ
Η Κάντυ είχε ξαπλώσει εξαντλημένη ύστερα από εκείνη την τόσο περίεργη μέρα. Τόσο αντιφατική, γεμάτη αποκαλύψεις και εναλλασσόμενα συναισθήματα. Χαρά, έκπληξη, λύπη, στεναχώρια, όλα ανακατεύτηκαν και μπερδεύτηκαν μέσα στο κεφάλι της. Προς το τέλος της ημέρας αγωνιούσε να βρεθεί μόνη της, στο παλιό γνώριμο κρεβάτι της, για να βάλει μια τάξη σε όλα αυτά που είχαν συμβεί. Ο Άλμπερτ ήταν ο θετός της πατέρας, ο Άλμπερτ ήταν ο πρίγκιπας του λόφου, ο Άλμπερτ πάντα δίπλα της με την μορφή φίλου ως τότε και τώρα ως πατέρα και νεανικού έρωτα. Μα δεν είχαν σημασία οι λέξεις, ούτε πως θα τον ονόμαζε. Δεν όριζαν οι λέξεις τα συναισθήματα, ούτε τα άλλαζαν.
Μετά ήταν και οι απώλειες.. Ο Άντονυ και ο Στηαρ βρισκόντουσαν ψηλά στον ουρανό, σε έναν κόσμο που εκείνη δεν μπορούσε να πλησιάσει, να αγγίξει. Υπήρχε και η Άννυ με τον Άρτσι, που θα παντρευόντουσαν. Τώρα θα άλλαζε η σχέση της και με εκείνους..ίσως θα έπρεπε να είναι λίγο πιο τυπική με τον Άρτσι για το χατίρι της Άννυ. Όχι ότι πίστευε πως έκανε κάτι κακό, ούτε η Άννυ το πίστευε εξάλλου. Αλλά η Κάντυ ήξερε πως η αδερφική της φίλη βασανιζόταν. Δεν υπήρχε κανένας λόγος για να την αφήσει να υποφέρει έτσι. Έτσι και αλλιώς είτε το ήθελε είτε όχι εκείνοι θα ήταν πια παντρεμένοι και θα έμπαιναν σε έναν άλλον κύκλο ζωής, με άλλες υποχρεώσεις και καθημερινότητα.
Κοίταξε την μορφή που κοιμόταν στο πλάι της. Η Πάτυ είχε κοιμηθεί από ώρα. ‘’Άραγε να ονειρεύεται τον Στηαρ;’’ αναρωτήθηκε η Κάντυ βλέποντας ένα αχνό χαμόγελο στο κοιμισμένο πρόσωπο της φίλης της. Γύρισε από την άλλη πλευρά και σκεπάστηκε με το σεντόνι της καλύτερα, αποφασισμένη να κοιμηθεί. Μα κάθε φορά που έκλεινε τα μάτια της, το πρόσωπο του Τέρρυ εμφανιζόταν μπροστά της. Την πονούσε αυτή η εικόνα για αυτό τα άνοιγε ξανά αμέσως. Και οι ώρες περνούσαν και εκείνη δεν μπορούσε να κοιμηθεί. Όσο πιο πολύ προσπαθούσε να μην σκέφτεται τον Τέρρυ τόσο πιο πολύ τον ένιωθε πλάι της και άκουγε την φωνή του μέσα στο κεφάλι της. Το χέρι της Πάτυ γλίστρησε μέσα στον ύπνο της και της ακούμπησε την πλάτη. Η Κάντυ ανατρίχιασε. Μετά από εκείνον τον φριχτό χωρισμό δεν άντεχε τα αγγίγματα στην πλάτη. Την πλάτη που ο Τέρρυ είχε αγκαλιάσει με τόση αγάπη και πόνο. Όχι, εκείνη η πλάτη άνηκε μόνο στον Τέρρυ.
Διακριτικά απομακρύνθηκε από το χέρι της Πάτυ και έκλεισε τα μάτια της. Ο ύπνος της έκανε την χάρη και την αγκάλιασε. Σύντομα βρισκόταν στις χώρες του ονείρου, μακριά από την πραγματικότητα μιας ημέρας που της έδωσε τόσες χαρές και τόσες λύπες μαζεμένες.
Στο όνειρο της βρέθηκε σε ένα λιβάδι και όλα ήταν ήσυχα και ακούνητα, κάτω από την απουσία του ανέμου . Είδε τον γαλάζιο ουρανό και αισθάνθηκε την ανάγκη να τρέξει πάνω σε αυτό το ατελείωτο πράσινο που υπήρχε κάτω από τα πόδια της. Άρχισε να τρέχει χαρούμενη και ξαφνικά ένιωσε πιο ανάλαφρη, πιο ευτυχισμένη. Τότε ξαφνικά είδε την πόρτα με τα τριαντάφυλλα μπροστά της, την πόρτα του Άντονυ και σταμάτησε. Η πόρτα ήταν καλυμμένη με τα τριαντάφυλλα της, τα ρόδα που ο Άντονυ είχε δημιουργήσει μόνο για εκείνη. Και δίπλα στην πόρτα στεκόταν ένας νεαρός. Ένα ξανθό αγόρι με γαλάζια μάτια που την κοιτούσε με τόση τρυφερότητα και αγάπη που η Κάντυ ένιωσε να της κόβεται η ανάσα.
‘’Άντονυ;’’ ψιθύρισε μη μπορώντας να πιστέψει ότι τον έβλεπε.
Πριν προλάβει το αγόρι να απαντήσει, ένας δυνατός άνεμος σκόρπισε τα τριαντάφυλλα παντού, και η εικόνα άρχισε να χάνεται σιγά σιγά από τα μάτια της. Προσπάθησε να την κρατήσει εκεί, να μείνει λίγο με τον Άντονυ, ήθελε να μείνει με τον Άντονυ, το είχε ανάγκη! Αλλά όλα κατέρρεαν δίπλα της, η πόρτα γκρεμίστηκε και ο Άντονυ εξαφανίστηκε πριν προλάβουν να μιλήσουν. Η Κάντυ έπεσε στο χώμα και άρχισε να κλαίει.
‘’Θα ξανάρθω σύντομα’’ ακούστηκε η φωνή του Άντονυ και η Κάντυ ξύπνησε απότομα τρομαγμένη.
Κοίταξε γύρω της και πήρε μερικές βαθιές ανάσες.
‘’Ήταν απλά ένα όνειρο..Πόσο θα ήθελα να ήταν αλήθεια..Άντονυ, θέλω τόσο να σε δω, να σου μιλήσω..’’ σκέφτηκε η Κάντυ. Έπεσε πάλι πίσω στο μαξιλάρι της και κάτι μπλέχτηκε στα μαλλιά της. Έβαλε το χέρι της απορημένη να δει τι ήταν και ξαφνικά άρχισε να ουρλιάζει.
Η Πάτυ ξύπνησε τρομαγμένη και προσπάθησε να την ηρεμήσει. Η Κάντυ όμως έκλαιγε απαρηγόρητη και δεν μπορούσε να συνέλθει. Μέσα από τους λυγμούς της κατάφερε να πει στην Πάτυ το όνειρο που είχε δει.
‘’Μην στεναχωριέσαι, Κάντυ’’, της είπε η Πάτυ τρυφερά. ‘’Ο Άντονυ εμφανίστηκε στο όνειρο σου, γιατί σου λείπει. Εξάλλου πόσο κακό μπορεί να είναι ένα όνειρο μέσα στο οποίο βρισκόταν ο Άντονυ; Δεν θα σου έκανε ποτέ κακό, θα σε προστάτευε η παρουσία του’’
Η Κάντυ την κοίταξε, προσπαθώντας να χαμογελάσει. Σίγουρα ο Άντονυ θα την προστάτευε από οτιδήποτε. Αλλά αυτός ο άνεμος που σκόρπισε τα πάντα και τα έκανε στάχτη, ήταν τόσο τρομαχτικός. Έπειτα ήταν και κάτι ακόμα, κάτι που δεν ήξερε αν έπρεπε να το πει στην Πάτυ. Θα την περνούσε για τρελή άραγε αν της το έλεγε; Όμως έπρεπε να το πει σε κάποιον! Αν το κρατούσε μέσα της, σίγουρα θα τρελαινόταν κάποια στιγμή. Η Πάτυ ήταν το κατάλληλο άτομο έτσι και αλλιώς. Πάντα λογική, πάντα καλοσυνάτη, δεν θα την παρεξηγούσε και αμέσως θα της έδινε μια λογική εξήγηση.
‘’Μετά έπεσα πάλι να κοιμηθώ και κάτι μπλέχτηκε στα μαλλιά μου. ‘’, ‘άρχισε δισταχτικά να λέει. ’’Το τράβηξα και ήταν αυτό..΄΄ της είπε και έδειξε την σφιχτή της παλάμη μέσα στην οποία κρατούσε ακόμα αυτό που είχε βρει.
Η Πάτυ της πήρε απαλά το χέρι και το άνοιξε. Μέσα βρισκόταν ένα πέταλο από τριαντάφυλλο. Η Πάτυ σάστισε αλλά ήξερε πως δεν υπήρχε χώρος για να πανικοβληθεί και εκείνη. Χαμογέλασε στην Κάντυ και της είπε να μην ανησυχεί. Ήταν καλοκαίρι και είχαν αφήσει ανοιχτά τα παράθυρα, σίγουρα κάποιο αεράκι είχε φέρει το πέταλο ως εκεί.
Η Κάντυ την κοίταξε και ήξερε πως δεν γινόταν να επιμείνει. Καλύτερα να έκανε πως συμφωνούσε. Δεν ήθελε να τρομάξει άλλο την Πάτυ. Της χαμογέλασε και της είπε πως είχε δίκιο. Έπεσαν ξανά για ύπνο και μόλις η Πάτυ κοιμήθηκε η Κάντυ κοίταξε ξανά το πέταλο. Όχι δεν είχε κάνει λάθος, αυτό το πέταλο δεν ήταν από ένα τυχαίο τριαντάφυλλο. Ήταν από την γλυκιά Κάντυ και η Κάντυ ήξερε πολύ καλά πως αυτά τα τριαντάφυλλα είχαν εξαφανιστεί μετά τον θάνατο του Άντονυ, είχαν πεθάνει μαζί του.
Η Κάντυ είχε ξαπλώσει εξαντλημένη ύστερα από εκείνη την τόσο περίεργη μέρα. Τόσο αντιφατική, γεμάτη αποκαλύψεις και εναλλασσόμενα συναισθήματα. Χαρά, έκπληξη, λύπη, στεναχώρια, όλα ανακατεύτηκαν και μπερδεύτηκαν μέσα στο κεφάλι της. Προς το τέλος της ημέρας αγωνιούσε να βρεθεί μόνη της, στο παλιό γνώριμο κρεβάτι της, για να βάλει μια τάξη σε όλα αυτά που είχαν συμβεί. Ο Άλμπερτ ήταν ο θετός της πατέρας, ο Άλμπερτ ήταν ο πρίγκιπας του λόφου, ο Άλμπερτ πάντα δίπλα της με την μορφή φίλου ως τότε και τώρα ως πατέρα και νεανικού έρωτα. Μα δεν είχαν σημασία οι λέξεις, ούτε πως θα τον ονόμαζε. Δεν όριζαν οι λέξεις τα συναισθήματα, ούτε τα άλλαζαν.
Μετά ήταν και οι απώλειες.. Ο Άντονυ και ο Στηαρ βρισκόντουσαν ψηλά στον ουρανό, σε έναν κόσμο που εκείνη δεν μπορούσε να πλησιάσει, να αγγίξει. Υπήρχε και η Άννυ με τον Άρτσι, που θα παντρευόντουσαν. Τώρα θα άλλαζε η σχέση της και με εκείνους..ίσως θα έπρεπε να είναι λίγο πιο τυπική με τον Άρτσι για το χατίρι της Άννυ. Όχι ότι πίστευε πως έκανε κάτι κακό, ούτε η Άννυ το πίστευε εξάλλου. Αλλά η Κάντυ ήξερε πως η αδερφική της φίλη βασανιζόταν. Δεν υπήρχε κανένας λόγος για να την αφήσει να υποφέρει έτσι. Έτσι και αλλιώς είτε το ήθελε είτε όχι εκείνοι θα ήταν πια παντρεμένοι και θα έμπαιναν σε έναν άλλον κύκλο ζωής, με άλλες υποχρεώσεις και καθημερινότητα.
Κοίταξε την μορφή που κοιμόταν στο πλάι της. Η Πάτυ είχε κοιμηθεί από ώρα. ‘’Άραγε να ονειρεύεται τον Στηαρ;’’ αναρωτήθηκε η Κάντυ βλέποντας ένα αχνό χαμόγελο στο κοιμισμένο πρόσωπο της φίλης της. Γύρισε από την άλλη πλευρά και σκεπάστηκε με το σεντόνι της καλύτερα, αποφασισμένη να κοιμηθεί. Μα κάθε φορά που έκλεινε τα μάτια της, το πρόσωπο του Τέρρυ εμφανιζόταν μπροστά της. Την πονούσε αυτή η εικόνα για αυτό τα άνοιγε ξανά αμέσως. Και οι ώρες περνούσαν και εκείνη δεν μπορούσε να κοιμηθεί. Όσο πιο πολύ προσπαθούσε να μην σκέφτεται τον Τέρρυ τόσο πιο πολύ τον ένιωθε πλάι της και άκουγε την φωνή του μέσα στο κεφάλι της. Το χέρι της Πάτυ γλίστρησε μέσα στον ύπνο της και της ακούμπησε την πλάτη. Η Κάντυ ανατρίχιασε. Μετά από εκείνον τον φριχτό χωρισμό δεν άντεχε τα αγγίγματα στην πλάτη. Την πλάτη που ο Τέρρυ είχε αγκαλιάσει με τόση αγάπη και πόνο. Όχι, εκείνη η πλάτη άνηκε μόνο στον Τέρρυ.
Διακριτικά απομακρύνθηκε από το χέρι της Πάτυ και έκλεισε τα μάτια της. Ο ύπνος της έκανε την χάρη και την αγκάλιασε. Σύντομα βρισκόταν στις χώρες του ονείρου, μακριά από την πραγματικότητα μιας ημέρας που της έδωσε τόσες χαρές και τόσες λύπες μαζεμένες.
Στο όνειρο της βρέθηκε σε ένα λιβάδι και όλα ήταν ήσυχα και ακούνητα, κάτω από την απουσία του ανέμου . Είδε τον γαλάζιο ουρανό και αισθάνθηκε την ανάγκη να τρέξει πάνω σε αυτό το ατελείωτο πράσινο που υπήρχε κάτω από τα πόδια της. Άρχισε να τρέχει χαρούμενη και ξαφνικά ένιωσε πιο ανάλαφρη, πιο ευτυχισμένη. Τότε ξαφνικά είδε την πόρτα με τα τριαντάφυλλα μπροστά της, την πόρτα του Άντονυ και σταμάτησε. Η πόρτα ήταν καλυμμένη με τα τριαντάφυλλα της, τα ρόδα που ο Άντονυ είχε δημιουργήσει μόνο για εκείνη. Και δίπλα στην πόρτα στεκόταν ένας νεαρός. Ένα ξανθό αγόρι με γαλάζια μάτια που την κοιτούσε με τόση τρυφερότητα και αγάπη που η Κάντυ ένιωσε να της κόβεται η ανάσα.
‘’Άντονυ;’’ ψιθύρισε μη μπορώντας να πιστέψει ότι τον έβλεπε.
Πριν προλάβει το αγόρι να απαντήσει, ένας δυνατός άνεμος σκόρπισε τα τριαντάφυλλα παντού, και η εικόνα άρχισε να χάνεται σιγά σιγά από τα μάτια της. Προσπάθησε να την κρατήσει εκεί, να μείνει λίγο με τον Άντονυ, ήθελε να μείνει με τον Άντονυ, το είχε ανάγκη! Αλλά όλα κατέρρεαν δίπλα της, η πόρτα γκρεμίστηκε και ο Άντονυ εξαφανίστηκε πριν προλάβουν να μιλήσουν. Η Κάντυ έπεσε στο χώμα και άρχισε να κλαίει.
‘’Θα ξανάρθω σύντομα’’ ακούστηκε η φωνή του Άντονυ και η Κάντυ ξύπνησε απότομα τρομαγμένη.
Κοίταξε γύρω της και πήρε μερικές βαθιές ανάσες.
‘’Ήταν απλά ένα όνειρο..Πόσο θα ήθελα να ήταν αλήθεια..Άντονυ, θέλω τόσο να σε δω, να σου μιλήσω..’’ σκέφτηκε η Κάντυ. Έπεσε πάλι πίσω στο μαξιλάρι της και κάτι μπλέχτηκε στα μαλλιά της. Έβαλε το χέρι της απορημένη να δει τι ήταν και ξαφνικά άρχισε να ουρλιάζει.
Η Πάτυ ξύπνησε τρομαγμένη και προσπάθησε να την ηρεμήσει. Η Κάντυ όμως έκλαιγε απαρηγόρητη και δεν μπορούσε να συνέλθει. Μέσα από τους λυγμούς της κατάφερε να πει στην Πάτυ το όνειρο που είχε δει.
‘’Μην στεναχωριέσαι, Κάντυ’’, της είπε η Πάτυ τρυφερά. ‘’Ο Άντονυ εμφανίστηκε στο όνειρο σου, γιατί σου λείπει. Εξάλλου πόσο κακό μπορεί να είναι ένα όνειρο μέσα στο οποίο βρισκόταν ο Άντονυ; Δεν θα σου έκανε ποτέ κακό, θα σε προστάτευε η παρουσία του’’
Η Κάντυ την κοίταξε, προσπαθώντας να χαμογελάσει. Σίγουρα ο Άντονυ θα την προστάτευε από οτιδήποτε. Αλλά αυτός ο άνεμος που σκόρπισε τα πάντα και τα έκανε στάχτη, ήταν τόσο τρομαχτικός. Έπειτα ήταν και κάτι ακόμα, κάτι που δεν ήξερε αν έπρεπε να το πει στην Πάτυ. Θα την περνούσε για τρελή άραγε αν της το έλεγε; Όμως έπρεπε να το πει σε κάποιον! Αν το κρατούσε μέσα της, σίγουρα θα τρελαινόταν κάποια στιγμή. Η Πάτυ ήταν το κατάλληλο άτομο έτσι και αλλιώς. Πάντα λογική, πάντα καλοσυνάτη, δεν θα την παρεξηγούσε και αμέσως θα της έδινε μια λογική εξήγηση.
‘’Μετά έπεσα πάλι να κοιμηθώ και κάτι μπλέχτηκε στα μαλλιά μου. ‘’, ‘άρχισε δισταχτικά να λέει. ’’Το τράβηξα και ήταν αυτό..΄΄ της είπε και έδειξε την σφιχτή της παλάμη μέσα στην οποία κρατούσε ακόμα αυτό που είχε βρει.
Η Πάτυ της πήρε απαλά το χέρι και το άνοιξε. Μέσα βρισκόταν ένα πέταλο από τριαντάφυλλο. Η Πάτυ σάστισε αλλά ήξερε πως δεν υπήρχε χώρος για να πανικοβληθεί και εκείνη. Χαμογέλασε στην Κάντυ και της είπε να μην ανησυχεί. Ήταν καλοκαίρι και είχαν αφήσει ανοιχτά τα παράθυρα, σίγουρα κάποιο αεράκι είχε φέρει το πέταλο ως εκεί.
Η Κάντυ την κοίταξε και ήξερε πως δεν γινόταν να επιμείνει. Καλύτερα να έκανε πως συμφωνούσε. Δεν ήθελε να τρομάξει άλλο την Πάτυ. Της χαμογέλασε και της είπε πως είχε δίκιο. Έπεσαν ξανά για ύπνο και μόλις η Πάτυ κοιμήθηκε η Κάντυ κοίταξε ξανά το πέταλο. Όχι δεν είχε κάνει λάθος, αυτό το πέταλο δεν ήταν από ένα τυχαίο τριαντάφυλλο. Ήταν από την γλυκιά Κάντυ και η Κάντυ ήξερε πολύ καλά πως αυτά τα τριαντάφυλλα είχαν εξαφανιστεί μετά τον θάνατο του Άντονυ, είχαν πεθάνει μαζί του.
nuitetoile21- Terry Addict
- Αριθμός μηνυμάτων : 4781
Points : 12188
Ημερομηνία εγγραφής : 06/11/2010
Ηλικία : 41
Τόπος : neverland
Απ: Ένα φικ όπως θα το περιμένατε απο την nuitetoile21
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΕΥΤΕΡΟ: ΣΥΖΗΤΗΣΗ ΠΑΝΩ ΣΤΟΝ ΑΝΕΜΟ
Την ίδια ώρα, πάνω από το σπίτι του Μικρού Αλόγου, είχαν σταθεί δύο σύννεφα, ακίνητα, σαν φρουροί, ανάμεσα στα αστέρια, το φύλαγαν από τα πλάσματα της νύχτας. Πάνω στα σύννεφα, δύο μορφές ήταν καθισμένες πλάι πλάι, δύο αγόρια. Το ένα αγόρι, κοιτούσε χαμογελώντας κάτω, το μικρό σπίτι. Το άλλο είχε μια έκφραση λύπης στο πρόσωπο του.
‘’Η Πάτυ ξέρει ότι είμαι εδώ’’, είπε χαμογελώντας το πρώτο αγόρι. ‘’Την βλέπω που κοιμάται και χαμογελάει, νιώθει την παρουσία μου.’’
‘’Γιατί δεν με άφησες να της μιλήσω;’’ Ρώτησε το άλλο αγόρι εκνευρισμένο.
‘’Άντονυ..σου είχα πει από την αρχή ότι δεν συμφωνώ καθόλου με αυτό που θέλεις να κάνεις’’, απάντησε ο Στηαρ και το πρόσωπο του σοβάρεψε.
‘’Είχες πει ότι δεν θα με σταματούσες’’ συνέχισε ο Άντονυ πεισμωμένος.
‘’Δεν σε σταμάτησα εγώ Άντονυ’’ είπε ο Στηαρ.
Ο Άντονυ γύρισε και τον κοίταξε έκπληκτος.
‘’Και αν όχι εσύ, τότε ποιος; Ποιος έστειλε τον άνεμο;’’
Ο Στηαρ τον κοίταξε, μην ξέροντας αν έπρεπε να του απαντήσει.
‘’ΠΟΙΟΣ; ΠΕΣ ΜΟΥ ΠΟΙΟΣ!’’ άρχισε να φωνάζει ο Άντονυ.
Ο Στηαρ κατέβασε το κεφάλι του και είπε σχεδόν ψιθυριστά ‘’ Ο Τέρρυ’’.
Ο Άντονυ τον κοίταξε για μια στιγμή, ανήμπορος να πιστέψει αυτό που άκουγε και ύστερα ξέσπασε σε τρανταχτά γέλια.
‘’Ο Τέρρυ!! Ο Τέρρυ!!’’, έλεγε συνέχεια και προσπαθούσε να κρατήσει τα δάκρυα που του έφερνε το γέλιο. ‘’ Ο Τέρρυ δεν μπορεί να κάνει τίποτα εδώ. Ο Τέρρυ δεν είναι νεκρός. Ούτε που φαντάζεται τι μπορώ να κάνω!’’, είπε στον Στηαρ επιθετικά.
‘’Άντονυ, δεν καταλαβαίνεις. Δεν πρέπει να συνεχίσεις. Δεν πρέπει να επέμβεις’’, ο Στηαρ προσπάθησε ακόμα μια φορά να τον λογικέψει.
‘’Εγώ θα την πάρω μακριά Στηαρ, δεν θα την αφήσω να πονάει άλλο. Και ας προσπαθήσει ο Τέρρυ να έρθει να την πάρει. Για να δούμε, θα έρθει; Ή θα την αρνηθεί και στον κόσμο των νεκρών;’’
‘’Δεν την αρνήθηκε..’’ είπε ο Στηαρ αλλά πριν τελειώσει την φράση του ο Άντονυ έγινε άνεμος και εξαφανίστηκε, αφήνοντας τον μόνο πάνω στο σύννεφο.
Την ίδια ώρα, πάνω από το σπίτι του Μικρού Αλόγου, είχαν σταθεί δύο σύννεφα, ακίνητα, σαν φρουροί, ανάμεσα στα αστέρια, το φύλαγαν από τα πλάσματα της νύχτας. Πάνω στα σύννεφα, δύο μορφές ήταν καθισμένες πλάι πλάι, δύο αγόρια. Το ένα αγόρι, κοιτούσε χαμογελώντας κάτω, το μικρό σπίτι. Το άλλο είχε μια έκφραση λύπης στο πρόσωπο του.
‘’Η Πάτυ ξέρει ότι είμαι εδώ’’, είπε χαμογελώντας το πρώτο αγόρι. ‘’Την βλέπω που κοιμάται και χαμογελάει, νιώθει την παρουσία μου.’’
‘’Γιατί δεν με άφησες να της μιλήσω;’’ Ρώτησε το άλλο αγόρι εκνευρισμένο.
‘’Άντονυ..σου είχα πει από την αρχή ότι δεν συμφωνώ καθόλου με αυτό που θέλεις να κάνεις’’, απάντησε ο Στηαρ και το πρόσωπο του σοβάρεψε.
‘’Είχες πει ότι δεν θα με σταματούσες’’ συνέχισε ο Άντονυ πεισμωμένος.
‘’Δεν σε σταμάτησα εγώ Άντονυ’’ είπε ο Στηαρ.
Ο Άντονυ γύρισε και τον κοίταξε έκπληκτος.
‘’Και αν όχι εσύ, τότε ποιος; Ποιος έστειλε τον άνεμο;’’
Ο Στηαρ τον κοίταξε, μην ξέροντας αν έπρεπε να του απαντήσει.
‘’ΠΟΙΟΣ; ΠΕΣ ΜΟΥ ΠΟΙΟΣ!’’ άρχισε να φωνάζει ο Άντονυ.
Ο Στηαρ κατέβασε το κεφάλι του και είπε σχεδόν ψιθυριστά ‘’ Ο Τέρρυ’’.
Ο Άντονυ τον κοίταξε για μια στιγμή, ανήμπορος να πιστέψει αυτό που άκουγε και ύστερα ξέσπασε σε τρανταχτά γέλια.
‘’Ο Τέρρυ!! Ο Τέρρυ!!’’, έλεγε συνέχεια και προσπαθούσε να κρατήσει τα δάκρυα που του έφερνε το γέλιο. ‘’ Ο Τέρρυ δεν μπορεί να κάνει τίποτα εδώ. Ο Τέρρυ δεν είναι νεκρός. Ούτε που φαντάζεται τι μπορώ να κάνω!’’, είπε στον Στηαρ επιθετικά.
‘’Άντονυ, δεν καταλαβαίνεις. Δεν πρέπει να συνεχίσεις. Δεν πρέπει να επέμβεις’’, ο Στηαρ προσπάθησε ακόμα μια φορά να τον λογικέψει.
‘’Εγώ θα την πάρω μακριά Στηαρ, δεν θα την αφήσω να πονάει άλλο. Και ας προσπαθήσει ο Τέρρυ να έρθει να την πάρει. Για να δούμε, θα έρθει; Ή θα την αρνηθεί και στον κόσμο των νεκρών;’’
‘’Δεν την αρνήθηκε..’’ είπε ο Στηαρ αλλά πριν τελειώσει την φράση του ο Άντονυ έγινε άνεμος και εξαφανίστηκε, αφήνοντας τον μόνο πάνω στο σύννεφο.
nuitetoile21- Terry Addict
- Αριθμός μηνυμάτων : 4781
Points : 12188
Ημερομηνία εγγραφής : 06/11/2010
Ηλικία : 41
Τόπος : neverland
Απ: Ένα φικ όπως θα το περιμένατε απο την nuitetoile21
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΡΙΤΟ: ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΣΕ ΜΙΑ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ;
Η Κάντυ άνοιξε τα μάτια της και ένιωσε αμέσως ότι ο εφιάλτης της προηγούμενης μέρας είχε παρασυρθεί από το αεράκι που φυσούσε έξω από το σπίτι, μακριά της. Αποφασισμένη να μην την πτοήσει το τρομερό όνειρο που είχε δει, σηκώθηκε όλο ζωντάνια, πηδώντας από το κρεβάτι.
‘’Τι όμορφη μέρα!’’ φώναξε χαρούμενη, κοιτάζοντας έξω από το παράθυρο. Όλα έμοιαζαν τόσο ήρεμα εκεί έξω, παραδομένα στην γλυκιά νύστα του καλοκαιριού. Αλλά το χαμόγελο πάγωσε ξαφνικά στα χείλη της.
‘’Δεν μπορεί! Δεν μπορεί!’’ φώναξε και βγήκε τρέχοντας έξω από το μικρό σπίτι, αφήνοντας την Πάτυ να την κοιτάει σαστισμένη.
Η Πάτυ πλησίασε το παράθυρο που μέχρι πριν στεκόταν η Κάντυ και κοίταξε έξω, απορώντας τι μπορεί να είδε η φίλη της. Τι μπορεί να ήταν αυτό που την πανικόβαλε τόσο πολύ; Δεν είδε τίποτα, δεν υπήρχε τίποτα. Όλα έμοιαζαν απελπιστικά ίδια και ήρεμα. Ξαφνικά, σαν να την τσίμπησε κάποιος, άρχισε και εκείνη να τρέχει προς την κατεύθυνση που είχε τρέξει πριν λίγο η Κάντυ. Μπορεί να μην είδε κάτι το παράξενο έξω από το παράθυρο, αλλά κάτι της έλεγε ότι έπρεπε να είναι κοντά στην Κάντυ.
Η Κάντυ έτρεχε με όλη της την δύναμη και μέσα της το ‘’δεν μπορεί’’ επαναλαμβανόταν διαρκώς. Μα ήταν δυνατό να είχε δει τον Άντονυ να την περιμένει σε εκείνο το δέντρο; Η λογική της, της έλεγε πως όχι, αλλά τα μάτια της, της έλεγαν πως ήταν εκεί. Ο Άντονυ ήταν εκεί και την περίμενε.
Όχι όπως ήταν κάποτε, όχι . Αλλά αυτή η σχεδόν διάφανη μορφή που στεκόταν εκεί, ήταν ο Άντονυ! Δεν υπήρχε καμιά αμφιβολία. Και η ανάγκη της Κάντυ να τον δει έστω και για λίγο, παρέβλεψε την λογική της και την έκανε να τρέχει ακόμα πιο γρήγορα, αγνοώντας τις φωνές της Πάτυ που προσπαθούσε με δυσκολία να την φτάσει.
Φτάνοντας στο δέντρο όμως, ο Άντονυ άρχισε να ξεθωριάζει και να εξαφανίζεται. ‘’Όχι’’ σκέφτηκε η Κάντυ. ‘’ΟΧΙ, αυτή την φορά θα σε προλάβω Άντονυ! Κρατήσου λίγο ακόμα εκεί!’’
Όταν τελικά έφτασε λαχανιασμένη στο δέντρο δεν υπήρχε κανείς. Έκατσε στο χώμα και άρχισε να κλαίει με αναφιλητά. Ένιωσε το ζεστό χέρι της Πάτυ να την αγκαλιάζει και έκρυψε το πρόσωπο της στον ώμο της φίλης της.
‘’Είμαι τρελή! Είμαι τρελή!’’, μουρμούριζε.
Η Πάτυ δεν μιλούσε. Την άφησε να κλάψει, να ξεσπάσει. Και όταν τα δάκρυα στέρεψαν την ρώτησε απαλά τι είχε γίνει.
‘’Πάτυ..νόμιζα ότι είδα τον Άντονυ, να με περιμένει κάτω από αυτό το δέντρο. Έτρεχα να τον προφτάσω, αλλά όταν ήρθα εδώ, είχε εξαφανιστεί.’’
Η Πάτυ δεν απάντησε. Θυμήθηκε μόνο ότι πριν στο δωμάτιο, λίγο πριν νιώσει την ανάγκη να κυνηγήσει την Κάντυ, είχε νιώσει έντονα την παρουσία του Στηαρ.
‘’Κάντυ, μην κλαις, σε παρακαλώ. Δεν συμβαίνει τίποτα που να σε κάνει να ανησυχείς. Έγιναν τόσα πολλά τον τελευταίο καιρό και ίσως ένιωσες την ανάγκη να δεις τον Άντονυ. Αυτό είναι όλο, τίποτα παραπάνω. Απλά χρειάζεσαι λίγη ξεκούραση και μετά θα δεις όλα θα φτιάξουν!’’, της είπε η Πάτυ.
‘’Μην το πεις στον Άλμπερτ, σε παρακαλώ..Δεν θέλω να ανησυχήσει..’’
‘’Δεν θα πω τίποτα, μην ανησυχείς. Δεν υπάρχει και τίποτα να πω έτσι και αλλιώς σε κανέναν. Θα ξεκουραστείς λίγες μέρες και μετά όλα θα είναι όπως πριν’’, είπε η Πάτυ, αν και μέσα της σκεφτόταν πως αν η Κάντυ συνέχιζε να βλέπει τον Άντονυ, ίσως θα ήταν καλύτερα να ενημέρωνε τον Άλμπερτ. Εκείνος πάντα έβρισκε τι να της πει για να την ηρεμήσει. Και η Πάτυ το μόνο που ήθελε ήταν να δει την Κάντυ ήρεμη και ευτυχισμένη ξανά.
Η Κάντυ στηρίχτηκε πάνω στην Πάτυ και έτσι αγκαλιασμένες γύρισαν σιγά σιγά στο σπίτι του μικρού αλόγου.
Πάνω στο δέντρο δύο άυλες μορφές τις παρακολουθούσαν καθώς έφευγαν.
‘’Εσύ έστειλες την Πάτυ;’’ Ρώτησε ο Άντονυ.
‘’Ναι, εγώ την έστειλα. Μπήκα στο δωμάτιο και την έκανα να ανησυχήσει για την Κάντυ. ‘’είπε ο Στηαρ. ‘’Δεν βλέπεις ότι κοντεύει να τρελαθεί; Άντονυ, σε παρακαλώ, άφησε την ήσυχη. Δεν έχουμε κανένα δικαίωμα να επεμβαίνουμε στις ζωές των ζωντανών.’’
Ο Άντονυ κοίταζε τις δυο φιγούρες που ξεμάκραιναν.
‘’Έχεις δίκιο, κοντεύει να τρελαθεί. Αλλά δεν θα την αφήσω. Είναι δυστυχισμένη, δεν το βλέπεις; ‘’
‘’Μα Άντονυ, δεν μπορούμε να..’’
‘’Τι με σταμάτησε πάλι; Γιατί εξαφανίστηκα; Ένιωσα σαν κάποιος να με έσβηνε.’’
‘’ Δεν θες να καταλάβεις Άντονυ; Ο Τέρρυ, ο Τέρρυ σε εμποδίζει.’’ Είπε ο Στηαρ.
‘’Όχι, αποκλείεται. Ο Τέρρυ διάλεξε και θα μείνει εκεί που είναι’’ είπε ο Άντονυ αποφασιστικά.
‘’Ναι, ο Τέρρυ διάλεξε, αλλά..’’ πριν προλάβει να ολοκληρώσει την φράση του ο Στηαρ, ο Άντονυ είχε εξαφανιστεί στον ουρανό.
Ο Στηαρ αναστέναξε. ‘’Μα γιατί δεν με ακούς; Γιατί;’’
Η Κάντυ άνοιξε τα μάτια της και ένιωσε αμέσως ότι ο εφιάλτης της προηγούμενης μέρας είχε παρασυρθεί από το αεράκι που φυσούσε έξω από το σπίτι, μακριά της. Αποφασισμένη να μην την πτοήσει το τρομερό όνειρο που είχε δει, σηκώθηκε όλο ζωντάνια, πηδώντας από το κρεβάτι.
‘’Τι όμορφη μέρα!’’ φώναξε χαρούμενη, κοιτάζοντας έξω από το παράθυρο. Όλα έμοιαζαν τόσο ήρεμα εκεί έξω, παραδομένα στην γλυκιά νύστα του καλοκαιριού. Αλλά το χαμόγελο πάγωσε ξαφνικά στα χείλη της.
‘’Δεν μπορεί! Δεν μπορεί!’’ φώναξε και βγήκε τρέχοντας έξω από το μικρό σπίτι, αφήνοντας την Πάτυ να την κοιτάει σαστισμένη.
Η Πάτυ πλησίασε το παράθυρο που μέχρι πριν στεκόταν η Κάντυ και κοίταξε έξω, απορώντας τι μπορεί να είδε η φίλη της. Τι μπορεί να ήταν αυτό που την πανικόβαλε τόσο πολύ; Δεν είδε τίποτα, δεν υπήρχε τίποτα. Όλα έμοιαζαν απελπιστικά ίδια και ήρεμα. Ξαφνικά, σαν να την τσίμπησε κάποιος, άρχισε και εκείνη να τρέχει προς την κατεύθυνση που είχε τρέξει πριν λίγο η Κάντυ. Μπορεί να μην είδε κάτι το παράξενο έξω από το παράθυρο, αλλά κάτι της έλεγε ότι έπρεπε να είναι κοντά στην Κάντυ.
Η Κάντυ έτρεχε με όλη της την δύναμη και μέσα της το ‘’δεν μπορεί’’ επαναλαμβανόταν διαρκώς. Μα ήταν δυνατό να είχε δει τον Άντονυ να την περιμένει σε εκείνο το δέντρο; Η λογική της, της έλεγε πως όχι, αλλά τα μάτια της, της έλεγαν πως ήταν εκεί. Ο Άντονυ ήταν εκεί και την περίμενε.
Όχι όπως ήταν κάποτε, όχι . Αλλά αυτή η σχεδόν διάφανη μορφή που στεκόταν εκεί, ήταν ο Άντονυ! Δεν υπήρχε καμιά αμφιβολία. Και η ανάγκη της Κάντυ να τον δει έστω και για λίγο, παρέβλεψε την λογική της και την έκανε να τρέχει ακόμα πιο γρήγορα, αγνοώντας τις φωνές της Πάτυ που προσπαθούσε με δυσκολία να την φτάσει.
Φτάνοντας στο δέντρο όμως, ο Άντονυ άρχισε να ξεθωριάζει και να εξαφανίζεται. ‘’Όχι’’ σκέφτηκε η Κάντυ. ‘’ΟΧΙ, αυτή την φορά θα σε προλάβω Άντονυ! Κρατήσου λίγο ακόμα εκεί!’’
Όταν τελικά έφτασε λαχανιασμένη στο δέντρο δεν υπήρχε κανείς. Έκατσε στο χώμα και άρχισε να κλαίει με αναφιλητά. Ένιωσε το ζεστό χέρι της Πάτυ να την αγκαλιάζει και έκρυψε το πρόσωπο της στον ώμο της φίλης της.
‘’Είμαι τρελή! Είμαι τρελή!’’, μουρμούριζε.
Η Πάτυ δεν μιλούσε. Την άφησε να κλάψει, να ξεσπάσει. Και όταν τα δάκρυα στέρεψαν την ρώτησε απαλά τι είχε γίνει.
‘’Πάτυ..νόμιζα ότι είδα τον Άντονυ, να με περιμένει κάτω από αυτό το δέντρο. Έτρεχα να τον προφτάσω, αλλά όταν ήρθα εδώ, είχε εξαφανιστεί.’’
Η Πάτυ δεν απάντησε. Θυμήθηκε μόνο ότι πριν στο δωμάτιο, λίγο πριν νιώσει την ανάγκη να κυνηγήσει την Κάντυ, είχε νιώσει έντονα την παρουσία του Στηαρ.
‘’Κάντυ, μην κλαις, σε παρακαλώ. Δεν συμβαίνει τίποτα που να σε κάνει να ανησυχείς. Έγιναν τόσα πολλά τον τελευταίο καιρό και ίσως ένιωσες την ανάγκη να δεις τον Άντονυ. Αυτό είναι όλο, τίποτα παραπάνω. Απλά χρειάζεσαι λίγη ξεκούραση και μετά θα δεις όλα θα φτιάξουν!’’, της είπε η Πάτυ.
‘’Μην το πεις στον Άλμπερτ, σε παρακαλώ..Δεν θέλω να ανησυχήσει..’’
‘’Δεν θα πω τίποτα, μην ανησυχείς. Δεν υπάρχει και τίποτα να πω έτσι και αλλιώς σε κανέναν. Θα ξεκουραστείς λίγες μέρες και μετά όλα θα είναι όπως πριν’’, είπε η Πάτυ, αν και μέσα της σκεφτόταν πως αν η Κάντυ συνέχιζε να βλέπει τον Άντονυ, ίσως θα ήταν καλύτερα να ενημέρωνε τον Άλμπερτ. Εκείνος πάντα έβρισκε τι να της πει για να την ηρεμήσει. Και η Πάτυ το μόνο που ήθελε ήταν να δει την Κάντυ ήρεμη και ευτυχισμένη ξανά.
Η Κάντυ στηρίχτηκε πάνω στην Πάτυ και έτσι αγκαλιασμένες γύρισαν σιγά σιγά στο σπίτι του μικρού αλόγου.
Πάνω στο δέντρο δύο άυλες μορφές τις παρακολουθούσαν καθώς έφευγαν.
‘’Εσύ έστειλες την Πάτυ;’’ Ρώτησε ο Άντονυ.
‘’Ναι, εγώ την έστειλα. Μπήκα στο δωμάτιο και την έκανα να ανησυχήσει για την Κάντυ. ‘’είπε ο Στηαρ. ‘’Δεν βλέπεις ότι κοντεύει να τρελαθεί; Άντονυ, σε παρακαλώ, άφησε την ήσυχη. Δεν έχουμε κανένα δικαίωμα να επεμβαίνουμε στις ζωές των ζωντανών.’’
Ο Άντονυ κοίταζε τις δυο φιγούρες που ξεμάκραιναν.
‘’Έχεις δίκιο, κοντεύει να τρελαθεί. Αλλά δεν θα την αφήσω. Είναι δυστυχισμένη, δεν το βλέπεις; ‘’
‘’Μα Άντονυ, δεν μπορούμε να..’’
‘’Τι με σταμάτησε πάλι; Γιατί εξαφανίστηκα; Ένιωσα σαν κάποιος να με έσβηνε.’’
‘’ Δεν θες να καταλάβεις Άντονυ; Ο Τέρρυ, ο Τέρρυ σε εμποδίζει.’’ Είπε ο Στηαρ.
‘’Όχι, αποκλείεται. Ο Τέρρυ διάλεξε και θα μείνει εκεί που είναι’’ είπε ο Άντονυ αποφασιστικά.
‘’Ναι, ο Τέρρυ διάλεξε, αλλά..’’ πριν προλάβει να ολοκληρώσει την φράση του ο Στηαρ, ο Άντονυ είχε εξαφανιστεί στον ουρανό.
Ο Στηαρ αναστέναξε. ‘’Μα γιατί δεν με ακούς; Γιατί;’’
nuitetoile21- Terry Addict
- Αριθμός μηνυμάτων : 4781
Points : 12188
Ημερομηνία εγγραφής : 06/11/2010
Ηλικία : 41
Τόπος : neverland
Απ: Ένα φικ όπως θα το περιμένατε απο την nuitetoile21
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΕΤΑΡΤΟ: ΤΕΡΡΥ
Ο Τέρρυ ξύπνησε με έναν δυνατό πονοκέφαλο. Έμεινε για λίγο κουλουριασμένος στο κρεβάτι προσπαθώντας να πείσει τον εαυτό του να σηκωθεί, κόντευε πια μεσημέρι. Εικόνες από ένα περίεργο όνειρο, εισχωρούσαν στο κεφάλι του, κάνοντας τον πόνο ακόμα πιο δυνατό. Ανασηκώθηκε λίγο και έκατσε στο κρεβάτι. Μα τι περίεργο όνειρο ήταν εκείνο που είχε δει; Δεν θυμόταν ακριβώς.. Θυμόταν την Κάντυ να τρέχει σε ένα λόφο και μετά, μετά τι;
‘’Χρειάζομαι καφέ, δεν μπορώ να σκεφτώ’’ σκέφτηκε και απρόθυμα πήγε στην κουζίνα.
Με τον καφέ στο χέρι, έκαστε στο τραπέζι και προσπάθησε να θυμηθεί το όνειρο που είχε δει. Αλλά δεν ήταν σίγουρος αν ήθελε να θυμηθεί. Κάτι του έλεγε πως παρόλο που η Κάντυ βρισκόταν εκεί, αυτό που θα θυμόταν δεν θα ήταν καθόλου ευχάριστο. Ή ίσως επειδή ήταν η Κάντυ μέρος του ονείρου, δεν θα έπρεπε να θυμηθεί; Ίσως θα έπρεπε απλά να το ξεχάσει. Η καθημερινότητα χωρίς εκείνη ήταν ήδη ένα μαρτύριο, τι θα ωφελούσε να ζήσει ξανά κάτι που θα τον πονούσε, έστω και αν αυτό ήταν ένα απλό όνειρο;
Μη μπορώντας να αποφασίσει άφησε το βλέμμα του να περιπλανηθεί μέσα στο σπίτι. Άχαρο και μίζερο, εργένικο, χωρίς τίποτα να θυμίζει την άνοιξη που περίμενε να φέρει το δικό της χέρι. Πως το περίμενε αυτό! Να έρθει να μείνει μαζί του, να είναι μαζί του και όλα θα ήταν πάντα καλοκαίρι πλάι της. Αλλά τους πρόλαβε ο χειμώνας..
Η ματιά του στάθηκε στο παράθυρο και ξαφνικά θυμήθηκε! Είχε δει ένα αγόρι, η Κάντυ τον φώναζε Άντονυ, άρα πρέπει να ήταν εκείνος ο φίλος της που είχε πεθάνει χρόνια πριν. Η Κάντυ έτρεχε πάνω στο λιβάδι για να πάει κοντά του και εκείνος έδειχνε να την περίμενε. Και ήταν και αυτός εκεί, ο Τέρρυ αλλά η Κάντυ δεν τον έβλεπε. Ούτε το αγόρι τον είδε. Αλλά ένιωσε ξαφνικά ότι δεν έπρεπε να την αφήσει να πλησιάσει εκείνο το ξανθό αγόρι. Αν την άφηνε θα την έπαιρνε μαζί του για πάντα.
‘’Μα είναι δυνατόν να ζηλεύω ακόμα τον Άντονυ;’’ Αναρωτήθηκε ο Τέρρυ. ‘’Δεν έχω δικαίωμα να ζηλεύω κανέναν. Μονάχα εκείνον που θα την κάνει ευτυχισμένη..’’
Ο Τέρρυ έδιωξε με μια νοερή κίνηση του χεριού του αυτές τις σκέψεις. Δεν άντεχε να τα σκέφτεται αυτά, δεν υπήρχε νόημα. Προσπάθησε να θυμηθεί τι είχε γίνει μετά στο όνειρο.
Ο Άντονυ περίμενε την Κάντυ και εκείνη έτρεχε να τον προλάβει. Παντού μύριζαν τριαντάφυλλα και ο Τέρρυ ένιωσε πως αυτή η μυρωδιά τον έπνιγε. Αισθάνθηκε ότι έπρεπε να επέμβει και να εμποδίσει την Κάντυ να πλησιάσει και άλλο από φόβο ότι θα πνιγόταν και εκείνη σε εκείνο το άρωμα που κάλυπτε τα πάντα.
Και τότε άρχισε να φυσάει δυνατά προς το μέρος της. Δεν ήξερε τι άλλο να κάνει και του φάνηκε αστείο που έτσι απλά καθόταν και φυσούσε. Αλλά να! Τα ρόδα σκόρπισαν και το αγόρι εξαφανίστηκε. Αμέσως μετά και η Κάντυ χάθηκε από μπροστά του, αλλά εκείνος ένιωσε καλά, ένιωσε ότι την έσωσε.
Μετά το όνειρο άλλαξε και βρέθηκε στο σπίτι του μικρού αλόγου. Πάλι είδε την Κάντυ να τρέχει και την ακολούθησε. Είδε ξανά τον Άντονυ να την περιμένει κάτω από έναν δέντρο. Αλλά αυτή την φορά ήξερε πως η Κάντυ δεν έπρεπε να πλησιάσει τον Άντονυ. Ήταν σίγουρος πια πως παρόλη την αγάπη που έβλεπε στα μάτια του Άντονυ για εκείνη, κάτι δεν πήγαινε καλά. Έφτασε πρώτος στο δέντρο και στάθηκε μπροστά από τον Άντονυ, κρύβοντας τον από το βλέμμα της Κάντυ.
Και πάλι χωρίς να ξέρει πως, κατάφερε να διώξει τον Άντονυ και ένιωσε ήρεμος ότι είχε προστατέψει την κοπέλα που τόσο αγαπούσε από έναν αδιόρατο κίνδυνο. Αμέσως μετά είχε ξυπνήσει.
‘’Τι να σημαίνουν άραγε όλα αυτά;’’ Αναρωτήθηκε ο Τέρρυ. ‘’Μήπως η Κάντυ δεν είναι καλά;’’
‘’Αλλά δεν μπορώ να κάνω κάτι, δεν επιτρέπεται. Μια κουβέντα, ένα γράμμα και όλα θα καταστραφούν. Θα την πονέσω πάλι..όχι, όλα αυτά είναι δικοί μου φόβοι. Ένας εφιάλτης ήταν. Η Κάντυ έχει φίλους δίπλα της, δεν θα πάθει τίποτα.’’, είπε στον εαυτό του αποφασιστικά και άρχισε να ντύνεται. Η Σουζάνα τον περίμενε. .
Ο Τέρρυ ξύπνησε με έναν δυνατό πονοκέφαλο. Έμεινε για λίγο κουλουριασμένος στο κρεβάτι προσπαθώντας να πείσει τον εαυτό του να σηκωθεί, κόντευε πια μεσημέρι. Εικόνες από ένα περίεργο όνειρο, εισχωρούσαν στο κεφάλι του, κάνοντας τον πόνο ακόμα πιο δυνατό. Ανασηκώθηκε λίγο και έκατσε στο κρεβάτι. Μα τι περίεργο όνειρο ήταν εκείνο που είχε δει; Δεν θυμόταν ακριβώς.. Θυμόταν την Κάντυ να τρέχει σε ένα λόφο και μετά, μετά τι;
‘’Χρειάζομαι καφέ, δεν μπορώ να σκεφτώ’’ σκέφτηκε και απρόθυμα πήγε στην κουζίνα.
Με τον καφέ στο χέρι, έκαστε στο τραπέζι και προσπάθησε να θυμηθεί το όνειρο που είχε δει. Αλλά δεν ήταν σίγουρος αν ήθελε να θυμηθεί. Κάτι του έλεγε πως παρόλο που η Κάντυ βρισκόταν εκεί, αυτό που θα θυμόταν δεν θα ήταν καθόλου ευχάριστο. Ή ίσως επειδή ήταν η Κάντυ μέρος του ονείρου, δεν θα έπρεπε να θυμηθεί; Ίσως θα έπρεπε απλά να το ξεχάσει. Η καθημερινότητα χωρίς εκείνη ήταν ήδη ένα μαρτύριο, τι θα ωφελούσε να ζήσει ξανά κάτι που θα τον πονούσε, έστω και αν αυτό ήταν ένα απλό όνειρο;
Μη μπορώντας να αποφασίσει άφησε το βλέμμα του να περιπλανηθεί μέσα στο σπίτι. Άχαρο και μίζερο, εργένικο, χωρίς τίποτα να θυμίζει την άνοιξη που περίμενε να φέρει το δικό της χέρι. Πως το περίμενε αυτό! Να έρθει να μείνει μαζί του, να είναι μαζί του και όλα θα ήταν πάντα καλοκαίρι πλάι της. Αλλά τους πρόλαβε ο χειμώνας..
Η ματιά του στάθηκε στο παράθυρο και ξαφνικά θυμήθηκε! Είχε δει ένα αγόρι, η Κάντυ τον φώναζε Άντονυ, άρα πρέπει να ήταν εκείνος ο φίλος της που είχε πεθάνει χρόνια πριν. Η Κάντυ έτρεχε πάνω στο λιβάδι για να πάει κοντά του και εκείνος έδειχνε να την περίμενε. Και ήταν και αυτός εκεί, ο Τέρρυ αλλά η Κάντυ δεν τον έβλεπε. Ούτε το αγόρι τον είδε. Αλλά ένιωσε ξαφνικά ότι δεν έπρεπε να την αφήσει να πλησιάσει εκείνο το ξανθό αγόρι. Αν την άφηνε θα την έπαιρνε μαζί του για πάντα.
‘’Μα είναι δυνατόν να ζηλεύω ακόμα τον Άντονυ;’’ Αναρωτήθηκε ο Τέρρυ. ‘’Δεν έχω δικαίωμα να ζηλεύω κανέναν. Μονάχα εκείνον που θα την κάνει ευτυχισμένη..’’
Ο Τέρρυ έδιωξε με μια νοερή κίνηση του χεριού του αυτές τις σκέψεις. Δεν άντεχε να τα σκέφτεται αυτά, δεν υπήρχε νόημα. Προσπάθησε να θυμηθεί τι είχε γίνει μετά στο όνειρο.
Ο Άντονυ περίμενε την Κάντυ και εκείνη έτρεχε να τον προλάβει. Παντού μύριζαν τριαντάφυλλα και ο Τέρρυ ένιωσε πως αυτή η μυρωδιά τον έπνιγε. Αισθάνθηκε ότι έπρεπε να επέμβει και να εμποδίσει την Κάντυ να πλησιάσει και άλλο από φόβο ότι θα πνιγόταν και εκείνη σε εκείνο το άρωμα που κάλυπτε τα πάντα.
Και τότε άρχισε να φυσάει δυνατά προς το μέρος της. Δεν ήξερε τι άλλο να κάνει και του φάνηκε αστείο που έτσι απλά καθόταν και φυσούσε. Αλλά να! Τα ρόδα σκόρπισαν και το αγόρι εξαφανίστηκε. Αμέσως μετά και η Κάντυ χάθηκε από μπροστά του, αλλά εκείνος ένιωσε καλά, ένιωσε ότι την έσωσε.
Μετά το όνειρο άλλαξε και βρέθηκε στο σπίτι του μικρού αλόγου. Πάλι είδε την Κάντυ να τρέχει και την ακολούθησε. Είδε ξανά τον Άντονυ να την περιμένει κάτω από έναν δέντρο. Αλλά αυτή την φορά ήξερε πως η Κάντυ δεν έπρεπε να πλησιάσει τον Άντονυ. Ήταν σίγουρος πια πως παρόλη την αγάπη που έβλεπε στα μάτια του Άντονυ για εκείνη, κάτι δεν πήγαινε καλά. Έφτασε πρώτος στο δέντρο και στάθηκε μπροστά από τον Άντονυ, κρύβοντας τον από το βλέμμα της Κάντυ.
Και πάλι χωρίς να ξέρει πως, κατάφερε να διώξει τον Άντονυ και ένιωσε ήρεμος ότι είχε προστατέψει την κοπέλα που τόσο αγαπούσε από έναν αδιόρατο κίνδυνο. Αμέσως μετά είχε ξυπνήσει.
‘’Τι να σημαίνουν άραγε όλα αυτά;’’ Αναρωτήθηκε ο Τέρρυ. ‘’Μήπως η Κάντυ δεν είναι καλά;’’
‘’Αλλά δεν μπορώ να κάνω κάτι, δεν επιτρέπεται. Μια κουβέντα, ένα γράμμα και όλα θα καταστραφούν. Θα την πονέσω πάλι..όχι, όλα αυτά είναι δικοί μου φόβοι. Ένας εφιάλτης ήταν. Η Κάντυ έχει φίλους δίπλα της, δεν θα πάθει τίποτα.’’, είπε στον εαυτό του αποφασιστικά και άρχισε να ντύνεται. Η Σουζάνα τον περίμενε. .
nuitetoile21- Terry Addict
- Αριθμός μηνυμάτων : 4781
Points : 12188
Ημερομηνία εγγραφής : 06/11/2010
Ηλικία : 41
Τόπος : neverland
Απ: Ένα φικ όπως θα το περιμένατε απο την nuitetoile21
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΕΜΤΠΟ: ΕΡΩΤΗΣΗ ΠΑΓΙΔΑ
Η Σουζάνα κοιτούσε τον Τέρρυ και δεν μιλούσε. Είχε μάθει πια πως όταν ο Τέρρυ κοιτούσε το κενό, χαμένος στις σκέψεις του, δεν υπήρχε λόγος να μιλάει γιατί πολύ απλά εκείνος δεν την άκουγε. Ένιωσε να ζηλεύει. Όποιες και αν ήταν οι σκέψεις του, προφανώς δεν αφορούσαν εκείνη. Για μια στιγμή αναρωτήθηκε αν σκεφτόταν την Κάντυ και η ζήλια μεγάλωσε μέσα της. Δεν άντεχε, την έπνιγε και μη έχοντας άλλη λύση άρχισε να μιλάει ακατάπαυστα για οτιδήποτε μπορούσε να σκεφτεί. Μίλησε για το θέατρο, ελπίζοντας ότι τουλάχιστον με αυτό ίσως και να κέρδιζε λίγη από την προσοχή του Τέρρυ αλλά εκείνος παρέμεινε βουβός να κοιτάει το κενό.
Η Σουζάνα σώπασε ξανά. Δεν μπορούσε να σκεφτεί τίποτα άλλο για να συζητήσει μαζί του. Ξαφνικά ένιωσε προδομένη. Όταν δέχτηκε να μείνει μαζί της ο Τέρρυ, δεν περίμενε ποτέ πως θα της φερόταν έτσι. Όχι, δεν έκανε τίποτα κακό, ήταν πάντα ευγενικός μαζί της, αλλά γύρω από την συμπεριφορά του υπήρχε πάντα ένα αίσθημα συγκαταβατικότητας και λύπησης που πλανιόταν στον αέρα. Λύπησης για εκείνη, που ήταν καθηλωμένη σε μια καρέκλα, και όλα της τα όνειρα για μια σπουδαία καριέρα είχαν τελειώσει.
‘’Πιστεύεις στα όνειρα;’’ , η φωνή του Τέρρυ την έβγαλε από τις σκέψεις της.
Γύρισε και τον κοίταξε. Έμοιαζε ακόμα χαμένος στις σκέψεις του. ‘’Πιστεύεις στα όνειρα;’’ Τι περίεργη ερώτηση! Η Σουζάνα ήταν έτοιμη να του απαντήσει, με τον τρόπο που χρησιμοποιούσε πάντα όταν παρουσιαζόταν η κατάλληλη ευκαιρία. Μια ευκαιρία για να τον κάνει να θυμηθεί πόσα της χρωστούσε. Για παράδειγμα σε αυτή την ερώτηση θα μπορούσε να απαντήσει λέγοντας ‘’ όχι Τέρρυ, σταμάτησα εδώ και καιρό να πιστεύω στα όνειρα’’, και αυτός θα καταλάβαινε ότι εκείνη σταμάτησε να ονειρεύεται την στιγμή που έπαθε το ατύχημα για χάρη του. Και τότε θα ένιωθε τις τύψεις να τον κυκλώνουν και για μια δυο μέρες θα της φερόταν πολύ όμορφα και όπως ήθελε εκείνη.
Όμως, αυτή η ερώτηση είχε κάτι το περίεργο πάνω της. Η Σουζάνα δεν ήξερε πως θα έπρεπε να απαντήσει. Για μια στιγμή της πέρασε από το μυαλό ότι λέγοντας του ‘’όχι’’, αυτό το ‘’όχι’’ θα στρεφόταν εναντίον της. Ίσως ο Τέρρυ ήθελε να μιλήσουν για κάποια καινούργια όνειρα που θα έκαναν οι δυο τους, μαζί. Λέγοντας του ‘’όχι, δεν πιστεύω’’ μπορεί να τον αποθάρρυνε.
Η Σουζάνα δίστασε και τελικά είπε ‘’Ναι Τέρρυ, πιστεύω στα όνειρα’’, και μέσα της ευχήθηκε πως όταν θα μιλούσε ο Τέρρυ θα της έλεγε ότι πρέπει να ξεκινήσουν να ονειρεύονται μαζί την νέα τους ζωή.
Ο Τέρρυ την κοίταξε, αλλά το βλέμμα του ήταν πέρα από εκείνη, χαμένο σε έναν λόφο που μια μικρή ξανθιά κοπέλα έτρεχε.
‘’Αυτό δεν είναι καλό..’’ της είπε ανήσυχος και σηκώθηκε να φύγει.
Η Σουζάνα σάστισε. Ήταν προφανές ότι ο Τέρρυ κάτι σκεφτόταν. Κάτι που την άφηνε απέξω, κάτι που έκανε την παρουσία της αόρατη.
‘’Τέρρυ που πας;’’ Φώναξε απελπισμένη πίσω του. Αλλά η μόνη απάντηση που πήρε ήταν το κλείσιμο της πόρτας.
Η Σουζάνα κοιτούσε τον Τέρρυ και δεν μιλούσε. Είχε μάθει πια πως όταν ο Τέρρυ κοιτούσε το κενό, χαμένος στις σκέψεις του, δεν υπήρχε λόγος να μιλάει γιατί πολύ απλά εκείνος δεν την άκουγε. Ένιωσε να ζηλεύει. Όποιες και αν ήταν οι σκέψεις του, προφανώς δεν αφορούσαν εκείνη. Για μια στιγμή αναρωτήθηκε αν σκεφτόταν την Κάντυ και η ζήλια μεγάλωσε μέσα της. Δεν άντεχε, την έπνιγε και μη έχοντας άλλη λύση άρχισε να μιλάει ακατάπαυστα για οτιδήποτε μπορούσε να σκεφτεί. Μίλησε για το θέατρο, ελπίζοντας ότι τουλάχιστον με αυτό ίσως και να κέρδιζε λίγη από την προσοχή του Τέρρυ αλλά εκείνος παρέμεινε βουβός να κοιτάει το κενό.
Η Σουζάνα σώπασε ξανά. Δεν μπορούσε να σκεφτεί τίποτα άλλο για να συζητήσει μαζί του. Ξαφνικά ένιωσε προδομένη. Όταν δέχτηκε να μείνει μαζί της ο Τέρρυ, δεν περίμενε ποτέ πως θα της φερόταν έτσι. Όχι, δεν έκανε τίποτα κακό, ήταν πάντα ευγενικός μαζί της, αλλά γύρω από την συμπεριφορά του υπήρχε πάντα ένα αίσθημα συγκαταβατικότητας και λύπησης που πλανιόταν στον αέρα. Λύπησης για εκείνη, που ήταν καθηλωμένη σε μια καρέκλα, και όλα της τα όνειρα για μια σπουδαία καριέρα είχαν τελειώσει.
‘’Πιστεύεις στα όνειρα;’’ , η φωνή του Τέρρυ την έβγαλε από τις σκέψεις της.
Γύρισε και τον κοίταξε. Έμοιαζε ακόμα χαμένος στις σκέψεις του. ‘’Πιστεύεις στα όνειρα;’’ Τι περίεργη ερώτηση! Η Σουζάνα ήταν έτοιμη να του απαντήσει, με τον τρόπο που χρησιμοποιούσε πάντα όταν παρουσιαζόταν η κατάλληλη ευκαιρία. Μια ευκαιρία για να τον κάνει να θυμηθεί πόσα της χρωστούσε. Για παράδειγμα σε αυτή την ερώτηση θα μπορούσε να απαντήσει λέγοντας ‘’ όχι Τέρρυ, σταμάτησα εδώ και καιρό να πιστεύω στα όνειρα’’, και αυτός θα καταλάβαινε ότι εκείνη σταμάτησε να ονειρεύεται την στιγμή που έπαθε το ατύχημα για χάρη του. Και τότε θα ένιωθε τις τύψεις να τον κυκλώνουν και για μια δυο μέρες θα της φερόταν πολύ όμορφα και όπως ήθελε εκείνη.
Όμως, αυτή η ερώτηση είχε κάτι το περίεργο πάνω της. Η Σουζάνα δεν ήξερε πως θα έπρεπε να απαντήσει. Για μια στιγμή της πέρασε από το μυαλό ότι λέγοντας του ‘’όχι’’, αυτό το ‘’όχι’’ θα στρεφόταν εναντίον της. Ίσως ο Τέρρυ ήθελε να μιλήσουν για κάποια καινούργια όνειρα που θα έκαναν οι δυο τους, μαζί. Λέγοντας του ‘’όχι, δεν πιστεύω’’ μπορεί να τον αποθάρρυνε.
Η Σουζάνα δίστασε και τελικά είπε ‘’Ναι Τέρρυ, πιστεύω στα όνειρα’’, και μέσα της ευχήθηκε πως όταν θα μιλούσε ο Τέρρυ θα της έλεγε ότι πρέπει να ξεκινήσουν να ονειρεύονται μαζί την νέα τους ζωή.
Ο Τέρρυ την κοίταξε, αλλά το βλέμμα του ήταν πέρα από εκείνη, χαμένο σε έναν λόφο που μια μικρή ξανθιά κοπέλα έτρεχε.
‘’Αυτό δεν είναι καλό..’’ της είπε ανήσυχος και σηκώθηκε να φύγει.
Η Σουζάνα σάστισε. Ήταν προφανές ότι ο Τέρρυ κάτι σκεφτόταν. Κάτι που την άφηνε απέξω, κάτι που έκανε την παρουσία της αόρατη.
‘’Τέρρυ που πας;’’ Φώναξε απελπισμένη πίσω του. Αλλά η μόνη απάντηση που πήρε ήταν το κλείσιμο της πόρτας.
nuitetoile21- Terry Addict
- Αριθμός μηνυμάτων : 4781
Points : 12188
Ημερομηνία εγγραφής : 06/11/2010
Ηλικία : 41
Τόπος : neverland
Απ: Ένα φικ όπως θα το περιμένατε απο την nuitetoile21
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΕΚΤΟ: ΜΙΑ ΦΙΛΗ ΑΝΥΣΗΧΕΙ
Η Άννυ στεκόταν δίπλα από το κρεβάτι της Κάντυ εδώ και αρκετή ώρα. Την παρατηρούσε που κοιμόταν και ευχόταν να πήγαιναν όλα καλά. Όταν είχε φτάσει στο σπίτι του Μικρού Αλόγου το απόγευμα, δεν βρήκε τίποτα από αυτά που περίμενε να βρει. Την Κάντυ να τρέχει χαρούμενη στους λόφους με τα παιδιά, την κυρία Πόνυ να γελάει, την Αδερφή Μαρία να ανησυχεί, την Πάτυ να κάθεται ήσυχα σε μια γωνιά και να διαβάζει παραμύθια στα μικρότερα παιδιά. Όχι, τίποτα τέτοιο δεν αντίκρισε.
Το σπίτι ήταν βουβό και φαινόταν από μακριά ότι κάτι είχε βαρύνει όλη την ατμόσφαιρα γύρω του. Τα παιδιά ήταν μαζεμένα σε ένα δωμάτιο και έπαιζαν ήσυχα. Η κυρία Πόνυ και η Αδερφή Μαρία ήταν κλεισμένες στο δωμάτιο τους και μιλούσαν. Η Άννυ έψαξε ανήσυχη να βρει την Πάτυ, έπρεπε να μάθει τι είχε συμβεί! Δεν μπορούσε να καταλάβει γιατί όλα ήταν τόσο ήσυχα. Υποσυνείδητα έψαχνε να ακούσει το δυνατό γέλιο της Κάντυ να γεμίζει τα πάντα και η έλλειψη αυτού του γέλιου την τρόμαζε.
Βρήκε την Πάτυ σε ένα δωμάτιο, καθισμένη σε μια καρέκλα, δίπλα από ένα κρεβάτι πάνω στο οποίο κοιμόταν η Κάντυ. Η Πάτυ μόλις την είδε της έκανε νόημα να μην κάνει θόρυβο και βγήκε μαζί της έξω από το δωμάτιο.
‘’Τι έχει η Κάντυ;’’ Ρώτησε η Άννυ ανήσυχη.
‘’Άννυ, πρέπει να μιλήσουμε’’, απάντησε η Πάτυ σοβαρά
Βγήκαν έξω από το σπιτάκι και άρχισαν να περπατάνε. Η Πάτυ δεν μιλούσε και η Άννυ δεν ρώταγε. Φοβόταν να ακούσει.
΄΄Τι ξέρεις για τον Άντονυ;’’ Η ερώτηση της Πάτυ ΄΄ έσπασε την σιωπή.
‘’Τον Άντονυ;’’ Ρώτησε η Άννυ απορημένη
Η Πάτυ σταμάτησε να περπατάει και την κοίταξε.
‘’Άννυ, η Κάντυ από χτες το βράδυ λέει συνέχεια ότι βλέπει τον Άντονυ’’
‘’Μα Πάτυ αυτό που λες είναι εντελώς παράλογο! Ο Άντονυ έχει πεθάνει χρόνια τώρα!’’, μόλις η Άννυ είπε ην τελευταία φράση χλόμιασε.
‘’Λες..λες..να ήρθε να την πάρει..λες η Κάντυ να πεθάνει;’’ Ρώτησε την Πάτυ και έβαλε τα κλάματα.
Η Πάτυ την αγκάλιασε.
‘’Όχι, δεν πιστεύω κάτι τέτοιο. Απλά νομίζω ότι η Κάντυ έχει καταρρεύσει. Το ξέρεις ότι δεν μοιράζεται τίποτα άσχημο με κανέναν. Αντίθετα είναι πάντα εκεί για εμάς. Νομίζω πως η ψυχή της έχει κουραστεί για αυτό νομίζει ότι βλέπει τον Άντονυ. Θέλει απλά να νιώσει ηρεμία και υποσυνείδητα πιστεύει πως αν μιλήσει με τον Άντονυ θα ηρεμήσει’’
Η Άννυ σταμάτησε να κλαίει και την κοίταξε. ΄΄Ναι, η Πάτυ είχε δίκιο. Η Κάντυ είχε περάσει πολύ άσχημα τελευταία. Ο Τέρρυ..πόσο πρέπει να της έλειπε ο Τέρρυ. ‘’
Ξαφνικά η Άννυ ένιωσε ντροπή για τον εαυτό της. Ευτυχισμένη στο πλευρό του Άρτσι ποτέ δεν είχε δώσει όση σημασία έπρεπε στον χωρισμό της φίλης της. Αναλογίστηκε πως θα ήταν εκείνη αν κάποιος ανάγκαζε εκείνη και τον Άρτσι να χωρίσουν. ‘’Καταραμένη γυναίκα’’, σκέφτηκε καθώς η εικόνα της Σουζάνας πέρασε από το μυαλό της.
Κοίταξε την Πάτυ, έδειχνε πολύ κουρασμένη. Μα τώρα είχε έρθει η ώρα να μπει ένα τέλος σε όλο αυτόν τον παραλογισμό. Και αυτό θα ξεκινούσε από την ίδια. Ποτέ δεν είχε καταφέρει να είναι όσο δυνατή ήταν η Κάντυ αλλά τώρα ένιωθε βράχος και θα στεκόταν εκεί μέχρι η Κάντυ να χαμογελούσε πάλι.
Είπε στην Πάτυ να πάει να κοιμηθεί λίγο και εκείνη και αμέσως μετά βρέθηκε στο δωμάτιο της Κάντυ. Κοίταξε την κουλουριασμένη φιγούρα που κοιμόταν κάτω από τα σεντόνια και ένιωσε την καρδιά της να πονάει.
Της χάιδεψε τα μαλλιά και ένιωσε το κούτελο της φίλης της να καίγεται από τον πυρετό. Πήρε ένα βρεγμένο πανί και της σκούπισε τον ιδρώτα.
‘’Αχ Τέρρυ’’, είπε. ‘’Αχ Τέρρυ, θα σε φέρω πίσω ότι και αν λέει εκείνη! Το ακούς Τέρρυ;’’
Το σώμα της Κάντυ έκανε έναν σπασμό και αμέσως μετά άνοιξε τα μάτια της.
Η Άννυ στεκόταν δίπλα από το κρεβάτι της Κάντυ εδώ και αρκετή ώρα. Την παρατηρούσε που κοιμόταν και ευχόταν να πήγαιναν όλα καλά. Όταν είχε φτάσει στο σπίτι του Μικρού Αλόγου το απόγευμα, δεν βρήκε τίποτα από αυτά που περίμενε να βρει. Την Κάντυ να τρέχει χαρούμενη στους λόφους με τα παιδιά, την κυρία Πόνυ να γελάει, την Αδερφή Μαρία να ανησυχεί, την Πάτυ να κάθεται ήσυχα σε μια γωνιά και να διαβάζει παραμύθια στα μικρότερα παιδιά. Όχι, τίποτα τέτοιο δεν αντίκρισε.
Το σπίτι ήταν βουβό και φαινόταν από μακριά ότι κάτι είχε βαρύνει όλη την ατμόσφαιρα γύρω του. Τα παιδιά ήταν μαζεμένα σε ένα δωμάτιο και έπαιζαν ήσυχα. Η κυρία Πόνυ και η Αδερφή Μαρία ήταν κλεισμένες στο δωμάτιο τους και μιλούσαν. Η Άννυ έψαξε ανήσυχη να βρει την Πάτυ, έπρεπε να μάθει τι είχε συμβεί! Δεν μπορούσε να καταλάβει γιατί όλα ήταν τόσο ήσυχα. Υποσυνείδητα έψαχνε να ακούσει το δυνατό γέλιο της Κάντυ να γεμίζει τα πάντα και η έλλειψη αυτού του γέλιου την τρόμαζε.
Βρήκε την Πάτυ σε ένα δωμάτιο, καθισμένη σε μια καρέκλα, δίπλα από ένα κρεβάτι πάνω στο οποίο κοιμόταν η Κάντυ. Η Πάτυ μόλις την είδε της έκανε νόημα να μην κάνει θόρυβο και βγήκε μαζί της έξω από το δωμάτιο.
‘’Τι έχει η Κάντυ;’’ Ρώτησε η Άννυ ανήσυχη.
‘’Άννυ, πρέπει να μιλήσουμε’’, απάντησε η Πάτυ σοβαρά
Βγήκαν έξω από το σπιτάκι και άρχισαν να περπατάνε. Η Πάτυ δεν μιλούσε και η Άννυ δεν ρώταγε. Φοβόταν να ακούσει.
΄΄Τι ξέρεις για τον Άντονυ;’’ Η ερώτηση της Πάτυ ΄΄ έσπασε την σιωπή.
‘’Τον Άντονυ;’’ Ρώτησε η Άννυ απορημένη
Η Πάτυ σταμάτησε να περπατάει και την κοίταξε.
‘’Άννυ, η Κάντυ από χτες το βράδυ λέει συνέχεια ότι βλέπει τον Άντονυ’’
‘’Μα Πάτυ αυτό που λες είναι εντελώς παράλογο! Ο Άντονυ έχει πεθάνει χρόνια τώρα!’’, μόλις η Άννυ είπε ην τελευταία φράση χλόμιασε.
‘’Λες..λες..να ήρθε να την πάρει..λες η Κάντυ να πεθάνει;’’ Ρώτησε την Πάτυ και έβαλε τα κλάματα.
Η Πάτυ την αγκάλιασε.
‘’Όχι, δεν πιστεύω κάτι τέτοιο. Απλά νομίζω ότι η Κάντυ έχει καταρρεύσει. Το ξέρεις ότι δεν μοιράζεται τίποτα άσχημο με κανέναν. Αντίθετα είναι πάντα εκεί για εμάς. Νομίζω πως η ψυχή της έχει κουραστεί για αυτό νομίζει ότι βλέπει τον Άντονυ. Θέλει απλά να νιώσει ηρεμία και υποσυνείδητα πιστεύει πως αν μιλήσει με τον Άντονυ θα ηρεμήσει’’
Η Άννυ σταμάτησε να κλαίει και την κοίταξε. ΄΄Ναι, η Πάτυ είχε δίκιο. Η Κάντυ είχε περάσει πολύ άσχημα τελευταία. Ο Τέρρυ..πόσο πρέπει να της έλειπε ο Τέρρυ. ‘’
Ξαφνικά η Άννυ ένιωσε ντροπή για τον εαυτό της. Ευτυχισμένη στο πλευρό του Άρτσι ποτέ δεν είχε δώσει όση σημασία έπρεπε στον χωρισμό της φίλης της. Αναλογίστηκε πως θα ήταν εκείνη αν κάποιος ανάγκαζε εκείνη και τον Άρτσι να χωρίσουν. ‘’Καταραμένη γυναίκα’’, σκέφτηκε καθώς η εικόνα της Σουζάνας πέρασε από το μυαλό της.
Κοίταξε την Πάτυ, έδειχνε πολύ κουρασμένη. Μα τώρα είχε έρθει η ώρα να μπει ένα τέλος σε όλο αυτόν τον παραλογισμό. Και αυτό θα ξεκινούσε από την ίδια. Ποτέ δεν είχε καταφέρει να είναι όσο δυνατή ήταν η Κάντυ αλλά τώρα ένιωθε βράχος και θα στεκόταν εκεί μέχρι η Κάντυ να χαμογελούσε πάλι.
Είπε στην Πάτυ να πάει να κοιμηθεί λίγο και εκείνη και αμέσως μετά βρέθηκε στο δωμάτιο της Κάντυ. Κοίταξε την κουλουριασμένη φιγούρα που κοιμόταν κάτω από τα σεντόνια και ένιωσε την καρδιά της να πονάει.
Της χάιδεψε τα μαλλιά και ένιωσε το κούτελο της φίλης της να καίγεται από τον πυρετό. Πήρε ένα βρεγμένο πανί και της σκούπισε τον ιδρώτα.
‘’Αχ Τέρρυ’’, είπε. ‘’Αχ Τέρρυ, θα σε φέρω πίσω ότι και αν λέει εκείνη! Το ακούς Τέρρυ;’’
Το σώμα της Κάντυ έκανε έναν σπασμό και αμέσως μετά άνοιξε τα μάτια της.
nuitetoile21- Terry Addict
- Αριθμός μηνυμάτων : 4781
Points : 12188
Ημερομηνία εγγραφής : 06/11/2010
Ηλικία : 41
Τόπος : neverland
Απ: Ένα φικ όπως θα το περιμένατε απο την nuitetoile21
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΕΒΔΟΜΟ: ΕΝΑ ΤΑΞΙΔΙ ΚΟΝΤΑ ΣΤΟΝ ΗΛΙΟ
Η Κάντυ μετά από παρότρυνση της Πάτυ πήγε στο δωμάτιο και ξάπλωσε. Η σκέψη πως είχε αρχίσει να τρελαίνεται την απασχολούσε πολύ. Πίστευε πως ήταν μάταιο που ξάπλωσε, δεν υπήρχε περίπτωση να κοιμηθεί. Παρόλα αυτά γρήγορα μπλέχτηκε στα δίχτυα του ύπνου και αποκοιμήθηκε.
Ένιωσε ένα απαλό αεράκι να της χαϊδεύει το πρόσωπο και άνοιξε τα μάτια της. Η μυρωδιά από τα ρόδα του Άντονυ την κύκλωνε. Κοίταξε γύρω της και διαπίστωσε πως ήταν καθισμένη πάνω σε ένα σύννεφο.
‘’Τι όμορφα που είναι εδώ!’’ είπε κοιτάζοντας τον κόσμο που απλωνόταν κάτω.
‘’Σου αρέσει Κάντυ; Αν θέλεις μπορείς να μείνεις εδώ για πάντα’’, ακούστηκε μια φωνή δίπλα της.
Η Κάντυ γύρισε το κεφάλι της ξαφνιασμένη. Και όμως, δίπλα της καθόταν ο Άντονυ, ο δικός της Άντονυ!
‘’Μπορείς να μείνεις εδώ για πάντα μαζί μου’’, της ξαναείπε
‘’Άντονυ..’’ ψέλλισε η Κάντυ.
Ο Άντονυ της είδε που δίσταζε, αλλά ήξερε πως τώρα έπρεπε να δράσει.
‘’Έλα, θα σε πάω μια βόλτα στον ουρανό’’, της είπε και της άπλωσε το χέρι του χαμογελώντας.
Η Κάντυ τον κοίταξε για μια στιγμή και όλοι φόβοι της εξαφανίστηκαν. Ήταν ο Άντονυ, δεν θα την πλήγωνε ποτέ. Τον εμπιστευόταν. Έβαλε το χέρι της μέσα στο δικό του και εκείνος την τράβηξε πάνω του σε μια σφιχτή αγκαλιά.
‘’Κρατήσου’’, της είπε γελώντας και άρχισε να πετάει.
Η Κάντυ κοίταζε μαγεμένη γύρω της. Πετούσαν ανάμεσα στα σύννεφα, και όσο πιο ψηλά την πήγαινε ο Άντονυ τόσο πιο πολύ ξεχνούσε την πραγματική της ζωή. Όλα έμοιαζαν να σβήνονται από το μυαλό της και το μόνο που υπήρχε ήταν ο Άντονυ και το πόσο όμορφα ένιωθε μαζί του.
Ανέβαιναν όλο και πιο ψηλά και η Κάντυ γελούσε. Ξαφνικά όμως άρχισε να μην νιώθει καλά. Ο ήλιος της φαινόταν πολύ κοντά τώρα και ένιωθε πως της έκαιγε όλο το κορμί. Ο ιδρώτας κυλούσε από το μέτωπο της και έσταζε πάνω της. Ξαφνικά ένιωσε ένα κύμα κρύου νερού να πέφτει στο πρόσωπο της και παράλληλα άκουσε μια φωνή από μακριά να λέει το όνομα ‘’Τέρρυ’’ και σταμάτησε να γελάει.
‘’Ο Τέρρυ, ο Τέρρυ, πρέπει να γυρίσω πίσω κοντά του’’ σκέφτηκε πανικοβλημένη. Γύρισε το κεφάλι της προς τον Άντονυ για να του πει ότι έπρεπε να γυρίσουν πίσω, αλλά ο Άντονυ δεν φαινόταν πουθενά. Είχε εξαφανιστεί μόλις η λέξη ‘’Τέρρυ’’ ακούστηκε στον άνεμο.
Τότε η Κάντυ συνειδητοποίησε πως δεν την κρατούσε κανείς και έπεφτε. Έπεφτε, έπεφτε με μεγάλη ταχύτητα προς τη γη…
Το σώμα της έκανε έναν σπασμό και ξύπνησε από το όνειρο, αντικρίζοντας την Άννυ στο πλευρό της.
Η Κάντυ μετά από παρότρυνση της Πάτυ πήγε στο δωμάτιο και ξάπλωσε. Η σκέψη πως είχε αρχίσει να τρελαίνεται την απασχολούσε πολύ. Πίστευε πως ήταν μάταιο που ξάπλωσε, δεν υπήρχε περίπτωση να κοιμηθεί. Παρόλα αυτά γρήγορα μπλέχτηκε στα δίχτυα του ύπνου και αποκοιμήθηκε.
Ένιωσε ένα απαλό αεράκι να της χαϊδεύει το πρόσωπο και άνοιξε τα μάτια της. Η μυρωδιά από τα ρόδα του Άντονυ την κύκλωνε. Κοίταξε γύρω της και διαπίστωσε πως ήταν καθισμένη πάνω σε ένα σύννεφο.
‘’Τι όμορφα που είναι εδώ!’’ είπε κοιτάζοντας τον κόσμο που απλωνόταν κάτω.
‘’Σου αρέσει Κάντυ; Αν θέλεις μπορείς να μείνεις εδώ για πάντα’’, ακούστηκε μια φωνή δίπλα της.
Η Κάντυ γύρισε το κεφάλι της ξαφνιασμένη. Και όμως, δίπλα της καθόταν ο Άντονυ, ο δικός της Άντονυ!
‘’Μπορείς να μείνεις εδώ για πάντα μαζί μου’’, της ξαναείπε
‘’Άντονυ..’’ ψέλλισε η Κάντυ.
Ο Άντονυ της είδε που δίσταζε, αλλά ήξερε πως τώρα έπρεπε να δράσει.
‘’Έλα, θα σε πάω μια βόλτα στον ουρανό’’, της είπε και της άπλωσε το χέρι του χαμογελώντας.
Η Κάντυ τον κοίταξε για μια στιγμή και όλοι φόβοι της εξαφανίστηκαν. Ήταν ο Άντονυ, δεν θα την πλήγωνε ποτέ. Τον εμπιστευόταν. Έβαλε το χέρι της μέσα στο δικό του και εκείνος την τράβηξε πάνω του σε μια σφιχτή αγκαλιά.
‘’Κρατήσου’’, της είπε γελώντας και άρχισε να πετάει.
Η Κάντυ κοίταζε μαγεμένη γύρω της. Πετούσαν ανάμεσα στα σύννεφα, και όσο πιο ψηλά την πήγαινε ο Άντονυ τόσο πιο πολύ ξεχνούσε την πραγματική της ζωή. Όλα έμοιαζαν να σβήνονται από το μυαλό της και το μόνο που υπήρχε ήταν ο Άντονυ και το πόσο όμορφα ένιωθε μαζί του.
Ανέβαιναν όλο και πιο ψηλά και η Κάντυ γελούσε. Ξαφνικά όμως άρχισε να μην νιώθει καλά. Ο ήλιος της φαινόταν πολύ κοντά τώρα και ένιωθε πως της έκαιγε όλο το κορμί. Ο ιδρώτας κυλούσε από το μέτωπο της και έσταζε πάνω της. Ξαφνικά ένιωσε ένα κύμα κρύου νερού να πέφτει στο πρόσωπο της και παράλληλα άκουσε μια φωνή από μακριά να λέει το όνομα ‘’Τέρρυ’’ και σταμάτησε να γελάει.
‘’Ο Τέρρυ, ο Τέρρυ, πρέπει να γυρίσω πίσω κοντά του’’ σκέφτηκε πανικοβλημένη. Γύρισε το κεφάλι της προς τον Άντονυ για να του πει ότι έπρεπε να γυρίσουν πίσω, αλλά ο Άντονυ δεν φαινόταν πουθενά. Είχε εξαφανιστεί μόλις η λέξη ‘’Τέρρυ’’ ακούστηκε στον άνεμο.
Τότε η Κάντυ συνειδητοποίησε πως δεν την κρατούσε κανείς και έπεφτε. Έπεφτε, έπεφτε με μεγάλη ταχύτητα προς τη γη…
Το σώμα της έκανε έναν σπασμό και ξύπνησε από το όνειρο, αντικρίζοντας την Άννυ στο πλευρό της.
nuitetoile21- Terry Addict
- Αριθμός μηνυμάτων : 4781
Points : 12188
Ημερομηνία εγγραφής : 06/11/2010
Ηλικία : 41
Τόπος : neverland
Απ: Ένα φικ όπως θα το περιμένατε απο την nuitetoile21
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΟΓΔΟΟ: ΠΡΑΓΜΑΤΑ ΠΕΡΙΕΡΓΑ ΣΥΜΒΑΙΝΟΥΝ
Ο Τέρρυ περπατούσε στον δρόμο αφηρημένος. Σκεφτόταν. Ποίον θα μπορούσε να ρωτήσει για να μάθει νέα της Κάντυ χωρίς εκείνη να το μάθει; Ήταν σίγουρος ότι κάτι δεν πήγαινε καλά και έπρεπε να σιγουρευτεί ότι εκείνη ήταν εντάξει. Αλλιώς θα τρελαινόταν.
Στην αρχή σκέφτηκε να γράψει στον Άλμπερτ, αλλά απόρριψε σχεδόν αμέσως την ιδέα. Ο Άλμπερτ θα του έλεγε σίγουρα, αλλά δεν ήξερε ούτε που βρισκόταν για να του γράψει ούτε αν εκείνος είχε νέα από την Κάντυ τελευταία.
‘’Κρίμα’’, σκέφτηκε ο Τέρρυ. ΄΄Ο Άλμπερτ είναι καλός άνθρωπος και με καταλαβαίνει. Αν του έλεγα να μην της πει τίποτα, δεν θα της έλεγε ποτέ.’’
Αμέσως μετά στο μυαλό του ήρθε ο Άρτσι και ο Στήαρ.
‘’Καθόλου καλή ιδέα’’, είπε στον εαυτό του. ‘’Ο Άρτσι ειδικά δεν θα μου έλεγε τίποτα ποτέ’’
‘’Η κυρία Πόνυ’’ του ήρθε μια άλλη ιδέα στο μυαλό. ‘’Όχι, είναι μεγάλη γυναίκα. Δεν γίνεται να την ανησυχήσω χωρίς λόγο. Εξάλλου η Κάντυ μπορεί να μένει μαζί τους και θα δει το γράμμα. Από την άλλη δεν θέλω να βάλω εκείνη την καλοσυνάτη κυρία να κρύψει πράγματα από την Κάντυ για χάρη μου, δεν είναι δίκαιο, την είχε σαν κόρη της.’’
Τα βήματα του τον είχαν φέρει έξω από το σπίτι του και ανέβηκε μηχανικά τα σκαλιά που οδηγούσαν στην πόρτα του. Μπήκε μέσα και έβγαλε την μπλούζα του, νιώθοντας έναν ανεξήγητο ενοχλητικό ιδρώτα να κολλάει στο κορμί του. Πλησίασε τον νιπτήρα και έριξε μπόλικο κρύο νερό στο πρόσωπο του, με την ελπίδα ότι θα τον βοηθούσε να σκεφτεί καλύτερα.
Μια φωνή μέσα στο κεφάλι του τον φώναξε. ‘’Τέρρυ’’, έλεγε η φωνή. Ο Τέρρυ έκλεισε τα μάτια προσπαθώντας να θυμηθεί σε ποιόν άνηκε αυτή η φωνή. Του φαινόταν τόσο οικεία!
Ένα μελαχρινό κοριτσίστικο πρόσωπο εμφανίστηκε στις σκέψεις του.
‘’Η Άννυ! Να γράψω στην Άννυ;’’ Αναρωτήθηκε
Πριν προλάβει να δώσει απάντηση στον εαυτό του, ένιωσε ότι ζαλίζεται , το πάτωμα χάθηκε, άρχισε να πέφτει και τελευταία στιγμή κρατήθηκε από την πόρτα.
΄΄Πρέπει να φάω κάτι οπωσδήποτε’’ , σκέφτηκε. ‘’Αλλιώς θα πρέπει να αρχίσω να ανησυχώ για μένα και όχι για την Κάντυ΄΄
Ο Τέρρυ περπατούσε στον δρόμο αφηρημένος. Σκεφτόταν. Ποίον θα μπορούσε να ρωτήσει για να μάθει νέα της Κάντυ χωρίς εκείνη να το μάθει; Ήταν σίγουρος ότι κάτι δεν πήγαινε καλά και έπρεπε να σιγουρευτεί ότι εκείνη ήταν εντάξει. Αλλιώς θα τρελαινόταν.
Στην αρχή σκέφτηκε να γράψει στον Άλμπερτ, αλλά απόρριψε σχεδόν αμέσως την ιδέα. Ο Άλμπερτ θα του έλεγε σίγουρα, αλλά δεν ήξερε ούτε που βρισκόταν για να του γράψει ούτε αν εκείνος είχε νέα από την Κάντυ τελευταία.
‘’Κρίμα’’, σκέφτηκε ο Τέρρυ. ΄΄Ο Άλμπερτ είναι καλός άνθρωπος και με καταλαβαίνει. Αν του έλεγα να μην της πει τίποτα, δεν θα της έλεγε ποτέ.’’
Αμέσως μετά στο μυαλό του ήρθε ο Άρτσι και ο Στήαρ.
‘’Καθόλου καλή ιδέα’’, είπε στον εαυτό του. ‘’Ο Άρτσι ειδικά δεν θα μου έλεγε τίποτα ποτέ’’
‘’Η κυρία Πόνυ’’ του ήρθε μια άλλη ιδέα στο μυαλό. ‘’Όχι, είναι μεγάλη γυναίκα. Δεν γίνεται να την ανησυχήσω χωρίς λόγο. Εξάλλου η Κάντυ μπορεί να μένει μαζί τους και θα δει το γράμμα. Από την άλλη δεν θέλω να βάλω εκείνη την καλοσυνάτη κυρία να κρύψει πράγματα από την Κάντυ για χάρη μου, δεν είναι δίκαιο, την είχε σαν κόρη της.’’
Τα βήματα του τον είχαν φέρει έξω από το σπίτι του και ανέβηκε μηχανικά τα σκαλιά που οδηγούσαν στην πόρτα του. Μπήκε μέσα και έβγαλε την μπλούζα του, νιώθοντας έναν ανεξήγητο ενοχλητικό ιδρώτα να κολλάει στο κορμί του. Πλησίασε τον νιπτήρα και έριξε μπόλικο κρύο νερό στο πρόσωπο του, με την ελπίδα ότι θα τον βοηθούσε να σκεφτεί καλύτερα.
Μια φωνή μέσα στο κεφάλι του τον φώναξε. ‘’Τέρρυ’’, έλεγε η φωνή. Ο Τέρρυ έκλεισε τα μάτια προσπαθώντας να θυμηθεί σε ποιόν άνηκε αυτή η φωνή. Του φαινόταν τόσο οικεία!
Ένα μελαχρινό κοριτσίστικο πρόσωπο εμφανίστηκε στις σκέψεις του.
‘’Η Άννυ! Να γράψω στην Άννυ;’’ Αναρωτήθηκε
Πριν προλάβει να δώσει απάντηση στον εαυτό του, ένιωσε ότι ζαλίζεται , το πάτωμα χάθηκε, άρχισε να πέφτει και τελευταία στιγμή κρατήθηκε από την πόρτα.
΄΄Πρέπει να φάω κάτι οπωσδήποτε’’ , σκέφτηκε. ‘’Αλλιώς θα πρέπει να αρχίσω να ανησυχώ για μένα και όχι για την Κάντυ΄΄
nuitetoile21- Terry Addict
- Αριθμός μηνυμάτων : 4781
Points : 12188
Ημερομηνία εγγραφής : 06/11/2010
Ηλικία : 41
Τόπος : neverland
Απ: Ένα φικ όπως θα το περιμένατε απο την nuitetoile21
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΕΝΑΤΟ: Η ΑΠΑΝΤΗΣΗ ΠΟΥ ΔΕΝ ΑΚΟΥΩ
Ο Άντονυ, στο άκουσμα του ονόματος του Τέρρυ ένιωσε κάτι να τον σπρώχνει μακριά από την Κάντυ. Προσπάθησε να την κρατήσει κοντά του αλλά αυτό ήταν αδύνατο. Λες και το όνομα του Τέρρυ έγινε άνεμος, θύελλα και τον παρέσυρε μακριά της. Την είδε να φεύγει από την αγκαλιά του και να πέφτει στην γη. Μετά χάθηκε από τα μάτια του.
Αιωρούμενος στον αέρα άρχισε να κινείται, κάνοντας κύκλους πάνω από το σημείο που την είδε να πέφτει, προσπαθώντας να την διακρίνει. Αλλά δεν μπορούσε να δει παρά μονάχα λίγα εκατοστά κάτω από τα πόδια του. Όλα τα υπόλοιπα τα είχε κρύψει το σκοτάδι. Και ήταν το ίδιο σκοτάδι που τον σταματούσε, σαν ασπίδα όταν προσπαθούσε να κατέβει πιο χαμηλά.
Ένιωσε την παρουσία του Στηαρ δίπλα του, σαν απαλή αύρα. Σταμάτησε να προσπαθεί να εισβάλει στο μαύρο που υπήρχε κάτω από τα πόδια του, αποδεχόμενος την ήττα του.
‘’Θα προσπαθήσω πάλι’’, είπε στον Στηαρ. ‘’Ήμουν τόσο κοντά αυτή τη φορά. Λίγο πιο ψηλά να πηγαίναμε και η Κάντυ θα ξεχνούσε οτιδήποτε συνέβαινε στην γη. Θα έμενε για πάντα εδώ μαζί μου. Μαζί μας Στηαρ! Θα ήταν ευτυχισμένη!’’
‘’Άντονυ, ελπίζω αυτή την φορά να κατάλαβες ότι σε εμποδίζει ο Τέρρυ’’, απάντησε ο Στηαρ.
Ο Άντονυ τον κοίταξε με ένα βλέμμα που δήλωνε πως η παρέμβαση του Τέρρυ τον άφηνε αδιάφορο.
‘’Πλησίασα πιο πολύ αυτή την φορά. Την επόμενη θα καταφέρω περισσότερα. Ο Τέρρυ δεν μπορεί να κάνει τίποτα παραπάνω.’’
‘’Ο Τέρρυ θα έκανε τα πάντα για την Κάντυ’’, απάντησε ο Στηαρ. ‘’Ανεξαρτήτως σε ποιον κόσμο θα είναι εκείνη ή αυτός’’
‘’Όχι! Δεν είναι έτσι! Μην τον υπερασπίζεσαι! Δεν την αγαπάει όσο πιστεύεις! Δεν το βλέπεις ότι η επιρροή του σιγά σιγά φθίνει; Θέλεις να αφήσεις την Κάντυ να ζει στην γη και να στεναχωριέται για ένα ψέμα; Γιατί αυτό ακριβώς είναι η αγάπη του Τέρρυ για εκείνη, ένα μεγάλο ψέμα! Δεν θα την αφήσω να υποφέρει άλλο!’’
‘’Άντονυ, μην με αναγκάσεις..’’είπε ο Στηαρ απρόθυμα.
‘’Πήγαινε να της μιλήσεις αν θέλεις. Δεν θα μου αλλάξει γνώμη. Ξέρω ποιο είναι το σωστό και θα το κάνω’’, απάντησε αποφασιστικά ο Άντονυ και αμέσως μετά εξαφανίστηκε.
Ο Στηαρ αναστέναξε. Έβλεπε πως τα πράγματα είχαν αρχίσει να γίνονται αρκετά επικίνδυνα για την Κάντυ. Στάθηκε για μια στιγμή αναποφάσιστος και αμέσως μετά χάθηκε και αυτός. Έπρεπε να της μιλήσει. Αν ένα άτομο μπορούσε να λογικέψει τον Άντονυ και να τον κάνει να δει πόσο λάθος είχε, τότε αυτό ήταν μονάχα εκείνη.
Ο Άντονυ, στο άκουσμα του ονόματος του Τέρρυ ένιωσε κάτι να τον σπρώχνει μακριά από την Κάντυ. Προσπάθησε να την κρατήσει κοντά του αλλά αυτό ήταν αδύνατο. Λες και το όνομα του Τέρρυ έγινε άνεμος, θύελλα και τον παρέσυρε μακριά της. Την είδε να φεύγει από την αγκαλιά του και να πέφτει στην γη. Μετά χάθηκε από τα μάτια του.
Αιωρούμενος στον αέρα άρχισε να κινείται, κάνοντας κύκλους πάνω από το σημείο που την είδε να πέφτει, προσπαθώντας να την διακρίνει. Αλλά δεν μπορούσε να δει παρά μονάχα λίγα εκατοστά κάτω από τα πόδια του. Όλα τα υπόλοιπα τα είχε κρύψει το σκοτάδι. Και ήταν το ίδιο σκοτάδι που τον σταματούσε, σαν ασπίδα όταν προσπαθούσε να κατέβει πιο χαμηλά.
Ένιωσε την παρουσία του Στηαρ δίπλα του, σαν απαλή αύρα. Σταμάτησε να προσπαθεί να εισβάλει στο μαύρο που υπήρχε κάτω από τα πόδια του, αποδεχόμενος την ήττα του.
‘’Θα προσπαθήσω πάλι’’, είπε στον Στηαρ. ‘’Ήμουν τόσο κοντά αυτή τη φορά. Λίγο πιο ψηλά να πηγαίναμε και η Κάντυ θα ξεχνούσε οτιδήποτε συνέβαινε στην γη. Θα έμενε για πάντα εδώ μαζί μου. Μαζί μας Στηαρ! Θα ήταν ευτυχισμένη!’’
‘’Άντονυ, ελπίζω αυτή την φορά να κατάλαβες ότι σε εμποδίζει ο Τέρρυ’’, απάντησε ο Στηαρ.
Ο Άντονυ τον κοίταξε με ένα βλέμμα που δήλωνε πως η παρέμβαση του Τέρρυ τον άφηνε αδιάφορο.
‘’Πλησίασα πιο πολύ αυτή την φορά. Την επόμενη θα καταφέρω περισσότερα. Ο Τέρρυ δεν μπορεί να κάνει τίποτα παραπάνω.’’
‘’Ο Τέρρυ θα έκανε τα πάντα για την Κάντυ’’, απάντησε ο Στηαρ. ‘’Ανεξαρτήτως σε ποιον κόσμο θα είναι εκείνη ή αυτός’’
‘’Όχι! Δεν είναι έτσι! Μην τον υπερασπίζεσαι! Δεν την αγαπάει όσο πιστεύεις! Δεν το βλέπεις ότι η επιρροή του σιγά σιγά φθίνει; Θέλεις να αφήσεις την Κάντυ να ζει στην γη και να στεναχωριέται για ένα ψέμα; Γιατί αυτό ακριβώς είναι η αγάπη του Τέρρυ για εκείνη, ένα μεγάλο ψέμα! Δεν θα την αφήσω να υποφέρει άλλο!’’
‘’Άντονυ, μην με αναγκάσεις..’’είπε ο Στηαρ απρόθυμα.
‘’Πήγαινε να της μιλήσεις αν θέλεις. Δεν θα μου αλλάξει γνώμη. Ξέρω ποιο είναι το σωστό και θα το κάνω’’, απάντησε αποφασιστικά ο Άντονυ και αμέσως μετά εξαφανίστηκε.
Ο Στηαρ αναστέναξε. Έβλεπε πως τα πράγματα είχαν αρχίσει να γίνονται αρκετά επικίνδυνα για την Κάντυ. Στάθηκε για μια στιγμή αναποφάσιστος και αμέσως μετά χάθηκε και αυτός. Έπρεπε να της μιλήσει. Αν ένα άτομο μπορούσε να λογικέψει τον Άντονυ και να τον κάνει να δει πόσο λάθος είχε, τότε αυτό ήταν μονάχα εκείνη.
nuitetoile21- Terry Addict
- Αριθμός μηνυμάτων : 4781
Points : 12188
Ημερομηνία εγγραφής : 06/11/2010
Ηλικία : 41
Τόπος : neverland
Απ: Ένα φικ όπως θα το περιμένατε απο την nuitetoile21
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΕΚΑΤΟ: ΑΝΑΖΗΤΩΝΤΑΣ ΚΑΤΙ ΝΑ ΠΙΑΣΤΩ
Η Άννυ χαμογέλασε στην Κάντυ, με το ένα χαμόγελο που έλεγε πως δεν πρόκειται να την πάθει τίποτα, όχι τώρα που ήταν εκείνη κοντά της. Η Κάντυ προσπάθησε και εκείνη να χαμογελάσει, στην προσπάθεια της να πείσει την Άννυ ότι όλα ήταν εντάξει. Δεν τα κατάφερε. Γύρισε από την άλλη μεριά το κεφάλι της, μη μπορώντας να κοιτάξει την παιδική της φίλη στα μάτια. Ήθελε λίγη ησυχία. Και για πρώτη φορά στην ζωή της αγανακτούσε που δεν την άφηναν για λίγο μόνη της.
Η Άννυ αναρωτήθηκε τι θα ήταν πιο σωστό να έκανε. Να την άφηνε να κοιμηθεί πάλι ή να συζητούσε μαζί της; Ότι και αν συνέβαινε στην Κάντυ ήταν σαφές πως το όνομα του Τέρρυ, το είχε διώξει μακριά. Τι περίεργο αλήθεια! Η Άννυ ήταν σίγουρη πλέον πως η Πάτυ είχε δίκιο. Όλα αυτά τα γεγονότα που είχαν συμβεί τον τελευταίο καιρό, δεν είχαν αφήσει στην Κάντυ να θρηνήσει για τον χωρισμό της όσο χρειαζόταν. Και να τώρα που ύστερα από τόσο καιρό, αυτά τα συναισθήματα έψαχναν τρόπο για να φύγουν από μέσα της.
Παρόλα αυτά η Άννυ ήξερε ότι η Κάντυ δεν θα γινόταν ποτέ ξανά ευτυχισμένη. Όχι όσο ο Τέρρυ παρέμενε δέσμιος μιας γυναίκας που δεν ήθελε. Αλλά αυτό είχε ήδη αποφασίσει να το λύσει η ίδια η Άννυ. Λίγες μέρες μόνο μέχρι να ένιωθε καλύτερα η φίλη της και μετά θα πήγαινε να τον βρει. Δεν είχε χρόνο για να αφήσει τα πράγματα να κυλήσουν μόνα τους. Ούτε μπορούσε να βασίζεται στο ότι ίσως η Σουζάνα καταλάβαινε τι έκανε και ελευθέρωνε μόνη της τον Τέρρυ. Η Άννυ ήξερε πως αυτό ίσως να μην γινόταν και ποτέ. Αλλά ακόμα και στην περίπτωση που γινόταν, θα γινόταν πολύ αργά. Ήδη ήταν πολύ αργά.
Η Κάντυ ένιωθε άβολα. Την τρόμαζε ο ύπνος, την τρόμαζε και ο ξύπνιος. Η μορφή του Άντονυ που ως τότε λειτουργούσε σαν ηρεμιστικό για εκείνη, μετατρεπόταν αργα αργά σε εφιάλτη. Ένιωθε πως δεν μπορούσε να βρει ένα μέρος να ηρεμήσει. Το περίεργο ήταν πως όσο πιο συχνά έβλεπε τον Άντονυ, τόσο μεγάλωνε η επιθυμία της να δει τον Τέρρυ και τόσο πιο πολύ τον αισθανόταν κοντά της.
Ήταν προφανές πως ο Άντονυ ήθελε να την πάει κάπου. Να την κρατήσει κοντά του. Θυμήθηκε πόσο όμορφα ένιωσε όταν πετούσε μέσα στον άνεμο, χωμένη στην αγκαλιά του. Προστασία και αγάπη αυτό ένιωθε. Αλλά αυτό δεν ήθελε πάντα; Ανθρώπους κοντά της να την αγαπούν και να την αγκαλιάζουν. Ο Άντονυ ήταν ένας από αυτούς.
‘’Και εδώ;’’αναρωτήθηκε, ΄’’Τι έχω εδώ;’’
Από το μυαλό της πέρασαν όλοι οι άνθρωποι που είχε συναντήσει τα τελευταία χρόνια. Λίγοι όμως έμειναν στο τέλος, λίγοι της πρόσφεραν αυτό που είχε ανάγκη. Η Άννυ, η Πάτυ, η κυρία Πόνυ, η Αδερφή Μαρία, ο Άλμπερτ και ο Τέρρυ.
‘’Όχι, όχι ο Τέρρυ’’, σκέφτηκε λυπημένη. Ο Τέρρυ δεν ήταν πια δικός της, δεν της άνηκε. Άνηκε στην Σουζάνα. Και αυτή η διαπίστωση έσβησε και τα πρόσωπα της Άννυ, της Πάτυ και των άλλων που θεωρούσε ότι ήταν δικοί της. Ήταν μια πικρή διαπίστωση αλλά ήταν αληθινή και η Κάντυ πρώτη φορά το ένιωθε: Αν δεν υπήρχε ο Τέρρυ στην ζωή της, δεν είχε νόημα η ύπαρξη της.
Πλέον η προσφορά του Άντονυ έμοιαζε πολύ θελκτική. Να φύγει μαζί του σε ένα ταξίδι στους ουρανούς και να ξεχάσει τα πάντα. Τα πάντα! Ακόμα και κυρίως τον Τέρρυ. Η καρδιά της πονούσε τόσο πολύ μακριά του που άρχισε να βρίσκει αυτή την ιδέα σχεδόν ευχάριστη. Να φύγει, όχι σε ένα ακόμα ταξίδι μακριά, κάπου στην γη, για να προσπαθήσει να ξεχάσει, αλλά σε έναν εντελώς άλλο κόσμο, όπου δεν θα υπήρχε ούτε καν η ανάμνηση του Τέρρυ.
Η λογική της έκανε απεγνωσμένες προσπάθειες για να σταματήσει αυτό που τα συναισθήματα της επέβαλαν. Σε μια τελευταία προσπάθεια να φανεί ψύχραιμη η Κάντυ γύρισε και κοίταξε την Άννυ.
‘’Θέλω να τον δω’’, της είπε κουρασμένα. ‘’Θέλω να δω τον Άλμπερτ’’
Η Άννυ χαμογέλασε στην Κάντυ, με το ένα χαμόγελο που έλεγε πως δεν πρόκειται να την πάθει τίποτα, όχι τώρα που ήταν εκείνη κοντά της. Η Κάντυ προσπάθησε και εκείνη να χαμογελάσει, στην προσπάθεια της να πείσει την Άννυ ότι όλα ήταν εντάξει. Δεν τα κατάφερε. Γύρισε από την άλλη μεριά το κεφάλι της, μη μπορώντας να κοιτάξει την παιδική της φίλη στα μάτια. Ήθελε λίγη ησυχία. Και για πρώτη φορά στην ζωή της αγανακτούσε που δεν την άφηναν για λίγο μόνη της.
Η Άννυ αναρωτήθηκε τι θα ήταν πιο σωστό να έκανε. Να την άφηνε να κοιμηθεί πάλι ή να συζητούσε μαζί της; Ότι και αν συνέβαινε στην Κάντυ ήταν σαφές πως το όνομα του Τέρρυ, το είχε διώξει μακριά. Τι περίεργο αλήθεια! Η Άννυ ήταν σίγουρη πλέον πως η Πάτυ είχε δίκιο. Όλα αυτά τα γεγονότα που είχαν συμβεί τον τελευταίο καιρό, δεν είχαν αφήσει στην Κάντυ να θρηνήσει για τον χωρισμό της όσο χρειαζόταν. Και να τώρα που ύστερα από τόσο καιρό, αυτά τα συναισθήματα έψαχναν τρόπο για να φύγουν από μέσα της.
Παρόλα αυτά η Άννυ ήξερε ότι η Κάντυ δεν θα γινόταν ποτέ ξανά ευτυχισμένη. Όχι όσο ο Τέρρυ παρέμενε δέσμιος μιας γυναίκας που δεν ήθελε. Αλλά αυτό είχε ήδη αποφασίσει να το λύσει η ίδια η Άννυ. Λίγες μέρες μόνο μέχρι να ένιωθε καλύτερα η φίλη της και μετά θα πήγαινε να τον βρει. Δεν είχε χρόνο για να αφήσει τα πράγματα να κυλήσουν μόνα τους. Ούτε μπορούσε να βασίζεται στο ότι ίσως η Σουζάνα καταλάβαινε τι έκανε και ελευθέρωνε μόνη της τον Τέρρυ. Η Άννυ ήξερε πως αυτό ίσως να μην γινόταν και ποτέ. Αλλά ακόμα και στην περίπτωση που γινόταν, θα γινόταν πολύ αργά. Ήδη ήταν πολύ αργά.
Η Κάντυ ένιωθε άβολα. Την τρόμαζε ο ύπνος, την τρόμαζε και ο ξύπνιος. Η μορφή του Άντονυ που ως τότε λειτουργούσε σαν ηρεμιστικό για εκείνη, μετατρεπόταν αργα αργά σε εφιάλτη. Ένιωθε πως δεν μπορούσε να βρει ένα μέρος να ηρεμήσει. Το περίεργο ήταν πως όσο πιο συχνά έβλεπε τον Άντονυ, τόσο μεγάλωνε η επιθυμία της να δει τον Τέρρυ και τόσο πιο πολύ τον αισθανόταν κοντά της.
Ήταν προφανές πως ο Άντονυ ήθελε να την πάει κάπου. Να την κρατήσει κοντά του. Θυμήθηκε πόσο όμορφα ένιωσε όταν πετούσε μέσα στον άνεμο, χωμένη στην αγκαλιά του. Προστασία και αγάπη αυτό ένιωθε. Αλλά αυτό δεν ήθελε πάντα; Ανθρώπους κοντά της να την αγαπούν και να την αγκαλιάζουν. Ο Άντονυ ήταν ένας από αυτούς.
‘’Και εδώ;’’αναρωτήθηκε, ΄’’Τι έχω εδώ;’’
Από το μυαλό της πέρασαν όλοι οι άνθρωποι που είχε συναντήσει τα τελευταία χρόνια. Λίγοι όμως έμειναν στο τέλος, λίγοι της πρόσφεραν αυτό που είχε ανάγκη. Η Άννυ, η Πάτυ, η κυρία Πόνυ, η Αδερφή Μαρία, ο Άλμπερτ και ο Τέρρυ.
‘’Όχι, όχι ο Τέρρυ’’, σκέφτηκε λυπημένη. Ο Τέρρυ δεν ήταν πια δικός της, δεν της άνηκε. Άνηκε στην Σουζάνα. Και αυτή η διαπίστωση έσβησε και τα πρόσωπα της Άννυ, της Πάτυ και των άλλων που θεωρούσε ότι ήταν δικοί της. Ήταν μια πικρή διαπίστωση αλλά ήταν αληθινή και η Κάντυ πρώτη φορά το ένιωθε: Αν δεν υπήρχε ο Τέρρυ στην ζωή της, δεν είχε νόημα η ύπαρξη της.
Πλέον η προσφορά του Άντονυ έμοιαζε πολύ θελκτική. Να φύγει μαζί του σε ένα ταξίδι στους ουρανούς και να ξεχάσει τα πάντα. Τα πάντα! Ακόμα και κυρίως τον Τέρρυ. Η καρδιά της πονούσε τόσο πολύ μακριά του που άρχισε να βρίσκει αυτή την ιδέα σχεδόν ευχάριστη. Να φύγει, όχι σε ένα ακόμα ταξίδι μακριά, κάπου στην γη, για να προσπαθήσει να ξεχάσει, αλλά σε έναν εντελώς άλλο κόσμο, όπου δεν θα υπήρχε ούτε καν η ανάμνηση του Τέρρυ.
Η λογική της έκανε απεγνωσμένες προσπάθειες για να σταματήσει αυτό που τα συναισθήματα της επέβαλαν. Σε μια τελευταία προσπάθεια να φανεί ψύχραιμη η Κάντυ γύρισε και κοίταξε την Άννυ.
‘’Θέλω να τον δω’’, της είπε κουρασμένα. ‘’Θέλω να δω τον Άλμπερτ’’
nuitetoile21- Terry Addict
- Αριθμός μηνυμάτων : 4781
Points : 12188
Ημερομηνία εγγραφής : 06/11/2010
Ηλικία : 41
Τόπος : neverland
Απ: Ένα φικ όπως θα το περιμένατε απο την nuitetoile21
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΕΝΔΕΚΑΤΟ: ΘΕΛΩ ΝΑ ΣΕ ΓΥΡΙΣΩ ΠΙΣΩ
Πέρασαν μερικές μέρες μέχρι να μπορέσει ο Άλμπερτ να την επισκεφτεί. Έλειπε σε ταξίδι και ακύρωσε τα πάντα μόλις πήρε το γράμμα της Άννυ που τον καλούσε να γυρίσει γιατί η Κάντυ δεν ήταν καλά. Το γράμμα τον ανησύχησε. Η Άννυ είχε γράψει με δυο λόγια τι συνέβαινε αλλά ο ίδιος καταλάβαινε ότι τα πράγματα πρέπει να ήταν πολύ σοβαρά. Αλλιώς η Κάντυ δεν θα επέτρεπε ποτέ να ακυρώσει τις δουλειές του.
Φτάνοντας στο σπίτι του Μικρού Αλόγου, η κυρία Πόνυ τον ενημέρωσε ότι η Κάντυ τις τελευταίες μέρες, σχεδόν δεν έτρωγε, δεν κοιμόταν και δεν έβγαινε από το δωμάτιο της. Είχαν ανησυχήσει όλοι πάρα πολύ. Αλλά εκείνη δεν άφηνε κανέναν να μπει μέσα στο δωμάτιο και έλεγε συνέχεια πως ο μόνος που θέλει να δει ήταν ο Άλμπερτ. Ο Άλμπερτ τρόμαξε αλλά προσπάθησε να το κρύψει από την κυρία Πόνυ. Της χαμογέλασε και της είπε πως όλα θα έφτιαχναν, δεν χρειαζόταν να ανησυχεί.
Με βαριά βήματα και με πολύ αγωνία κατευθύνθηκε προς το σωμάτιο της Κάντυ. Χτύπησε την πόρτα του δωματίου της και μπήκε μέσα. Αγριεύτηκε μόλις την είδε. Καθισμένη πάνω στο κρεβάτι, με το βλέμμα κολλημένο στο κενό, χαμένη κάπου μακριά. Ατημέλητη, με μαλλιά αχτένιστα και με μάτια γεμάτα από μαύρους κύκλους που δημιούργησε η έλλειψη του σωστού ύπνου, δίχως ζωή μέσα τους και έτοιμα να ξεσπάσουν σε δάκρυα με την παραμικρή λάθος λέξη.
Ο Άλμπερτ τρομοκρατήθηκε. Η Κάντυ ότι και αν συνέβαινε το αντιμετώπιζε πάντα με χαμόγελο και αισιοδοξία. Φαίνεται όμως ως είχε φτάσει στα όρια της και δεν άντεχε άλλο. Δεν αναγνώριζε εκείνη την γυναίκα που ήταν μπροστά του. Ούτε ένα βλέμμα δεν του είχε ρίξει τόση ώρα. Απλά κοιτούσε επίμονα στο κενό.
Ο Άλμπερτ πλησίασε το κρεβάτι και έκατσε δίπλα της. Την πήρε στην αγκαλιά του και εκείνη σαν να περίμενε κάποιος να την αγγίξει, έβαλε τα κλάματα. Την κράτησε εκεί, κουνώντας την ελαφρά και χαϊδεύοντας τα μαλλιά της.
‘’Όλα θα πάνε καλά, όλα θα πάνε καλά’’, επαναλάμβανε διαρκώς μέσα στο αυτί της ψιθυριστά.
Την ίδια ώρα η Άννυ βρισκόταν μέσα στο τρένο που θα την πήγαινε κοντά στον Τέρρυ. Δεν ήξερε ακόμα τι θα του έλεγε, δεν ήξερε τι ήταν σωστό και τι όχι. Ήξερε όμως πως όλες τις λύσεις τις κρατούσε στα χέρια του εκείνος και δεν θα έφευγε αν δεν της έδινε μια.
‘’Άλμπερτ..’’, είπε η Κάντυ κλαίγοντας. ΄΄Δεν αντέχω άλλο..πρέπει να με αφήσεις να φύγω..πρέπει να καταλάβεις..δεν μπορώ να μείνω εδώ..’’
Ο Άλμπερτ δεν απάντησε. Η έκφραση ‘’πρέπει να με αφήσεις να φύγω’’, καταλάβαινε ενστικτωδώς ότι ήταν πού επικίνδυνη. Προφανώς η Κάντυ δεν μιλούσε για ένα απλό ταξίδι. Μιλούσε για κάτι πολύ χειρότερο.
‘’Δεν μπορώ να σε αφήσω Κάντυ’’, της είπε ήρεμα. ‘’Δεν θα πας πουθενά και μαζί θα βρούμε την λύση’’
Η Κάντυ τον έσπρωξε απότομα προς τα πίσω. Ο Άλμπερτ σάστισε.
‘’Θα βρούμε την λύση; ΠΟΙΑ ΛΥΣΗ;’’, η Κάντυ είχε βγει εκτός ελέγχου. ‘’Δεν υπάρχει τίποτα να βρούμε Άλμπερτ. Εκείνος θα μείνει με την Σουζάνα και εγώ θα μείνω μόνη μου. ΜΟΝΗ ΜΟΥ!’’
Ο Άλμπερτ προσπάθησε να την αγκαλιάσει. Η Κάντυ αντιστάθηκε αλλά ο Άλμπερτ κατάφερε να την κλείσει στην αγκαλιά του.
‘’Δεν είσαι μόνη σου Κάντυ, Ποτέ δεν θα είσαι. Έχεις εμένα’’, της είπε.
Η Κάντυ δεν τον άκουσε. Είχε λιποθυμήσει μέσα στα χέρια του.
Πέρασαν μερικές μέρες μέχρι να μπορέσει ο Άλμπερτ να την επισκεφτεί. Έλειπε σε ταξίδι και ακύρωσε τα πάντα μόλις πήρε το γράμμα της Άννυ που τον καλούσε να γυρίσει γιατί η Κάντυ δεν ήταν καλά. Το γράμμα τον ανησύχησε. Η Άννυ είχε γράψει με δυο λόγια τι συνέβαινε αλλά ο ίδιος καταλάβαινε ότι τα πράγματα πρέπει να ήταν πολύ σοβαρά. Αλλιώς η Κάντυ δεν θα επέτρεπε ποτέ να ακυρώσει τις δουλειές του.
Φτάνοντας στο σπίτι του Μικρού Αλόγου, η κυρία Πόνυ τον ενημέρωσε ότι η Κάντυ τις τελευταίες μέρες, σχεδόν δεν έτρωγε, δεν κοιμόταν και δεν έβγαινε από το δωμάτιο της. Είχαν ανησυχήσει όλοι πάρα πολύ. Αλλά εκείνη δεν άφηνε κανέναν να μπει μέσα στο δωμάτιο και έλεγε συνέχεια πως ο μόνος που θέλει να δει ήταν ο Άλμπερτ. Ο Άλμπερτ τρόμαξε αλλά προσπάθησε να το κρύψει από την κυρία Πόνυ. Της χαμογέλασε και της είπε πως όλα θα έφτιαχναν, δεν χρειαζόταν να ανησυχεί.
Με βαριά βήματα και με πολύ αγωνία κατευθύνθηκε προς το σωμάτιο της Κάντυ. Χτύπησε την πόρτα του δωματίου της και μπήκε μέσα. Αγριεύτηκε μόλις την είδε. Καθισμένη πάνω στο κρεβάτι, με το βλέμμα κολλημένο στο κενό, χαμένη κάπου μακριά. Ατημέλητη, με μαλλιά αχτένιστα και με μάτια γεμάτα από μαύρους κύκλους που δημιούργησε η έλλειψη του σωστού ύπνου, δίχως ζωή μέσα τους και έτοιμα να ξεσπάσουν σε δάκρυα με την παραμικρή λάθος λέξη.
Ο Άλμπερτ τρομοκρατήθηκε. Η Κάντυ ότι και αν συνέβαινε το αντιμετώπιζε πάντα με χαμόγελο και αισιοδοξία. Φαίνεται όμως ως είχε φτάσει στα όρια της και δεν άντεχε άλλο. Δεν αναγνώριζε εκείνη την γυναίκα που ήταν μπροστά του. Ούτε ένα βλέμμα δεν του είχε ρίξει τόση ώρα. Απλά κοιτούσε επίμονα στο κενό.
Ο Άλμπερτ πλησίασε το κρεβάτι και έκατσε δίπλα της. Την πήρε στην αγκαλιά του και εκείνη σαν να περίμενε κάποιος να την αγγίξει, έβαλε τα κλάματα. Την κράτησε εκεί, κουνώντας την ελαφρά και χαϊδεύοντας τα μαλλιά της.
‘’Όλα θα πάνε καλά, όλα θα πάνε καλά’’, επαναλάμβανε διαρκώς μέσα στο αυτί της ψιθυριστά.
Την ίδια ώρα η Άννυ βρισκόταν μέσα στο τρένο που θα την πήγαινε κοντά στον Τέρρυ. Δεν ήξερε ακόμα τι θα του έλεγε, δεν ήξερε τι ήταν σωστό και τι όχι. Ήξερε όμως πως όλες τις λύσεις τις κρατούσε στα χέρια του εκείνος και δεν θα έφευγε αν δεν της έδινε μια.
‘’Άλμπερτ..’’, είπε η Κάντυ κλαίγοντας. ΄΄Δεν αντέχω άλλο..πρέπει να με αφήσεις να φύγω..πρέπει να καταλάβεις..δεν μπορώ να μείνω εδώ..’’
Ο Άλμπερτ δεν απάντησε. Η έκφραση ‘’πρέπει να με αφήσεις να φύγω’’, καταλάβαινε ενστικτωδώς ότι ήταν πού επικίνδυνη. Προφανώς η Κάντυ δεν μιλούσε για ένα απλό ταξίδι. Μιλούσε για κάτι πολύ χειρότερο.
‘’Δεν μπορώ να σε αφήσω Κάντυ’’, της είπε ήρεμα. ‘’Δεν θα πας πουθενά και μαζί θα βρούμε την λύση’’
Η Κάντυ τον έσπρωξε απότομα προς τα πίσω. Ο Άλμπερτ σάστισε.
‘’Θα βρούμε την λύση; ΠΟΙΑ ΛΥΣΗ;’’, η Κάντυ είχε βγει εκτός ελέγχου. ‘’Δεν υπάρχει τίποτα να βρούμε Άλμπερτ. Εκείνος θα μείνει με την Σουζάνα και εγώ θα μείνω μόνη μου. ΜΟΝΗ ΜΟΥ!’’
Ο Άλμπερτ προσπάθησε να την αγκαλιάσει. Η Κάντυ αντιστάθηκε αλλά ο Άλμπερτ κατάφερε να την κλείσει στην αγκαλιά του.
‘’Δεν είσαι μόνη σου Κάντυ, Ποτέ δεν θα είσαι. Έχεις εμένα’’, της είπε.
Η Κάντυ δεν τον άκουσε. Είχε λιποθυμήσει μέσα στα χέρια του.
nuitetoile21- Terry Addict
- Αριθμός μηνυμάτων : 4781
Points : 12188
Ημερομηνία εγγραφής : 06/11/2010
Ηλικία : 41
Τόπος : neverland
Απ: Ένα φικ όπως θα το περιμένατε απο την nuitetoile21
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΩΔΕΚΑΤΟ: ΕΝΑΣ ΣΥΜΜΑΧΟΣ
Ο Τέρρυ προσπαθούσε να κοιμηθεί εδώ και πολύ ώρα. Αλλά τις τελευταίες μέρες δεν ένιωθε καλά. Του είχε κοπεί η όρεξη και δεν κοιμόταν καλά. Έγινε ακόμα πιο κλειστός και απέφευγε τους πάντες και κυρίως την Σουζάνα. Αν μπορούσε να κλειστεί στο σπίτι του χωρίς να βλέπει κανέναν, πίστευε ότι θα ένιωθε πολύ ευτυχισμένος. Ή μάλλον όχι ευτυχισμένος αλλά ανακουφισμένος.
Αναρωτιόταν πολύ τις τελευταίες μέρες ποιο νόημα είχε η ζωή του. Δεν έβρισκε κανένα. Μακριά από την Κάντυ όλα έμοιαζαν σαν έναν ατελείωτο ύπνο. Σαν την ζωή του να μην την ζούσε αυτός αλλά κάποιος άλλος και εκείνος απλά παρακολουθούσε, σαν θεατής.
Ήταν αλήθεια πως εκείνος είχε διαλέξει να μείνει με την Σουζάνα. Ήταν κυρίως δικιά του απόφαση. Ήξερε πως η Κάντυ θα ήταν ευτυχισμένη γιατί είχαν διαλέξει να κάνουν το σωστό. Όμως εκείνος δεν ήταν καθόλου ευτυχισμένος. Το ότι έκανε το καθήκον του δεν τον γέμιζε χαρά, αντιθέτως του δηλητηρίαζε την ψυχή κάθε στιγμή που περνούσε. Και ήξερε γιατί. Γιατί εκείνες οι στιγμές, οι ώρες, και οι μέρες που περνούσε δίπλα στην Σουζάνα ήταν ουσιαστικά χαμένες στιγμές, ώρες και μέρες που θα μπορούσε να είχε ζήσει με την Κάντυ. Και δεν μπορούσε να συμβιβαστεί με αυτή την ιδέα.
Κόντευε να ξημερώσει πια και τα μάτια του δεν είχαν κλείσει. Ο ύπνος αρνήθηκε να τον επισκεφτεί. Ο Τέρρυ σκέφτηκε την Άννυ. Δεν είχε αποφασίσει ακόμα αν έπρεπε να της γράψει. Φοβόταν μήπως η Άννυ το έλεγε στην Κάντυ. Αυτό θα την στεναχωρούσε και ο Τέρρυ την είχε πληγώσει για μια ζωή, δεν χρειαζόταν να την πονάει άλλο. Θυμήθηκε την Άννυ. Ένα μικρό, φοβισμένο κοριτσάκι ήταν στο σχολείο. Άραγε εκείνη τον θυμόταν; Ποτέ δεν είχε δώσει ιδιαίτερη σημασία στους φίλους της Κάντυ. Δεν τον ένοιαζαν οι άλλοι, μονάχα εκείνη. Να τώρα όμως που τους χρειαζόταν για να μάθει τι συνέβαινε. Γιατί κάτι συνέβαινε σίγουρα.
Άραγε η Άννυ θα του απαντούσε αν της έστελνε ένα γράμμα;
Τις σκέψεις του διέκοψε ένα δειλό χτύπημα στην πόρτα. Ο Τέρρυ κοίταξε το ρολόι του. Ήταν πέντε το πρωί. Το μυαλό του πήγε κατευθείαν στην Σουζάνα. Είχε μέρες να την δει. Προφανώς είχε έρθει να για να ελέγξει αν το κατοικίδιο της παρέμενε ήσυχο στο κλουβί του. Δεν είχε όρεξη να της κάνει την χάρη, και αγνόησε το χτύπημα.
Ένα πιο δυνατό χτύπημα ακούστηκε και μετά ακόμα ένα. Ο Τέρρυ άρχισε να εκνευρίζεται. Ήταν έτοιμος να σηκωθεί, να ανοίξει την πόρτα και να την βρίσει. Δεν τον ένοιαζε αν θα την πλήγωνε.
‘’Τι είναι ένας τσακωμός Σουζάνα, αφού θα περάσουμε την υπόλοιπη ζωή δεμένοι;’’ Σκέφτηκε χαμογελώντας ειρωνικά και σηκώθηκε για να της ανοίξει.
‘’Τέρρυ..’’ακούστηκε μια δισταχτική φωνή πίσω από την πόρτα. Μια φωνή που ίσα ίσα ακούστηκε.
Ο Τέρρυ σάστισε και έτρεξε στην πόρτα. Αυτή η φωνή δεν ήταν της Σουζάνας! Αυτή η φωνή ήταν εκείνη που επιθυμούσε να ακούσει εκείνη την ώρα! Άνοιξε την πόρτα βιαστικά και αντίκρισε την Άννυ να τον κοιτάει πανικοβλημένη. Στα μάτια της όμως φαινόταν πως κάτι είχε αλλάξει. Δεν ήταν πια το μικρό φοβισμένο κοριτσάκι του σχολείου. Αυτή την φορά η Άννυ θα έβαζε στα πράγματα στην θέση τους και ο Τέρρυ το αντιλήφθηκε ανακουφισμένος. Πλέον υπήρχε κάποιος που θα τον βοηθούσε. Είχε αποκτήσει έναν σύμμαχο από το πουθενά.
Ο Τέρρυ προσπαθούσε να κοιμηθεί εδώ και πολύ ώρα. Αλλά τις τελευταίες μέρες δεν ένιωθε καλά. Του είχε κοπεί η όρεξη και δεν κοιμόταν καλά. Έγινε ακόμα πιο κλειστός και απέφευγε τους πάντες και κυρίως την Σουζάνα. Αν μπορούσε να κλειστεί στο σπίτι του χωρίς να βλέπει κανέναν, πίστευε ότι θα ένιωθε πολύ ευτυχισμένος. Ή μάλλον όχι ευτυχισμένος αλλά ανακουφισμένος.
Αναρωτιόταν πολύ τις τελευταίες μέρες ποιο νόημα είχε η ζωή του. Δεν έβρισκε κανένα. Μακριά από την Κάντυ όλα έμοιαζαν σαν έναν ατελείωτο ύπνο. Σαν την ζωή του να μην την ζούσε αυτός αλλά κάποιος άλλος και εκείνος απλά παρακολουθούσε, σαν θεατής.
Ήταν αλήθεια πως εκείνος είχε διαλέξει να μείνει με την Σουζάνα. Ήταν κυρίως δικιά του απόφαση. Ήξερε πως η Κάντυ θα ήταν ευτυχισμένη γιατί είχαν διαλέξει να κάνουν το σωστό. Όμως εκείνος δεν ήταν καθόλου ευτυχισμένος. Το ότι έκανε το καθήκον του δεν τον γέμιζε χαρά, αντιθέτως του δηλητηρίαζε την ψυχή κάθε στιγμή που περνούσε. Και ήξερε γιατί. Γιατί εκείνες οι στιγμές, οι ώρες, και οι μέρες που περνούσε δίπλα στην Σουζάνα ήταν ουσιαστικά χαμένες στιγμές, ώρες και μέρες που θα μπορούσε να είχε ζήσει με την Κάντυ. Και δεν μπορούσε να συμβιβαστεί με αυτή την ιδέα.
Κόντευε να ξημερώσει πια και τα μάτια του δεν είχαν κλείσει. Ο ύπνος αρνήθηκε να τον επισκεφτεί. Ο Τέρρυ σκέφτηκε την Άννυ. Δεν είχε αποφασίσει ακόμα αν έπρεπε να της γράψει. Φοβόταν μήπως η Άννυ το έλεγε στην Κάντυ. Αυτό θα την στεναχωρούσε και ο Τέρρυ την είχε πληγώσει για μια ζωή, δεν χρειαζόταν να την πονάει άλλο. Θυμήθηκε την Άννυ. Ένα μικρό, φοβισμένο κοριτσάκι ήταν στο σχολείο. Άραγε εκείνη τον θυμόταν; Ποτέ δεν είχε δώσει ιδιαίτερη σημασία στους φίλους της Κάντυ. Δεν τον ένοιαζαν οι άλλοι, μονάχα εκείνη. Να τώρα όμως που τους χρειαζόταν για να μάθει τι συνέβαινε. Γιατί κάτι συνέβαινε σίγουρα.
Άραγε η Άννυ θα του απαντούσε αν της έστελνε ένα γράμμα;
Τις σκέψεις του διέκοψε ένα δειλό χτύπημα στην πόρτα. Ο Τέρρυ κοίταξε το ρολόι του. Ήταν πέντε το πρωί. Το μυαλό του πήγε κατευθείαν στην Σουζάνα. Είχε μέρες να την δει. Προφανώς είχε έρθει να για να ελέγξει αν το κατοικίδιο της παρέμενε ήσυχο στο κλουβί του. Δεν είχε όρεξη να της κάνει την χάρη, και αγνόησε το χτύπημα.
Ένα πιο δυνατό χτύπημα ακούστηκε και μετά ακόμα ένα. Ο Τέρρυ άρχισε να εκνευρίζεται. Ήταν έτοιμος να σηκωθεί, να ανοίξει την πόρτα και να την βρίσει. Δεν τον ένοιαζε αν θα την πλήγωνε.
‘’Τι είναι ένας τσακωμός Σουζάνα, αφού θα περάσουμε την υπόλοιπη ζωή δεμένοι;’’ Σκέφτηκε χαμογελώντας ειρωνικά και σηκώθηκε για να της ανοίξει.
‘’Τέρρυ..’’ακούστηκε μια δισταχτική φωνή πίσω από την πόρτα. Μια φωνή που ίσα ίσα ακούστηκε.
Ο Τέρρυ σάστισε και έτρεξε στην πόρτα. Αυτή η φωνή δεν ήταν της Σουζάνας! Αυτή η φωνή ήταν εκείνη που επιθυμούσε να ακούσει εκείνη την ώρα! Άνοιξε την πόρτα βιαστικά και αντίκρισε την Άννυ να τον κοιτάει πανικοβλημένη. Στα μάτια της όμως φαινόταν πως κάτι είχε αλλάξει. Δεν ήταν πια το μικρό φοβισμένο κοριτσάκι του σχολείου. Αυτή την φορά η Άννυ θα έβαζε στα πράγματα στην θέση τους και ο Τέρρυ το αντιλήφθηκε ανακουφισμένος. Πλέον υπήρχε κάποιος που θα τον βοηθούσε. Είχε αποκτήσει έναν σύμμαχο από το πουθενά.
nuitetoile21- Terry Addict
- Αριθμός μηνυμάτων : 4781
Points : 12188
Ημερομηνία εγγραφής : 06/11/2010
Ηλικία : 41
Τόπος : neverland
Απ: Ένα φικ όπως θα το περιμένατε απο την nuitetoile21
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΕΚΑΤΟΤΡΙΤΟ: ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΑΛΛΑΞΕΙΣ ΓΝΩΜΗ
Ο Άντονυ είχε ξαπλώσει στο γρασίδι μπροστά από την λίμνη. Κόντευε να ξημερώσει. Όλα πήγαιναν όπως έλπιζε. Οι αντοχές της Κάντυ στέρευαν και σε λίγο θα τον ακολουθούσε. Και θα ήταν για πάντα ευτυχισμένη. Και εκείνος μαζί της.
Απόψε δεν την είχε επισκεφτεί. Ήταν ο Άλμπερτ εκεί. Μετά την λιποθυμία της δεν κούνησε λεπτό από κοντά της. Τώρα την είχε κοιμήσει στην αγκαλιά του και εκείνος παρέμενε άγρυπνος να την προσέχει. Τον Άντονυ δεν τον πείραζε.
‘’Άλμπερτ, πες της όσα θέλεις να της πεις, αποχαιρέτησε την, σύντομα θα είναι αργά..Αύριο θα έρθω να την πάρω μαζί μου..’’, είπε στον άνεμο.
Μια φιγούρα τον πλησίασε και έκατσε δίπλα του. Ο Άντονυ την κοίταξε. Η μητέρα του φαινόταν πολύ στεναχωρημένη. Ο Στηαρ προφανώς την είχε ενημερώσει για όλα. Σίγουρα είχε έρθει για να του αλλάξει γνώμη. Ούτε εκείνη καταλάβαινε.
‘’Άντονυ..’’, ξεκίνησε να λέει εκείνη. ‘’Αγόρι μου, τι πας να κάνεις;’’
‘’Μην ανησυχείς, ξέρω τι κάνω.’’ Απάντησε αποφασιστικά εκείνος.
‘’Δεν ξέρεις αγόρι μου, δεν ξέρεις.’’ Του είπε η Ροζμαρυ ανήσυχη.
Ο Άντονυ δεν απάντησε. Η μητέρα του δεν ήξερε την Κάντυ, δεν ήξερε πόσο σημαντική ήταν. Δεν ήξερε πόσο δυνατή ήταν η αγάπη τους.
‘’Άντονυ, αν η Κάντυ έρθει εδώ με την θέληση της, δεν θα είστε μαζί. Θα αναγκαστεί να περάσει στην άλλη πλευρά, στην σκιά. Δεν θα το ήθελες αυτό για εκείνη, έτσι δεν είναι;’’
‘’Η αγάπη μου θα την κρατήσει εδώ’’
‘’Η αγάπη σου Άντονυ. Η δικιά της καρδιά όμως που είναι χαρισμένη; Όχι αγόρι μου, αν αναγκάσεις την Κάντυ να έρθει εδώ μόνη της, θα την χάσεις αμέσως. Θα πάει στις σκιές, θα ζει σε έναν μόνιμο εφιάλτη. Δεν το θες αυτό.’’
‘’Η αγάπη μας είναι πιο δυνατή μητέρα. Η Κάντυ θα ζήσει εδώ μαζί μου, ευτυχισμένη’’
‘’ Η Κάντυ θα περάσει την αιωνιότητα στο σκοτάδι, αν έρθει εδώ, από μόνη της!’’, είπε η Ροζμαρυ εκνευρισμένη. ‘’Μα γιατί δεν το καταλαβαίνεις;’’
‘’Η Κάντυ θα μείνει εδώ μαζί μου. Δεν θα αφήσω κανέναν να την πειράξει’’
Η Ροζμαρυ σταμάτησε να μιλάει. Δεν είχε νόημα. Το μόνο που μπορούσε να κάνει πια ήταν να επέμβει όταν θα ερχόταν η στιγμή. Προς το παρών ο γιος της είχε κολλήσει με μια ιδέα που ήταν πολύ επικίνδυνη για την Κάντυ αλλά τίποτα δεν θα του άλλαζε γνώμη. Πίστευε πως έτσι θα την προστάτευε και η αγάπη που ένιωθε για αυτό το ξανθό κορίτσι τον τύφλωνε τόσο που δεν έβλεπε τίποτα πια.
‘’Αν είναι έτσι, να ξέρεις ότι θα με βρεις μπροστά σου’’, του είπε η μητέρα του και εξαφανίστηκε.
Ο Άντονυ δεν απάντησε. Ένιωθε τόσο σίγουρος για το σχέδιο του, για την αγάπη που ένιωθε για την Κάντυ και την αγάπη που ένιωθε εκείνη για αυτόν. Όχι, τίποτα δεν θα τραβούσε την Κάντυ στις σκιές όσο υπήρχε αυτή η αγάπη.
Ο Άντονυ είχε ξαπλώσει στο γρασίδι μπροστά από την λίμνη. Κόντευε να ξημερώσει. Όλα πήγαιναν όπως έλπιζε. Οι αντοχές της Κάντυ στέρευαν και σε λίγο θα τον ακολουθούσε. Και θα ήταν για πάντα ευτυχισμένη. Και εκείνος μαζί της.
Απόψε δεν την είχε επισκεφτεί. Ήταν ο Άλμπερτ εκεί. Μετά την λιποθυμία της δεν κούνησε λεπτό από κοντά της. Τώρα την είχε κοιμήσει στην αγκαλιά του και εκείνος παρέμενε άγρυπνος να την προσέχει. Τον Άντονυ δεν τον πείραζε.
‘’Άλμπερτ, πες της όσα θέλεις να της πεις, αποχαιρέτησε την, σύντομα θα είναι αργά..Αύριο θα έρθω να την πάρω μαζί μου..’’, είπε στον άνεμο.
Μια φιγούρα τον πλησίασε και έκατσε δίπλα του. Ο Άντονυ την κοίταξε. Η μητέρα του φαινόταν πολύ στεναχωρημένη. Ο Στηαρ προφανώς την είχε ενημερώσει για όλα. Σίγουρα είχε έρθει για να του αλλάξει γνώμη. Ούτε εκείνη καταλάβαινε.
‘’Άντονυ..’’, ξεκίνησε να λέει εκείνη. ‘’Αγόρι μου, τι πας να κάνεις;’’
‘’Μην ανησυχείς, ξέρω τι κάνω.’’ Απάντησε αποφασιστικά εκείνος.
‘’Δεν ξέρεις αγόρι μου, δεν ξέρεις.’’ Του είπε η Ροζμαρυ ανήσυχη.
Ο Άντονυ δεν απάντησε. Η μητέρα του δεν ήξερε την Κάντυ, δεν ήξερε πόσο σημαντική ήταν. Δεν ήξερε πόσο δυνατή ήταν η αγάπη τους.
‘’Άντονυ, αν η Κάντυ έρθει εδώ με την θέληση της, δεν θα είστε μαζί. Θα αναγκαστεί να περάσει στην άλλη πλευρά, στην σκιά. Δεν θα το ήθελες αυτό για εκείνη, έτσι δεν είναι;’’
‘’Η αγάπη μου θα την κρατήσει εδώ’’
‘’Η αγάπη σου Άντονυ. Η δικιά της καρδιά όμως που είναι χαρισμένη; Όχι αγόρι μου, αν αναγκάσεις την Κάντυ να έρθει εδώ μόνη της, θα την χάσεις αμέσως. Θα πάει στις σκιές, θα ζει σε έναν μόνιμο εφιάλτη. Δεν το θες αυτό.’’
‘’Η αγάπη μας είναι πιο δυνατή μητέρα. Η Κάντυ θα ζήσει εδώ μαζί μου, ευτυχισμένη’’
‘’ Η Κάντυ θα περάσει την αιωνιότητα στο σκοτάδι, αν έρθει εδώ, από μόνη της!’’, είπε η Ροζμαρυ εκνευρισμένη. ‘’Μα γιατί δεν το καταλαβαίνεις;’’
‘’Η Κάντυ θα μείνει εδώ μαζί μου. Δεν θα αφήσω κανέναν να την πειράξει’’
Η Ροζμαρυ σταμάτησε να μιλάει. Δεν είχε νόημα. Το μόνο που μπορούσε να κάνει πια ήταν να επέμβει όταν θα ερχόταν η στιγμή. Προς το παρών ο γιος της είχε κολλήσει με μια ιδέα που ήταν πολύ επικίνδυνη για την Κάντυ αλλά τίποτα δεν θα του άλλαζε γνώμη. Πίστευε πως έτσι θα την προστάτευε και η αγάπη που ένιωθε για αυτό το ξανθό κορίτσι τον τύφλωνε τόσο που δεν έβλεπε τίποτα πια.
‘’Αν είναι έτσι, να ξέρεις ότι θα με βρεις μπροστά σου’’, του είπε η μητέρα του και εξαφανίστηκε.
Ο Άντονυ δεν απάντησε. Ένιωθε τόσο σίγουρος για το σχέδιο του, για την αγάπη που ένιωθε για την Κάντυ και την αγάπη που ένιωθε εκείνη για αυτόν. Όχι, τίποτα δεν θα τραβούσε την Κάντυ στις σκιές όσο υπήρχε αυτή η αγάπη.
nuitetoile21- Terry Addict
- Αριθμός μηνυμάτων : 4781
Points : 12188
Ημερομηνία εγγραφής : 06/11/2010
Ηλικία : 41
Τόπος : neverland
Απ: Ένα φικ όπως θα το περιμένατε απο την nuitetoile21
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΕΚΑΤΟΤΕΤΑΡΤΟ: ΘΑ ΠΑΙΖΩ ΜΕΧΡΙ ΝΑ ΞΥΠΝΗΣΕΙΣ…ΣΩΑ
Ο Τέρρυ κατάλαβε αμέσως μόλις είδε την Άννυ ότι πλέον δεν υπήρχε χρόνος. Δεν χρειάστηκε να μιλήσουν. Η Κάντυ τον χρειαζόταν και η Άννυ ήξερε πια πως εκείνος θα ερχόταν μαζί της, για να τον πάει κοντά της. Σε λίγες ώρες θα ξεκινούσαν. Το μόνο που έπρεπε να κάνει ο Τέρρυ ήταν να ειδοποιήσει τον διευθυντή του θεάτρου πως θα έφευγε, και πως δεν είχε σκοπό να γυρίσει πίσω. Θα έπρεπε να μιλήσει και με την Σουζάνα, αλλά είχε ήδη αποφασίσει πως εκείνη του είχε σπαταλήσει αρκετό χρόνο ώστε να μην είναι διατεθειμένος να της δώσει και άλλον τώρα. Αργότερα, μόλις η Κάντυ γινόταν καλά, θα της μιλούσε. Ως τότε δεν τον ένοιαζε τίποτα άλλο.
Άφησε την Άννυ στο σπίτι του και της είπε να κοιμηθεί λίγο μέχρι να γυρίσει. Η ώρα ήταν πέντε και δέκα ακριβώς, δεν είχαν ανταλλάξει ούτε μια λέξη.
Η Άννυ συμφώνησε αλλά λίγο πριν ο Τέρρυ φύγει τον ρώτησε μήπως είχε δεύτερα κλειδιά. Έπρεπε να πάει και εκείνη κάπου πριν φύγουν. Ο Τέρρυ δεν ρώτησε τίποτα. Η Άννυ ξαφνικά είχε μετατραπεί σε φύλακα άγγελο της Κάντυ, όπου και αν ήθελε να πάει, σίγουρα ήξερε τι έκανε. Άνοιξε ένα ντουλαπάκι στον τοίχο και έβγαλε από μέσα κάτι κλειδιά.
‘’Τα είχα φτιάξει για την Κάντυ’’, της είπε και τα απόθεσε στο χέρι της.
Η Άννυ τα έσφιξε στο χέρι της και υποσχέθηκε στον εαυτό της ότι αυτά τα κλειδιά την επόμενη φορά θα τα κρατούσε το σωστό χέρι, το χέρι για το οποίο φτιάχτηκαν.
Ο Τέρρυ έφυγε και έτρεξε μέχρι το θέατρο. Ήξερε πως ο διευθυντής ήταν εκεί συνήθως τέτοιες ώρες. Του άρεσε να κάθεται στο άδειο και ήσυχο θέατρο και να πίνει τον καφέ του, απολαμβάνοντας την ηρεμία πριν ξεκινήσουν οι πρόβες. Ήταν μια συνήθεια που δεν μπορούσε να αλλάξει.
Μπήκε από την πίσω πόρτα του θεάτρου και έπεσε πάνω σε μια καθαρίστρια. Εκείνη τρόμαξε που τον είδε μπροστά της. Ο ήλιος δεν είχε βγει ακόμα και ο Τέρρυ με την παραμελημένη του εμφάνιση, έμοιαζε να είχε βγει από έναν άλλο κόσμο, έναν κόσμο σκοτεινό.
Του είπε τρέμοντας ότι ο διευθυντής είχε πεταχτεί μέχρι το σπίτι του αλλά θα γυρνούσε σε πέντε – δέκα λεπτά. Ο Τέρρυ την ευχαρίστησε και κατευθύνθηκε προς ένα δωματιάκι που υπήρχε πίσω από την σκηνή και το χρησιμοποιούσαν σαν αποθηκευτικό χώρο.
Κάτι τον τραβούσε προς τα εκεί, μια μεγάλη δύναμη που δεν μπορούσε να της αντισταθεί. Μπήκε μέσα αλλά δεν μπορούσε να καταλάβει τι γύρευε εκεί. Άφησε το βλέμμα του να πλανηθεί στον χώρο και εκείνο στάθηκε στο πιάνο που είχαν στριμώξει σε μια γωνιά. Πλησίασε και έκατσε στο σκαμνί. Ένιωθε μεγάλη ανάγκη να παίξει. Σήκωσε το καπάκι που κάλυπτε τα πλήκτρα και τα χάιδεψε.
‘’Το τραγούδι για το φακιδομουτράκι’’ , είπε χαμογελώντας καθώς θυμήθηκε την Κάντυ να εισβάλει από το παράθυρο του σχολείου, στην αίθουσα που εκείνος έπαιζε πιάνο.
Άρχισε να παίζει την στιγμή που ο ήλιος έκανε την πρώτη του εμφάνιση στον ουρανό.
Την ίδια ώρα, η Κάντυ κοιμόταν στη αγκαλιά του Άλμπερτ. Εκείνος ήταν πολύ κουρασμένος, όλο το βράδυ είχε μείνει ξύπνιος για να την φροντίζει. Ακόμα δεν πίστευε αυτό που του είχε πει η Κάντυ, ‘’πρέπει να με αφήσεις να φύγω..’’. όχι θα έβρισκε λύση, ακόμα και αν αναγκαζόταν να πάει να φέρει τον Τέρρυ σηκωτό για να είναι κοντά της.
‘’Λες και ο Τέρρυ δεν θα ήθελε να είναι στην θέση μου τώρα;’’ σκέφτηκε ο Άλμπερτ λυπημένος. ‘’Αν ήταν στο χέρι του, ο Τέρρυ δεν θα άφηνε την Κάντυ να πάει πουθενά. ‘’
Η κυρία Πόνυ διέκοψε τις σκέψεις του με ένα ελαφρό χτύπημα στην πόρτα. Ο Άλμπερτ απόθεσε την Κάντυ ήρεμα στο κρεβάτι, σηκώθηκε και βγήκε έξω από το δωμάτιο. Την θέση του όμως στο κρεβάτι την πήρε ο Άντονυ.
Ξάπλωσε δίπλα στην Κάντυ και άρχισε να της χαϊδεύει τα μαλλιά . Εκείνη δεν αντέδρασε. Πέρασε τα δάχτυλα του πάνω από τα χείλη της και ξαφνικά έσκυψε και την φίλησε. Η Κάντυ δεν κατάλαβε, απλά μέσα στον ύπνο της ένιωσε κάτι να την ενοχλεί και γύρισε το κεφάλι της από την άλλη πλευρά.
Ο Άντονυ συνέχισε να της χαϊδεύει τα μαλλιά και όλος ο έρωτας που ένιωθε για εκείνη ξαφνικά ένιωσε να τον καίει. Το νυχτικό της είχε πέσει και άφηνε ακάλυπτο τον ώμο της. Έφερε τα δάχτυλα του εκεί και τα άφησε να κάνουν την διαδρομή μέχρι τον λαιμό της.
‘’Κάντυ, Κάντυ ξύπνα..’’, της ψιθύρισε.
Εκείνη άνοιξε αργά τα μάτια της.
‘’Άντονυ..’’, είπε ‘’Που είναι ο Άλμπερτ;’’
‘’Θυμάσαι πόσο ερωτευμένοι ήμασταν κάποτε; Εγώ είμαι ακόμα ερωτευμένος μαζί σου Κάντυ’’
‘’Άντονυ..δεν..’’
Ο Άντονυ δεν την άφησε να μιλήσει, απλά την ξαναφίλησε. Η Κάντυ προσπάθησε να τραβηχτεί, αλλά εκείνος δεν την άφησε. Και όσο την φιλούσε τόσο σκοτείνιαζαν όλα γύρω της και βυθιζόταν στην λήθη.
Τα δάχτυλα του Άντονυ άρχισαν να της χαϊδεύουν το κορμί ντροπαλά. Η Κάντυ δεν αντέδρασε, σχεδόν δεν θυμόταν τίποτα πια. Είχε αρχίσει να περνάει σε άλλη διάσταση και όλα της φαινόντουσαν φυσιολογικά, και ιδίως η παρουσία του Άντονυ και όσα έκανε μαζί του.
Τα φιλιά του Άντονυ είχαν αρχίσει να γίνονται πιο απαιτητικά και εκείνη ανταποκρινόταν. Τον είχε αγαπήσει τόσο πολύ και αν δεν είχε πεθάνει αυτή θα ήταν η φυσιολογική κατάληξη που θα είχαν μια μέρα. Αλλά το μυαλό της Κάντυ είχε διαγράψει ότι ο Άντονυ ήταν νεκρός. Ήταν απλά ο Άντονυ που τώρα την φιλούσε και προσπαθούσε να της βγάλει το νυχτικό.
Ανασηκώθηκε για να τον βοηθήσει. Έβγαλε το νυχτικό της και ξάπλωσε πίσω. Ο Άντονυ μη σταματώντας να την φιλάει ξάπλωσε από πάνω της. Και τότε η Κάντυ το άκουσε. Μια μελωδία από ένα πιάνο, κάπου μακριά κάποιος έπαιζε.
‘’Τι όμορφο τραγούδι’’ σκέφτηκε και αμέσως στο μυαλό της ήρθε η εικόνα ενός αγοριού που έπαιζε πιάνο και εκείνη το παρακολουθούσε έξω από το παράθυρο, καθισμένη σε ένα δέντρο.
‘’Ο Τέρρυ’’, είπε. ΄΄Ο Τέρρυ παίζει! Το τραγούδι μου!!!’’
‘’Κάντυ, μην ακούς, μείνει εδώ, μαζί μου,’’ της είπε ο Άντονυ
Η Κάντυ τον κοίταξε. Ναι ήταν ο Άντονυ που πάντα αγαπούσε. Όμως όσο πιο πολύ άκουγε την μουσική που έπαιζε ο Τέρρυ, τόσο πιο πολύ γυρνούσε στην πραγματικότητα. Γιατί ήταν εκεί ο Άντονυ; Ξαφνικά συνειδητοποίησε την γύμνια της και ντράπηκε. Γιατί ήταν γυμνή; Και κυρίως γιατί ήταν γυμνή μπροστά στον Άντονυ και όχι στον Τέρρυ;
‘’ΤΕΡΡΥ!!!!!!!!!!!’’, φώναξε ασυναίσθητα, και άρχισε να κλαίει.
Ο Άντονυ εξαφανίστηκε και ο Άλμπερτ μπήκε τρέχοντας μέσα στο δωμάτιο, πανικοβλημένος από την κραυγή της. Την βρήκε γυμνή να κλαίει πάνω στο κρεβάτι.
Ο Τέρρυ κατάλαβε αμέσως μόλις είδε την Άννυ ότι πλέον δεν υπήρχε χρόνος. Δεν χρειάστηκε να μιλήσουν. Η Κάντυ τον χρειαζόταν και η Άννυ ήξερε πια πως εκείνος θα ερχόταν μαζί της, για να τον πάει κοντά της. Σε λίγες ώρες θα ξεκινούσαν. Το μόνο που έπρεπε να κάνει ο Τέρρυ ήταν να ειδοποιήσει τον διευθυντή του θεάτρου πως θα έφευγε, και πως δεν είχε σκοπό να γυρίσει πίσω. Θα έπρεπε να μιλήσει και με την Σουζάνα, αλλά είχε ήδη αποφασίσει πως εκείνη του είχε σπαταλήσει αρκετό χρόνο ώστε να μην είναι διατεθειμένος να της δώσει και άλλον τώρα. Αργότερα, μόλις η Κάντυ γινόταν καλά, θα της μιλούσε. Ως τότε δεν τον ένοιαζε τίποτα άλλο.
Άφησε την Άννυ στο σπίτι του και της είπε να κοιμηθεί λίγο μέχρι να γυρίσει. Η ώρα ήταν πέντε και δέκα ακριβώς, δεν είχαν ανταλλάξει ούτε μια λέξη.
Η Άννυ συμφώνησε αλλά λίγο πριν ο Τέρρυ φύγει τον ρώτησε μήπως είχε δεύτερα κλειδιά. Έπρεπε να πάει και εκείνη κάπου πριν φύγουν. Ο Τέρρυ δεν ρώτησε τίποτα. Η Άννυ ξαφνικά είχε μετατραπεί σε φύλακα άγγελο της Κάντυ, όπου και αν ήθελε να πάει, σίγουρα ήξερε τι έκανε. Άνοιξε ένα ντουλαπάκι στον τοίχο και έβγαλε από μέσα κάτι κλειδιά.
‘’Τα είχα φτιάξει για την Κάντυ’’, της είπε και τα απόθεσε στο χέρι της.
Η Άννυ τα έσφιξε στο χέρι της και υποσχέθηκε στον εαυτό της ότι αυτά τα κλειδιά την επόμενη φορά θα τα κρατούσε το σωστό χέρι, το χέρι για το οποίο φτιάχτηκαν.
Ο Τέρρυ έφυγε και έτρεξε μέχρι το θέατρο. Ήξερε πως ο διευθυντής ήταν εκεί συνήθως τέτοιες ώρες. Του άρεσε να κάθεται στο άδειο και ήσυχο θέατρο και να πίνει τον καφέ του, απολαμβάνοντας την ηρεμία πριν ξεκινήσουν οι πρόβες. Ήταν μια συνήθεια που δεν μπορούσε να αλλάξει.
Μπήκε από την πίσω πόρτα του θεάτρου και έπεσε πάνω σε μια καθαρίστρια. Εκείνη τρόμαξε που τον είδε μπροστά της. Ο ήλιος δεν είχε βγει ακόμα και ο Τέρρυ με την παραμελημένη του εμφάνιση, έμοιαζε να είχε βγει από έναν άλλο κόσμο, έναν κόσμο σκοτεινό.
Του είπε τρέμοντας ότι ο διευθυντής είχε πεταχτεί μέχρι το σπίτι του αλλά θα γυρνούσε σε πέντε – δέκα λεπτά. Ο Τέρρυ την ευχαρίστησε και κατευθύνθηκε προς ένα δωματιάκι που υπήρχε πίσω από την σκηνή και το χρησιμοποιούσαν σαν αποθηκευτικό χώρο.
Κάτι τον τραβούσε προς τα εκεί, μια μεγάλη δύναμη που δεν μπορούσε να της αντισταθεί. Μπήκε μέσα αλλά δεν μπορούσε να καταλάβει τι γύρευε εκεί. Άφησε το βλέμμα του να πλανηθεί στον χώρο και εκείνο στάθηκε στο πιάνο που είχαν στριμώξει σε μια γωνιά. Πλησίασε και έκατσε στο σκαμνί. Ένιωθε μεγάλη ανάγκη να παίξει. Σήκωσε το καπάκι που κάλυπτε τα πλήκτρα και τα χάιδεψε.
‘’Το τραγούδι για το φακιδομουτράκι’’ , είπε χαμογελώντας καθώς θυμήθηκε την Κάντυ να εισβάλει από το παράθυρο του σχολείου, στην αίθουσα που εκείνος έπαιζε πιάνο.
Άρχισε να παίζει την στιγμή που ο ήλιος έκανε την πρώτη του εμφάνιση στον ουρανό.
Την ίδια ώρα, η Κάντυ κοιμόταν στη αγκαλιά του Άλμπερτ. Εκείνος ήταν πολύ κουρασμένος, όλο το βράδυ είχε μείνει ξύπνιος για να την φροντίζει. Ακόμα δεν πίστευε αυτό που του είχε πει η Κάντυ, ‘’πρέπει να με αφήσεις να φύγω..’’. όχι θα έβρισκε λύση, ακόμα και αν αναγκαζόταν να πάει να φέρει τον Τέρρυ σηκωτό για να είναι κοντά της.
‘’Λες και ο Τέρρυ δεν θα ήθελε να είναι στην θέση μου τώρα;’’ σκέφτηκε ο Άλμπερτ λυπημένος. ‘’Αν ήταν στο χέρι του, ο Τέρρυ δεν θα άφηνε την Κάντυ να πάει πουθενά. ‘’
Η κυρία Πόνυ διέκοψε τις σκέψεις του με ένα ελαφρό χτύπημα στην πόρτα. Ο Άλμπερτ απόθεσε την Κάντυ ήρεμα στο κρεβάτι, σηκώθηκε και βγήκε έξω από το δωμάτιο. Την θέση του όμως στο κρεβάτι την πήρε ο Άντονυ.
Ξάπλωσε δίπλα στην Κάντυ και άρχισε να της χαϊδεύει τα μαλλιά . Εκείνη δεν αντέδρασε. Πέρασε τα δάχτυλα του πάνω από τα χείλη της και ξαφνικά έσκυψε και την φίλησε. Η Κάντυ δεν κατάλαβε, απλά μέσα στον ύπνο της ένιωσε κάτι να την ενοχλεί και γύρισε το κεφάλι της από την άλλη πλευρά.
Ο Άντονυ συνέχισε να της χαϊδεύει τα μαλλιά και όλος ο έρωτας που ένιωθε για εκείνη ξαφνικά ένιωσε να τον καίει. Το νυχτικό της είχε πέσει και άφηνε ακάλυπτο τον ώμο της. Έφερε τα δάχτυλα του εκεί και τα άφησε να κάνουν την διαδρομή μέχρι τον λαιμό της.
‘’Κάντυ, Κάντυ ξύπνα..’’, της ψιθύρισε.
Εκείνη άνοιξε αργά τα μάτια της.
‘’Άντονυ..’’, είπε ‘’Που είναι ο Άλμπερτ;’’
‘’Θυμάσαι πόσο ερωτευμένοι ήμασταν κάποτε; Εγώ είμαι ακόμα ερωτευμένος μαζί σου Κάντυ’’
‘’Άντονυ..δεν..’’
Ο Άντονυ δεν την άφησε να μιλήσει, απλά την ξαναφίλησε. Η Κάντυ προσπάθησε να τραβηχτεί, αλλά εκείνος δεν την άφησε. Και όσο την φιλούσε τόσο σκοτείνιαζαν όλα γύρω της και βυθιζόταν στην λήθη.
Τα δάχτυλα του Άντονυ άρχισαν να της χαϊδεύουν το κορμί ντροπαλά. Η Κάντυ δεν αντέδρασε, σχεδόν δεν θυμόταν τίποτα πια. Είχε αρχίσει να περνάει σε άλλη διάσταση και όλα της φαινόντουσαν φυσιολογικά, και ιδίως η παρουσία του Άντονυ και όσα έκανε μαζί του.
Τα φιλιά του Άντονυ είχαν αρχίσει να γίνονται πιο απαιτητικά και εκείνη ανταποκρινόταν. Τον είχε αγαπήσει τόσο πολύ και αν δεν είχε πεθάνει αυτή θα ήταν η φυσιολογική κατάληξη που θα είχαν μια μέρα. Αλλά το μυαλό της Κάντυ είχε διαγράψει ότι ο Άντονυ ήταν νεκρός. Ήταν απλά ο Άντονυ που τώρα την φιλούσε και προσπαθούσε να της βγάλει το νυχτικό.
Ανασηκώθηκε για να τον βοηθήσει. Έβγαλε το νυχτικό της και ξάπλωσε πίσω. Ο Άντονυ μη σταματώντας να την φιλάει ξάπλωσε από πάνω της. Και τότε η Κάντυ το άκουσε. Μια μελωδία από ένα πιάνο, κάπου μακριά κάποιος έπαιζε.
‘’Τι όμορφο τραγούδι’’ σκέφτηκε και αμέσως στο μυαλό της ήρθε η εικόνα ενός αγοριού που έπαιζε πιάνο και εκείνη το παρακολουθούσε έξω από το παράθυρο, καθισμένη σε ένα δέντρο.
‘’Ο Τέρρυ’’, είπε. ΄΄Ο Τέρρυ παίζει! Το τραγούδι μου!!!’’
‘’Κάντυ, μην ακούς, μείνει εδώ, μαζί μου,’’ της είπε ο Άντονυ
Η Κάντυ τον κοίταξε. Ναι ήταν ο Άντονυ που πάντα αγαπούσε. Όμως όσο πιο πολύ άκουγε την μουσική που έπαιζε ο Τέρρυ, τόσο πιο πολύ γυρνούσε στην πραγματικότητα. Γιατί ήταν εκεί ο Άντονυ; Ξαφνικά συνειδητοποίησε την γύμνια της και ντράπηκε. Γιατί ήταν γυμνή; Και κυρίως γιατί ήταν γυμνή μπροστά στον Άντονυ και όχι στον Τέρρυ;
‘’ΤΕΡΡΥ!!!!!!!!!!!’’, φώναξε ασυναίσθητα, και άρχισε να κλαίει.
Ο Άντονυ εξαφανίστηκε και ο Άλμπερτ μπήκε τρέχοντας μέσα στο δωμάτιο, πανικοβλημένος από την κραυγή της. Την βρήκε γυμνή να κλαίει πάνω στο κρεβάτι.
nuitetoile21- Terry Addict
- Αριθμός μηνυμάτων : 4781
Points : 12188
Ημερομηνία εγγραφής : 06/11/2010
Ηλικία : 41
Τόπος : neverland
Απ: Ένα φικ όπως θα το περιμένατε απο την nuitetoile21
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΕΚΑΤΟΠΕΜΠΤΟ: ΜΙΑ ΑΝΑΠΑΝΤΕΧΗ ΕΠΙΣΚΕΨΗ ΤΟ ΧΑΡΑΜΑ
Η Άννυ χτύπησε δυνατά την πόρτα της Σουζάνας, έχοντας συναίσθηση ότι η ώρα δεν ήταν ούτε έξι το πρωί. Αλλά δεν την ένοιαζε. Τα πράγματα είχαν τραβήξει πολύ μακριά ώστε να την ενδιαφέρουν οι τυπικότητες. Άνοιξε την πόρτα μια υπηρέτρια, που την ρώτησε τρομαγμένη τι ήθελε, αν και κάπως ανακουφισμένη που αντίκρισε μια κοπέλα και όχι τον Τέρρυ.
‘’Θέλω να δω την Σουζάνα’’, είπε με σοβαρή φωνή η Άννυ.
‘’Λυπάμαι δεν γίνεται’’, της απάντησε η υπηρέτρια. ΄’Είναι πάρα πολύ νωρίς, κοιμάται’’ και πήγε να κλείσει την πόρτα.
Η Άννυ σταμάτησε την πόρτα με το χέρι της και είπε
‘’Θέλω να δω την Σουζάνα, τώρα. Πες της ότι αφορά τον Τέρρυ’’
Δεν πέρασαν ούτε πέντε λεπτά και η Άννυ βρισκόταν στο δωμάτιο της Σουζάνας. Εκείνη ήταν ξαπλωμένη στο κρεβάτι της, στο πρόσωπο της φαινόταν ότι είχε ξυπνήσει απότομα και τώρα αγωνιούσε να μάθει τι είχε συμβεί στον Τέρρυ.
‘’Είναι καλά ο Τέρρυ;’΄ρώτησε αμέσως την Άννυ.
Η Άννυ δεν απάντησε. Την περιεργάστηκε λίγο και ύστερα έκατσε σε μια καρέκλα κοντά στο κρεβάτι. Το πρόσωπο της ήταν καλυμμένο με αηδία και η Σουζάνα ενστικτωδώς ένιωσε ότι αυτή η έκφραση της Άννυ είχε να κάνει με την ίδια την Σουζάνα.
‘’Αν είναι καλά ο Τέρρυ;’’ Ρώτησε ειρωνικά η Άννυ. ‘’Και τι μας νοιάζει αυτό Σουζάνα; Εσύ είσαι καλά; Αυτό δεν μετράει μόνο;’’
Η Σουζάνα ζάρωσε κάτω από τα σκεπάσματα. Δεν περίμενε τέτοια επίθεση.
‘’Θα ήθελα να φύγεις’’ ψέλλισε.
‘’Α όχι, αυτό δεν θα γίνει.’’ Της απάντησε η Άννυ. ‘’Θα σου πω ότι έχω να σου πω και θα με ακούσεις. Μπορείς να βάλεις τα κλάματα αν θες, να ουρλιάξεις, να φωνάξεις, εγώ δεν είμαι Τέρρυ για να σε λυπηθώ. Θα μείνω μέχρι να με ακούσεις. Οπότε θα σε συμβούλευα αν θες να φύγω, να το βουλώσεις και να με ακούσεις’’
Η Σουζάνα λούφαξε ακόμα πιο πολύ μέσα στα σκεπάσματα της. Αυτό το κορίτσι την τρόμαζε. Παρόλα τα καλοφτιαγμένα ρούχα που φορούσε και τον αέρα κυρίας που είχαν οι κινήσεις της, το βλέμμα της έλεγε πως αν η Σουζάνα δεν την άκουγε, θα ξεχνούσε αυτόματα τους τρόπους της και θα της ορμούσε.
‘’Ποια είσαι;’’ Τη ρώτησε
‘’Είμαι η καλύτερη φίλη του Τέρρυ’’ απάντησε η Άννυ.
Η Σουζάνα σάστισε. ‘’Η καλύτερη φίλη του Τέρρυ; Μα..ο Τέρρυ δεν είχε φίλους, αν είχε θα το ήξερα’’, σκέφτηκε.
‘’Στο σχολείο’’, συνέχισε η Άννυ ‘’κάναμε πολύ παρέα. ‘’
Η Σουζάνα την κοίταξε. ‘’Στο σχολείο; Άρα αυτό σήμαινε πως εκείνο το κορίτσι ήξερε και την..’’
΄΄Επίσης είμαι η καλύτερη φίλη της Κάντυ’’ , επιβεβαίωσε τις σκέψεις της η Άννυ.
‘’Φύγε’’, είπε η Σουζάνα τρέμοντας.
Η Άννυ προς μεγάλη ανακούφιση της Σουζάνας σηκώθηκε. Αλλά δεν πρόλαβε να χαρεί. Η Άννυ πλησίασε το κρεβάτι και την χαστούκισε δυνατά στο μάγουλο. Η Σουζάνα ήταν τόσο έκπληκτη που δεν μπόρεσε να μιλήσει, να αντιδράσει. Έμεινε απλά να κρατάει το μάγουλο της και να κοιτάει τρομοκρατημένη την Άννυ.
‘’Δεν με ακούς, ‘’ της είπε ειρωνικά η Άννυ. ‘’ Ελπίζω τώρα να συνεννοηθούμε’’
Η Σουζάνα δεν μίλησε. Είχε αποφασίσει πως θα άφηνε αυτή την κοπέλα να της πει ότι ήθελε και μετά είχε πει ότι θα έφευγε, της το είχε υποσχεθεί.
Η Άννυ έβγαλε κάτι κλειδιά από την τσέπη της και τα έδειξε στην Σουζάνα.
‘’Ξέρεις ποιανού είναι αυτά τα κλειδιά;’’
Η Σουζάνα έγνεψε πως όχι.
‘’Αυτά τα κλειδιά ανοίγουν την πόρτα του σπιτιού του Τέρρυ’’, είπε η Άννυ. ‘’Αλλά δεν είναι δικά του. Τα έφτιαξε λίγες μέρες πριν έρθει η Κάντυ εδώ με σκοπό να της τα δώσει. Εκείνες τις μέρες της έστειλε και ένα γράμμα και μαζί ένα εισιτήριο χωρίς επιστροφή. Μήπως μπορείς να φανταστείς γιατι;’’
Η Σουζάνα δεν μιλούσε αλλά καταλάβαινε πολύ καλά.
‘’Ήθελε να την κρατήσει εδώ, μαζί του. Σκόπευε να την ζητήσει σε γάμο’’, είπε η Άννυ.
Η Σουζάνα δεν απάντησε, μόνο δάκρυα άρχισαν να εμφανίζονται στα μάτια της. Λες και τόσο καιρό ζούσε πίσω από μια κουρτίνα και τώρα κάποιος είχε τραβήξει αυτή την κουρτίνα με το ζόρι.
‘’Γιατί δεν το έκανε; Γιατί μπήκες στην μέση εσύ, ‘’συνέχισε η Άννυ. ‘’Σίγουρα σου χρωστάει την ζωή του, και εκείνος και όσοι τον αγαπάμε και κυρίως η Κάντυ νιώθουμε απέραντη ευγνωμοσύνη απέναντι σου που το έκανες. Αλλά παρατράβηξε το αστείο Σουζάνα. Άσε με να σου πω για τον Τέρρυ, γιατί δεν ξέρεις τίποτα για αυτόν έτσι δεν είναι;’’ Ρώτησε η Άννυ.
Η Σουζάνα στο άκουσμα αυτής της ερώτησης ξαφνικά συνειδητοποίησε πως είχε δίκιο. Δεν ήξερε τίποτα για τον Τέρρυ. Τίποτα απολύτως. Τώρα περίμενε με αγωνία να ακούσει τι είχε να της πει αυτή η κοπέλα.
‘’Ο Τέρρυ’’, άρχισε η Άννυ, ‘’στο σχολείο ήταν πολύ μοναχικός. Δεν έκανε παρέα με κανέναν και τσακωνόταν συνέχεια. Όλα αυτά μέχρι να ερωτευτεί την Κάντυ και εκείνη αυτόν. Μετά άλλαξε. Έγινε πιο προσιτός, πιο ήρεμος, πιο ευτυχισμένος. Και εκείνη άλλαξε, μεγάλωσε, ηρέμησε και εκείνη. Όλοι ήταν σίγουροι ότι αυτοί οι δύο δεν θα χώριζαν ποτέ. Ξέρεις γιατί Σουζάνα; Γιατί ο Τέρρυ είναι το άλλο μισό της Κάντυ και η Κάντυ το δικό του’’
Η Σουζάνα πήγε κάτι να πει αλλά η Άννυ σήκωσε το χέρι της προειδοποιητικά.
΄΄Ο Τέρρυ έφυγε από το σχολείο για να μην διώξουν την Κάντυ. Ήρθε εδώ και προσπάθησε να βρει τον δρόμο του, όσο γινόταν πιο γρήγορα με σκοπό να την φέρει να ζήσει εδώ μαζί του. Αλλά δεν πρόλαβε. Ήταν κοινή τους απόφαση να μείνει εδώ μαζί σου Σουζάνα και το ξέρεις καλά. Όλες οι αυταπάτες που έχεις ότι ο Τέρρυ διάλεξε εσένα γιατί νιώθει κάτι, φαντάζομαι έχουν διαλυθεί εδώ και καιρό, έτσι δεν είναι;’’
Η Σουζάνα την κοίταξε. Είχε δίκιο. Ο Τέρρυ ποτέ δεν θα την αγαπούσε με τον τρόπο που ήθελε.
‘’Στην ουσία θυσίασαν την αγάπη τους για να γίνεις ευτυχισμένη, είσαι Σουζάνα;’’
‘’Όχι, ‘’είπε η Σουζάνα, ‘’δεν είμαι’’
‘’Όπως είπα και πριν σου χρωστάμε μεγάλη ευγνωμοσύνη που έσωσες τον Τέρρυ. Αλλά άσε με να σου ξεκαθαρίσω κάτι. Εσύ έσωσες απλά το σώμα του Τέρρυ, η Κάντυ έσωσε την καρδιά και την ψυχή του. Όταν τον γνωρίσαμε ήταν βυθισμένος στα σκοτάδια και η Κάντυ τον έφερε στο φως. Ποιο από τα δύο είναι σημαντικότερο; Το κορμί ή η ψυχή;’’ Την ρώτησε η Άννυ.
Η Σουζάνα καταλάβαινε απόλυτα τι ήθελε να της πει η Άννυ. Αλλά μέσα της δεν μπορούσε να συμβιβαστεί με την ιδέα να μην βλέπει τον Τέρρυ, να μην ελπίζει, όσο και αν καταλάβαινε ότι τα αισθήματα της δεν θα έβρισκαν ποτέ ανταπόκριση.
‘’Και φτάνουμε στο σήμερα’’, είπε η Άννυ. ‘’Τι έχει συμβεί ως σήμερα Σουζάνα; Η Κάντυ σου έδωσε την ευκαιρία να πλησιάσεις τον Τέρρυ, να τον κάνεις δικό σου. Ακόμα και ο ίδιος ο Τέρρυ σου έδωσε αυτή την ευκαιρία. Τον έκανες; Είναι δικός σου; Γιατί εγώ ξέρω ότι το μόνο που συμβαίνει είναι ότι ο Τέρρυ έχει βυθιστεί στα σκοτάδια πάλι και εσύ δεν μπορείς να τον βγάλεις από εκεί όσο και αν το θες. Γιατί; Γιατί μόνο η Κάντυ μπορεί. Και ας πάμε και στην Κάντυ τώρα. Η Κάντυ που πάντα χαμογελούσε και δεν έχανε το κουράγιο της ποτέ. Η πάντα αισιόδοξη Κάντυ που είναι τώρα; Ξέρεις; Μάλλον δεν θα σε ενδιέφερε. Μάλλον το μόνο που θα σε ένοιαζε θα ήταν να είναι όπου θέλει αρκεί να είναι μακριά από τον Τέρρυ. Θα σου πω που είναι Σουζάνα θέλεις δεν θέλεις να το ακούσεις. Ξέρεις το έργο ‘’Ρωμαίος και Ιουλίετα;’’
Η Σουζάνα σάστισε και περίεργοι συνειρμοί άρχισαν να σχηματίζονται στο μυαλό της. ‘’Η Κάντυ; Δεν μπορεί η Κάντυ να..’’
‘’ Μην φοβάσαι, δεν αυτοκτόνησε’’, της είπε η Άννυ. ‘’ Αλλά τον τελευταίο καιρό έχει πέσει σε κατάθλιψη. Δεν τρώει, δεν κοιμάται, δεν γελάει. Πιστεύεις ότι είναι πολύ μακριά για να το επιχειρήσει; Γιατί εγώ που την ξέρω από τότε που είμαστε παιδιά μπορώ να σου πω με σιγουριά ότι τρέμω μήπως όταν γυρίσω πίσω, κοντά της, δεν την έχω προλάβει. Και όλα αυτά γιατί; Γιατί είσαι τόσο εγωίστρια που προτίμησες να χωρίσεις δύο ανθρώπους που αγαπιόντουσαν για να νιώσεις εσύ καλά μέσα στον μικρόκοσμο σου.’’
Η Σουζάνα έκλαιγε. Η Άννυ σηκώθηκε όρθια και πήγε προς την πόρτα.
‘’Ξέρεις τι θα συμβεί αν η Κάντυ αυτοκτονήσει έτσι; Ο Τέρρυ θα την ακολουθήσει αδιαμφισβήτητα. Δεν θα αντέξει σε έναν κόσμο που εκείνη δεν θα υπάρχει πια.’’
Η Σουζάνα την κοίταζε σοκαρισμένη.
‘’Φεύγω, ‘’ είπε η Άννυ. ‘’ Γυρνάω στο ορφανοτροφείο και θα πάρω μαζί μου και τον Τέρρυ. Σκέψου όσα σου είπα και αν σου έχει μείνει λίγη ανθρωπιά μέσα σου, ελευθέρωσε τους. Και τους δύο’’
Χωρίς να περιμένει απάντηση η Άννυ άνοιξε την πόρτα και έφυγε.
Η Άννυ χτύπησε δυνατά την πόρτα της Σουζάνας, έχοντας συναίσθηση ότι η ώρα δεν ήταν ούτε έξι το πρωί. Αλλά δεν την ένοιαζε. Τα πράγματα είχαν τραβήξει πολύ μακριά ώστε να την ενδιαφέρουν οι τυπικότητες. Άνοιξε την πόρτα μια υπηρέτρια, που την ρώτησε τρομαγμένη τι ήθελε, αν και κάπως ανακουφισμένη που αντίκρισε μια κοπέλα και όχι τον Τέρρυ.
‘’Θέλω να δω την Σουζάνα’’, είπε με σοβαρή φωνή η Άννυ.
‘’Λυπάμαι δεν γίνεται’’, της απάντησε η υπηρέτρια. ΄’Είναι πάρα πολύ νωρίς, κοιμάται’’ και πήγε να κλείσει την πόρτα.
Η Άννυ σταμάτησε την πόρτα με το χέρι της και είπε
‘’Θέλω να δω την Σουζάνα, τώρα. Πες της ότι αφορά τον Τέρρυ’’
Δεν πέρασαν ούτε πέντε λεπτά και η Άννυ βρισκόταν στο δωμάτιο της Σουζάνας. Εκείνη ήταν ξαπλωμένη στο κρεβάτι της, στο πρόσωπο της φαινόταν ότι είχε ξυπνήσει απότομα και τώρα αγωνιούσε να μάθει τι είχε συμβεί στον Τέρρυ.
‘’Είναι καλά ο Τέρρυ;’΄ρώτησε αμέσως την Άννυ.
Η Άννυ δεν απάντησε. Την περιεργάστηκε λίγο και ύστερα έκατσε σε μια καρέκλα κοντά στο κρεβάτι. Το πρόσωπο της ήταν καλυμμένο με αηδία και η Σουζάνα ενστικτωδώς ένιωσε ότι αυτή η έκφραση της Άννυ είχε να κάνει με την ίδια την Σουζάνα.
‘’Αν είναι καλά ο Τέρρυ;’’ Ρώτησε ειρωνικά η Άννυ. ‘’Και τι μας νοιάζει αυτό Σουζάνα; Εσύ είσαι καλά; Αυτό δεν μετράει μόνο;’’
Η Σουζάνα ζάρωσε κάτω από τα σκεπάσματα. Δεν περίμενε τέτοια επίθεση.
‘’Θα ήθελα να φύγεις’’ ψέλλισε.
‘’Α όχι, αυτό δεν θα γίνει.’’ Της απάντησε η Άννυ. ‘’Θα σου πω ότι έχω να σου πω και θα με ακούσεις. Μπορείς να βάλεις τα κλάματα αν θες, να ουρλιάξεις, να φωνάξεις, εγώ δεν είμαι Τέρρυ για να σε λυπηθώ. Θα μείνω μέχρι να με ακούσεις. Οπότε θα σε συμβούλευα αν θες να φύγω, να το βουλώσεις και να με ακούσεις’’
Η Σουζάνα λούφαξε ακόμα πιο πολύ μέσα στα σκεπάσματα της. Αυτό το κορίτσι την τρόμαζε. Παρόλα τα καλοφτιαγμένα ρούχα που φορούσε και τον αέρα κυρίας που είχαν οι κινήσεις της, το βλέμμα της έλεγε πως αν η Σουζάνα δεν την άκουγε, θα ξεχνούσε αυτόματα τους τρόπους της και θα της ορμούσε.
‘’Ποια είσαι;’’ Τη ρώτησε
‘’Είμαι η καλύτερη φίλη του Τέρρυ’’ απάντησε η Άννυ.
Η Σουζάνα σάστισε. ‘’Η καλύτερη φίλη του Τέρρυ; Μα..ο Τέρρυ δεν είχε φίλους, αν είχε θα το ήξερα’’, σκέφτηκε.
‘’Στο σχολείο’’, συνέχισε η Άννυ ‘’κάναμε πολύ παρέα. ‘’
Η Σουζάνα την κοίταξε. ‘’Στο σχολείο; Άρα αυτό σήμαινε πως εκείνο το κορίτσι ήξερε και την..’’
΄΄Επίσης είμαι η καλύτερη φίλη της Κάντυ’’ , επιβεβαίωσε τις σκέψεις της η Άννυ.
‘’Φύγε’’, είπε η Σουζάνα τρέμοντας.
Η Άννυ προς μεγάλη ανακούφιση της Σουζάνας σηκώθηκε. Αλλά δεν πρόλαβε να χαρεί. Η Άννυ πλησίασε το κρεβάτι και την χαστούκισε δυνατά στο μάγουλο. Η Σουζάνα ήταν τόσο έκπληκτη που δεν μπόρεσε να μιλήσει, να αντιδράσει. Έμεινε απλά να κρατάει το μάγουλο της και να κοιτάει τρομοκρατημένη την Άννυ.
‘’Δεν με ακούς, ‘’ της είπε ειρωνικά η Άννυ. ‘’ Ελπίζω τώρα να συνεννοηθούμε’’
Η Σουζάνα δεν μίλησε. Είχε αποφασίσει πως θα άφηνε αυτή την κοπέλα να της πει ότι ήθελε και μετά είχε πει ότι θα έφευγε, της το είχε υποσχεθεί.
Η Άννυ έβγαλε κάτι κλειδιά από την τσέπη της και τα έδειξε στην Σουζάνα.
‘’Ξέρεις ποιανού είναι αυτά τα κλειδιά;’’
Η Σουζάνα έγνεψε πως όχι.
‘’Αυτά τα κλειδιά ανοίγουν την πόρτα του σπιτιού του Τέρρυ’’, είπε η Άννυ. ‘’Αλλά δεν είναι δικά του. Τα έφτιαξε λίγες μέρες πριν έρθει η Κάντυ εδώ με σκοπό να της τα δώσει. Εκείνες τις μέρες της έστειλε και ένα γράμμα και μαζί ένα εισιτήριο χωρίς επιστροφή. Μήπως μπορείς να φανταστείς γιατι;’’
Η Σουζάνα δεν μιλούσε αλλά καταλάβαινε πολύ καλά.
‘’Ήθελε να την κρατήσει εδώ, μαζί του. Σκόπευε να την ζητήσει σε γάμο’’, είπε η Άννυ.
Η Σουζάνα δεν απάντησε, μόνο δάκρυα άρχισαν να εμφανίζονται στα μάτια της. Λες και τόσο καιρό ζούσε πίσω από μια κουρτίνα και τώρα κάποιος είχε τραβήξει αυτή την κουρτίνα με το ζόρι.
‘’Γιατί δεν το έκανε; Γιατί μπήκες στην μέση εσύ, ‘’συνέχισε η Άννυ. ‘’Σίγουρα σου χρωστάει την ζωή του, και εκείνος και όσοι τον αγαπάμε και κυρίως η Κάντυ νιώθουμε απέραντη ευγνωμοσύνη απέναντι σου που το έκανες. Αλλά παρατράβηξε το αστείο Σουζάνα. Άσε με να σου πω για τον Τέρρυ, γιατί δεν ξέρεις τίποτα για αυτόν έτσι δεν είναι;’’ Ρώτησε η Άννυ.
Η Σουζάνα στο άκουσμα αυτής της ερώτησης ξαφνικά συνειδητοποίησε πως είχε δίκιο. Δεν ήξερε τίποτα για τον Τέρρυ. Τίποτα απολύτως. Τώρα περίμενε με αγωνία να ακούσει τι είχε να της πει αυτή η κοπέλα.
‘’Ο Τέρρυ’’, άρχισε η Άννυ, ‘’στο σχολείο ήταν πολύ μοναχικός. Δεν έκανε παρέα με κανέναν και τσακωνόταν συνέχεια. Όλα αυτά μέχρι να ερωτευτεί την Κάντυ και εκείνη αυτόν. Μετά άλλαξε. Έγινε πιο προσιτός, πιο ήρεμος, πιο ευτυχισμένος. Και εκείνη άλλαξε, μεγάλωσε, ηρέμησε και εκείνη. Όλοι ήταν σίγουροι ότι αυτοί οι δύο δεν θα χώριζαν ποτέ. Ξέρεις γιατί Σουζάνα; Γιατί ο Τέρρυ είναι το άλλο μισό της Κάντυ και η Κάντυ το δικό του’’
Η Σουζάνα πήγε κάτι να πει αλλά η Άννυ σήκωσε το χέρι της προειδοποιητικά.
΄΄Ο Τέρρυ έφυγε από το σχολείο για να μην διώξουν την Κάντυ. Ήρθε εδώ και προσπάθησε να βρει τον δρόμο του, όσο γινόταν πιο γρήγορα με σκοπό να την φέρει να ζήσει εδώ μαζί του. Αλλά δεν πρόλαβε. Ήταν κοινή τους απόφαση να μείνει εδώ μαζί σου Σουζάνα και το ξέρεις καλά. Όλες οι αυταπάτες που έχεις ότι ο Τέρρυ διάλεξε εσένα γιατί νιώθει κάτι, φαντάζομαι έχουν διαλυθεί εδώ και καιρό, έτσι δεν είναι;’’
Η Σουζάνα την κοίταξε. Είχε δίκιο. Ο Τέρρυ ποτέ δεν θα την αγαπούσε με τον τρόπο που ήθελε.
‘’Στην ουσία θυσίασαν την αγάπη τους για να γίνεις ευτυχισμένη, είσαι Σουζάνα;’’
‘’Όχι, ‘’είπε η Σουζάνα, ‘’δεν είμαι’’
‘’Όπως είπα και πριν σου χρωστάμε μεγάλη ευγνωμοσύνη που έσωσες τον Τέρρυ. Αλλά άσε με να σου ξεκαθαρίσω κάτι. Εσύ έσωσες απλά το σώμα του Τέρρυ, η Κάντυ έσωσε την καρδιά και την ψυχή του. Όταν τον γνωρίσαμε ήταν βυθισμένος στα σκοτάδια και η Κάντυ τον έφερε στο φως. Ποιο από τα δύο είναι σημαντικότερο; Το κορμί ή η ψυχή;’’ Την ρώτησε η Άννυ.
Η Σουζάνα καταλάβαινε απόλυτα τι ήθελε να της πει η Άννυ. Αλλά μέσα της δεν μπορούσε να συμβιβαστεί με την ιδέα να μην βλέπει τον Τέρρυ, να μην ελπίζει, όσο και αν καταλάβαινε ότι τα αισθήματα της δεν θα έβρισκαν ποτέ ανταπόκριση.
‘’Και φτάνουμε στο σήμερα’’, είπε η Άννυ. ‘’Τι έχει συμβεί ως σήμερα Σουζάνα; Η Κάντυ σου έδωσε την ευκαιρία να πλησιάσεις τον Τέρρυ, να τον κάνεις δικό σου. Ακόμα και ο ίδιος ο Τέρρυ σου έδωσε αυτή την ευκαιρία. Τον έκανες; Είναι δικός σου; Γιατί εγώ ξέρω ότι το μόνο που συμβαίνει είναι ότι ο Τέρρυ έχει βυθιστεί στα σκοτάδια πάλι και εσύ δεν μπορείς να τον βγάλεις από εκεί όσο και αν το θες. Γιατί; Γιατί μόνο η Κάντυ μπορεί. Και ας πάμε και στην Κάντυ τώρα. Η Κάντυ που πάντα χαμογελούσε και δεν έχανε το κουράγιο της ποτέ. Η πάντα αισιόδοξη Κάντυ που είναι τώρα; Ξέρεις; Μάλλον δεν θα σε ενδιέφερε. Μάλλον το μόνο που θα σε ένοιαζε θα ήταν να είναι όπου θέλει αρκεί να είναι μακριά από τον Τέρρυ. Θα σου πω που είναι Σουζάνα θέλεις δεν θέλεις να το ακούσεις. Ξέρεις το έργο ‘’Ρωμαίος και Ιουλίετα;’’
Η Σουζάνα σάστισε και περίεργοι συνειρμοί άρχισαν να σχηματίζονται στο μυαλό της. ‘’Η Κάντυ; Δεν μπορεί η Κάντυ να..’’
‘’ Μην φοβάσαι, δεν αυτοκτόνησε’’, της είπε η Άννυ. ‘’ Αλλά τον τελευταίο καιρό έχει πέσει σε κατάθλιψη. Δεν τρώει, δεν κοιμάται, δεν γελάει. Πιστεύεις ότι είναι πολύ μακριά για να το επιχειρήσει; Γιατί εγώ που την ξέρω από τότε που είμαστε παιδιά μπορώ να σου πω με σιγουριά ότι τρέμω μήπως όταν γυρίσω πίσω, κοντά της, δεν την έχω προλάβει. Και όλα αυτά γιατί; Γιατί είσαι τόσο εγωίστρια που προτίμησες να χωρίσεις δύο ανθρώπους που αγαπιόντουσαν για να νιώσεις εσύ καλά μέσα στον μικρόκοσμο σου.’’
Η Σουζάνα έκλαιγε. Η Άννυ σηκώθηκε όρθια και πήγε προς την πόρτα.
‘’Ξέρεις τι θα συμβεί αν η Κάντυ αυτοκτονήσει έτσι; Ο Τέρρυ θα την ακολουθήσει αδιαμφισβήτητα. Δεν θα αντέξει σε έναν κόσμο που εκείνη δεν θα υπάρχει πια.’’
Η Σουζάνα την κοίταζε σοκαρισμένη.
‘’Φεύγω, ‘’ είπε η Άννυ. ‘’ Γυρνάω στο ορφανοτροφείο και θα πάρω μαζί μου και τον Τέρρυ. Σκέψου όσα σου είπα και αν σου έχει μείνει λίγη ανθρωπιά μέσα σου, ελευθέρωσε τους. Και τους δύο’’
Χωρίς να περιμένει απάντηση η Άννυ άνοιξε την πόρτα και έφυγε.
nuitetoile21- Terry Addict
- Αριθμός μηνυμάτων : 4781
Points : 12188
Ημερομηνία εγγραφής : 06/11/2010
Ηλικία : 41
Τόπος : neverland
Απ: Ένα φικ όπως θα το περιμένατε απο την nuitetoile21
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΕΚΑΤΟΕΚΤΟ: ΜΙΑ ΔΙΑΔΡΟΜΗ ΠΟΥ ΔΕΝ ΤΕΛΕΙΩΝΕΙ
Ο Τέρρυ οδηγούσε σαν τρελός, αλλά όσο γρήγορα και αν πήγαινε του φαινόταν πως το αυτοκίνητο δεν προχωρούσε ούτε ένα εκατοστό. Η Άννυ καθισμένη δίπλα του προσπαθούσε να συμβιβαστεί με την ταχύτητα και να πείσει τον εαυτό της να μην φοβάται.
Γυρνώντας από την Σουζάνα, τον είχε βρει να την περιμένει. Είχε ετοιμάσει ήδη μια μικρή βαλίτσα και περίμενε με αγωνία την Άννυ να γυρίσει. Δεν την ρώτησε που πήγε και εκείνη δεν ήθελε να του πει. Δεν υπήρχε λόγος. Ξεκίνησαν σχεδόν αμέσως.
Ο Τέρρυ κοίταξε φευγαλέα την κοπέλα που καθόταν δίπλα του. Τόσους μήνες στο σχολείο και μετά στην Σκωτία δεν είχαν βρει χρόνο να αναπτύξουν κάτι παραπάνω από μια τυπική σχέση. Τώρα όμως ένιωθε ότι ήθελε να την γνωρίσει, να μάθει για εκείνη, να γίνει φίλος της.
‘’Είσαι ακόμα με τον Άρτσι;’’ Τη ρώτησε προσπαθώντας να βρει ένα θέμα για να ξεκινήσουν να μιλάνε.
‘’Ναι, ‘’, του απάντησε εκείνη και του χαμογέλασε.
Και ήταν εκείνο το χαμόγελο της που έσβησε το παρελθόν και πλέον ήξεραν και οι δύο πως είχαν βρει από έναν νέο φίλο.
‘’Θα προσπαθήσω να μην του πηγαίνω πολύ κόντρα τότε’’, της είπε ο Τέρρυ.
‘’Τέρρυ!’’ , αναφώνησε η Άννυ και έβαλαν και οι δυο τα γέλια.
‘’Ο Στήαρ τι κάνει;’’ Ρώτησε ο Τέρρυ. ‘’Τον συμπαθούσα πολύ. ΄΄
Η Άννυ χλόμιασε.
‘’Τέρρυ..δεν ξέρεις;’’ Τον ρώτησε ψιθυριστά
Ο Τέρρυ την κοίταξε και το βλέμμα του έλεγε ξεκάθαρα πως όχι δεν ήξερε.
‘’Ο Στηαρ πήγε εθελοντής στον πόλεμο. Σκοτώθηκε’’, είπε η Άννυ.
Ο Τέρρυ τα έχασε. ‘’ Ο Στηαρ νεκρός; Μα δεν ήταν δυνατόν! Εκείνο το γελαστό αγόρι που είχε μανία με τις εφευρέσεις και δεν πείραζε ποτέ κανέναν είχε πεθάνει; ‘’ Το μυαλό του δεν μπορούσε να το συνειδητοποιήσει.
‘’Η Πάτυ..πως είναι η Πάτυ;’’ Ρώτησε
‘’Το ξεπερνάει. Είμαστε δίπλα της όλοι’’, απάντησε η Άννυ.
Ο Τέρρυ δεν μίλησε. Σκεφτόταν την Κάντυ. ‘’Πόσα πέρασες χωρίς εμένα δίπλα σου να σε στηρίζω; Πως άντεξες μόνη σου; Αλλά τώρα έρχομαι και δεν θα σε αφήσω ποτέ ξανά’’.
Η Άννυ ένιωσε ότι η ατμόσφαιρα είχε βαρύνει και αυτό δεν το ήθελε. Ήθελε ο Τέρρυ όταν θα έφταναν στο ορφανοτροφείο να έχει ψυχικές δυνάμεις για να μπορέσει να βοηθήσει και την Κάντυ.
‘’Ξέρεις’’, του είπε χαμογελώντας ‘’ανακαλύψαμε ποιος είναι ο θείος Γουίλιαμ!’’
‘’Αλήθεια;’’ Ρώτησε έκπληκτος ο Τέρρυ. ‘’Σίγουρα θα είναι πολύ μεγάλος, ηλικιωμένος, ένας καλοκάγαθος παππούλης, όπως τον φανταζόταν η Κάντυ ε;’’
‘’Όχι’’, είπε γελώντας η Άννυ. ‘’Δεν είναι καθόλου έτσι. Είναι το ακριβώς αντίθετο!’’
Ο Τέρρυ γύρισε και την κοίταξε με ένα ανήσυχο βλέμμα.
‘’Τι; Δηλαδή είναι νέος και όμορφος;’’ Ρώτησε με μια μικρή υποψία ζήλιας.
‘’Ω ναι!’’, είπε η Άννυ διασκεδάζοντας με την αντίδραση του. ‘’Πολύ νέος και πολύ όμορφος!’’
‘’Ας είναι ότι θέλει’’, είπε ψιλοεκνευρισμένος ο Τέρρυ.
‘’ Τέρρυ, ο θείος Γουίλιαμ είναι ο Άλμπερτ’’ είπε η Άννυ και άρχισε να γελάει δυνατά.
‘’Τι πράγμα;’’ Ρώτησε έκπληκτος ο Τέρρυ και παραλίγο το αμάξι να του φύγει από τον δρόμο.
‘’Ναι, είναι ο Άλμπερτ’’, είπε η Άννυ. ’’Μάλιστα πριν φύγω για να έρθω σε σένα, φρόντισα να μείνει αυτός με την Κάντυ. ‘’
Ο Τέρρυ την κοίταξε με ευγνωμοσύνη. Σίγουρα η Κάντυ θα ήταν καλά όσο ήταν εκεί ο Άλμπερτ και σε λίγο έφτανε και εκείνος εκεί. Όλα θα πήγαιναν καλά.
Ο Τέρρυ οδηγούσε σαν τρελός, αλλά όσο γρήγορα και αν πήγαινε του φαινόταν πως το αυτοκίνητο δεν προχωρούσε ούτε ένα εκατοστό. Η Άννυ καθισμένη δίπλα του προσπαθούσε να συμβιβαστεί με την ταχύτητα και να πείσει τον εαυτό της να μην φοβάται.
Γυρνώντας από την Σουζάνα, τον είχε βρει να την περιμένει. Είχε ετοιμάσει ήδη μια μικρή βαλίτσα και περίμενε με αγωνία την Άννυ να γυρίσει. Δεν την ρώτησε που πήγε και εκείνη δεν ήθελε να του πει. Δεν υπήρχε λόγος. Ξεκίνησαν σχεδόν αμέσως.
Ο Τέρρυ κοίταξε φευγαλέα την κοπέλα που καθόταν δίπλα του. Τόσους μήνες στο σχολείο και μετά στην Σκωτία δεν είχαν βρει χρόνο να αναπτύξουν κάτι παραπάνω από μια τυπική σχέση. Τώρα όμως ένιωθε ότι ήθελε να την γνωρίσει, να μάθει για εκείνη, να γίνει φίλος της.
‘’Είσαι ακόμα με τον Άρτσι;’’ Τη ρώτησε προσπαθώντας να βρει ένα θέμα για να ξεκινήσουν να μιλάνε.
‘’Ναι, ‘’, του απάντησε εκείνη και του χαμογέλασε.
Και ήταν εκείνο το χαμόγελο της που έσβησε το παρελθόν και πλέον ήξεραν και οι δύο πως είχαν βρει από έναν νέο φίλο.
‘’Θα προσπαθήσω να μην του πηγαίνω πολύ κόντρα τότε’’, της είπε ο Τέρρυ.
‘’Τέρρυ!’’ , αναφώνησε η Άννυ και έβαλαν και οι δυο τα γέλια.
‘’Ο Στήαρ τι κάνει;’’ Ρώτησε ο Τέρρυ. ‘’Τον συμπαθούσα πολύ. ΄΄
Η Άννυ χλόμιασε.
‘’Τέρρυ..δεν ξέρεις;’’ Τον ρώτησε ψιθυριστά
Ο Τέρρυ την κοίταξε και το βλέμμα του έλεγε ξεκάθαρα πως όχι δεν ήξερε.
‘’Ο Στηαρ πήγε εθελοντής στον πόλεμο. Σκοτώθηκε’’, είπε η Άννυ.
Ο Τέρρυ τα έχασε. ‘’ Ο Στηαρ νεκρός; Μα δεν ήταν δυνατόν! Εκείνο το γελαστό αγόρι που είχε μανία με τις εφευρέσεις και δεν πείραζε ποτέ κανέναν είχε πεθάνει; ‘’ Το μυαλό του δεν μπορούσε να το συνειδητοποιήσει.
‘’Η Πάτυ..πως είναι η Πάτυ;’’ Ρώτησε
‘’Το ξεπερνάει. Είμαστε δίπλα της όλοι’’, απάντησε η Άννυ.
Ο Τέρρυ δεν μίλησε. Σκεφτόταν την Κάντυ. ‘’Πόσα πέρασες χωρίς εμένα δίπλα σου να σε στηρίζω; Πως άντεξες μόνη σου; Αλλά τώρα έρχομαι και δεν θα σε αφήσω ποτέ ξανά’’.
Η Άννυ ένιωσε ότι η ατμόσφαιρα είχε βαρύνει και αυτό δεν το ήθελε. Ήθελε ο Τέρρυ όταν θα έφταναν στο ορφανοτροφείο να έχει ψυχικές δυνάμεις για να μπορέσει να βοηθήσει και την Κάντυ.
‘’Ξέρεις’’, του είπε χαμογελώντας ‘’ανακαλύψαμε ποιος είναι ο θείος Γουίλιαμ!’’
‘’Αλήθεια;’’ Ρώτησε έκπληκτος ο Τέρρυ. ‘’Σίγουρα θα είναι πολύ μεγάλος, ηλικιωμένος, ένας καλοκάγαθος παππούλης, όπως τον φανταζόταν η Κάντυ ε;’’
‘’Όχι’’, είπε γελώντας η Άννυ. ‘’Δεν είναι καθόλου έτσι. Είναι το ακριβώς αντίθετο!’’
Ο Τέρρυ γύρισε και την κοίταξε με ένα ανήσυχο βλέμμα.
‘’Τι; Δηλαδή είναι νέος και όμορφος;’’ Ρώτησε με μια μικρή υποψία ζήλιας.
‘’Ω ναι!’’, είπε η Άννυ διασκεδάζοντας με την αντίδραση του. ‘’Πολύ νέος και πολύ όμορφος!’’
‘’Ας είναι ότι θέλει’’, είπε ψιλοεκνευρισμένος ο Τέρρυ.
‘’ Τέρρυ, ο θείος Γουίλιαμ είναι ο Άλμπερτ’’ είπε η Άννυ και άρχισε να γελάει δυνατά.
‘’Τι πράγμα;’’ Ρώτησε έκπληκτος ο Τέρρυ και παραλίγο το αμάξι να του φύγει από τον δρόμο.
‘’Ναι, είναι ο Άλμπερτ’’, είπε η Άννυ. ’’Μάλιστα πριν φύγω για να έρθω σε σένα, φρόντισα να μείνει αυτός με την Κάντυ. ‘’
Ο Τέρρυ την κοίταξε με ευγνωμοσύνη. Σίγουρα η Κάντυ θα ήταν καλά όσο ήταν εκεί ο Άλμπερτ και σε λίγο έφτανε και εκείνος εκεί. Όλα θα πήγαιναν καλά.
nuitetoile21- Terry Addict
- Αριθμός μηνυμάτων : 4781
Points : 12188
Ημερομηνία εγγραφής : 06/11/2010
Ηλικία : 41
Τόπος : neverland
Απ: Ένα φικ όπως θα το περιμένατε απο την nuitetoile21
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΕΚΑΤΟΕΒΔΟΜΟ: ΘΕΛΩ ΑΠΛΑ ΝΑ ΚΟΙΜΗΘΩ..ΓΙΑ ΠΑΝΤΑ
Ο Άλμπερτ σκέπασε το γυμνό σώμα της Κάντυ με ένα σεντόνι και την τράβηξε στην αγκαλιά του. Ήταν αδύνατο να σταματήσει το κλάμα της, ότι και αν της είπε, όσο και αν προσπάθησε. Έλπιζε απλά να κουραστεί και να κοιμηθεί ξανά.
‘’Αλλά μετά τι;’’, σκέφτηκε ‘’ Ακόμα και αν η Κάντυ κοιμηθεί τώρα, αύριο, μετά τι θα κάνω μετά;’’
Η σκέψη του έτρεξε στην Άννυ. Μόνο σε εκείνη μπορούσε να βασιστεί τώρα. Είχε πάει να βρει τον Τέρρυ. Μέσα του όμως δεν έλπιζε ότι θα κατάφερνε τίποτα. Ο Τέρρυ είχε ένα χρέος απέναντι στην Σουζάνα. Ένα χρέος που του δημιούργησε η ίδια η Σουζάνα, ένα ψεύτικο χρέος. Όπως και να είχε όμως ο Τέρρυ δεν θα την άφηνε ποτέ.
Η Κάντυ σιγά σιγά σταμάτησε να κλαίει.
‘’Άλμπερτ..’’, του είπε ψιθυριστά.
‘’Εδώ είμαι Κάντυ’’ της απάντησε.
‘’Θέλω να μου φέρεις ένα υπνωτικό, μπορείς; Έχει η κυρία Πόνυ στο δωμάτιο της. Θέλω τόσο πολύ να κοιμηθώ..’’, είπε παρακαλώντας η Κάντυ.
‘’Εντάξει’’, της είπε ο Άλμπερτ και την σήκωσε ελαφρά για να μπορέσει να σηκωθεί.
Της έφερε ένα υπνωτικό και μετά την σκέπασε με τα σεντόνια.
‘’Κοιμήσου να ξεκουραστείς, αλλά αύριο θα βγεις από εδώ και θα πάμε μια μεγάλη βόλτα, εντάξει;’’
‘’Εντάξει Άλμπερτ’’ απάντησε εκείνη.
‘’Θα κάτσω δίπλα σου μέχρι να κοιμηθείς’’, της είπε ο Άλμπερτ
‘’Άλμπερτ..σε ευχαριστώ για όλα..για όλα’’, είπε η Κάντυ και βυθίστηκε στον ύπνο.
Ο Άλμπερτ της χάιδεψε τα μαλλιά και έπειτα βγήκε από το δωμάτιο.
‘’Άλμπερτ σε ευχαριστώ..για όλα’’. Δεν μπορούσε να βγάλει αυτή την φράση από το μυαλό του. ‘’Κάτι δεν μου πάει καλά. Αυτό το ‘’όλα’’ ήταν τόσο πονεμένο. Λες και ήθελε να με αποχαιρετήσει’’
Ο Άλμπερτ βγήκε έξω από το σπίτι, ήθελε να πάρει λίγο καθαρό αέρα.
‘’Βλακείες σκέφτεσαι Άλμπερτ’’, είπε στον εαυτό του. ‘’Τι μπορεί να κάνει; Έχει τόσο κόσμο δίπλα της. Ακόμα και αν προσπαθήσει θα την προλάβουμε’’.
Το μυαλό του πήγε στην Ροζμαρυ, τον Άντονυ, τον Στηαρ. Δεν θα άντεχε να χάσει και άλλον δικό του άνθρωπο. Ειδικά την Κάντυ. Κοίταξε τον δρόμο και ευχήθηκε η Άννυ να ερχόταν γρήγορα, φέρνοντας μαζί της και τον Τέρρυ.
Την ίδια ώρα, ο Άντονυ είχε ξαπλώσει δίπλα στην Κάντυ και την κοίταζε.
‘’Κάντυ, ξύπνα ‘’ της είπε.
Εκείνη άνοιξε τα μάτια της και τον κοίταξε λυπημένη. Δεν την ένοιαζε πια ότι και αν συνέβαινε. Απλά ήθελε να κοιμηθεί για να ξεχάσει τα πάντα. Να κοιμηθεί για πάντα.
‘’Πιες ένα υπνωτικό, να κοιμηθείς’’, της είπε ο Άντονυ.
‘’Έχεις δίκιο’’, απάντησε η Κάντυ και σηκώθηκε από το κρεβάτι.
Ακροπατώντας έφτασε στο δωμάτιο της κυρίας Πόνυ και βρήκε το κουτί με τα φάρμακα. Το πήρε μαζί της και γύρισε στο δωμάτιο χωρίς να την αντιληφθεί κανείς. Πήρε ένα χάπι και ξάπλωσε. Ο Άντονυ την φίλησε και οι τελευταίες αναμνήσεις της χάθηκαν.
‘’Πιες ένα χάπι για να κοιμηθείς’’, της ξαναείπε.
Η Κάντυ άπλωσε το χέρι της και πήρε ένα ακόμα. ‘’Ναι, είχε δίκιο ο Άντονυ, ένα υπνωτικό για να κοιμηθώ’’.
Ο Άντονυ την ξαναφίλησε και η γεύση του χαπιού εξαφανίστηκε από το στόμα της.
‘’Κάντυ, χρειάζεσαι ένα υπνωτικό΄΄ της είπε
Η Κάντυ συμφώνησε και ήπιε ακόμα ένα.
Τα χείλη του Άντονυ βρέθηκαν πάνω στα δικά της ξανά και αμέσως μετά η Κάντυ κατάπιε ακόμα ένα χάπι.
Αργά άρχισε να βυθίζεται στο σκοτάδι.
‘’Επιτέλους!’’, είπε ‘’τώρα θα κοιμηθώ’’
Έχασε τις αισθήσεις της και εκείνη την ώρα η Πάτυ μπήκε μέσα στο δωμάτιο. Από τις κραυγές της μαζεύτηκαν όλοι εκεί. Η Πάτυ κρατούσε στα χέρια της μερικά κουτιά από φάρμακα και η Κάντυ κειτόταν στο κρεβάτι.
‘’Είναι άδεια’’, είπε η Πάτυ τρέμοντας.
Ένα αυτοκίνητο ακούστηκε στην είσοδο και αμέσως μετά η φωνή του Τέρρυ που μιλούσε με την Άννυ.
Ο Άλμπερτ έτρεξε για να τους εμποδίσει να μπουν στο δωμάτιο. Δεν ήθελε να δουν την Κάντυ έτσι.
Έπεσε πάνω στον Τέρρυ και τον σταμάτησε πριν μπει στο δωμάτιο. Ο Τέρρυ κατάλαβε ότι κάτι δεν πήγαινε καλά.
Άρπαξε τον Άλμπερτ από τον γιακά και τον κόλλησε στον τοίχο.
‘’Τι έγινε;’’ Τον ρώτησε ταραγμένος.
‘’Η Κάντυ αυτοκτόνησε’’ του είπε ο Άλμπερτ και άρχισε να κλαίει.
Η Άννυ λιποθύμησε και η Πάτυ έτρεξε κοντά της. Ο Τέρρυ έσπρωξε τον Άλμπερτ, μπήκε μέσα στο δωμάτιο και κλείδωσε πίσω του την πόρτα.
Κοίταξε το σώμα την Κάντυ που ξεψυχούσε μπροστά στα μάτια του.
‘’’Όχι φακιδομουτράκι,’’ της είπε. ‘’Δεν θα φύγεις.’’
‘’Υπάρχει κάτι που μπορείς να κάνεις’’ άκουσε μια φωνή πίσω του.
Γύρισε ξαφνιασμένος και αντίκρισε τον Στηαρ.
‘’Τι; Πες μου τι!’’ , τον παρακάλεσε, παραβλέποντας πως ο Στηαρ είναι νεκρός.
‘’Μπορείς να την γυρίσεις πίσω…αν έρθεις να την πάρεις. Αλλά πρέπει να βιαστέις..δεν σου μένει πολύς χρόνος’’, του απάντησε ο Στηαρ χαμογελώντας του καλοσυνάτα. ‘’Σου έχω εμπιστοσύνη Τέρρυ, θα τα καταφέρεις’’, είπε και εξαφανίστηκε.
‘’Πως; Μην φεύγεις! Πως ν α έρθω να την πάρω;’’ Φώναξε ο Τέρρυ απελπισμένος.
Έπιασε το κεφάλι του, δεν ήξερε τι να κάνει. Ένιωθε τόσο πόνο, θυμό και απελπισία. Το μάτι του έπεσε στο κουτί με τα φάρμακα της κυρίας Πόνυ. Ήταν μισοάδειο.
‘’Να έρθεις να την πάρεις’’ του είχε πει ο Στηαρ. Ξαφνικά όλα ξεκαθάρισαν μέσα στο μυαλό του. Πήρε τα κουτιά με τα φάρμακα και άρχισε να καταπίνει τα χάπια που είχαν μείνει. Όταν τα τελείωσε ξάπλωσε δίπλα στην Κάντυ και την αγκάλιασε.
‘’Σαν τον Ρωμαίο και την Ιουλίετα , φακιδομουτράκι’’, της είπε. ‘’Αλλά εμείς θα γυρίσουμε, θα σε φέρω εγώ πίσω!’’
Την φίλησε και τον τύλιξε το σκοτάδι.
Ο Άλμπερτ σκέπασε το γυμνό σώμα της Κάντυ με ένα σεντόνι και την τράβηξε στην αγκαλιά του. Ήταν αδύνατο να σταματήσει το κλάμα της, ότι και αν της είπε, όσο και αν προσπάθησε. Έλπιζε απλά να κουραστεί και να κοιμηθεί ξανά.
‘’Αλλά μετά τι;’’, σκέφτηκε ‘’ Ακόμα και αν η Κάντυ κοιμηθεί τώρα, αύριο, μετά τι θα κάνω μετά;’’
Η σκέψη του έτρεξε στην Άννυ. Μόνο σε εκείνη μπορούσε να βασιστεί τώρα. Είχε πάει να βρει τον Τέρρυ. Μέσα του όμως δεν έλπιζε ότι θα κατάφερνε τίποτα. Ο Τέρρυ είχε ένα χρέος απέναντι στην Σουζάνα. Ένα χρέος που του δημιούργησε η ίδια η Σουζάνα, ένα ψεύτικο χρέος. Όπως και να είχε όμως ο Τέρρυ δεν θα την άφηνε ποτέ.
Η Κάντυ σιγά σιγά σταμάτησε να κλαίει.
‘’Άλμπερτ..’’, του είπε ψιθυριστά.
‘’Εδώ είμαι Κάντυ’’ της απάντησε.
‘’Θέλω να μου φέρεις ένα υπνωτικό, μπορείς; Έχει η κυρία Πόνυ στο δωμάτιο της. Θέλω τόσο πολύ να κοιμηθώ..’’, είπε παρακαλώντας η Κάντυ.
‘’Εντάξει’’, της είπε ο Άλμπερτ και την σήκωσε ελαφρά για να μπορέσει να σηκωθεί.
Της έφερε ένα υπνωτικό και μετά την σκέπασε με τα σεντόνια.
‘’Κοιμήσου να ξεκουραστείς, αλλά αύριο θα βγεις από εδώ και θα πάμε μια μεγάλη βόλτα, εντάξει;’’
‘’Εντάξει Άλμπερτ’’ απάντησε εκείνη.
‘’Θα κάτσω δίπλα σου μέχρι να κοιμηθείς’’, της είπε ο Άλμπερτ
‘’Άλμπερτ..σε ευχαριστώ για όλα..για όλα’’, είπε η Κάντυ και βυθίστηκε στον ύπνο.
Ο Άλμπερτ της χάιδεψε τα μαλλιά και έπειτα βγήκε από το δωμάτιο.
‘’Άλμπερτ σε ευχαριστώ..για όλα’’. Δεν μπορούσε να βγάλει αυτή την φράση από το μυαλό του. ‘’Κάτι δεν μου πάει καλά. Αυτό το ‘’όλα’’ ήταν τόσο πονεμένο. Λες και ήθελε να με αποχαιρετήσει’’
Ο Άλμπερτ βγήκε έξω από το σπίτι, ήθελε να πάρει λίγο καθαρό αέρα.
‘’Βλακείες σκέφτεσαι Άλμπερτ’’, είπε στον εαυτό του. ‘’Τι μπορεί να κάνει; Έχει τόσο κόσμο δίπλα της. Ακόμα και αν προσπαθήσει θα την προλάβουμε’’.
Το μυαλό του πήγε στην Ροζμαρυ, τον Άντονυ, τον Στηαρ. Δεν θα άντεχε να χάσει και άλλον δικό του άνθρωπο. Ειδικά την Κάντυ. Κοίταξε τον δρόμο και ευχήθηκε η Άννυ να ερχόταν γρήγορα, φέρνοντας μαζί της και τον Τέρρυ.
Την ίδια ώρα, ο Άντονυ είχε ξαπλώσει δίπλα στην Κάντυ και την κοίταζε.
‘’Κάντυ, ξύπνα ‘’ της είπε.
Εκείνη άνοιξε τα μάτια της και τον κοίταξε λυπημένη. Δεν την ένοιαζε πια ότι και αν συνέβαινε. Απλά ήθελε να κοιμηθεί για να ξεχάσει τα πάντα. Να κοιμηθεί για πάντα.
‘’Πιες ένα υπνωτικό, να κοιμηθείς’’, της είπε ο Άντονυ.
‘’Έχεις δίκιο’’, απάντησε η Κάντυ και σηκώθηκε από το κρεβάτι.
Ακροπατώντας έφτασε στο δωμάτιο της κυρίας Πόνυ και βρήκε το κουτί με τα φάρμακα. Το πήρε μαζί της και γύρισε στο δωμάτιο χωρίς να την αντιληφθεί κανείς. Πήρε ένα χάπι και ξάπλωσε. Ο Άντονυ την φίλησε και οι τελευταίες αναμνήσεις της χάθηκαν.
‘’Πιες ένα χάπι για να κοιμηθείς’’, της ξαναείπε.
Η Κάντυ άπλωσε το χέρι της και πήρε ένα ακόμα. ‘’Ναι, είχε δίκιο ο Άντονυ, ένα υπνωτικό για να κοιμηθώ’’.
Ο Άντονυ την ξαναφίλησε και η γεύση του χαπιού εξαφανίστηκε από το στόμα της.
‘’Κάντυ, χρειάζεσαι ένα υπνωτικό΄΄ της είπε
Η Κάντυ συμφώνησε και ήπιε ακόμα ένα.
Τα χείλη του Άντονυ βρέθηκαν πάνω στα δικά της ξανά και αμέσως μετά η Κάντυ κατάπιε ακόμα ένα χάπι.
Αργά άρχισε να βυθίζεται στο σκοτάδι.
‘’Επιτέλους!’’, είπε ‘’τώρα θα κοιμηθώ’’
Έχασε τις αισθήσεις της και εκείνη την ώρα η Πάτυ μπήκε μέσα στο δωμάτιο. Από τις κραυγές της μαζεύτηκαν όλοι εκεί. Η Πάτυ κρατούσε στα χέρια της μερικά κουτιά από φάρμακα και η Κάντυ κειτόταν στο κρεβάτι.
‘’Είναι άδεια’’, είπε η Πάτυ τρέμοντας.
Ένα αυτοκίνητο ακούστηκε στην είσοδο και αμέσως μετά η φωνή του Τέρρυ που μιλούσε με την Άννυ.
Ο Άλμπερτ έτρεξε για να τους εμποδίσει να μπουν στο δωμάτιο. Δεν ήθελε να δουν την Κάντυ έτσι.
Έπεσε πάνω στον Τέρρυ και τον σταμάτησε πριν μπει στο δωμάτιο. Ο Τέρρυ κατάλαβε ότι κάτι δεν πήγαινε καλά.
Άρπαξε τον Άλμπερτ από τον γιακά και τον κόλλησε στον τοίχο.
‘’Τι έγινε;’’ Τον ρώτησε ταραγμένος.
‘’Η Κάντυ αυτοκτόνησε’’ του είπε ο Άλμπερτ και άρχισε να κλαίει.
Η Άννυ λιποθύμησε και η Πάτυ έτρεξε κοντά της. Ο Τέρρυ έσπρωξε τον Άλμπερτ, μπήκε μέσα στο δωμάτιο και κλείδωσε πίσω του την πόρτα.
Κοίταξε το σώμα την Κάντυ που ξεψυχούσε μπροστά στα μάτια του.
‘’’Όχι φακιδομουτράκι,’’ της είπε. ‘’Δεν θα φύγεις.’’
‘’Υπάρχει κάτι που μπορείς να κάνεις’’ άκουσε μια φωνή πίσω του.
Γύρισε ξαφνιασμένος και αντίκρισε τον Στηαρ.
‘’Τι; Πες μου τι!’’ , τον παρακάλεσε, παραβλέποντας πως ο Στηαρ είναι νεκρός.
‘’Μπορείς να την γυρίσεις πίσω…αν έρθεις να την πάρεις. Αλλά πρέπει να βιαστέις..δεν σου μένει πολύς χρόνος’’, του απάντησε ο Στηαρ χαμογελώντας του καλοσυνάτα. ‘’Σου έχω εμπιστοσύνη Τέρρυ, θα τα καταφέρεις’’, είπε και εξαφανίστηκε.
‘’Πως; Μην φεύγεις! Πως ν α έρθω να την πάρω;’’ Φώναξε ο Τέρρυ απελπισμένος.
Έπιασε το κεφάλι του, δεν ήξερε τι να κάνει. Ένιωθε τόσο πόνο, θυμό και απελπισία. Το μάτι του έπεσε στο κουτί με τα φάρμακα της κυρίας Πόνυ. Ήταν μισοάδειο.
‘’Να έρθεις να την πάρεις’’ του είχε πει ο Στηαρ. Ξαφνικά όλα ξεκαθάρισαν μέσα στο μυαλό του. Πήρε τα κουτιά με τα φάρμακα και άρχισε να καταπίνει τα χάπια που είχαν μείνει. Όταν τα τελείωσε ξάπλωσε δίπλα στην Κάντυ και την αγκάλιασε.
‘’Σαν τον Ρωμαίο και την Ιουλίετα , φακιδομουτράκι’’, της είπε. ‘’Αλλά εμείς θα γυρίσουμε, θα σε φέρω εγώ πίσω!’’
Την φίλησε και τον τύλιξε το σκοτάδι.
nuitetoile21- Terry Addict
- Αριθμός μηνυμάτων : 4781
Points : 12188
Ημερομηνία εγγραφής : 06/11/2010
Ηλικία : 41
Τόπος : neverland
Απ: Ένα φικ όπως θα το περιμένατε απο την nuitetoile21
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΕΚΑΟΧΤΩ: ΕΝΑΣ ΗΡΩΑΣ ΑΠΟ ΜΙΑ ΑΛΛΗ ΙΣΤΟΡΙΑ (αφιερωμένο στην Juliet)
Ο Κάναμε Κουράν περιπλανιόταν στο απέραντο κενό που χώριζε τους νεκρούς από τους ζωντανούς. Όχι άσκοπα. Είχε διαλέξει να βρίσκεται εκεί. Του είχε δοθεί μια μοναδική ευκαιρία να αφήσει πίσω την προηγούμενη ζωή του και να ξεκινήσει μια καινούργια. Αλλά όχι σαν βρικόλακας αυτή την φορά, αλλά σαν κάτι ακόμα πιο περίπλοκο και σκοτεινό.
Δεν είχε αποφασίσει ακόμα όμως αν ήταν όντως μια ευκαιρία αυτή η νέα κατάσταση στην οποία βρισκόταν. Το είχε διαλέξει γιατί πίστευε ότι έτσι η ψυχή του θα λυτρωνόταν. Λύτρωση δεν βρήκε όμως. Στα εκατοντάδες χρόνια που είχαν περάσει από τότε που έκανε αυτή την επιλογή, απλά ο πόνος του βάθαινε ακόμα πιο πολύ μέσα στην ψυχή του.
Και σίγουρα η δουλειά που έκανε τώρα δεν ήταν ευχάριστη, ούτε τον βοηθούσε να ξεχάσει ή να νιώσει λιγάκι ευτυχία.
Ο Κάναμε αναστέναξε, χτύπησε τα μαύρα φτερά που βρισκόταν στις πλάτες του, τυλίχτηκε με τον μαύρο του μανδύα και πέταξε ψηλά. Τον καλούσαν.
Την ίδια ώρα η Κάντυ έμπαινε όλο και πιο πολύ στις σκιές το θανάτου. Βρέθηκε σε έναν χώρο που δεν είχε τίποτα, ήταν σαν ένα μεγάλο, σκοτεινό κρύο δωμάτιο. Ένιωσε να φοβάται. Δεν μπορούσε να δει τίποτα. Όλα ήταν καλυμμένα από το σκοτάδι.
Ξαφνικά είδε από μακριά ένα φως να την πλησιάζει και έτρεξε προς τα εκεί. Πίστευε πως αν έφτανε κοντά στο φως θα ένιωθε ασφάλεια. Το φως πλησίαζε όλο και πιο πολύ και σιγά σιγά άρχισε να παίρνει σχήμα μπροστά στα μάτια της. Το σχήμα της μορφής του Άντονυ.
Ο Άντονυ έφτασε κοντά της και την αγκάλιασε. Η Κάντυ ένιωσε να ηρεμεί στην αγκαλιά του. Τώρα δεν της φαινόταν τίποτα τρομαχτικό, τώρα είχε τον Άντονυ δίπλα της.
‘’Κάντυ, καλή μου Κάντυ’’, είπε ο Άντονυ και τν έσφιξε ακόμα πιο πολύ πάνω του.
‘’Κάντυ πρέπει να φύγουμε’’, συνέχισε ο Άντονυ. ‘’Δεν πρέπει να σε βρουν εδώ. Πρέπει να φύγουμε πριν έρθει εκείνος.’’
Στην λέξη ‘’εκείνος’’ η Κάντυ ανατρίχιασε. Δεν μπορούσε να καταλάβει ποιον ‘’εκείνος’’ εννοούσε ο Άντονυ αλλά η φωνή του όταν το είχε προφέρει έδειχνε πόσο τον φοβόταν.
‘’Ναι, Άντονυ’’, του είπε, ΄΄να φύγουμε. Δεν μου αρέσει εδώ’’
Την πήρε από το χέρι και τη έδειξε πέρα μακριά που αχνόφεγγε ένα φως.
‘’Εκεί πρέπει να πάμε, εκεί έχει μια πόρτα. Αν περάσουμε την πόρτα θα είσαι ασφαλής’’, της είπε.
Εκείνη του έγνεψε καταφατικά και άρχισαν να τρέχουν μαζί, κρατώντας ο ένας το χέρι του άλλου.
Σε κάθε βήμα που έκαναν ο Άντονυ ένιωθε όλο και πιο σίγουρος ότι θα τα καταφέρουν. Είχαν καλύψει την μισή απόσταση και εκείνος δεν είχε φανεί. Παραπάνω από την μισή απόσταση και ούτε ίχνος του. Το φως ερχόταν όλο και πιο κοντά τους, σε λίγο η Κάντυ θα ήταν ασφαλής μαζί του για πάντα.
Μια τεράστια μαύρη φιγούρα φάνηκε από πάνω τους. Ο Άντονυ ανατρίχιασε, η Κάντυ τρόμαξε.
‘’Μην σταματάς!’’ της είπε ο Άντονυ και την τράβηξε να τρέξουν πιο γρήγορα.
Η Φιγούρα σταμάτησε μπροστά από την πόρτα με το φως και τους έκλεισε το δρόμο.
Ο Άντονυ και η Κάντυ σταμάτησαν να τρέχουν, λίγα μέτρα πριν πέσουν πάνω στην φιγούρα.
Ο άντρας με τα φτερά, σήκωσε το κεφάλι του και τους κοίταξε.
‘’Είναι τόσο όμορφος!’’, σκέφτηκε η Κάντυ. ‘’Αλλά τα μάτια του..γιατί τα μάτια του έχουν τόσο πόνο μέσα τους;’’
Ασυναίσθητα έκανε ένα βήμα προς το μέρος του. Ο Άντονυ την τράβηξε προς τα πίσω.
‘’Μην πας κοντά του Κάντυ! Θα σε πάρει μακριά!’’, της είπε. ‘’Για αυτό ήρθε!’’
‘’Εμένα;’’ Ρώτησε η Κάντυ. ‘’Που να με πάει; Ποιος είναι;’’
‘’Είμαι ο Κάναμε Κουράν’’, είπε ο άντρας. ‘’ Φύλακας των χαμένων ψυχών. Των ανθρώπων που αυτοκτονούν. Πρέπει να έρθεις μαζί μου. Δεν ανήκεις εδώ. Με τους κανονικούς νεκρούς. Αυτοκτόνησες. Θα έρθεις μαζί μου.’’
‘’ΠΟΤΕ!’’, φώναξε ο Άντονυ και έβαλε το σώμα του μπροστά από την Κάντυ για να την προστατέψει.
Ο άντρας χαμογέλασε ειρωνικά.
‘’Θα έρθεις. Ότι και αν κάνει ο φίλος σου. Θα έρθεις μαζί μου’’, είπε ήρεμα στην Κάντυ και ανοιγόκλεισε τα φτερά του με δύναμη.
‘’Όχι δεν θα έρθει! ‘’ακούστηκε μια φωνή πίσω από την Κάντυ. ‘’Η Κάντυ θα έρθει μαζί μου!!!’’
Η Κάντυ γύρισε ξαφνιασμένη το κεφάλι της. ‘’Δεν μπορεί να είναι..’’ σκέφτηκε.
‘’ΤΕΡΡΥ!!Τι κάνεις εδώ; ‘’ρώτησε ξαφνιασμένη.
‘’Ήρθα για να σε πάρω Κάντυ. Έλα..’’ της είπε και άπλωσε το χέρι του προς το μέρος της. ‘’Έλα, πάμε σπίτι’’
Ο Κάναμε Κουράν περιπλανιόταν στο απέραντο κενό που χώριζε τους νεκρούς από τους ζωντανούς. Όχι άσκοπα. Είχε διαλέξει να βρίσκεται εκεί. Του είχε δοθεί μια μοναδική ευκαιρία να αφήσει πίσω την προηγούμενη ζωή του και να ξεκινήσει μια καινούργια. Αλλά όχι σαν βρικόλακας αυτή την φορά, αλλά σαν κάτι ακόμα πιο περίπλοκο και σκοτεινό.
Δεν είχε αποφασίσει ακόμα όμως αν ήταν όντως μια ευκαιρία αυτή η νέα κατάσταση στην οποία βρισκόταν. Το είχε διαλέξει γιατί πίστευε ότι έτσι η ψυχή του θα λυτρωνόταν. Λύτρωση δεν βρήκε όμως. Στα εκατοντάδες χρόνια που είχαν περάσει από τότε που έκανε αυτή την επιλογή, απλά ο πόνος του βάθαινε ακόμα πιο πολύ μέσα στην ψυχή του.
Και σίγουρα η δουλειά που έκανε τώρα δεν ήταν ευχάριστη, ούτε τον βοηθούσε να ξεχάσει ή να νιώσει λιγάκι ευτυχία.
Ο Κάναμε αναστέναξε, χτύπησε τα μαύρα φτερά που βρισκόταν στις πλάτες του, τυλίχτηκε με τον μαύρο του μανδύα και πέταξε ψηλά. Τον καλούσαν.
Την ίδια ώρα η Κάντυ έμπαινε όλο και πιο πολύ στις σκιές το θανάτου. Βρέθηκε σε έναν χώρο που δεν είχε τίποτα, ήταν σαν ένα μεγάλο, σκοτεινό κρύο δωμάτιο. Ένιωσε να φοβάται. Δεν μπορούσε να δει τίποτα. Όλα ήταν καλυμμένα από το σκοτάδι.
Ξαφνικά είδε από μακριά ένα φως να την πλησιάζει και έτρεξε προς τα εκεί. Πίστευε πως αν έφτανε κοντά στο φως θα ένιωθε ασφάλεια. Το φως πλησίαζε όλο και πιο πολύ και σιγά σιγά άρχισε να παίρνει σχήμα μπροστά στα μάτια της. Το σχήμα της μορφής του Άντονυ.
Ο Άντονυ έφτασε κοντά της και την αγκάλιασε. Η Κάντυ ένιωσε να ηρεμεί στην αγκαλιά του. Τώρα δεν της φαινόταν τίποτα τρομαχτικό, τώρα είχε τον Άντονυ δίπλα της.
‘’Κάντυ, καλή μου Κάντυ’’, είπε ο Άντονυ και τν έσφιξε ακόμα πιο πολύ πάνω του.
‘’Κάντυ πρέπει να φύγουμε’’, συνέχισε ο Άντονυ. ‘’Δεν πρέπει να σε βρουν εδώ. Πρέπει να φύγουμε πριν έρθει εκείνος.’’
Στην λέξη ‘’εκείνος’’ η Κάντυ ανατρίχιασε. Δεν μπορούσε να καταλάβει ποιον ‘’εκείνος’’ εννοούσε ο Άντονυ αλλά η φωνή του όταν το είχε προφέρει έδειχνε πόσο τον φοβόταν.
‘’Ναι, Άντονυ’’, του είπε, ΄΄να φύγουμε. Δεν μου αρέσει εδώ’’
Την πήρε από το χέρι και τη έδειξε πέρα μακριά που αχνόφεγγε ένα φως.
‘’Εκεί πρέπει να πάμε, εκεί έχει μια πόρτα. Αν περάσουμε την πόρτα θα είσαι ασφαλής’’, της είπε.
Εκείνη του έγνεψε καταφατικά και άρχισαν να τρέχουν μαζί, κρατώντας ο ένας το χέρι του άλλου.
Σε κάθε βήμα που έκαναν ο Άντονυ ένιωθε όλο και πιο σίγουρος ότι θα τα καταφέρουν. Είχαν καλύψει την μισή απόσταση και εκείνος δεν είχε φανεί. Παραπάνω από την μισή απόσταση και ούτε ίχνος του. Το φως ερχόταν όλο και πιο κοντά τους, σε λίγο η Κάντυ θα ήταν ασφαλής μαζί του για πάντα.
Μια τεράστια μαύρη φιγούρα φάνηκε από πάνω τους. Ο Άντονυ ανατρίχιασε, η Κάντυ τρόμαξε.
‘’Μην σταματάς!’’ της είπε ο Άντονυ και την τράβηξε να τρέξουν πιο γρήγορα.
Η Φιγούρα σταμάτησε μπροστά από την πόρτα με το φως και τους έκλεισε το δρόμο.
Ο Άντονυ και η Κάντυ σταμάτησαν να τρέχουν, λίγα μέτρα πριν πέσουν πάνω στην φιγούρα.
Ο άντρας με τα φτερά, σήκωσε το κεφάλι του και τους κοίταξε.
‘’Είναι τόσο όμορφος!’’, σκέφτηκε η Κάντυ. ‘’Αλλά τα μάτια του..γιατί τα μάτια του έχουν τόσο πόνο μέσα τους;’’
Ασυναίσθητα έκανε ένα βήμα προς το μέρος του. Ο Άντονυ την τράβηξε προς τα πίσω.
‘’Μην πας κοντά του Κάντυ! Θα σε πάρει μακριά!’’, της είπε. ‘’Για αυτό ήρθε!’’
‘’Εμένα;’’ Ρώτησε η Κάντυ. ‘’Που να με πάει; Ποιος είναι;’’
‘’Είμαι ο Κάναμε Κουράν’’, είπε ο άντρας. ‘’ Φύλακας των χαμένων ψυχών. Των ανθρώπων που αυτοκτονούν. Πρέπει να έρθεις μαζί μου. Δεν ανήκεις εδώ. Με τους κανονικούς νεκρούς. Αυτοκτόνησες. Θα έρθεις μαζί μου.’’
‘’ΠΟΤΕ!’’, φώναξε ο Άντονυ και έβαλε το σώμα του μπροστά από την Κάντυ για να την προστατέψει.
Ο άντρας χαμογέλασε ειρωνικά.
‘’Θα έρθεις. Ότι και αν κάνει ο φίλος σου. Θα έρθεις μαζί μου’’, είπε ήρεμα στην Κάντυ και ανοιγόκλεισε τα φτερά του με δύναμη.
‘’Όχι δεν θα έρθει! ‘’ακούστηκε μια φωνή πίσω από την Κάντυ. ‘’Η Κάντυ θα έρθει μαζί μου!!!’’
Η Κάντυ γύρισε ξαφνιασμένη το κεφάλι της. ‘’Δεν μπορεί να είναι..’’ σκέφτηκε.
‘’ΤΕΡΡΥ!!Τι κάνεις εδώ; ‘’ρώτησε ξαφνιασμένη.
‘’Ήρθα για να σε πάρω Κάντυ. Έλα..’’ της είπε και άπλωσε το χέρι του προς το μέρος της. ‘’Έλα, πάμε σπίτι’’
nuitetoile21- Terry Addict
- Αριθμός μηνυμάτων : 4781
Points : 12188
Ημερομηνία εγγραφής : 06/11/2010
Ηλικία : 41
Τόπος : neverland
Απ: Ένα φικ όπως θα το περιμένατε απο την nuitetoile21
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΕΚΑΤΟΕΝΑΤΟ: ΜΑΧΗ
‘’Έλα Κάντυ, πάμε σπίτι μας’’, ξανάπε ο Τέρρυ.
Εκείνη έκανε ένα δισταχτικό βήμα προς το μέρος του. Φοβόταν ότι αν τον πλησίαζε πολύ εκείνος θα εξαφανιζόταν. Ο Τέρρυ της χαμογέλασε ενθαρρυντικά και εκείνη ένιωσε πιο πολύ σιγουριά.
‘’Έλα Κάντυ’’, της είπε ο Τέρρυ ανήσυχα. Δεν ήξερε πόσος χρόνος τους είχε απομείνει και είχε αρχίσει να νιώθει νευρικότητα.
Η Κάντυ άγγιξε με τις άκρες των δαχτύλων της την παλάμη του, φοβισμένη, λες και τα χέρια του Τέρρυ θα έσπαγαν σε χίλια κομμάτια με το παραμικρό άγγιγμα της. Εκείνος της έπιασε το χέρι απαλά αλλά δυνατά και την τράβηξε κοντά του, στην αγκαλιά του.
‘’Τέρρυ! Είσαι αλήθεια εδώ; ‘’τον ρωτούσε η Κάντυ κλαίγοντας, αδυνατώντας να το πιστέψει.
Ο Τέρρυ σκούπισε τα μάτια της.
‘’Όχι δάκρυα τώρα. Πρέπει αν γυρίσουμε πίσω’’, της είπε.
Εκείνη έγνεψε καταφατικά.
Γύρισαν την πλάτη στον Άντονυ και στον Κάναμε και άρχισαν να περπατούν, προς το μέρος από το οποίο είχαν έρθει. Ο Τέρρυ δεν ήξερε, αλλά η λογική του, του έλεγε ότι εκεί θα έβρισκαν και την έξοδο.
‘’Ποιοι νομίζετε ότι είστε και θα φύγετε έτσι απλά;’’ Ρώτησε ο Κάναμε σχεδόν ψιθυριστά και ανοιγόκλεισε τα μαύρα του φτερά με δύναμη.
Εκατοντάδες νυχτερίδες ξεπήδησαν από μέσα τους και επιτέθηκαν στην Κάντυ και τον Τέρρυ. Εκείνοι πανικοβλημένοι, προσπάθησαν να τις διώξουν με τα χέρια τους, ενώ ο Άντονυ παρακολουθούσε σαστισμένος, μη ξέροντας τι να κάνει. Τότε, κάποιες νυχτερίδες κύκλωσαν την Κάντυ και την σήκωσαν στον αέρα.
‘’ΚΑΝΤΥ!’’, φώναξε ο Άντονυ απελπισμένος.
Οι νυχτερίδες πέταξαν ψηλά και όταν έφτασαν πάνω από την πόρτα που στεκόταν ο φύλακας άφησαν την Κάντυ να πέσει. Αμέσως χρυσές αλυσίδες εμφανίστηκαν από τον τοίχο, την έπιασαν από το λαιμό και τα χέρια και την τράβηξαν βίαια προς τον τοίχο. Έμεινε εκεί αλυσοδεμένη, ανήμπορη να κουνηθεί.
Οι νυχτερίδες άφησαν τον Τέρρυ και εκείνος έψαξε με το βλέμμα του να δει που βρισκόταν η Κάντυ. Την είδε να κρέμεται στον τοίχο και η καρδιά του πόνεσε. Άρχισε να τρέχει προς το μέρος της. Ο Κάναμε σήκωσε το χέρι του και ένας άνεμος πέταξε τον Τέρρυ πίσω.
‘’Τώρα φαντάζομαι πως έχω την προσοχή σας’’, είπε ειρωνικά ο φύλακας.
Ο Τέρρυ και ο Άντονυ τον κοίταζαν αμίλητοι, σοκαρισμένοι.
‘’Ωραία. Ας ξεκαθαρίσουμε λίγο τα πράγματα. Εσύ’’, ο Κάναμε στράφηκε στον Άντονυ, ΄΄δεν έχεις καμιά δουλειά εδώ. Είσαι νεκρός, γύρνα εκεί που είναι η θέση σου. Και εσύ’’, γύρισε στον Τέρρυ, ‘’αυτοκτόνησες,. Θα έρθεις μαζί μου, όπως και η κοπέλα. Και όταν φτάσουμε στο μέρος των Χαμένων Ψυχών, θα σας χωρίσω. Αυτοκτονήσατε και πρέπει να υποφέρετε στην αιωνιότητα’’, είπε με ένα ελαφρά σαδιστικό χαμόγελο. ‘’Υπάρχει καμιά απορία;’’
‘’Δεν θα σε αφήσω να την πάρεις στις σκιές!’’, είπε ο Άντονυ αποφασιστικά.
‘’Η Κάντυ θα έρθει μαζί μου!’’, φώναξε ο Τέρρυ.
‘’Πολύ καλά λοιπόν, όπως θέλετε’’, είπε ο Κάναμε και πέταξε στον αέρα.
Από την παλάμη του έβγαιναν ασημένιες μπάλες που προσπαθούσαν να πετύχουν τα δυο αγόρια. Εκείνα έκαναν συνέχεια ελιγμούς προσπαθώντας να τις αποφύγουν.
‘’Τώρα θα δεις!’’ φώναξε ο Άντονυ και άπλωσε το χέρι του.
Από μέσα βγήκαν εκατοντάδες τριαντάφυλλα και καθώς έφταναν στον Κάναμε μεταμορφωνόντουσαν σε αγκάθια. Εκείνος τα απώθησε με μια ανεπαίσθητη κίνηση του χεριού του, χαμογελώντας ειρωνικά.
Ο Τέρρυ σκεφτόταν τι θα μπορούσε να κάνει. Να είχε τουλάχιστον ένα όπλο, ένα σπαθί! Τώρα ήταν εντελώς άοπλος. Ξαφνικά ένιωσε την μέση του να βαραίνει και κοίταξε περίεργος να δει τι συνέβαινε. Εκεί, ως δια μαγείας, είχε εμφανιστεί μια ζώνη από την οποία κρεμόταν ένα θηκάρι με ένα σπαθί!
Ο Τέρρυ κατάλαβε. Ήταν σε έναν κόσμο όπου όλα λειτουργούσαν διαφορετικά και κατά κάποιο τρόπο ότι σκεφτόταν μπορούσε να το κάνει. Κοίταξε τον Κάναμε ο οποίος πετούσε πάνω από τον Άντονυ ρίχνοντας του ασημένιες σφαίρες.
‘’Πως θα τον πλησιάσω;’’ Αναρωτήθηκε ο Τέρρυ και φαντάστηκε τον εαυτό του να πετάει.
Στην πλάτη του φύτρωσαν λευκά φτερά και υψώθηκε στον αέρα.
‘’Άντονυ σκέψου!’’, φώναξε στον νεαρό που ήταν πεσμένος στο έδαφος και όρμησε στον Κάναμε κρατώντας το σπαθί στο χέρι του.
Εκείνος γύρισε να τον αποκρούσει με το δικό του σπαθί και άρχισαν να ξιφομαχούν πάνω στον αέρα.
Ο Άντονυ κοίταξε τον Τέρρυ και κατάλαβε. Πέρασαν μόνο λίγα δευτερόλεπτα πριν νιώσει τα δικά του φτερά να γεννιούνται και το χέρι του να βαραίνει από ένα τόξο. Πέρασε ένα βέλος, σημάδεψε τον Κάναμε και τράβηξε την χορδή. Τον πέτυχε στον ώμο και εκείνος γύρισε για να του επιτεθεί.
‘’Κάναμε σταμάτα. Αυτός είναι ο γιός μου!’’ , ακούστηκε μια φωνή και ένα λευκό φως εμφανίστηκε.
Αυτόματα σταμάτησαν και οι τρεις να παλεύουν, κοιτάζοντας μαγεμένοι το ον που είχε εμφανιστεί. Μια γυναίκα – άγγελος
‘’Έλα Κάντυ, πάμε σπίτι μας’’, ξανάπε ο Τέρρυ.
Εκείνη έκανε ένα δισταχτικό βήμα προς το μέρος του. Φοβόταν ότι αν τον πλησίαζε πολύ εκείνος θα εξαφανιζόταν. Ο Τέρρυ της χαμογέλασε ενθαρρυντικά και εκείνη ένιωσε πιο πολύ σιγουριά.
‘’Έλα Κάντυ’’, της είπε ο Τέρρυ ανήσυχα. Δεν ήξερε πόσος χρόνος τους είχε απομείνει και είχε αρχίσει να νιώθει νευρικότητα.
Η Κάντυ άγγιξε με τις άκρες των δαχτύλων της την παλάμη του, φοβισμένη, λες και τα χέρια του Τέρρυ θα έσπαγαν σε χίλια κομμάτια με το παραμικρό άγγιγμα της. Εκείνος της έπιασε το χέρι απαλά αλλά δυνατά και την τράβηξε κοντά του, στην αγκαλιά του.
‘’Τέρρυ! Είσαι αλήθεια εδώ; ‘’τον ρωτούσε η Κάντυ κλαίγοντας, αδυνατώντας να το πιστέψει.
Ο Τέρρυ σκούπισε τα μάτια της.
‘’Όχι δάκρυα τώρα. Πρέπει αν γυρίσουμε πίσω’’, της είπε.
Εκείνη έγνεψε καταφατικά.
Γύρισαν την πλάτη στον Άντονυ και στον Κάναμε και άρχισαν να περπατούν, προς το μέρος από το οποίο είχαν έρθει. Ο Τέρρυ δεν ήξερε, αλλά η λογική του, του έλεγε ότι εκεί θα έβρισκαν και την έξοδο.
‘’Ποιοι νομίζετε ότι είστε και θα φύγετε έτσι απλά;’’ Ρώτησε ο Κάναμε σχεδόν ψιθυριστά και ανοιγόκλεισε τα μαύρα του φτερά με δύναμη.
Εκατοντάδες νυχτερίδες ξεπήδησαν από μέσα τους και επιτέθηκαν στην Κάντυ και τον Τέρρυ. Εκείνοι πανικοβλημένοι, προσπάθησαν να τις διώξουν με τα χέρια τους, ενώ ο Άντονυ παρακολουθούσε σαστισμένος, μη ξέροντας τι να κάνει. Τότε, κάποιες νυχτερίδες κύκλωσαν την Κάντυ και την σήκωσαν στον αέρα.
‘’ΚΑΝΤΥ!’’, φώναξε ο Άντονυ απελπισμένος.
Οι νυχτερίδες πέταξαν ψηλά και όταν έφτασαν πάνω από την πόρτα που στεκόταν ο φύλακας άφησαν την Κάντυ να πέσει. Αμέσως χρυσές αλυσίδες εμφανίστηκαν από τον τοίχο, την έπιασαν από το λαιμό και τα χέρια και την τράβηξαν βίαια προς τον τοίχο. Έμεινε εκεί αλυσοδεμένη, ανήμπορη να κουνηθεί.
Οι νυχτερίδες άφησαν τον Τέρρυ και εκείνος έψαξε με το βλέμμα του να δει που βρισκόταν η Κάντυ. Την είδε να κρέμεται στον τοίχο και η καρδιά του πόνεσε. Άρχισε να τρέχει προς το μέρος της. Ο Κάναμε σήκωσε το χέρι του και ένας άνεμος πέταξε τον Τέρρυ πίσω.
‘’Τώρα φαντάζομαι πως έχω την προσοχή σας’’, είπε ειρωνικά ο φύλακας.
Ο Τέρρυ και ο Άντονυ τον κοίταζαν αμίλητοι, σοκαρισμένοι.
‘’Ωραία. Ας ξεκαθαρίσουμε λίγο τα πράγματα. Εσύ’’, ο Κάναμε στράφηκε στον Άντονυ, ΄΄δεν έχεις καμιά δουλειά εδώ. Είσαι νεκρός, γύρνα εκεί που είναι η θέση σου. Και εσύ’’, γύρισε στον Τέρρυ, ‘’αυτοκτόνησες,. Θα έρθεις μαζί μου, όπως και η κοπέλα. Και όταν φτάσουμε στο μέρος των Χαμένων Ψυχών, θα σας χωρίσω. Αυτοκτονήσατε και πρέπει να υποφέρετε στην αιωνιότητα’’, είπε με ένα ελαφρά σαδιστικό χαμόγελο. ‘’Υπάρχει καμιά απορία;’’
‘’Δεν θα σε αφήσω να την πάρεις στις σκιές!’’, είπε ο Άντονυ αποφασιστικά.
‘’Η Κάντυ θα έρθει μαζί μου!’’, φώναξε ο Τέρρυ.
‘’Πολύ καλά λοιπόν, όπως θέλετε’’, είπε ο Κάναμε και πέταξε στον αέρα.
Από την παλάμη του έβγαιναν ασημένιες μπάλες που προσπαθούσαν να πετύχουν τα δυο αγόρια. Εκείνα έκαναν συνέχεια ελιγμούς προσπαθώντας να τις αποφύγουν.
‘’Τώρα θα δεις!’’ φώναξε ο Άντονυ και άπλωσε το χέρι του.
Από μέσα βγήκαν εκατοντάδες τριαντάφυλλα και καθώς έφταναν στον Κάναμε μεταμορφωνόντουσαν σε αγκάθια. Εκείνος τα απώθησε με μια ανεπαίσθητη κίνηση του χεριού του, χαμογελώντας ειρωνικά.
Ο Τέρρυ σκεφτόταν τι θα μπορούσε να κάνει. Να είχε τουλάχιστον ένα όπλο, ένα σπαθί! Τώρα ήταν εντελώς άοπλος. Ξαφνικά ένιωσε την μέση του να βαραίνει και κοίταξε περίεργος να δει τι συνέβαινε. Εκεί, ως δια μαγείας, είχε εμφανιστεί μια ζώνη από την οποία κρεμόταν ένα θηκάρι με ένα σπαθί!
Ο Τέρρυ κατάλαβε. Ήταν σε έναν κόσμο όπου όλα λειτουργούσαν διαφορετικά και κατά κάποιο τρόπο ότι σκεφτόταν μπορούσε να το κάνει. Κοίταξε τον Κάναμε ο οποίος πετούσε πάνω από τον Άντονυ ρίχνοντας του ασημένιες σφαίρες.
‘’Πως θα τον πλησιάσω;’’ Αναρωτήθηκε ο Τέρρυ και φαντάστηκε τον εαυτό του να πετάει.
Στην πλάτη του φύτρωσαν λευκά φτερά και υψώθηκε στον αέρα.
‘’Άντονυ σκέψου!’’, φώναξε στον νεαρό που ήταν πεσμένος στο έδαφος και όρμησε στον Κάναμε κρατώντας το σπαθί στο χέρι του.
Εκείνος γύρισε να τον αποκρούσει με το δικό του σπαθί και άρχισαν να ξιφομαχούν πάνω στον αέρα.
Ο Άντονυ κοίταξε τον Τέρρυ και κατάλαβε. Πέρασαν μόνο λίγα δευτερόλεπτα πριν νιώσει τα δικά του φτερά να γεννιούνται και το χέρι του να βαραίνει από ένα τόξο. Πέρασε ένα βέλος, σημάδεψε τον Κάναμε και τράβηξε την χορδή. Τον πέτυχε στον ώμο και εκείνος γύρισε για να του επιτεθεί.
‘’Κάναμε σταμάτα. Αυτός είναι ο γιός μου!’’ , ακούστηκε μια φωνή και ένα λευκό φως εμφανίστηκε.
Αυτόματα σταμάτησαν και οι τρεις να παλεύουν, κοιτάζοντας μαγεμένοι το ον που είχε εμφανιστεί. Μια γυναίκα – άγγελος
nuitetoile21- Terry Addict
- Αριθμός μηνυμάτων : 4781
Points : 12188
Ημερομηνία εγγραφής : 06/11/2010
Ηλικία : 41
Τόπος : neverland
Απ: Ένα φικ όπως θα το περιμένατε απο την nuitetoile21
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΕΙΚΟΣΤΟ: Η ΔΟΚΙΜΑΣΙΑ
‘’Γιος σου;’’ Ρώτησε ο Κάναμε ξαφνιασμένος. ‘’Άυτός ο νεαρός είναι γιος σου Ροζμαρυ;’’
Εκείνη έγνεψε καταφατικά.
‘’Λυπάμαι πολύ Ροζμαρυ, δεν το ήξερα’’, είπε ο Κάναμε και χαμήλωσε το κεφάλι του.
‘’Δεν πειράζει. Άλλωστε του χρειαζόταν ένα μικρό μάθημα’’, είπε εκείνη κοιτώντας τον γιο της και χαμογελώντας του ελαφρά.
Ο Τέρρυ τους κοίταζε σαστισμένος. Δεν μπορούσε να καταλάβει τι γινόταν και δεν τον ένοιαζε. Ήθελε απλά να φύγει από εκεί, μαζί με την Κάντυ.
‘’Μπορώ να πάρω την Κάντυ και να φύγω;’’ Ρώτησε την γυναίκα.
Εκείνη τον κοίταξε καλοσυνάτα.
‘’Οι Άγγελοι αποφάσισαν να σας δώσουν από μια ευκαιρία. Δεν συμβαίνει συχνά, σχεδόν ποτέ. Αλλά κρίναμε πως θα ήταν άδικο να χαθεί μια κοπέλα σαν την Κάντυ, στις σκιές. Το ποιος θα την κερδίσει όμως, εξαρτάται από εσάς. Από το πόσο την αγαπάτε και πόσο σας αγαπάει και εκείνη. Αν κερδίσει ο Άντονυ θα την πάρει μαζί του. Αν κερδίσεις εσύ θα γυρίσετε στον κόσμο των ζωντανών, αρκεί βέβαια να ξεπεράσετε και τα εμπόδια του γυρισμού πριν τελειώσει ο χρόνος.’’
‘’Και αν δεν τα ξεπεράσουμε;’’ Ρώτησε ο Τέρρυ ανήσυχος.
‘’Τότε θα χαθείτε και οι δυο μέσα στις σκιές’’, του απάντησε η Ροζμαρυ λυπημένα. ‘’Λυπάμαι Τέρρυ, ήδη είναι πάρα πολλά όσα σας δόθηκαν. Θα έπρεπε ήδη να είχατε χαθεί στα σκοτάδια. Αλλά σου υπόσχομαι πως αν κερδίσεις εσύ θα σε βοηθήσω να βρεις τον δρόμο του γυρισμού.’’
Ο Τέρρυ την κοίταξε με ευγνωμοσύνη και ύστερα το βλέμμα του στάθηκε πάνω στην Κάντυ που ήταν ακόμα αλυσοδεμένη πάνω στον τοίχο, μισολιπόθυμη από το σοκ.
‘’Πρέπει να την κατεβάσω!’’, είπε και κίνησε προς το μέρος της.
Η γυναίκα στάθηκε μπροστά του.
‘’Φυσικά και πρέπει να την κατεβάσεις Τέρρυ αλλά λυπάμαι αυτή είναι η δοκιμασία. Τα δεσμά της δεν σπάνε με σπαθιά ή βέλη. Τα δεσμά θα σπάσουν όταν αυτός που την αγαπάει και τον αγαπάει και εκείνη της πει αυτό που θα κάνει την ίδια την Κάντυ να τα σπάσει’’
Η Ροζμαρυ στράφηκε στον Κάναμε.
‘’Μπορείς να πηγαίνεις’’, του είπε χαμογελώντας. ‘’Σε ευχαριστώ’’
Ο Κάναμε υποκλίθηκε, χτύπησε τα φτερά του και έφυγε.
‘’Δεν καταλαβαίνω μητέρα, πως τον έδιωξες;’’ Ρώτησε ο Άντονυ
‘’Ο Κάναμε Κουράν είναι φύλακας των ψυχών. Δέχτηκε αυτή την θέση πριν εκατοντάδες χρόνια. Όταν ζούσε ήταν πρώτος ανάμεσα στους πρώτους, βασιλιάς. Η θέση του προσφέρθηκε με αυτό ακριβώς τον όρο: ότι εδώ θα είναι υποχρεωμένος να υπακούει και να είναι κάτω από την εξουσία των Αγγέλων. Είναι και αυτό ένα κομμάτι της ‘’τιμωρίας’’ του’’, είπα η Ροζμαρυ. ‘’Αρκετά με αυτά όμως, δεν έχουμε πολύ χρόνο. Άντονυ ξεκίνα εσύ πρώτος’’.
Ο Άντονυ πλησίασε την πόρτα που από πάνω της κρεμόταν η Κάντυ.
‘’Κάντυ’’, της είπε ‘’Θυμάσαι πόσο ερωτευμένοι ήμασταν κάποτε; Πόσο ευτυχισμένη ήσουν; Ακόμα μπορώ να σε κάνω ευτυχισμένη. Ακόμα μπορώ και θέλω να σε προστατέψω από οτιδήποτε άσχημο, αρκεί να με αφήσεις. Γιατί..σε αγαπάω’’
Η Κάντυ δεν κουνήθηκε. Ο Άντονυ έσκυψε το κεφάλι νικημένος.
‘’Σειρά σου’’, είπε στον Τέρρυ.
Καθώς ο Τέρρυ τον προσπερνούσε ο Άντονυ τον σταμάτησε.
‘’Έκανα λάθος΄, του είπε, ‘’Λυπάμαι πολύ, δεν έπρεπε να την φέρω εδώ. Ήθελα μόνο να είναι ευτυχισμένη’’.
Ο Τέρρυ τον κοίταξε. Δεν μπορούσε να τον κατηγορήσει. Βέβαια όλο αυτό που είχε κάνει ήταν πολύ επικίνδυνο αλλά ποιος του έλεγε πως αν ήταν εκείνος στην θέση του δεν θα είχε κάνει το ίδιο; Τον χτύπησε φιλικά στον ώμο και προχώρησε προς την Κάντυ. Στάθηκε κάτω από την πόρτα.
‘’Κάντυ..εγώ είμαι, ο Τέρρυ. Είμαι εδώ και ήρθα να σε πάρω, να γυρίσουμε στο σπίτι, να δεις τους φίλους μας. Δεν θα σε ξαναφήσω ποτέ. Στο υπόσχομαι. Και αν θέλεις και εσύ, θα παντρευτούμε και θα γεράσουμε μαζί.’’, της είπε.
Η Κάντυ άνοιξε αργά τα μάτια της.
‘’Τέρρυ..’’ ψέλλισε.
‘’Έλα φακιδομουτράκι, πρέπει να γυρίσουμε σπίτι μας’’, της είπε ο Τέρρυ.
‘’Σε αγαπάω Τέρρυ’’, είπε η Κάντυ δακρυσμένη.
‘’Και εγώ σε αγαπάω φακιδομουτράκι. Μέχρι και στον θάνατο σε ακολούθησα.’’
Τα δάκρυα άρχισαν να τρέχουν από τα μάτια της Κάντυ και με κάθε δάκρυ οι αλυσίδες της εξασθενούσαν μέχρι που έσπασαν και εκείνη έπεσε στην αγκαλιά του Τέρρυ. Εκείνος έκρυψε το πρόσωπο του μέσα στα μαλλιά της, έτοιμος να κλάψει και αυτός.
‘’Πάμε σπίτι φακιδομουτράκι’’, της ψιθύρισε, ‘’Πάμε σπίτι’’.
Την ίδια ώρα στο σπίτι του μικρού αλόγου είχαν περάσει ελάχιστα λεπτά από την ώρα που ο Τέρρυ ξάπλωσε δίπλα στην Κάντυ. Τώρα ο Άλμπερτ προσπαθούσε να σπάσει την κλειδωμένη πόρτα. Έπεφτε με δύναμη πάνω της αλλά εκείνη δεν έλεγε να του κάνει την χάρη. Η Πάτυ τον παρακολουθούσε ανήσυχη. Πριν λίγο είχε στείλει την Άννυ να μείνει με την κυρία Πόνυ και την αδερφή Μαρία. Ήταν μεγάλες γυναίκες και είχαν πάθει μεγάλο σοκ.
Ο Άλμπερτ έκανε ακόμα μια προσπάθεια και η πόρτα υποχώρησε. Όρμησε μέσα στο δωμάτιο και έπεσε πάνω στα αγκαλιασμένα κορμιά που βρίσκονταν το κρεβάτι. Ψηλάφισε τους λαιμούς τους τρέμοντας και αμέσως μετά εκνευρισμένος έπιασε τους καρπούς τους. Η Πάτυ τον κοιτούσε έντρομη.
‘’Έχουν παλμό Πάτυ!’’ Όχι δυνατό αλλά έχουν! Μπορεί να τους προλάβουμε!’’, της είπε ο Άλμπερτ γελώντας από ανακούφιση.
‘’Γιος σου;’’ Ρώτησε ο Κάναμε ξαφνιασμένος. ‘’Άυτός ο νεαρός είναι γιος σου Ροζμαρυ;’’
Εκείνη έγνεψε καταφατικά.
‘’Λυπάμαι πολύ Ροζμαρυ, δεν το ήξερα’’, είπε ο Κάναμε και χαμήλωσε το κεφάλι του.
‘’Δεν πειράζει. Άλλωστε του χρειαζόταν ένα μικρό μάθημα’’, είπε εκείνη κοιτώντας τον γιο της και χαμογελώντας του ελαφρά.
Ο Τέρρυ τους κοίταζε σαστισμένος. Δεν μπορούσε να καταλάβει τι γινόταν και δεν τον ένοιαζε. Ήθελε απλά να φύγει από εκεί, μαζί με την Κάντυ.
‘’Μπορώ να πάρω την Κάντυ και να φύγω;’’ Ρώτησε την γυναίκα.
Εκείνη τον κοίταξε καλοσυνάτα.
‘’Οι Άγγελοι αποφάσισαν να σας δώσουν από μια ευκαιρία. Δεν συμβαίνει συχνά, σχεδόν ποτέ. Αλλά κρίναμε πως θα ήταν άδικο να χαθεί μια κοπέλα σαν την Κάντυ, στις σκιές. Το ποιος θα την κερδίσει όμως, εξαρτάται από εσάς. Από το πόσο την αγαπάτε και πόσο σας αγαπάει και εκείνη. Αν κερδίσει ο Άντονυ θα την πάρει μαζί του. Αν κερδίσεις εσύ θα γυρίσετε στον κόσμο των ζωντανών, αρκεί βέβαια να ξεπεράσετε και τα εμπόδια του γυρισμού πριν τελειώσει ο χρόνος.’’
‘’Και αν δεν τα ξεπεράσουμε;’’ Ρώτησε ο Τέρρυ ανήσυχος.
‘’Τότε θα χαθείτε και οι δυο μέσα στις σκιές’’, του απάντησε η Ροζμαρυ λυπημένα. ‘’Λυπάμαι Τέρρυ, ήδη είναι πάρα πολλά όσα σας δόθηκαν. Θα έπρεπε ήδη να είχατε χαθεί στα σκοτάδια. Αλλά σου υπόσχομαι πως αν κερδίσεις εσύ θα σε βοηθήσω να βρεις τον δρόμο του γυρισμού.’’
Ο Τέρρυ την κοίταξε με ευγνωμοσύνη και ύστερα το βλέμμα του στάθηκε πάνω στην Κάντυ που ήταν ακόμα αλυσοδεμένη πάνω στον τοίχο, μισολιπόθυμη από το σοκ.
‘’Πρέπει να την κατεβάσω!’’, είπε και κίνησε προς το μέρος της.
Η γυναίκα στάθηκε μπροστά του.
‘’Φυσικά και πρέπει να την κατεβάσεις Τέρρυ αλλά λυπάμαι αυτή είναι η δοκιμασία. Τα δεσμά της δεν σπάνε με σπαθιά ή βέλη. Τα δεσμά θα σπάσουν όταν αυτός που την αγαπάει και τον αγαπάει και εκείνη της πει αυτό που θα κάνει την ίδια την Κάντυ να τα σπάσει’’
Η Ροζμαρυ στράφηκε στον Κάναμε.
‘’Μπορείς να πηγαίνεις’’, του είπε χαμογελώντας. ‘’Σε ευχαριστώ’’
Ο Κάναμε υποκλίθηκε, χτύπησε τα φτερά του και έφυγε.
‘’Δεν καταλαβαίνω μητέρα, πως τον έδιωξες;’’ Ρώτησε ο Άντονυ
‘’Ο Κάναμε Κουράν είναι φύλακας των ψυχών. Δέχτηκε αυτή την θέση πριν εκατοντάδες χρόνια. Όταν ζούσε ήταν πρώτος ανάμεσα στους πρώτους, βασιλιάς. Η θέση του προσφέρθηκε με αυτό ακριβώς τον όρο: ότι εδώ θα είναι υποχρεωμένος να υπακούει και να είναι κάτω από την εξουσία των Αγγέλων. Είναι και αυτό ένα κομμάτι της ‘’τιμωρίας’’ του’’, είπα η Ροζμαρυ. ‘’Αρκετά με αυτά όμως, δεν έχουμε πολύ χρόνο. Άντονυ ξεκίνα εσύ πρώτος’’.
Ο Άντονυ πλησίασε την πόρτα που από πάνω της κρεμόταν η Κάντυ.
‘’Κάντυ’’, της είπε ‘’Θυμάσαι πόσο ερωτευμένοι ήμασταν κάποτε; Πόσο ευτυχισμένη ήσουν; Ακόμα μπορώ να σε κάνω ευτυχισμένη. Ακόμα μπορώ και θέλω να σε προστατέψω από οτιδήποτε άσχημο, αρκεί να με αφήσεις. Γιατί..σε αγαπάω’’
Η Κάντυ δεν κουνήθηκε. Ο Άντονυ έσκυψε το κεφάλι νικημένος.
‘’Σειρά σου’’, είπε στον Τέρρυ.
Καθώς ο Τέρρυ τον προσπερνούσε ο Άντονυ τον σταμάτησε.
‘’Έκανα λάθος΄, του είπε, ‘’Λυπάμαι πολύ, δεν έπρεπε να την φέρω εδώ. Ήθελα μόνο να είναι ευτυχισμένη’’.
Ο Τέρρυ τον κοίταξε. Δεν μπορούσε να τον κατηγορήσει. Βέβαια όλο αυτό που είχε κάνει ήταν πολύ επικίνδυνο αλλά ποιος του έλεγε πως αν ήταν εκείνος στην θέση του δεν θα είχε κάνει το ίδιο; Τον χτύπησε φιλικά στον ώμο και προχώρησε προς την Κάντυ. Στάθηκε κάτω από την πόρτα.
‘’Κάντυ..εγώ είμαι, ο Τέρρυ. Είμαι εδώ και ήρθα να σε πάρω, να γυρίσουμε στο σπίτι, να δεις τους φίλους μας. Δεν θα σε ξαναφήσω ποτέ. Στο υπόσχομαι. Και αν θέλεις και εσύ, θα παντρευτούμε και θα γεράσουμε μαζί.’’, της είπε.
Η Κάντυ άνοιξε αργά τα μάτια της.
‘’Τέρρυ..’’ ψέλλισε.
‘’Έλα φακιδομουτράκι, πρέπει να γυρίσουμε σπίτι μας’’, της είπε ο Τέρρυ.
‘’Σε αγαπάω Τέρρυ’’, είπε η Κάντυ δακρυσμένη.
‘’Και εγώ σε αγαπάω φακιδομουτράκι. Μέχρι και στον θάνατο σε ακολούθησα.’’
Τα δάκρυα άρχισαν να τρέχουν από τα μάτια της Κάντυ και με κάθε δάκρυ οι αλυσίδες της εξασθενούσαν μέχρι που έσπασαν και εκείνη έπεσε στην αγκαλιά του Τέρρυ. Εκείνος έκρυψε το πρόσωπο του μέσα στα μαλλιά της, έτοιμος να κλάψει και αυτός.
‘’Πάμε σπίτι φακιδομουτράκι’’, της ψιθύρισε, ‘’Πάμε σπίτι’’.
Την ίδια ώρα στο σπίτι του μικρού αλόγου είχαν περάσει ελάχιστα λεπτά από την ώρα που ο Τέρρυ ξάπλωσε δίπλα στην Κάντυ. Τώρα ο Άλμπερτ προσπαθούσε να σπάσει την κλειδωμένη πόρτα. Έπεφτε με δύναμη πάνω της αλλά εκείνη δεν έλεγε να του κάνει την χάρη. Η Πάτυ τον παρακολουθούσε ανήσυχη. Πριν λίγο είχε στείλει την Άννυ να μείνει με την κυρία Πόνυ και την αδερφή Μαρία. Ήταν μεγάλες γυναίκες και είχαν πάθει μεγάλο σοκ.
Ο Άλμπερτ έκανε ακόμα μια προσπάθεια και η πόρτα υποχώρησε. Όρμησε μέσα στο δωμάτιο και έπεσε πάνω στα αγκαλιασμένα κορμιά που βρίσκονταν το κρεβάτι. Ψηλάφισε τους λαιμούς τους τρέμοντας και αμέσως μετά εκνευρισμένος έπιασε τους καρπούς τους. Η Πάτυ τον κοιτούσε έντρομη.
‘’Έχουν παλμό Πάτυ!’’ Όχι δυνατό αλλά έχουν! Μπορεί να τους προλάβουμε!’’, της είπε ο Άλμπερτ γελώντας από ανακούφιση.
nuitetoile21- Terry Addict
- Αριθμός μηνυμάτων : 4781
Points : 12188
Ημερομηνία εγγραφής : 06/11/2010
Ηλικία : 41
Τόπος : neverland
Απ: Ένα φικ όπως θα το περιμένατε απο την nuitetoile21
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΕΙΚΟΣΤΟΠΡΩΤΟ: ΤΑ ΠΡΑΓΜΑΤΑ ΔΥΣΚΟΛΕΥΟΥΝ
‘’Τέρρυ’’, είπε η Ροζμαρυ. ‘’Σε παρακαλώ, άκουσε με προσεχτικά. Πρέπει να ξέρεις τι σας περιμένει αλλιώς δεν θα γυρίσετε ποτέ.’’
Ο Τέρρυ πλησίασε την Ροζμαρυ και εκείνη άρχισε να του εξηγεί πως θα γλίτωναν από αυτά που θα έβρισκαν στον δρόμο του γυρισμού.
‘’Κάντυ..’’, είπε ο Άντονυ, ‘’’Συγγνώμη..’’
Η Κάντυ γύρισε και κοίταξε το ξανθό αγόρι. Φαινόταν πολύ λυπημένος. Εκείνη τον αγκάλιασε.
‘’Όχι Άντονυ, μην ζητάς συγγνώμη! Εξαιτίας σου, ο Τέρρυ γύρισε κοντά μου. Είμαι ευτυχισμένη!’’, του είπε.
‘’Θα σε προσέχω πάντα Κάντυ’’, της είπε εκείνος και την έσφιξε δυνατά.
‘’Και εγώ Κάντυ’’, ακούστηκε μια φωνή πίσω της.
‘’Στηαρ!’’ αναφώνησε η Κάντυ.
Εκείνος την αγκάλιασε.
‘’Να μου προσέχεις την Πάτυ’’, της είπε ψιθυριστά. ‘’Και τον Άρτσι’’
Η Κάντυ έγνεψε καταφατικά.
‘’Κάντυ είναι ώρα να φύγουμε’’, της είπε ο Τέρρυ.
Η Κάντυ πήγε κοντά του και αφού χαιρέτησαν την Ροζμαρυ άρχισαν να περπατούν προς την μεριά από όπου είχαν έρθει. Η Κάντυ γύρισε τον κεφάλι της για να δει για τελευταία φορά τους φίλους της και τους είδε να γίνονται φως και να χάνονται.
‘’Θα είναι δύσκολο’’, της είπε ο Τέρρυ. ‘’Αλλά θα τα καταφέρουμε’’
‘’Τι πρέπει να κάνουμε Τέρρυ;’’ Τον ρώτησε η Κάντυ ανήσυχη.
‘’Ο δρόμος είναι ευθεία μπροστά μας. Αλλά ενδιάμεσα υπάρχουν εμπόδια. Δέκα πόρτες που όλες θα τις βρούμε στον δρόμο μας. Η καθεμία από αυτές οδηγεί σε έναν άλλο χώρο. Πρέπει να περάσουμε από όλους αυτούς τους χώρους, μέχρι να βγούμε στην ενδέκατη πόρτα που θα μας βγάλει στο φως. Όμως δεν είναι τόσο απλό όσο ακούγεται. Κάθε ένα μέρος από αυτά έχει και από μια δοκιμασία για μας και πρέπει να της περάσουμε όλες αλλιώς θα χαθούμε για πάντα στις σκιές’’, της είπε ο Τέρρυ.
Η Κάντυ μελαγχόλησε. Της φαινόταν ακατόρθωτο.
‘’Και τι είδους δοκιμασίες είναι αυτές Τέρρυ;’’
Ο Τέρρυ την κοίταξε. Δεν ήθελε να της πει, να την τρομάξει.
‘’Δεν ξέρω’’, της απάντησε. ‘’Ότι και να είναι όμως, θα το ξεπεράσουμε μαζί. Μην φοβάσαι. Θα είμαι δίπλα σου συνέχεια. ‘’
Πλησίαζαν στο τέλος του δρόμου και η πρώτη πόρτα φάνηκε. Ήταν μια απλή μεταλλική πόρτα, χωρίς στολίδια. Σταμάτησαν μπροστά της.
Ο Τέρρυ έπιασε το χέρι της Κάντυ.
‘’Κάντυ, ότι και αν συναντήσουμε εκεί μέσα θέλω να θυμάσαι ότι πρέπει να συνεχίσουμε τον δρόμο μας. Εντάξει; Θα το θυμάσαι; Ότι και αν δεις, ότι και αν γίνει, πρέπει να συνεχίσουμε. Και αν δεις ότι για κάποιο λόγο σταματάω, βρες έναν τρόπο να με κάνεις να συνεχίσω. Κατάλαβες Κάντυ; Είναι σημαντικό.’’, της είπε.
‘’Κατάλαβα Τέρρυ’’, απάντησε η Κάντυ. ‘’Πάμε, δεν φοβάμαι, έχω εσένα πλάι μου. Δεν με φοβίζει τίποτα.’’
Ο Τέρρυ έπιασε το χερούλι και άνοιξε την πόρτα.
Την ίδια ώρα ο Άλμπερτ οδηγούσε σαν μανιακός προς το κοντινότερο νοσοκομείο. Ένας θεός ήξερε πως τους είχαν μεταφέρει στο αυτοκίνητο. Και τώρα η Πάτυ καθόταν δίπλα του, ενώ τα κορμιά της Κάντυ και του Τέρρυ βρισκόντουσαν στο πίσω κάθισμα. Και η ώρα περνούσε επικίνδυνα γρήγορα για αυτούς. Πλέον ήταν στο χέρι τους αν θα έφταναν πρώτοι στην ενδέκατη πόρτα ή θα τους προλάβαινε ο θάνατος.
‘’Τέρρυ’’, είπε η Ροζμαρυ. ‘’Σε παρακαλώ, άκουσε με προσεχτικά. Πρέπει να ξέρεις τι σας περιμένει αλλιώς δεν θα γυρίσετε ποτέ.’’
Ο Τέρρυ πλησίασε την Ροζμαρυ και εκείνη άρχισε να του εξηγεί πως θα γλίτωναν από αυτά που θα έβρισκαν στον δρόμο του γυρισμού.
‘’Κάντυ..’’, είπε ο Άντονυ, ‘’’Συγγνώμη..’’
Η Κάντυ γύρισε και κοίταξε το ξανθό αγόρι. Φαινόταν πολύ λυπημένος. Εκείνη τον αγκάλιασε.
‘’Όχι Άντονυ, μην ζητάς συγγνώμη! Εξαιτίας σου, ο Τέρρυ γύρισε κοντά μου. Είμαι ευτυχισμένη!’’, του είπε.
‘’Θα σε προσέχω πάντα Κάντυ’’, της είπε εκείνος και την έσφιξε δυνατά.
‘’Και εγώ Κάντυ’’, ακούστηκε μια φωνή πίσω της.
‘’Στηαρ!’’ αναφώνησε η Κάντυ.
Εκείνος την αγκάλιασε.
‘’Να μου προσέχεις την Πάτυ’’, της είπε ψιθυριστά. ‘’Και τον Άρτσι’’
Η Κάντυ έγνεψε καταφατικά.
‘’Κάντυ είναι ώρα να φύγουμε’’, της είπε ο Τέρρυ.
Η Κάντυ πήγε κοντά του και αφού χαιρέτησαν την Ροζμαρυ άρχισαν να περπατούν προς την μεριά από όπου είχαν έρθει. Η Κάντυ γύρισε τον κεφάλι της για να δει για τελευταία φορά τους φίλους της και τους είδε να γίνονται φως και να χάνονται.
‘’Θα είναι δύσκολο’’, της είπε ο Τέρρυ. ‘’Αλλά θα τα καταφέρουμε’’
‘’Τι πρέπει να κάνουμε Τέρρυ;’’ Τον ρώτησε η Κάντυ ανήσυχη.
‘’Ο δρόμος είναι ευθεία μπροστά μας. Αλλά ενδιάμεσα υπάρχουν εμπόδια. Δέκα πόρτες που όλες θα τις βρούμε στον δρόμο μας. Η καθεμία από αυτές οδηγεί σε έναν άλλο χώρο. Πρέπει να περάσουμε από όλους αυτούς τους χώρους, μέχρι να βγούμε στην ενδέκατη πόρτα που θα μας βγάλει στο φως. Όμως δεν είναι τόσο απλό όσο ακούγεται. Κάθε ένα μέρος από αυτά έχει και από μια δοκιμασία για μας και πρέπει να της περάσουμε όλες αλλιώς θα χαθούμε για πάντα στις σκιές’’, της είπε ο Τέρρυ.
Η Κάντυ μελαγχόλησε. Της φαινόταν ακατόρθωτο.
‘’Και τι είδους δοκιμασίες είναι αυτές Τέρρυ;’’
Ο Τέρρυ την κοίταξε. Δεν ήθελε να της πει, να την τρομάξει.
‘’Δεν ξέρω’’, της απάντησε. ‘’Ότι και να είναι όμως, θα το ξεπεράσουμε μαζί. Μην φοβάσαι. Θα είμαι δίπλα σου συνέχεια. ‘’
Πλησίαζαν στο τέλος του δρόμου και η πρώτη πόρτα φάνηκε. Ήταν μια απλή μεταλλική πόρτα, χωρίς στολίδια. Σταμάτησαν μπροστά της.
Ο Τέρρυ έπιασε το χέρι της Κάντυ.
‘’Κάντυ, ότι και αν συναντήσουμε εκεί μέσα θέλω να θυμάσαι ότι πρέπει να συνεχίσουμε τον δρόμο μας. Εντάξει; Θα το θυμάσαι; Ότι και αν δεις, ότι και αν γίνει, πρέπει να συνεχίσουμε. Και αν δεις ότι για κάποιο λόγο σταματάω, βρες έναν τρόπο να με κάνεις να συνεχίσω. Κατάλαβες Κάντυ; Είναι σημαντικό.’’, της είπε.
‘’Κατάλαβα Τέρρυ’’, απάντησε η Κάντυ. ‘’Πάμε, δεν φοβάμαι, έχω εσένα πλάι μου. Δεν με φοβίζει τίποτα.’’
Ο Τέρρυ έπιασε το χερούλι και άνοιξε την πόρτα.
Την ίδια ώρα ο Άλμπερτ οδηγούσε σαν μανιακός προς το κοντινότερο νοσοκομείο. Ένας θεός ήξερε πως τους είχαν μεταφέρει στο αυτοκίνητο. Και τώρα η Πάτυ καθόταν δίπλα του, ενώ τα κορμιά της Κάντυ και του Τέρρυ βρισκόντουσαν στο πίσω κάθισμα. Και η ώρα περνούσε επικίνδυνα γρήγορα για αυτούς. Πλέον ήταν στο χέρι τους αν θα έφταναν πρώτοι στην ενδέκατη πόρτα ή θα τους προλάβαινε ο θάνατος.
nuitetoile21- Terry Addict
- Αριθμός μηνυμάτων : 4781
Points : 12188
Ημερομηνία εγγραφής : 06/11/2010
Ηλικία : 41
Τόπος : neverland
Απ: Ένα φικ όπως θα το περιμένατε απο την nuitetoile21
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΕΙΚΟΣΤΟΔΕΥΤΕΡΟ:
ΠΡΩΤΗ ΠΟΡΤΑ: ΟΚΝΗΡΙΑ
Η πόρτα άνοιξε αλλά ο Τέρρυ παρέμενε δισταχτικός.
‘’Κάντυ, ότι και αν γίνει, ότι και αν μου συμβεί, θα με αναγκάσεις να προχωρήσω. Εντάξει; Ακόμα και χρειαστεί να με χτυπήσεις ή να με βρίσεις. Θα κάνεις ότι χρειαστεί. Είναι σημαντικό.’’
‘’Εντάξει Τέρρυ, θα κάνω οτιδήποτε για να συνεχίσεις. Δεν θα σε άφηνα ποτέ εδώ’’, είπε η Κάντυ.
Της έσφιξε το χέρι και πέρασαν την πόρτα. Αμέσως εκείνη έκλεισε πίσω τους. Κοίταξαν γύρω τους. Βρισκόντουσαν σε ένα δρόμο, αν μπορούσε κανείς να τον πει δρόμο, χωμένο ανάμεσα στα σύννεφα.
‘’Καλύτερα να προχωρήσουμε. Όσο πιο γρήγορα γίνεται.’’, είπε ο Τέρρυ.
Άρχισαν να περπατάνε μέσα από τα σύννεφα. Όλα φαινόντουσαν ήρεμα δίπλα τους. Υπερβολικά ήρεμα. Πάνω από τα φεγγάρια τους, υπήρχε ένα φαινομενικός ουρανός, με χιλιάδες αστέρια. Όλα έμοιαζαν σαν να ήταν νύχτα και εκείνοι έκαναν μια βόλτα πάνω από τα σύννεφα.
‘’Τι όμορφα που είναι εδώ’’, σκέφτηκε η Κάντυ. ‘’Πόσο γαλήνια. Και εγώ νιώθω τόσο κουρασμένη΄΄.
Ακολουθούσε τον Τέρρυ που την καθοδηγούσε. Η ατμόσφαιρα όμως άρχιζε να αλλάζει, καθώς προχωρούσαν όλο και πιο βαθιά στον δρόμο. Άρχισε να γίνεται πιο βαριά και αποπνικτική. Η Κάντυ ένιωσε ότι είχε ανάγκη να κοιμηθεί. Σε μια προσπάθεια της να καθαρίσει το μυαλό της, άρχισε να περιεργάζεται καλύτερα το περιβάλλον δίπλα της. Τότε το πρόσεξε!
‘’Τέρρυ’’, του είπε ψιθυριστά. ‘’Κοίτα..άνθρωποι, μέσα στα σύννεφα κοιμούνται!’’
Ο Τέρρυ γύρισε να δει. Όντως, μέσα στα σύννεφα υπήρχαν άνθρωποι που τα χρησιμοποιούσαν σαν κρεβάτια και σκεπάσματα ταυτόχρονα και κοιμόντουσαν.
‘’Πόσο ήρεμοι δείχνουν!’’ σκέφτηκε ο Τέρρυ και ένιωσε να ανησυχεί.
Γύρισε και κοίταξε το πρόσωπο της Κάντυ. Εκείνη είχε σταματήσει να περπατάει και κοιτούσε ένα σύννεφο με λαχτάρα.
‘’Τέρρυ..’’, του είπε. ‘’Τι θα πείραζε να κοιμηθούμε λιγάκι; Δεν μπορώ να περπατήσω άλλο.’’
‘’Κάντυ πρέπει να φύγουμε’’
‘’Όλη μου την ζωή δουλεύω Τέρρυ…άσε με να ξεκουραστώ λίγο. Δεν θέλω να κάνω ούτε ένα βήμα ακόμα. ‘’, του απάντησε εκείνη.
Ο Τέρρυ την κοίταξε λυπημένος.
‘’Να και η πρώτη δοκιμασία’’ σκέφτηκε
Την πλησίασε. Εκείνη τον κοίταξε με ένα βλέμμα που εκλιπαρούσε.
‘’Δεν μπορώ να περπατήσω, κουράστηκα!’’ του είπε έντονα.
‘’Καλά Κάντυ, δεν είναι ανάγκη να περπατήσεις’’, της είπε.
‘’Αλήθεια; Θα με αφήσεις εδώ να κοιμηθώ όσο θέλω;’’ Τον ρώτησε χαρούμενη εκείνη.
Αντί για απάντηση ο Τέρρυ έσκυψε και την πήρε αγκαλιά.
‘’Δεν θα περπατήσεις αλλά αποκλείεται να μείνεις εδώ!’’, της είπε και άρχισε να περπατάει.
‘’Όχι! Όχι!’’, άρχισε να φωνάζει η Κάντυ. ‘’Άσε με εδώ Τέρρυ!! Αυτά τα σύννεφα φαίνονται τόσο απαλά!! Θέλω να κοιμηθώ εκεί! Μα γιατί δεν καταλαβαίνεις; Είμαι κουρασμένη!’’
‘’Δεν είσαι’’, της απάντησε ο Τέρρυ. ‘’Φταίει αυτός ο τόπος Κάντυ. Είναι παγίδα. ‘’
Στο μυαλό του ήρθε η εικόνα της Ροζμαρυ και η συζήτηση που είχαν πριν λίγο.
‘’…η κάθε πόρτα θα σας βγάζει σε έναν νέο χώρο. Στους πρώτους εφτά χώρους που θα συναντήσετε κατοικεί και ένα από τα επτά θανάσιμα αμαρτήματα. Πρέπει να τα περάσετε Τέρρυ με όποιον τρόπο μπορείτε. Αν πέσετε σε ένα από αυτά θα μείνετε εκεί για πάντα. ‘’ άκουσε την φωνή της Ρόζμαρυ να του λέει.
Η Κάντυ εκλιπαρούσε να την αφήσει να κοιμηθεί γιατί ένιωθε κουρασμένη.
‘’Να το πρώτο λοιπόν’’, σκέφτηκε ο Τέρρυ. ‘’Οκνηρία’’
‘’Κάντυ, σε παρακαλώ. Θυμήσου τι είπαμε! Θα περάσουμε μαζί όλες τις πόρτες!’’, της είπε.
‘’Μα Τέρρυ νιώθω τόσο κουρασμένη..’’. απάντησε εκείνη μισοκλαίγοντας.
Ο Τέρρυ δεν της απάντησε, απλά τάχυνε το βήμα του. Δεν υπήρχε λόγος να το συζητήσει. Δεν υπήρχε χρόνος. Εξάλλου είχε δει την επόμενη πόρτα από μακριά. Όσο πιο γρήγορα πήγαινε εκεί, τόσο το καλύτερο.
Αλλά δεν ήταν εύκολο. Είχε αρχίσει και ο ίδιος να νιώθει αυτή την κούραση που έλεγε η Κάντυ ότι ένιωθε. Δεν έφταιγε ότι σχεδόν έτρεχε ενώ την είχε στην αγκαλιά του. Όχι, έφταιγε ο αέρας. Τον έκανε να νιώθει ότι δεν θα ήθελε να κάνει τίποτα και πως θα προτιμούσε απλά να κοιμηθεί.
Ο Τέρρυ έσφιξε τα δόντια του.
‘’Όχι, δεν είσαι κουρασμένος. Προχώρα!’’, είπε στον εαυτό του. ‘’Λίγο να μείνουμε εδώ και η Κάντυ θα χαθεί στις σκιές!’’
Με αυτή την σκέψη πήρε κουράγιο και άρχισε να τρέχει. Η πόρτα ήταν πολύ κοντά. Μπορούσε σχεδόν να δει τις ανάγλυφες παραστάσεις που ήταν πάνω της. Λίγα βήματα ακόμα…
Ο Τέρρυ έπιασε το χερούλι και το γύρισε απότομα. Πέρασε την πόρτα και την έκλεισε με δύναμη πίσω του.
Την ίδια ώρα στο νοσοκομείο οι γιατροί ανησυχούσαν γιατί η Κάντυ είχε ξαφνικά αρχίσει να χάνει σφυγμούς. Έτρεχαν να τους ετοιμάσουν για να τους βάλουν στο χειρουργείο το γρηγορότερο δυνατόν. Μια νοσοκόμα στεκόταν δίπλα στην Κάντυ και πρόσεχε τους σφυγμούς που τόσο είχαν ανησυχήσει τους γιατρούς. Ξαφνικά πετάχτηκε πάνω και έτρεξε στον διάδρομο.
‘’Γιατρέ!! Οι σφυγμοί της δυνάμωσαν!’’, του φώναξε και εκείνος έτρεξε να το διαπιστώσει από κοντά.
Μπήκε στο δωμάτιο της Κάντυ και ψηλάφισε τον καρπό της. Όντως οι σφυγμοί της ακουγόντουσαν λίγο πιο δυνατοί και είχαν σταθεροποιηθεί λιγάκι.
‘’Περίεργο’’, σκέφτηκε ο γιατρός.
ΠΡΩΤΗ ΠΟΡΤΑ: ΟΚΝΗΡΙΑ
Η πόρτα άνοιξε αλλά ο Τέρρυ παρέμενε δισταχτικός.
‘’Κάντυ, ότι και αν γίνει, ότι και αν μου συμβεί, θα με αναγκάσεις να προχωρήσω. Εντάξει; Ακόμα και χρειαστεί να με χτυπήσεις ή να με βρίσεις. Θα κάνεις ότι χρειαστεί. Είναι σημαντικό.’’
‘’Εντάξει Τέρρυ, θα κάνω οτιδήποτε για να συνεχίσεις. Δεν θα σε άφηνα ποτέ εδώ’’, είπε η Κάντυ.
Της έσφιξε το χέρι και πέρασαν την πόρτα. Αμέσως εκείνη έκλεισε πίσω τους. Κοίταξαν γύρω τους. Βρισκόντουσαν σε ένα δρόμο, αν μπορούσε κανείς να τον πει δρόμο, χωμένο ανάμεσα στα σύννεφα.
‘’Καλύτερα να προχωρήσουμε. Όσο πιο γρήγορα γίνεται.’’, είπε ο Τέρρυ.
Άρχισαν να περπατάνε μέσα από τα σύννεφα. Όλα φαινόντουσαν ήρεμα δίπλα τους. Υπερβολικά ήρεμα. Πάνω από τα φεγγάρια τους, υπήρχε ένα φαινομενικός ουρανός, με χιλιάδες αστέρια. Όλα έμοιαζαν σαν να ήταν νύχτα και εκείνοι έκαναν μια βόλτα πάνω από τα σύννεφα.
‘’Τι όμορφα που είναι εδώ’’, σκέφτηκε η Κάντυ. ‘’Πόσο γαλήνια. Και εγώ νιώθω τόσο κουρασμένη΄΄.
Ακολουθούσε τον Τέρρυ που την καθοδηγούσε. Η ατμόσφαιρα όμως άρχιζε να αλλάζει, καθώς προχωρούσαν όλο και πιο βαθιά στον δρόμο. Άρχισε να γίνεται πιο βαριά και αποπνικτική. Η Κάντυ ένιωσε ότι είχε ανάγκη να κοιμηθεί. Σε μια προσπάθεια της να καθαρίσει το μυαλό της, άρχισε να περιεργάζεται καλύτερα το περιβάλλον δίπλα της. Τότε το πρόσεξε!
‘’Τέρρυ’’, του είπε ψιθυριστά. ‘’Κοίτα..άνθρωποι, μέσα στα σύννεφα κοιμούνται!’’
Ο Τέρρυ γύρισε να δει. Όντως, μέσα στα σύννεφα υπήρχαν άνθρωποι που τα χρησιμοποιούσαν σαν κρεβάτια και σκεπάσματα ταυτόχρονα και κοιμόντουσαν.
‘’Πόσο ήρεμοι δείχνουν!’’ σκέφτηκε ο Τέρρυ και ένιωσε να ανησυχεί.
Γύρισε και κοίταξε το πρόσωπο της Κάντυ. Εκείνη είχε σταματήσει να περπατάει και κοιτούσε ένα σύννεφο με λαχτάρα.
‘’Τέρρυ..’’, του είπε. ‘’Τι θα πείραζε να κοιμηθούμε λιγάκι; Δεν μπορώ να περπατήσω άλλο.’’
‘’Κάντυ πρέπει να φύγουμε’’
‘’Όλη μου την ζωή δουλεύω Τέρρυ…άσε με να ξεκουραστώ λίγο. Δεν θέλω να κάνω ούτε ένα βήμα ακόμα. ‘’, του απάντησε εκείνη.
Ο Τέρρυ την κοίταξε λυπημένος.
‘’Να και η πρώτη δοκιμασία’’ σκέφτηκε
Την πλησίασε. Εκείνη τον κοίταξε με ένα βλέμμα που εκλιπαρούσε.
‘’Δεν μπορώ να περπατήσω, κουράστηκα!’’ του είπε έντονα.
‘’Καλά Κάντυ, δεν είναι ανάγκη να περπατήσεις’’, της είπε.
‘’Αλήθεια; Θα με αφήσεις εδώ να κοιμηθώ όσο θέλω;’’ Τον ρώτησε χαρούμενη εκείνη.
Αντί για απάντηση ο Τέρρυ έσκυψε και την πήρε αγκαλιά.
‘’Δεν θα περπατήσεις αλλά αποκλείεται να μείνεις εδώ!’’, της είπε και άρχισε να περπατάει.
‘’Όχι! Όχι!’’, άρχισε να φωνάζει η Κάντυ. ‘’Άσε με εδώ Τέρρυ!! Αυτά τα σύννεφα φαίνονται τόσο απαλά!! Θέλω να κοιμηθώ εκεί! Μα γιατί δεν καταλαβαίνεις; Είμαι κουρασμένη!’’
‘’Δεν είσαι’’, της απάντησε ο Τέρρυ. ‘’Φταίει αυτός ο τόπος Κάντυ. Είναι παγίδα. ‘’
Στο μυαλό του ήρθε η εικόνα της Ροζμαρυ και η συζήτηση που είχαν πριν λίγο.
‘’…η κάθε πόρτα θα σας βγάζει σε έναν νέο χώρο. Στους πρώτους εφτά χώρους που θα συναντήσετε κατοικεί και ένα από τα επτά θανάσιμα αμαρτήματα. Πρέπει να τα περάσετε Τέρρυ με όποιον τρόπο μπορείτε. Αν πέσετε σε ένα από αυτά θα μείνετε εκεί για πάντα. ‘’ άκουσε την φωνή της Ρόζμαρυ να του λέει.
Η Κάντυ εκλιπαρούσε να την αφήσει να κοιμηθεί γιατί ένιωθε κουρασμένη.
‘’Να το πρώτο λοιπόν’’, σκέφτηκε ο Τέρρυ. ‘’Οκνηρία’’
‘’Κάντυ, σε παρακαλώ. Θυμήσου τι είπαμε! Θα περάσουμε μαζί όλες τις πόρτες!’’, της είπε.
‘’Μα Τέρρυ νιώθω τόσο κουρασμένη..’’. απάντησε εκείνη μισοκλαίγοντας.
Ο Τέρρυ δεν της απάντησε, απλά τάχυνε το βήμα του. Δεν υπήρχε λόγος να το συζητήσει. Δεν υπήρχε χρόνος. Εξάλλου είχε δει την επόμενη πόρτα από μακριά. Όσο πιο γρήγορα πήγαινε εκεί, τόσο το καλύτερο.
Αλλά δεν ήταν εύκολο. Είχε αρχίσει και ο ίδιος να νιώθει αυτή την κούραση που έλεγε η Κάντυ ότι ένιωθε. Δεν έφταιγε ότι σχεδόν έτρεχε ενώ την είχε στην αγκαλιά του. Όχι, έφταιγε ο αέρας. Τον έκανε να νιώθει ότι δεν θα ήθελε να κάνει τίποτα και πως θα προτιμούσε απλά να κοιμηθεί.
Ο Τέρρυ έσφιξε τα δόντια του.
‘’Όχι, δεν είσαι κουρασμένος. Προχώρα!’’, είπε στον εαυτό του. ‘’Λίγο να μείνουμε εδώ και η Κάντυ θα χαθεί στις σκιές!’’
Με αυτή την σκέψη πήρε κουράγιο και άρχισε να τρέχει. Η πόρτα ήταν πολύ κοντά. Μπορούσε σχεδόν να δει τις ανάγλυφες παραστάσεις που ήταν πάνω της. Λίγα βήματα ακόμα…
Ο Τέρρυ έπιασε το χερούλι και το γύρισε απότομα. Πέρασε την πόρτα και την έκλεισε με δύναμη πίσω του.
Την ίδια ώρα στο νοσοκομείο οι γιατροί ανησυχούσαν γιατί η Κάντυ είχε ξαφνικά αρχίσει να χάνει σφυγμούς. Έτρεχαν να τους ετοιμάσουν για να τους βάλουν στο χειρουργείο το γρηγορότερο δυνατόν. Μια νοσοκόμα στεκόταν δίπλα στην Κάντυ και πρόσεχε τους σφυγμούς που τόσο είχαν ανησυχήσει τους γιατρούς. Ξαφνικά πετάχτηκε πάνω και έτρεξε στον διάδρομο.
‘’Γιατρέ!! Οι σφυγμοί της δυνάμωσαν!’’, του φώναξε και εκείνος έτρεξε να το διαπιστώσει από κοντά.
Μπήκε στο δωμάτιο της Κάντυ και ψηλάφισε τον καρπό της. Όντως οι σφυγμοί της ακουγόντουσαν λίγο πιο δυνατοί και είχαν σταθεροποιηθεί λιγάκι.
‘’Περίεργο’’, σκέφτηκε ο γιατρός.
nuitetoile21- Terry Addict
- Αριθμός μηνυμάτων : 4781
Points : 12188
Ημερομηνία εγγραφής : 06/11/2010
Ηλικία : 41
Τόπος : neverland
Απ: Ένα φικ όπως θα το περιμένατε απο την nuitetoile21
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΕΙΚΟΣΤΟΤΡΙΤΟ:
ΔΟΚΙΜΑΣΙΑ ΔΕΥΤΕΡΗ: ΑΛΑΖΟΝΕΙΑ
Μόλις πέρασαν την πόρτα η Κάντυ συνήλθε.
‘’Τέρρυ γιατί με κρατάς αγκαλιά;’’ Τον ρώτησε.
Εκείνος την άφησε να σταθεί στα πόδια της και κοίταξε γύρω του. Αυτό το μέρος φαινόταν πολύ πιο περίεργο από το άλλο. Όλα ήταν σκοτεινά και μπροστά τους έβλεπαν μόνο μια βαριά κουρτίνα όπως αυτές που χρησιμοποιούνται στο θέατρο για αυλαία.
‘’Μάλλον πρέπει να πάμε από εκεί’’, της είπε ο Τέρρυ και πλησίασε την κουρτίνα.
Την σήκωσε και βοήθησε την Κάντυ να περάσει, και αμέσως μετά πέρασε και εκείνος. Όταν βγήκε στην άλλη πλευρά και σηκώθηκε όρθιος, χιλιάδες φλας άστραψαν και πλήθος κόσμου άρχισε να του κάνει ερωτήσεις.
‘’Τι στο καλό;’’ Αναρωτήθηκε ο Τέρρυ.
Κοίταξε γύρω του. Βρισκόντουσαν πάνω στην σκηνή ενός θεάτρου και κάτω πολύς κόσμος είχε μαζευτεί και χειροκροτούσε.
‘’Εμένα χειροκροτάνε;’’ Αναρωτήθηκε ο Τέρρυ και χαμογέλασε.
Η Κάντυ δίπλα του τον κοιτούσε ανήσυχη. Είχε δει ήδη την πόρτα που έπρεπε να περάσουν και αναρωτιόταν γιατί ο Τέρρυ δεν προχωρούσε. Είχε σταθεί κάτω από τους αναμμένους προβολείς και χαμογελούσε στον κόσμο.
‘’Πρέπει να φύγουμε Τέρρυ’’, του είπε.
‘’Μα με χειροκροτούν Κάντυ! Δεν ακούς; Λένε ότι είμαι ο καλύτερος ηθοποιός της γενιάς μου. Δεν μπορώ να φύγω’’ , της είπε αυτάρεσκα.
Η Κάντυ κατάλαβε. Δεν ήξερε τι γινόταν αλλά ήξερε ότι έπρεπε να πάρει τον Τέρρυ από εκεί το γρηγορότερο δυνατόν.
‘’Πως όμως; ‘’αναρωτήθηκε. ‘’Ο Τέρρυ δεν θα με ακολουθήσει με την λογική του. Πρέπει να του πω ψέματα και να τον παρασύρω μέχρι την πόρτα’’
Τον πλησίασε και στάθηκε δίπλα του.
‘’Με συγχωρείτε κύριε Γκράχαμ’’, του είπε με γλυκιά φωνή.
Εκείνος γύρισε και την κοίταξε.
‘’Είδες Κάντυ; Όλοι θέλουν να μου μιλήσουν, να τους πω για τους ρόλους μου στο θέατρο!’’, της είπε περήφανα.
‘’Τέρρυ, ξέρεις τι λέω; Να πάμε στο δωμάτιο, εκεί κάτω, για να αλλάξεις ρούχα. Αυτά δεν είναι κατάλληλα για σένα.’’, του είπε η Κάντυ.
Δίπλα της ο κόσμος την έσπρωχνε προσπαθώντας να αγγίξει τον Τέρρυ.
Εκείνος την κοίταξε και ύστερα κοίταξε τα ρούχα του.
‘’Ναι έχεις δίκιο, ‘’είπε με μια ξιπασμένη φωνή. ‘’Είναι χάλια αυτά τα ρούχα’’
Άρχισε να προχωρά προς την πόρτα που του είχε δείξει η Κάντυ και πίστευε ότι εκεί θα άλλαζε ρούχα. Η Κάντυ τον ακολουθούσε προσπαθώντας να ανοίξει δρόμο ανάμεσα στον κόσμο που ζητούσε από τον Τέρρυ ένα αυτόγραφο.
‘’Λες και αυτοί οι τιποτένιοι έχουν δει και τίποτα καλύτερο ποτέ’’, τον άκουσε να μονολογεί. ‘’Ακόμα και με κουρέλια να έβγαινα, θα νόμιζαν ότι είναι μετάξι’’.
Η Κάντυ τονπρόλαβε έξω από την πόρτα. Ο Τέρρυ έπιασε το χερούλι και πέρασε από την πόρτα με αλαζονικό ύφος. Η Κάντυ τον ακολούθησε και έκλεισε πίσω της την πόρτα.
Κοίταξε τον Τέρρυ. Η αλαζονεία είχε χαθεί από τα μάτια του. Δεν πρόλαβε να του μιλήσει. Είχαν μείνει και οι δύο με το στόμα ανοιχτό, βλέποντας το νέο δωμάτιο στο οποίο είχαν μπει.
ΔΟΚΙΜΑΣΙΑ ΔΕΥΤΕΡΗ: ΑΛΑΖΟΝΕΙΑ
Μόλις πέρασαν την πόρτα η Κάντυ συνήλθε.
‘’Τέρρυ γιατί με κρατάς αγκαλιά;’’ Τον ρώτησε.
Εκείνος την άφησε να σταθεί στα πόδια της και κοίταξε γύρω του. Αυτό το μέρος φαινόταν πολύ πιο περίεργο από το άλλο. Όλα ήταν σκοτεινά και μπροστά τους έβλεπαν μόνο μια βαριά κουρτίνα όπως αυτές που χρησιμοποιούνται στο θέατρο για αυλαία.
‘’Μάλλον πρέπει να πάμε από εκεί’’, της είπε ο Τέρρυ και πλησίασε την κουρτίνα.
Την σήκωσε και βοήθησε την Κάντυ να περάσει, και αμέσως μετά πέρασε και εκείνος. Όταν βγήκε στην άλλη πλευρά και σηκώθηκε όρθιος, χιλιάδες φλας άστραψαν και πλήθος κόσμου άρχισε να του κάνει ερωτήσεις.
‘’Τι στο καλό;’’ Αναρωτήθηκε ο Τέρρυ.
Κοίταξε γύρω του. Βρισκόντουσαν πάνω στην σκηνή ενός θεάτρου και κάτω πολύς κόσμος είχε μαζευτεί και χειροκροτούσε.
‘’Εμένα χειροκροτάνε;’’ Αναρωτήθηκε ο Τέρρυ και χαμογέλασε.
Η Κάντυ δίπλα του τον κοιτούσε ανήσυχη. Είχε δει ήδη την πόρτα που έπρεπε να περάσουν και αναρωτιόταν γιατί ο Τέρρυ δεν προχωρούσε. Είχε σταθεί κάτω από τους αναμμένους προβολείς και χαμογελούσε στον κόσμο.
‘’Πρέπει να φύγουμε Τέρρυ’’, του είπε.
‘’Μα με χειροκροτούν Κάντυ! Δεν ακούς; Λένε ότι είμαι ο καλύτερος ηθοποιός της γενιάς μου. Δεν μπορώ να φύγω’’ , της είπε αυτάρεσκα.
Η Κάντυ κατάλαβε. Δεν ήξερε τι γινόταν αλλά ήξερε ότι έπρεπε να πάρει τον Τέρρυ από εκεί το γρηγορότερο δυνατόν.
‘’Πως όμως; ‘’αναρωτήθηκε. ‘’Ο Τέρρυ δεν θα με ακολουθήσει με την λογική του. Πρέπει να του πω ψέματα και να τον παρασύρω μέχρι την πόρτα’’
Τον πλησίασε και στάθηκε δίπλα του.
‘’Με συγχωρείτε κύριε Γκράχαμ’’, του είπε με γλυκιά φωνή.
Εκείνος γύρισε και την κοίταξε.
‘’Είδες Κάντυ; Όλοι θέλουν να μου μιλήσουν, να τους πω για τους ρόλους μου στο θέατρο!’’, της είπε περήφανα.
‘’Τέρρυ, ξέρεις τι λέω; Να πάμε στο δωμάτιο, εκεί κάτω, για να αλλάξεις ρούχα. Αυτά δεν είναι κατάλληλα για σένα.’’, του είπε η Κάντυ.
Δίπλα της ο κόσμος την έσπρωχνε προσπαθώντας να αγγίξει τον Τέρρυ.
Εκείνος την κοίταξε και ύστερα κοίταξε τα ρούχα του.
‘’Ναι έχεις δίκιο, ‘’είπε με μια ξιπασμένη φωνή. ‘’Είναι χάλια αυτά τα ρούχα’’
Άρχισε να προχωρά προς την πόρτα που του είχε δείξει η Κάντυ και πίστευε ότι εκεί θα άλλαζε ρούχα. Η Κάντυ τον ακολουθούσε προσπαθώντας να ανοίξει δρόμο ανάμεσα στον κόσμο που ζητούσε από τον Τέρρυ ένα αυτόγραφο.
‘’Λες και αυτοί οι τιποτένιοι έχουν δει και τίποτα καλύτερο ποτέ’’, τον άκουσε να μονολογεί. ‘’Ακόμα και με κουρέλια να έβγαινα, θα νόμιζαν ότι είναι μετάξι’’.
Η Κάντυ τονπρόλαβε έξω από την πόρτα. Ο Τέρρυ έπιασε το χερούλι και πέρασε από την πόρτα με αλαζονικό ύφος. Η Κάντυ τον ακολούθησε και έκλεισε πίσω της την πόρτα.
Κοίταξε τον Τέρρυ. Η αλαζονεία είχε χαθεί από τα μάτια του. Δεν πρόλαβε να του μιλήσει. Είχαν μείνει και οι δύο με το στόμα ανοιχτό, βλέποντας το νέο δωμάτιο στο οποίο είχαν μπει.
nuitetoile21- Terry Addict
- Αριθμός μηνυμάτων : 4781
Points : 12188
Ημερομηνία εγγραφής : 06/11/2010
Ηλικία : 41
Τόπος : neverland
Απ: Ένα φικ όπως θα το περιμένατε απο την nuitetoile21
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΕΙΚΟΣΤΟ ΤΕΤΑΡΤΟ
ΔΟΚΙΜΑΣΙΑ ΤΡΙΤΗ: ΛΑΙΜΑΡΓΙΑ
Το κατάλαβαν αμέσως και οι δύο ότι οι δοκιμασίες γινόντουσαν όλο και πιο δύσκολες.
‘’Θεέ μου! Πως θα συγκρατήσω την Κάντυ;’’ Σκέφτηκε ο Τέρρυ και ένα μικρό χαμόγελο εμφανίστηκε στα χείλη του.
‘’Φακιδομουτράκι, ψυχραιμία!’’ της είπε.
‘’Ναι Τέρρυ’’, απάντησε εκείνη προσπαθώντας να μείνει ψύχραιμη.
Αλλά δεν ήταν εύκολο. Το νέο δωμάτιο που τους είχε υποδεχτεί, στην ουσία ήταν ένα ατελείωτο τραπέζι στρωμένο με όλων των ειδών τα φαγητά και εκείνοι στεκόντουσαν πάνω του. Έπρεπε να διασχίσουν το τραπέζι περνώντας ανάμεσα από τα γιγαντιαία φαγητά για να βγουν στην άλλη άκρη που ήταν και η πόρτα.
Η Κάντυ έκανε ένα βήμα μπροστά. Ο Τέρρυ την κράτησε από το χέρι και την σταμάτησε.
‘’Κάντυ, θυμήσου ότι πρέπει να φτάσουμε στο τέλος. Καλύτερα να περάσουμε ανάμεσα από τα φαγητά όσο γίνεται πιο γρήγορα. Μην τα ακουμπήσεις, μην δοκιμάσεις και μην φας τίποτα!’’
‘’Εντάξει Τέρρυ’’, απάντησε εκείνη και προσπάθησε να επιβληθεί στον εαυτό της.
Άρχισαν να περπατάνε ανάμεσα από μακαρονάδες, κρέατα, φρούτα και γλυκά και σε κάθε τους βήμα τα φαγητά γινόντουσαν όλο και πιο λαχταριστά και οι μυρωδιές τους όλο και πιο έντονες.
Η Κάντυ προσπαθούσε πολύ να συγκεντρωθεί. Ένιωθε πως δεν θα άντεχε τον πειρασμό και θα έκλεβε κάτι για να το δοκιμάσει. Έσφιξε το χέρι του Τέρρυ πιο δυνατά και εκείνος σαν να κατάλαβε άρχισε να περπατάει πιο γρήγορα.
‘’Δεν είναι άδικο όμως Τέρρυ;’’ Ρώτησε η Κάντυ.
‘’Ποιο;’’ Απάντησε εκείνος.
‘’ Να τόσα χρόνια που ήμουν στο ορφανοτροφείο, δεν μας έλειψε ποτέ τίποτα, αλλά δεν είχαμε και ποτέ πολυτέλειες, ή φαγητά σαν αυτά εδώ. Δεν είναι άδικο που εδώ υπάρχουν τόσα φαγητά και κάποιοι πεινάνε;’’
Ο Τέρρυ την κοίταξε σκεφτικός. Ήξερε τι θα επακολουθούσε.
‘’Όχι!’’,της είπε και την τράβηξε να περπατήσουν πιο γρήγορα.
‘’Τι όχι;’’ Ρώτησε η Κάντυ
‘’Όχι Κάντυ, δεν θα πάρουμε φαγητά για να τα πάμε στον έξω κόσμο!’’, της είπε ο Τέρρυ. ‘’Είναι παγίδα, δεν το καταλαβαίνεις; Δεν πρέπει να τα αγγίξουμε!’’
Η Κάντυ δεν απάντησε. Σκεφτόταν όμως πόσο άδικο ήταν. Περπατούσε ανάμεσα σε χιλιάδες φαγητά και κάποιοι άλλοι εκείνη την ώρα πεινούσαν. Καταλάβαινε όμως ότι δεν έπρεπε.
Οι σκέψεις της στράφηκαν αλλού. Στο στομάχι της. Εδώ και ώρα ένιωθε να την πονάει. Ίσως αν έκλεβε κάτι, έτσι απλά για να το δοκιμάσει τουλάχιστον, να ξεγελάσει τον πείνα και τον πόνο. Είχε να φάει τόσες μέρες άλλωστε! Όλα αυτά τα φαγητά φαινόντουσαν τόσο νόστιμα! Οι μυρωδιές την τρέλαιναν. Ένα μηλαράκι. Τι θα πείραζε να φάει ένα τόσο δα μηλαράκι;
Ο Τέρρυ όμως την ήξερε αρκετά καλά. Μόλις άπλωσε το χέρι της να αρπάξει ένα μήλο, το χέρι του Τέρρυ την πρόλαβε. Της κράτησε το χέρι σφιχτά και έτσι κρατώντας και τα δύο της χέρια την ανάγκασε να προχωρήσει. Η επόμενη πόρτα ήταν δύο βήματα μακριά.
Την ίδια ώρα στο νοσοκομείο οι γιατροί είχαν απελπιστεί. Οι σφυγμοί της Κάντυ και του Τέρρυ ανεβοκατέβαιναν κατά βούληση. Οι γιατροί δεν είχαν ιδέα τι συνέβαινε.
‘’Είναι σαν να δίνουν κάποια προσωπική μάχη’’, είπε ένας γιατρός στον Άλμπερτ και έπειτα τον άφησε για να πάει να δει τους ασθενείς
ΔΟΚΙΜΑΣΙΑ ΤΡΙΤΗ: ΛΑΙΜΑΡΓΙΑ
Το κατάλαβαν αμέσως και οι δύο ότι οι δοκιμασίες γινόντουσαν όλο και πιο δύσκολες.
‘’Θεέ μου! Πως θα συγκρατήσω την Κάντυ;’’ Σκέφτηκε ο Τέρρυ και ένα μικρό χαμόγελο εμφανίστηκε στα χείλη του.
‘’Φακιδομουτράκι, ψυχραιμία!’’ της είπε.
‘’Ναι Τέρρυ’’, απάντησε εκείνη προσπαθώντας να μείνει ψύχραιμη.
Αλλά δεν ήταν εύκολο. Το νέο δωμάτιο που τους είχε υποδεχτεί, στην ουσία ήταν ένα ατελείωτο τραπέζι στρωμένο με όλων των ειδών τα φαγητά και εκείνοι στεκόντουσαν πάνω του. Έπρεπε να διασχίσουν το τραπέζι περνώντας ανάμεσα από τα γιγαντιαία φαγητά για να βγουν στην άλλη άκρη που ήταν και η πόρτα.
Η Κάντυ έκανε ένα βήμα μπροστά. Ο Τέρρυ την κράτησε από το χέρι και την σταμάτησε.
‘’Κάντυ, θυμήσου ότι πρέπει να φτάσουμε στο τέλος. Καλύτερα να περάσουμε ανάμεσα από τα φαγητά όσο γίνεται πιο γρήγορα. Μην τα ακουμπήσεις, μην δοκιμάσεις και μην φας τίποτα!’’
‘’Εντάξει Τέρρυ’’, απάντησε εκείνη και προσπάθησε να επιβληθεί στον εαυτό της.
Άρχισαν να περπατάνε ανάμεσα από μακαρονάδες, κρέατα, φρούτα και γλυκά και σε κάθε τους βήμα τα φαγητά γινόντουσαν όλο και πιο λαχταριστά και οι μυρωδιές τους όλο και πιο έντονες.
Η Κάντυ προσπαθούσε πολύ να συγκεντρωθεί. Ένιωθε πως δεν θα άντεχε τον πειρασμό και θα έκλεβε κάτι για να το δοκιμάσει. Έσφιξε το χέρι του Τέρρυ πιο δυνατά και εκείνος σαν να κατάλαβε άρχισε να περπατάει πιο γρήγορα.
‘’Δεν είναι άδικο όμως Τέρρυ;’’ Ρώτησε η Κάντυ.
‘’Ποιο;’’ Απάντησε εκείνος.
‘’ Να τόσα χρόνια που ήμουν στο ορφανοτροφείο, δεν μας έλειψε ποτέ τίποτα, αλλά δεν είχαμε και ποτέ πολυτέλειες, ή φαγητά σαν αυτά εδώ. Δεν είναι άδικο που εδώ υπάρχουν τόσα φαγητά και κάποιοι πεινάνε;’’
Ο Τέρρυ την κοίταξε σκεφτικός. Ήξερε τι θα επακολουθούσε.
‘’Όχι!’’,της είπε και την τράβηξε να περπατήσουν πιο γρήγορα.
‘’Τι όχι;’’ Ρώτησε η Κάντυ
‘’Όχι Κάντυ, δεν θα πάρουμε φαγητά για να τα πάμε στον έξω κόσμο!’’, της είπε ο Τέρρυ. ‘’Είναι παγίδα, δεν το καταλαβαίνεις; Δεν πρέπει να τα αγγίξουμε!’’
Η Κάντυ δεν απάντησε. Σκεφτόταν όμως πόσο άδικο ήταν. Περπατούσε ανάμεσα σε χιλιάδες φαγητά και κάποιοι άλλοι εκείνη την ώρα πεινούσαν. Καταλάβαινε όμως ότι δεν έπρεπε.
Οι σκέψεις της στράφηκαν αλλού. Στο στομάχι της. Εδώ και ώρα ένιωθε να την πονάει. Ίσως αν έκλεβε κάτι, έτσι απλά για να το δοκιμάσει τουλάχιστον, να ξεγελάσει τον πείνα και τον πόνο. Είχε να φάει τόσες μέρες άλλωστε! Όλα αυτά τα φαγητά φαινόντουσαν τόσο νόστιμα! Οι μυρωδιές την τρέλαιναν. Ένα μηλαράκι. Τι θα πείραζε να φάει ένα τόσο δα μηλαράκι;
Ο Τέρρυ όμως την ήξερε αρκετά καλά. Μόλις άπλωσε το χέρι της να αρπάξει ένα μήλο, το χέρι του Τέρρυ την πρόλαβε. Της κράτησε το χέρι σφιχτά και έτσι κρατώντας και τα δύο της χέρια την ανάγκασε να προχωρήσει. Η επόμενη πόρτα ήταν δύο βήματα μακριά.
Την ίδια ώρα στο νοσοκομείο οι γιατροί είχαν απελπιστεί. Οι σφυγμοί της Κάντυ και του Τέρρυ ανεβοκατέβαιναν κατά βούληση. Οι γιατροί δεν είχαν ιδέα τι συνέβαινε.
‘’Είναι σαν να δίνουν κάποια προσωπική μάχη’’, είπε ένας γιατρός στον Άλμπερτ και έπειτα τον άφησε για να πάει να δει τους ασθενείς
nuitetoile21- Terry Addict
- Αριθμός μηνυμάτων : 4781
Points : 12188
Ημερομηνία εγγραφής : 06/11/2010
Ηλικία : 41
Τόπος : neverland
Σελίδα 1 από 2 • 1, 2
Σελίδα 1 από 2
Δικαιώματα σας στην κατηγορία αυτή
Δεν μπορείτε να απαντήσετε στα Θέματα αυτής της Δ.Συζήτησης
Τετ Νοε 13, 2024 6:10 pm από ariel
» Ειναι αγχολυτικη η μικρη ξανθια;
Δευ Νοε 11, 2024 7:38 pm από ariel
» Με ποιον πιστεύετε οτι καταλήγει η Κάντυ στο τέλος;
Τρι Νοε 05, 2024 5:09 pm από ariel
» Τα ομορφότερα Fan Arts
Κυρ Οκτ 27, 2024 10:12 am από Marianna Blue Lagoon
» Γιορτινό Theme
Κυρ Οκτ 06, 2024 8:28 am από Marianna Blue Lagoon
» Κουίζ καντυ
Κυρ Σεπ 15, 2024 12:38 pm από Marianna Blue Lagoon
» Casting...
Δευ Απρ 15, 2024 10:52 pm από ariel
» Τερρο-Δωράκια
Πεμ Μαρ 21, 2024 4:46 pm από Marianna Blue Lagoon
» Ο ΑΝΤΟΝΙ ΓΝΩΡΙΖΕ ΟΤΙ Ο ΑΛΜΠΕΡΤ ΕΙΝΑΙ ΤΗΣ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΣ.ΑΡΑΓΕ ΗΞΕΡΕ ΚΑΙ ΠΩΣ ΕΙΝΑΙ Ο ΘΕΙΟΣ ΟΥΙΛΛΙΑΜ?
Τετ Μαρ 13, 2024 4:06 am από Marianna Blue Lagoon
» Οι ήρωες της Κάντυ και οι άλλοι.
Δευ Μαρ 11, 2024 10:17 pm από ariel
» ποιο πιστευετε οτι είναι το αγαπημενο ποτο του τερρυ;
Σαβ Μαρ 09, 2024 7:05 am από Marianna Blue Lagoon
» Εξώφυλλά του περιοδικού από διάφορες χώρες
Δευ Δεκ 04, 2023 5:12 pm από Marianna Blue Lagoon
» Ο χωρισμός. Επιλογή ή πεπρωμένο;
Παρ Μάης 26, 2023 4:34 pm από Marianna Blue Lagoon
» Ελληνική Έκδοση του περιοδικού
Τετ Φεβ 15, 2023 1:49 pm από Marianna Blue Lagoon
» Σχολια για τις Τερρο-δημιουργιες!
Τρι Ιαν 31, 2023 2:01 pm από Marianna Blue Lagoon
» Χριστουγεννιάτικα αβαταρ
Σαβ Δεκ 10, 2022 2:55 pm από Marianna Blue Lagoon
» Σχόλια για "Μετά από εκείνη τη νύχτα"
Τετ Ιουν 29, 2022 9:12 am από ΜΙΜΙ
» Σε ποιο επεισόδιο βρίσκετε πιο όμορφο τον Τέρρυ ?
Τετ Μάης 25, 2022 12:22 pm από Marianna Blue Lagoon
» Μετά από εκείνη τη νύχτα.
Παρ Μάης 06, 2022 12:00 pm από bettina
» Σχολια για ''η εποχη των ασφοδελων - the season of daffodils (by josephine hymes)
Τετ Σεπ 15, 2021 12:21 pm από stardustia