TGF LOVE TIME
Πρόσφατα Θέματα
Ένα φικ όπως θα το περιμένατε απο την nuitetoile21
Σελίδα 2 από 2
Σελίδα 2 από 2 • 1, 2
Απ: Ένα φικ όπως θα το περιμένατε απο την nuitetoile21
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΕΙΚΟΣΤΟ ΠΕΜΠΤΟ
ΔΟΚΙΜΑΣΙΑ ΤΕΤΑΡΤΗ: ΛΑΓΝΕΙΑ
Μόλις πέρασαν την πόρτα ο Τέρρυ αναστέναξε με ανακούφιση. Αφού είχαν περάσει την δοκιμασία με τα φαγητά όλα τα άλλα θα ήταν εύκολα!
Άλλαξε αμέσως γνώμη μόλις είδε το νέο χώρο στον οποίο είχαν μπει.
Χαμηλά φώτα, κρεβάτια παντού και ατελείωτοι άνθρωποι οι οποίοι έκαναν έρωτα μεταξύ τους, ανά δυο, ανά τρεις ή και περισσότεροι μαζί.
‘’Ωχ θεέ μου! ‘’ σκέφτηκε ο Τέρρυ και κοίταξε την Κάντυ, περίεργος για την αντίδραση της.
Εκείνη είχα χαμηλώσει το βλέμμα της και προσπαθούσε να μην κοιτάει τι γινόταν. Αλλά δεν είχε και τόση σημασία. Ακόμα και μπροστά στα πόδια τους γυμνοί άνθρωποι ήταν τυλιγμένοι σε μια αγκαλιά. Οι αναστεναγμοί τους έφταναν στα αυτιά της Κάντυ και την έκαναν να κοκκινήσει.
Ο Τέρρυ χαμογέλασε αχνά. Κατά κάποιο τρόπο η αντίδραση της είχε αρχίσει να του ξυπνάει κάτι μέσα του, κάτι ζωώδες.
‘’Τέρρυ πάμε να φύγουμε..’’τον παρακάλεσε η Κάντυ.
Ο Τέρρυ την κράτησε σφιχτά και άρχισαν να προχωράνε ανάμεσα στα κορμιά. Γυναικεία βλέμματα σηκώνονταν και κοίταζαν τον Τέρρυ με θαυμασμό και ερωτική επιθυμία. Μια δυο γυναίκες προσπάθησαν να τον τραβήξουν κάτω, προς το μέρος τους αλλά εκείνος τις απέφυγε. Είχε μάτια μόνο για την Κάντυ.
Η Κάντυ προσπαθούσε να περπατάει και παράλληλα να μην κοιτάζει όλους αυτούς τους γυμνούς ανθρώπους που υπήρχαν παντού. Δίπλα της, στα πόδια της, μπροστά της, όπου και να γυρνούσε το βλέμμα της έβλεπε και από ένα ζευγάρι να ερωτοτροπεί.
Τώρα προχωρούσε μπροστά από τον Τέρρυ ο οποίος είχε επιβραδύνει το βήμα του. Ξαφνικά ένιωσε να την αγκαλιάζει σφιχτά από την μέση.
‘’Κάντυ..’’της ψιθύρισε στο αυτί.
Εκείνη ανατρίχιασε. Δεν της άρεσε καθόλου ο τόνος της φωνής του. Την ανησύχησε.
‘’Κάντυ..’’, ξανάπε ο Τέρρυ. ‘’Δεν νομίζεις ότι έφτασε η ώρα;’’
Και λέγοντας αυτά τα λόγια άρχισε να της ξεκουμπώνει το φόρεμα και να την φιλάει στο λαιμό.
Η Κάντυ προσπάθησε να τον σταματήσει αλλά δεν ήταν εύκολο. Τα χέρια του Τέρρυ την κρατούσαν σφιχτά και δεν μπορούσε να κουνηθεί.
‘’Αφού το θες και εσύ..’’ , της είπε ο Τέρρυ.
Η Κάντυ μάζεψε τις δυνάμεις της και σε μια τελευταία προσπάθεια μπόρεσε και ξέφυγε. Γύρισε και τον χαστούκισε δυνατά.
‘’Τέρρυ! Πρέπει να φύγουμε από εδώ!’’, του φώναξε
Εκείνος την κοίταζε σαστισμένος. Τα μάτια του όμως είχαν θολώσει. Την πλησίασε ξανά και άρχισε να την φιλάει.
Η Κάντυ έβαλε τα κλάματα.
‘’Όχι Τέρρυ…μου υποσχέθηκες, μου υποσχέθηκες..’’έλεγε μέσα από τους λυγμούς της.
Ο Τέρρυ δεν την άκουγε. Συνέχισε να την φιλάει και να της βγάζει τα ρούχα.
‘’Τέρρυ μου υποσχέθηκες πως θα βγούμε από εδώ..’’, συνέχισε να λέει η Κάντυ.
Την ίδια ώρα στο νοσοκομείο οι γιατροί προσπαθούσαν να ανεβάσουν τους σφυγμούς και των δυο που έμοιαζαν να χάνονται πολύ γρήγορα και ανεξήγητα.
‘’Αν δεν ανεβάσουμε και σταθεροποιήσουμε τους σφυγμούς θα πεθάνουν’’, είπε μια νοσοκόμα στον Άλμπερτ.
‘’Τέρρυ..είπες πως με αγαπάς, θυμάσαι; Υποσχέθηκες πως θα γυρίσουμε πίσω’’, επαναλάμβανε η Κάντυ.
Ο Τέρρυ όμως δεν μπορούσε να συγκρατηθεί. Την ποθούσε, ήθελε να την κάνει δικιά του. Δεν τον ένοιαζε τίποτα άλλο. Τα αρώματα και η ατμόσφαιρα του δωματίου τον είχαν τρελάνει.
Η Κάντυ έπιασε το πρόσωπο του και κατάφερε να τον κάνει να την κοιτάξει στα μάτια. Εκείνος σταμάτησε να κινείται και την κοίταξε βαριανασαίνοντας.
‘’Τέρρυ..εγώ είμαι η Κάντυ, ‘’του είπε. ‘’Πρέπει να γυρίσουμε πίσω γιατί σε αγαπάω. Πρέπει να γυρίσουμε μαζί γιατί με αγαπάς και εσύ’’
Το βλέμμα του Τέρρυ άρχισε να ξεθολώνει.
‘’Κάντυ!’’, της είπε και έβαλε τα κλάματα. Είχε καταφέρει να νικήσει τον πόθο που ένιωθε.
‘’Πρέπει να φύγουμε τώρα!’’ του είπε εκείνη.
Έτρεξαν μαζί ως την πόρτα, την άνοιξαν και πέρασαν στην άλλη πλευρά.
ΔΟΚΙΜΑΣΙΑ ΤΕΤΑΡΤΗ: ΛΑΓΝΕΙΑ
Μόλις πέρασαν την πόρτα ο Τέρρυ αναστέναξε με ανακούφιση. Αφού είχαν περάσει την δοκιμασία με τα φαγητά όλα τα άλλα θα ήταν εύκολα!
Άλλαξε αμέσως γνώμη μόλις είδε το νέο χώρο στον οποίο είχαν μπει.
Χαμηλά φώτα, κρεβάτια παντού και ατελείωτοι άνθρωποι οι οποίοι έκαναν έρωτα μεταξύ τους, ανά δυο, ανά τρεις ή και περισσότεροι μαζί.
‘’Ωχ θεέ μου! ‘’ σκέφτηκε ο Τέρρυ και κοίταξε την Κάντυ, περίεργος για την αντίδραση της.
Εκείνη είχα χαμηλώσει το βλέμμα της και προσπαθούσε να μην κοιτάει τι γινόταν. Αλλά δεν είχε και τόση σημασία. Ακόμα και μπροστά στα πόδια τους γυμνοί άνθρωποι ήταν τυλιγμένοι σε μια αγκαλιά. Οι αναστεναγμοί τους έφταναν στα αυτιά της Κάντυ και την έκαναν να κοκκινήσει.
Ο Τέρρυ χαμογέλασε αχνά. Κατά κάποιο τρόπο η αντίδραση της είχε αρχίσει να του ξυπνάει κάτι μέσα του, κάτι ζωώδες.
‘’Τέρρυ πάμε να φύγουμε..’’τον παρακάλεσε η Κάντυ.
Ο Τέρρυ την κράτησε σφιχτά και άρχισαν να προχωράνε ανάμεσα στα κορμιά. Γυναικεία βλέμματα σηκώνονταν και κοίταζαν τον Τέρρυ με θαυμασμό και ερωτική επιθυμία. Μια δυο γυναίκες προσπάθησαν να τον τραβήξουν κάτω, προς το μέρος τους αλλά εκείνος τις απέφυγε. Είχε μάτια μόνο για την Κάντυ.
Η Κάντυ προσπαθούσε να περπατάει και παράλληλα να μην κοιτάζει όλους αυτούς τους γυμνούς ανθρώπους που υπήρχαν παντού. Δίπλα της, στα πόδια της, μπροστά της, όπου και να γυρνούσε το βλέμμα της έβλεπε και από ένα ζευγάρι να ερωτοτροπεί.
Τώρα προχωρούσε μπροστά από τον Τέρρυ ο οποίος είχε επιβραδύνει το βήμα του. Ξαφνικά ένιωσε να την αγκαλιάζει σφιχτά από την μέση.
‘’Κάντυ..’’της ψιθύρισε στο αυτί.
Εκείνη ανατρίχιασε. Δεν της άρεσε καθόλου ο τόνος της φωνής του. Την ανησύχησε.
‘’Κάντυ..’’, ξανάπε ο Τέρρυ. ‘’Δεν νομίζεις ότι έφτασε η ώρα;’’
Και λέγοντας αυτά τα λόγια άρχισε να της ξεκουμπώνει το φόρεμα και να την φιλάει στο λαιμό.
Η Κάντυ προσπάθησε να τον σταματήσει αλλά δεν ήταν εύκολο. Τα χέρια του Τέρρυ την κρατούσαν σφιχτά και δεν μπορούσε να κουνηθεί.
‘’Αφού το θες και εσύ..’’ , της είπε ο Τέρρυ.
Η Κάντυ μάζεψε τις δυνάμεις της και σε μια τελευταία προσπάθεια μπόρεσε και ξέφυγε. Γύρισε και τον χαστούκισε δυνατά.
‘’Τέρρυ! Πρέπει να φύγουμε από εδώ!’’, του φώναξε
Εκείνος την κοίταζε σαστισμένος. Τα μάτια του όμως είχαν θολώσει. Την πλησίασε ξανά και άρχισε να την φιλάει.
Η Κάντυ έβαλε τα κλάματα.
‘’Όχι Τέρρυ…μου υποσχέθηκες, μου υποσχέθηκες..’’έλεγε μέσα από τους λυγμούς της.
Ο Τέρρυ δεν την άκουγε. Συνέχισε να την φιλάει και να της βγάζει τα ρούχα.
‘’Τέρρυ μου υποσχέθηκες πως θα βγούμε από εδώ..’’, συνέχισε να λέει η Κάντυ.
Την ίδια ώρα στο νοσοκομείο οι γιατροί προσπαθούσαν να ανεβάσουν τους σφυγμούς και των δυο που έμοιαζαν να χάνονται πολύ γρήγορα και ανεξήγητα.
‘’Αν δεν ανεβάσουμε και σταθεροποιήσουμε τους σφυγμούς θα πεθάνουν’’, είπε μια νοσοκόμα στον Άλμπερτ.
‘’Τέρρυ..είπες πως με αγαπάς, θυμάσαι; Υποσχέθηκες πως θα γυρίσουμε πίσω’’, επαναλάμβανε η Κάντυ.
Ο Τέρρυ όμως δεν μπορούσε να συγκρατηθεί. Την ποθούσε, ήθελε να την κάνει δικιά του. Δεν τον ένοιαζε τίποτα άλλο. Τα αρώματα και η ατμόσφαιρα του δωματίου τον είχαν τρελάνει.
Η Κάντυ έπιασε το πρόσωπο του και κατάφερε να τον κάνει να την κοιτάξει στα μάτια. Εκείνος σταμάτησε να κινείται και την κοίταξε βαριανασαίνοντας.
‘’Τέρρυ..εγώ είμαι η Κάντυ, ‘’του είπε. ‘’Πρέπει να γυρίσουμε πίσω γιατί σε αγαπάω. Πρέπει να γυρίσουμε μαζί γιατί με αγαπάς και εσύ’’
Το βλέμμα του Τέρρυ άρχισε να ξεθολώνει.
‘’Κάντυ!’’, της είπε και έβαλε τα κλάματα. Είχε καταφέρει να νικήσει τον πόθο που ένιωθε.
‘’Πρέπει να φύγουμε τώρα!’’ του είπε εκείνη.
Έτρεξαν μαζί ως την πόρτα, την άνοιξαν και πέρασαν στην άλλη πλευρά.
nuitetoile21- Terry Addict
- Αριθμός μηνυμάτων : 4781
Points : 12188
Ημερομηνία εγγραφής : 06/11/2010
Ηλικία : 41
Τόπος : neverland
Απ: Ένα φικ όπως θα το περιμένατε απο την nuitetoile21
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΕΙΚΟΣΤΟΕΚΤΟ
ΠΕΜΠΤΗ ΔΟΚΙΜΑΣΙΑ: ΑΠΛΗΣΤΙΑ
Ξαφνικά βρέθηκαν σε ένα μέρος γεμάτο από φως και αναγκάστηκαν να βάλουν τα χέρια τους μπροστά στα μάτια τους για να μην τυφλωθούν. Όταν άρχισαν να συνηθίζουν την ένταση του φωτός, κοίταξαν κλεφτά μέσα από τα δάχτυλα τους το νέο μέρος στο οποίο είχαν έρθει.
Πρώτη η Κάντυ κατέβασε τα χέρια της από το πρόσωπο της και έκανε ένα βήμα μπροστά ενθουσιασμένη.
‘’Πωπω Τέρρυ!!!’’, είπε ‘’Κοίτα πόσο χρυσάφι!!!’’
Παντού όπου και αν κοιτούσε υπήρχε χρυσός. Από αυτόν έβγαινε και όλο εκείνο το εκτυφλωτικό φως. Υπήρχαν κάστρα ολόκληρα από χρυσάφι, πέρα στον ορίζοντα, ζώα από χρυσό που κινούνταν γύρω τους, λίμνες, δέντρα, ακόμα και ο ουρανός και ο δρόμος κάτω από τα πόδια τους ήταν φτιαγμένα από χρυσάφι.
‘’Μάλιστα’’, σκέφτηκε ο Τέρρυ ‘’Το αμάρτημα της απληστίας. Εδώ δεν θα δυσκολευτούμε. Ούτε εγώ ούτε η Κάντυ νοιαστήκαμε ποτέ για τα λεφτά. ‘’
Στο μυαλό του ήρθε η Ροζμαρυ.
‘’Δεν πρέπει να αγγίξετε τίποτα Τέρρυ, είναι σημαντικό!’’
Η Κάντυ πλησίασε ένα δέντρο. Είχε χρυσαφιά και ασημένια φύλλα και από τα κλαριά του κρέμονταν στολίδια από μαργαριτάρια και πετράδια.
‘’Είναι τόσο όμορφα!’’ σκέφτηκε η Κάντυ. ‘’Μήπως πρέπει να πάρω κανένα και να το χαρίσω στην κυρία Πόνυ. Θα της άρεσε κάτι τέτοιο. Ποτέ δεν είχε λεφτά για κοσμήματα’’
Άπλωσε το χέρι της για να πιάσει ένα από τα κοσμήματα.
‘’ΚΑΝΤΥ ΟΧΙ’’, η φωνή του Τέρρυ την σταμάτησε.
Ο Τέρρυ πήγε κοντά της.
‘’Δεν πρέπει να αγγίξουμε τίποτα’’, της είπε. ‘’Έλα πάμε, δεν ξέρω πόσο χρόνο έχουμε ακόμα’’
Άρχισαν να περπατάνε αμίλητοι. Ο Τέρρυ της έριχνε κλεφτές ματιές, ήθελε να είναι σίγουρος ότι θα προλάβει την Κάντυ έτσι και παρασυρόταν.
Η Κάντυ σκεφτόταν.
‘’Περπατάμε σε έναν δρόμο φτιαγμένο από χρυσάφι. Και όμως εγώ θυμάμαι στο ορφανοτροφείο την κυρία Πόνυ και την αδερφή Μαρία να κάνουν συνεχώς οικονομίες και να στερούνται εκείνες, για να μην μας λείψει τίποτα. Μακάρι να μπορούσα να τους πάω λίγο από αυτόν τον θησαυρό. Έστω και λίγο από όλο αυτό το χρυσάφι θα τις ανακούφιζε.’’
Ο Τέρρυ την παρακολουθούσε που είχε χαθεί στις σκέψεις της. Μπορούσε να καταλάβει τι σκεφτόταν. Εκείνος όσο ήταν μικρός δεν χρειάστηκε ποτέ του να νοιαστεί για χρήματα. Όταν έμεινε μόνος του όμως κατάλαβε πόσο σημαντικά ήταν και είχε κάνει και ο ίδιος αιματηρές οικονομίες, στερούμενος ακόμα και βασικά πράγματα για να τα βγάλει πέρα.
Η Κάντυ περπατούσε μηχανικά.
‘’Όχι, είναι παγίδα’’, έλεγε συνέχεια στον εαυτό της. ‘’Όχι είναι παγίδα! Άπλωσε το χέρι σου Κάντυ και ο Τέρρυ και εσύ θα πάτε στις σκιές. Δεν το θες αυτό.’’
Ο Τέρρυ σκεφτόταν πως ίσως να έπρεπε κάπως να απασχολήσει το μυαλό της. Από μακριά είδε την πόρτα και χαμογέλασε.
‘’Κοίτα φακιδομουτάκι, εκεί είναι η πόρτα. Θες να παραβγούμε; Είμαι βέβαιος ότι θα σε κάνω σκόνη!’’, της είπε.
‘’Σιγά μην με κάνεις σκόνη Τέρρυ! Εγώ ήμουν αρχηγός στο ορφανοτροφείο!’’, του είπε η Κάντυ όλο περηφάνια και άρχισε να τρέχει.
Ο Τέρρυ χαμογέλασε ικανοποιημένος. Το κόλπο είχε πιάσει. Άρχισε να τρέχει και εκείνος πίσω από την Κάντυ η οποία κάθε τόσο γυρνούσε το κεφάλι της και τον κορόιδευε που είχε μείνει πίσω.
Έφτασαν σχεδόν ταυτόχρονα στην πόρτα και την άνοιξαν μαζί.
ΠΕΜΠΤΗ ΔΟΚΙΜΑΣΙΑ: ΑΠΛΗΣΤΙΑ
Ξαφνικά βρέθηκαν σε ένα μέρος γεμάτο από φως και αναγκάστηκαν να βάλουν τα χέρια τους μπροστά στα μάτια τους για να μην τυφλωθούν. Όταν άρχισαν να συνηθίζουν την ένταση του φωτός, κοίταξαν κλεφτά μέσα από τα δάχτυλα τους το νέο μέρος στο οποίο είχαν έρθει.
Πρώτη η Κάντυ κατέβασε τα χέρια της από το πρόσωπο της και έκανε ένα βήμα μπροστά ενθουσιασμένη.
‘’Πωπω Τέρρυ!!!’’, είπε ‘’Κοίτα πόσο χρυσάφι!!!’’
Παντού όπου και αν κοιτούσε υπήρχε χρυσός. Από αυτόν έβγαινε και όλο εκείνο το εκτυφλωτικό φως. Υπήρχαν κάστρα ολόκληρα από χρυσάφι, πέρα στον ορίζοντα, ζώα από χρυσό που κινούνταν γύρω τους, λίμνες, δέντρα, ακόμα και ο ουρανός και ο δρόμος κάτω από τα πόδια τους ήταν φτιαγμένα από χρυσάφι.
‘’Μάλιστα’’, σκέφτηκε ο Τέρρυ ‘’Το αμάρτημα της απληστίας. Εδώ δεν θα δυσκολευτούμε. Ούτε εγώ ούτε η Κάντυ νοιαστήκαμε ποτέ για τα λεφτά. ‘’
Στο μυαλό του ήρθε η Ροζμαρυ.
‘’Δεν πρέπει να αγγίξετε τίποτα Τέρρυ, είναι σημαντικό!’’
Η Κάντυ πλησίασε ένα δέντρο. Είχε χρυσαφιά και ασημένια φύλλα και από τα κλαριά του κρέμονταν στολίδια από μαργαριτάρια και πετράδια.
‘’Είναι τόσο όμορφα!’’ σκέφτηκε η Κάντυ. ‘’Μήπως πρέπει να πάρω κανένα και να το χαρίσω στην κυρία Πόνυ. Θα της άρεσε κάτι τέτοιο. Ποτέ δεν είχε λεφτά για κοσμήματα’’
Άπλωσε το χέρι της για να πιάσει ένα από τα κοσμήματα.
‘’ΚΑΝΤΥ ΟΧΙ’’, η φωνή του Τέρρυ την σταμάτησε.
Ο Τέρρυ πήγε κοντά της.
‘’Δεν πρέπει να αγγίξουμε τίποτα’’, της είπε. ‘’Έλα πάμε, δεν ξέρω πόσο χρόνο έχουμε ακόμα’’
Άρχισαν να περπατάνε αμίλητοι. Ο Τέρρυ της έριχνε κλεφτές ματιές, ήθελε να είναι σίγουρος ότι θα προλάβει την Κάντυ έτσι και παρασυρόταν.
Η Κάντυ σκεφτόταν.
‘’Περπατάμε σε έναν δρόμο φτιαγμένο από χρυσάφι. Και όμως εγώ θυμάμαι στο ορφανοτροφείο την κυρία Πόνυ και την αδερφή Μαρία να κάνουν συνεχώς οικονομίες και να στερούνται εκείνες, για να μην μας λείψει τίποτα. Μακάρι να μπορούσα να τους πάω λίγο από αυτόν τον θησαυρό. Έστω και λίγο από όλο αυτό το χρυσάφι θα τις ανακούφιζε.’’
Ο Τέρρυ την παρακολουθούσε που είχε χαθεί στις σκέψεις της. Μπορούσε να καταλάβει τι σκεφτόταν. Εκείνος όσο ήταν μικρός δεν χρειάστηκε ποτέ του να νοιαστεί για χρήματα. Όταν έμεινε μόνος του όμως κατάλαβε πόσο σημαντικά ήταν και είχε κάνει και ο ίδιος αιματηρές οικονομίες, στερούμενος ακόμα και βασικά πράγματα για να τα βγάλει πέρα.
Η Κάντυ περπατούσε μηχανικά.
‘’Όχι, είναι παγίδα’’, έλεγε συνέχεια στον εαυτό της. ‘’Όχι είναι παγίδα! Άπλωσε το χέρι σου Κάντυ και ο Τέρρυ και εσύ θα πάτε στις σκιές. Δεν το θες αυτό.’’
Ο Τέρρυ σκεφτόταν πως ίσως να έπρεπε κάπως να απασχολήσει το μυαλό της. Από μακριά είδε την πόρτα και χαμογέλασε.
‘’Κοίτα φακιδομουτάκι, εκεί είναι η πόρτα. Θες να παραβγούμε; Είμαι βέβαιος ότι θα σε κάνω σκόνη!’’, της είπε.
‘’Σιγά μην με κάνεις σκόνη Τέρρυ! Εγώ ήμουν αρχηγός στο ορφανοτροφείο!’’, του είπε η Κάντυ όλο περηφάνια και άρχισε να τρέχει.
Ο Τέρρυ χαμογέλασε ικανοποιημένος. Το κόλπο είχε πιάσει. Άρχισε να τρέχει και εκείνος πίσω από την Κάντυ η οποία κάθε τόσο γυρνούσε το κεφάλι της και τον κορόιδευε που είχε μείνει πίσω.
Έφτασαν σχεδόν ταυτόχρονα στην πόρτα και την άνοιξαν μαζί.
nuitetoile21- Terry Addict
- Αριθμός μηνυμάτων : 4781
Points : 12188
Ημερομηνία εγγραφής : 06/11/2010
Ηλικία : 41
Τόπος : neverland
Απ: Ένα φικ όπως θα το περιμένατε απο την nuitetoile21
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΕΙΚΟΣΤΟ ΕΒΔΟΜΟ
ΕΚΤΗ ΔΟΚΙΜΑΣΙΑ: ΟΡΓΗ
Στάθηκαν λίγο να ξεκουραστούν από το τρέξιμο.
‘’Έκτη πόρτα’’, σκέφτηκε ο Τέρρυ. ‘’Και μας έχουν μείνει δύο αμαρτήματα. Και μετά είναι οι τρείς άγνωστες δοκιμασίες.’’ Ξαφνικά του φαινόντουσαν όλα πολύ δύσκολα, ακατόρθωτα. Και ένιωθε τον χρόνο να τον πιέζει.
‘’Έλα πάμε’’, είπε στην Κάντυ και άρχισε να περπατάει.
Εκείνη τον ακολούθησε μηχανικά. Γύρω της μόνο γκρίζο υπήρχε ανακατεμένο με κόκκινο. Λες και όλα είχαν πεθάνει και εκείνοι περπατούσαν σε ένα ατελείωτο νεκροταφείο.
‘’Γιατί να πρέπει να τα περνάω όλα αυτά;’’ Αναρωτήθηκε η Κάντυ.
Η ζωή της άρχισε να περνάει μπροστά από τα μάτια της. .Οι γονείς της που την εγκατέλειψαν, η Άννυ που προτίμησε μια οικογένεια, η Ελίζα και ο Νηλ που τις δυσκόλευαν την ζωή απλά για να διασκεδάσουν, ο Άντονυ που την άφησε μόνη της, η Σουζάνα που της έκλεψε τον Τέρρυ, ο ίδιος ο Τέρρυ που δεν την ειδοποίησε έγκαιρα και την πλήγωσε, ο Άλμπερτ που εξαφανίστηκε χωρίς να την αποχαιρετήσει, ο Στηαρ που σκοτώθηκε, οι άδικες καλόγριες στο κολέγιο, ο Άλμπερτ που δεν της αποκάλυψε ποιος ήταν όταν έπρεπε.. Τόσες αδικίες, τόση σκληρότητα απέναντι της. Και εκείνη πάντα με ένα χαμόγελο και μια καλή κουβέντα για όλους. Και ποιο το αντάλλαγμα;
Η Κάντυ ένιωσε να την πλημμυρίζει οργή και σταμάτησε να περπατάει. Ο Τέρρυ το ένιωσε και γύρισε να την κοιτάξει. Η Κάντυ είχε γίνει άσπρη από τον θυμό της.
‘’Δεν θέλω να πάω πίσω’’ του είπε νευριασμένα.
Ο Τέρρυ την κοίταξε απελπισμένος.
‘’Κάντυ..πρέπει να γυρίσουμε’’, της είπε απαλά και πήγε να την πιάσει από το χέρι.
Εκείνη τραβήχτηκε μακριά του.
‘’Όχι!’’ , του είπε.
Την ίδια ώρα στο νοσοκομείο ο Άλμπερτ καθόταν δίπλα από το κρεβάτι της και της χάιδευε τα μαλλιά. Οι επεμβάσεις είχαν γίνει, τώρα εξαρτιόταν από τον Κάντυ και τον Τέρρυ αν θα γυρνούσαν. Έτσι του είχαν πει οι γιατροί.
‘’Εξαρτάται από τους ίδιους, πόσο θα παλέψουν. Εμείς δεν μπορούμε να κάνουμε κάτι άλλο’’, αυτά ακριβώς ήταν τα λόγια τους.
‘’Κάντυ, καλή μου Κάντυ’’, ψιθύρισε ο Άλμπερτ. ‘’Γύρνα κοντά μου, γύρνα στην οικογένεια σου. Ήμουν πάντα εκεί για σένα, δίπλα σου, μην με αφήνεις μόνο μου τώρα.’’
Η Κάντυ ξαφνικά πισωπάτησε.
‘’Ο Άλμπερτ!’’ είπε στον Τέρρυ. ‘’Ο Άλμπερτ μου μιλάει! Τον ακούω!’’
‘’Κάντυ, είσαι τα πάντα για μένα. Μην με αφήσεις μόνο μου. ‘’, συνέχισε ο Άλμπερτ να της μιλάει.’’ Είμαι ο φίλος σου, ο αδερφός σου, ο προστάτης σου. Χωρίς εσένα δεν θα είμαι τίποτα. Γύρνα σε μένα. Πως θα αντέξω να ζω χωρίς εσένα πλάι μου; ‘’
Η Κάντυ άρχισε να δακρύζει.
‘’Και οι φίλοι σου Κάντυ; Τι θα κάνουν η Άννυ και η Πάτυ χωρίς εσένα; Η Άννυ έφερε τον Τέρρυ κοντά σου, για να σε δει να χαμογελάς πάλι. Άνοιξε τα μάτια σου Κάντυ. Μην τις κάνεις να υποφέρουν..’’, είπε ο Άλμπερτ.
‘’Η Άννυ; Η Άννυ σε έφερε σε μένα;’’ Ρώτησε ξαφνιασμένη η Κάντυ τον Τέρρυ.
Εκείνος της έγνεψε καταφατικά.
Η Κάντυ άρχισε να κλαίει.
‘’Ο Άλμπερτ..η Άννυ..η Πάτυ.., επαναλάμβανε διαρκώς.
Ο Τέρρυ την αγκάλιασε.
‘’Έλα φακιδομουτράκι, πάμε σπίτι μας να δεις τους φίλους μας. Σε αγαπάνε όλοι τόσο πολύ. Ας μην τους κρατάμε σε αγωνία, ας μην τους στεναχωρούμε άλλο’’, της είπε.
‘’Ναι, Άλμπερτ έρχομαι’’ είπε η Κάντυ και συνέχισαν να περπατούν.
ΕΚΤΗ ΔΟΚΙΜΑΣΙΑ: ΟΡΓΗ
Στάθηκαν λίγο να ξεκουραστούν από το τρέξιμο.
‘’Έκτη πόρτα’’, σκέφτηκε ο Τέρρυ. ‘’Και μας έχουν μείνει δύο αμαρτήματα. Και μετά είναι οι τρείς άγνωστες δοκιμασίες.’’ Ξαφνικά του φαινόντουσαν όλα πολύ δύσκολα, ακατόρθωτα. Και ένιωθε τον χρόνο να τον πιέζει.
‘’Έλα πάμε’’, είπε στην Κάντυ και άρχισε να περπατάει.
Εκείνη τον ακολούθησε μηχανικά. Γύρω της μόνο γκρίζο υπήρχε ανακατεμένο με κόκκινο. Λες και όλα είχαν πεθάνει και εκείνοι περπατούσαν σε ένα ατελείωτο νεκροταφείο.
‘’Γιατί να πρέπει να τα περνάω όλα αυτά;’’ Αναρωτήθηκε η Κάντυ.
Η ζωή της άρχισε να περνάει μπροστά από τα μάτια της. .Οι γονείς της που την εγκατέλειψαν, η Άννυ που προτίμησε μια οικογένεια, η Ελίζα και ο Νηλ που τις δυσκόλευαν την ζωή απλά για να διασκεδάσουν, ο Άντονυ που την άφησε μόνη της, η Σουζάνα που της έκλεψε τον Τέρρυ, ο ίδιος ο Τέρρυ που δεν την ειδοποίησε έγκαιρα και την πλήγωσε, ο Άλμπερτ που εξαφανίστηκε χωρίς να την αποχαιρετήσει, ο Στηαρ που σκοτώθηκε, οι άδικες καλόγριες στο κολέγιο, ο Άλμπερτ που δεν της αποκάλυψε ποιος ήταν όταν έπρεπε.. Τόσες αδικίες, τόση σκληρότητα απέναντι της. Και εκείνη πάντα με ένα χαμόγελο και μια καλή κουβέντα για όλους. Και ποιο το αντάλλαγμα;
Η Κάντυ ένιωσε να την πλημμυρίζει οργή και σταμάτησε να περπατάει. Ο Τέρρυ το ένιωσε και γύρισε να την κοιτάξει. Η Κάντυ είχε γίνει άσπρη από τον θυμό της.
‘’Δεν θέλω να πάω πίσω’’ του είπε νευριασμένα.
Ο Τέρρυ την κοίταξε απελπισμένος.
‘’Κάντυ..πρέπει να γυρίσουμε’’, της είπε απαλά και πήγε να την πιάσει από το χέρι.
Εκείνη τραβήχτηκε μακριά του.
‘’Όχι!’’ , του είπε.
Την ίδια ώρα στο νοσοκομείο ο Άλμπερτ καθόταν δίπλα από το κρεβάτι της και της χάιδευε τα μαλλιά. Οι επεμβάσεις είχαν γίνει, τώρα εξαρτιόταν από τον Κάντυ και τον Τέρρυ αν θα γυρνούσαν. Έτσι του είχαν πει οι γιατροί.
‘’Εξαρτάται από τους ίδιους, πόσο θα παλέψουν. Εμείς δεν μπορούμε να κάνουμε κάτι άλλο’’, αυτά ακριβώς ήταν τα λόγια τους.
‘’Κάντυ, καλή μου Κάντυ’’, ψιθύρισε ο Άλμπερτ. ‘’Γύρνα κοντά μου, γύρνα στην οικογένεια σου. Ήμουν πάντα εκεί για σένα, δίπλα σου, μην με αφήνεις μόνο μου τώρα.’’
Η Κάντυ ξαφνικά πισωπάτησε.
‘’Ο Άλμπερτ!’’ είπε στον Τέρρυ. ‘’Ο Άλμπερτ μου μιλάει! Τον ακούω!’’
‘’Κάντυ, είσαι τα πάντα για μένα. Μην με αφήσεις μόνο μου. ‘’, συνέχισε ο Άλμπερτ να της μιλάει.’’ Είμαι ο φίλος σου, ο αδερφός σου, ο προστάτης σου. Χωρίς εσένα δεν θα είμαι τίποτα. Γύρνα σε μένα. Πως θα αντέξω να ζω χωρίς εσένα πλάι μου; ‘’
Η Κάντυ άρχισε να δακρύζει.
‘’Και οι φίλοι σου Κάντυ; Τι θα κάνουν η Άννυ και η Πάτυ χωρίς εσένα; Η Άννυ έφερε τον Τέρρυ κοντά σου, για να σε δει να χαμογελάς πάλι. Άνοιξε τα μάτια σου Κάντυ. Μην τις κάνεις να υποφέρουν..’’, είπε ο Άλμπερτ.
‘’Η Άννυ; Η Άννυ σε έφερε σε μένα;’’ Ρώτησε ξαφνιασμένη η Κάντυ τον Τέρρυ.
Εκείνος της έγνεψε καταφατικά.
Η Κάντυ άρχισε να κλαίει.
‘’Ο Άλμπερτ..η Άννυ..η Πάτυ.., επαναλάμβανε διαρκώς.
Ο Τέρρυ την αγκάλιασε.
‘’Έλα φακιδομουτράκι, πάμε σπίτι μας να δεις τους φίλους μας. Σε αγαπάνε όλοι τόσο πολύ. Ας μην τους κρατάμε σε αγωνία, ας μην τους στεναχωρούμε άλλο’’, της είπε.
‘’Ναι, Άλμπερτ έρχομαι’’ είπε η Κάντυ και συνέχισαν να περπατούν.
nuitetoile21- Terry Addict
- Αριθμός μηνυμάτων : 4781
Points : 12188
Ημερομηνία εγγραφής : 06/11/2010
Ηλικία : 41
Τόπος : neverland
Απ: Ένα φικ όπως θα το περιμένατε απο την nuitetoile21
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΕΙΚΟΣΤΟ ΟΓΔΟΟ
ΕΒΔΟΜΗ ΔΟΚΙΜΑΣΙΑ: ΖΗΛΟΦΘΟΝΙΑ
Μόλις πέρασαν την τελευταία πόρτα ο Τέρρυ αναστέναξε ανακουφισμένος. Είχαν φτάσει πέρα από τα μισά του δρόμου πλέον. Η τελική πόρτα όλο και πλησίαζε.
Κοίταξε γύρω του και έβγαλε μια κραυγή έκπληξης.
‘’Κάντυ..’’, γύρισε και της είπε σαστισμένος. ‘’Αυτό..αυτό είναι το σπίτι στο οποίο μεγάλωσα μικρός. Το σπίτι του πατέρα μου!’’
Η Κάντυ κοίταξε τον χώρο στον οποίο είχαν εισέλθει από την τελευταία πόρτα. Βρισκόντουσαν όντως μέσα σε ένα μεγάλο σπίτι. Συγκεκριμένα στο σαλόνι ενός σπιτιού.
‘’Αλήθεια Τέρρυ;’’ Ρώτησε η Κάντυ. ‘’Εδώ μεγάλωσες;’’
Εκείνος δεν απάντησε. Στο δωμάτιο μόλις είχε μπει η μητριά του, αλλά δεν φάνηκε να τους δίνει σημασία. Δεν τους έβλεπε.
‘’Μισητή γυναίκα’’, σκέφτηκε ο Τέρρυ. ‘’Έλα Κάντυ, πάμε να φύγουμε. Δεν υπάρχει τίποτα εδώ για να μας κρατήσει’’, της είπε.
Η Κάντυ προχώρησε διστακτικά. Καταλάβαινε γιατί ο Τέρρυ δεν ήθελε να μείνουν εκεί. Δεν είχε ευχάριστες αναμνήσεις από την παιδική του ηλικία. Εκείνη όμως ήθελε να δει τον χώρο στον οποίο μεγάλωσε όταν ήταν μικρός.
Στο δωμάτιο μπήκαν τρέχοντας τρία μικρά παιδιά και πήγαν κατευθείαν στην μητέρα τους η οποία τα αγκάλιασε γελώντας.
Ο Τέρρυ σταμάτησε να περπατάει και τους κοίταξε με ένα βλέμμα γεμάτο θλίψη.
Τότε η Κάντυ κατάλαβε.
‘’Τέρρυ..’’, είπε δισταχτικά. ‘’Ποια δοκιμασία περνάμε τώρα;’’
‘’Το αμάρτημα της ζήλιας’’, απάντησε μηχανικά εκείνος.
Το βλέμμα του είχε σκαλώσει στην εικόνα που έβλεπε μπροστά του. Την γυναίκα να αγκαλιάζει τα παιδιά της. Και μέσα του σκεφτόταν όλες τις αγκαλιές που είχε στερηθεί εκείνος από την δικιά του μητέρα, εξαιτίας εκείνης της γυναίκας. Πόσο την μισούσε! Ποτέ δεν του είχε φερθεί καλά, ποτέ δεν του έδωσε ένα χάδι, ακόμα και όταν ήταν άρρωστος δεν τον φρόντιζε ποτέ.
Κοίταξε τα παιδιά, τα μικρότερα αδέρφια του. Εκείνα είχαν την αγάπη και της μητέρας τους και του πατέρα τους. Εκείνος δεν είχε τίποτα. Ακόμα και την αγάπη του κοινού τους πατέρα την είχαν απορροφήσει όλη εκείνα τα παιδιά και για αυτόν δεν είχε μείνει ούτε στάλα.
Η Κάντυ τον κοιτούσε ανήσυχη. Όσο πιο πολύ ο Τέρρυ έβλεπε την μητριά του να παίζει μα τα παιδιά τόσο πιο πολύ τον ένιωθε να αλλάζει δίπλα της.
‘’Τέρρυ’’, του είπε αποφασιστικά. ‘’Τέρρυ κοίταξε με’’
Ο Τέρρυ γύρισε το κεφάλι του προς το μέρος της.
‘’Το ξέρω ότι είχες δύσκολα παιδικά χρόνια. Και εγώ είχα. Κανείς από τους δύο μας δεν πήρε την αγάπη που έπρεπε από τα άτομα που έπρεπε. Αλλά δεν έχει σημασία τώρα πια. Ξέρεις γιατί;’’
‘’Γιατί;’’ Ρώτησε εκείνος με απορία.
‘’Γιατί Τέρρυ όσα περάσαμε μας έκαναν τους ανθρώπους που είμαστε τώρα. Αν είχες μεγαλώσει αλλιώς, θα είχες γίνει ένας άλλος Τέρρυ, ένας Τέρρυ που μπορεί να μην αγαπούσα τόσο. Αλλά τώρα είσαι αυτός που είσαι και σε αγαπάω όπως είσαι. Δεν πρέπει να στεναχωριέσαι για πράγματα που έγιναν στο παρελθόν. Γιατί το μέλλον μας ανήκει Τέρρυ. Θα κάνουμε μαζί οικογένεια και μέσα από αυτή θα δώσουμε όση αγάπη μας έλειψε στα δικά μας παιδιά, και εκείνα θα ανταποδώσουν την αγάπη μας. Πρέπει να νιώθεις τυχερός Τέρρυ και όχι να ζηλεύεις αυτά τα παιδιά. Γιατί μπόρεσες και βρήκες έναν άνθρωπο που σε αγαπάει και θέλει να κάνει οικογένεια μαζί σου. Ξέρεις πόσοι άνθρωποι γεννιούνται και πεθαίνουν χωρίς να νιώσουν ποτέ ότι κάποιος τους αγαπάει;’’
Ο Τέρρυ είχε δακρύσει και δεν μιλούσε.
‘’Έλα Τέρρυ, πάμε σπίτι μας!’’, είπε η Κάντυ αποφασιστικά και τον έσπρωξε προς την πόρτα.
Οι δοκιμασίες των επτά θανάσιμων αμαρτημάτων είχαν τελειώσει. Έμεναν άλλες τρεις αλλά πλέον δεν ήξεραν τι είχαν να αντιμετωπίσουν.
ΕΒΔΟΜΗ ΔΟΚΙΜΑΣΙΑ: ΖΗΛΟΦΘΟΝΙΑ
Μόλις πέρασαν την τελευταία πόρτα ο Τέρρυ αναστέναξε ανακουφισμένος. Είχαν φτάσει πέρα από τα μισά του δρόμου πλέον. Η τελική πόρτα όλο και πλησίαζε.
Κοίταξε γύρω του και έβγαλε μια κραυγή έκπληξης.
‘’Κάντυ..’’, γύρισε και της είπε σαστισμένος. ‘’Αυτό..αυτό είναι το σπίτι στο οποίο μεγάλωσα μικρός. Το σπίτι του πατέρα μου!’’
Η Κάντυ κοίταξε τον χώρο στον οποίο είχαν εισέλθει από την τελευταία πόρτα. Βρισκόντουσαν όντως μέσα σε ένα μεγάλο σπίτι. Συγκεκριμένα στο σαλόνι ενός σπιτιού.
‘’Αλήθεια Τέρρυ;’’ Ρώτησε η Κάντυ. ‘’Εδώ μεγάλωσες;’’
Εκείνος δεν απάντησε. Στο δωμάτιο μόλις είχε μπει η μητριά του, αλλά δεν φάνηκε να τους δίνει σημασία. Δεν τους έβλεπε.
‘’Μισητή γυναίκα’’, σκέφτηκε ο Τέρρυ. ‘’Έλα Κάντυ, πάμε να φύγουμε. Δεν υπάρχει τίποτα εδώ για να μας κρατήσει’’, της είπε.
Η Κάντυ προχώρησε διστακτικά. Καταλάβαινε γιατί ο Τέρρυ δεν ήθελε να μείνουν εκεί. Δεν είχε ευχάριστες αναμνήσεις από την παιδική του ηλικία. Εκείνη όμως ήθελε να δει τον χώρο στον οποίο μεγάλωσε όταν ήταν μικρός.
Στο δωμάτιο μπήκαν τρέχοντας τρία μικρά παιδιά και πήγαν κατευθείαν στην μητέρα τους η οποία τα αγκάλιασε γελώντας.
Ο Τέρρυ σταμάτησε να περπατάει και τους κοίταξε με ένα βλέμμα γεμάτο θλίψη.
Τότε η Κάντυ κατάλαβε.
‘’Τέρρυ..’’, είπε δισταχτικά. ‘’Ποια δοκιμασία περνάμε τώρα;’’
‘’Το αμάρτημα της ζήλιας’’, απάντησε μηχανικά εκείνος.
Το βλέμμα του είχε σκαλώσει στην εικόνα που έβλεπε μπροστά του. Την γυναίκα να αγκαλιάζει τα παιδιά της. Και μέσα του σκεφτόταν όλες τις αγκαλιές που είχε στερηθεί εκείνος από την δικιά του μητέρα, εξαιτίας εκείνης της γυναίκας. Πόσο την μισούσε! Ποτέ δεν του είχε φερθεί καλά, ποτέ δεν του έδωσε ένα χάδι, ακόμα και όταν ήταν άρρωστος δεν τον φρόντιζε ποτέ.
Κοίταξε τα παιδιά, τα μικρότερα αδέρφια του. Εκείνα είχαν την αγάπη και της μητέρας τους και του πατέρα τους. Εκείνος δεν είχε τίποτα. Ακόμα και την αγάπη του κοινού τους πατέρα την είχαν απορροφήσει όλη εκείνα τα παιδιά και για αυτόν δεν είχε μείνει ούτε στάλα.
Η Κάντυ τον κοιτούσε ανήσυχη. Όσο πιο πολύ ο Τέρρυ έβλεπε την μητριά του να παίζει μα τα παιδιά τόσο πιο πολύ τον ένιωθε να αλλάζει δίπλα της.
‘’Τέρρυ’’, του είπε αποφασιστικά. ‘’Τέρρυ κοίταξε με’’
Ο Τέρρυ γύρισε το κεφάλι του προς το μέρος της.
‘’Το ξέρω ότι είχες δύσκολα παιδικά χρόνια. Και εγώ είχα. Κανείς από τους δύο μας δεν πήρε την αγάπη που έπρεπε από τα άτομα που έπρεπε. Αλλά δεν έχει σημασία τώρα πια. Ξέρεις γιατί;’’
‘’Γιατί;’’ Ρώτησε εκείνος με απορία.
‘’Γιατί Τέρρυ όσα περάσαμε μας έκαναν τους ανθρώπους που είμαστε τώρα. Αν είχες μεγαλώσει αλλιώς, θα είχες γίνει ένας άλλος Τέρρυ, ένας Τέρρυ που μπορεί να μην αγαπούσα τόσο. Αλλά τώρα είσαι αυτός που είσαι και σε αγαπάω όπως είσαι. Δεν πρέπει να στεναχωριέσαι για πράγματα που έγιναν στο παρελθόν. Γιατί το μέλλον μας ανήκει Τέρρυ. Θα κάνουμε μαζί οικογένεια και μέσα από αυτή θα δώσουμε όση αγάπη μας έλειψε στα δικά μας παιδιά, και εκείνα θα ανταποδώσουν την αγάπη μας. Πρέπει να νιώθεις τυχερός Τέρρυ και όχι να ζηλεύεις αυτά τα παιδιά. Γιατί μπόρεσες και βρήκες έναν άνθρωπο που σε αγαπάει και θέλει να κάνει οικογένεια μαζί σου. Ξέρεις πόσοι άνθρωποι γεννιούνται και πεθαίνουν χωρίς να νιώσουν ποτέ ότι κάποιος τους αγαπάει;’’
Ο Τέρρυ είχε δακρύσει και δεν μιλούσε.
‘’Έλα Τέρρυ, πάμε σπίτι μας!’’, είπε η Κάντυ αποφασιστικά και τον έσπρωξε προς την πόρτα.
Οι δοκιμασίες των επτά θανάσιμων αμαρτημάτων είχαν τελειώσει. Έμεναν άλλες τρεις αλλά πλέον δεν ήξεραν τι είχαν να αντιμετωπίσουν.
nuitetoile21- Terry Addict
- Αριθμός μηνυμάτων : 4781
Points : 12188
Ημερομηνία εγγραφής : 06/11/2010
Ηλικία : 41
Τόπος : neverland
Απ: Ένα φικ όπως θα το περιμένατε απο την nuitetoile21
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΕΙΚΟΣΤΟ ΕΝΑΤΟ
ΟΓΔΟΗ ΔΟΚΙΜΑΣΙΑ: ΔΕΝ ΜΠΟΡΕΙ ΝΑ ΕΙΣΑΙ ΣΤΑ ΑΛΗΘΕΙΑ ΕΣΥ..
Ο Τέρρυ και η Κάντυ αναστέναξαν με ανακούφιση μόλις έκλεισαν την πόρτα της ζήλιας πίσω τους.
‘’Οι δοκιμασίες όσο πάνε και δυσκολεύουν’’, σκέφτηκε η Κάντυ.
Κοίταξε γύρω της το νέο χώρο. Ήταν ένα μεγάλος χώρος αλλά πολύ άσχημος. Λες και κάποιο ηφαίστειο είχε εκραγεί και η λάβα είχε κάψει τα πάντα στο πέρασμα της. Ερημιά, δυσοσμία, ασχήμια. Όλα ήταν νεκρά.
Και στο βάθος μπορούσε να δει ανθρώπους με κουρελιασμένα ρούχα, ταλαιπωρημένους, αδυνατισμένους, εξασθενισμένους.
Η Κάντυ ανατρίχιασε. Ο Τέρρυ της έπιασε το χέρι.
‘’Μη φοβάσαι. Όχι τώρα που φτάσαμε τόσο κοντά στο τέλος. Πάμε’’, της είπε.
Ξεκίνησαν να προχωρούν και κάθε βήμα τους έφερνε όλο και πιο κοντά στους ανθρώπους που είχαν δει από μακριά. Η μυρωδιά όλο και δυνάμωνε και το τοπίο χειροτέρευε. Η Κάντυ αναρωτιόταν πως μπορούσαν να ζουν εκεί πέρα εκείνοι οι άνθρωποι. Η καρδιά της είχε γεμίσει πόνο για εκείνους. Ήταν αδύνατο για κάποιον να μείνει εκεί.
Προχωρούσαν και τώρα περνούσαν ανάμεσα τους. Ήταν πιο εξαθλιωμένοι από ότι φαινόντουσαν από μακριά. Και η σιχαμερή μυρωδιά που γέμιζε τον αέρα, έβγαινε από τα σώματα τους. Απλυσιά, ανακατεμένη με ιδρώτα. Η Κάντυ και ο Τέρρυ δυσκολευόντουσαν να πάρουν ανάσα. Ο Τέρρυ έβγαλε ένα μαντήλι από την τσέπη του και το έδωσε στην Κάντυ η οποία με ευγνωμοσύνη το έφερε στην μύτη της. Ακόμα και έτσι όμως η μυρωδιά παρέμενε ενοχλητικά έντονη.
Κάποιοι από τους ανθρώπους γυρνούσαν και τους κοιτούσαν με περιέργεια. Άλλοι δεν τους έδιναν σημασία. Οι περισσότεροι τους εκλιπαρούσαν για λίγο φαγητό ή για λίγα χρήματα. Αλλά ο Τέρρυ τους έσπρωχνε απαλά μακριά και παράλληλα βοηθούσε την Κάντυ να προχωρήσει. Έβλεπαν πια την πόρτα.
Την ίδια ώρα στο νοσοκομείο οι γιατροί ήταν πιο αισιόδοξοι. Οι σφυγμοί είχαν κάπως σταθεροποιηθεί και έλπιζαν πως όλα θα πήγαιναν καλά. Ο Άλμπερτ περπατούσε στον διάδρομο του νοσοκομείου νευρικά , ενώ η Πάτυ και η Άννυ καθόντουσαν δίπλα δίπλα ανήσυχες. Και η ώρα περνούσε απελπιστικά αργά..
Έμεναν μόνο πέντε βήματα για να φτάσουν στην πόρτα όταν άκουσαν την φωνή. Αυτόματα σταμάτησαν.
‘’Κάντυ’’, είχε πει η φωνή σχεδόν ψιθυριστά. ‘’Κάντυ εσύ είσαι;’’
Η Κάντυ δεν αντέδρασε αλλά κάτι βαθιά μέσα της, της έλεγε ότι την ήξερε αυτή την φωνή, απλώς δεν μπορούσε να θυμηθεί από πού.
‘’Κάντυ, παιδί μου;’’, είπε η φωνή λίγο πιο δυνατά.
Και τότε η Κάντυ θυμήθηκε. Αυτή η φωνή την νανούριζε κάποτε.. Γύρισε ξαφνιασμένη και τρομαγμένη για αυτό που θα έβλεπε και αντίκρισε τον εαυτό της σε μεγαλύτερη ηλικία. Ο Τέρρυ γύρισε ταυτόχρονα με την Κάντυ το κεφάλι του και έμεινε να κοιτάζει σαστισμένος. Η γυναίκα που στεκόταν μπροστά τους ήταν ίδια η Κάντυ. Πέρα από την κούραση και τον πόνο που το είχαν παραμορφώσει , στο πρόσωπο της έλαμπαν τα μάτια της Κάντυ και μέσα από τα κουρέλια που είχε στα μαλλιά της ξεπρόβαλαν οι ίδιες χρυσαφιές τούφες.
‘’Μη..μητέρα;’’ είπε η Κάντυ δισταχτικά.
Εκείνη άνοιξε τα χέρια της για να την αγκαλιάσει. Η Κάντυ όμως δεν κουνήθηκε.
‘’Γιατί..γιατί με άφησες;’’ Την ρώτησε παγωμένα.
Η γυναίκα άρχισε να κλαίει.
‘’Συγγνώμη παιδί μου, συγγνώμη.’’ ,έλεγε μέσα από τους λυγμούς της. ‘’Δεν μπορούσα να σε φροντίζω, ήμουν άρρωστη πολύ και μόνη μου. Ο πατέρας σου είχε πεθάνει ήδη και θα τον ακολουθούσα και εγώ σύντομα. Έτσι αποφάσισα να σε αφήσω στο ορφανοτροφείο. Έτρεμα για το τι θα σου συνέβαινε έτσι και σε κρατούσα και πέθαινα. Ποιος θα σε φρόντιζε τότε;’’
Η Κάντυ έκλαιγε και εκείνη. Έκανε ένα βήμα προς την γυναίκα. Ο Τέρρυ ενστικτωδώς την κράτησε από το μπράτσο. Μέσα του ένιωθε πως αν η Κάντυ αγκάλιαζε εκείνη την γυναίκα όλα θα τελείωναν για αυτούς.
Η Κάντυ του έδιωξε το χέρι αγριεμένη.
‘’Τέρρυ!! ‘’του φώναξε.’’Τι κάνεις; Αυτή είναι η μητέρα μου!!’’
Πήγε κοντά της και την αγκάλιασε κλαίγοντας ενώ πίσω από την πλάτη της η γυναίκα χαμογέλασε ειρωνικά στον Τέρρυ.
‘’Κάντυ παιδί μου..να ξέρες πόσο ανησυχούσα για σένα..’’, έλεγε η γυναίκα. ‘’Τόση δυστυχία εδώ πέρα, και να που ήρθες εσύ και μου έφερες λίγη χαρά.
Η Κάντυ ήταν ανίκανη να μιλήσει.
‘’Θα μείνεις εδώ μαζί μου έτσι Κάντυ;’’ Ρώτησε η γυναίκα απαλά. ‘’Αν μείνεις μαζί μου δεν θα είναι τόσο άσχημα εδώ πέρα. Θα μείνεις εδώ για να αναπληρώσουμε τον χαμένο χρόνο; Θα μείνεις εδώ μαζί μου; Να κάνουμε όλα αυτά που δεν προλάβαμε;’’
Η Κάντυ είχε μουδιάσει. Να μείνει εκεί για πάντα; Να μείνει με την μητέρα της που τόσα χρόνια αποζητούσε.
‘’Κάντυ πάμε να φυγούμε!’’ της είπε ο Τέρρυ.
‘’Ο Τέρρυ’’ , σκέφτηκε η Κάντυ με ενοχή. ‘’Αν μείνω θα χάσω τον Τέρρυ, αν φύγω θα χάσω την μητέρα μου’’
Απομακρύνθηκε από την αγκαλιά της γυναίκας.
‘’Όχι΄’’,της είπε λυπημένα. ‘’Δεν μπορώ να μείνω. Θέλω να ζήσω με τον Τέρρυ. Αλλά κάποτε θα συναντηθούμε ξανά’’
Προσπάθησε να απομακρυνθεί από την γυναίκα αλλά εκείνη την κρατούσε σφιχτά.
‘’Μητέρα..μητέρα άσε με’’, είπε η Κάντυ
‘’Όχι’’, είπε εκείνη. ‘’Δεν θα φύγεις ποτέ από εδώ’’
‘’Μητέρα σε παρακαλώ..’’, είπε η Κάντυ ανήσυχη και προσπάθησε να την σπρώξει.
Αλλά η γυναίκα αντιστάθηκε και την κράτησε ακόμα πιο σφιχτά.
‘’Θα μείνεις εδώ μαζί μου ..για πάντα’’, της είπε με μια ανατριχιαστική φωνή.
Η Κάντυ τρομοκρατήθηκε και την έσπρωξε δυνατότερα. Κατάφερε να της ξεφύγει. Και τότε η γυναίκα μεταμορφώθηκε. Τα κουρέλια έπεσαν από το κορμί της, τα μάτια και τα μαλλιά της μαύρισαν και άρχισε να γελάει υστερικά.
‘’Κάντυ παιδί μου..’’ της είπε κοροϊδευτικά. ‘’Μείνε μαζί μου σε παρακαλώ’’
Άπλωσε το χέρι της που τώρα είχε μεταμορφωθεί σε ένα γέρικο χέρι όλο κόκκαλα προς την μεριά της Κάντυ. Ο Τέρρυ μπήκε μπροστά της και η γυναίκα τον γρατζούνισε στο μάγουλο.
‘’Κάντυ τρέξε!’’, φώναξε ο Τέρρυ και εκείνη άρχισε να τρέχει.
Ο Τέρρυ την ακολούθησε ρίχνοντας κάθε τόσο κλεφτές ματιές πίσω του για να σιγουρευτεί ότι αυτή η περίεργη γυναίκα δεν τους ακολουθούσε. Όταν άνοιξαν την επόμενη πόρτα την είδε από μακριά να βγάζει μια στριγκλιά και να μετατρέπεται σε σκόνη.
ΟΓΔΟΗ ΔΟΚΙΜΑΣΙΑ: ΔΕΝ ΜΠΟΡΕΙ ΝΑ ΕΙΣΑΙ ΣΤΑ ΑΛΗΘΕΙΑ ΕΣΥ..
Ο Τέρρυ και η Κάντυ αναστέναξαν με ανακούφιση μόλις έκλεισαν την πόρτα της ζήλιας πίσω τους.
‘’Οι δοκιμασίες όσο πάνε και δυσκολεύουν’’, σκέφτηκε η Κάντυ.
Κοίταξε γύρω της το νέο χώρο. Ήταν ένα μεγάλος χώρος αλλά πολύ άσχημος. Λες και κάποιο ηφαίστειο είχε εκραγεί και η λάβα είχε κάψει τα πάντα στο πέρασμα της. Ερημιά, δυσοσμία, ασχήμια. Όλα ήταν νεκρά.
Και στο βάθος μπορούσε να δει ανθρώπους με κουρελιασμένα ρούχα, ταλαιπωρημένους, αδυνατισμένους, εξασθενισμένους.
Η Κάντυ ανατρίχιασε. Ο Τέρρυ της έπιασε το χέρι.
‘’Μη φοβάσαι. Όχι τώρα που φτάσαμε τόσο κοντά στο τέλος. Πάμε’’, της είπε.
Ξεκίνησαν να προχωρούν και κάθε βήμα τους έφερνε όλο και πιο κοντά στους ανθρώπους που είχαν δει από μακριά. Η μυρωδιά όλο και δυνάμωνε και το τοπίο χειροτέρευε. Η Κάντυ αναρωτιόταν πως μπορούσαν να ζουν εκεί πέρα εκείνοι οι άνθρωποι. Η καρδιά της είχε γεμίσει πόνο για εκείνους. Ήταν αδύνατο για κάποιον να μείνει εκεί.
Προχωρούσαν και τώρα περνούσαν ανάμεσα τους. Ήταν πιο εξαθλιωμένοι από ότι φαινόντουσαν από μακριά. Και η σιχαμερή μυρωδιά που γέμιζε τον αέρα, έβγαινε από τα σώματα τους. Απλυσιά, ανακατεμένη με ιδρώτα. Η Κάντυ και ο Τέρρυ δυσκολευόντουσαν να πάρουν ανάσα. Ο Τέρρυ έβγαλε ένα μαντήλι από την τσέπη του και το έδωσε στην Κάντυ η οποία με ευγνωμοσύνη το έφερε στην μύτη της. Ακόμα και έτσι όμως η μυρωδιά παρέμενε ενοχλητικά έντονη.
Κάποιοι από τους ανθρώπους γυρνούσαν και τους κοιτούσαν με περιέργεια. Άλλοι δεν τους έδιναν σημασία. Οι περισσότεροι τους εκλιπαρούσαν για λίγο φαγητό ή για λίγα χρήματα. Αλλά ο Τέρρυ τους έσπρωχνε απαλά μακριά και παράλληλα βοηθούσε την Κάντυ να προχωρήσει. Έβλεπαν πια την πόρτα.
Την ίδια ώρα στο νοσοκομείο οι γιατροί ήταν πιο αισιόδοξοι. Οι σφυγμοί είχαν κάπως σταθεροποιηθεί και έλπιζαν πως όλα θα πήγαιναν καλά. Ο Άλμπερτ περπατούσε στον διάδρομο του νοσοκομείου νευρικά , ενώ η Πάτυ και η Άννυ καθόντουσαν δίπλα δίπλα ανήσυχες. Και η ώρα περνούσε απελπιστικά αργά..
Έμεναν μόνο πέντε βήματα για να φτάσουν στην πόρτα όταν άκουσαν την φωνή. Αυτόματα σταμάτησαν.
‘’Κάντυ’’, είχε πει η φωνή σχεδόν ψιθυριστά. ‘’Κάντυ εσύ είσαι;’’
Η Κάντυ δεν αντέδρασε αλλά κάτι βαθιά μέσα της, της έλεγε ότι την ήξερε αυτή την φωνή, απλώς δεν μπορούσε να θυμηθεί από πού.
‘’Κάντυ, παιδί μου;’’, είπε η φωνή λίγο πιο δυνατά.
Και τότε η Κάντυ θυμήθηκε. Αυτή η φωνή την νανούριζε κάποτε.. Γύρισε ξαφνιασμένη και τρομαγμένη για αυτό που θα έβλεπε και αντίκρισε τον εαυτό της σε μεγαλύτερη ηλικία. Ο Τέρρυ γύρισε ταυτόχρονα με την Κάντυ το κεφάλι του και έμεινε να κοιτάζει σαστισμένος. Η γυναίκα που στεκόταν μπροστά τους ήταν ίδια η Κάντυ. Πέρα από την κούραση και τον πόνο που το είχαν παραμορφώσει , στο πρόσωπο της έλαμπαν τα μάτια της Κάντυ και μέσα από τα κουρέλια που είχε στα μαλλιά της ξεπρόβαλαν οι ίδιες χρυσαφιές τούφες.
‘’Μη..μητέρα;’’ είπε η Κάντυ δισταχτικά.
Εκείνη άνοιξε τα χέρια της για να την αγκαλιάσει. Η Κάντυ όμως δεν κουνήθηκε.
‘’Γιατί..γιατί με άφησες;’’ Την ρώτησε παγωμένα.
Η γυναίκα άρχισε να κλαίει.
‘’Συγγνώμη παιδί μου, συγγνώμη.’’ ,έλεγε μέσα από τους λυγμούς της. ‘’Δεν μπορούσα να σε φροντίζω, ήμουν άρρωστη πολύ και μόνη μου. Ο πατέρας σου είχε πεθάνει ήδη και θα τον ακολουθούσα και εγώ σύντομα. Έτσι αποφάσισα να σε αφήσω στο ορφανοτροφείο. Έτρεμα για το τι θα σου συνέβαινε έτσι και σε κρατούσα και πέθαινα. Ποιος θα σε φρόντιζε τότε;’’
Η Κάντυ έκλαιγε και εκείνη. Έκανε ένα βήμα προς την γυναίκα. Ο Τέρρυ ενστικτωδώς την κράτησε από το μπράτσο. Μέσα του ένιωθε πως αν η Κάντυ αγκάλιαζε εκείνη την γυναίκα όλα θα τελείωναν για αυτούς.
Η Κάντυ του έδιωξε το χέρι αγριεμένη.
‘’Τέρρυ!! ‘’του φώναξε.’’Τι κάνεις; Αυτή είναι η μητέρα μου!!’’
Πήγε κοντά της και την αγκάλιασε κλαίγοντας ενώ πίσω από την πλάτη της η γυναίκα χαμογέλασε ειρωνικά στον Τέρρυ.
‘’Κάντυ παιδί μου..να ξέρες πόσο ανησυχούσα για σένα..’’, έλεγε η γυναίκα. ‘’Τόση δυστυχία εδώ πέρα, και να που ήρθες εσύ και μου έφερες λίγη χαρά.
Η Κάντυ ήταν ανίκανη να μιλήσει.
‘’Θα μείνεις εδώ μαζί μου έτσι Κάντυ;’’ Ρώτησε η γυναίκα απαλά. ‘’Αν μείνεις μαζί μου δεν θα είναι τόσο άσχημα εδώ πέρα. Θα μείνεις εδώ για να αναπληρώσουμε τον χαμένο χρόνο; Θα μείνεις εδώ μαζί μου; Να κάνουμε όλα αυτά που δεν προλάβαμε;’’
Η Κάντυ είχε μουδιάσει. Να μείνει εκεί για πάντα; Να μείνει με την μητέρα της που τόσα χρόνια αποζητούσε.
‘’Κάντυ πάμε να φυγούμε!’’ της είπε ο Τέρρυ.
‘’Ο Τέρρυ’’ , σκέφτηκε η Κάντυ με ενοχή. ‘’Αν μείνω θα χάσω τον Τέρρυ, αν φύγω θα χάσω την μητέρα μου’’
Απομακρύνθηκε από την αγκαλιά της γυναίκας.
‘’Όχι΄’’,της είπε λυπημένα. ‘’Δεν μπορώ να μείνω. Θέλω να ζήσω με τον Τέρρυ. Αλλά κάποτε θα συναντηθούμε ξανά’’
Προσπάθησε να απομακρυνθεί από την γυναίκα αλλά εκείνη την κρατούσε σφιχτά.
‘’Μητέρα..μητέρα άσε με’’, είπε η Κάντυ
‘’Όχι’’, είπε εκείνη. ‘’Δεν θα φύγεις ποτέ από εδώ’’
‘’Μητέρα σε παρακαλώ..’’, είπε η Κάντυ ανήσυχη και προσπάθησε να την σπρώξει.
Αλλά η γυναίκα αντιστάθηκε και την κράτησε ακόμα πιο σφιχτά.
‘’Θα μείνεις εδώ μαζί μου ..για πάντα’’, της είπε με μια ανατριχιαστική φωνή.
Η Κάντυ τρομοκρατήθηκε και την έσπρωξε δυνατότερα. Κατάφερε να της ξεφύγει. Και τότε η γυναίκα μεταμορφώθηκε. Τα κουρέλια έπεσαν από το κορμί της, τα μάτια και τα μαλλιά της μαύρισαν και άρχισε να γελάει υστερικά.
‘’Κάντυ παιδί μου..’’ της είπε κοροϊδευτικά. ‘’Μείνε μαζί μου σε παρακαλώ’’
Άπλωσε το χέρι της που τώρα είχε μεταμορφωθεί σε ένα γέρικο χέρι όλο κόκκαλα προς την μεριά της Κάντυ. Ο Τέρρυ μπήκε μπροστά της και η γυναίκα τον γρατζούνισε στο μάγουλο.
‘’Κάντυ τρέξε!’’, φώναξε ο Τέρρυ και εκείνη άρχισε να τρέχει.
Ο Τέρρυ την ακολούθησε ρίχνοντας κάθε τόσο κλεφτές ματιές πίσω του για να σιγουρευτεί ότι αυτή η περίεργη γυναίκα δεν τους ακολουθούσε. Όταν άνοιξαν την επόμενη πόρτα την είδε από μακριά να βγάζει μια στριγκλιά και να μετατρέπεται σε σκόνη.
nuitetoile21- Terry Addict
- Αριθμός μηνυμάτων : 4781
Points : 12188
Ημερομηνία εγγραφής : 06/11/2010
Ηλικία : 41
Τόπος : neverland
Απ: Ένα φικ όπως θα το περιμένατε απο την nuitetoile21
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΡΙΑΚΟΣΤΟ
ΕΝΑΤΗ ΔΟΚΙΜΑΣΙΑ : ΑΥΤΑΠΑΤΗ
Αμέσως ένιωσαν την διαφορά στον αέρα. Το νέο δωμάτιο μοσχοβολούσε λουλούδια. Η Κάντυ πήρε μερικές βαθιές ανάσες και ο καθαρός αέρας πήρε τις στεναχώριες της μακριά. Ένιωθε πολύ καλύτερα τώρα.
Κοίταξε γύρω της και έτριψε τα μάτια της με έκπληξη, αδυνατώντας να πιστέψει αυτό που έβλεπε. Μα ήταν δυνατό να βρισκόντουσαν στο σπίτι του μικρού αλόγου; Μήπως είχαν κάνει λάθος και είχαν περάσει όλες τις δοκιμασίες τελικά;
Κοίταξε τον Τέρρυ. Εκείνος στεκόταν δίπλα της ξαφνιασμένος. Τα μάτια του δεν χόρταιναν να βλέπουν το πανέμορφο τοπίο που είχαν μπροστά τους. Δέντρα γεμάτα καρπούς μέχρι εκεί που έβλεπαν, ανθισμένα λουλούδια κάτω από τα πόδια τους, λίμνες που τους προσκαλούσαν να δροσιστούν μέσα τους και ατελείωτα μικρά ζωάκια που χοροπηδούσαν γύρω τους.
‘’Αυτός είναι κόσμος!’’ σκέφτηκε με θαυμασμό ο Τέρρυ. ‘’Ένας τέτοιος κόσμος αξίζει στην Κάντυ για να της χαρίσει κάποιος’’
Κοίταξε ξανά το μικρό σπίτι, το σπίτι του μικρού αλόγου και η καρδιά του σκίρτησε.
΄΄Μα είναι δυνατόν να μας χαρίζονται όλα αυτά;’’ Αναρωτήθηκε.
‘’Έλα Κάντυ’’, της είπε ‘’Πάμε προς τα εκεί’’
Άρχισαν να προχωρούν προς το σπίτι. Η Κάντυ χοροπηδούσε μπροστά του και κάθε τόσο γυρνούσε και του έλεγε και μια μικρή ιστορία για το μέρος στο οποίο μεγάλωσε.
‘’Να Τέρρυ!! Εκεί!!! Από εκείνο το δέντρο είχα κρεμαστεί μια φορά αλλά δεν πρόσεξα και έπεσα! Και εκεί, σε εκείνον τον λόφο πήγαινε η Άννυ όταν ήθελε να μείνει μόνη της. Και εκεί!!! Εκεί, σε εκείνο το ύψωμα είχαμε φτιάξει έναν χιονάνθρωπο!’’, φώναζε χαρούμενη.
Ο Τέρρυ γελούσε. Ήθελε τόσο πολύ να είναι ευτυχισμένη η Κάντυ του. Και τώρα μετά από όλες αυτές τις δοκιμασίες επιτέλους την έβλεπε να γελάει και να κάνει σαν μικρό παιδί ξανά.
‘’Τι πειράζει να μείνουμε λιγάκι εδώ;’’ Σκέφτηκε ο Τέρρυ. ‘’Λίγο μονάχα, να χορτάσω το χαμόγελο της..’’
Και ο χρόνος κυλούσε επικίνδυνα γρήγορα..
Ένας γιατρός πλησίασε τον Άλμπερτ. Ήταν συννεφιασμένος. Ο Άλμπερτ κατάλαβε. Τα πράγματα δεν πήγαιναν όπως περίμεναν. Ξαφνικά οι σφυγμοί όλο και λιγόστευαν, όλο γινόντουσαν και πιο αδύναμοι.
‘’Λίγη ώρα ακόμα σε αυτή την κατάσταση και τίποτα δεν θα τους φέρει πίσω’’, είχε πει ο γιατρός στον Άλμπερτ.
Η Κάντυ έτρεχε από λόφο σε λόφο, μην μπορώντας να πιστέψει την ευτυχία που ένιωθε. Παράλληλα με αυτό όμως άρχισε να νιώθει απίστευτα κουρασμένη. Ξάπλωσε στο χώμα και ο Τέρρυ ξάπλωσε δίπλα της.
‘’Νιώθω πολύ κουρασμένη’’, του είπε.
‘’Και εγώ’’, της απάντησε εκείνος.
Η Κάντυ έκλεισε τα μάτια της και μισοξύπνια άκουγε τους ήχους δίπλα της.
‘’Δυο λεπτά, να ξεκουραστούμε, τι πειράζει;’’ Σκέφτηκε ο Τέρρυ και έκλεισε και εκείνος τα δικά του.
Τότε το άκουσε. Ένας περίεργος ήχος απλωνόταν γύρω τους. Δεν μπορούσε να διευκρινίσει ακριβώς τι ήταν. Ακουγόταν σαν το σούρσιμο που κάνει το φίδι ανάμεσα στα χόρτα.
Ο Τέρρυ άνοιξε το ένα μάτι ενοχλημένος και αποφασισμένος να διώξει όποιον προκαλούσε αυτόν τον ενοχλητικό θόρυβο που δεν τον άφηνε να κοιμηθεί.
Αυτό που είδε τον έκανε να πεταχτεί πάνω. Το τοπίο που μέχρι πριν απολάμβαναν είχε αρχίσει να μαυρίζει. Σαν το απόλυτο σκοτάδι να είχε αποφασίσει να τραφεί και έτρωγε αργά το περιβάλλον του σπιτιού του μικρού αλόγου.
Ο Τέρρυ συνήλθε. Κοίταξε γύρω του και εντόπισε την πόρτα. Ευτυχώς ήταν από την άλλη πλευρά από εκείνη που ερχόταν το σκοτάδι.
Σκούντηξε την Κάντυ για να ξυπνήσει αλλά εκείνη δεν αντέδρασε. Το σκοτάδι όλο και τους πλησίαζε. Ο Τέρρυ κατάλαβε πως ήταν αργά για εναλλακτικές. Πήρε στα χέρια του την Κάντυ και άρχισε να τρέχει. Η πόρτα ερχόταν όλο και πιο κοντά.
Το σκοτάδι όμως λες και κατάλαβε τις σκέψεις του άρχισε να κινείται ακόμα πιο γρήγορα. Κόντευε πια να τον φτάσει ενώ είχε καταπιεί τα πάντα στο πέρασμα του. Ο Τέρρυ άρχισε να τρέχει ακόμα πιο γρήγορα, ενώ η εικόνα της κοιμισμένης φιγούρας που κρατούσε στα χέρια του, του έδινε κουράγιο.
‘’Γιατρε! Γιατρέ!’’, φώναξε μια νοσοκόμα!! ‘’Επανέρχονται οι σφυγμοί του Τέρρυ!’’
Ο Άλμπερτ πετάχτηκε όρθιος. Ο Τέρρυ!! Ο Τέρρυ μπορεί και να ζούσε τελικά. Για την Κάντυ τον είχαν ενημερώσει ήδη πως οι παλμοί της είχαν σταματήσει. Τους παρακάλεσε να την παρακολουθούν για λίγη ώρα μονάχα ακόμα μήπως και επανέλθει.
‘’Βέβαίως’’, του είπε ο γιατρός. ‘’Καταλαβαίνω πως νιώθετε. Θα την έχουμε υπό παρακολούθηση για άλλη μια ώρα. Αλλά μετά ξέρετε δεν θα μπορώ να κάνω τίποτα άλλο. Καλύτερα να αρχίσετε να συνηθίζετε στην ιδέα..μόνο ένα θαύμα θα την σώσει..’’
Την ίδια ώρα ο Τέρρυ αγκομαχώντας περνούσε την πόρτα, έχοντας στην αγκαλιά του την Κάντυ.
ΕΝΑΤΗ ΔΟΚΙΜΑΣΙΑ : ΑΥΤΑΠΑΤΗ
Αμέσως ένιωσαν την διαφορά στον αέρα. Το νέο δωμάτιο μοσχοβολούσε λουλούδια. Η Κάντυ πήρε μερικές βαθιές ανάσες και ο καθαρός αέρας πήρε τις στεναχώριες της μακριά. Ένιωθε πολύ καλύτερα τώρα.
Κοίταξε γύρω της και έτριψε τα μάτια της με έκπληξη, αδυνατώντας να πιστέψει αυτό που έβλεπε. Μα ήταν δυνατό να βρισκόντουσαν στο σπίτι του μικρού αλόγου; Μήπως είχαν κάνει λάθος και είχαν περάσει όλες τις δοκιμασίες τελικά;
Κοίταξε τον Τέρρυ. Εκείνος στεκόταν δίπλα της ξαφνιασμένος. Τα μάτια του δεν χόρταιναν να βλέπουν το πανέμορφο τοπίο που είχαν μπροστά τους. Δέντρα γεμάτα καρπούς μέχρι εκεί που έβλεπαν, ανθισμένα λουλούδια κάτω από τα πόδια τους, λίμνες που τους προσκαλούσαν να δροσιστούν μέσα τους και ατελείωτα μικρά ζωάκια που χοροπηδούσαν γύρω τους.
‘’Αυτός είναι κόσμος!’’ σκέφτηκε με θαυμασμό ο Τέρρυ. ‘’Ένας τέτοιος κόσμος αξίζει στην Κάντυ για να της χαρίσει κάποιος’’
Κοίταξε ξανά το μικρό σπίτι, το σπίτι του μικρού αλόγου και η καρδιά του σκίρτησε.
΄΄Μα είναι δυνατόν να μας χαρίζονται όλα αυτά;’’ Αναρωτήθηκε.
‘’Έλα Κάντυ’’, της είπε ‘’Πάμε προς τα εκεί’’
Άρχισαν να προχωρούν προς το σπίτι. Η Κάντυ χοροπηδούσε μπροστά του και κάθε τόσο γυρνούσε και του έλεγε και μια μικρή ιστορία για το μέρος στο οποίο μεγάλωσε.
‘’Να Τέρρυ!! Εκεί!!! Από εκείνο το δέντρο είχα κρεμαστεί μια φορά αλλά δεν πρόσεξα και έπεσα! Και εκεί, σε εκείνον τον λόφο πήγαινε η Άννυ όταν ήθελε να μείνει μόνη της. Και εκεί!!! Εκεί, σε εκείνο το ύψωμα είχαμε φτιάξει έναν χιονάνθρωπο!’’, φώναζε χαρούμενη.
Ο Τέρρυ γελούσε. Ήθελε τόσο πολύ να είναι ευτυχισμένη η Κάντυ του. Και τώρα μετά από όλες αυτές τις δοκιμασίες επιτέλους την έβλεπε να γελάει και να κάνει σαν μικρό παιδί ξανά.
‘’Τι πειράζει να μείνουμε λιγάκι εδώ;’’ Σκέφτηκε ο Τέρρυ. ‘’Λίγο μονάχα, να χορτάσω το χαμόγελο της..’’
Και ο χρόνος κυλούσε επικίνδυνα γρήγορα..
Ένας γιατρός πλησίασε τον Άλμπερτ. Ήταν συννεφιασμένος. Ο Άλμπερτ κατάλαβε. Τα πράγματα δεν πήγαιναν όπως περίμεναν. Ξαφνικά οι σφυγμοί όλο και λιγόστευαν, όλο γινόντουσαν και πιο αδύναμοι.
‘’Λίγη ώρα ακόμα σε αυτή την κατάσταση και τίποτα δεν θα τους φέρει πίσω’’, είχε πει ο γιατρός στον Άλμπερτ.
Η Κάντυ έτρεχε από λόφο σε λόφο, μην μπορώντας να πιστέψει την ευτυχία που ένιωθε. Παράλληλα με αυτό όμως άρχισε να νιώθει απίστευτα κουρασμένη. Ξάπλωσε στο χώμα και ο Τέρρυ ξάπλωσε δίπλα της.
‘’Νιώθω πολύ κουρασμένη’’, του είπε.
‘’Και εγώ’’, της απάντησε εκείνος.
Η Κάντυ έκλεισε τα μάτια της και μισοξύπνια άκουγε τους ήχους δίπλα της.
‘’Δυο λεπτά, να ξεκουραστούμε, τι πειράζει;’’ Σκέφτηκε ο Τέρρυ και έκλεισε και εκείνος τα δικά του.
Τότε το άκουσε. Ένας περίεργος ήχος απλωνόταν γύρω τους. Δεν μπορούσε να διευκρινίσει ακριβώς τι ήταν. Ακουγόταν σαν το σούρσιμο που κάνει το φίδι ανάμεσα στα χόρτα.
Ο Τέρρυ άνοιξε το ένα μάτι ενοχλημένος και αποφασισμένος να διώξει όποιον προκαλούσε αυτόν τον ενοχλητικό θόρυβο που δεν τον άφηνε να κοιμηθεί.
Αυτό που είδε τον έκανε να πεταχτεί πάνω. Το τοπίο που μέχρι πριν απολάμβαναν είχε αρχίσει να μαυρίζει. Σαν το απόλυτο σκοτάδι να είχε αποφασίσει να τραφεί και έτρωγε αργά το περιβάλλον του σπιτιού του μικρού αλόγου.
Ο Τέρρυ συνήλθε. Κοίταξε γύρω του και εντόπισε την πόρτα. Ευτυχώς ήταν από την άλλη πλευρά από εκείνη που ερχόταν το σκοτάδι.
Σκούντηξε την Κάντυ για να ξυπνήσει αλλά εκείνη δεν αντέδρασε. Το σκοτάδι όλο και τους πλησίαζε. Ο Τέρρυ κατάλαβε πως ήταν αργά για εναλλακτικές. Πήρε στα χέρια του την Κάντυ και άρχισε να τρέχει. Η πόρτα ερχόταν όλο και πιο κοντά.
Το σκοτάδι όμως λες και κατάλαβε τις σκέψεις του άρχισε να κινείται ακόμα πιο γρήγορα. Κόντευε πια να τον φτάσει ενώ είχε καταπιεί τα πάντα στο πέρασμα του. Ο Τέρρυ άρχισε να τρέχει ακόμα πιο γρήγορα, ενώ η εικόνα της κοιμισμένης φιγούρας που κρατούσε στα χέρια του, του έδινε κουράγιο.
‘’Γιατρε! Γιατρέ!’’, φώναξε μια νοσοκόμα!! ‘’Επανέρχονται οι σφυγμοί του Τέρρυ!’’
Ο Άλμπερτ πετάχτηκε όρθιος. Ο Τέρρυ!! Ο Τέρρυ μπορεί και να ζούσε τελικά. Για την Κάντυ τον είχαν ενημερώσει ήδη πως οι παλμοί της είχαν σταματήσει. Τους παρακάλεσε να την παρακολουθούν για λίγη ώρα μονάχα ακόμα μήπως και επανέλθει.
‘’Βέβαίως’’, του είπε ο γιατρός. ‘’Καταλαβαίνω πως νιώθετε. Θα την έχουμε υπό παρακολούθηση για άλλη μια ώρα. Αλλά μετά ξέρετε δεν θα μπορώ να κάνω τίποτα άλλο. Καλύτερα να αρχίσετε να συνηθίζετε στην ιδέα..μόνο ένα θαύμα θα την σώσει..’’
Την ίδια ώρα ο Τέρρυ αγκομαχώντας περνούσε την πόρτα, έχοντας στην αγκαλιά του την Κάντυ.
nuitetoile21- Terry Addict
- Αριθμός μηνυμάτων : 4781
Points : 12188
Ημερομηνία εγγραφής : 06/11/2010
Ηλικία : 41
Τόπος : neverland
Απ: Ένα φικ όπως θα το περιμένατε απο την nuitetoile21
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΡΙΑΚΟΣΤΟ ΠΡΩΤΟ
ΔΕΚΑΤΗ ΔΟΚΙΜΑΣΙΑ – ΤΕΛΙΚΗ : Ο ΔΡΟΜΟΣ ΤΟΥ ΟΡΦΕΑ
Ο Τέρρυ με το που πέρασε την νέα πόρτα έπεσε εξασθενισμένος στο έδαφος. Η Κάντυ ήταν ακόμα στην αγκαλιά του. Ο Τέρρυ την κοίταξε. Εκείνη δεν κουνιόταν, δεν ανέπνεε.
Ο Τέρρυ άρχισε να κλαίει απελπισμένος.
‘’Δεν μπορεί να σε έχασα Κάντυ!!’’, μονολογούσε.
‘’Δώσε της λίγο χρόνο, να διώξει το σκοτάδι από μέσα της και θα συνέλθει.’’ , του είπε μια φωνή.
Ο Τέρρυ γύρισε ξαφνιασμένος το κεφάλι του και αντίκρισε έναν όμορφο άντρα να τον κοιτάει με καλοσύνη.
‘’Ποιος είσαι εσύ;’’ Ρώτησε.
‘’Είμαι ο Ορφέας’’, απάντησε ο άντρας. ‘’Θα σας πω τι πρέπει να κάνετε για να φτάσετε στην τελευταία πόρτα’’
Η Κάντυ κουνήθηκε λιγάκι και με δυσκολία άνοιξε τα μάτια της.
‘’Τέρρυ..’’, ψιθύρισε.
Εκείνος έσκυψε από πάνω της και άρχισε να την φιλάει γελώντας.
Η Κάντυ τον έσπρωξε λίγο προς τα πίσω.
‘’Δεν μπορώ να ανασάνω Τέρρυ..’’, του είπε μισογελώντας.
‘’Σας παρακαλώ, δεν έχετε πολύ χρόνο’’, τους είπε ο Ορφέας.
Η Κάντυ γύρισε και τον κοίταξε.
‘’Ποιος είναι αυτός Τέρρυ;’’ Ρώτησε λιγάκι φοβισμένη.
‘’Θα μας πει τι πρέπει να κάνουμε Κάντυ, για να φτάσουμε στην τελευταία πόρτα’’, την καθησύχασε εκείνος.
‘’Ο δρόμος εδώ λίγο πιο κάτω γίνεται ένα στενό μονοπάτι’’, είπε ο Ορφέας. ‘’Δεν χωράτε να περάσετε μαζί, θα προχωράει μπροστά ο ένας και ο άλλος θα ακολουθεί. Στο τέλος του μονοπατιού, είναι η τελευταία πόρτα.’’
‘’Α εντάξει εύκολο ακούγεται!!’’ φώναξε η Κάντυ χαρούμενη.
‘’Δεν τελείωσα’’, είπε ο άντρας.
‘’Συγγνώμη’’, είπε η Κάντυ κοκκινίζοντας και κρύφτηκε πίσω από τον Τέρρυ.
‘’Τέρρυ εσύ θα περπατάς πρώτος’’, είπε ο Ορφέας. ‘’Και η Κάντυ θα ακολουθεί. Όμως δεν πρέπει να γυρίσεις ούτε μια φορά πίσω σου για να δεις αν εκείνη ακολουθεί. Δεν θα μπορείς να ακούς τα βήματα της, δεν θα ακούς τίποτα από εκείνη. Ούτε επιτρέπεται να της μιλήσεις ή να σου μιλήσει εκείνη. Πρέπει να διασχίσετε το μονοπάτι σιωπηλοί. Αν ακουστεί έστω και μια λέξη θα χαθείτε στις σκιές. Και εσύ Τέρρυ, αν χάσεις την πίστη σου και γυρίσεις να δεις αν η Κάντυ σε ακολουθεί, τότε εκείνη θα γυρίσει στις σκιές και εσύ στον κόσμο των ανθρώπων. Μόνο όταν περάσετε την πόρτα έχετε δικαίωμα και να μιλήσετε και να την κοιτάξεις Τέρρυ. Καταλάβατε;’’
Ο Τέρρυ τον κοίταζε αμίλητος. Ναι αυτός θα μπορούσε να περπατήσει μέχρι το τέλος και να μην κοιτάξει πίσω. Η Κάντυ όμως θα άντεχε να περπατάει τόση ώρα χωρίς να μιλήσει;
Ξαφνικά η Κάντυ του έπιασε το πρόσωπο και τον γύρισε προς το μέρος της. Αμέσως μετά τον φίλησε. Όταν τα χείλη τους χώρισαν, άρχισε να του χαϊδεύει τα μαλλιά.
‘’Μην ανησυχείς. Δεν θα πω κουβέντα. Θα ήταν τελείως χαζό να χαθούμε στα σκοτάδια εξαιτίας μιας χαζής πρότασης.’’, του είπε αποφασιστικά.
Εκείνος της χαμογέλασε και ξεκίνησαν να περπατούν. Φτάνοντας στην αρχή του μονοπατιού ο Τέρρυ στάθηκε. Την κοίταξε καλά και προσπάθησε να αντιγράψει την εικόνα της μέσα στο μυαλό του. Ήθελε να την σκέφτεται όπως ακριβώς έμοιαζε τώρα. Αδύναμη και ταλαιπωρημένη. Αυτό θα του έδινε κουράγιο να συνεχίσει τον δρόμο γρηγορότερα.
Μπήκε μπροστά της και άρχισε να περπατά στο στενό μονοπάτι. Ήταν κρύο και υγρό, μύριζε μούχλα. Επικρατούσε απόλυτη ησυχία και κάθε βήμα που έκανε ακουγόταν πολύ δυνατά.
Γρήγορα παρατήρησε πως ο Ορφέας είχε δίκιο. Δεν άκουγε τα βήματα της Κάντυ πίσω του. Ένιωσε να πανικοβάλλεται.
‘’Αν εκείνη είχε κουραστεί και είχε σταματήσει; Αν είχε λιποθυμήσει;’’, αναρωτιόταν.
Δεν γυρνούσε να κοιτάξει όμως. Απλά τάχυνε το βήμα του από τον φόβο ότι δεν θα αντέξει και θα κοιτάξει πίσω.
Η Κάντυ περπατούσε πίσω του και προσάρμοζε τα βήματα της στον ρυθμό που ακολουθούσε εκείνος. Δεν της φαινόταν τόσο δύσκολη δοκιμασία τελικά. Στην αρχή φοβήθηκε ότι δεν θα μπορούσε να κάνει τον εαυτό της να σωπάσει αλλά τώρα διαπίστωνε ότι δεν ήταν και τόσο δύσκολο.
Κοίταξε τους πέτρινους τοίχους που πλαισίωναν το μονοπάτι. Ήταν πέτρινοι και καλυμμένοι με υγρασία.
Η Κάντυ ανατρίχιασε.
‘’ Όσο πιο γρήγορα φτάσουμε στην πόρτα τόσο το καλύτερο!’’ σκέφτηκε και έκλεισε το στόμα της πεισματικά με τα χέρια της.
Τότε είδε μια αράχνη να κατεβαίνει τον τοίχο και ύστερα άλλη μια. Σε λίγο ο τοίχος είχε μισογεμίσει με αράχνες.
Η Κάντυ της κοίταζε με τρόμο. Δεν τις σιχαινόταν απλά, τις φοβόταν!
Πίεσε τα χέρια της πιο πολύ πάνω στο στόμα της, προσπαθώντας να πνίξει την κραυγή που ήθελε να βγάλει μέσα της.
Ο Τέρρυ περπατούσε και ένιωθε πως θα τρελαινόταν. Δεν άντεχε να μην ξέρει αν η Κάντυ ήταν καλά και τον ακολουθούσε. Κοίταξε τους τοίχους γύρω του. Άδειοι και μαύροι, χωρίς τίποτα πάνω τους, μόνο η γυαλάδα που άφηνε η υγρασία πάνω στις πέτρες υπήρχε.
Έφερε στο μυαλό του την Κάντυ που πριν λίγο τον είχε φιλήσει και ένιωσε ζεστασιά μέσα του.
‘’Το φακιδομουτράκι μου είναι δυνατό’’, είπε στον εαυτό του. ‘’Είναι πίσω μου και με ακολουθεί. ‘’
Η Κάντυ κοίταζε τις αράχνες με τρόμο. Όλο και πλήθαιναν. Πλέον είχαν αφήσει τους τοίχους και μπλεκόντουσαν ανάμεσα στα πόδια της.
‘’Ο Τέρρυ είναι μπροστά σου Κάντυ!’’, είπε στον εαυτό της. ‘’Λίγος δρόμος ακόμα και μετά θα πάτε σε ένα όμορφο μέρος, χωρίς αράχνες και θα είστε μαζί για πάντα’’
Με μιας οι αράχνες εξαφανίστηκαν και η Κάντυ χαμογέλασε.
Ο Τέρρυ χαμογέλασε την ίδια στιγμή. Η πόρτα ήταν μόλις πέντε βήματα μακριά τους. Πέντε βήματα και όλα θα τελείωναν.
Τάχυνε το βήμα του και άπλωσε το χέρι του. Με τα ακροδάχτυλα του άγγιζε πια το χερούλι. Το άρπαξε αποφασιστικά και το γύρισε. Πέρασε την πόρτα και άκουσε την Κάντυ να κλείνει την πόρτα πίσω της.
‘’Τέρρυ τα καταφέραμε!’’ του είπε και τον αγκάλιασε σφιχτά.
Τότε όλα λούστηκαν με φως και έκλεισαν τα μάτια τους από την λάμψη.
Όταν τα ξανάνοιξαν βρισκόντουσαν ξαπλωμένοι σε δυο διπλανά κρεβάτια νοσοκομείου. Είχαν γυρίσει ζωντανοί από τον θάνατο.
ΔΕΚΑΤΗ ΔΟΚΙΜΑΣΙΑ – ΤΕΛΙΚΗ : Ο ΔΡΟΜΟΣ ΤΟΥ ΟΡΦΕΑ
Ο Τέρρυ με το που πέρασε την νέα πόρτα έπεσε εξασθενισμένος στο έδαφος. Η Κάντυ ήταν ακόμα στην αγκαλιά του. Ο Τέρρυ την κοίταξε. Εκείνη δεν κουνιόταν, δεν ανέπνεε.
Ο Τέρρυ άρχισε να κλαίει απελπισμένος.
‘’Δεν μπορεί να σε έχασα Κάντυ!!’’, μονολογούσε.
‘’Δώσε της λίγο χρόνο, να διώξει το σκοτάδι από μέσα της και θα συνέλθει.’’ , του είπε μια φωνή.
Ο Τέρρυ γύρισε ξαφνιασμένος το κεφάλι του και αντίκρισε έναν όμορφο άντρα να τον κοιτάει με καλοσύνη.
‘’Ποιος είσαι εσύ;’’ Ρώτησε.
‘’Είμαι ο Ορφέας’’, απάντησε ο άντρας. ‘’Θα σας πω τι πρέπει να κάνετε για να φτάσετε στην τελευταία πόρτα’’
Η Κάντυ κουνήθηκε λιγάκι και με δυσκολία άνοιξε τα μάτια της.
‘’Τέρρυ..’’, ψιθύρισε.
Εκείνος έσκυψε από πάνω της και άρχισε να την φιλάει γελώντας.
Η Κάντυ τον έσπρωξε λίγο προς τα πίσω.
‘’Δεν μπορώ να ανασάνω Τέρρυ..’’, του είπε μισογελώντας.
‘’Σας παρακαλώ, δεν έχετε πολύ χρόνο’’, τους είπε ο Ορφέας.
Η Κάντυ γύρισε και τον κοίταξε.
‘’Ποιος είναι αυτός Τέρρυ;’’ Ρώτησε λιγάκι φοβισμένη.
‘’Θα μας πει τι πρέπει να κάνουμε Κάντυ, για να φτάσουμε στην τελευταία πόρτα’’, την καθησύχασε εκείνος.
‘’Ο δρόμος εδώ λίγο πιο κάτω γίνεται ένα στενό μονοπάτι’’, είπε ο Ορφέας. ‘’Δεν χωράτε να περάσετε μαζί, θα προχωράει μπροστά ο ένας και ο άλλος θα ακολουθεί. Στο τέλος του μονοπατιού, είναι η τελευταία πόρτα.’’
‘’Α εντάξει εύκολο ακούγεται!!’’ φώναξε η Κάντυ χαρούμενη.
‘’Δεν τελείωσα’’, είπε ο άντρας.
‘’Συγγνώμη’’, είπε η Κάντυ κοκκινίζοντας και κρύφτηκε πίσω από τον Τέρρυ.
‘’Τέρρυ εσύ θα περπατάς πρώτος’’, είπε ο Ορφέας. ‘’Και η Κάντυ θα ακολουθεί. Όμως δεν πρέπει να γυρίσεις ούτε μια φορά πίσω σου για να δεις αν εκείνη ακολουθεί. Δεν θα μπορείς να ακούς τα βήματα της, δεν θα ακούς τίποτα από εκείνη. Ούτε επιτρέπεται να της μιλήσεις ή να σου μιλήσει εκείνη. Πρέπει να διασχίσετε το μονοπάτι σιωπηλοί. Αν ακουστεί έστω και μια λέξη θα χαθείτε στις σκιές. Και εσύ Τέρρυ, αν χάσεις την πίστη σου και γυρίσεις να δεις αν η Κάντυ σε ακολουθεί, τότε εκείνη θα γυρίσει στις σκιές και εσύ στον κόσμο των ανθρώπων. Μόνο όταν περάσετε την πόρτα έχετε δικαίωμα και να μιλήσετε και να την κοιτάξεις Τέρρυ. Καταλάβατε;’’
Ο Τέρρυ τον κοίταζε αμίλητος. Ναι αυτός θα μπορούσε να περπατήσει μέχρι το τέλος και να μην κοιτάξει πίσω. Η Κάντυ όμως θα άντεχε να περπατάει τόση ώρα χωρίς να μιλήσει;
Ξαφνικά η Κάντυ του έπιασε το πρόσωπο και τον γύρισε προς το μέρος της. Αμέσως μετά τον φίλησε. Όταν τα χείλη τους χώρισαν, άρχισε να του χαϊδεύει τα μαλλιά.
‘’Μην ανησυχείς. Δεν θα πω κουβέντα. Θα ήταν τελείως χαζό να χαθούμε στα σκοτάδια εξαιτίας μιας χαζής πρότασης.’’, του είπε αποφασιστικά.
Εκείνος της χαμογέλασε και ξεκίνησαν να περπατούν. Φτάνοντας στην αρχή του μονοπατιού ο Τέρρυ στάθηκε. Την κοίταξε καλά και προσπάθησε να αντιγράψει την εικόνα της μέσα στο μυαλό του. Ήθελε να την σκέφτεται όπως ακριβώς έμοιαζε τώρα. Αδύναμη και ταλαιπωρημένη. Αυτό θα του έδινε κουράγιο να συνεχίσει τον δρόμο γρηγορότερα.
Μπήκε μπροστά της και άρχισε να περπατά στο στενό μονοπάτι. Ήταν κρύο και υγρό, μύριζε μούχλα. Επικρατούσε απόλυτη ησυχία και κάθε βήμα που έκανε ακουγόταν πολύ δυνατά.
Γρήγορα παρατήρησε πως ο Ορφέας είχε δίκιο. Δεν άκουγε τα βήματα της Κάντυ πίσω του. Ένιωσε να πανικοβάλλεται.
‘’Αν εκείνη είχε κουραστεί και είχε σταματήσει; Αν είχε λιποθυμήσει;’’, αναρωτιόταν.
Δεν γυρνούσε να κοιτάξει όμως. Απλά τάχυνε το βήμα του από τον φόβο ότι δεν θα αντέξει και θα κοιτάξει πίσω.
Η Κάντυ περπατούσε πίσω του και προσάρμοζε τα βήματα της στον ρυθμό που ακολουθούσε εκείνος. Δεν της φαινόταν τόσο δύσκολη δοκιμασία τελικά. Στην αρχή φοβήθηκε ότι δεν θα μπορούσε να κάνει τον εαυτό της να σωπάσει αλλά τώρα διαπίστωνε ότι δεν ήταν και τόσο δύσκολο.
Κοίταξε τους πέτρινους τοίχους που πλαισίωναν το μονοπάτι. Ήταν πέτρινοι και καλυμμένοι με υγρασία.
Η Κάντυ ανατρίχιασε.
‘’ Όσο πιο γρήγορα φτάσουμε στην πόρτα τόσο το καλύτερο!’’ σκέφτηκε και έκλεισε το στόμα της πεισματικά με τα χέρια της.
Τότε είδε μια αράχνη να κατεβαίνει τον τοίχο και ύστερα άλλη μια. Σε λίγο ο τοίχος είχε μισογεμίσει με αράχνες.
Η Κάντυ της κοίταζε με τρόμο. Δεν τις σιχαινόταν απλά, τις φοβόταν!
Πίεσε τα χέρια της πιο πολύ πάνω στο στόμα της, προσπαθώντας να πνίξει την κραυγή που ήθελε να βγάλει μέσα της.
Ο Τέρρυ περπατούσε και ένιωθε πως θα τρελαινόταν. Δεν άντεχε να μην ξέρει αν η Κάντυ ήταν καλά και τον ακολουθούσε. Κοίταξε τους τοίχους γύρω του. Άδειοι και μαύροι, χωρίς τίποτα πάνω τους, μόνο η γυαλάδα που άφηνε η υγρασία πάνω στις πέτρες υπήρχε.
Έφερε στο μυαλό του την Κάντυ που πριν λίγο τον είχε φιλήσει και ένιωσε ζεστασιά μέσα του.
‘’Το φακιδομουτράκι μου είναι δυνατό’’, είπε στον εαυτό του. ‘’Είναι πίσω μου και με ακολουθεί. ‘’
Η Κάντυ κοίταζε τις αράχνες με τρόμο. Όλο και πλήθαιναν. Πλέον είχαν αφήσει τους τοίχους και μπλεκόντουσαν ανάμεσα στα πόδια της.
‘’Ο Τέρρυ είναι μπροστά σου Κάντυ!’’, είπε στον εαυτό της. ‘’Λίγος δρόμος ακόμα και μετά θα πάτε σε ένα όμορφο μέρος, χωρίς αράχνες και θα είστε μαζί για πάντα’’
Με μιας οι αράχνες εξαφανίστηκαν και η Κάντυ χαμογέλασε.
Ο Τέρρυ χαμογέλασε την ίδια στιγμή. Η πόρτα ήταν μόλις πέντε βήματα μακριά τους. Πέντε βήματα και όλα θα τελείωναν.
Τάχυνε το βήμα του και άπλωσε το χέρι του. Με τα ακροδάχτυλα του άγγιζε πια το χερούλι. Το άρπαξε αποφασιστικά και το γύρισε. Πέρασε την πόρτα και άκουσε την Κάντυ να κλείνει την πόρτα πίσω της.
‘’Τέρρυ τα καταφέραμε!’’ του είπε και τον αγκάλιασε σφιχτά.
Τότε όλα λούστηκαν με φως και έκλεισαν τα μάτια τους από την λάμψη.
Όταν τα ξανάνοιξαν βρισκόντουσαν ξαπλωμένοι σε δυο διπλανά κρεβάτια νοσοκομείου. Είχαν γυρίσει ζωντανοί από τον θάνατο.
nuitetoile21- Terry Addict
- Αριθμός μηνυμάτων : 4781
Points : 12188
Ημερομηνία εγγραφής : 06/11/2010
Ηλικία : 41
Τόπος : neverland
Απ: Ένα φικ όπως θα το περιμένατε απο την nuitetoile21
ΠΡΟΣΟΧΗ: ΤΟ ΠΑΡΑΚΑΤΩ ΕΙΝΑΙ ΑΣΧΕΤΟ ΜΕ ΤΗΝ ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΚΑΝΤΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΤΕΡΡΥ, ΕΙΝΑΙ ΑΠΛΑ Ο ΜΥΘΟΣ ΤΟΥ ΟΡΦΕΑ ΓΙΑ ΟΣΟΥΣ ΔΕΝ ΤΟΝ ΓΝΩΡΙΖΟΥΝ.
ΟΡΦΕΑΣ ΚΑΙ ΕΥΡΥΔΙΚΗ - ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΜΥΘΟΛΟΓΙΑ
Ο Ορφεας ηταν μεγαλος μουσικος και ποιητης. Γεννήθηκε στην Θρακη και μητερα του ηταν η μουσα Καλλιοπη και πατερας του ο βασιλιας Οιαγρος. Η λυρα που ειχε ηταν δωρο του Θεου Απολλωνα και διδαχτηκε την τεχνικη της απο τις Μουσες.
Αγαπησε και παντρευτηκε την Ευρυδικη. Μια μερα ενω περπατουσαν στο δασεος ενα φιδι την δαγκωσε και εκεινη πεθανε.
Ο Ορφεας συντετριμενος και με οδηγο του τον Ερμη κατεβαινει τοτε στον Κατω κοσμο με σκοπο να φερει την Ευρυδικη πισω στην ζωη.
Ο Πλουτωνας αποφασιζει να τους δωσει μια ευκαιρια και βαζει στον Ορφεα μοναχα τον παρακατω ορο: οτι η Ευρυδικη θα βαδιζει πισω του και ο ιδιος δεν πρεπει να γυρισει να κοιταξει αν τον ακολουθει μεχρι να φτασουν στο φως του ηλιου.
Ο Ορφεας δεχεται και φευγουν μαζι με την Ευρυδικη - αυτος μπροστα και εκεινη πισω του. Στον δρομο ομως ο Ορφεας γεμισε με αμφιβολιες για το αν η Ευρυδικη τον ακολουθουσε και γυρισε να κοιταξει. Η Ευρυδικη ξαναγυρναει αυτοματα στον κοσμο των νεκρων και εκεινος δεν μπορεσε να ξαναφτασει μεχρι τον Πλουτωνα.
Μετα απο καιρο γυρισε στην πατριδα του. Στις γιορτες του Διονυσου οι γυναικες της πολης παρακαλεσαν τον Ορφεα να τραγουδησει για εκεινες. Αλλα εκεινος αρνηθηκε γιατι πενθουσε. Εκεινες πιστεψαν οτι ηθελε να προσβαλει τον θεο και αρχισαν να τον χτυπουν μεχρι που τον σκοτωσαν.
ΟΡΦΕΑΣ ΚΑΙ ΕΥΡΥΔΙΚΗ - ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΜΥΘΟΛΟΓΙΑ
Ο Ορφεας ηταν μεγαλος μουσικος και ποιητης. Γεννήθηκε στην Θρακη και μητερα του ηταν η μουσα Καλλιοπη και πατερας του ο βασιλιας Οιαγρος. Η λυρα που ειχε ηταν δωρο του Θεου Απολλωνα και διδαχτηκε την τεχνικη της απο τις Μουσες.
Αγαπησε και παντρευτηκε την Ευρυδικη. Μια μερα ενω περπατουσαν στο δασεος ενα φιδι την δαγκωσε και εκεινη πεθανε.
Ο Ορφεας συντετριμενος και με οδηγο του τον Ερμη κατεβαινει τοτε στον Κατω κοσμο με σκοπο να φερει την Ευρυδικη πισω στην ζωη.
Ο Πλουτωνας αποφασιζει να τους δωσει μια ευκαιρια και βαζει στον Ορφεα μοναχα τον παρακατω ορο: οτι η Ευρυδικη θα βαδιζει πισω του και ο ιδιος δεν πρεπει να γυρισει να κοιταξει αν τον ακολουθει μεχρι να φτασουν στο φως του ηλιου.
Ο Ορφεας δεχεται και φευγουν μαζι με την Ευρυδικη - αυτος μπροστα και εκεινη πισω του. Στον δρομο ομως ο Ορφεας γεμισε με αμφιβολιες για το αν η Ευρυδικη τον ακολουθουσε και γυρισε να κοιταξει. Η Ευρυδικη ξαναγυρναει αυτοματα στον κοσμο των νεκρων και εκεινος δεν μπορεσε να ξαναφτασει μεχρι τον Πλουτωνα.
Μετα απο καιρο γυρισε στην πατριδα του. Στις γιορτες του Διονυσου οι γυναικες της πολης παρακαλεσαν τον Ορφεα να τραγουδησει για εκεινες. Αλλα εκεινος αρνηθηκε γιατι πενθουσε. Εκεινες πιστεψαν οτι ηθελε να προσβαλει τον θεο και αρχισαν να τον χτυπουν μεχρι που τον σκοτωσαν.
nuitetoile21- Terry Addict
- Αριθμός μηνυμάτων : 4781
Points : 12188
Ημερομηνία εγγραφής : 06/11/2010
Ηλικία : 41
Τόπος : neverland
Απ: Ένα φικ όπως θα το περιμένατε απο την nuitetoile21
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΡΙΑΚΟΣΤΟ ΔΕΥΤΕΡΟ : ΜΟΥ ΕΔΩΣΕΣ ΜΙΑ ΥΠΟΣΧΕΣΗ
‘’Άντονυ!!!!!!! Μην τρέχεις!! Θα χτυπήσεις!!’’, φώναξε η Κάντυ, στο μικρό παιδί που έτρεχε μπροστά της.
Εκείνο γύρισε, της χαμογέλασε και μετά συνέχισε να τρέχει.
‘’Ποιος να το φανταζόταν ότι η Κάντυ που κάποτε σκαρφάλωνε σαν την μαϊμουδίτσα πάνω στα δέντρα, μια μέρα θα γινόταν χειρότερη από τις καλόγριες που είχαμε στο σχολείο;’’ Ακούστηκε μια αντρική φωνή πίσω της.
Η Κάντυ γύρισε ενοχλημένη.
‘’Να μου κάνεις την χάρη Τέρρυ! Είναι δικιά μου ευθύνη το παιδί για όσο θα λείπει η μάνα του! ‘’, του είπε μισοεκνευρισμένη.
Ο Τέρρυ την αγκάλιασε χαμογελώντας.
‘’Μην ανησυχείς, η Ροζμαρυ θα έρθει το απόγευμα να τον πάρει. Αλλά ήταν όμορφα που μας τον άφησε εδώ όλο το καλοκαίρι ε; ‘’, της είπε.
Η Κάντυ έκλεισε τα μάτια της. ‘’Πως πέρασε έτσι ένα καλοκαίρι;’’ Σαν χτες της φαινόταν που η Ροζμαρυ έφερε τον μικρό Άντονυ για να μείνει μαζί τους.
Το μικρό παιδί τους πλησίασε και έπιασε τα χέρια τους.
‘’Πείτε μου πάλι την ιστορία!’’, είπε παρακλητικά.
Η Κάντυ του χαμογέλασε.
‘’Άντονυ, σου έχουμε πει αυτή την ιστορία χιλιάδες φορές!’’
‘’Ναι αλλά μου αρέσει!’’, επέμεινε ο μικρός.
‘’Καλά λοιπόν!’’, είπε η Κάντυ γελώντας και έκατσε μαζί του κάτω από ένα δέντρο.
‘’Λοιπόν από πού να αρχίσω; Α ναι! Από τον Άντονυ!’’, άρχισε να λέει η Κάντυ γελώντας.
‘’Λοιπόν Άντονυ, το όνομα σου το πήρες από αυτόν τον φίλο μας, που είχε φύγει ταξίδι όταν ήμασταν μικροί.’’
‘’Μα γιατί δεν έχει γυρίσει ακόμα; Τόσα χρόνια πέρασαν’’, ρώτησε ο μικρός Άντονυ.
‘’Α’’, είπε η Κάντυ, ‘’γιατί έχει πάει ένα μεγάλο ταξίδι και δεν μπορεί να έρθει πίσω. Αλλά δεν έχει σημασία γιατί εμείς ακόμα τον αγαπάμε, ακόμα και αν δεν τον βλέπουμε, και εκείνος μας αγαπάει.’’
‘’Και μια μέρα θα πας να τον βρεις εσύ;’’, ρώτησε ο μικρός όλο αφέλεια.
Η Κάντυ κοίταξε τον Τέρρυ θλιμμένα. Εκείνος έκατσε δίπλα στον μικρό Άντονυ και τον πήρε στην αγκαλιά του.
‘’Ξέρεις,’’, του είπε ‘’Σκεφτόμαστε με την γιαγιά να τον επισκεφτούμε σε λίγες μέρες’’
Ο Άντονυ μούτρωσε.
‘’Αν πάτε εκεί που είναι αυτός ο Άντονυ, δεν θα γυρίσετε ούτε εσείς;’’
‘’Όχι’’, του είπε ο Τέρρυ. ‘’Δεν θα γυρίσουμε, αλλά πάντα θα σε αγαπάμε.’’
Το παιδί έβαλε τα κλάματα.
‘’Μα εγώ θέλω να βλέπω την γιαγιά και τον παππού μου!’’, είπε.
‘’Άντονυ, μην στεναχωριέσαι, όταν μεγαλώσεις και εσύ πολύ και έχεις άσπρα μαλλιά όπως ο παππούς σου θα έρθεις να μας βρεις’’, του είπε η Κάντυ γλυκά.
‘’Και ο παππούς Άλμπερτ εκεί πήγε; Να βρει τον Άντονυ;’’, ρώτησε το παιδί.
‘’Ναι εκεί πήγε’’, του απάντησε ο Τέρρυ.
‘’Και τώρα θα φύγεις και εσύ; ‘’ρώτησε τον Τέρρυ. ‘’Θα χάσω και τον άλλον μου παππού;’’
Ο Τέρρυ τον έσφιξε πάνω του.
‘’Δεν θα με χάσεις. Απλά θα πάω ένα ταξίδι και θα σε σκέφτομαι κάθε μέρα! Και όταν νιώθεις μόνος σου, θα έρχομαι στα όνειρα σου να σου κάνω παρέα’’, του είπε χαμογελώντας.
‘’Άντονυ, πάλι ταλαιπωρείς τον παππού και την γιαγιά;’’, ακούστηκε μια γλυκιά φωνή.
Ο μικρός έφυγε από την αγκαλιά του Τέρρυ και έτρεξε στην μητέρα του.
‘’Μαμά ελπίζω να μην σας ταλαιπώρησε’’, είπε η Ροζμαρυ στην Κάντυ.
‘’ ‘Οχι, μην ανησυχείς, ήταν ένας άγγελος’’, απάντησε η Κάντυ.
Η Ροζμαρυ φίλησε τον πατέρα της και έφυγε με τον Άντονυ για να ετοιμάσουν τα πράγματα του.
‘’Τέρρυ..’’, είπε δισταχτικά η Κάντυ.
‘’Κάντυ’’, της είπε μαντεύοντας τις σκάψεις της. ‘’Δεν είναι ανάγκη να έρθεις μαζί μου. Δώσαμε μια υπόσχεση, αλλά ήμασταν νέοι τότε και μόλις είχαμε γυρίσει από τον θάνατο. Θα μας φάνηκε πολύ ρομαντικό να ορκιστούμε να πεθάνουμε μαζί. Αλλά τώρα δεν το θέλω. Ξέρω ότι δεν έχω πολλές μέρες, ίσως να έχω απλά ώρες. Αλλά εσύ είσαι καλά. Ζήσε να χαρείς τον εγγονό μας και την κόρη μας’’
‘’Τέρρυ..τι θα κάνω με μια ζωή στην οποία δεν θα υπάρχεις εσύ;’’ Ρώτησε η Κάντυ κλαίγοντας. ‘’
Ο Τέρρυ δεν απάντησε απλά την αγκάλιασε.
Και εκεί καθισμένοι αγκαλιά κάτω από το δέντρο πέρασαν από μπροστά τους τα τελευταία πενήντα χρόνια που είχαν ζήσει μαζί.
Από τν στιγμή που ξύπνησαν πλάι πλάι στο νοσοκομείο δεν χώρισαν ποτέ. Η Σουζάνα είχε στείλει ένα τυπικό γράμμα αποχώρησης και όλα είχαν λυθεί.
Παντρεύτηκαν μετά από δύο μήνες με κουμπάρους την Άννυ και τον Άλμπερτ. Μετά από λίγο καιρό παντρεύτηκε και η Άννυ με τον Άρτσι. Πάνω στον χρόνο γέννησαν και την Ροζμαρυ, αλλά άλλο παιδί δεν μπόρεσαν να κάνουν.
Τα χρόνια πέρασαν ευτυχισμένα και ήρεμα για εκείνους ώσπου μια μέρα η Ροζμαρυ τους ανακοίνωσε ότι παντρεύεται. Ύστερα από έναν χρόνο κρατούσαν στα χέρια τους και το πρώτο τους εγγόνι, τον Άντονυ, η Κάντυ είχε επιμείνει πολύ να ονομαστεί έτσι το παιδί.
Και να τώρα που όλα αυτά θα καταστρεφόντουσαν εξαιτίας μιας αρρώστιας που είχε ο Τέρρυ. Οι γιατροί δεν ήξεραν τι ακριβώς ήταν, ήξεραν όμως πως δεν είχε και πολλά περιθώρια. Λίγους μήνες του είχαν δώσει και αυτοί οι μήνες είχαν περάσει. Τώρα απέμεναν μέρες, και ώρες.
‘’Πόσους πρέπει να αποχωριστώ;’’ Σκέφτηκε η Κάντυ.
Από το μυαλό της άρχισαν να περνάνε όλες οι απώλειες των τελευταίων χρόνων. Η κυρία Πόνυ και η αδερφή Μαρία, ο Άλμπερτ που τους είχε αφήσει πριν λίγους μήνες, η Πάτυ που πέθανε πάνω στην γέννα.
Η Κάντυ σταμάτησε να μετράει τους θανάτους. Δεν υπήρχε λόγος να πονάει τόσο πολύ. Τώρα έπρεπε να επικεντρωθεί στον Τέρρυ, να κάνει τις τελευταίες του ώρες πιο ευτυχισμένες. Να του δώσει μέχρι και την τελευταία σταγόνα αγάπης που είχε μέσα της.
‘’Θέλω απλά να πεθάνω ήρεμος, Κάντυ’’, της είχε πει. ‘’Να μην υποφέρω’’
‘’Δεν θα υποφέρεις Τέρρυ! Θα είμαι εγώ κοντά σου’’, σκέφτηκε η Κάντυ και γύρισε να του χαμογελάσει.
Τα μάτια του Τέρρυ όμως είχαν μείνει γυάλινα, χαμογελαστά να κοιτούν το κενό. Η Κάντυ έψαξε τους παλμούς του. Τίποτα.
Ξάπλωσε στο στήθος του και άρχισε να κλαίει. Τότε η καρδιά της δεν άντεξε και ράγισε. Ξεψύχησε στην αγκαλιά του νεκρού Τέρρυ.
Βρέθηκε σε ένα γαλάζιο χώρο και είδε τον Τέρρυ κοντά της. Τον πλησίασε και τον αγκάλιασε.
‘’Κράτησα την υπόσχεση μου’’, του είπε και τον φίλησε.
Τότε τους έλουσε ένα δυνατό φως και χαρούμενα γέλια και φωνές του ς υποδέχτηκαν. Ο Άντονυ, η Ροζμαρυ, ο Άλμπερτ, η Πάτυ, ο Στηαρ, όλοι ήταν εκεί.
‘’Κοίτα, κοίτα Κάντυ!’’, της είπε ο Τέρρυ γελώντας.
Η Κάντυ κοίταξε και είδε ένα καταπράσινο λιβάδι μπροστά τους και πλέον ήξερε. Ήταν στον παράδεισο και πλέον δεν θα τους χώριζε τίποτα.
ΤΕΛΟΣ
‘’Άντονυ!!!!!!! Μην τρέχεις!! Θα χτυπήσεις!!’’, φώναξε η Κάντυ, στο μικρό παιδί που έτρεχε μπροστά της.
Εκείνο γύρισε, της χαμογέλασε και μετά συνέχισε να τρέχει.
‘’Ποιος να το φανταζόταν ότι η Κάντυ που κάποτε σκαρφάλωνε σαν την μαϊμουδίτσα πάνω στα δέντρα, μια μέρα θα γινόταν χειρότερη από τις καλόγριες που είχαμε στο σχολείο;’’ Ακούστηκε μια αντρική φωνή πίσω της.
Η Κάντυ γύρισε ενοχλημένη.
‘’Να μου κάνεις την χάρη Τέρρυ! Είναι δικιά μου ευθύνη το παιδί για όσο θα λείπει η μάνα του! ‘’, του είπε μισοεκνευρισμένη.
Ο Τέρρυ την αγκάλιασε χαμογελώντας.
‘’Μην ανησυχείς, η Ροζμαρυ θα έρθει το απόγευμα να τον πάρει. Αλλά ήταν όμορφα που μας τον άφησε εδώ όλο το καλοκαίρι ε; ‘’, της είπε.
Η Κάντυ έκλεισε τα μάτια της. ‘’Πως πέρασε έτσι ένα καλοκαίρι;’’ Σαν χτες της φαινόταν που η Ροζμαρυ έφερε τον μικρό Άντονυ για να μείνει μαζί τους.
Το μικρό παιδί τους πλησίασε και έπιασε τα χέρια τους.
‘’Πείτε μου πάλι την ιστορία!’’, είπε παρακλητικά.
Η Κάντυ του χαμογέλασε.
‘’Άντονυ, σου έχουμε πει αυτή την ιστορία χιλιάδες φορές!’’
‘’Ναι αλλά μου αρέσει!’’, επέμεινε ο μικρός.
‘’Καλά λοιπόν!’’, είπε η Κάντυ γελώντας και έκατσε μαζί του κάτω από ένα δέντρο.
‘’Λοιπόν από πού να αρχίσω; Α ναι! Από τον Άντονυ!’’, άρχισε να λέει η Κάντυ γελώντας.
‘’Λοιπόν Άντονυ, το όνομα σου το πήρες από αυτόν τον φίλο μας, που είχε φύγει ταξίδι όταν ήμασταν μικροί.’’
‘’Μα γιατί δεν έχει γυρίσει ακόμα; Τόσα χρόνια πέρασαν’’, ρώτησε ο μικρός Άντονυ.
‘’Α’’, είπε η Κάντυ, ‘’γιατί έχει πάει ένα μεγάλο ταξίδι και δεν μπορεί να έρθει πίσω. Αλλά δεν έχει σημασία γιατί εμείς ακόμα τον αγαπάμε, ακόμα και αν δεν τον βλέπουμε, και εκείνος μας αγαπάει.’’
‘’Και μια μέρα θα πας να τον βρεις εσύ;’’, ρώτησε ο μικρός όλο αφέλεια.
Η Κάντυ κοίταξε τον Τέρρυ θλιμμένα. Εκείνος έκατσε δίπλα στον μικρό Άντονυ και τον πήρε στην αγκαλιά του.
‘’Ξέρεις,’’, του είπε ‘’Σκεφτόμαστε με την γιαγιά να τον επισκεφτούμε σε λίγες μέρες’’
Ο Άντονυ μούτρωσε.
‘’Αν πάτε εκεί που είναι αυτός ο Άντονυ, δεν θα γυρίσετε ούτε εσείς;’’
‘’Όχι’’, του είπε ο Τέρρυ. ‘’Δεν θα γυρίσουμε, αλλά πάντα θα σε αγαπάμε.’’
Το παιδί έβαλε τα κλάματα.
‘’Μα εγώ θέλω να βλέπω την γιαγιά και τον παππού μου!’’, είπε.
‘’Άντονυ, μην στεναχωριέσαι, όταν μεγαλώσεις και εσύ πολύ και έχεις άσπρα μαλλιά όπως ο παππούς σου θα έρθεις να μας βρεις’’, του είπε η Κάντυ γλυκά.
‘’Και ο παππούς Άλμπερτ εκεί πήγε; Να βρει τον Άντονυ;’’, ρώτησε το παιδί.
‘’Ναι εκεί πήγε’’, του απάντησε ο Τέρρυ.
‘’Και τώρα θα φύγεις και εσύ; ‘’ρώτησε τον Τέρρυ. ‘’Θα χάσω και τον άλλον μου παππού;’’
Ο Τέρρυ τον έσφιξε πάνω του.
‘’Δεν θα με χάσεις. Απλά θα πάω ένα ταξίδι και θα σε σκέφτομαι κάθε μέρα! Και όταν νιώθεις μόνος σου, θα έρχομαι στα όνειρα σου να σου κάνω παρέα’’, του είπε χαμογελώντας.
‘’Άντονυ, πάλι ταλαιπωρείς τον παππού και την γιαγιά;’’, ακούστηκε μια γλυκιά φωνή.
Ο μικρός έφυγε από την αγκαλιά του Τέρρυ και έτρεξε στην μητέρα του.
‘’Μαμά ελπίζω να μην σας ταλαιπώρησε’’, είπε η Ροζμαρυ στην Κάντυ.
‘’ ‘Οχι, μην ανησυχείς, ήταν ένας άγγελος’’, απάντησε η Κάντυ.
Η Ροζμαρυ φίλησε τον πατέρα της και έφυγε με τον Άντονυ για να ετοιμάσουν τα πράγματα του.
‘’Τέρρυ..’’, είπε δισταχτικά η Κάντυ.
‘’Κάντυ’’, της είπε μαντεύοντας τις σκάψεις της. ‘’Δεν είναι ανάγκη να έρθεις μαζί μου. Δώσαμε μια υπόσχεση, αλλά ήμασταν νέοι τότε και μόλις είχαμε γυρίσει από τον θάνατο. Θα μας φάνηκε πολύ ρομαντικό να ορκιστούμε να πεθάνουμε μαζί. Αλλά τώρα δεν το θέλω. Ξέρω ότι δεν έχω πολλές μέρες, ίσως να έχω απλά ώρες. Αλλά εσύ είσαι καλά. Ζήσε να χαρείς τον εγγονό μας και την κόρη μας’’
‘’Τέρρυ..τι θα κάνω με μια ζωή στην οποία δεν θα υπάρχεις εσύ;’’ Ρώτησε η Κάντυ κλαίγοντας. ‘’
Ο Τέρρυ δεν απάντησε απλά την αγκάλιασε.
Και εκεί καθισμένοι αγκαλιά κάτω από το δέντρο πέρασαν από μπροστά τους τα τελευταία πενήντα χρόνια που είχαν ζήσει μαζί.
Από τν στιγμή που ξύπνησαν πλάι πλάι στο νοσοκομείο δεν χώρισαν ποτέ. Η Σουζάνα είχε στείλει ένα τυπικό γράμμα αποχώρησης και όλα είχαν λυθεί.
Παντρεύτηκαν μετά από δύο μήνες με κουμπάρους την Άννυ και τον Άλμπερτ. Μετά από λίγο καιρό παντρεύτηκε και η Άννυ με τον Άρτσι. Πάνω στον χρόνο γέννησαν και την Ροζμαρυ, αλλά άλλο παιδί δεν μπόρεσαν να κάνουν.
Τα χρόνια πέρασαν ευτυχισμένα και ήρεμα για εκείνους ώσπου μια μέρα η Ροζμαρυ τους ανακοίνωσε ότι παντρεύεται. Ύστερα από έναν χρόνο κρατούσαν στα χέρια τους και το πρώτο τους εγγόνι, τον Άντονυ, η Κάντυ είχε επιμείνει πολύ να ονομαστεί έτσι το παιδί.
Και να τώρα που όλα αυτά θα καταστρεφόντουσαν εξαιτίας μιας αρρώστιας που είχε ο Τέρρυ. Οι γιατροί δεν ήξεραν τι ακριβώς ήταν, ήξεραν όμως πως δεν είχε και πολλά περιθώρια. Λίγους μήνες του είχαν δώσει και αυτοί οι μήνες είχαν περάσει. Τώρα απέμεναν μέρες, και ώρες.
‘’Πόσους πρέπει να αποχωριστώ;’’ Σκέφτηκε η Κάντυ.
Από το μυαλό της άρχισαν να περνάνε όλες οι απώλειες των τελευταίων χρόνων. Η κυρία Πόνυ και η αδερφή Μαρία, ο Άλμπερτ που τους είχε αφήσει πριν λίγους μήνες, η Πάτυ που πέθανε πάνω στην γέννα.
Η Κάντυ σταμάτησε να μετράει τους θανάτους. Δεν υπήρχε λόγος να πονάει τόσο πολύ. Τώρα έπρεπε να επικεντρωθεί στον Τέρρυ, να κάνει τις τελευταίες του ώρες πιο ευτυχισμένες. Να του δώσει μέχρι και την τελευταία σταγόνα αγάπης που είχε μέσα της.
‘’Θέλω απλά να πεθάνω ήρεμος, Κάντυ’’, της είχε πει. ‘’Να μην υποφέρω’’
‘’Δεν θα υποφέρεις Τέρρυ! Θα είμαι εγώ κοντά σου’’, σκέφτηκε η Κάντυ και γύρισε να του χαμογελάσει.
Τα μάτια του Τέρρυ όμως είχαν μείνει γυάλινα, χαμογελαστά να κοιτούν το κενό. Η Κάντυ έψαξε τους παλμούς του. Τίποτα.
Ξάπλωσε στο στήθος του και άρχισε να κλαίει. Τότε η καρδιά της δεν άντεξε και ράγισε. Ξεψύχησε στην αγκαλιά του νεκρού Τέρρυ.
Βρέθηκε σε ένα γαλάζιο χώρο και είδε τον Τέρρυ κοντά της. Τον πλησίασε και τον αγκάλιασε.
‘’Κράτησα την υπόσχεση μου’’, του είπε και τον φίλησε.
Τότε τους έλουσε ένα δυνατό φως και χαρούμενα γέλια και φωνές του ς υποδέχτηκαν. Ο Άντονυ, η Ροζμαρυ, ο Άλμπερτ, η Πάτυ, ο Στηαρ, όλοι ήταν εκεί.
‘’Κοίτα, κοίτα Κάντυ!’’, της είπε ο Τέρρυ γελώντας.
Η Κάντυ κοίταξε και είδε ένα καταπράσινο λιβάδι μπροστά τους και πλέον ήξερε. Ήταν στον παράδεισο και πλέον δεν θα τους χώριζε τίποτα.
ΤΕΛΟΣ
nuitetoile21- Terry Addict
- Αριθμός μηνυμάτων : 4781
Points : 12188
Ημερομηνία εγγραφής : 06/11/2010
Ηλικία : 41
Τόπος : neverland
Απ: Ένα φικ όπως θα το περιμένατε απο την nuitetoile21
Η ΣΥΝΕΧΕΙΑ:
ΑΝΑΜΝΗΣΕΙΣ ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΡΩΤΟ: ΞΕΦΥΛΙΖΟΝΤΑΣ ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΑ:
Η ΠΡΩΤΗ ΜΑΣ ΦΟΡΑ: ΑΠΟ ΤΑ ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΑ ΤΗΣ ΚΑΝΤΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΤΕΡΡΥ
Η Ροζμαρυ έψαχνε σαν τρελή τα πράγματα των δικών της. Ακόμα και την ώρα της κηδείας τους, ένα πράγμα είχε στο μυαλό της: να βρει τα ημερολόγια των γονιών της! Είχε δει εκατοντάδες φορές την μητέρα της και τον πατέρα της να γράφουν σε αυτά όλα αυτά τα χρόνια, αλλά ποτέ δεν είχε καταφέρει να ανακαλύψει που τα έκρυβαν. Και τώρα η περιέργεια την έτρωγε. Ήθελε να αντιληφθεί όλη τους την ιστορία, να την ζήσει κατά κάποιο τρόπο όπως την έζησαν και εκείνοι.
Τράβηξε το συρτάρι με τα εσώρουχα και το άδειασε στο πάτωμα. Τίποτα. Πήγε να το ξαναβάλει στην θέση του και τότε το πρόσεξε. Ο πάτος του συρταριού είχε ανασηκωθεί λιγάκι. Χαμογέλασε. Τράβηξε τον ψεύτικο πάτο και είδε πολλά τετράδια στρωμένα από κάτω. Πάνω τους ξεχώρισε τον γραφικό χαρακτήρα της μητέρα της.
Τα έβγαλε όλα και άρχισε να διαβάζει. Προσπερνούσε γρήγορα τις σελίδες, ψάχνοντας για μια συγκεκριμένη ημερομηνία. Δεν ήξερε γιατί ήθελε τόσο πολύ να διαβάσει για εκείνη την νύχτα. Η μητέρα της έλεγε πως ήταν η ομορφότερη που είχε ζήσει ποτέ. Ίσως για αυτό να ήθελε να διαβάσει πρώτα αυτό.
Το χέρι της σταμάτησε σε μια σελίδα και κοίταξε την ημερομηνία. Ήταν η ημερομηνία του γάμου των γονιών της. Προσπέρασε βιαστικά τις λεπτομέρειες του γάμου με την σκέψη ότι θα τις διάβαζε πιο μετά.
Βρήκε την σελίδα που έψαχνε και άρχισε να διαβάζει γρήγορα.
Από το ημερολόγιο της Κάντυ:
‘’..ήταν τόσο όμορφος γάμος. Αλλά με κούρασαν όλοι αυτοί οι καλεσμένοι. Με κούρασαν γιατί όσο περνούσε η ώρα τόσο πιο πολύ ήθελα να μείνω μόνη μου με τον Τέρρυ και εκείνοι δεν έφευγαν! Είχα πιει και πολύ σαμπάνια και είχα αρχίσει να νυστάζω. Αλλά από την άλλη ανυπομονούσα τόσο για αυτό που θα γινόταν μετά που ήμουν σε υπερένταση. Κοκκίνιζα με τις σκέψεις. Ακόμα δεν ήξερα τι θα έπρεπε να κάνω. Το συζήτησα με την Άννυ και την Πάτυ αλλά δεν ήξεραν τι να μου πουν. Η Πάτυ ντρεπόταν λιγάκι και δεν είπε πολλά. Η Άννυ ήταν πιο δυναμική. ‘’Μην ανησυχείς Κάντυ’’, μου είπε ‘’ο Τέρρυ θα ξέρει πολύ καλά τι πρέπει να κάνει! Απλά να είσαι ήρεμη και όλα θα πάνε καλά’’. Ναι, ο Τέρρυ θα ήξερε τι να κάνει, αλλά εγώ φοβόμουν. Φοβόμουν τον πόνο που θα ένιωθα. Είχα ακούσει τρομερές ιστορίες για το πόσο πολύ πονάει. Και ντρεπόμουν κιόλας λιγάκι. Και πέρα από τον φόβο του πόνου όσο προχωρούσε η βραδιά άρχισα να φοβάμαι τι θα γινόταν στην περίπτωση που δεν ήμουν καλή σε αυτόν..τον τομέα. Μήπως ο Τέρρυ θα σταματούσε να με αγαπάει αν δεν ήμουν όπως ήθελε;
Με αυτές τις σκέψεις ούτε που κατάλαβα πότε έφυγαν όλοι και ξαφνικά βρέθηκα σε ένα άδειο σπίτι, μόνη μου επιτέλους με τον Τέρρυ. Εκείνος είχε κάτσει στο πιάνο και έπαιζε. Η μουσική με ηρέμησε λίγο αλλά όχι αρκετά. Οπότε αποφάσισα πως όσο γρηγορότερα γινόταν τόσο το καλύτερο.
Είχα σταθεί μπροστά στο παράθυρο και αναρωτιόμουν τι έπρεπε να κάνω, όταν η μουσική σταμάτησε. Ένιωσα τα χέρια του Τέρρυ να με σηκώνουν και μου είπε γελώντας : ‘’Ώρα για ύπνο φακιδομουτράκι!’’
Και ήταν αυτή ακριβώς η έκφραση του που με ηρέμησε εντελώς. Αυτή και το βλέμμα του που έλεγε πως δεν υπάρχει κανένας λόγος να φοβάμαι τίποτα. Ούτε τον πόνο ούτε ότι θα αποτύχω σαν ερωμένη.
Ο Τέρρυ με ανέβασε στο υπνοδωμάτιο μας. Αλλά σε κάθε σκαλοπάτι που ανέβαινε, ο φόβος μου επέστρεφε.
‘’Σύνελθε Κάντυ!’’, είπα στον εαυτό μου. ‘’Είσαι νοσοκόμα! Έχεις ξαναδεί άντρες γυμνούς, ξέρεις πως ..λειτουργεί το όλο θέμα! Αλλά ο Τέρρυ δεν ήταν ένας οποιοσδήποτε άντρας..’’
Με πέρασε από την πόρτα του δωματίου, αγκαλιά στα χέρια του και με ακούμπησε στο κρεβάτι. Αγχώθηκα.
‘’Να γδυθώ ή να περιμένω;’’ Αυτή η ερώτηση είχε κολλήσει στο μυαλό μου. Δεν έκανα τίποτα απλά κοιτούσα τον Τέρρυ. Δηλαδή δεν τον κοιτούσα ακριβώς. Τον άφηνα να νομίζει ότι τον κοιτάω. Κοιτούσα προς την μεριά του αλλά είχε αρχίσει να γδύνεται και δεν άντεχα να τον βλέπω. Πίστευα ότι αν τον κοιτούσα θα κολλούσα εκεί και δεν θα ξεκολλούσα το βλέμμα μου με τίποτα! Ήδη, ακόμα και φευγαλέα όπως κοιτούσα ένιωθα τόση αναστάτωση!
Είχε βγάλει απλά το πουκάμισο. Δεν έκανε καμιά κίνηση να βγάλει το παντελόνι του. Απλά ήρθε κοντά μου και κάθισε δίπλα μου.
‘’Κάντυ..’’, είπε και αμέσως όλα ξεχάστηκαν. Οι φόβοι και η ντροπή και το άγχος. Όλα.
Ούτε που κατάλαβα πως βρέθηκα ξαπλωμένη με τον Τέρρυ από πάνω μου να με φιλάει και να με χαϊδεύει παντού. Και μόνο μια σκέψη περνούσε από το μυαλό μου : ‘’Και άλλο!! Θέλω και άλλο!’’
Μου είχε αφαιρέσει ήδη τα ρούχα, αλλά εκείνος ήταν ακόμα ντυμένος από την μέση και κάτω. Δεν άντεχα άλλο, νόμιζα ότι θα τρελαθώ! Όλο αυτό ήταν πολύ καλύτερο από ότι είχα φανταστεί. Άπλωσα το χέρι μου για να τον φέρω πιο κοντά, να τον γδύσω. Και τότε ο Τέρρυ μου χαμογέλασε ελαφρά, έκανε λίγο πίσω, με φίλησε και με καληνύχτισε!
Έμεινα να τον κοιτάω σαν χαμένη. Μούτρωσα και πρέπει να ήμουν πολύ αστεία γιατί ο Τέρρυ άρχισε να γελάει. Αλλά και πάλι μου είπε καληνύχτα, ξάπλωσε δίπλα μου και αποκοιμήθηκε.
Εγώ από την άλλη δεν μπόρεσα να κλείσω μάτι. Με είχε φτάσει στα όρια μου με όλα αυτά τα φιλιά και τα χάδια και μετά με άφησε έτσι.. Δεν καταλάβαινα τι συνέβαινε και ντρεπόμουν να τον ρωτήσω. Δεν το χωρούσε το μυαλό μου! Αλλιώς πίστευα ότι θα ήταν αυτή η νύχτα.
Ξάπλωσα δίπλα του και ακούγοντας την ρυθμική του ανάσα που ερχόταν από τις χώρες του ονείρου, ηρέμησα λίγο. Αλλά ακόμα δεν καταλάβαινα τίποτα! ΜΑ ΓΙΑΤΙ ΚΟΙΜΗΘΗΚΕ Ο ΤΕΡΡΥ;
Η Ροζμαρυ έκλεισε το τετράδιο και έσκασε ένα χαμόγελο. Ο πατέρας της, έβγαλε την ψυχή της μάνας της εκείνη την νύχτα. Αλλά αν τον ήξερε έστω και λίγο, η Ροζμαρυ καταλάβαινε τον λόγο ή τουλάχιστον τον υποψιαζόταν. Και η ανάγκη της να τον επιβεβαιώσει την έκανε να παρατήσει το ημερολόγιο της μητέρας της στο πάτωμα και να τρέξει να βρει τα ημερολόγια του Τέρρυ. Είχε ανάγκη να δει γραμμένο από το χέρι του πατέρα της αυτό που φανταζόταν η ίδια ότι είχε συμβεί εκείνο το βράδυ. Και έπρεπε να το δει αμέσως!
ΑΝΑΜΝΗΣΕΙΣ ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΡΩΤΟ: ΞΕΦΥΛΙΖΟΝΤΑΣ ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΑ:
Η ΠΡΩΤΗ ΜΑΣ ΦΟΡΑ: ΑΠΟ ΤΑ ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΑ ΤΗΣ ΚΑΝΤΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΤΕΡΡΥ
Η Ροζμαρυ έψαχνε σαν τρελή τα πράγματα των δικών της. Ακόμα και την ώρα της κηδείας τους, ένα πράγμα είχε στο μυαλό της: να βρει τα ημερολόγια των γονιών της! Είχε δει εκατοντάδες φορές την μητέρα της και τον πατέρα της να γράφουν σε αυτά όλα αυτά τα χρόνια, αλλά ποτέ δεν είχε καταφέρει να ανακαλύψει που τα έκρυβαν. Και τώρα η περιέργεια την έτρωγε. Ήθελε να αντιληφθεί όλη τους την ιστορία, να την ζήσει κατά κάποιο τρόπο όπως την έζησαν και εκείνοι.
Τράβηξε το συρτάρι με τα εσώρουχα και το άδειασε στο πάτωμα. Τίποτα. Πήγε να το ξαναβάλει στην θέση του και τότε το πρόσεξε. Ο πάτος του συρταριού είχε ανασηκωθεί λιγάκι. Χαμογέλασε. Τράβηξε τον ψεύτικο πάτο και είδε πολλά τετράδια στρωμένα από κάτω. Πάνω τους ξεχώρισε τον γραφικό χαρακτήρα της μητέρα της.
Τα έβγαλε όλα και άρχισε να διαβάζει. Προσπερνούσε γρήγορα τις σελίδες, ψάχνοντας για μια συγκεκριμένη ημερομηνία. Δεν ήξερε γιατί ήθελε τόσο πολύ να διαβάσει για εκείνη την νύχτα. Η μητέρα της έλεγε πως ήταν η ομορφότερη που είχε ζήσει ποτέ. Ίσως για αυτό να ήθελε να διαβάσει πρώτα αυτό.
Το χέρι της σταμάτησε σε μια σελίδα και κοίταξε την ημερομηνία. Ήταν η ημερομηνία του γάμου των γονιών της. Προσπέρασε βιαστικά τις λεπτομέρειες του γάμου με την σκέψη ότι θα τις διάβαζε πιο μετά.
Βρήκε την σελίδα που έψαχνε και άρχισε να διαβάζει γρήγορα.
Από το ημερολόγιο της Κάντυ:
‘’..ήταν τόσο όμορφος γάμος. Αλλά με κούρασαν όλοι αυτοί οι καλεσμένοι. Με κούρασαν γιατί όσο περνούσε η ώρα τόσο πιο πολύ ήθελα να μείνω μόνη μου με τον Τέρρυ και εκείνοι δεν έφευγαν! Είχα πιει και πολύ σαμπάνια και είχα αρχίσει να νυστάζω. Αλλά από την άλλη ανυπομονούσα τόσο για αυτό που θα γινόταν μετά που ήμουν σε υπερένταση. Κοκκίνιζα με τις σκέψεις. Ακόμα δεν ήξερα τι θα έπρεπε να κάνω. Το συζήτησα με την Άννυ και την Πάτυ αλλά δεν ήξεραν τι να μου πουν. Η Πάτυ ντρεπόταν λιγάκι και δεν είπε πολλά. Η Άννυ ήταν πιο δυναμική. ‘’Μην ανησυχείς Κάντυ’’, μου είπε ‘’ο Τέρρυ θα ξέρει πολύ καλά τι πρέπει να κάνει! Απλά να είσαι ήρεμη και όλα θα πάνε καλά’’. Ναι, ο Τέρρυ θα ήξερε τι να κάνει, αλλά εγώ φοβόμουν. Φοβόμουν τον πόνο που θα ένιωθα. Είχα ακούσει τρομερές ιστορίες για το πόσο πολύ πονάει. Και ντρεπόμουν κιόλας λιγάκι. Και πέρα από τον φόβο του πόνου όσο προχωρούσε η βραδιά άρχισα να φοβάμαι τι θα γινόταν στην περίπτωση που δεν ήμουν καλή σε αυτόν..τον τομέα. Μήπως ο Τέρρυ θα σταματούσε να με αγαπάει αν δεν ήμουν όπως ήθελε;
Με αυτές τις σκέψεις ούτε που κατάλαβα πότε έφυγαν όλοι και ξαφνικά βρέθηκα σε ένα άδειο σπίτι, μόνη μου επιτέλους με τον Τέρρυ. Εκείνος είχε κάτσει στο πιάνο και έπαιζε. Η μουσική με ηρέμησε λίγο αλλά όχι αρκετά. Οπότε αποφάσισα πως όσο γρηγορότερα γινόταν τόσο το καλύτερο.
Είχα σταθεί μπροστά στο παράθυρο και αναρωτιόμουν τι έπρεπε να κάνω, όταν η μουσική σταμάτησε. Ένιωσα τα χέρια του Τέρρυ να με σηκώνουν και μου είπε γελώντας : ‘’Ώρα για ύπνο φακιδομουτράκι!’’
Και ήταν αυτή ακριβώς η έκφραση του που με ηρέμησε εντελώς. Αυτή και το βλέμμα του που έλεγε πως δεν υπάρχει κανένας λόγος να φοβάμαι τίποτα. Ούτε τον πόνο ούτε ότι θα αποτύχω σαν ερωμένη.
Ο Τέρρυ με ανέβασε στο υπνοδωμάτιο μας. Αλλά σε κάθε σκαλοπάτι που ανέβαινε, ο φόβος μου επέστρεφε.
‘’Σύνελθε Κάντυ!’’, είπα στον εαυτό μου. ‘’Είσαι νοσοκόμα! Έχεις ξαναδεί άντρες γυμνούς, ξέρεις πως ..λειτουργεί το όλο θέμα! Αλλά ο Τέρρυ δεν ήταν ένας οποιοσδήποτε άντρας..’’
Με πέρασε από την πόρτα του δωματίου, αγκαλιά στα χέρια του και με ακούμπησε στο κρεβάτι. Αγχώθηκα.
‘’Να γδυθώ ή να περιμένω;’’ Αυτή η ερώτηση είχε κολλήσει στο μυαλό μου. Δεν έκανα τίποτα απλά κοιτούσα τον Τέρρυ. Δηλαδή δεν τον κοιτούσα ακριβώς. Τον άφηνα να νομίζει ότι τον κοιτάω. Κοιτούσα προς την μεριά του αλλά είχε αρχίσει να γδύνεται και δεν άντεχα να τον βλέπω. Πίστευα ότι αν τον κοιτούσα θα κολλούσα εκεί και δεν θα ξεκολλούσα το βλέμμα μου με τίποτα! Ήδη, ακόμα και φευγαλέα όπως κοιτούσα ένιωθα τόση αναστάτωση!
Είχε βγάλει απλά το πουκάμισο. Δεν έκανε καμιά κίνηση να βγάλει το παντελόνι του. Απλά ήρθε κοντά μου και κάθισε δίπλα μου.
‘’Κάντυ..’’, είπε και αμέσως όλα ξεχάστηκαν. Οι φόβοι και η ντροπή και το άγχος. Όλα.
Ούτε που κατάλαβα πως βρέθηκα ξαπλωμένη με τον Τέρρυ από πάνω μου να με φιλάει και να με χαϊδεύει παντού. Και μόνο μια σκέψη περνούσε από το μυαλό μου : ‘’Και άλλο!! Θέλω και άλλο!’’
Μου είχε αφαιρέσει ήδη τα ρούχα, αλλά εκείνος ήταν ακόμα ντυμένος από την μέση και κάτω. Δεν άντεχα άλλο, νόμιζα ότι θα τρελαθώ! Όλο αυτό ήταν πολύ καλύτερο από ότι είχα φανταστεί. Άπλωσα το χέρι μου για να τον φέρω πιο κοντά, να τον γδύσω. Και τότε ο Τέρρυ μου χαμογέλασε ελαφρά, έκανε λίγο πίσω, με φίλησε και με καληνύχτισε!
Έμεινα να τον κοιτάω σαν χαμένη. Μούτρωσα και πρέπει να ήμουν πολύ αστεία γιατί ο Τέρρυ άρχισε να γελάει. Αλλά και πάλι μου είπε καληνύχτα, ξάπλωσε δίπλα μου και αποκοιμήθηκε.
Εγώ από την άλλη δεν μπόρεσα να κλείσω μάτι. Με είχε φτάσει στα όρια μου με όλα αυτά τα φιλιά και τα χάδια και μετά με άφησε έτσι.. Δεν καταλάβαινα τι συνέβαινε και ντρεπόμουν να τον ρωτήσω. Δεν το χωρούσε το μυαλό μου! Αλλιώς πίστευα ότι θα ήταν αυτή η νύχτα.
Ξάπλωσα δίπλα του και ακούγοντας την ρυθμική του ανάσα που ερχόταν από τις χώρες του ονείρου, ηρέμησα λίγο. Αλλά ακόμα δεν καταλάβαινα τίποτα! ΜΑ ΓΙΑΤΙ ΚΟΙΜΗΘΗΚΕ Ο ΤΕΡΡΥ;
Η Ροζμαρυ έκλεισε το τετράδιο και έσκασε ένα χαμόγελο. Ο πατέρας της, έβγαλε την ψυχή της μάνας της εκείνη την νύχτα. Αλλά αν τον ήξερε έστω και λίγο, η Ροζμαρυ καταλάβαινε τον λόγο ή τουλάχιστον τον υποψιαζόταν. Και η ανάγκη της να τον επιβεβαιώσει την έκανε να παρατήσει το ημερολόγιο της μητέρας της στο πάτωμα και να τρέξει να βρει τα ημερολόγια του Τέρρυ. Είχε ανάγκη να δει γραμμένο από το χέρι του πατέρα της αυτό που φανταζόταν η ίδια ότι είχε συμβεί εκείνο το βράδυ. Και έπρεπε να το δει αμέσως!
nuitetoile21- Terry Addict
- Αριθμός μηνυμάτων : 4781
Points : 12188
Ημερομηνία εγγραφής : 06/11/2010
Ηλικία : 41
Τόπος : neverland
Απ: Ένα φικ όπως θα το περιμένατε απο την nuitetoile21
Η ΠΡΩΤΗ ΜΑΣ ΦΟΡΑ: ΤΟ ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ ΤΟΥ ΤΕΡΡΥ
Η Ροζμαρυ δεν χρειάστηκε να ψάξει πολύ για τα ημερολόγια του πατέρα της, ήταν σχεδόν σίγουρη από πριν που βρισκόταν. Έφτασε στο δωμάτιο που συνήθιζε να περνάει ο Τέρρυ τα απογεύματα, διαβάζοντας ή παίζοντας πιάνο. Με σίγουρα βήματα κατευθύνθηκε στην βιβλιοθήκη. Ήταν γεμάτη βιβλία, από πάνω μέχρι κάτω, στριμωγμένα παντού, ακόμα και σε διπλές σειρές. Η Ροζμαρυ ανέτρεξε με τα μάτια της του τίτλους και στάθηκε στα έργα του Σαιξπηρ. Τα τράβηξε και τα ακούμπησε στο πάτωμα. Από πίσω τους ξεπρόβαλε μια άλλη σειρά βιβλίων, φαινομενικά αθώων, συνηθισμένων αναγνωσμάτων. Αλλά η Ροζμαρυ δεν ξεγελάστηκε. Τράβηξε το πρώτο και το άνοιξε. Είχε δίκιο. Πίσω από το φτιαγμένο ψεύτικο εξώφυλλο, μέσα κρυβόταν ένα τετράδιο που οι σειρές του ήταν καλυμμένες με τον όμορφο στρωτό χαρακτήρα του πατέρα της.
Η Ροζμαρυ χαμογέλασε. Τα γράμματα της μητέρας της ήταν τόσο άτσαλα. Η Κάντυ βιαζόταν τόσο να γράψει αυτά που σκεφτόταν και ο φόβος μην ξεχάσει κάτι έκανε το γράψιμο της βιαστικό και άχαρο, σε σημείο η Ροζμαρυ μερικές φορές να μαντεύει τις λέξεις. Αλλά το γράψιμο του Τερρυ ήταν όμορφο, στρωτό και καθαρό.
Η Ροζμαρυ πήρε τα ημερολόγια και γύρισε στο υπνοδωμάτιο των γονιών της. Πήρε το ημερολόγιο της Κάντυ από το πάτωμα και το άφησε ανοιχτό στην σελίδα που είχε σταματήσει να διαβάζει, πάνω στο κρεβάτι. Βρήκε το αντίστοιχο του πατέρα της, το έβαλε δίπλα στο άλλο, ξάπλωσε στο κρεβάτι και άρχισε να διαβάζει..
Από το ημερολόγιο του Τέρρυ
‘’..η Κάντυ έδειχνε τόσο όμορφη. Όμως παράλληλα ένιωθα πως κάτι την βασάνιζε, την απασχολούσε. Και ήξερα πολύ καλά τι ήταν αυτό. Μέρες τώρα σκεφτόμουν αυτό το βράδυ. Όχι ψέματα. Μέρες..μήνες..χρόνια..από την πρώτη στιγμή αναρωτιόμουν πως θα ήταν αυτό το βράδυ. Γιατί το ήξερα πως μαζί της θα είναι. Το ήξερα; Ή το έλπιζα;
Δεν είχε σημασία πια. Η στιγμή είχε έρθει. Και όλα έπρεπε να είναι τέλεια. Για εκείνη. Την έβλεπα να χαιρετάει αφηρημένα τους καλεσμένους μας και απορούσα πως σε κάθε μικρή κίνηση που έκανε, πως σε κάθε χαμόγελο της την αγαπούσα ακόμα πιο πολύ; Πως γινόταν αυτό; Πάντα πίστευα ότι η αγάπη μου για εκείνη είχε φτάσει ως εκεί που δεν πήγαινε άλλο. Αλλά κάθε μέρα, κάθε στιγμή, την ένιωθα να δυναμώνει μέσα μου όλο και περισσότερο.
Είχε σταθεί στην πόρτα του μπαλκονιού και κοίταζε αφηρημένη έξω. Ήξερα τι σκεφτόταν. Φοβόταν. Τον πόνο, την αποτυχία, το άγνωστο. Έμοιαζε τόσο εύθραυστη . Τόσο ντελικάτη. Έκατσα στο πιάνο και άρχισα να παίζω. Γι εκείνη, για να ηρεμήσει. Και για μένα. Είχα πάρει ήδη την απόφαση μου για το πώς θα το χειριζόμουν το θέμα. Αλλά θα ήταν δύσκολο..υπερβολικά δύσκολο.
Μόλις ένιωσα ότι χαλάρωνε, την σήκωσα αγκαλιά και την πήγα στην κρεβατοκάμαρα. Και τότε άρχισε το μαρτύριο..
Έβγαλα το πουκάμισο και άρχισα να την φιλάω. Έδειχνε τόσο σαστισμένη στην αρχή, ντρεπόταν τόσο πολύ..Της έβγαλα το φόρεμα και την ένιωθα να προσπαθεί να κρυφτεί κάτω από το σώμα μου.
‘’Μα γιατί; ‘’ αναρωτήθηκα. ‘’Έχει τόσο όμορφο σώμα, είναι τόσο όμορφη και η ίδια.. δεν έχει λόγους να ντρέπεται..’’
Έγινα λίγο πιο επιθετικός ενώ μέσα μου αναρωτιόμουν πως στο καλό θα σταματούσα όταν έπρεπε. Φοβόμουν ότι θα με συνέπαιρνε τόσο πολύ που δεν θα μπορούσα να σταματήσω. Έπρεπε όμως. Για εκείνη.
Την ξάπλωσα πίσω ενώ την φιλούσα. Άφησα τα χείλη της και κατέβηκα στον λαιμό της. Έκανε έναν μικρό σπασμό όταν τα χείλη μου ακούμπησαν το στήθος της.
‘’Κάπου εδώ πρέπει να σταματήσω..’’ σκέφτηκα. Φοβόμουν ότι λίγο ακόμα και δεν θα σταματούσα με τίποτα. Ήδη έκανα υπεράνθρωπες προσπάθειες. Αλλά σημασία είχε η Κάντυ.
Με αυτή την σκέψη σήκωσα το κεφάλι μου, την φίλησα και την καληνύχτισα.
Την αιφνιδίασα. Προφανώς περίμενε περισσότερα και η έκπληξη της ήταν ζωγραφισμένη σε όλο της το πρόσωπο. Άρχισα να γελάω, βρίσκοντας μια διέξοδο για όλα αυτά που ένιωθα.
Την αγκάλιασα και προσποιήθηκα ότι με πήρε ο ύπνος. Εκείνη έμεινε ξύπνια όλα το βράδυ.
Το πρωί την βρήκα μισοκοιμισμένη στην αγκαλιά μου. Άρχισα να την χαιδεύω και να την φιλάω όπως το προηγούμενο βράδυ..
Δεν χρειάστηκε πολύ για να γίνουμε ένα κουβάρι μέσα στα σκεπάσματα. Μόνο που αυτή την φορά η Κάντυ ήταν πιο αποφασισμένη και δεν ντρεπόταν όσο χτες. Αλλά και πάλι δεν ήταν αρκετό. Έτσι μετά από λίγο την σταμάτησα και της είπα πως έχω κάτι δουλειές .Έφυγα όσο πιο γρήγορα μπορούσα, αφήνοντας την να με κοιτάει απορημένη.
Το σώμα μου πονούσε. Ζητούσε το σώμα της απεγνωσμένα. Αλλά είχα υποσχεθεί στον εαυτό μου πως αυτή η πρώτη φορά για την Κάντυ θα έπρεπε να είναι μαγική και ονειρεμένη.
Δεν ήθελα να πονέσει και δεν ήθελα να την θυμάται από τον πόνο που θα ένιωθε.
Δεν ήθελα να ντρέπεται, ήθελα να το ζήσει χωρίς να νιώθει ενοχές ή ντροπή που ήταν γυμνή ή που την φιλούσα στα πλέον ‘’ακατάλληλα ‘’ μέρη.
Ήθελα να αντιλαμβάνεται πλήρως πως ήμασταν οι δυο μας και ότι γινόταν στο κρεβάτι μας ήταν δικό μας και μόνο.
Μα πάνω από όλα ήθελα να είμαι σίγουρος ότι ήταν έτοιμη. Ναι είχαμε παντρευτεί, αλλά τι σημασία είχε; Μπορούσα να περιμένω και μήνες αν εκείνη δεν ένιωθε έτοιμη. Γιατί μονάχα εκείνη έχει σημασία.
Βέβαια δεν χρειάστηκε να περιμένω μήνες.. ούτε καν μια ημέρα..το βράδυ ήρθε και το αγαπημένο μου φακιδομουτράκι έγινε γυναίκα. Η δικιά μου γυναίκα..’’
Η Ροζμαρυ δεν χρειάστηκε να ψάξει πολύ για τα ημερολόγια του πατέρα της, ήταν σχεδόν σίγουρη από πριν που βρισκόταν. Έφτασε στο δωμάτιο που συνήθιζε να περνάει ο Τέρρυ τα απογεύματα, διαβάζοντας ή παίζοντας πιάνο. Με σίγουρα βήματα κατευθύνθηκε στην βιβλιοθήκη. Ήταν γεμάτη βιβλία, από πάνω μέχρι κάτω, στριμωγμένα παντού, ακόμα και σε διπλές σειρές. Η Ροζμαρυ ανέτρεξε με τα μάτια της του τίτλους και στάθηκε στα έργα του Σαιξπηρ. Τα τράβηξε και τα ακούμπησε στο πάτωμα. Από πίσω τους ξεπρόβαλε μια άλλη σειρά βιβλίων, φαινομενικά αθώων, συνηθισμένων αναγνωσμάτων. Αλλά η Ροζμαρυ δεν ξεγελάστηκε. Τράβηξε το πρώτο και το άνοιξε. Είχε δίκιο. Πίσω από το φτιαγμένο ψεύτικο εξώφυλλο, μέσα κρυβόταν ένα τετράδιο που οι σειρές του ήταν καλυμμένες με τον όμορφο στρωτό χαρακτήρα του πατέρα της.
Η Ροζμαρυ χαμογέλασε. Τα γράμματα της μητέρας της ήταν τόσο άτσαλα. Η Κάντυ βιαζόταν τόσο να γράψει αυτά που σκεφτόταν και ο φόβος μην ξεχάσει κάτι έκανε το γράψιμο της βιαστικό και άχαρο, σε σημείο η Ροζμαρυ μερικές φορές να μαντεύει τις λέξεις. Αλλά το γράψιμο του Τερρυ ήταν όμορφο, στρωτό και καθαρό.
Η Ροζμαρυ πήρε τα ημερολόγια και γύρισε στο υπνοδωμάτιο των γονιών της. Πήρε το ημερολόγιο της Κάντυ από το πάτωμα και το άφησε ανοιχτό στην σελίδα που είχε σταματήσει να διαβάζει, πάνω στο κρεβάτι. Βρήκε το αντίστοιχο του πατέρα της, το έβαλε δίπλα στο άλλο, ξάπλωσε στο κρεβάτι και άρχισε να διαβάζει..
Από το ημερολόγιο του Τέρρυ
‘’..η Κάντυ έδειχνε τόσο όμορφη. Όμως παράλληλα ένιωθα πως κάτι την βασάνιζε, την απασχολούσε. Και ήξερα πολύ καλά τι ήταν αυτό. Μέρες τώρα σκεφτόμουν αυτό το βράδυ. Όχι ψέματα. Μέρες..μήνες..χρόνια..από την πρώτη στιγμή αναρωτιόμουν πως θα ήταν αυτό το βράδυ. Γιατί το ήξερα πως μαζί της θα είναι. Το ήξερα; Ή το έλπιζα;
Δεν είχε σημασία πια. Η στιγμή είχε έρθει. Και όλα έπρεπε να είναι τέλεια. Για εκείνη. Την έβλεπα να χαιρετάει αφηρημένα τους καλεσμένους μας και απορούσα πως σε κάθε μικρή κίνηση που έκανε, πως σε κάθε χαμόγελο της την αγαπούσα ακόμα πιο πολύ; Πως γινόταν αυτό; Πάντα πίστευα ότι η αγάπη μου για εκείνη είχε φτάσει ως εκεί που δεν πήγαινε άλλο. Αλλά κάθε μέρα, κάθε στιγμή, την ένιωθα να δυναμώνει μέσα μου όλο και περισσότερο.
Είχε σταθεί στην πόρτα του μπαλκονιού και κοίταζε αφηρημένη έξω. Ήξερα τι σκεφτόταν. Φοβόταν. Τον πόνο, την αποτυχία, το άγνωστο. Έμοιαζε τόσο εύθραυστη . Τόσο ντελικάτη. Έκατσα στο πιάνο και άρχισα να παίζω. Γι εκείνη, για να ηρεμήσει. Και για μένα. Είχα πάρει ήδη την απόφαση μου για το πώς θα το χειριζόμουν το θέμα. Αλλά θα ήταν δύσκολο..υπερβολικά δύσκολο.
Μόλις ένιωσα ότι χαλάρωνε, την σήκωσα αγκαλιά και την πήγα στην κρεβατοκάμαρα. Και τότε άρχισε το μαρτύριο..
Έβγαλα το πουκάμισο και άρχισα να την φιλάω. Έδειχνε τόσο σαστισμένη στην αρχή, ντρεπόταν τόσο πολύ..Της έβγαλα το φόρεμα και την ένιωθα να προσπαθεί να κρυφτεί κάτω από το σώμα μου.
‘’Μα γιατί; ‘’ αναρωτήθηκα. ‘’Έχει τόσο όμορφο σώμα, είναι τόσο όμορφη και η ίδια.. δεν έχει λόγους να ντρέπεται..’’
Έγινα λίγο πιο επιθετικός ενώ μέσα μου αναρωτιόμουν πως στο καλό θα σταματούσα όταν έπρεπε. Φοβόμουν ότι θα με συνέπαιρνε τόσο πολύ που δεν θα μπορούσα να σταματήσω. Έπρεπε όμως. Για εκείνη.
Την ξάπλωσα πίσω ενώ την φιλούσα. Άφησα τα χείλη της και κατέβηκα στον λαιμό της. Έκανε έναν μικρό σπασμό όταν τα χείλη μου ακούμπησαν το στήθος της.
‘’Κάπου εδώ πρέπει να σταματήσω..’’ σκέφτηκα. Φοβόμουν ότι λίγο ακόμα και δεν θα σταματούσα με τίποτα. Ήδη έκανα υπεράνθρωπες προσπάθειες. Αλλά σημασία είχε η Κάντυ.
Με αυτή την σκέψη σήκωσα το κεφάλι μου, την φίλησα και την καληνύχτισα.
Την αιφνιδίασα. Προφανώς περίμενε περισσότερα και η έκπληξη της ήταν ζωγραφισμένη σε όλο της το πρόσωπο. Άρχισα να γελάω, βρίσκοντας μια διέξοδο για όλα αυτά που ένιωθα.
Την αγκάλιασα και προσποιήθηκα ότι με πήρε ο ύπνος. Εκείνη έμεινε ξύπνια όλα το βράδυ.
Το πρωί την βρήκα μισοκοιμισμένη στην αγκαλιά μου. Άρχισα να την χαιδεύω και να την φιλάω όπως το προηγούμενο βράδυ..
Δεν χρειάστηκε πολύ για να γίνουμε ένα κουβάρι μέσα στα σκεπάσματα. Μόνο που αυτή την φορά η Κάντυ ήταν πιο αποφασισμένη και δεν ντρεπόταν όσο χτες. Αλλά και πάλι δεν ήταν αρκετό. Έτσι μετά από λίγο την σταμάτησα και της είπα πως έχω κάτι δουλειές .Έφυγα όσο πιο γρήγορα μπορούσα, αφήνοντας την να με κοιτάει απορημένη.
Το σώμα μου πονούσε. Ζητούσε το σώμα της απεγνωσμένα. Αλλά είχα υποσχεθεί στον εαυτό μου πως αυτή η πρώτη φορά για την Κάντυ θα έπρεπε να είναι μαγική και ονειρεμένη.
Δεν ήθελα να πονέσει και δεν ήθελα να την θυμάται από τον πόνο που θα ένιωθε.
Δεν ήθελα να ντρέπεται, ήθελα να το ζήσει χωρίς να νιώθει ενοχές ή ντροπή που ήταν γυμνή ή που την φιλούσα στα πλέον ‘’ακατάλληλα ‘’ μέρη.
Ήθελα να αντιλαμβάνεται πλήρως πως ήμασταν οι δυο μας και ότι γινόταν στο κρεβάτι μας ήταν δικό μας και μόνο.
Μα πάνω από όλα ήθελα να είμαι σίγουρος ότι ήταν έτοιμη. Ναι είχαμε παντρευτεί, αλλά τι σημασία είχε; Μπορούσα να περιμένω και μήνες αν εκείνη δεν ένιωθε έτοιμη. Γιατί μονάχα εκείνη έχει σημασία.
Βέβαια δεν χρειάστηκε να περιμένω μήνες.. ούτε καν μια ημέρα..το βράδυ ήρθε και το αγαπημένο μου φακιδομουτράκι έγινε γυναίκα. Η δικιά μου γυναίκα..’’
nuitetoile21- Terry Addict
- Αριθμός μηνυμάτων : 4781
Points : 12188
Ημερομηνία εγγραφής : 06/11/2010
Ηλικία : 41
Τόπος : neverland
Σελίδα 2 από 2 • 1, 2
Σελίδα 2 από 2
Δικαιώματα σας στην κατηγορία αυτή
Δεν μπορείτε να απαντήσετε στα Θέματα αυτής της Δ.Συζήτησης
Τετ Νοε 13, 2024 6:10 pm από ariel
» Ειναι αγχολυτικη η μικρη ξανθια;
Δευ Νοε 11, 2024 7:38 pm από ariel
» Με ποιον πιστεύετε οτι καταλήγει η Κάντυ στο τέλος;
Τρι Νοε 05, 2024 5:09 pm από ariel
» Τα ομορφότερα Fan Arts
Κυρ Οκτ 27, 2024 10:12 am από Marianna Blue Lagoon
» Γιορτινό Theme
Κυρ Οκτ 06, 2024 8:28 am από Marianna Blue Lagoon
» Κουίζ καντυ
Κυρ Σεπ 15, 2024 12:38 pm από Marianna Blue Lagoon
» Casting...
Δευ Απρ 15, 2024 10:52 pm από ariel
» Τερρο-Δωράκια
Πεμ Μαρ 21, 2024 4:46 pm από Marianna Blue Lagoon
» Ο ΑΝΤΟΝΙ ΓΝΩΡΙΖΕ ΟΤΙ Ο ΑΛΜΠΕΡΤ ΕΙΝΑΙ ΤΗΣ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΣ.ΑΡΑΓΕ ΗΞΕΡΕ ΚΑΙ ΠΩΣ ΕΙΝΑΙ Ο ΘΕΙΟΣ ΟΥΙΛΛΙΑΜ?
Τετ Μαρ 13, 2024 4:06 am από Marianna Blue Lagoon
» Οι ήρωες της Κάντυ και οι άλλοι.
Δευ Μαρ 11, 2024 10:17 pm από ariel
» ποιο πιστευετε οτι είναι το αγαπημενο ποτο του τερρυ;
Σαβ Μαρ 09, 2024 7:05 am από Marianna Blue Lagoon
» Εξώφυλλά του περιοδικού από διάφορες χώρες
Δευ Δεκ 04, 2023 5:12 pm από Marianna Blue Lagoon
» Ο χωρισμός. Επιλογή ή πεπρωμένο;
Παρ Μάης 26, 2023 4:34 pm από Marianna Blue Lagoon
» Ελληνική Έκδοση του περιοδικού
Τετ Φεβ 15, 2023 1:49 pm από Marianna Blue Lagoon
» Σχολια για τις Τερρο-δημιουργιες!
Τρι Ιαν 31, 2023 2:01 pm από Marianna Blue Lagoon
» Χριστουγεννιάτικα αβαταρ
Σαβ Δεκ 10, 2022 2:55 pm από Marianna Blue Lagoon
» Σχόλια για "Μετά από εκείνη τη νύχτα"
Τετ Ιουν 29, 2022 9:12 am από ΜΙΜΙ
» Σε ποιο επεισόδιο βρίσκετε πιο όμορφο τον Τέρρυ ?
Τετ Μάης 25, 2022 12:22 pm από Marianna Blue Lagoon
» Μετά από εκείνη τη νύχτα.
Παρ Μάης 06, 2022 12:00 pm από bettina
» Σχολια για ''η εποχη των ασφοδελων - the season of daffodils (by josephine hymes)
Τετ Σεπ 15, 2021 12:21 pm από stardustia